Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

Έχω αρχίσει να γράφω τη «Μαριάννα».
Και οι πονοκέφαλοι,οι αγωνίες,τα άγχη,η ανάγκη για πολλές αποφάσεις μέσα σε λίγες μέρες,έχουν αρχίσει.
Πώς θα παρουσιάσω τη Μαριάννα ώστε καλλίτερα να εξυπηρετηθεί ο σκοπός του έργου;
Ποιος ο τόπος που θα διαδραματιστεί το έργο;
Ποιος ο χρόνος-και να αναφέρεται;
Η τεχνική του;
Και δεδομένου ότι το έργο θα το διαβάσουν άλλοι, πρέπει μήπως να δώσω σ’ αυτούς μια Μαριάννα κατανοήσιμη για τις δυνατότητές τους ,ή να αγνοήσω τέτιες συγκαταβατικές μαθόδους και να δώσω τη Μαριάννα όπως είναι;
Ποιες οι σχέσεις της με τις άλλες γυναίκες;
Πόσο η συμπεριφορά της επηρεάζεται από την κοινωνία;
Να σταθώ στην πραγματικότητα ως προς τον τόπο διαμονής της ή να εξιδανικεύσω (ή αντίθετα να υποβαθμίσω) τον μικρότοπο αυτόν;
Και το μεγάλο ερώτημα: Πώς θα μπορέσω να δείξω όλο το μεγαλείο αυτής της γυναίκας,όλη την ευαισθησία,την ομορφιά,την ανωτερότητα σκέψεων,ιδεών, πράξεων,τον αυθορμητισμό της, την κριτική της ικανότητα;
Αυτά σαν δείγμα των προβλημάτων που θέτει η συγγραφή ενός έργου με ηρωίδα τη Μαριάννα.
Η Μαριάννα δεν είναι Εριλή, Λέσλυ, Λώρα, Κορίννα, Πόρνη, Στέλλα, Μαρία, ή κάποια άλλη από τις γυναίκες που μέχρι τώρα έχω ζωντανέψει σε άλλα έργα.
Η Μαριάννα είναι η ψυχή του Σύμπαντος,η απαντοχή της γης,το ανάσασμα των πεύκων,το κλάμμα των γαρύφαλλων,το χάδι που ζει τον κόσμο.

Αλλά να που δε φτάναν τα προβλήματα που κάθε συγγραφέας αντιμετωπίζει,ήρθαν και τα όνειρα.

Χτες ήρθε στ’ όνειρό μου η Μαριάννα. Καλόδεχτη πάντα, όπως και όπου να μπει στη ζωή μου.
Ήμουν ανεβασμένος στην κορυφή ενός πανύψηλου δέντρου.
Καθώς με πλησίασε, ένα υπερκόσμιο φως έλαμψε γύρω και μια βελούδινη φωνή βγαλμένη από δυο ίδια βελούδινα χείλια μού μίλησε σαν παιχνιδιάρικη, σαν ερωτική, σαν γεμάτη ανυστερόβουλο ενδιαφέρον:
-Γιατί γράφεις θεατρικό έργο για μένα;
-Για να λευτερωθώ από σένα.
-Κουτέ! σ’ αγαπώ!
-Το ξέρω.  Η ψυχή μου είναι μαζί σου. Το σώμα μου είναι που βρίσκεται δώ πάνω. Γιατί τα μάτια θέλουν να δουν, τ’ αυτιά θέλουν ν’ ακούσουν, τα χέρια ν’ αγγίξουνε...
-Ω Αυτά!..
Έκανε μια κυκλική κίνηση με το χέρι της και πάνω σε μια τεράστια οθόνη τα δυο κορμιά μας φάνηκαν αγκαλιασμένα.
-Έγινε κι αυτό. Όλα ο χρόνος τα φέρνει. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα. Το ξέρεις. Μόνο γιατί με κοίταξες καθώς περνούσα. Μόνο για την αγάπη σου τη διαλεχτή μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια. Το ξέρεις... το ξέρεις...

Είπε,άνοιξε τα φτερά της,που τόσην ώρα είχε διπλωμένα, πέταξε ως τα σύγνεφα γελώντας, και χάθηκε αφού πρώτα άφησε ένα φωτοστέφανο γύρω από το δέντρο μου.
-Για να είμαι κι έτσι κοντά σου, ήταν τα λόγια της ενώ έφευγε.
Όνειρα…

Μέσα σ΄έναν ωκεανό φωτός,κάτω από υπεραιωνόβιες φοινικιές,δίπλα σε μια λίμνη,ήμουν καθιστός πάνω σε κάτι σαν θρόνο. Προσπαθούσα να δω πού βρισκόταν ένα πουλί, που κελαδούσε τόσο γλυκά...τόσο γλυκά...
Ξάφνω ένιωσα την παρουσία της εκεί κοντά. Ήταν μια παρουσία αέρινη σαν όπως της εσπέρας που τις λεπτές σκιές της νωχελικά σέρνει περνώντας μπροστά από το ανοιχτό μου παράθυρο.
Εννοούσα πολύ καλά ότι όλο το τοπίο στο οποίο βρισκόμουν,καθώς και ο χρόνος μέσα στον οποίο αυτά που περιγράφω εδώ συνέβαιναν, ήταν, κατά κάποιον-ονειρικό-τρόπο,  το νύχι του μικρού δαχτύλου του δεξιού χεριού της Μαριάννας.-και τ’ ανθισμένα λουλούδια δεν πιστεύουν πως είναι όνειρο η άνοιξη;
\Ως να τελειώσει η σκέψη μου ήτανε δίπλα μου.
Σοβαρή,γεμάτη σοφία, κάθισε στο χώμα πάνω, απέναντί μου.
Φαινόταν πως κάτι τηνε βασανίζει, που όμως δεν ήθελε να το πει. Έτσι,όπως υποφέρουν οι μεγάλες ψυχές-αμίλητα.
Μια δύναμη με τραβούσε κοντά της. Και είχα ήδη ανασηκωθεί για να βρεθώ καθιστός δίπλα της, μα η απόφασή της να μιλήσει και η γλυκειά αλλά και τρεμάμενη φωνή της που ακολούθησε την απόφαση εκείνη, με σταμάτησε. Η φωνή της ράγισε το κρύσταλλο της σιωπής τόσο ήρεμα και γλυκά που κι η σιωπή ακόμα θα την ευγνωμονούσε για την τέτια διακοπή.
Είπε:
-Η μέρα που περιμένεις κάποιον είναι ατελείωτη. Σε περίμενα εδώ όλη τη μέρα.
-Απ’ όσο κοντά και να σε βλέπω, άσπιλη είσαι... Και τι έκανες περιμένοντάς με τόσες ώρες;
-Έβλεπα το βουνό απέναντι και σκεφτόμουν-για δες, σύννεφα τρώει, λουλουδάκια γεννά. Και σκεφτόμουν-το χω δει-πώς η πεταλούδα κάθεται στο ραβδί που πάει να τη χτυπήσει. Και πόσο δύσκολα η γάτα γλείφεται από την κοιλιά ως την πλάτη, και πώς σε κάθε χωριό βαθαίνει ο ύπνος όταν βρέχει, πώς κάτω από μιαν ανθισμένη ροδιά δεν υπάρχουν άγνωστοι-με τέτοια πέρασε η ώρα.
Στάθηκε αμίλητη για λίγο. Ύστερα γρήγορα:
-Ποια είμαι στο έργο σου;
Αμέσως σκέφτηκα:ενδιαφέρεται λοιπόν για το έργο που φέρει τ’ όνομά της.
-Στην μέχρι τώρα εκδοχή του, είσαι μια γυναίκα που δεν ξέρει από πού έχει έρθει, ούτε ποια είναι καλά καλά.
Είδα στη σιωπή της που ακολούθησε την απάντησή μου μια μικρή απογοήτευση. Συνέχισα.
-Φυσικά όλα αλλάζουν,ανάλογα με τις ιδέες που έρχονται, με το πού οδηγείται η πλοκή, με το κατά πόσο τα πρόσωπα που ζωντανεύω γίνονται ανεξάρτητα από μένα και ακολουθούν μέσα στο έργο τη δική τους βούληση ή ίσως τη δική τους μοίρα.
Της άρεσε αυτή μου η διευκρίνιση.
-Γιατί δε γράφεις την αλήθεια για μένα; Το ξέρεις ότι δεν είμαι του κόσμου τούτου.Το ξέρεις πως δε μοιάζω με καμμιάν άλλη. Το ξέρεις πως είμαι κάτι πρωτοφανέρωτο στη γη επάνω. Κάτι που από αλλού βρέθηκε στη γη. Και ξέρεις πως αυτό το κάτι ήρθε από τον ουρανό. Γράψε την αλήθεια.
 -Βοήθησέ με να το κάνω. Πώς θα το δώσω αυτό θεατρικά;
-Τα πράγματα όπως έγιναν γράψε.
-Πως είσαι ένας άγγελος και σ’ έστειλε στη γη ο θεός από τον ουρανό; Ποιος θα το πιστέψει;
-Αν είσαι ποιητής θα το πιστέψουν. Αυτό δεν κάνει η ποίηση; Να δημιουργεί ποιητική διάθεση στους αναγνώστες της; Από σένα το έμαθα αυτό. Κι αφού είναι η αλήθεια δε θα δυσκολευτείς. Η αλήθεια πάντοτε λάμπει.
Ένιωσα τόσο δυνατός από τα λόγια της...
-Θα το κάνω, είπα.
Γεμάτη χαρά εσηκώθηκε και έκανε να τρέξει κατεπάνω μου, ανοίγοντας την υπέροχη αγκαλιά της και ετοιμάζοντας τα θεσπέσια χείλη της για φιλί. Μα όπως στα μυθιστορήματα φαντασίας και σε μερικά όνειρα γίνεται, όταν έκανε το πρώτο βήμα, έπεσε πάνω σε ένα αόρατο τείχος. Θλιμμένη ξανακάθησε.
-Είδες; Δε μ’ αφήνουν να σε φιλήσω. Υποσχέσου μου όμως πως θα το κάνεις... ναι;...
Μου έστειλε ένα φιλί με το χέρι της και έφυγε. Έτσι, αμέσως, ξαφνικά και ακατανόητα, δεν ήταν εκεί-
-Στάσου,φώναξα κυττάζοντας τριγύρω, χωρίς να ξέρω κι εγώ για τι από τα δύο την ήθελα: να συζητήσουμε για το έργο, ή για να θαυμάσω την ομορφιά της μιας και μόνο στ’ όνειρο το μπορώ;
Κοίταξα παντού.
Μάταια  
Αντίς γι αυτήν,μια Κόλαση άνοιξε, ένα κοκκαλιάρικο χέρι βγήκε από μέσα της και με τράβηξε κάτω.
Ένα άλλο όνειρο είχε αρχίσει.

Καινούργιο όνειρο:
Νύχτα. Αέρας δυνατός παγωμένος.Ριπές βροχής,σαν γυρίσματα στο τραγούδι της καταιγίδας. Μόνος μου στη μανία του βοριά. Μια μορφή ξεχωρίζει από μακριά μες στις λάμψεις των αστραπών,που όλο και πλησιάζει. Με φτάνει. Μια γρηά μονόδοντη,μια άσχημη καμπούρα γρηά. Τι θέλει παραπάνω από μένα κι αυτή; Και δεν την ενοχλούσε καθόλου το κρύο η βροχή κι ο άνεμος-λες βρισκόταν στο στοιχείο της μέσα σ’ αυτά.
Άρπαξε ένα ξερόκλαδο από κάτω και απειλώντας με μ’ αυτό μου φώναξε: πού είναι το μονόπρακτό μου;
Ώστε η Μαριάννα ήτανε!
-Εσύ με καθυστερείς.Προσπαθώ να μη σε βλέπω για να συμμαζέψω τα μυαλά μου να γράψω και συ μου ’ρχεσαι στα όνειρά μου.
-Άσ’ τα αυτά! Και τελείωνε γρήγορα αν δεν θέλεις να υποφέρεις.
-Τι άλλο μπορείς να μου κάνεις από το να μη με θέλεις; Ρώτησα, τρέμοντας όχι τόσο από φόβο για την απειλή της, αλλά από το κρύο που έμπαινε ως τα κόκκαλά μου.
Μέσα σε δευτερόλεπτα,έφτιαξε ένα σταυρό από πάγο και βρέθηκα καρφωμένος πάνω του. Με έναν μυτερό σταλακτίτη χιονιού άρχισε να μου τρυπάει τα πόδια και τα χέρια μου.
-Αυτό είναι ένα δείγμα από ό,τι θα υποφέρεις αν δεν τελειώσεις μέσα σε δυο μέρες από σήμερα αυτό που γράφεις για μένα. Πάνε πέντε μέρες που το άρχισες. Ο Θεός σας έφτιαξε τον κόσμο σε εφτά μέρες κι εσύ σε εφτά ημέρες δεν μπορείς να γράψεις πέντε γραμμές ;
-Ό,τι και να μου κάνεις εσύ, θα μου αρέσει. Σ’ ευχαριστώ που με σταύρωσες. Σ’ ευχαριστώ που με τρυπάς. Μόνο το κρύο δεν μπορώ ν’ αντέξω. Πόσο κρυώνω...

Στη θέση της γρηάς η ιδανική Μαριάννα μου εμφανίστηκε.
-Κουτό παιδί, πίστεψες σε όσα είδες; Μια μικρή τιμωρία ήτανε όλα αυτά για να σε συνετίσω.Για να σε γλιτώσω από μια πλευρίτιδα ήρθα κουτούλη μου. Έλα μπράβο,ξύπνα σαν καλό παιδάκι και κλείσε το αιρ-κοντίσιον. Σε θέλω γερόν.
Ξύπνησα απότομα και ένιωσα τις ριπές του αιρ-κοντίσιον που είχα αφήσει ανοιχτό, να μου κομματιάζουν τις σάρκες.

Μαριάννα σ’ ευχαριστώ.
Χωρίς εσένα θα ήμουν χαμένος-και στον ύπνο και στο ξύπνιο μου.