Τετάρτη, 18 Απριλίου 2018
Ήταν μια ξάστερη μέρα. Καθισμένος στο αναπηρικό μου καροτσάκι και κυλώντας το με ένα ξύλο-«σκάβοντας
» μ’ αυτό το έδαφος μπροστά του, πήγα μια μέχρι το χωριό μου και την άλλη μέχρι τη δεντροστοιχία. Το έμπα στο χωριό μου το εμπόδισε μια λάσπη, όπου έβλεπε το μάτι, που μέσα της όλα βούλιαζαν. Ο δρόμος προς τη δεντροστοιχία ήταν άσφαλτοστρωμένος. Στο όμορφο κυλικείο όπου βρέθηκα ύστερα, ο νεαρός γιατρός Αξελός καθόταν απέναντί μου πάνω στην ψηλή καρέκλα και μου είχε θυμώσει για κάτι που υποτίθεται ότι του είχα κάνει πριν χρόνια. Του απεύθυνα γελαστά το λόγο πολλές φορές όμως δεν κατάφερα να τον ξεθυμώσω.
Έξω από το κυλικείο έκατσα σε ένα τραπεζάκι λίγο μακρύτερα. Εκεί ήρθε ο για χρόνια χαμένος μου συμμαθητής και μου άφησε ένα γράμμα που μέσα του εξιστορούσε τα παθήματά του. Διάβασα κάτι λίγο και ύστερα έφυγα για το τρόλει. Μπήκα και απρόσμενα στάθηκα όρθιος. Εκεί τα τρόλει είναι ξέσκεπα και περνώντας κάτω από μια γέφυρα, ο οδηγός του τρόλει νόμισε ότι χτύπησα πάνω της και σκοτώθηκα ή τραυματίστηκα. Σταμάτησε λοιπόν το τρόλει και τριγύριζε αναστατωμένος ψάχνοντας και ρωτώντας τους γύρω για την κατάστασή μου. Όταν είδε πως ζω, μου έδωσε το καροτσάκι μου λέγοντάς μου:κάτσε επάνω να είμαι σίγουρος.
Όταν τελείωσε κι αυτό, καθισμένος στο αναπηρικό μου καροτσάκι άρχισα να ψάχνω για το νούμερο τέσσερα όπου είχαν νοικιάσει για μένα οι συγγενείς μου. Δεν το βρήκα. Έψαξα και στον διπλανό δρόμο, τιποτα. Έτσι έπιασα πια και μιλούσα με φίλους σε μια παρέα που είχαν φτιάξει πιο πέρα. Ένας περαστικός, μάστορας από ότι έδειχναν τα ρούχα του, πλησίασε και άρχισε να παρατηρεί τις ροδες του καροτσακιού μου. Θέλουνε φτιάξιμο, μου λέει. Στην αρχή νόμισα ότι δεν υπάρχει βλάβη και ότι αυτός γύρευε να βρει δουλειά. Βλέποντας όμως τις ρόδες μου είδα κι εγώ πως ήτανε σε κακό χάλι. Παρόλα αυτά δεν ήθελα να τις επισκευάσω, λέγοντας μέσα μου ότι θα το κάνω αργότερα. Ο μαστορας όμως επέμενε και η παρέα μου άρχισε να συνφωνεί μαζί του. Τέλος τον ρώτησα πόσο θα στοιχίσει, χωρίς να έχω αποφασίσει τίποτα παρά μόνο για να δείξω στην παρέα ότι το σκέφτομαι. Διακόσα ευρώ μου λέει. Πήρα τη διεύθυνσή του και έφυγα.