Ο
ΝΟΜΑΣ 3
Ξέρω μια γειτόνισσα που ζει πολύ κοντά μου. Kαμιά φορά όταν συναντιόμαστε έξω χαιρετιόμαστε. Είναι κοντή, άδολη, φοβισμένη, και γλυκιά σαν ζάχαρη. Δεν ξέρει ότι είναι ωραία και ούτε ;oτι με έλκει. Είναι παντρεμένη και έχει ένα παιδί εφτά χρονών. Κάθε που τη συναντώ καίγομαι από την επιθυμία να της κάνω γνωστό πως μου αρέσει. Προχτές την είδα να στέκει καταμεσίς στην πλατεία ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που περπατούσε εναγύρω, σαν κάτι να περίμενε. Έκανα πως δεν την είδα. Με την εικόνα της στο μυαλό μου προχώρησα φτάνοντας μέχρι το τέλος του δρόμου. Γυρίζοντας πίσω, αυτή στέκονταν στο ίδιο μέρος κρατώντας την ζακετούλα της στην αγκαλιά του δεξιού της χεριού και αφηρημένα κοιτάζοντας πέρα. Αυτή τη φορά υπέκυψα στην επιθυμία μου να της μιλήσω, να απολαύσω από κάπως κοντά την μαγική της ομορφιά. Πλησίασα. Γεια σας. Με αντιχαιρέτισε. Πώς έτσι μόνη; Της είπα. Ο γιος μου παίζει ποδόσφαιρο, μου είπε δείχνοντάς μου την απέναντι πλευρά του δρόμου όπου έπαιζαν αυτοσχέδιο ποδόσφαιρο κάποια παιδάκια, και ο άντρας μου συζητάει. Και μου έδειξε στη γωνία του δρόμου τρεις άντρες που συζητούσαν.
Δε χόρταινα να τη θωρώ. Μα αν συνέχιζα την κουβέντα θα προδινόμουν. Γιατί θα έδειχνε πως κάτι άλλο με έσπρωξε σε αυτό παρά η πρόθεση να την βοηθήσω αν κάτι της συνέβαινε στέκοντας μόνη στη μέση του δρόμου. Ούτε το ύφος μου θα μπορούσε να κρατήσει την εικόνα του απλού ενδιαφέροντος προς μια γειτόνισσα που βρέθηκε ίσως σε κάποια δύσκολη στιγμή. Εκείνο που καιγόμουν να της πω είναι: εσείς περιμένετε αντί να περιμένουν εσάς άλλοι; Αυτό το αθώο μόνον. Το οποίο θα φαινόταν σαν να ήταν ένα κομπλιμέντο, όμως δεν μπορεί παρά να είχε παρατηρήσει τόσα χρόνια που συναντιόμαστε το βλέμμα μου όταν την κοιτούσα, που ήταν γεμάτο θαυμασμό γι αυτήν, και, έστω και χωρίς να είναι βέβαιη, θα συμπέραινε πως θα ήθελα κάτι παραπάνω λέγοντας αυτό. Έτσι της είπα απλά και γελοία σαν αστείο: «και δεν πάτε να παίξετε και σεις μαζί με τον (και της είπα το όνομα του παιδιού της).
Γέλασε , γέλασα βλακωδώς και αποχώρησα αφήνοντας την να την βλέπουν απαθώς οι περαστικοί, που ιδέα δεν είχαν για το τι έκρυβε αυτό το βλέμμα, αυτή η ντροπαλότητα, αυτό το χαμόγελο, αυτό το κορμί.
Γιατί το έκανα αυτό; Ντράπηκα; Όχι. Χίλιες φορές όχι. Δεν θεωρώ ντροπή να δείξεις σε μια γυναίκα ότι σου αρέσει. Γιατί τότε δεν της είπα αυτό που ήθελα; Έκατσα και το σκέφτηκα το βράδυ στο σπίτι μου, το τόσο κοντά τά με το δικό της. Δεν της το είπα επειδή αυτή θα το έλεγε στην μητέρα της, και από αυτήν θα το μάθαινε όλη η γειτονιά. Συνέπεια αυτού θα ήταν να βλέπω από κει και ύστερα όλους αυτούς (την μανάβισσα, την ζαχαροπλάστισσα, τα κορίτσια του βιβλιοπωλείου, τους γείτονες περαστικούς), να χαμογελούν ειρωνικά όταν με βλέπουν.
Αν δεν ντρεπόμουν για ό,τι θα είχα πει, θα ντρεπόμουν ίσως από τη στάση όλων αυτών; Όχι, δεν θα ντρεπόμουν ούτε από όλα αυτά. Θα θύμωνα μόνον με την ιδέα όλων αυτών ότι θα έπρεπε να ντρέπομαι για αυτό που είπα. Πράγμα φθοροποιό.
Αφού λοιπόν ούτε γι αυτό θα ντρεπόμουν, γιατί δεν το είπα; Γιατί δεν έκανα εκείνο που ήθελα;
Δεν συνέχισα την παραπέρα ανάλυση του θέματος. Σκέφτηκα πως έπραξα έτσι επειδή δεν ήθελα άνθρωποι που ως τώρα ήσαν τουλάχιστον ουδέτεροι απέναντί μου, τώρα να με περιγελούν. Όχι ότι θα με περιγελούσαν, μα επειδή το περιγέλιο τους αυτό θα επηρέαζε τη ζωή μου μαζί τους-στην κοινωνία.
Μα τι είναι η ντροπή;
Μήπως είναι ένα είδος λύπης ή ταραχής πού προέρχεται από πράξεις πού φαίνονται ότι οδηγούν στην ανυποληψία; Ναι, λένε οι φιλόσοφοί μας, αυτό είναι ντροπή.
Και μήπως ή ντροπή είναι η ιδέα ότι χάνουμε τήν υπόληψή μας, επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων παρά μόνο για κείνους πού τον υπολήπτονται, και άραγε ντρεπόμαστε τά πρόσωπα εκείνα πού εκτιμούμε;
Και αν είναι έτσι, η αναισχυντία τότε δεν είναι η περιφρόνηση και η αδιαφορία γιά τις ίδιες αυτές πράξεις;
Νομίζω πως ακριβώς αυτό είναι που λέγεται ντροπή. Και το αντίθετό της: η αναισχυντία.
Μα εδώ ορίζουμε μόνον ποιοι νιώθουν ντροπή και ποιος είναι ο μηχανισμός της παραγωγής της.
Θα ήθελα να μου πει όμως κάποιος ΓΙΑΤΙ πρέπει να υπάρχει αυτό το αίσθημα και γιατί οι άνθρωποι πρέπει να το υπηρετούν. Και αυτό όχι για λόγους περιέργειας, μα για να γνωρίσουμε τη φύση και υην πηγή του και να προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε, να το υποτάξουμε, να το κάνουμε συμβατό με μια υποφερτή ωή. Μα ποιος θα μπορούσε να εισδύσει στα απόκρυφα της ύπαρξης και να κάνει κάτι τέτοιο; Η επιστήμη φυσικά όχι. Μερικοί ελπίζουν ότι η φιλοσοφία θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτπιο, όπως κι εγώ νόμιζα παλιά. Μα η καημένη η φιλοσοφία ποτέ δεν θα γίνει σοφία. Θα μένει πάντα φίλη της σοφίας, όπως φίλοι και όχι εραστές μένουν για πάντα οι ερωτευμένοι που δεν έχουν τα προσόντα για την κατάκτηση του ινδάλματός τους. Και οι αδαείς είτε οι ευκολόπιστοι θα παρακολουθούν τη φιλοσοφία από κοντά ελπίζοντας στο θαύμα,ενώ οι φιλόσοφοι θα φιλονικούν μεταξύ τους για ανόητα ή για ακατανόητα θέματα, κάπως όπως ερίζουν ανατολική και δυτική Εκκλησίες για το Filioque. Θα ψάχνουν δηλαδή αιώνια να δώσουν υπόσταση και οντότητα σε ένα πλάσμα της φαντασίας τους, να λύσουν ένα πρόβλημα που μόνο για να ασχολούνται με αυτό έχουν οι ίδιοι θέσει.
Έτσι κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα αυτό. Οι φιλόσοφοι αρκούνται, μην μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο, να διαπιστώνουν ότι αυτή είναι η τραγικότητα του ανθρώπου. Αν αυτό μόνο έχει να μας πει η φιλοσοφία, δεν ωφελεί. Θέλαμε μια φιλοσοφία που να μας πει ποια αναγκαιότητα επιβάλλει αυτή την τραγικότητα. Θέλαμε μια φιλοσοφία που να ανακαλύψει δρόμους, που για να τους περπατήσουμε δεν θα πληρώνουμε για διόδια τη χαρά της ζωής μας.
Αυτό ποτέ δεν θα γίνει. Θα είμαστε για πάντα γεμάτοι με ντροπές και ενοχές από τη γέννα κι ως το θάνατό μας.
Η σεξουαλική επανάσταση του 1960 στην Αμερική, που στην Ευρώπη πήρε τη μορφή της επανάστασης του Μάη του 68 στο Παρίσι, για λίγο μόνο διάστημα μπόρεσε να δίνει καρπούς. Τα παιδιά εκείνων των επαναστατών ξαναγύρισαν στη ντροπή τους και τα εγγόνια τους φτάσανε στο άλλο άκρο-να ενοχοποιήσουν τη σεξουαλικότητα ως τα πιο αθώο της σημείο. Σήμερα αν πεις σε μια γυναίκα ότι έχει όμορφα μαλλιά, μπορείς να βρεθείς στη φυλακή.
Τα ζώα μπορούν να φλερτάρουν, οι άνθρωποι όχι. Οι απαγορεύσεις του Νόμου ή της Ηθικής, έχουν επιβάλει μια συμπεριφορά που είναι να λυπάσαι γι αυτήν τους ανθρώπους.
Φοβάμαι πως αν με ρωτήσει καμιά φορά η γυναίκα αυτή «θέλετε τίποτα γιατρέ;», θα της απαντήσω «ναι, μια νύχτα μαζί σας». Και τότε Γιωργία δεν θα με χωράει η Ελλάδα.
Και βέβαια αυτό είναι ένα παράδειγμα ντροπής. Υπάρχουν αναρίθμητες πράξεις ή παραλείψεις, ένεκα των οποίων ο άνθρωπος νοιώθει ντροπή. Μα η ντροπή του έρωτα είναι που βασανίζει τον άνθρωπο ολοζωής.
Του έρωτα… Τι φασαρία που κάνουμε για τον έρωτα! Γέννα, μεγάλωμα, πόνοι, κακουχίες, μπερδέματα, μίση, πόλεμοι, κλοπές, ατιμίες, υποκρισία, και όλα αυτά ώσπου (κι για) να μπορέσουμε να βάλουμε το σπέρμα μας στο χώμα να καρπίσει. Σ’ αυτό μας σπρώχνει η ζωή και όταν το πετύχει, τότε ησυχάζουμε και μεις και λέμε ότι κάναμε το καθήκον μας πάνω σ’ αυτή τη γη. Και ας φωνάζει και ας επαναστατεί το πνεύμα πως όλα τούτα είναι μια παράλογη ενέργεια, γιατί και γι αυτό υπάρχει ο πειστικός αντίλογος «η σάρκα ξέρει», και ας έρχονται στιγμές που φωτίζεται η νύχτα μας από την αστραπή που όλα ξεκάθαρα τα δείχνει, γιατί και γι αυτό έχουμε βρει τη λύση υποσυνείδητο, τίποτα δεν μας συγκρατεί. Το αντίθετο: όλα μας σπρώχνουν στην κατάρα του έρωτα. Και βλέπουμε τα δέντρα να γεννοβολάνε κάθε χρόνο εκατομμύρια σπόρους το καθένα και λέμε περιφρονητικά «φυτά, τι περιμένεις, ούτε να τρέξουνε μπορούν, ούτε να κλέψουνε ή να σκοτώσουν, ούτε επιστήμες έχουνε ή φιλοσοφία, αφήνονται σε όλα» και λέμε «πάντων μέτρον άνθρωπος» και ούτε κοκκινίζουμε λέγοντάς το λες και μεις δεν κάνουμε το ίδιο. Και το ερυθρό όλο το καταναλώσαμε στην έξαψη του έρωτα και βλέπουμε την πέτρα και την οικτίρουμε την «άζωη», την «θλιβερή», το «πράγμα». Και όλα αυτά χωρίς ντροπή και μάλιστα με οίηση και υπεροχότητα.
Τι να σου πω Γιωργία για τη νομαδική ζωή μου για είκοσι εφτά χρόνια; Όλα ίδια.Το σκηνικό άλλαζε μόνον λόγω μεταθέσεων. Αλλιώς τα ίδια: Πειθαρχία, στρατιωτική ζωή που σημαίνει μακριά από τον κόσμο, στρατός ανοργάνωτος, αξιωματικοί δυστυχείς, στρατιώτες ταλαίπωροι, γιατροί ελλιπείς, και όλοι αυτοί γεμάτα παρωπίδες που τους εμπόδιζαν να βλέπουν ένα γύρω και μόνον έβλεπαν μπροστά τους το σανό και το φόρτωμα.
Στη Μυτιλήνη μόνή τα πράγματα ήσαν υποφερτά γιατί εκεί γνώρισα το Βουνάτσο και τα κομμουνιστικά παιδιά όπως σου έγραψα γι αυτά.
Τι άλλο να σου έγραφα για τη ζωή στο στρατό; Είναι γνωστή σε όλους.
Έτσι η εξιστόρηση γεγονότων της ζωής μου είναι μία αφορμή για να εκθέσω σε σένα μερικές από τις παλιές ή καινούργιες σκέψεις μου για διάφορα θέματα. Γιατί και αν ονομάσεις απομνημονεύματα αυτά που τούτο τον καιρό σου γράφω, εντούτοις δεν περιμένεις βέβαια να γράψω όλα όσα θυμάμαι, γιατί τότε δε θα με έφταναν δέκα ζωές για να αναφέρω μόνον τα ενθυμήματα της μιας μου από αυτές. Ο άνθρωπος δεν γράφει ό,τι έκανε, αλλά κύρια ό,τι μονάχα σκέφτηκε, Και η ζωή κάποιου δεν είναι ια παθήματα, οι διασκεδάσεις και οι πράξεις του, αλλά κύρια οι σκέψεις του. Και ύστερα από αυτά, ο θάνατός του.
Για το θάνατό του όμως δεν μπορεί να γράψει κανείς γιατί κανείς που πέθανε δεν μπορεί να γράφει.
Τι είναι η ζωή θα μάθει καθένας την ώρα του θανάτου. Τότε, τις στιγμές εκείνες, όταν τα πράγματα θα χάνονται από τα μάτια μας χωρίς να έχουν καθόλου βγει από το οπτικό μας πεδίο, τη στιγμή που δεν θα μπορούμε να σταθούμε όρθιοι χωρίς η γη να έχει χαθεί κάτω από τα πόδια μας, όταν η ανάσα που παίρνουμε θα ξέρουμε ότι είναι η τελευταία, όταν θα απλώνουμε το χέρι όχι για να πιαστούμε από κάπου αλλά για να το δούμε να εξαφανίζεται μαζί με τα άλλα μας κομμάτια έτσι απλά, χωρίς την ενέργεια κάποιας δύναμης ή κάποιου ταχυδακτυλουργού, τότε, όταν θα αυτοδιαλυόμαστε στο νου και στα μάτια και στη βαθιά ουσία μας μπροστά, τότε, αυτή την τελευταία στιγμή της ζωής μας, θα χαμογελάσουμε με μια πρωτόφαντη κατανόηση, και θα προλάβουμε να σκεφτούμε «αυτό ήταν λοιπόν», και το χαμόγελο και η σκέψη μας αυτή δεν θα προλάβουν να ολοκληρωθούν όσο ακόμα αιστανόμαστε, αλλά στη μέση θα αφεθούν κομένα κι αυτά μαζί με μας- τα πρώτα σοφά μας αυτά κατορθώματα- από το μαχαίρι που χωρίζει στα δυο τελεσίδικα και αμετάκλητα τον έρωτα από την αυθυπαρξία, την ανάγκη από την αφθονία, την έκπληξη από το αυτονόητο, το μηδέν μας από το μηδέν.
ΝΟΜΑΣ 3
Ξέρω μια γειτόνισσα που ζει πολύ κοντά μου. Kαμιά φορά όταν συναντιόμαστε έξω χαιρετιόμαστε. Είναι κοντή, άδολη, φοβισμένη, και γλυκιά σαν ζάχαρη. Δεν ξέρει ότι είναι ωραία και ούτε ;oτι με έλκει. Είναι παντρεμένη και έχει ένα παιδί εφτά χρονών. Κάθε που τη συναντώ καίγομαι από την επιθυμία να της κάνω γνωστό πως μου αρέσει. Προχτές την είδα να στέκει καταμεσίς στην πλατεία ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που περπατούσε εναγύρω, σαν κάτι να περίμενε. Έκανα πως δεν την είδα. Με την εικόνα της στο μυαλό μου προχώρησα φτάνοντας μέχρι το τέλος του δρόμου. Γυρίζοντας πίσω, αυτή στέκονταν στο ίδιο μέρος κρατώντας την ζακετούλα της στην αγκαλιά του δεξιού της χεριού και αφηρημένα κοιτάζοντας πέρα. Αυτή τη φορά υπέκυψα στην επιθυμία μου να της μιλήσω, να απολαύσω από κάπως κοντά την μαγική της ομορφιά. Πλησίασα. Γεια σας. Με αντιχαιρέτισε. Πώς έτσι μόνη; Της είπα. Ο γιος μου παίζει ποδόσφαιρο, μου είπε δείχνοντάς μου την απέναντι πλευρά του δρόμου όπου έπαιζαν αυτοσχέδιο ποδόσφαιρο κάποια παιδάκια, και ο άντρας μου συζητάει. Και μου έδειξε στη γωνία του δρόμου τρεις άντρες που συζητούσαν.
Δε χόρταινα να τη θωρώ. Μα αν συνέχιζα την κουβέντα θα προδινόμουν. Γιατί θα έδειχνε πως κάτι άλλο με έσπρωξε σε αυτό παρά η πρόθεση να την βοηθήσω αν κάτι της συνέβαινε στέκοντας μόνη στη μέση του δρόμου. Ούτε το ύφος μου θα μπορούσε να κρατήσει την εικόνα του απλού ενδιαφέροντος προς μια γειτόνισσα που βρέθηκε ίσως σε κάποια δύσκολη στιγμή. Εκείνο που καιγόμουν να της πω είναι: εσείς περιμένετε αντί να περιμένουν εσάς άλλοι; Αυτό το αθώο μόνον. Το οποίο θα φαινόταν σαν να ήταν ένα κομπλιμέντο, όμως δεν μπορεί παρά να είχε παρατηρήσει τόσα χρόνια που συναντιόμαστε το βλέμμα μου όταν την κοιτούσα, που ήταν γεμάτο θαυμασμό γι αυτήν, και, έστω και χωρίς να είναι βέβαιη, θα συμπέραινε πως θα ήθελα κάτι παραπάνω λέγοντας αυτό. Έτσι της είπα απλά και γελοία σαν αστείο: «και δεν πάτε να παίξετε και σεις μαζί με τον (και της είπα το όνομα του παιδιού της).
Γέλασε , γέλασα βλακωδώς και αποχώρησα αφήνοντας την να την βλέπουν απαθώς οι περαστικοί, που ιδέα δεν είχαν για το τι έκρυβε αυτό το βλέμμα, αυτή η ντροπαλότητα, αυτό το χαμόγελο, αυτό το κορμί.
Γιατί το έκανα αυτό; Ντράπηκα; Όχι. Χίλιες φορές όχι. Δεν θεωρώ ντροπή να δείξεις σε μια γυναίκα ότι σου αρέσει. Γιατί τότε δεν της είπα αυτό που ήθελα; Έκατσα και το σκέφτηκα το βράδυ στο σπίτι μου, το τόσο κοντά τά με το δικό της. Δεν της το είπα επειδή αυτή θα το έλεγε στην μητέρα της, και από αυτήν θα το μάθαινε όλη η γειτονιά. Συνέπεια αυτού θα ήταν να βλέπω από κει και ύστερα όλους αυτούς (την μανάβισσα, την ζαχαροπλάστισσα, τα κορίτσια του βιβλιοπωλείου, τους γείτονες περαστικούς), να χαμογελούν ειρωνικά όταν με βλέπουν.
Αν δεν ντρεπόμουν για ό,τι θα είχα πει, θα ντρεπόμουν ίσως από τη στάση όλων αυτών; Όχι, δεν θα ντρεπόμουν ούτε από όλα αυτά. Θα θύμωνα μόνον με την ιδέα όλων αυτών ότι θα έπρεπε να ντρέπομαι για αυτό που είπα. Πράγμα φθοροποιό.
Αφού λοιπόν ούτε γι αυτό θα ντρεπόμουν, γιατί δεν το είπα; Γιατί δεν έκανα εκείνο που ήθελα;
Δεν συνέχισα την παραπέρα ανάλυση του θέματος. Σκέφτηκα πως έπραξα έτσι επειδή δεν ήθελα άνθρωποι που ως τώρα ήσαν τουλάχιστον ουδέτεροι απέναντί μου, τώρα να με περιγελούν. Όχι ότι θα με περιγελούσαν, μα επειδή το περιγέλιο τους αυτό θα επηρέαζε τη ζωή μου μαζί τους-στην κοινωνία.
Μα τι είναι η ντροπή;
Μήπως είναι ένα είδος λύπης ή ταραχής πού προέρχεται από πράξεις πού φαίνονται ότι οδηγούν στην ανυποληψία; Ναι, λένε οι φιλόσοφοί μας, αυτό είναι ντροπή.
Και μήπως ή ντροπή είναι η ιδέα ότι χάνουμε τήν υπόληψή μας, επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων παρά μόνο για κείνους πού τον υπολήπτονται, και άραγε ντρεπόμαστε τά πρόσωπα εκείνα πού εκτιμούμε;
Και αν είναι έτσι, η αναισχυντία τότε δεν είναι η περιφρόνηση και η αδιαφορία γιά τις ίδιες αυτές πράξεις;
Νομίζω πως ακριβώς αυτό είναι που λέγεται ντροπή. Και το αντίθετό της: η αναισχυντία.
Μα εδώ ορίζουμε μόνον ποιοι νιώθουν ντροπή και ποιος είναι ο μηχανισμός της παραγωγής της.
Θα ήθελα να μου πει όμως κάποιος ΓΙΑΤΙ πρέπει να υπάρχει αυτό το αίσθημα και γιατί οι άνθρωποι πρέπει να το υπηρετούν. Και αυτό όχι για λόγους περιέργειας, μα για να γνωρίσουμε τη φύση και υην πηγή του και να προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε, να το υποτάξουμε, να το κάνουμε συμβατό με μια υποφερτή ωή. Μα ποιος θα μπορούσε να εισδύσει στα απόκρυφα της ύπαρξης και να κάνει κάτι τέτοιο; Η επιστήμη φυσικά όχι. Μερικοί ελπίζουν ότι η φιλοσοφία θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτπιο, όπως κι εγώ νόμιζα παλιά. Μα η καημένη η φιλοσοφία ποτέ δεν θα γίνει σοφία. Θα μένει πάντα φίλη της σοφίας, όπως φίλοι και όχι εραστές μένουν για πάντα οι ερωτευμένοι που δεν έχουν τα προσόντα για την κατάκτηση του ινδάλματός τους. Και οι αδαείς είτε οι ευκολόπιστοι θα παρακολουθούν τη φιλοσοφία από κοντά ελπίζοντας στο θαύμα,ενώ οι φιλόσοφοι θα φιλονικούν μεταξύ τους για ανόητα ή για ακατανόητα θέματα, κάπως όπως ερίζουν ανατολική και δυτική Εκκλησίες για το Filioque. Θα ψάχνουν δηλαδή αιώνια να δώσουν υπόσταση και οντότητα σε ένα πλάσμα της φαντασίας τους, να λύσουν ένα πρόβλημα που μόνο για να ασχολούνται με αυτό έχουν οι ίδιοι θέσει.
Έτσι κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα αυτό. Οι φιλόσοφοι αρκούνται, μην μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο, να διαπιστώνουν ότι αυτή είναι η τραγικότητα του ανθρώπου. Αν αυτό μόνο έχει να μας πει η φιλοσοφία, δεν ωφελεί. Θέλαμε μια φιλοσοφία που να μας πει ποια αναγκαιότητα επιβάλλει αυτή την τραγικότητα. Θέλαμε μια φιλοσοφία που να ανακαλύψει δρόμους, που για να τους περπατήσουμε δεν θα πληρώνουμε για διόδια τη χαρά της ζωής μας.
Αυτό ποτέ δεν θα γίνει. Θα είμαστε για πάντα γεμάτοι με ντροπές και ενοχές από τη γέννα κι ως το θάνατό μας.
Η σεξουαλική επανάσταση του 1960 στην Αμερική, που στην Ευρώπη πήρε τη μορφή της επανάστασης του Μάη του 68 στο Παρίσι, για λίγο μόνο διάστημα μπόρεσε να δίνει καρπούς. Τα παιδιά εκείνων των επαναστατών ξαναγύρισαν στη ντροπή τους και τα εγγόνια τους φτάσανε στο άλλο άκρο-να ενοχοποιήσουν τη σεξουαλικότητα ως τα πιο αθώο της σημείο. Σήμερα αν πεις σε μια γυναίκα ότι έχει όμορφα μαλλιά, μπορείς να βρεθείς στη φυλακή.
Τα ζώα μπορούν να φλερτάρουν, οι άνθρωποι όχι. Οι απαγορεύσεις του Νόμου ή της Ηθικής, έχουν επιβάλει μια συμπεριφορά που είναι να λυπάσαι γι αυτήν τους ανθρώπους.
Φοβάμαι πως αν με ρωτήσει καμιά φορά η γυναίκα αυτή «θέλετε τίποτα γιατρέ;», θα της απαντήσω «ναι, μια νύχτα μαζί σας». Και τότε Γιωργία δεν θα με χωράει η Ελλάδα.
Και βέβαια αυτό είναι ένα παράδειγμα ντροπής. Υπάρχουν αναρίθμητες πράξεις ή παραλείψεις, ένεκα των οποίων ο άνθρωπος νοιώθει ντροπή. Μα η ντροπή του έρωτα είναι που βασανίζει τον άνθρωπο ολοζωής.
Του έρωτα… Τι φασαρία που κάνουμε για τον έρωτα! Γέννα, μεγάλωμα, πόνοι, κακουχίες, μπερδέματα, μίση, πόλεμοι, κλοπές, ατιμίες, υποκρισία, και όλα αυτά ώσπου (κι για) να μπορέσουμε να βάλουμε το σπέρμα μας στο χώμα να καρπίσει. Σ’ αυτό μας σπρώχνει η ζωή και όταν το πετύχει, τότε ησυχάζουμε και μεις και λέμε ότι κάναμε το καθήκον μας πάνω σ’ αυτή τη γη. Και ας φωνάζει και ας επαναστατεί το πνεύμα πως όλα τούτα είναι μια παράλογη ενέργεια, γιατί και γι αυτό υπάρχει ο πειστικός αντίλογος «η σάρκα ξέρει», και ας έρχονται στιγμές που φωτίζεται η νύχτα μας από την αστραπή που όλα ξεκάθαρα τα δείχνει, γιατί και γι αυτό έχουμε βρει τη λύση υποσυνείδητο, τίποτα δεν μας συγκρατεί. Το αντίθετο: όλα μας σπρώχνουν στην κατάρα του έρωτα. Και βλέπουμε τα δέντρα να γεννοβολάνε κάθε χρόνο εκατομμύρια σπόρους το καθένα και λέμε περιφρονητικά «φυτά, τι περιμένεις, ούτε να τρέξουνε μπορούν, ούτε να κλέψουνε ή να σκοτώσουν, ούτε επιστήμες έχουνε ή φιλοσοφία, αφήνονται σε όλα» και λέμε «πάντων μέτρον άνθρωπος» και ούτε κοκκινίζουμε λέγοντάς το λες και μεις δεν κάνουμε το ίδιο. Και το ερυθρό όλο το καταναλώσαμε στην έξαψη του έρωτα και βλέπουμε την πέτρα και την οικτίρουμε την «άζωη», την «θλιβερή», το «πράγμα». Και όλα αυτά χωρίς ντροπή και μάλιστα με οίηση και υπεροχότητα.
Τι να σου πω Γιωργία για τη νομαδική ζωή μου για είκοσι εφτά χρόνια; Όλα ίδια.Το σκηνικό άλλαζε μόνον λόγω μεταθέσεων. Αλλιώς τα ίδια: Πειθαρχία, στρατιωτική ζωή που σημαίνει μακριά από τον κόσμο, στρατός ανοργάνωτος, αξιωματικοί δυστυχείς, στρατιώτες ταλαίπωροι, γιατροί ελλιπείς, και όλοι αυτοί γεμάτα παρωπίδες που τους εμπόδιζαν να βλέπουν ένα γύρω και μόνον έβλεπαν μπροστά τους το σανό και το φόρτωμα.
Στη Μυτιλήνη μόνή τα πράγματα ήσαν υποφερτά γιατί εκεί γνώρισα το Βουνάτσο και τα κομμουνιστικά παιδιά όπως σου έγραψα γι αυτά.
Τι άλλο να σου έγραφα για τη ζωή στο στρατό; Είναι γνωστή σε όλους.
Έτσι η εξιστόρηση γεγονότων της ζωής μου είναι μία αφορμή για να εκθέσω σε σένα μερικές από τις παλιές ή καινούργιες σκέψεις μου για διάφορα θέματα. Γιατί και αν ονομάσεις απομνημονεύματα αυτά που τούτο τον καιρό σου γράφω, εντούτοις δεν περιμένεις βέβαια να γράψω όλα όσα θυμάμαι, γιατί τότε δε θα με έφταναν δέκα ζωές για να αναφέρω μόνον τα ενθυμήματα της μιας μου από αυτές. Ο άνθρωπος δεν γράφει ό,τι έκανε, αλλά κύρια ό,τι μονάχα σκέφτηκε, Και η ζωή κάποιου δεν είναι ια παθήματα, οι διασκεδάσεις και οι πράξεις του, αλλά κύρια οι σκέψεις του. Και ύστερα από αυτά, ο θάνατός του.
Για το θάνατό του όμως δεν μπορεί να γράψει κανείς γιατί κανείς που πέθανε δεν μπορεί να γράφει.
Τι είναι η ζωή θα μάθει καθένας την ώρα του θανάτου. Τότε, τις στιγμές εκείνες, όταν τα πράγματα θα χάνονται από τα μάτια μας χωρίς να έχουν καθόλου βγει από το οπτικό μας πεδίο, τη στιγμή που δεν θα μπορούμε να σταθούμε όρθιοι χωρίς η γη να έχει χαθεί κάτω από τα πόδια μας, όταν η ανάσα που παίρνουμε θα ξέρουμε ότι είναι η τελευταία, όταν θα απλώνουμε το χέρι όχι για να πιαστούμε από κάπου αλλά για να το δούμε να εξαφανίζεται μαζί με τα άλλα μας κομμάτια έτσι απλά, χωρίς την ενέργεια κάποιας δύναμης ή κάποιου ταχυδακτυλουργού, τότε, όταν θα αυτοδιαλυόμαστε στο νου και στα μάτια και στη βαθιά ουσία μας μπροστά, τότε, αυτή την τελευταία στιγμή της ζωής μας, θα χαμογελάσουμε με μια πρωτόφαντη κατανόηση, και θα προλάβουμε να σκεφτούμε «αυτό ήταν λοιπόν», και το χαμόγελο και η σκέψη μας αυτή δεν θα προλάβουν να ολοκληρωθούν όσο ακόμα αιστανόμαστε, αλλά στη μέση θα αφεθούν κομένα κι αυτά μαζί με μας- τα πρώτα σοφά μας αυτά κατορθώματα- από το μαχαίρι που χωρίζει στα δυο τελεσίδικα και αμετάκλητα τον έρωτα από την αυθυπαρξία, την ανάγκη από την αφθονία, την έκπληξη από το αυτονόητο, το μηδέν μας από το μηδέν.