Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

ΣΤΟ  ΝΙΚΟ ΤΟΝ ΑΜΟΡΓΙΑΝΟ
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ
(Κέντρο «Μύκονος», Λος Άντζελες, 1995)

Νίκο αηδόνι Ελληνικό στα δάση των βαρβάρων!
Νίκο αχτίδα θαλπερή αλλοτινών μας φάρων!
Νίκο ξενητεμένο μας αδέρφι, πατριώτη!
Νίκο τραγούδα! Θέρμαινε καρδιές! Φώτιζε σκότη!

Στον τόπο που μας πέταξε η ζωή αλυσωμένους
Να υπηρετούμε άγνωστους, να ζούμε μες σε ξένους
Νίκο τα πάθη μέρευε πότιζε τις ελπίδες
Αλάφρωνε… αλάφρωνε Νίκο τις αλυσίδες.

Νικόλα το τραγούδι μας μάς το ’χουν πάρει άλλοι.
Ποιος θα μπορούσε άραγε στο νου του να το βάλει
Ότι τη λύρα που ύπαρξη σε δέντρα κι όρη δίνει
Θα την ποδοπατούσανε αναίσχυντα εκείνοι…

Σαν λαίλαπα μια πέρασαν και ρήμαξαν τη χώρα
Απ’ όλα όσα οι θεοί της είχαν δώσει δώρα.
Κι όπως το κάθε ευώδες της εξέραναν λουλούδι
Φεύγοντας την αφήσανε γυμνή κι από τραγούδι.

Μα όπως σαν πάψουν οι βροχές και στρίψουν τα ποτάμια
Κι ενώ να σβήσει σπαρταρά λες του νερού η Λάμια
Τα χιόνια λιώνουν στα βουνά και μες στο καλοκαίρι
Με το νερό τους γίνονται οι κοίτες πάλι ταίρι,

Απ’ τις ψηλές έτσι κορφές της ψυχής των Ελλήνων-
Θρεμμένες με ιδανικά Πλαταιών και Σαλαμίνων
Αρχισε γλυκοκέλαδο να ροβολάει σακάτου
Ξανά το ζείδωρο νερό στα ρείθρα τα παλιά του.

Και πάλι, να! Βαδίζουμε. Με βήμα μετρημένο
Μα με το νου μας με κορφές Ολύμπων ταιριασμένο.
Κι άρχισαν να φυτρώνουνε πάλι στην Γη λουλούδια.
Κι αρχίσανε ν’ ανθίζουνε στα χείλη μας τραγούδια.

Μα τα τραγούδια, τα μικρά που ειχαμ’ έστω πλέξει
(Διαμάντι κάθε συλλαβή, ζαφείρι κάθε λέξη)

Πίσω εμείς τ’ αφήσαμε, με κάθε τι δικό μας
Όταν μας έστειλε αδειανούς εδώ το ριζικό μας.

Αλλά η φλόγα όπως χωρίς πνοή αέρα σβήνει
Χωρίς τραγούδι δεν μπορεί και ο Ρωμιός να μείνει.
Κι αυτό είναι Νίκο που σ’ εμάς όλους εδώ προσφέρεις
Όπως η ωραία σου φωνή και σύ μονάχα ξέρεις.

Με το γλυκό τραγούδι σου λίγη Ελλάδα παίρνεις
Και μέσα στου Λος Αντζελες την έρημο τη φέρνεις.
Και διψασμένοι πίνουμε – και ξέδιψοι μεθούμε
Και λίγο στυλωνόμαστε- και λίγο ξαναζούμε.

Μες στου βαθιού σου τραγουδιού χανόμαστε τους γύρους
Κι όταν, αργά, θα φύγουμε, κρατάς εκεί ομήρους
Τη σκέψη και την έγνια μας στα τραπεζάκια πάνω
Όπως η άλλη Μύκονος κράταε τον πελεκάνο.

Και, Νίκο, δεν μας δίνεις μια πατρίδα ψευτισμένη
Σαν τραγουδάς. Ούτε καμιά πατρίδα φαντασμένη.
Παρά μας δίνεις τη γλυκιά Πατρίδα όπως είναι.
Η Αθήνα στέκει δίπλα μας και όχι «αι Αθήναι».

Οι όμορφες οι γειτονιές κι όχι το Κολωνάκι.
Μας δίνεις την Ακρόπολη βράδυ με φεγγαράκι.
Μας σεργιανίζεις σε μικρές υπόγειες ταβέρνες
Που είναι ακένωτες χαράς και αντροσύνης στέρνες.

Μας δίνεις Κυριακάτικα λαμπρά απογεματάκια
Που τα καλά τους βάνουνε τα νια παλληκαράκια
Και βόλτα βγαίνουν για να δουν κάποιο κρυφό μεράκι-
Μια Δέσπω… μίαν Άρτεμις… τη Μαίρη…. το Φροσάκι…

Της Ελληνίδας λεβεντιάς Νίκο το θείο δώρο
Μας δίνει το τραγούδι σου στης «Μύκονου» το χώρο:
Ότι του έλληνα η ψυχή, και μες σε χέρια ξένα,
Αλύγιστη είναι πάντοτε και σκλάβα σε κανένα.

Νίκο φωνή ρωμαίκη στη ξένη Καλιφόρνια!
Φωνή γλυκό κελάδημα μέσα σε κρώζοντα όρνια!
Κελάδημα που βάλσαμο μες στη ψυχή σταλάζει
Κι εκείνη γλυκό ’φραίνεται κι άφατα αναγαλλιάζει!

Νίκο τραγούδα! Την παλιά ανάσταινε τη Δόξα.
Του Δωρικού μας του ναού ζωντάνευε τα τόξα
Κι αυτά με βέλη τις σεπτές γραμμές του ας μας τοξέψουν:
Τέτοιες σαϊτιές κάθε πληγή μπορούνε να γιατρέψουν.

Δροσιά στο κάμα του ηλιού ειν’ η φωνή σου Νίκο.
Φραγγέλι το τραγούδι σου στου Εμπορίου τον Οίκο
Κι η πίστα όταν πάνω της βρεθείς γεμίζει μάγια
Σαν πρωτοθώρητα εκεί του Έθνους να λάμπουν τ’ Άγια.

Νίκο τραγούδα! Πότιζε μ’ Ελλάδα τη ζωή μας.  
Ό,τι εκεί αφήσαμε φέρνε το εδώ μαζί μας.    
Και τις πικρές της ξενιτιάς τις μαύρες κάνε ώρες
χαρούμενες να μοιάζουνε νυφούλες λευκοφόρες.