Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ

Όταν,περνώντας το στενό στόμιο
στην ευρυχωρία βρέθηκαν
γύρω απλώθηκαν. Μερικοί
ένα ξύλο κάρφωσαν, χορδές του ’βάλαν.
Άλλοι εζύμωναν,ψαρεύαν.
Κλωστές άλλοι ταιριάζανε
βότανα διαλέγαν,σπίτια χτίζανε...

Τέλος καθένας κάτι όριζε
και ψηλά,σαν λάβαρο το σήκωνε
ή σαν θυρεό
ή σαν θεωρία
ή σαν σώζουσα πίστη.

Κι έτσι όλο προχωρώντας
ευωχούμενοι και πλατυνόμενοι,
μπροστά στο στενό στόμιο πάλι βρέθηκαν.
Και καθώς πίσω
έρχονταν άλλοι ανεμίζοντας πανιά
και άτρομα βαδίζοντας,
έτσι που πίσω να γυρίσουν δεν μπορούσαν,
χώθηκαν πάλι μες στο στόμιο το στενό
συμπυκνωνόμενοι. 

ΤΟ ΚΥΠΕΛΛΟ

Το κύπελλο πάνω στέκει
στο στρογγυλό τραπέζι.
Και καθόλου στη σκέψη του δεν έχει
πώς να κινηθεί ή πώς, ίσως, να σπάσει.
Και σε όνομα κανένα δεν ακούει-δοχείο
ή τάσι,ή τσάσκα,ή ποτήρι.

Κόσμοι μέσα του
βοούν και σφύζουν και το δονούν,
έτσι σφιχτά καθώς ο ποιητής του
πιεσμένους τους διαμόρφωσε
και συμμετρικούς.

Μα δε γνιάζεται γι αυτούς
και μόνη του φροντίδα,
έτσι που-αν και άθελά του-
καθορισμένο υπάρχει,
είναι το σχήμα του
σε ο,τι μέσα του χυθεί
απαραιτήτως να δώσει. 

Ο ΝΑΥΑΓΟΣ

Είναι ναυαγός.
Γεννήθηκε ναυαγός.
Κι ολοζωής μηνύματα στέλνει
σε μπουκάλια μέσα
προειδοποιώντας:
«μην πλησιάζετε». 

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Ένα ψάρι τώρα πολύχρωμο,ένα σπιτάκι ύστερα,
ένα λουλούδι,απλά,γρήγορα και απαλά,
με μικρές,λεπτές κινήσεις
ζωγραφίζει.

Να ζωγράφιζε κανείς έτσι
ένα νέον κόσμο
και να μη καμμιά γραμμή αγωνίας χαράξει,
καμμιά γωνία τρόμου,κανένα κενό του
με μοναξιά να μην πληρώσει.

Και έτσι να τον αφήσει ζωγραφιστόν.

Και άνθρωπο μέσα του να μη
κανέναν σχηματίσει.

‘Ετσι,
σαν μια αιώνια ομορφιά.
 

Ο ΒΡΟΝΤΟΣΑΥΡΟΣ

Στις αφύσικες καμπυλότητες του κεφαλαίου μι
είναι χτισμένο το κέντρο.
Μέσα του τα ατσάλινα ρομπότ παίρνουν τον καφφέ τους.
Μπαίνω και περιμένω να περάσεις όπως κάθε μέρα.

Στους τοίχους περπατούν χορεύοντας πολλοί μικροί ROAD RUNNERS.
Απρόσεκτοι πέφτουν μέσα στα ποτήρια.
Οι ατσάλινοι τους καταπίνουν.

Ακόμα το χτες από δώ δεν έχει φύγει.
Υγρό ιξώδες, όλα περιβάλλει.
Οι ατσάλινοι αυτό έχουν στο μέρος της κεφαλής.

Ένα χέρι ανοίγει το ραδιόφωνο.
Ακούγεται η φωνή του αρχηγού: "WE INSIST.."
Ζητωκραυγές. To ραδιόφωνο κλείνει.
Την ίδια στιγμή μπαίνεις νωχελής και εύχαρις.
Με κόβεις σε εκατό κομμάτια και με διαμοιράζεις.
Απορώ: "γιατί SHERRY;"
Απορείς με τη σειρά σου: "αλλιώς θα φάνε εμένα!"
Σε κατανοώ.
Άλλο ένα πρωί πέρασε.

 

Η ΚΟΥΚΛΑ

Τα μάτια μου δυο πέτρες
άχυρα τα μαλλιά
ξύλα τα πόδια μου
το σώμα μου πανί με πριονίδι γεμισμένο.


Μια κούκλα ευτελής
σχεδόν ανυπόστατη
είμαι.

Κι όμως προβάλλω αξιώσεις
για προσοχή και αφοσίωση.
Καταλαμβάνω χώρο έτσι που κανείς
την ίδια ώρα δεν μπορεί
να είναι εκεί που είμαι.
Μιλώ και εκβιάζουνε τα λόγια μου αποφάσεις.
Με άλλες κούκλες
κοινωνικές συνάπτω σχέσεις.
Εργάζομαι
κοιμάμαι
περπατώ.


Λίγο ακόμα και θα έλεγα: "υπάρχω".

 

ΙΛΑΝΙ

(στην ιλανι, την εβραιοπουλα βοηθο
του οδοντογιατρου μου στο λος αντζελες)

Ιλανί! Ιλανί! Τι ωραία
Ισραήλ κι η Ελλάδα παρέα!
Η Ελλάδα στην πολυθρόνα
του Ισραήλ να τη λιώνει το γόνα!...

Πρώτα 'σεις. 'μεις μετά. Και η ώρα
της θρησκείας του Χριστού ήρθε τώρα.
Μα κι αν έχει περάσει η σειρά μας
την αξία δε χάνει ο αδάμας:

Των Καιρών Λαμπροφόρων Μελλόντων
η αυγή, έργο θα 'ναι των όντων
που υψώσανε Παρθενώνες-
που οι Ψαλμοί τους ηχούν στους αιώνες.

Μα για τώρα ας υπηρετούμε
τους ανθρώπους του τόπου όπου ζούμε.
Συ με νιάτα, πλούτο και κάλλος
κι εγώ άσχημος, πένης, μεγάλος.

Ιλανί, τακτ διαθέτεις κι ευγένεια
και σωστή για τον άρρωστο ενια-
τυχεροί όσοι εδώ σα θα 'ρθούνε
από σένανε θα βοηθηθούνε.

Τυχεροί γιατί όπου αγγίσει
τη γιατρειά παρευθύς θα χαρίσει
το χεράκι σου και κανένα
γιατρικό δε χρειάζεται ουτ' ένα.

Με κουβέντες σοφές και με λόγια
που 'ναι βάλσαμο, μάννα κι ευλόγια
ώρες δύσκολες γεφυρώνεις'
κι όταν πρέπει τα λόγια διπλώνεις.

Μες στο γράμμα του Πόνου κρυμμένα
μυστικά δεν υπάρχουν για σένα'
με ταχύτητα τα διαβάζεις
και σε φως κι απονία τ' αλλάζεις.

Και δεν είναι καθόλου ένα ψέμα
το ενδιαφέρον που έχεις στο βλέμμα-
όπως βρίσκεσαι κι όπως κινείσαι
και καλή έτσι αυθόρμητα είσαι.

Τα παιδιά σου, τ' αγγόνια σου τάχα
θα 'χουν λίγη απ' αυτήνε μονάχα
την ευγένεια που σε διακρίνει;
Ή της μέλλει να σβύσει κι εκεινη

Ιλανί, στον καιρό μας ετούτο
της ψυχής που όλον παίρνει τον πλούτο
και τον ρίχνει μες στη χοάνη
κι απολαύσεις και χρήμα τον κάνει;
 

ΣΑ ΣΚΥΛΙΑ

Αφότου έφυγα πριν χρόνια απ' την πατρίδα
κι όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω
πως κάθε μέρα πιο πολύ σβήνει η ελπίδα
και κάθε μέρα περισσότερο πεθαίνω.

Άδης η χώρα τούτη εδώ. gύρω σκοτάδι.
Τυφλών σκιές όταν βαδίζω διασταυρώνω
που κάποιος λες ψυχοπομπός τις πάει ομάδι
πέρα απ' το διάστημα και πέρα από το Χρόνο.

Η γειτονιά μου ένα μικρό νεκροταφείο
με τους γειτόνους μου βρυκόλακες αϋλους
που σαν σκυλιά είτε με ζέστη είτε με κρύο
πρωί και βράδυ κατουρούν δέντρα και στύλους.

Αντίς για φώτα βράδυ φέγγουνε κεράκια
και τις προθήκες δείχνουνε των εστιατορίων
σπερνά γεμάτες. kαι ορμάν μαύρα κοράκια
και τρων τις σάρκες τις ωμές πτωμάτων μακαβρίων.

Και οι γνωστοί μού στέλνουν γράμματα, καρτούλες,
σαν όπως στέλνουν προσφορές στην εκκλησία
και πάνω ζωγραφίζουνε μικρές καρδούλες
που θάβονται οι χτύποι τους στην τόσην ερημία.

Κι όλο περσότερο βαθιά βυθίζω
στο σκότος το αμετρο της χώρας όπου ξένος,
μόνος, ανέραοτος, απέλπιδος σαπίζω
και πιο πολύ είμαι κάθε μέρα πεθαμένος.

(L. A.)
 

ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι,

και "όχι" ,μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις
μας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα.
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις-
εκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".

(ΕΝ ΕΛ ΕΪ ΣΩΤΗΡΙΩ ΕΤΕΙ 1993)

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Γενέθλια του Λος Άντζελες-
κλείνει τα εκατόν τριάντα τρία χρόνια..
Centenial Chatchworth..
Γιορτές και πανηγύρια.
.
Μα ούτε ολιγοήμερο έμβρυο
δεν ειν' εδώ ακόμα η Αρετή.

Τι θέλω εγώ σ' αυτό τον κόσμο μέσα;
Πώς να χαρώ εγώ με τέτοιες φιέστες;

Και όταν είμαι μέτοχος
στο πιο λαμπρό κι αλάθητο μνημείο
γιατί να ορθώνω πέτρες ακαλαίσθητες
ασύμμετρες, ογκώδεις κι αιχμηρές
σε ό,τι αυτοί αλλοπρόσαλλα οικοδομούν;

Ας πάω στον τόπο μου λοιπόν.
Ας φύγω στην πατρίδα.
Εμείς εκεί έχουμε χτίσει τις γιορτές μας
και μέσα υπάρχουμε σε μια αιώνια φιέστα.

Από γιορτές και φιέστες πια εμείς... κατάμεστοι…
 

ΚΑΤΙ ΛΙΓΝΕΣ

Κάτι λιγνές καμιά φορά, στυφές γεροντοκόρες
στο Laundry παν της γειτονιάς τα ρούχα τους να πλύνουνε.
Mαύρου ψωμιού θυμίζουνε τις ξεραμένες κόρες
που έρμες μετά το φαγητό κι αφάγωτες θα μείνουνε.

Αφού λοιπόν τα ρούχα τους πλυθούν, μετά τα βγάζουν
από τον κάδο το ζεστό και σοβαρά κι αμίλητα
σ' ένα πανέρι ψάθινο με τάξη τ' αραδιάζουν
με πείσμα σφίγγοντας κι οργή τα χείλη τους τ’ αφίλητα.

Κι όταν καθώς διπλώνουνε τα ρούχα ένα ένα
φτάσουνε και στους άχαρους κι άχρηστους πια
στηθόδεσμους
με όλο μίσος κι εχθρικό γύρω κοιτάζουν βλέμμα
σαν άσπροι που κυκλώθηκαν απ’ άγριους ερυθρόδερμους.

(Δημόσια πλυντήρια στο Λος Άντζελες)
 

                ΣΚΥΘΡΩΠΟ

Πλέον τελείωσε. Δε γράφω στίχους.
Δεν έχω τίποτε νέο να πω.
Βγάζω μόνο άναρθρους, πένθιμους ήχους
απ’ του λαιμού μου τη στενωπό.

Και τι να έλεγα; είν’ ειπωμένα
όλα όσα λέγονται και μόνο στέκει
κρυμμένο μέσα σε κάποια πέννα
τ’ άμωμο-τ’ άρρητο-τ’ αστροπελέκι.

Όλα όσα γράφτηκαν κι όσα γραφτούνε
αυτό τα βλέπει και σκυθρωπό
κοιτάζει εκείνους που στιχουργούνε-
τι να σας γράψω…τι να σας πω…
 

 ΤΟ ΘΑΜΑ

Το σκιάχτρο δέντρο εστέκονταν
γκριζόμαυρο για μήνες
τ' απάνθρωπά του απλώνοντας
ανάνθιστα κλαδιά.

Θωρώντας το αντίκριζες
λειψανοφόρες κλίνες
και Δεσποτείες του Άφωτου
κι Ανάλγητου καρδιά.

Σκελετωμένων μαγισσών
χέρια φριχτά γεμάτο.
Τα μάτια του Άργου τρομερού.
Τα στόματά του, οχιάς.

Κάθε κορφή του δάχτυλο
θεριού πικρονυχάτο.
Κάθε του κύκλος χάραγμα
θανατερής τροχιάς.

Και θερμοπαρακάλεσα:
«Χάρισ’ του Θε μου άνθη!
Γιατί αν ξερό πάλι το δω
στου Άδη πάω τα βάθη.»

Κι αμέσως: θάμα! Τ' άχαρα
γίνανε φως και χάρη.
Κι είχα μεγάλο άδικο
δαιμόνους να θαρρώ

τους κλάδους που ένα ευφρόσυνο
κρύβανε δώρων σμάρι
και που μιας τέτοιας εμορφιάς
θα σέρναν το χορό.

Τώρα στο φως ολόχρυσα
ξανοίγουν μάγια πλήθια
και μύρια μύρα στα χλωρά
κλαδάκια ευωδάν,

και πλανταμένα από χαρά
πουλιών και δέντρου στήθια
μελωδικά κι ολόγλυκα
κι άσκεφτα τραγουδάν.

ΤΟΝ ΓΚΡΙΖΟ

Σαν τα πολύβουα πουλιά πετάνε
τριγύρω μας οι λέξεις και ζητάνε
με λέξεις φτερωτές ν’ απαντηθούν-
με νόημα κι αξία για να ντυθούν.

Αλλά εγώ πολύ ’μαι μακριά τους
και τα πολύφερνα πυκνά νοήματά τους
ξένα πολύ μου είναι από καιρό-
τις λέξεις να εννοήσω δεν μπορώ.

Προσπάθεια εχρειάστηκε μεγάλη
ξενύχτια ολόπικρα-γιγάντια πάλη.
Μα όλα παν καλά-οσο πηγαίνω
λυτρώνομαι απ’τις λέξεις-ανασαίνω.

Κι α!  Βλογημένη η μέρα θα ‘ναι
που οι άνθρωποι θα μου μιλάνε
και σαν το λύκο εγώ τον γκρίζο
για να τους απαντώ θα μουγκρίζω.

Τετάρτη, 18 Απριλίου 2018
Ήταν μια ξάστερη μέρα. Καθισμένος στο αναπηρικό μου καροτσάκι και κυλώντας το με ένα ξύλο-«σκάβοντας
» μ’ αυτό το έδαφος μπροστά του, πήγα μια μέχρι το χωριό μου και την άλλη μέχρι τη δεντροστοιχία. Το έμπα στο χωριό μου το εμπόδισε μια λάσπη, όπου έβλεπε το μάτι, που μέσα της όλα βούλιαζαν. Ο δρόμος προς τη δεντροστοιχία ήταν άσφαλτοστρωμένος.  Στο όμορφο κυλικείο όπου βρέθηκα ύστερα, ο νεαρός γιατρός Αξελός καθόταν απέναντί μου πάνω στην ψηλή καρέκλα και μου είχε θυμώσει για κάτι που υποτίθεται ότι του είχα κάνει πριν χρόνια. Του απεύθυνα γελαστά το λόγο πολλές φορές όμως δεν κατάφερα να τον ξεθυμώσω.
Έξω από το κυλικείο έκατσα σε ένα τραπεζάκι λίγο μακρύτερα. Εκεί ήρθε ο για χρόνια χαμένος μου συμμαθητής και μου άφησε ένα γράμμα που μέσα του εξιστορούσε τα παθήματά του. Διάβασα κάτι λίγο και ύστερα έφυγα για το τρόλει. Μπήκα και απρόσμενα στάθηκα όρθιος. Εκεί τα τρόλει είναι ξέσκεπα και περνώντας κάτω από μια γέφυρα, ο οδηγός του τρόλει νόμισε ότι χτύπησα πάνω της και σκοτώθηκα ή τραυματίστηκα. Σταμάτησε λοιπόν το τρόλει και τριγύριζε αναστατωμένος ψάχνοντας και ρωτώντας τους γύρω για την κατάστασή μου. Όταν είδε πως ζω, μου έδωσε το καροτσάκι μου λέγοντάς μου:κάτσε επάνω να είμαι σίγουρος.
Όταν τελείωσε κι αυτό, καθισμένος στο αναπηρικό μου καροτσάκι άρχισα να ψάχνω για το νούμερο τέσσερα όπου είχαν νοικιάσει για μένα οι συγγενείς μου. Δεν το βρήκα. Έψαξα και στον διπλανό δρόμο, τιποτα. Έτσι έπιασα πια και μιλούσα με φίλους σε μια παρέα που είχαν φτιάξει πιο πέρα.  Ένας περαστικός, μάστορας από ότι έδειχναν τα ρούχα του, πλησίασε και άρχισε να παρατηρεί τις ροδες του καροτσακιού μου. Θέλουνε φτιάξιμο, μου λέει. Στην αρχή νόμισα ότι δεν υπάρχει βλάβη και ότι αυτός γύρευε να βρει δουλειά. Βλέποντας όμως τις ρόδες μου είδα κι εγώ πως ήτανε σε κακό χάλι. Παρόλα αυτά δεν ήθελα να τις επισκευάσω, λέγοντας μέσα μου ότι θα το κάνω αργότερα. Ο μαστορας όμως επέμενε και η παρέα μου άρχισε να συνφωνεί μαζί του. Τέλος τον ρώτησα πόσο θα στοιχίσει, χωρίς να έχω αποφασίσει τίποτα παρά μόνο για να δείξω στην παρέα ότι το σκέφτομαι. Διακόσα ευρώ μου λέει. Πήρα τη διεύθυνσή του και έφυγα.
 

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Όταν του μιλούν από το παράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι.
Και σε αρρώστους ακόμα,
Αλλιώς τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.
Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.

Εκείνος
θαρρετά τους κοιτάζει
και ό,τι αυτοί θα ήθελαν
μ' έν’ άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.

Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.
 

ΑΓΡΙΟΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ  

Αντάρτη χωρίς ταυτότητα!
Πρίγκηπα χωρίς περγαμηνές ευγένειας!

Λαχτάρα όλο ο ταξιδιώτης πάνω σου γέρνει.

Ο πραματευτής αγέρας
ακριβά τ’ αγκάθια σου πληρώνει
για το άρωμα που από σε φορτώνει
και τριγύρω θα μοσχοπουλήσει.

Αγριοτριαντάφυλλο!
Λεύτερο από φράχτες !
Αμόλυντο από φώτα σαλονιών!

Αγριοτριαντάφυλλο!
Συντρόφι εσύ των στιλβωμένων αστεριών
Τις ξάστερες τις νύχτες του χειμώνα!
 

Ο ΝΙΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ  

-Σε τούτο το χωριό ήξερα ένα νιο τραγουδιστή.
Πού έχει πάει μικρή μελαχρινή κοπέλλα μου;
-Είναι αυτός εδώ μα η φωνή του
στ’ ουρανού τα πλάτια τραγουδάει.
-Και ποιος ακούει στον ουρανό
τα θλιβερά τραγούδια του κοπέλα μου;
-Τ’ αστέρια με τα λαμπερά τ’ αυτιά τους.
Kαι το φεγγάρι,
με το μαντήλι η γη να του κρατάει
γύρω της χορεύει.
-Αχ! και πού τον έχουνε θαμμένον;
-Στου τζίτζικα το φράκο το λευκό και χρυσαφένιο
και στο λαιμό του πεθαμένου του αηδονιού.
 

 Η ΜΙΚΡΗ ΤΣΙΓΓΑΝΑ

-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα ορίζει;
-Ο αγέρας που απ’ ολούθεν έρχεται κι ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιστά ποιος σου τ’ ανοίγει;
-Το νερό του ποταμιού που πάει απ’ το βουνό στον κάμπο.
-Κι αχ! ποιος ειν’ ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου μικρή;
-Το ρόδο με μιαν Άνοιξη σε κάθε πέταλό του.

 ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ

-Πόσο οι φράουλές σου παν μικρή μου φραουλίτσα;
-Δεν τις πουλώ-τις έχω να τις βλέπεις να πονείς.
-Ένα λευκό σου πεταλάκι
σαν το φτερό φωτόλουστο της πεταλούδας
άσε να κλείσω μες στο χέρι μου.
-Όχι η ψυχή και η καρδιά μου λένε.
-Θεό εσύ δεν έχεις φραουλίτσα μου μικρή;
-Η Απονιά Θεός μου κι η Σκληρότη.
-Αδοτη αν απομείνεις φραουλίτσα μου
τότε γιατί γεννήθηκες στον κόσμο μέσα;
-Τον πόνο να σου δώσω, που σκοπός
και μέτρο είναι της γήϊνης ζωής σου.

 ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Μαζί με το σώμα
ο θάνατος παρασύρει
όλες τις λέξεις τις επιούσιες και επικλινείς
και όλες τις λέξεις
τις μη επιούσιες και μη επικλινείς.

Ύστερα, ούτε ο αέρας
που πριν αυτές γέμιζαν
δεν μένει
ούτε η ηχηρή προφορά
ούτε η αίσθηση του νοήματός τους.

Μαζί τους παίρνουν όλες τις πηγές τους
και βυθίζονται
αφήνοντας λευκή την επιφάνεια
για καινούργιες ψευδαισθήσεις.

 ΕΤΣΙ  

Τη βέργα παίζοντας μέσα στο χέρι του
στην πολυθρόνα καθιστός,
άλλοτε ο ρόζος της χτυπάει στο δάχτυλό του
κι άλλοτε άγγιχτο τ’ αφήνει.

Έτσι.
Τυχαία.

Όπως τα σύμπαντα χαλιούνται η φτιάχνονται.

      ΤΟ  ΡΟΔΟ

Καιρόν αγαπούσα
μ`  αγάπη μεγάλη
αγόρι με μύριες
τις χάρες, τα κάλλη.

Του το  `κρυβα όμως
του το  'πε τ'  αστέρι
και να  'το  που φτάνει
τ'  αγνό μου το ταίρι.

Πηδάει το φράχτη
στον κήπο μου μπαίνει
σφιχτά μ'  αγκαλιάζει    
μαζί του με παίρνει.

Στο δρόμο αποσταίνει
μ'  αφήνει απαλά
μου πιάνει το χέρι
γλυκά μου μιλά:

"Καλή μου τι θέλεις
κι εγώ θα το κάνω! "-
του δείχνω η έρμη
στο βράχο επάνω:

"Εκείνο το ρόδο
να πας να μου φέρεις"
κι αμέσως τον χάνω-
τι τάχος δεν ξέρεις.

Ανέβηκε, κόβει
τ'  ολόδροσο ρόδο
τρελλός στη χαρά του
μου γνέφει να το  'δω.

Κατάρα στη γνέψη
στο ρόδο κατάρα
κατάρα στην τόση
που μου  'χε λαχτάρα`

μια πέτρα κυλάει
το πόδι γλυστρά
και πέφτει ο καλός μου
στο ρέμα βαθιά.

Τον φτάνω. Στο χέρι
το ρόδο κρατούσε.
Και στ'  άλικα χείλη
χαμόγελο ανθούσε.

Φιλώ του το στόμα,
σφαλίζω τα μάτια,
και παίρνω τα ίδια
κι εγώ μονοπάτια.
 

ΦΑΝΤΑΣΟΥ
"flowering plants flourished
during the paleocene epock..."

NEW ENCYCLOPEDIA OF SCIENCE


Φαντάσου το νιογέννητο χώμα να σκέπουν άνθη.
Φαντάσου χρωματόπνιχτα τα βάθη χαραδρών.
Φαντάσου την ατμόσφαιρα να μην πληγώνουν πάθη
ούτε τη γη πατημασιές ανθρώπινων ποδιών.

Φαντάσου ένας πρωτόφαντος ολανθισμένος κήπος
ναν' όλ' η γη. Kατάπληκτα να μένουν τα πουλιά
και να υμνούν τον πλάστη τους δίχως το φόβο μήπως
δίποδα όντα λογικά τους κόψουν τη μιλιά.

Ή αν σε βολεί καλλίτερα φαντάσου μια παρθένα
(μπορείς ακόμα τάχατες έστω να φανταστείς;)-
μιαν ασυντρόφευτη, μικρή, χαρούμενη παρθένα
πριν ούτε ακόμα φαντασιά να είναι ο βιαστής.
 

             ΤΟ ΓΕΛΑΣΜΑ

«Κλείσε το φως!»,ακούστηκε. Το φως
δεν ήταν ανοιχτό. Εκείνος όμως
μια κίνηση προς τον διακόπτη έκανε.
Γέλασε με το πάθημά του.

Κοίταξε προς το μέρος απ’ όπου ήρθε η φωνή.
Κανένας.
Διπλά λοιπόν γελάστηκε.
Τα σκοτεινά των καιρών γυρίσματα
δημιουργούν τέτιες ακατανόητες καταστάσεις.

Ακατανόητες για κείνους
που πίσω από τα αίτια λαχανιασμένα τρέχουνε
αποτελέσματα διψώντας
Γιατί αλλιώς αυτοί
να εννοήσουν τη ζωή αδυνατούν.

ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΜΟΎ ΧΡΩΣΤΑΣ

Καθρέφτη μού χρωστάς ένα καθάριο βλέμμα.
Καθρέφτη μού χρωστάς πλούσια ξανθά μαλλιά.
Ένα κορμί λαμπάδα μου χρωστάς
κι αντίς για χέρια δυο φτερά πετάμενα.

Θυμάσαι πώς χαρά όλος ήσουνα
κι ανεμελιά σα με κοιτούσες;
Πώς έλαμπες ολάκερος σα στέκοσουν εμπρός μου
κι όταν δε μ’ έβλεπες σκοτάδι εγέμιζες λες και δε ζούσες;

Καθρέφτη για φορά μια μόνο
Φέρε και πάλι την εικόνα την παλιά.
Παιδάκι γίνε χαρωπό κι ευτυχισμένο.

Κι αφού δεν το μπορώ εγώ παιδί να μείνω
Στη μνήμη των ατέρμονων αιώνων,
Σου υπόσχομαι καλέ μου
Τη νιότη τη χρυσή την εδική σου
Με αθανασίας πέπλα να σκεπάσω-
Υπόσχομαι καθρέφτη να σε σπάσω.
 

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΣΜΑΤΑ


Απ’ αυτές φτιαγμένοι για παιχνίδι τους.
Και μας παίζουν.
Και γελούν μαζί μας.
Και το μεγάλο
βουβό κύμα ιππεύοντας μάς φτάνουν
όσο μακριά κι αν από τη θέα τους πάμε.

Αν ήμασταν ανέμελοι παιχνιδιστές και αν
την παλιά ελπίδα δεν ξανανιώναμε
με κάθε νέο κοίταγμά τους, σαν όπως η σαπίλα
με κάθε καινούργιο θάνατό μας ξανανιώνει,
ω! ευφρόσυνα τότε θα δεχόμασταν τα μικρά
σαν χάδια
χτυπήματά τους στις παρειές,
και τη βελόνα που κάθε τόσο μας τρυπούν
να δουν αν αιστανόμαστε.
Και θα φορούσαμε μάλιστα μανδύες βαθυέρυθρους
να μας ξεχώριζαν μέσα στ’ άλλα-
τα ευώδη αθύρματά τους.
 

ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Αν ήμουνα ζωγράφος θα ζωγράφιζα
την πέτρα με φτερά
τη Λέξη στο θρονί του όντως όντος
και τον Θεό υποπόδιο των ποδών μας.

Τη γη μία κηλίδα σε φωτός πελάγη
το δέντρο σαν καρπό, και την ελπίδα
σαν βρώμικη κι αισχρή γρηά μια πόρνη.

Θα ιχνογραφούσα με γραμμές περίοπτες
το βέλασμα του αρνιού το τελευταίο
πριν τη σφαγή,  
στη θέση της ψυχής θα έβαζα ένα σώμα,
και θ’ απεικόνιζα μ’ ενα άγραφο χαρτί-
και θα’τανε πολύ και το χαρτί-
την αγάπη.
 

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΟΥΝ

Τα πουλιά ξαναγυρίζουν
σπάζοντας με το ράμφος τους
τις τελευταίες αιχμές του χειμώνα
και διώχνοντας με τα φτερά τους
τις τελευταίες συνέπειες της απρονοησίας.

Τα πουλιά ξανάρχονται
ζωηρά και αεικίνητα
χρώματα ευτυχίας φορώντας
(μερικά στο ταξίδι έχουν πεθάνει)
και τιτιβίζοντας χαρούμενα.
 

ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ...

Οι φλέβες στα πόδια του ξαδέρφου μου του φεγγαριού
το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του
η επιείκεια στη ματιά του
όλα γνώριμα...

Ο έρωτας της πέτρας και του ρυακιού
το υγρό αγκάλιασμά τους
η αιώνια-ακατάλυτη ψυχή του ήλιου μες στο έλατο.
Όλα οικεία...

Όμως
ας είμαι μια παραφυάδα της νύχτας μόνο,
ας είμαι ο ήχος του ραβδιού που μες στα χέρια μου κρατώ ανεβαίνοντας
καθώς αυτό χτυπάει σε κάθε βήμα μου στις πέτρες,  
ας είμαι το στραφτάλισμα των φύλλων μες στα δέντρα,
καθώς οδεύω πρέπει
να σταθώ στη βρύση,
να γευτώ λίγο νερό,
να δώσω μια με το ραβδί σε κείνο τ’ αγριόχορτο,
κι αφού απ’ του δέντρου τον κορμό κόψω παχιά μια φλούδα
κι ενώ θα τη σκαλίζω
πρέπει να πω μες στο αυτί της ερημιάς
τα λόγια που οφείλω
τα λόγια που χρωστάω να πω
τα λόγια που θα έλεγα
αν είχα ένα κρυφό...
ένα όμορφο...
κάτι για να μ’ ακούσει…
 

ΑΝΑΘΕΣΕΙΣ

Για να ’χει το μυαλό της καθαρό
και να μπορεί ν’ απολογείται
ανάθεσε την αγωνία στα χέρια της.
Εκείνα δίπλωναν, συσφίγγονταν,   συστρέφονταν,   
τρίβονταν το ’να στ’ άλλο,
τα δάχτυλά τους ανακάτωναν,
μπλεκόνταν.

Κι η ομιλία στο φακό μπροστά
τελείωσεν επιτυχώς  
αφού αυτός
διόλου τα χέρια της δεν έδειξε.
 

               Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Φωτογραφίζονται.
Αποτυπώνουν στο χαρτί το είδωλό τους.

Ποιο θα διαρκέσει πιο πολύ-αυτό ή εκείνοι;
Κι όποιο διαρκέσει
μια μέρα και τα δυο δε θα χαθούνε;
Ή μη χαμένα ειν’ από τώρα
και τίποτε δεν μπήκε σε χαρτί
και τιποτε δε βρίσκονταν στην κάμερα αντικρύ
που ομορφα και προσεκτικά τηνε κρατούσε
κορίτσι ένα με γαλάζια μπλούζα
με μαύρο σορτ και με σανδάλια γκρι
που όλο πίσω βάδιζε
ώσπου όλους η οθόνη να χωρέσει;

Φωτογραφίζονται

Χωρίς να υπάρχουν.
Ίσα μόνο
αυτό το ποίημα για να γραφτεί
την πρώτη Αυγούστου δυο χιλιάδες τέσσερα
καθώς στο STARBUCHS COFFEE
σ’ ένα τραπέζι καθιστός
κάποιαν-που πάντοτε αργούσε να ’ρθει-
κάποιος επερίμενε.

Ίσα μόνο
τούτο το ποίημα για να γραφτεί
κι αχάλαστο να μείνει
στους αιώνες των αιώνων
καθώς η ιδέα της τρικυμίας πάντα μένει
και πάνω απ’ τη γαλήνια θάλασσα
χωρίς παμό κι αχάλαστη πλανιέται.
 

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

ΑΣΤΕΙΟ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑ
ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΞΕΝΙΤΕΙΑ

Όπως πετρώνει το τσιμέντο
που φτιάχνουν οι χτίστες
(το ’δα μια μέρα στο Τολέντο
που χτίζαν τις πίστες

στων ταυρομάχων τις αρένες),
κι όπως η λάβα
φόρμες ταιριάζει πετρωμένες
με χρώματα μαύρα

(κάνοντας έτσι και πτυχώσεις
στης γης το δέρμα),
ίδιο ένα πέτρωμα θα νιώσεις
στο νου και στο αίμα

όταν στα χόρτα καθισμένος
που η Άνοιξη εγέννα
ταλαιπωρείς συλλογισμένα
μπλοκάκι και πέννα.

Απαραιτήτως βέβαια πρέπει
(νομίζω δεν το είπα)
άδεια από χρήμα να ’ναι η τσέπη
και να ’σαι στις ΗΠΑ.
 

ΜΑΣ  ΕΙΠΕ
ή
Η ΣΟΦΗ ΤOY LARNAK PARK

Μας είπε πως η κόρη της σκοτώθηκε
σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Η φωνή της χωρίς πνοή και χρώμα ηχούσε
σαν κάτω από τη γη να ’ρχόνταν. Και σαν
τα εικοστρία χρόνια της σκοτωμένης κόρης της
να προστεθήκαν στα δικά της,
έτσι τα πόδια έσερνε ως περπατούσε,
λες ξάφνου έγινε πολύ γριά.
Και καφέ μας έφτιαξε με άλλα χέρια.

Μ’  ας πάει να λέει και να κάνει.
Την κόρη αυτήνε δεν την είχαμε ποτέ μας δει
άραγε κόρη δεν υπήρξε.

Ας πάει να λέει και να κάνει.
 

               ΟΥΤΕ  ΔΩΡΟ

Τόσο ανάξιος έμπορος ήμουν εγώ λοιπόν
που δεν επάτησε ποτέ κανείς στο μαγαζί μου
και το μεγάλο απόθεμα των τόσων υλικών
ακόμα ακέριο κι άθικτο μένει στην κατοχή μου;

Τόσο αδέξια ήτανε η δική μου τακτική
και τόσο διέφερε πολύ από αυτήν των άλλων
που όλοι προτιμούσανε και πήγαιναν εκεί
και αδιστάκτως μάλιστα και αυθορμήτως μάλλον;

Τόσο δεν ήθελε λοιπόν κοντά κανείς να  ’ρθει
στο χώρο που είχα όλη μου απλώσει την πραμάτεια
κι όταν την άπλωσα ήμουνα σαν λούλουδο που ανθεί
και τώρα βάζο αλάβαστρο που κείτεται κομμάτια;

Και τώρα που αποφάσισα να δώσω δωρεάν
τα πλούτη που αδιάθετα μου πιάνουνε το χώρο
στο κάλεσμά μου οι άνθρωποι φεύγουνε ως εάν
από εμέ δε θέλουνε να πάρουν ούτε δώρο…
 

    ΜΑΖΙ  ΤΟΥΣ

Μαζί με το σώμα
ο θάνατος παρασύρει
όλες τις λέξεις τις επιούσιες και επικλινείς
και όλες τις λέξεις
τις μη επιούσιες και μη επικλινείς.

Ύστερα, ούτε ο αέρας που πριν
αυτές γέμιζαν δε μένει
ούτε η ηχηρή προφορά
ούτε η αίσθηση του νοήματός τους.

Μαζί τους παίρνουν όλες τις πηγές τους
και βυθίζονται
αφήνοντας λευκή την επιφάνεια
για καινούργιες ψευδαισθήσεις.
 

         ΝΑ  ΖΗΣΟΥΜΕ

Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε

ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη

μία νέα αλέγρα ζήση
μακριά να μας κρατήσει
απ’  τα χώματα
ν’  απλωθούμε-ν’  ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα…

να φουσκώσουνε τα στήθια
φλόγα όλο κι όλο αλήθεια  
ν’ αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένοια
πια να ζήσουμε;..
 

           ΜΕΛΙ
                  
Περνάν οι τουρκογύφτισσες να παν στο πανηγύρι.
Οι φούστες ανεμίζουνε. Oι μπούστοι αφροφουσκώνουν.
Aνάλαφρο περπάτημα τα ποδαράκια απλώνουν
και μια δροσιά ξεχύνεται στο καυτερό λιοπύρι.

Περνάν οι τουρκογύφτισσες κι όπου το μάτι γείρει
βλέπει χεράκια μελαψά σαν πλόκαμοι ν’ απλώνουν
και κόρφους ασημόχρυσους που πόθους ξεσηκώνουν-
πόθους που μοιάζανε νεκροί και που φαντάζαν στείροι.

Πετράδια ψεύτικα τ’  αυτιά και το λαιμό στολίζουν
κι έρωτες στα μαλλάκια τους τα μαύρα παιχνιδίζουν
κι όταν το λάστιχο κορμί ξεδιάντροπα λυγάνε
μοιάζουν θεές της ηδονής και της χαράς αγγέλοι
που αν τα δροσάτα χείλια τους δαγκώσεις στάζουν μέλι
και ζαχαρένιες σαϊτιές τα μάτια τους πετάνε.
 

 ΞΕΡΟΝΤΑΣ

Αύριο, λέγανε.

Όμως το αύριο δεν έρχονταν ποτέ.
Μόνο τα χτες ερχόνταν το ’να ύστερ’ από τ’ άλλο
όλο και πιο πυκνά
όλο πιο κοντινά
τόσο που δεν τα προλαβαίνανε,
όπως οι εργάτριες στα εργαστήρια της ζαχαροπλαστικής
δεν προλαβαίνουν με χρυσόχαρτο να ντύσουνε
τα όλο και πιο γρήγορα που στέλνει η μηχανή σοκολατάκια.

Διάφορες αλχημείες δοκιμάσανε.
Να πούνε χτες το αύριο
να σβήσουνε τις νύχτες απ’ το χτες μικραίνοντάς το
να προχωρήσουνε πιο γρήγορα...

Όλα δειχτήκανε ανώφελα. Και τώρα
τα χτες τούς φτάσανε ως το λαιμό
και μόλις προλαβαίνουνε να πούνε
ό,τι ακόμα είναι να ειπωθεί
ξέροντας όμως τώρα πια
πως αύριο δεν υπάρχει.

ΧΑΜΕΝΟ
ή
Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ


Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.

Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος-
καλλίτερα ότι πάντα ήσουν μόνος και δεν το ’ξερες.

Και πίσω από την αίσθηση αυτή ακολουθούσε
η οριστική γνώση της πληρότητας
και της αυθυπαρξίας.

Κατάλαβα πια πως ό,τι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου
κι ό,τι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.
 

    ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝ

Όσους κι αν γνωρίσω ανθρώπους
(γνωριμιές που παν χαμένα),
όλοι τους ή κι ένας ένας
κάτι θέλουν από μένα.

Αλλά τη στιγμή την ίδια
κι ο θολός δικός μου ο νους
ξέρει πως το δίχως άλλο
κάτι θέλει από ’κεινούς.

Μα ουτ’ εγώ τι θέλω λέω
ούτε αυτοί τι θένε λεν
κι όλος ειμ’ εγώ ένα «όχι»
κι αυτοί όλοι είν’ ένα «δεν».

«Δεν» και «όχι» που ανοίγουν
τα ολομαύρα τους φτερά
και σκοτώνουν όποιας γνώρας
ελπιδότροφη χαρά.

Και για τον καιρό αφού πούμε
και για την πολιτική
στη μονιά του πάει καθείς μας
και ξανά μένουμε εκεί.

Και την κάθε μέρα έτσι-
άρνηση γεμάτοι ζώντας
και τα «θέλω» του ο καθένας
μέσα του σφιχτά κρατώντας,

σ’ ένα μνήμα μπαίνουμε όλοι
μαύρο, κρύο και μοναχό,
με τα «όχι», νεκροθάφτη,
κι άξιον του τα «δεν» βοηθό.
 

ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ημέρα της ποίησης. Στα χαρτιά μόνον όπως και όλες οι άλλες «ημέρες».
Ημέρα της ποίησης.
Ημέρα του λόγου πες.
Μα πού είναι ο λόγος στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση-τους εκφραστές υποτίθεται των ενδιαφερόντων του λαού;
Τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια.
Και σήμερα όπως πάντα τραγούδια.
Τραγούδια που γεμίζουν τις ώρες των εκπομπών, βοηθώντας τους ομιλητές να μη μιλούν.
Γιατί δεν έχουνε να πούνε κάτι
Έτσι μένει βουβός ο κόσμος μας.
Ακούγονται μόνο οιμωγές.
Κι αυτές μόνο μέσα σε τραγούδια.
Ο άνθρωποι του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης βουβοί. Κάποιοι ίσως να πουν πόσοι τραγουδιστές γεννήθηκαν σαν σημερα.
Κατόπιν βουβαμάρα.
Ή τραγούδια.
Που είναι το ίδιο.
Ξορκισμένος ο λόγος στα χρόνια μας.
Διαφημίσεις, σειρές, ταινίες.
Κανείς δεν μιλάει.
Όλες τις ημέρες.
Όλο το χρόνο.
Και τραγούδια.
Τραγούδια.
Δηλαδή κονσερβαρισμένος λόγος.
Όπως κονσερβαρισμένο φαγητό.
Χωρίς τη φρεσκάδα, την ποικιλία και την πρόοδο της ομιλίας και της  Ζωής.  
Δεκάδες σταθμοί με αθλητικό πρόγραμμα.
Δεκάδες σταθμοί με θρησκευτικό περιεχόμενο.
Εκατοντάδες σταθμοί με τραγούδια.
Ένας σταθμός για το λόγο; Όχι.
Ένας σταθμός γα την ποίηση ν’αστράψει ο τόπος;
Όχι.
Και του χρόνου.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

ΟΛΕΣ

Η ζωή είναι ολιγαρκής.

Ένα ποτήρι νερό
ξεπλένει όλες τις αναμνήσεις.
Το χαμόγελο ενός κοριτσιού
ανοίγει μια τρύπα στο τείχος της απνοίας.

Στην ευρύστερνη πολλαπλότητα των εναντιώσεων
το αεί νοούν φωλιάζει εφησυχάζον.
 

HENCOCK PARK LIBRARY

Πέντε παρά πέντε απόγευμα.
Publick library of Hencock park.
Κτίριο απρόσμενα άσπρο.
Νεοκλασσικό ελληνικό-σχεδόν ιπτάμενο.
Μια έκπληξη.
Σφυρίζοντας κατεβαίνουν δυο έφηβοι.
Μες στ' όνειρο τα μάτια τους δοσμένα.
Ιδεατοί.

Μπαίνω.
Ί would like..."
Χαμόγελο.
"Tio come please... this gentleman wants... Tio will show you... Thank you..." "Thank you..."

O ήλιος ενώ θα 'πρεπε να 'χει κρυφτεί
φωτίζει χαρούμενα τις στιγμές
μπαίνοντας από τ' ανοιχτά μεγάλα παράθυρα.

Μία απόκοσμη, αγγελική φωνή:
"Tio.the door please... thank you...thank you..."

Χρυσόδετα βιβλία στα ράφια.
Χώρος άνετος.

"Excuse me, l would like a book about parakeets..."
"This way please... thank you...thank you..."

Στην έξοδο.
"These books please..."
"Sure...thank you..."
χαμόγελο.
Γλυκιά ματιά αναίτια παρατεταμένη.
"Have a good night..Thank you... thank you..."
"Thank you...thank you..."
Γιατί ετούτο το δεκάλεπτο ντύθηκε άφθαρτα ρούχα;
Γιατί τα χέρια της αρπάχτηκαν απ' τα δικά μου καθώς υπόγραφα;
Ισως γιατί η Scherry
την ώρα εκείνην ακριβώς
συνουσιαζόνταν
κι η μέρα τέτιαν ώρα ονειροντύνεται.
"Thank you...thank you...thank you..."
"Thank you...thank you...thank you...thank you..."

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΠΑ

Αυτό το δανεικό μικρό βιβλίο-
αυτή η ποιητική ανθολογία –
ετούτο το ζεστό το πανδοχείο
στη νύχτα την αφώτιστη και κρύα-

ετούτο το βιβλίο που επήρα
εχτές στη Δημοσία βιβλιοθήκη-
ετούτη η φωτερή ανθοπλημμύρα-
τα ονειρικά χερσαία αυτά τα φύκη-

ετούτο το μικρό βιβλιαράκι,
τι ήχοι μες στα φύλλα του που ηχούνε!
τι ανήκουστα θεριά! τι θείοι δράκοι!
τι τέρατα τυφλά το κατοικούνε!

Τι χρώματα εξαίσια-τι τοπία-
τι κάστρα που υψώνονται εντός του!
πώς σάρκινη προβάλλει η ουτοπία-
χορτάτες πώς οι ύαινες του Νόστου!

Και πώς μες στις σελίδες του μια θέση
κρατεί και μια γωνιά για τον καθένα,
και πόσο συμπονούν όποιον πονέσει
τα τόσα μυστικά που 'χει κρυμμένα...

Καθώς με κρύα χέρια ξεφυλλίζω
τα φύλλα τ’ απαλά σαν περιστέρια
εντός του άλλα πρόσωπα αντικρίζω
και βλέπω να σαλεύουν άλλα χέρια.

Και τρέμοντας τα χέρια μ' αγκαλιάζουν
κι ολόχαρα ματάκια με θωρούνε
και άϋλα κορμάκια πλησιάζουν
το φίλο τον καινούργιο για να δούνε.

Και μέσα τους αφήνομαι και σ' άλλη
ζωή και κοινωνία φτερακίζω
και κει αναστηλώνομαι και πάλι
και πάλι προσπαθώ...και πάλι ελπίζω...

(Los Angeles-2-5-89)

Η ΜΑΧΗ

Στον κάμπο τον ανθόσπαρτο χτες έγινε μια μάχη.  
Kαθόμουν και την έβλεπα απ' του λόφου μου τη ράχη.  
Όταν τελείωσε, θέλοντας λίγο να ξεμουδιάσω
την ώρα μου εδιάλεξα στον κάμπο να περάσω.

Και πήγα. Ρείθρα αίματος κυκλώνανε τον κάμπο
που δύσκολα ξεχώρισα χώμα στεγνό για να 'μπω.
Και μπήκα. Κι έβλεπα δεξά, πίσω, ζερβά και μπρος μου
εικόνες να προβάλουνε φριχτές του κάτω κόσμου.

Πόδια κομμένα απ' τα κορμιά, κεφάλια δίχως μάτια,
κρανία με τα κόκκαλα σπασμένα σε κομμάτια,  
χέρια να σφίγγουν δυνατά του όπλου τη σκανδάλη
λες και νεκρά ήταν έτοιμα να ρίξουνε και πάλι.

Σε μία καταπράσινη λόχμη μία κερένια
είδα μορφή-έναν έφηβο που δίχως μίαν ένοια
ζωγραφισμένη στο άναιμο κι άψυχο πρόσωπο του
βρίσκονταν λες στο νάρκωμα του ύπνου του του πρώτου.

Κι έτσι ως κειτόνταν καθαρός δίχως σταγόνα αίμα
έμοιαζε σαν τα γύρω του να ήταν όλα ψέμα
και να μην ήτανε αυτός ο τόπος του θανάτου
μα ο Μορφέας το λίκνο του να 'στησεν εδώ κάτου.

Λίγο πιο κει, μέσα σε μια τρύπια από σφαίρες χλαίνη
μια μάζα είδα αιμόφυρτη με κόπο ν' ανασαίνει,
και δίχως μέλη ένα κορμί να ’ναι στητό πιο πέρα,
σκιάχτρο στου Χάρου τον αγρό-για τη ζωή φοβέρα.

Και τα κορμιά όπου έπεσαν κι όπου άρματα διάβήκαν
σπασμένα τ' αγριολούλουδα τα μυρωδάτα αφήκαν.
Και τα μικρά και τρυφερά κι ευώδη χορταράκια
σε αιμάτων μέσα πνίγηκαν αχνίζοντα ρυάκια.

(Στον ήλιο που ολοπόρφυρος αυτή την ώρα δύει
κι ο κάμπος όλος κι οι νεκροί θα μοιάζουνε αστείοι.
Τίποτε άλλο δεν μπορεί σε με να εξηγήσει
γιατί ασταμάητα γελά ενώ τραβά στη δύση.)

Ξάφνω ένα δέντρο αντίκρισα παράξενα να γέρνει.
Κοντά του ανήσυχον πολύ το βήμα μου με φέρνει.  
Μα δεν μπορούσα αλίμονο πια τίποτα να κάνω-
ξερριζωμένο κείτονταν στο κρύο χώμα επάνω.

Παίρνω εν’ άνθι απ’ τα νεκρά, τα αίματα του βγάζω
τον αιώνιο τον ύπνο του να κοιμηθεί το βάζω
κι όλη τη νύχτα δάκρυα επότιζα το τόπον
που τόσα αθώα σκότωσε το μίσος των ανθρώπων.
 

ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΙΡΙΑ

Μικρό η μεγάλο
σ' Ελλάδα ή σ' Αμερική
κάθε δημόσιο κτίριο ειν' ένα άχαρο
άχαρο κτίριο. Η Λύπη φτάνοντας στη γη
εκεί εδιάλεξε να κατοικήσει.

Οι άντρες που εργάζονται σ' αυτό
φορούν γραβάτα όπως πάντα στις κηδείες.

Οι κοπέλες σεμνά ντυμένες φουστανάκια,
φιλάρεσκες, κι απ' όλες μία
λυμφατική
γλυκούλα  
με δυσμηνόρροια.

Ο χώρος εργασίας κλειστός από παντού που λες
πώς ανασαίνουνε οι άνθρωποι αυτοί.
Ουρά μεγάλη και κουρασμένη που ελίσσεται
ανάμεσα σε σίδερα γυαλιστερά και σ' αλυσίδες
που καθορίζουν την πορεία προς το γκισέ.
Και το γκισέ μία μικρή σχισμή όλη κι όλη,
απ' όπου και μπορούν μονάχα λόγια να περάσουν
στριμωχνόμενα κι αυτά στο κρύο γυαλί.

Και παντού,
σ' Αμερική κι Ελλάδα
των δημοσίων κτιρίων τα γραφεία γεμάτα με χαρτιά
και με παχείς φακέλλους που όταν κλείνουνε
μετά από τη συναλλαγή
μοιάζουν καθένας τους με στόμα δράκοντα που καταπίνει
την ανθρωπιά και την ουσία μας όλη.
 

ΝΑ ΦΑΕΙ ΚΑΤΙ

Κάθε ημέρα σχεδόν που πάω
στο εστιατόριο κάτι να φάω,
κάτι ασυνήθιστο γι Αμερική-
ένα ποδήλατο ειν' εκεί.

Επειδή όλο λάσπη ξερή
γεμάτο είναι, γι αυτό μπορεί,
λέω, ν' ανήκει σ' έναν εργάτη,
που πάει και κείνος να φάει κάτι.
 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΣΤΟ ΛΟΣ
ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Γυμνόστηθες Καρυάτιδες
γύψινες και στον τοίχο κολλημένες
τροφή για τους απάτριδες
μαζί με τις πατάτες τις ψημένες.

Ο γύψινος Ηνίοχος
ανάμεσα στα φρούτα και στο πιάνο
κι ο κύριος Αντίοχος
σκυφτός στα φοροχάρτια του επάνω.

Η Αθήνα στο Λος Αντζελες
με λιόλαδο τζατζίκι και κεφτέδες-
τι άλλο φίλε θα 'θελες
από ένα μαγαζί για εμιγκρέδες;

Ως και τα δυο αδιάφορα
γκαρσόνια που νυστάζανε λιγάκι
στο νεύμα του εστιάτορα
χορέψανε αυθόρμητα συρτάκι.
 

ΣΤΟ ΧΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΙΜΙ ΒΑΛΛΕΥ-ΕΛ ΕΪ

Ειν’ ένα χτήμα μια απλωσιά.
Λουλούδια προς το βάθος
Και δίπλα μας και γύρω μας
Ο,τι χλωρό θελήσεις:
Ντομάτες, φράουλες, αρακάς,
Μπάμιες και φασολάκια,
 Βασιλικός και άνηθος,
Πατάτες, κολοκύθια…
 Και λάμπουν μες στ' απόγιομα,
Πιότερο από τον ήλιο
Τα γένια τ’ αραποσιτιού
Και οι κιτρινοπράσινες
Κολοκυθοκορφάδες.

Μέσα σ' αυτή την απλωσιά
Μικρές νοικοκυρούλες
Σαν τ' αγριοπερίστερα  
Αλλέγρα τριγυρνώντας
Μαζεύουνε τα φρέσκα τους
Και τα σαλατικά τους.

Φορές, εκεί, μία φωνή
Έξαφνα κάποια βγάζει
Για να καλέσει το παιδί,
Ή για να την ακούσει  
Η φιλενάδα που γερτή
Μακριά μαζεύει πέρα.

Μέσα στην ήσυχη εξοχή-
Μέσα στου αίθριου χτήματος
Την απεραντοσύνη,
Έρχοντας σαν μια κίνηση
Στου ακίνητου τη χώρα,
Ακούγεται αυτή η φωνή.
 
Σαν από κόσμο άλλονε
Ή σαν μια υπενθύμιση
Αιωνιότητας, ή σάμπως .
Έξαφνα να ’ρωτεύεται
με  τον εαυτό του ο κάμπος.

Έτσι θ' ακούγεται η φωνή
Του θεού μέσα στο Σύμπαν
 

Η ΑΓΙΑ ΘΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΑΥΛΙΟΥ
ΤΟΥ CHARITY HOSPITAL ΤΟΥ LA

Σαν ύπερος σε στήμονες ανάμεσα
η κεφαλή προβάλλει της Αγίας.
Τα χέρια
παράλυτα κρέμονται κάτω.

Η Αγία σε Έκσταση. Ο Έρωτας
και άλλην αν ήθελε έκφραση να δώσει
σε πρόσωπο,
δεν θα μπορούσε,
άλλη απ’ αυτήν
που της Αγίας το πρόσωπο
ολοκληρωτικά κατέχει.

Και που είναι η Αγία μαρμάρινη
καλλίτερα έτσι η Μεγάλη Άφεση
δείχνει: Κρύο κι Αιώνιότητα
από παντού κυκλώνοντάς την
τη διαπερνούνε
και την ύλη της καταργούν.

Άυλη: έτσι να μένει.
 

ΡΗΣΕΙΣ

"Αν δε χτίσεις σπίτι κι αν κορίτσι δεν παντρέψεις
δεν έχεις κάνει τίποτα στη ζωή σου"
λένε οι άνθρωποι.

Πήρα ένα στίχο μου κι εγώ
και πλάι τον έβαλα στο σπίτι το μεγάλο
της οδού Κτιστών
του τόπου Γη.
Την άλλη μέρα παραρτήματα οι εφημερίδες:
"Γιγάντιο οικοδόμημα πλάι σε σπίτι συμπολίτη
μας μες σε μια νύχτα-
θαύμα ή ομαδική οφθαλμαπάτη;"

Και πια το στίχο μου πάλι επήρα
και πάλι μες στο ποίημα τον έβαλα
ώστε και τους θνητούς να επαναφέρω
στην πρότερή τους απλοπάθεια και αποπλάνηση,
και να κοπάσω τις πικρές
τις θρηνωδίες του ποιήματος
απ’ όπου αυτόν το στίχο είχα βγάλει.
 

 ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ

Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνω βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
Δυσραγής, έμμαλος, επικράζω.
Eπανθέω, αεροκόρακες, ευθάλαττος.
Άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως.
Αυτολυρίζω.

Επειδή η ζωή εδώ είναι μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύω κάθε μέρα
με λέξεις οπως:
Ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ.
Αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον.
Κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον.
Νεαροηχής.

Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνω τις πληγές μου
ψιθυρίζοντας:
Καταβόησις. Ηχή.
Κλεψίχωλος. Τετιγγώδης. Δρύπτω.
Αύχημα. άτυμβος. Βραχυβλαβής.
Συνοχμάζω.

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

ΜΗΤΡΟΣ- ΓΙΑΝΝΟΣ ΕΝ ΕΛ ΕΪ
(Μήτρος νοσταλγών)

ΜΗΤΡΟΣ

Μυστήρια που 'ναι η ψυχή του ανθρώπου...
πεθύμησα τα πράγματα του γενεθλίου μου τόπου!
πεθύμησα όταν οδηγώ να χάσκουνε δεξά μου
χαράδρες επικίνδυνες και βράχια αριστερά μου.
Πεθύμησα ατιμώρητη παράβαση τροχαία
κάτω απ' του πόλισμαν την περικεφαλαία.
Να μου σερβίρουνε ξύγκικες πεθύμησα μερίδες
και να διαβάζω ψέματα στις εφημερίδες.
Πεθύμησα γυναίκα όταν πειράζω
να ξέρει βρε αδερφέ πως την πειράζω...
Της γυναίκας πεθύμησα το νάζι
κάθε τρεις το γκόβερνο ν' αλλάζει
και ντομάτες με δίχως ορμόνες
και βαρείς, χιονισμένους χειμώνες.

Πεθύμησα να φάω γλυκό περγαμόντο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Να οδηγώ πεθύμησα σε δρόμους που 'χουν λάκκους'
πεθύμησα αργοκίνητους χωροφυλάκους'
πεταμένα πεθύμησα στους δρόμους σκουπίδια
και στις στέγες αντί πισσόχαρτα κεραμίδια.
Πεθύμησα να πάω βόλτα με τα ποδάρια
και με μαγαζάτορες να κάνω παζάρια.
Να με χτυπήσουνε πεθύμησα μυρωμένοι αγέρηδες
και στις πλατείες να δω χασομέρηδες.
Πεθύμησα πωλητές να μ' αγριοκυττάνε
και ανθρώπους ένας τον άλλονε να βαράνε.
Να βρεθώ πεθύμησα πάλι
στου χαρούμενου τρύγου τη ζάλη'
με σταφύλια γλυκά να μεθάω
και χορεύοντας να τα πατάω.

Πεθύμησα σκορδίλα να μυρίσω σ' ένα χνώτο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Τη βρώμα ενοστάλγησα στους δημοσίους χώρους.
Πεθύμησα τα μάλλινα να τρώγονται απ' τους σκόρους.
Του τζίτζικα πεθύμησα τραγούδι στις ελιές
παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές.
Κουτσομπολιό πεθύμησα-κουβέντες-φλυαρία.
Ραχάτι επεθύμησα στα καφφενεία.
Των οδηγών πεθύμησα τη μούντζα
κι αγουροξύπνητες φάτσες με ρούντζα.
Μπουρνέλια ελαχτάρισα! Τζάνερα! Μούρα!
Και φασαρία-σαματά-σάλο-φωνές-βαβούρα.
Πεθύμησα οι άνθρωποι απ' ό.τι πούνε
το αντίθετο ακριβώς να εννοούνε.
Επεθύμησα όταν βολτάρω
κάθε λίγο γνωστό να τρακάρω.
Επεθύμησα φίλους και κέρνα
και πιοτό και μεζέ σε ταβέρνα.
Πεθύμησα σαϊνια που μπαίνουν με το πρώτο
ΠΕΘΥΜΗΣΑ ΕΛΛΑΔΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!

ΓΙΑΝΝΟΣ
Κι ωραία. Πήγες. Τάβρες ολ αυτά. Μετά τι κάνεις;

-«Τι κάνω»! Θέλει ρώτημα; Μα είσαι τελείως Γιάννης;
Θα μείνω εκεί ως της ζωής το τέρμα μου της λίγης.

-Λάθος μεγάλο φίλε μου. Πάλι θα ξαναφύγεις.

-Να ξαναφύγω εγώ αφού να πάω θέλω τόσο;
Πες με συνέπεια το γιατί, αλλιώς θα σε σβερκώσω.

-Δεν είναι ανάγκη ως εκεί να φτάσω ωρισμένως.
Γιατί απλά, κι ας φαίνεσαι τάχα αποφασισμένος
Εν τούτοις δε θα ξαναπάς στην Κόλαση εκείνη
Και τόνειρό σου όνειρο για πάντοτε θα μείνει.
Και δε θα πας, γιατί εγώ, την ίδια τούτη μέρα
θα κάνω οι προθέσεις σου αυτές να πάνε πέρα.
Κι όχι με λόγια όπως παχιά που λένε μερικοί
Αλλά με την απλούστερη που υπάρχει λογική.

-Αλήθεια; Είμαι όλος αυτιά και όλος περιέργεια
Και αφιερώνω όληνε του νου μου την ενέργεια
Στα λόγια σου..

-    Πες μου λοιπόν, αν σ’ ένα σπίτι πας
Και όσοι μένουνε σ’αυτό σε διώξουν, ξαναπάς;

-Αλλά, γεννήθηκα σ’ αυτό το σπίτι όπως το λες.
Νομίζω οι συγκρίσεις σου πως είναι απατηλές.

-Αυτό είναι χειρότερο-σε διώξαν οι δικοί σου.

-Αλλά, το πως με διώξανε ιδέα είναι δική σου.
Εφυγα.

-           Γιατί έφυγες;

-                                     Μ’ ανάγκασε η φτώχια.

-Και ποιος στης φτώχειας σ’ έριξε τα ψυχοβόρα βρόχια;

-Ποιός μ’ έριξε... τι ερώτηση… Να! ήμουνα φτωχός,
Οπως ταλαίπωροι Ελληνες και άλλοι δυστυχώς.

-Και γιατί ήσουνα φτωχός; Χρηματα δεν υπήρχανε;
-Υπήρχανε. Και μερικοί-οι πλούσιοι- τα είχανε.

-"Τα είχανε"; Ποιός τους τάδωσε;

-                                                       Δεν ξέρω.

-                                                            Δεν μπορεί..

-Γιάννο μου ψύλλους στ’ άχερα ζητάς με το κερί.

-Συ στην Ελλάδα θες να πας, και συ μούπες πως θες
Ν’ ακούσεις τις κουβέντες μου τις αποτρεπτικές.
Λοιπόν θες η συζήτηση να προχωρήσει ή όχι;

-Αφού μονάχος μου όπως λες πιάστηκα στην απόχη
θα προχωρήσω ως να βγω, ή ώσπου νικημένος
Να μη με νοιάζει ολότελα το των Ελλήνων γένος.
Ρωτάς λοιπόν πού βρίσκουνε οι πλούσιοι τα λεφτά.
Αν και ερώτημα αυτό είναι από τα καυτά
Και να με βάλεις σε μπελά θαρρώ πως πας γυρεύοντας
Σου απαντώ πως τα λεφτά τα βγάλανε δουλεύοντας.

-Δουλεύοντας; Γιατί, εσύ, δεν εργαζόσουν τάχα;
Γιατί λεφτά αντίς κι εσύ, αυτοί έχουν μονάχα;

-Γιατί άλλη είχανε δουλειά. Και γιατί καταφέραν
Και αυγατίσαν τα λεφτά με όποιαν τέχνη ξέραν.

-Από ποιόν παίρνοντας λεφτά πλήθυναν τα δικά τους;

-Από κεινούς που, βέβαια, εζούσανε κοντά τους-
Και από σένα, κι από με, κι απ’ τους λοιπούς Γραικούς.

-Ωστε στην ίδια μέσα γη, στον ίδιο μέσα τόπο
Παίρνουν οι μεν λεφτά απ’ τους δε με τρόπους ειδικούς.
 Και γδύνοντας τους αλλουνούς πλουτίζουν δίχως κόπο.
Λοιπόν τέτοια πεθύμησες πατρίδα ν’ αντικρίσεις;-
Που τέτοιες για τα τέκνα της ορίζει διακρίσεις;

-Μα αν πλουτίζουνε αυτοί φταίει γι αυτό η πατρίδα;

-Είπα να επροχώραγα, μα δε γυρνώ σελίδα.
Ώστε δε φταίει η πατρίς! Αλλά για πες μου όμως
μη οι πλούσιοι που σε διώξανε πλουτίζουν παρανόμως;

-Καθόλου φυσικά.  Σ' αυτό ο νόμος τους βοηθάει.

-Και ποιός το νόμο έφτιαξε τον πλούτο που γεννάει;

-Η Ελλάδα. Η πατρίδα μας.

-                                      Σε ποιόν λοιπόν οφείλεις
Το αίτιο της φευγάλας σου που πριν γι αυτήν ωμίλεις;

-Ομολογώ πως δε μπορώ απάντηση να δώσω.

-Ηρθε η ώρα τότε εγώ θαρρώ να σε σβερκώσω.
Ακου λοιπόν αν λογική καθόλου σούχει μείνει,
Ποιόν δρόμο η συζήτηση πήρε που τώρα κλείνει:
Στην ξενιτιά σ' ανάγκασε η φτώχεια σου ναρθείς.
Στη φτώχεια σε ανάγκασε ο πλούτος να βρεθείς.
Οι νόμοι καθορίζουνε του πλούτου τη μερίδα.
Τους νόμους, ω! ταλαίπωρε , τους κάνει η πατρίδα.
Κι ακόμα δεν κατάλαβες πως η πατρίδα η ίδια
Είναι πούστειλε ενάντια σου της ξενητιάς τα φίδια;

-Γιάννο μου τό κατάλαβα. Αυτή είναι η αλήθεια.

-Λοιπόν αυτά που μούλεγες πιο πριν τα παραμύθια
Τα ίδια ακόμα λες; Θα πας-για πες μου-στην Ελλάδα;   

-Βέβαια κι όχι. Τώρα αλλιώς τα πράγματα όλα τάδα.
Αφού αυτή με διώχνει μια. εγώ τη διώχνω δέκα.

-Ηγουν τα ίδια όπως με μια θα έκαμες γυναίκα.

 -Γυναίκα δεν με έδιωξε Γιάννο εμέ καμία.

-Μπράβο. Σου είχαν φαίνεται μεγάλη αδυναμία.

-Λίγο πιό κει, και θάβρισκες το στόχο παρατρίχα.
Οχι. Καμιά δε μ’ έδιωξε, γιατί καμιά δεν είχα.
Μα τώρα ας μην αρχίσουμε για θηλυκά κουβέντα.
Πες μου, εδώ δέκα χρονιές ο νόστος δε σ' εκέντα;
Στα χώματα τα Ελληνικά να πας συ δεν ποθείς
Οπως καθώς σου είναι γνωστό γυρεύει ο καθείς;

-Οχι. Εγώ στης νέας μου πατρίδας τη γαλήνη
Θα μείνω.

-               Και αν Γιάννο μου δε σε κρατήσει εκείνη;
 
-Αν έρθει η ώρα η καλή, θα φύγω Μήτρο πάλι
Για να βρεθώ σε μιας μικρής πατρίδας την αγκάλη
Φτωχής και υπανάπτυκτης. Εκεί ελπίζω οι νόμοι
Τους ξένους να τους δέχονται με καλοσύνη ακόμη.

-Κι αν τέτοια χώρα μια θα βρεις, θα είναι γιατί οι άνθρωποι
Ακόμα δεν προλάβανε να γίνουνε απάνθρωποι.
Κι αν τέτοια χώρα μια θα βρεις, δε θάναι ο παράδεισος
Αλλά μια αδιαμόρφωτη κι άκοσμη ακόμη άβυσσος.
Το στίγμα της απανθρωπιάς, το σπέρμα του κακού
Αόρατο στων ανθρώπων της θα βρίσκεται το νου.

-Το ξέρω φίλε μου ασφαλώς. Μα η Καλή η Φύση
Που τίποτα αδοκίμαστο δεν τη βολεί ν’ αφήσει
Μία ακόμη δοκιμή με τη ζωή έχει κάνει.
Δεν πέτυχε τα πείραμα. Ξέρω. Δεν ζω στην πλάνη:
Αν η ζωή ήτανε Καλό, θα κράταγε αιώνια.
Δεν είναι, γι αυτό χάνεται-σβήνει σε λίγα χρόνια.

-Λοιπόν δε θάβρει το Καλό ποτέ η ύπαρξη μας;

-Πάντοτε Μήτρο, το Καλό το έχουμε μαζί μας.
Το κουβαλάμε μέσα μας σα φύλακα άγγελό μας-
Δε μας αφήνει μοναχούς ποτέ του το Καλό μας.
Κι όταν η ώρα μας θαρθεί, απ' τη ζωή μας παίρνει
Και πάλι στην Αγάπη Του και στη Χαρά μας φέρνει.

-Ο θάνατος είναι λοιπόν η μόνη μας ελπίδα;

-Οχι η ελπίδα-η σιγουριά. Κι ας πάει κάθε πατρίδα
Τις σχέσεις με τα τέκνα της χυδαία να βρωμίζει:
Ο θάνατος σε μια στιγμή όλα τα εξαγνίζει.

-Φοβάμαι Γιάννο. Ο θάνατος, καθώς τον είπες, μοιάζει
Σα νάναι ο ίδιος ο θεός. Και τούτο με τρομάζει.

-Αντε ωρέ Μήτρο. Είδες πού μας πήγε η δήλωσή σου;

-Ποια δήλωση;

-                       Εξέχασες;  Ότι απόφασή σου
Ελλάδα ήτανε να πας.

-                                  Ω! Μη μου το θυμίζεις.

-Κατάφερα και σ έπεισα; Τώρα λοιπόν γνωρίζεις;

-Γνωρίζω. Αλλ’ ας πιάσουμε καλλίτερα άλλο θέμα.
Ας  πούμε-ξέρεις  τι  θα πει  νάχεις το   ίδιο αίμα…

(Μα πριν ο Μητρός τάλλο αυτό να πει
θαρρώντας ότι θέμα έτσι αλλάζει,
Κάνει το λόγο του ο Γιάννος να κοπεί:
Απ’  το δωμάτιο έξω τόνε βγάζει)