Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Η ΜΑΧΗ

Στον κάμπο τον ανθόσπαρτο χτες έγινε μια μάχη.  
Kαθόμουν και την έβλεπα απ' του λόφου μου τη ράχη.  
Όταν τελείωσε, θέλοντας λίγο να ξεμουδιάσω
την ώρα μου εδιάλεξα στον κάμπο να περάσω.

Και πήγα. Ρείθρα αίματος κυκλώνανε τον κάμπο
που δύσκολα ξεχώρισα χώμα στεγνό για να 'μπω.
Και μπήκα. Κι έβλεπα δεξά, πίσω, ζερβά και μπρος μου
εικόνες να προβάλουνε φριχτές του κάτω κόσμου.

Πόδια κομμένα απ' τα κορμιά, κεφάλια δίχως μάτια,
κρανία με τα κόκκαλα σπασμένα σε κομμάτια,  
χέρια να σφίγγουν δυνατά του όπλου τη σκανδάλη
λες και νεκρά ήταν έτοιμα να ρίξουνε και πάλι.

Σε μία καταπράσινη λόχμη μία κερένια
είδα μορφή-έναν έφηβο που δίχως μίαν ένοια
ζωγραφισμένη στο άναιμο κι άψυχο πρόσωπο του
βρίσκονταν λες στο νάρκωμα του ύπνου του του πρώτου.

Κι έτσι ως κειτόνταν καθαρός δίχως σταγόνα αίμα
έμοιαζε σαν τα γύρω του να ήταν όλα ψέμα
και να μην ήτανε αυτός ο τόπος του θανάτου
μα ο Μορφέας το λίκνο του να 'στησεν εδώ κάτου.

Λίγο πιο κει, μέσα σε μια τρύπια από σφαίρες χλαίνη
μια μάζα είδα αιμόφυρτη με κόπο ν' ανασαίνει,
και δίχως μέλη ένα κορμί να ’ναι στητό πιο πέρα,
σκιάχτρο στου Χάρου τον αγρό-για τη ζωή φοβέρα.

Και τα κορμιά όπου έπεσαν κι όπου άρματα διάβήκαν
σπασμένα τ' αγριολούλουδα τα μυρωδάτα αφήκαν.
Και τα μικρά και τρυφερά κι ευώδη χορταράκια
σε αιμάτων μέσα πνίγηκαν αχνίζοντα ρυάκια.

(Στον ήλιο που ολοπόρφυρος αυτή την ώρα δύει
κι ο κάμπος όλος κι οι νεκροί θα μοιάζουνε αστείοι.
Τίποτε άλλο δεν μπορεί σε με να εξηγήσει
γιατί ασταμάητα γελά ενώ τραβά στη δύση.)

Ξάφνω ένα δέντρο αντίκρισα παράξενα να γέρνει.
Κοντά του ανήσυχον πολύ το βήμα μου με φέρνει.  
Μα δεν μπορούσα αλίμονο πια τίποτα να κάνω-
ξερριζωμένο κείτονταν στο κρύο χώμα επάνω.

Παίρνω εν’ άνθι απ’ τα νεκρά, τα αίματα του βγάζω
τον αιώνιο τον ύπνο του να κοιμηθεί το βάζω
κι όλη τη νύχτα δάκρυα επότιζα το τόπον
που τόσα αθώα σκότωσε το μίσος των ανθρώπων.