Κυριακή 28 Απριλίου 2019

ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ

Ψηλά,στην πρόσοψη,     
" ΑΜΕΡΙΚΗ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ
διαβάζεις.

Έξω, στην είσοδο μπροστά, ουρά ο κόσμος
Την ευτυχία τους κρατώντας όλοι παραμάσκαλα.
Μπαίνουν με τη σειρά στο κτίριο το λαμπρό
 Και βγαίνουνε σε λόγο από την έξοδο με άδεια χέρια
Καθισμένοι σ’ ένα μέσα ηλεκτροκίνητο
Οχημα κομψοφανές.
Πάνω στ’ όχημα διακρίνεις      
Μια τηλεόραση, ένα ψυγείο, ένα πλυντήριο πιάτων
Κι από κάτω τους κι άλλα πράγματα
Κρυφογελώντας.

"ΑΜΕΡΙΚΗ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ"
Πανίσχυρη  επιχείρηση.
Και  υποκαταστήματα παντού.

Λος Άντζελες 1987
ΠΑΕΙ  Ο ΚΑΙΡΟΣ

Πάει ο καιρός που πίστευες ότι θ'  αγαπηθείς
Πως-δε μπορεί-αμίαντος κάπου σε περιμένει
Ο ωκεανός του Ερωτα-απέραντος, βαθύς
Με μέσα του για σένανε μια αγάπη φυλαγμένη

Πάει ο καιρός που πίστευες πως κάπου καρτερεί
τους δρόμους αγναντεύοντας, για σένα μια νεράιδα.
Πάει ο καιρός που πίστευες πως θάρχονταν καιροί
Που της ψυχής θα φείδονταν της θλίψης τα σκοτάδια.

Πάει ο καιρός. Έχλώμιασε της πίστης η θωριά
Κι η που την έτρεφε ζεστή έσβησε πια ελπίδα
Πουλιά που λησμονήθηκαν στης ζήσης το βοριά
Φωλίτσες που τις σάρωσε του Χρόνου η καταιγίδα.

Πάει  ο καιρός. Αλάργεψαν οι ώρες της χαράς
Και  τόσο πέρσεψε πολύ το μίσος στην ψυχή  σου
Που όσο κι  αν  τώρα προσπαθείς βλέπεις πως  δε χωράς
Από την πύλη  τη  στενή να έβγεις της αβύσσου.
THE COLOUR OF MAN
or
THE ONLY AND WHOLE DIFFERENCE
or 
EIMY

(Στην Έιμυ του 1990, φίκη της Ντόρας. 
 Λος Άντζελες 1990)

Ω! Ντροπαλό ερύθημα παρειών μικρής παρθένας
στη σκέψη μόνο των λευκών του Ερωτα φτερών
Ω! Καλοθύμητη μορφή παληάς λαιμοκαδένας
 Ω! Βροντοφώναχτη σιωπή απόκρυφων Ιερών.

Ω! Πελαγίσιο φύσημα στου κάμπου το λιοπύρι 
Ω! Ανέλπιστη ελευτεριά μετά βαριά ειρκτή
Ω! Ζύμη χειροκάμωτη σε ριγωτό πεσκίρι
Ω! Παραδείσου φωτεινού θύρα ορθάνοιχτη.

Ω! Που το χρώμα της φωτιάς, της βίας και του μίσους
το αραιώνεις μ' άκρατη ουράνια δροσιά
και χρωματίζοντας μ’ αυτό τους γήινους ναρκίσσους
δίνεις ουσία θεϊκή στης γης την απλωσιά.

Ω! Ηλιου ζεστοκόπημα σε κόσμο παγωμένο.
Ω! Κιβωτός πολύτιμη που μέσα σου κρατείς
φύλαγμα ένα ατίμητο-φύλαγμα τιμημένο
τον σπόρο της τρισεύγενης, της άγιας της ντροπής.

Ω! Εΐμυ που όταν στ’ άκουσμα μίας λεξούλας μόνης
τα μαγουλά σου ρόδισμα κυριεύει βιαστικό, 
ψηλά-ψηλά-πολύ ψηλά τότε μας ανυψώνεις
Εϊμυ γλυκειά-φωτόπλεχτο κορίτσι ονειρικό.

Κρίνα που ειν' άγνωστα εδώ φέρνεις μαζί σου Εϊμυ
που μόνο σε απάτητες βουνών κορφές ανθούν.  
Εδώ η γη ανείρταστη κι από αξίες έρμη 
Κτήνη εδώ τα ξερικά τα χώματα πατούν.

Μα συ λατρείας πανάρχαιας τη μυστική την πίστη
μες στου αίματός σου κουβαλείς την απαλή βοή
κι ήρθες με κείνα τη φωτιά νανάψεις που εσβύστη
μες στης καινούργιας μας της γης το παγερό πρωί.

(Με μια μητέρα αλύγιστη στην αυστηρότητα της
αλλά που πεντατρύφερη εντός της κλει' ψυχή
μαζί περνάτε-μιά μικρή σταγόνα εσύ κοντά της
και κείνη μια κρυστάλλινη λίμνη μοναχική).

Στη βασιλεία των μηχανών, στων γραναζιών το χώρο
στον άνομο, στον άψυχο κόσμο της τεχνικής
πού χώμα ήβρες και φύτρωσες Ιδέας θείο δώρο; 
Νεράκι πού κι εθέριεψες, και φούντωσες κι ανθείς;

Ω! Της χρυσής Ανατολής ευήθεια σφύζον κρίνο 
Ω! Της Ευρώπης των παλιών καλών καιρών καρπός 
μ’ αιμόμικτα αισθήματα μπρος σου το γόνυ κλίνω-
Μάννα ίδια γη μας γέννησε και ίδιος ουρανός.

Μακριά κορίτσι ευάρεστο! Μακριά απ’ τα σίδερά τους 
μακριά 'π' την ατσαλένια τους-αν έχουνε-καρδιά 
μακριά συ απ’ τα ένστικτα τα πλήθια κι άγριά τους 
μακριά 'π' των δολλαρίων τους την κρύα μυρωδιά, 

μη της ντροπής το ρόδισμα που δεν μπορούν να νιώσουν
το πάρουν στη βιασύνη τους για πάθος ή οργή
και μη τ’ αβρό το ρόδισμα και σε την ίδια λυώσουν
με του ατσαλένιου τους ποδιού μια κίνηση γοργή. 

Σε θέλουμε να βλέπουμε μες στης ντροπής το χρώμα
που σου στολίζει πάναγνο την τρυφερή παρειά
γυμνό της Απαγχόμενης το κρεμασμένο σώμα
να το χαϊδεύουν τ’ άγονα των δέντρων τα κλαδιά.

Να βλέπουμε-και τ’ όραμα αυτό να μας ’μερεύει
πώς μες στης Πάνδημης θεάς τη σκοτεινή σπηλιά
η Ουρανία στο στόμα σου τ’ ομορφο αποθηκεύει
όσα μια μέρα μες στο φως θε να δοθούν φιλιά.

Σε θέλουμε να σ’ έχουμε βοηθό στην άγρια πάλη
που με τ' Αδιάντροπο θεριό στήσαμε ολοζωής. 
Για να κρατήσουμε ψηλά κι άλυγο το κεφάλι
Ωσπου η πνοή της ύστατης να μας εβγεί πνοής.
ΣΤΗΝ ΑΚΕΦΙΑ

Διάβαζα ένα Ποιήσεως βιβλίο.
Χτύποι στην πόρτα μου τη φτωχική.
Κάποιος θα υποφέρει μες στο κρύο
Ας πάω να δω ποιός ειν' εκεί.

Ανοίγω. Η Αθλιότητα μπροστά μου
Μέσα να μπει ζητάει φορτικά.
Να μπει και την καρέκλα να μου πάρει
Και τα γυαλιά μου τα πρεσβυωπικά.

"Καλή μου καλώς ήρθες. Πέρνα μέσα.
Πάντα μου ήθελα μια συντροφιά
Πάντα μοαυ ναζητούσα μια μαιτρέσσα
Στη λύπη σύντροφο-στην ακεφιά".

ΤΟ ΠΥΡ   

Σηκώθηκε ο λαός στη Ρουμανία
Στους δρόμους εζεχύθηκε και να!
Ξεσπά στον Τσαουσέσκου με μανία
Για όσα τον παιδεύουνε δεινά.

Ποτάμι ρέει το αίμα. Η κατάρα
Χτυπάει τ’ ατσαλένια της φτερά.
Απάνω στο Σταυρό η Τιμισοάρα
Του Εθνους ανεμίζει τα ιερά.

Θα διώξουνε τον τύραννο οι Ρουμάνοι.
Μα πλήθος εκκολάπτονται ευθύς-
Βιομήχανοι, εμπόροι, πολισμάνοι,
Καινούργιος Τσαουσέσκου ο καθείς.

Κι ενώ το αίμα ακόμα εκεί αχνίζει
Κι ενώ ακόμα μαίνεται το πυρ
Κασέτες του στις ΗΠΑ διαφημίζει
Και δίσκους ο εξόριστος Ζαμφίρ.

Φωτιά στο Βουκουρέστι και μαχαίρι.
Γεμάτοι οι δρόμοι άψυχα κορμιά.
Καλή η λευτεριά κι ας έχει φέρει
Μαζί της του θανάτου την ερμιά.

Αλλά ένας Ζαμφίρ την εξαισία
κραδαίνοντας φλογέρα του Πανός
Το πόσο είναι μάταια η θυσία
Μας δείχνει-ο άγων πόσο κενός...

Λος Άντζελες 1989
ΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΣΑ

Η τελετή έφτασε στο τέλος της
Οι ιερείς θυσίασαν τα σφάγια
Η μάγισσα μας έδειξε μες απ' το βέλο της
Ολα όσα γνώριζε τα μάγια.

Οι χορευτές χορέψανε του έρωτα
Τον άφταστο χορό το λιγωμένο
Και με κρασί εμέθυσε ανέρωτο
Το πλήθος που ήταν γύρω μαζεμένο.

Τώρα τα κόκκαλα ακόμα καίγονται
Στη στάχτη της φωτιάς την πυρωμένη
Κι όλοι-μαζί κι οι ιερείς-
ορέγονται
Τη σάρκα σου να δουν την ξαναμμένη.

Έλα λοιπόν θεά που παραμόνευες
Την ώρα η τελετή να τελειώσει
Τη γύμνια σου που μόνη-έλα-εθώπευες
Αστηνε να μας δει-να μας θαμπώσει.

Έλα στο ηδονικό σου το φανέρωμα
Να ορθώσουν τα μονάχα μας τα φύλα
Ελα να σιδερέψει το ήπιο κέρωμα
Έλα τα δόντια σου να σκίσουνε τα μήλα.

Ολα τον ερχομό σου ετοιμάζανε
Τη θεία σου ποθούσαν παρουσία
Οι ιερείς τα ζώα που εσφάζανε
Σε σένα τα προσφέρουνε θυσία.

Ελα θεά που μόνη μας απόμεινες
Ελπίδα κι ασχολία μας μονάχη
Θεά που τόσα χρόνια μας επρόδινες
Και μας εχώριζε η αμάχη. 

Ελα και λάμψε στα σκοτάδια μας
Το αχνό σου φως για μας σαν ήλιος
Γίνε στην ύπαρζη την άδεια μας
Για τον κισσό ο,τι ειν' ο στύλος.

Θεά γλυκειά θα σε λατρέψουμε
θα ξεφαντώσουμε μαζί σου  
Και με κανένα δε θα στέψουμε
"Οχι" την όποια απαίτησή σου.

Σβήνει η φωτιά. Τα πέπλα μέριασε
Που σε κρατούν και φανερώσου.
Σβήνει η φωτιά. Έλα και ταίριασε
Με τα φτερά μας το φτερό σου.

Οι τελετάρχες ξεκρεμάσανε
Τα λαμπερά τους τα στολίδια
Ο,τι ωραίο ετοιμασάνε
Χωρίς εσέ πάει στα σκουπίδια.

Έλα κυρά και διπλατσάλωσε
Τη βαρετή την προσμονή μας
Έλα κυρά μου και δυνάμωσε
Την που αργοσβεί πνιχτή φωνή μας.

Στ' αργοταξίδευτο καράβι μας
Ελα, και σβήσανε τα φώτα
Ελα και άδραξε τα πάθη μας
Και μέρεψέ τα όπως πρώτα.

Κι όπως το ρυάκι μες στο χείμαρρο
Πέφτει και χάνεται κι εκείνο
Ετσι κι εγώ θυσία στον ίμερο
Τον άδραστό σου θε να γίνω.

Η ώρα φεύγει. «Πάει-επέρασε-
Δε θάρθει» όλοι λεν και φεύγουν. 
"Δε θάρθει", λένε, "πια εγέρασε"
Και τα εργαλεία τους μαζεύουν.

Μα τη χαρά την τελευταία μου
Εγώ μονάχη δε θ' αφήσω.
Κάθε φορά και πάντα νέα μου   
Είναι όταν θα σε συναντήσω.

Θα κάτσω εδώ, μόνος, στις λάμπουσες
Τις στάχτες πάνω, μες στο σκότος
Γιατί το ξέρω πως μας άκουσες
Και θαμ' εγώ λάτρης σου πρώτος.

Κι όταν θαρθείς συ μόνη υπάρχουσα
Μέσα στον κόσμο μου οπτασία
Θάναι ποτέ σαν να μην άκουσα
Πριν τη γλυκειά σου μελωδία. 

                    -------

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

ΥΜΝΟΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
ΣΤΑΣΙΣ Α΄

’Σε, τη Ζωή, σε τάφο
Σ’έχουν βάλει Χριστέ
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου
πώς το δέχτηκες εθαύμαζαν Αυτό.

Η Ζωή πεθαίνει;
Πώς σε τάφο έχεις μπει;
και το θάνατο απ' τον θρόνο του έριξες
και ανάστησες του Άδη τους νεκρούς;

Σε δοξολογούμε
και τιμούμε Ιησού
βασιλιά μας, την ταφή και τα πάθη Σου
που μ' αυτά μας έχεις σώσει απ' το Χαμό.

Συ τη γη έχεις φτιάξει,
τώρα όμως Εσέ
βασιλιά, σ' έναν μικρό τάφο σ' έβαλαν
κι απ' τα μνήματα ανασταίνεις τους νεκρούς.

Ιησού Χριστέ μου
Όλων Συ Βασιλιά
Τι ζητώντας μες στον Άδη κατέβηκες;
Μη το γένος ν’ αναστήσεις των θνητών; 

Ο άρχοντας των πάντων
πεθαμένος να! Δες!
Ναι. Αυτός που πεθαμένους ανάστησε
σ' αναπάντεχο έναν τάφο έχει μπει. 

’Σε, τη Ζωή, σε τάφο
Σ’έχουν βάλει Χριστέ
Και πεθαίνοντας το θάνατο εξόντωσες
Και ανάβλησε  στον κόσμο η Ζωή.


Με όλους τους κακούργους
Σαν κακούργος και Συ
Τους ανθρώπους όλους Συ εσυγχώρησες
Που πιστέψαν τον αρχαίο πλανευτή.

Ο απ’ όλους πιο ωραίος
Τους θνητούς, τώρα να!
σαν νεκρός να είναι κι άσχημος φαίνεται
Ποιος; Αυτός που έδωσε σ’ όλα ομορφιά.

Θάνατος και Ζήση-
θαύμα!-πώς συνοικούν;
Πώς με θάνατο ακυρώνεται ο θάνατος
και πηγή γίνεται Ζωής ένας νεκρός;

Πνεύματα βοηθάνε
τον Ιωσήφ και μαζί
τον Νικόδημο, Εσέ τον αχώρητο
μες σε μνήμα να χωρέσουνε μικρό.

Από Σένα είχε
Δει το φως ο Αδάμ
και για κείνον έχεις Συ γίνει άνθρωπος
κι έχεις θέλοντας ανέβει στο Σταυρό.

Τον Αδάμ να σώσεις
κάτω ήρθες εδώ
και στη γη μη βρίσκοντάς τόνε Δέσποτα
μες στον Άδη έχεις κατέβει να τον βρεις.

Από φθόνο είχε
ο Αδάμ μπει στη γη
και στη ζωή τον ξαναδίνεις πεθαίνοντας
σαν να είσαι νέος ένας Συ Αδάμ.

'Σένα που δικάζεις
να δικάσουν ζητούν
από δίκη όλως Εσύ μας απάλλαξες
και αθάνατους μας έκανες κι εμάς.

Από μια την Εύα
Έχεις φτιάξει πλευρά
και πλευρά μία σε Σένα τρυπήσανε
κι έχει τρέξει Σωτηρία απ' την πληγή.

Τέσσερες ημέρες
φίλο σου νεκρό
αναστήσει έχεις Χριστέ μου: το Λάζαρο.
Τώρα Συ πώς μέρες τρεις μένεις νεκρός;

Σάββατο είναι που είχες
αναστήσει νεκρό
Πώς το Σάββατο Εσύ, τώρα Αθάνατε,
το γιορτάζεις σαν νεκρός μες στους νεκρούς;

Σαν θνητός, Σωτήρα,
έχεις πάψει να ζεις
σαν Θεός όμως νεκρούς Συ ανάστησες
από τάφους αμαρτίας βαθιούς πολύ.

Άτρωτος ο Ένας
της Τριάδας Εσύ.
Μα υπόφερες σαν έγινες άνθρωπος
για να κάνεις έτσι άτρωτους εμάς.

Και σε τάφο μπήκες
και, απ’ το πλάι Χριστέ
του  Πατέρα Σου καθόλου δεν έφυγες
πράγμα αλλόκοτο κι απίστευτο μαζί.

Σαν νεκρός στον τάφο,
με Πατέρα Θεός,
και στον Άδη κυρίαρχος Δέσποτας
τους ανθρώπους έχεις σώσει απ' τη φθορά.

Κάτω από το χώμα
ενώ είχες βρεθεί,
στα ουράνια από τη γη ξανανέβασες
όσους κάποτε είχαν πέσει από κει.

Σε καινούργιον τάφο
Συ Χριστέ μου έχεις μπει
και του ανθρώπου την ουσία καινούργιωσες
όταν είχες σαν Θεός αναστηθεί.

Ο ουρανός Σου ο θρόνος
πάτωμα σου η γη.
Και τον τάφο Σου πώς να τόνε λέγαμε;
Μάλλον: τόπο Αναστάσεως Χριστού.

Δακρυοθρηνώντας
η Μητέρα η Αγνή   
φώναζε καθώς με μύρα Σε ράντιζε:
«Πώς θα Σε κηδέψω εγώ παιδί μου-πώς;

Φώς Εσύ του Κόσμου,
των ματιών μου το φως
Ιησού μου Εσύ παιδί πολυαγάπητο!»
η Παρθένος κλαίοντας έκραζε πικρά.

«Θεϊκέ Συ Λόγε!
Μόνη Εσύ μου χαρά!
Πώς θ' αντέξω την ταφή Σου την τριήμερη;
Αχ! τα σπλάχνα μου σπαράζουνε βαριά!

Πού νερό θα έβρω;
Πού δακρύων πηγές;»
η Παρθένα η Θεοπάντρευτη φώναζε,
«για να κλάψω το γλυκό μου τον Ιησού;

Σεις βουνά, φαράγγια,
σεις ανθρώπων στρατιές,
κι όσα έφτιαξε ο Θεός μας, θρηνήστε Τον
σαν που η μάνα Του-εγώ-Τόνε θρηνώ.

To σπαθί-αλί μου!-
της πικρής σου σφαγής
την καρδιά μου διαπερνά, ω! αιώνιε!
ω! Μυστήριο ακατανόητο! Γιε μου Εσύ!

Πότε το αιώνιο
φως Σωτήρα εγώ»,
η Παρθένος μες στους θρήνους Της έλεγε,
«την τρανή εγώ χαρά πότε θα δω;

Με το άγιο Σου αίμα
για μελάνι Εσύ
σβήσει έχεις όλα μας τ' αμαρτήματα
κι απ' τον τάφο Συ βραβεύεις τη ζωή.

Προσκυνώ τα Πάθη,
και Σου αινώ την ταφή,
και υμνώ τη δύναμή Σου φιλάνθρωπε,
γιατί αυτά μ' έχουν γλιτώσει απ' το Χαμό.

Κι όπως στο Σταυρό Σου
συγχωρείς το Ληστή,
στο Σταυρό κι εμάς επάνω θυμήσου μας
την ψυχή Σου λύτρα που έδωσες για μας.

Κι όσους επεθάναν
ευσεβείς Σου πιστούς
δώσε τους Σωτήρα μια δίκια ανάπαυση
και στο βασίλειό Σου βάλε τους να ζουν.

Τον Πατέρα υμνούμε
και μαζί Του και Σε
Θεέ των πάντων και το Άγιο το Πνεύμα Σου
και τη Θεια Σου ανυμνούμε την ταφή.

Σε καλοτυχίζου-
με Θεοτόκε Αγνή
και τιμούμε την ταφή την τριήμερη
του Παιδιού Σου που Θεός είναι για μας.

’Σε, τη Ζωή, σε τάφο
Σ’ έχουν βάλει Χριστέ
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου
πώς το δέχτηκες εθαύμαζαν Αυτό.

ΎΜΝΟΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

(ΣΤΑΣΙΣ Γ΄)

Οι άνθρωποι όλοι όπου γης
ύμνο Χριστέ μου ψάλλουν
για Σε, πάνω στον τάφο Σου.

Ο Αριμαθαίας απ' το Σταυρό
Αφού Σε κατεβάζει
Σε τάφο μέσα Σ' έβαλε.

Νικόδημος και Ιωσήφ
νεκρός σα να 'ταν, ’Κείνον
κηδεύουν που όλα έχτισε.

Η Πλάση μας ολόκληρη
ας πούμε μοιρολόγια-
Στου μέγα Χτίστη την ταφή.

Γιε του Θεού ,όλων βασιλιά,
Θε’ μου Εσύ και Πλάστη
τα πάθη πώς τα έστερξες;

Αυτοί που με το μάννα Εσύ
τους έθρεψες, χτυπήσαν
Εσέ, τον ευεργέτη τους.

Αυτοί που με το μάννα Εσύ
τους έθρεψες, Σωτήρα,
χολή και ξύδι Σου 'δωσαν.

Πικρή Σου δώσανε χολή
Ελεήμονα και ξύδι
που Εσύ την πίκρα εγλύκανες.

Σε ’βάλαν πάνω στο Σταυρό
’Σένα πoυ το λαό Σου
στο Τίποτα τον στήριξες.

Ναι Θε’ μου, οι άμυαλοι αυτοί!
Αυτοί οι Χριστοφονιάδες
που τους προφήτες σκότωσαν!

Σαν υπηρέτης άμυαλος
έδωσε ο Παντογνώστης
την τόση τη σοφία Του.

Μα αιχμάλωτος επιάστηκε
ο πονηρός Ιούδας
τον Λυτρωτή που πούλησε.

Και οι Δυνάμεις τ' Ουρανού
από το φόβο ετρέμαν
όταν νεκρό Σε είδανε.

Κι όταν σ' αντίκρισε νεκρόν
Πάνσοφε ,η που Σ' εγέννα,
θρήνο κι Αυτή αρχίνησε

και, η Παρθένος, που σπαθιά
τα σπλάχναΤης τρυπούσαν
δάκρυα θρήνου έχυνε.

«Ώ! Συ! Γλυκιά μου ΆνοιξηΙ
Μωρό Εσύ γλυκό μου!
Πού είναι η ομορφάδα Σου;

Ω! Των ματιών μου φως Εσύ!
Γλυκό μου αγοράκι!
Σε τάφο Συ πώς βρέθηκες;»

«Μην κλαις Μητέρα' τον Αδάμ
να σώσω και την Εύα:
γι αυτό ετούτα τα τραβώ.»

«Την τόση καλοσύνη Σου
Παιδάκι μου, θαυμάζω
που να υποφέρεις απ' αυτήν».

Με δάκρυα να της τρέχουνε, 
ν' αναστηθείς η μάννα
ζητάει που Σε γέννησε.

Ν' αναστηθείς, ναι! μην αργείς.
Πάψε τη θλίψη Θε’ μου
Αυτής που, αγνή, Σε κράτησε.

Κι εμάς από τα τάρταρα
με την ανάστασή Σου,
του Άδη, βγάλε μας στο φως.

Και λύτρωσε όλους 'κείνους που
μ' ελπίδα και με φόβο
τ' άγια τα πάθη Σου τιμούν.

Οι Μυροφόρες ήρθανε
στον τάφο Σου Σωτήρα
και μύρα Σου προσφέρανε.

Kαι μύρωσαν τον τάφο Σου
με μύρα οι Μυροφόρες
πρωί πρωί έχοντας ερθεί.
(τρεις φορές)

Και μύρα και αρώματα
άξιες σ' αυτά γυναίκες
στον τάφο Σου προσφέρανε.

Κι ήταν γι αυτές το "χαίρετε"
που άκουσαν αμέσως
η αμοιβή των δώρων τους.

Σωτήρα κάνε με άξιον
σαν μύρα στην ταφή Σου
να Σου προσφέρω δάκρυα.

Στην Εκκλησία και στο λαό
με την Ανάστασή Σου
ειρήνη φέρε και σωσμό.

Ας θυμηθείς Σωτήρα μου
εμάς πoυ ανυμνούμε
τα Τίμια τα Πάθη Σου.

Kαι κείνους που πεθάνανε
Σωτήρα μην ξεχάσεις
όταν στη δόξα Σου θα ’ρθείς.

Καλόγνωμο το μάτι Σου
ας τους κοιτάξει όλους
στην Κρίση Σου πoυ έρχεται.

Και το κοπάδι φύλαγε
μαζί και το βοσκό του
Χριστέ μου Παντελέημονα.

Θε’ μου την πλάση ελέησε
Εσύ που 'σαι Πατέρας
Πνεύμα και Γιος-κι ένας και τρεις.

Να δούμε την Ανάσταση
Παρθένε, του Παιδιού Σου
αξίωσε τoυς δούλους Σου.

Οι άνθρωποι όλοι όπου γης
ύμνο Χριστέ μου ψάλλουν
για Σε, πάνω στον τάφο Σου.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Θ' ΑΝΑΣΤΗΣΩ

Στρατιώτες λογχοφόρους θέλω εγώ
δε θέλω Σίμωγες στην άγρια μάχη.
Κι ούτε με ψεύτικες ελπίδες ζω-
ξέρω-ανάσταση για μένα δεν υπάρχει,.

Όχι πως Σίμωνες δεν έψαξα να βρω
ή δεν επάσκισα τις λόγχες ν' αποφύγω
αλλά μονάχος σέρνω ακόμα το σταυρό
κι oi λογχισμοί πληθαίνουν λίγο λίγο.

Ποιος ξέρει… ίσως μέσα μου να κλείνω
τη δύναμη που θα 'ρθει να με σώσει-
που θα με κάνει τις πληγές να υπομείνω
και ίσως ίσως το σταυρό μου να σηκώσει.

Όχι! Δε θέλω Σίμωνες εγώ!
Μονάχος το σταυρό μου θε' να στήσω
μονάχος μου διπλά θα σταυρωθώ
κι ένα Χριστό δικό μου θ' αναστήσω.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ...

Χριστός ανέστη. Όλα καλά.
Όλα στον κόσμο φως και χαρά.
Χριστός ανέστη. Ο Άδης ’νικήθη
και των αγγέλων χαίρουν τα πλήθη.

Όλα ωραία. Όμως λεφτά
μονάχα βλέπουμε στα κλεφτά
κι η αδικία πηγαίνει γόνα
στου μεροκάματου τον αγώνα.

Λίγοι κατέχουνε τον παρά
κι εμείς βαράμε τον ταμπουρά
και μες στη ζήση καλοπερνάνε
σε πτώματα όσοι πάνω πατάνε.

Πρωί ως βράδυ δουλειά σκληρή.
Βουνό ο κόπος-κέρδος σπυρί.
Αλλού οι όρνιθες κακαρίζουν
κι αλλού τ’ αυγά τους παν και χαρίζουν.

Χριστός ανέστη. Μα η κοιλιά
ειν' άδεια πάλι όπως παλιά.
Κι αν αναστήθηκε ο Σωτήρας
εμείς στα δίχτυα της ίδιας μοίρας.

Και περιμένουμε γιατρειά
για την που δέρνει μας δυστυχία
όταν θα πάψουμε πια να ζούμε-
όταν στο μνήμα μέσα θα μπούμε.

Χριστός ανέστη. Μέρα χρυσή.
Σε θλίψεων πόντους χαράς νησί.
Χριστός ανέστη. Μα ο πλησίον
«όχι» και «μείον» για τον πλησίον.

…Χριστέ αναστήθης αληθινά.
Κάθε τι γύρω μάς το μηνά:
πανηγυρίζοντας τα λουλούδια
δοξολογώντας Σε τ' αγγελούδια.

Κι επειδή όταν πα’ στο Σταυρό
Σε δούμε, χάνουμε το μυαλό,
γι αυτό τη χάρη που προσδοκούμε
από τα τώρα Σ’ τήνε ζητούμε-

και μη Χριστέ μου μας αρνηθείς:
του χρόνου, όταν θ’ αναστηθείς-
το θάνατο όταν γερά χτυπώντας
βγεις απ’ τον τάφο ’στραφτοκοπώντας-

 σήκωσ’ το χέρι και δυνατά
δώσε και μία κατραπακιά
στη χαροκλέφτρα Χριστέ μου φτώχεια
και ξέσχισέ της τ’ άτιμα βρόχια.
ΓΙΑ ΨΑΞΤΕ

Για ψάξτε στα τεφτέρια σας
και για ξαναδιαβάστε
κι ανοίξτε πάλι τις Γραφές
να τις ξαναταιριάστε.

Κοιτάξετε προσεκτικά
και εμβριθώς ιδείτε
και την αλήθεια ύστερα
σ’ όλο τον κόσμο πείτε:

Αλήθεια εκυλίστηκε
του τάφου Του ο λίθος
ή είναι η Ανάσταση
ένας μεγάλος μύθος;

Μήπως Αυτός που ανάστησε
άλλους δεν αναστήθη;
Μη δε δοξάζουνε θεό
αλλ’ άνθρωπο τα πλήθη;

Αν πράγματι αναστήθηκε
κι ανάμεσά μας μένει
γιατί στα τόσα τα στραβά
ποτέ δεν επεμβαίνει;

Γιατί πολέμους φονικούς
στον κόσμο επιτρέπει;
Γιατί αφήνει πράγματα
να γίνουν που δεν πρέπει;

Γιατί αν υπάρχει κάθεται
και τ’ Άδικο κοιτάζει
μ’ αδιαφορία τραγική-
γιατί δεν το κολάζει;

Κι ας λένε ίσως οι πιστοί
ότι δι’ αυτού του τρόπου
μόνο, μπορεί να δοξαστεί
ο Υιός του Ανθρώπου-

δοξολογίες θα ’κουγε
πιο ζωηρές ακόμα
κι όχι από λίγους μοναχά
αλλ’ από κάθε στόμα,

αν κάθε αρχικατέργαρο
στο πάγκο τον εκάθιζε
κι αν άλλαζε όλους τους κακούς
ή όλους τους καθάριζε.

Γι αυτό σας λέω-μη τυχόν
δεν ξέρετε καλά;
Στο κάτω κάτω είδατε
την πέτρα να κυλά;

Μην οι πιστοί οι Μαθητές
χωρίς να ερευνήσουν
έτρεξαν την Ανάσταση
παντού να διαλαλήσουν;

Και μήπως κάτι ήξερε
ο άπιστος Θωμάς
που όμως, ίσως σκόπιμα,
δεν έφτασε ως εμάς;

Δεν ξέρω. Κι ούτε έχω σκοπό
αυτά να τ’ αναδέψω
όμως κι εγώ δεν ξέρω τι
αλήθεια να πιστέψω:

Μπουρλότο η Ανατολή
φωτιά η Παλαιστίνη
«Ειρήνη υμίν» αλλά, θεέ,
πού είναι η ειρήνη;

Γι αυτό λοιπόν κοιτάξετε
και πέστε την αλήθεια-
έγινε η Ανάσταση
ή είναι παραμύθια;

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

23 Απριλίου. Ημέρα της αγγλικής γλώσσας.

My first poem in English language.

LESSON OF POETRY NUMBER ONE

In order to write a poem
the hand is not enough;
you have to have a head
with a mouth that doesn't laugh.

In order to write a poem
your soul must ever cry-
in order to write a poem.
If not, don't even try.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ

To σπίτι της Μαρίας της Μαγδαληνής. Η Μαρία γνέθει στο φως του λυχναριού. Είναι σκεφτική και ανήσυχη κοιτάζοντας  κάθε τόσο προς την πόρτα. Μέσα σε ένα ανθοδοχείο κόκκινα τριαντάφυλλα. Μακρινά αλυχτίσματα σκύλων. Βήματα στην αυλή. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Χριστός. Ξαναμμένος, τα μάτια του λάμπουν. Κάθεται σ’ ένα σκαμνί ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο.

ΧΡΙΣΤΟΣ
Δώσε μου λίγο νερό...

(Η Μαρία του φέρνει ένα κύπελλο με νερό. Εκείνος
πίνει. Σηκώνεται. Δίνει το κύπελλο στη
Μαρία. Βλέπει για λίγο έξω από το παράθυρο στο
σκοτάδι. Κάθεται. Η Μαρία στέκει όρθια κρατώντας το
κύπελλο στα χέρια της ενώ ο Χριστός μιλάει)

Ήρθανε να με πιάσουν. Τους ξέφυγα. Ήμουνα στο δάσος με τις ελιές. Απόψε τα φύλλα τους μοιάζανε λόγχες.
Ένα δροσερό αγεράκι ρίπιζε την ψυχή.
Τ’ αστέρια είχαν πυκνώσει στον ουρανό κι εκείνος έμοιαζε στην ποδιά σου, εκείνη που σου χάρισα πέρυσι το Πάσχα.  
Ήταν όλα ήσυχα. Τίποτα δεν ακούγονταν. Ξάφνου κάτι έλιωσε κάτω από τα πόδια μου βγάζοντας μια μικρή ξέψυχη κραυγή.
Πάλι μπορεί να μην ήτανε και κραυγή, μπορεί
κάποιο κλαδί να έσπασε.
Τρόμαξα. Ο Πέτρος και οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί. Δεν τους ξύπνησα-τι να τους έκανα.-η επιλογή ήτανε δική μου.
Και κείνη η ελιά η τρίκορμη, θυμάσαι; μια οικογένεια ξύλινη: άντρας, γυναίκα, παιδί.
Και το φεγγάρι στον ουρανό σαν αρραβωνιαστικός
της γης, ζητώντας κάθε βράδυ τη συντροφιά της.
Και ακόμα εκείνη η μικρή κραυγή να τρυπάει
τ' αυτιά μου...  Δεν ξέρω γιατί, στο μυαλό μου ήρθε μια κότα που είχαμε όταν ήμουνα μικρός. Δεν είχε καθόλου
πούπουλα στο λαιμό της και αυτός έμοιαζε με
κόκκινο σκουλήκι που άρχιζε από ένα κορμί και
τελείωνε σ’ ένα κεφάλι.
Κάθε βράδυ η μητέρα την έπιανε και κρατώντας
την ακίνητη πάνω στον κόρφο της την έψαχνε για
να δει αν θα γεννούσε την επόμενη μέρα. Κάθε φορά που η μητέρα την έψαχνε για αυγό, εκείνη έβγαζε μια μικρή κραυγή. Εκείνη την κραυγή μου θύμισε αυτός ο ήχος κάτω
από τα πόδια μου.

Ύστερα, όπως οι εικόνες έρχονται στο μυαλό σαν
κρίκοι μιας αλυσίδας που παίζοντάς τηνε στο χέρι
σταματάς κάθε τόσο και τήνε κοιτάζεις, έτσι ήρθε
και η εικόνα του δείπνου, όταν τρώγαμε αυτή την
κότα. Την έσφαξε ο πατέρας όταν δε γεννούσε πια.
Διάλεξα να φάω το λαιμό της. Ήθελα να τον νιώσω να σπάζει ανάμεσα στα δόντια μου.
Ήθελα να μπω μέσα στην ουσία του, να βρω την
πηγή όλων εκείνων των κραυγών που είχαν
σημαδέψει τόσες παιδικές βραδιές μου.
Μέθυσα τη μέρα εκείνη. Δεν ξέρω αν ήτανε από το κρασί που για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα ήπια ή αν ήτανε από τη ζάλη που μου έφερε η σκέψη ότι έκανα δικόν
μου, μαζί με το μυστικό που έκλεινε μέσα του, το λαιμό εκείνο.

Κάτω στον κάμπο, μακριά, φάνηκαν οι πυρσοί του
ρωμαϊκού αποσπάσματος.
Ήξερα πως θα ’ρχονταν.
Ένιωσα την ανάγκη να προσευχηθώ. Προχώρησα προς την πέτρα. Η ψύχρα του βραδιού με περόνιασε.
Ο νους μου πέταξε στα χρόνια που μαθήτεψα κοντά στους δασκάλους.
Χρόνια και χρόνια μελέτης ώσπου να 'ρθει ο καιρός να κατέβω και να διδάξω.  ό,τι έμαθα
Ύστερα η γνωριμία μας. Στα Μάγδαλα. Στη λίμνη.Τα μάτια σου ήτανε μεγαλύτερά της.
Θυμήθηκα την Αίγυπτο. Όλα τα θυμάμαι. Τον πηγαιμό μας εκεί με τη μητέρα και μένα πάνω σ' ένα γαϊδουράκι που ο πατέρας τραβούσε μ' ένα σκοινί. Περιστατικά από τη ζωή μας στην Αίγυπτο… Ο πατέρας έλεγε πως δεν είναι δυνατό να θυμάμαιτόσο μικρός που ήμουνα. Όμως εγώ τα θυμάμαι όλα σα να τα βλέπω τώρα. Η Αίγυπτος! To καταφύγιο της φυλής μας σε κάθε μας δυσκολία!
Παιδί σαν ήμουν, έβλεπα κι άκουγα ανθρώπους να κουβεντιάζουνε με τον πατέρα. Όλοι είχαν κάπως να κάνουν με την Αίγυπτο. Άλλοι περαστικοί από κει, άλλοι πηγαιμένοι εκεί για να κρυφτούνε, άλλοι έχοντας εκεί συγγενείς...
Όταν δεν κινδυνεύαμε πια, μετά από χρόνια, ξαναγυρίσαμε στη Ναζαρέτ. Στο ξυλουργείο του πατέρα μπαινόβγαιναν άνθρωποι που θέλανε να διώξουνε τους ρωμαίους.
"Να λευτερωθούμε!", μου ’λεγε ο πατέρας κοιτάζοντάς με μέ τα σοβαρά του μάτια. «Να μάθεις να πετάς γρήγορα το τόξο και να δουλεύεις το κοντάρι», μου ’λεγε. «Να πολεμήσεις και συ για τη λευτεριά μας! Λευτεριά-αυτό είναι η σωτηρία του ανθρώπου-λευτεριά!»
Πήγαινα μαζί του στο λιβάδι κάθε που πήγαινε να
συναντήσει κάποιον. Καθόμασταν πολλές φορές και τρώγαμε κάτω από τα δέντρα, ανάμεσα σε χόρτα ευωδιαστά και λουλούδια πολύχρωμα. Μαζί του γνώρισα τον κόσμο. Μαζί του γνώρισα το χρέος μου-λευτεριά!-που τόσο αλήθεια άργησα να εννοήσω.
Όταν ο πατέρας μιλούσε με τους άλλους δε μ' άφηνε να βρίσκομαι κοντά τους. Τότε έβγαινα από τη σκηνή και περιδιάβαζα στους γύρω λόφους. Κοίταζα τα δέντρα.
Έπαιρνα να βλέπω με επιμονή ένα σημείο του κορμού τους.  Το κοίταζα για ώρα. Σιγά σιγά τότε εκείνο γινότανε μια πόρτα που από κείνην μπαίνοντας η ματιά μου μέσα στο δέντρο, το γνώριζε oλόκληρο από τις ρίζες ως τ’ ακρόφυλλά του.Άλλες φορές από το μίσχο μιας πόας  έμπαινα μέσα στη γη και αντάμωνα τις φλέβες του νερού και του σίδερου.
Τo βράδυ που πιάσανε τον πατέρα εγώ ήμουν στον διπλανό λόφο. Θυμάμαι το όνειρο που είδα εκείνη τη νύχτα. Βρέθηκα μέσα σ’ ένα σύννεφο. Και το σύννεφο λέει ήτανε ο θεός. Και δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω μέσα του. Και πάσκιζα να ξεφύγω. Έκανα δεξιά, τίποτα. Έκανα προς τ’ αριστερά, τίποτα. Ό,τι και να έκανα βρισκόμουν πάντοτε μέσα στην καρδιά του σύννεφου. Και θα εχανόμoυνα γιατί δεν είχα τι άλλο να κάνω για να γλιτώσω. Και όταν νόμιζα πως ανάπνεα για τελευταία φορά, είπα: "Σύννεφο δεν υπάρχει". Και το σύννεφο διαλύθηκε αμέσως.

Κοίταξα πίσω μου. Τα φώτα πλησίαζαν. Περπατώντας είχα φτάσει στην πέτρα, τόπο προσευχής  μου και ερωτική μας κλίνη. Με έβλεπε ακίνητη, αμίλητη, σίγουρη για όλα.
Σε λίγο οι στρατιώτες θα ήταν εκεί οδηγημένοι από τον Ιούδα.
Έβλεπα κιόλας τον εαυτό μου πάνω στο σταυρό.Να προσευχηθώ! Να προσευχηθώ και να ζητήσω από το θεό να διώξει τους στρατιώτες. Να μη με πιάσουν! Να μη με σταυρώσουν! Να μην πεθάνω!..
Κάποιο πουλί ξεπετάχτηκε αλαφιασμένο και χίμηξε μες από ένα φύλλωμα έξω. Το τρόμαξα εγώ ή είχε δει κάποιον εφιάλτη; Χτύπησε πάνω στον κορμό της διπλανής ελιάς-έπεσε. Πλήρωσε για την αμυαλιά του να πετάξει τη νύχτα.
Κι εγώ, είπα, ένα τέτοιο ανόητο πουλί είμαι που ποιος ξέρει τι βήματα ακούει κι αλαφιάζεται και πετάει μέσα στη νύχτα.  Και θα πληρώσω γιατί χαλάω την τάξη του κόσμου.
Άφηνα τους στρατιώτες να πλησιάζουν.
 Ήμουν ακόμα αναποφάσιστος: έπρεπε να μείνω και να πιαστώ ή να φύγω για να γλιτώσω;
Μια φωνή μέσα μου έλεγε: "μείνε!" και μιαν άλλη μου φώναζε: «φύγε!» Η δεύτερη ήταν η δική σου.
Α! Η ιδέα από το φως όταν έμπαινε από τον ανοιχτό φεγγίτη της πόρτας, στο σπίτι, στη Ναζαρέτ, πριν ακόμα ο ήλιος φορέσει το λαμπρό του πρόσωπο! Ένα φως ερυθρό βάζοντας φωτιά παντού… και κάπου εκεί, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα υπήρχες εσύ! Και το ίδιο εκείνο φως πίνοντας μεγάλωνες...
Και πάλι ήρθαν οι σκέψεις, γοργές τώρα όπως ένα βέλος προς το στόχο του. Δεκαοχτώ χρόνια, τρεις μήνες και οχτώ μέρες έμεινα στο βουνό. Κάθε πρωί πριν βγει ο ήλιος έβγαινα από την καλύβα μου. Ήθελα να τον αντικρύσω πρώτος εγώ απ’ όλους. Γιατί το ένιωθα ότι ο ήλιος είναι ο πατέρας μας ο αγαθός που όλα μας δίνει. Και κάθε μέρα μάζευα όσες ακτίνες του μπορούσα για να γίνω κάποτε κι εγώ ένας μικρός ήλιος. Και όταν θάρρεψα πως τα κατάφερα θέλησα να φωτίσω κι εγώ τον κόσμο.
Και κατέβηκα. Και άρχισα να λέω, να κηρύττω.
Έλεγα... έλεγα... ξόδευα το φως μου... σπαταλούσα τις αχτίδες μου... Και, ο μωρός εγώ, έλεγα: αγάπη. Και πώς εκείνος που κρυώνει θ’ αγαπήσει κάποιον που του παίρνει τη ζεστασιά; Πώς θ’ αγαπήσει εκείνος που πεινάει αυτόν που του παίρνει το ψωμί από το στόμα; 
Αγάπη!.. Ήρθα στον κόσμο του μίσους για να μιλήσω γι αγάπη... ήμουν λοιπόν ένας ανόητος;
Και  δίδασκα: "Στον ουρανό θα βρείτε όλα όσα δεν έχετε πάνω στη γη. Και θα δείτε εκεί όσους εδώ τα είχαν όλα, να υποφέρουν".
Ο άθλιος εγώ!
Μου λέγαν: «Εμείς εδώ πεινάμε. Δεν πεινάμε στην άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ διψάμε. Δε διψάμε στην άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ πονάμε, κρυώνουμε, θέλουμε γυναίκα, ματώνουμε. Αυτή είναι η ζωή μας! Δώσε μας φαγητό, γυναίκα, ζεστασιά κι ύστερα ξέρουμε εμείς ν’ αγαπήσουμε όλο τον κόσμο. Μπορείς;-δώσε μας τώρα με έργα τα αγαθά που με λόγια μας υπόσχεσαι για όταν θα πεθάνουμε. Εμείς ξέρουμε να υποσχόμαστε περισσότερα και καλλίτερα.
Εμπρός, δώσε μας, αλλιώς είσαι ένας τσαρλατάνος. Αυτή είναι η ζωή μας!".
Τους άφηνα να λένε-μα δεν τους ένιωθα.
Όταν οι άνθρωποι είδανε πως τους εγκατέλειψα χρησιμοποίησα όλα τα μαγικά που έμαθα στη μαθητεία μου.
Μάταιος κόπος.
Δυο χρόνια περίμεναν να κάνω κάτι για να τους βοηθήσω. Μετά έχασαν την υπομονή τους. Έφυγαν όλοι. Δώδεκα μου έμειναν-έντεκα, ο ένας είναι ο Ιούδας. Κι αυτοί οι έντεκα όταν είδανε πως πλησιάζει ο θάνατός μου, τσακώνονται ποιος θα πάρει τη θέση μου όταν εγώ θα λείψω.
Ακούμπησα στην πέτρα.
Για μια στιγμή ένοιωσα σίγουρος για τον εαυτό μου όπως όταν αγγίζω το κορμί σου. Παραλογίστηκα. Θάρρεψα πως ήσουνα εκεί. Κοίταξα στα ριζά της, έκανα το γύρο της για να σε βρω και όταν δε σε βρήκα ξανάπεσα στο φόβο και στη μοναξιά μου.
Έπεσα πάνω στην πέτρα μας άπελπος. Και τότε την άκουσα να μου μιλάει. Και ήτανε η φωνή της η φωνή σου: «Ώς πότε θα σε ανέχομαι ψευτοφιλόσοφε; Ως πότε αγύρτη θα σε ψυχώνω; Ύπαρξη κι εγώ αυτού του κόσμου, για τον κόσμο ετούτον γνοιάζομαι. 'Ο,τι πονάει στη γη επάνω, πόνος δικός μου γίνεται ο πόνος του. Όταν ένας άνθρωπος πεινάει πάνω στη γη, ένα στομάχι γίνομαι ολόκληρη που σπαράζει αδειανό. Ετούτος ο κόσμος μας είναι ο κόσμος ο μοναδικός. Αυτή η ζωή είναι η μόνη ανεμοπαρμένε. Κράτα για τον εαυτό σου τα παχιά σου λόγια και σπείρε όχι υποσχέσεις αλλά σπόρους σταριού για να ταϊσεις τους πεινασμένους. Σύμμαχους προστάτες και βοηθούς τους έχουνε τον πλούτο τους οι πλούσιοι. Δε θέλουνε και σένα. Κι όσοι σε βάλανε τέτοια να κάνεις και να λες, εχθροί κι εκείνοι των φτωχών. Μπροστάρης τους γίνε και οδήγα τους στο ξεπάστρεμα του πλούτου. Μπορείς; Κάποτε, που ποιος ξέρει τι κρύο σε είχε κόψει, είπες εκείνος που έχει δύο πανωφόρια να δώσει το ένα σε κείνον που δεν έχει κανένα. Το μόνο που βγήκε από το στόμα σου σωστό. Μα και μ' αυτό τι έγινε; Ποιος έδωσε το δεύτερο πανωφόρι του; Το είδες και συ-κανείς. Ήτανε κι αυτό μια πονηρία σου για να μαζέψεις πιο πολλούς. Και να τους κάνεις τι; Να τους κάνεις να σκύβουνε το κεφάλι τους στον δυνατό. Πήρες το πανωφόρι από κείνονε που το ’χει διπλό και το ’δωσες σε κείνονε που δεν έχει; Όχι! Μοίρασες δίκια τ’ αγαθά στον κόσμο; Λευτέρωσες τους δούλους; Όχι! Όχι! Όχι! Πήγαινε χάσου λοιπόν. Μη μ’ αγγίζεις και λερώνομαι. Αρκετά σ’ ανέχτηκα. Φύγε!»
Μέσα μου ξάφνου άστραψε το αληθινό φως και είδα.
Είδα τη ζωή μου. Μια ζωή χαμένη άσκοπα σε λόγια μάταια και ψεύτικα. Και μια πάλη έγινε μέσα μου που άφησε πίσω της όχι νεκρούς και τραυματίες μα στάχτες και συντρίμμια.
Στάχτες και συντρίμμια έγινε η ζωή που μέχρι τότε είχα
ζήσει.
Και νίκησε στη μάχη αυτή όχι οι σοφοί δασκάλοι μου με τα λόγια τους, αλλά η πέτρα και ο λαός με τα δικά τους.
Ο λαός  είναι που έμαθε εμένα πώς να ζω και όχι εγώ εκείνον
Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου βλέποντάς τον να στέκεται καταμεσίς ενός πεινασμένου πλήθους και να το λοιδορεί βραβεύοντας την πείνα του, ενώ εκείνοι είχαν το στόμα τους ανοιχτό όχι γιατί τους είχε καταπλήξει η σοφία μου αλλά γιατί περίμεναν να τους ταγίσω. Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου θεραπεύοντας έναν τυφλό, ενώ είχα ν’ ανοίξω σε μυριάδες πρόσωπα τα μάτια για να δούνε την αλήθεια. Αηδία για τον εαυτό μου ένιωσα μπαίνοντας στα
Ιεροσόλυμα να με υμνούν οι άνθρωποι κρατώντας
βάγια και να μη με καρτερούν κραδαίνοντας λόγχες και κοντάρια για να τους οδηγήσω ενάντια στον πραγματικό τους εχθρό.
Νιώθω γελοίος και αηδιάζω με τον εαυτό μου λέγοντας σε κείνους που τους έκλεβαν και που τους σκότωναν, αυτοί να κάθονται να κλέβονται και να σκοτώνονται. Ντροπή και πόνος με κυρίεψε για τη χαμένη μου ζωή.

Πήγα εκεί για να προσευχηθώ.
Και τώρα;
Όπως εγωιστής και παράλογος ήμουν ως τα
τώρα, το ίδιο εγωιστής και παράλογος δεν θα ήμουν
αν προσευχόμουν;Δεν θα ήτανε παράλογο και κουτό από  μένα να ζητήσω κάτι από το θεό λες και θα μπορούσα ν'
αλλάξω εγώ τη βουλή του;
Άραγε σε κείνη την ομιλία μου στο Όρος, πόσα πλήθη ανθρώπων να κατάστρεψα;
Πόσον σπόρο κακίας και απανθρωπιάς δεν έσπειρα… πόσους δυνατούς δεν έκανα δυνατότερους... από πόσους δούλους δε στέρησα τον πόθο να αντιταχτούν…
Σηκώθηκα.
Τώρα άκουγα κοντά μου τις φωνές των στρατιωτών.
Κοίταξα το χέρι μου: άοπλο. Καλλίτερα έτσι.
Αν είχα ένα μαχαίρι θα είχα πέσει απάνω τους έτσι
που με είχε τώρα ψυχώσει η νέα μου απόφαση και
θα είχα χαθεί από το πλήθος των στρατιωτών καθώς
δεν είχα βοηθό κανένανε μαζί μου.
(σηκώνεται)
Φέρε μου το μαχαίρι που σου είχε δώσει
εκείνος ο Αμοραίος πληρωμή για μιας νύχτας
συντροφιά σου. Είναι γερό και κοφτερό. Θα φύγω.
Θα πάω στα βουνά όχι για να σπουδάσω λόγια μα
για να κάμω έργα. Θα μαζέψω συντρόφους που θα τους οπλίσω όχι με κούφιες υποσχέσεις, με θολή πίστη και με
ψεύτικη αγάπη, μα με αλήθειες που όλες τους θα
καταλήγουν στην άκρη του μαχαιριού τους.
Θα πάψω να δουλώνω το λαό-θα τον λευτερώσω.
Όσους προλάβω.
Όσους μπορέσω.
Κι όχι μόνο τους ιουδαίους από τους ρωμαίους.
Υπάρχουνε πολλοί δούλοι με πολλούς δυνάστες
πάνω από το κεφάλι τους.
Και υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα.
Όσους προλάβουμε.
Όσους μπορέσουμε.
Και ύστερα θα ’ρθουν κι άλλοι σαν και μας.
Που δε θα αναλωθούν σε ψεύτικες αλήθειες.
Που θα καταλάβουν από την αρχή χωρίς χάσιμο χρόνου ποια είναι η αποστολή του ανθρώπου και θα βοηθήσουνε να εκπληρωθεί.
Και κάποτε θα πάψει ο άνθρωπος να υποφέρει από τη βία των αφεντάδων του... 

Α! Ο Βαραββάς! Ο Βαραββάς! Εκείνος διάλεξε τον σωστό δρόμο!

Κι αν θέλεις… σε παρακαλώ Μαρία-σού ζητάω ίσως
πολλά, μα όμως- σε παρακαλώ, έλα μαζί μου.
Χωρίς εσένα δεν μπορώ να κάνω τίποτα απ’ όσα έχω στο μυαλό μου.
Έλα μαζί μου.
Κι όταν θα με λυγίζει το βάρος των δυνατών το φιλί σου θα με δυναμώνει.
Κι όταν ο φόβος με πεθαίνει, τα γόνα σου ανοίγοντας θα μ’ ανασταίνεις.
Έλα μαζί μου.
Μαζί μπορούμε να κάνουμε πολλά.
Χωρισμένοι τίποτα.
Έλα μαζί μου.

(Η Μαρία έβαλε σε μια πετσέτα ψωμί και τυρί, τη δίπλωσε και κρατώντας την στο ένα της χέρι άπλωσε το άλλο στο Χριστό.
Εκείνος το ταίριασε με το δικό του.
Και βγήκαν στη νύχτα και στον κόσμο.)

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

    21 ΑΠΡΙΛΗ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ

Υπείκοντας στο κέλευσμα της σημερνής ημέρας
και μιας υποδηλώνοντας κατάστασης το πέρας,
το αριστερό το πόδι του ο έλλην κατεβάζει
και στην καρέκλα το δεξί δημιουργικά ανεβάζει..
22 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΓΗΣ
(στίχοι για παιδιά)

Της μάνας Γης ημέρα.
Της Γης που όλους μάς κρατεί
καθώς στα χάη κρεμαστή
όλο πηγαίνει πέρα.

Να πούμε τι γι αυτήνε
παρά ότι πρέπει της φιλί
φιλί γλυκό γλυκό πολύ
κι αυτό λίγο θα είναι;

Κι ανάγκη λέτε να ΄ναι
όπως τα μάτια μας τα δυο
να πούμε πως-κι ακόμα πιο-
πρέπει να την φυλάμε;

Όχι-καθείς γνωρίζει
πως αν κακό σ΄ αυτήν συμβεί,
ή κάποια γίνει αλλαγή
καθώς στριφογυρίζει,

τότε και κείνη πάει,
αλλά μαζί μ’ αυτήνε πια
και μάς-κακότροπα  παιδιά-
ο Άδης θα μας φάει.
23 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Βιβλία μικρά, βιβλία μεγάλα,
βιβλία έξυπνα, βιβλία κουτά,
βιβλία χαρούμενα ή λυπημένα,
βιβλία για μεγάλους και παιδιά.

Διαλέξτε φίλοι μου-πλήθος βιβλίων.
Πάρτε στα χέρια σας να τα κoιτάξτε.
Άλλα απ’ αυτά ωφελούν και άλλα βλάπτουν.
Πάρτε και όποιο θέλετε διαβάστε.

Κι ό,τι διαβάστε κρίνετε μονάχοι:
καλό είναι; ταιριάζει στο μυαλό σας;
Αν όχι, κάποιο άλλο βιβλίο βρέστε
ή γράψτε σεις ένα βιβλίο δικό σας.

Κι αν κάποιος κάποτε για ένα βιβλίο
σας έλεγε καλό ή άσχημο κάτι,
μη βγάλτε σεις απόφαση αν πρώτα,
δεν το  ’ξετάσει το δικό σας μάτι.
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ

"…Εγώ!
Η πέτρα!
Η ταφόπετρα!
Φωτιάς δισέγγονο!
Βουνού αγγόνι!
Εργατιάς παιδί!

Εγώ!
Η αειπαγής!
Η δύσρηκτος!
Τ' ήταν αυτό που μου ’γινε;..

Εγώ
που ως κι ο σεισμός τρεις μέρες πριν ούτε που μ' έσεισε...
Εγώ που ως και το θάνατο τον φυλακίζω...
Εγώ!
Το σύνορο φωτός και σκότους!
Εγώ!
Που δέκα ρωμαλέοι ρωμαίοι στρατιώτες
για να με σείσουν συνερρύουν...
ξάφνω
κι ενώ φρουρούσα ένα Ναζωραίο
έτσι,
χωρίς να το θελήσω,
δίχως ν’ αφεθώ,
βρέθηκα απ’ το ’να μέρος στ' άλλο στη στιγμή
αφήνοντας ολάνοιχτο τον τάφο.
Σα να ’μουν πούπουλο σου λέω...
ή σαν αέρας...
κι ούτε..."
ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ!

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ' όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Και επαγγέλεται;
-Ποιητής.
-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε. Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια...
με τα όπλα...
με τις μηχανές μας...
Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε. Δε θέλουμε ποιητές.
Έχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν' αγαπάει ένας τον άλλο.
Πώς θ' αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο);
Ακόμα λέτε...για να δω...
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ-
συνήθως ξέρετε είμαστ' ευγενέστατοι εδώ..
Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.. Δε θέλουμε ποιητές.
Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας-
σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.
Πηγαίνετε.
Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετ' ένα τηλεφώνημα.

Δε θέλουμε ποιητές.
Λος Άντελες 1992

Επειδή δεν το υποφέρω
Για τ’ εμέ να ξαγρυπνάτε
Κι εναγώνια: "βρήκε τάχα
Η' δε βρήκε;" να ρωτάτε,

Σας πληροφορώ αμέσως
Πως  αμάξι έχω  βρει.
Και, για όσους δεν πιστεύουν
Να κι η απόδειξη γραφτή:

ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΟΥ ΑΜΑΞΙ

Το καινούργιο μου αμάξι
Είναι πια πραγματικότης.
Κι είναι κούκλα μέσα κι έξω
Κι η γραμμή του είναι πρώτης.

Κι αλλαγή μία μεγάλη
Στη ζωή μου έχει έρθει
Κι όλον τώρα με κατέχει
Μιά λαχτάρα και μια μέθη.

Πια δεν τρέμω μήπως φρένο
Σαν πατήσω δε θα πιάσει.
Δε φοβάμαι μη ενώ τρέχω
Το ψυγείο μου διψάσει.

Δε θα σταματάει τώρα
Ο,ποτέ θελήσει εκείνο
Και θ' αρχίζει όταν τ' αρχίζω
Και θα σβυνει όταν το σβύνω.

Κι ούτε όταν μπρος το βάζω
θα πηγαίνει δώθε κείθε
Σαν εν δράσει Καζανόβας
Η' ο ΒΙG ΟΝΕ λες κι ήρθε.

Κι αν και μες σ’ αυτό αέρα
Δε θα αναπνέω βουνήσιο,
Ομως δε θα σκάω κιόλας
Γιατί θάχω αιρ-κοντίσιον.

Δε θα κάνω κάθε μέρα
Πόλεμο με το τιμόνι-
ΚουΚουΕ ενώ το θέλω
Δεξιά να μου δηλώνει.
Κι ασφαλώς θα ξέρω πλέον
Δίχως άργητα κι ανέτως
Οτι όλες οι γυναίκες
Που στ' αμάξι μπουν και φέτος

Δε θα ξαναμπούνε πάλι
Οχι λόγω του αμαξιού μου
Αλλά λόγω της ασχήμιας
Της μορφής και του κορμιού μου.

Λοιπόν παύω να διαβάζω.
Στα γραφτά μου φρένο βάζω
Και το γκάζι μου πατάω
Και αρχίζω να γυρνάω.
ΚΑΝΕΊΣ

Οταν τον έρωτα με κείνους θα χορτάσεις
Που σούχει η ζωή κοντά σου φέρει
Παρακαλώ σε μη-μη με ξεχάσεις
Χρυσή-καλή-ακριβή-γλυκειά μου Shcerry.

Οταν μια έρμη καλαμιά στον κάμπο θάσαι
Και θάρχεται τ' αγέρι οργισμένο
Αστέρι μου γιά πάντα να θυμάσαι
Εδώ πως βρίσκομαι και σε προσμένω.

Οταν στα χέρια του χαμού θάσαι παιχνίδι
Και γύρω σου όλα θάναι γκρεμισμένα
Κι οι άλλοι θα σε βλέπουν σαν σκουπίδι
Καλή μου μην ξεχνάς-έλα σε μένα.

Όταν λουλούδι μαδημένο θάχεις μείνει
Κι αζήτητο στο άδειο το πανέρι
Ακόμα και την ύστατη ώρα εκείνη
Εγώ θα σε ζητώ δικό μου ταίρι.

Για νάβρω στο λιανό σου το κουφάρι
Και νάβρεις στη λαχτάρα μου την τόση
Εκείνο που κανείς δε σούχει πάρει
Εκείνο που κανείς δε σούχει δώσει.

Λος Άντζελες 1986
Ο ΚΟΛΙΚΟΣ

Σε ξένο τόπο κι άγνωστος σ’ άγνωστους μέσα τρέμω
Μη και μια νύχτα παγερή με πιάσει ο κολικός μου-
Μόνος δωπέρα ως βρίσκομαι στα πέρατα του κόσμου
Σαν ένας απροσπέλαστος σύγχρονος πλοίαρχος Νέμο.

Θα πάρω βέβαια ένα δυό τηλέφωνα που ξέρω
Μα όλοι θ’ αποφύγουνε ναρθούν-χωρίς αιτία
Μόνο γιατί έχουν αύριο να παν στην εργασία
Και μένα θα μ' αφήσουνε μόνον να υποφέρω.

Να ήξερα τουλάχιστον την άτιμη τη γλώσσα-
Νάξερα και το νούμερο της άμεσης της κλήσης
Και να το πάρω… μα ύστερα πως να τους εξηγήσεις
Τι έπαθες, που βρίσκεσαι και χίλια άλλα τόσα…

Μόνη ελπίδα μούμεινε νερά πολλά να πίνω.
Μα ενώ το λέω αποβραδίς ξεχνιέμαι όταν φέξει
Γιατ' η δουλειά δεν καρτερά κι η βρύση για να τρέξει
Πρέπει να πάω ως εκεί και λίγο εκεί να μείνω.

Μα τούτο είν’ αδύνατο και άλλο δε μου μένει
Παρά στο θεό των κολικών να δέωμαι επιμόνως
Να μη μου στείλει να με βρεί ο φοβερός του πόνος
Που του αρρώστου το κορμί σαν ξίφος διατιτραίνει.

Λος Άντζελες 1987
ΑΜΕΡΙΚΗ

Η μακρινή Αμερική
Είναι μια χώρα εργατική 
Ολοι δουλεύουν με μανία
Χωρίς ανάπαυλα καμία.

Αν πεις πως έχουνε ψυχή
Καντο μονάχα σαν ευχή
Ανδρείκελα είναι κουρντισμένα
Που υπάρχουν έτσι, στα χαμένα.

Αν βρεις κανένα με καρδιά
Εχει φριχτή αναπαραδιά
Μέσα στα βρώμικα σκουπίδια
Ψάχνει να βρει αποφαϊδια.

Ταβέρνα, φίλους και κρασί
Δεν τα γνωρίζούνε, γιατί
Διασκέδαση τους μόνη έχουν
Ολο να τρέχουνε-να τρέχουν.

Θρησκεία διάφορη από μας
Εχουν-γι αυτούς Αγία Τριάς
Υπνος Φαΐ και Εργασία
Και το εργοστάσιο Εκκλησία.

Κι όπως η πλούσια Αμερική
Λαών στα πτώματα πατεί,
Και κάθε πλούσιο Αμερικάνο
Σε πτώματα άλλων βλέπεις πάνω.

Λος Άντζελες 1987
ΑΣΚΟΠΗ

Μες σ' ένα διάδρομο μου ξένο
Βρίσκομαι. Κάποιον περιμένω.
Και βλέπω ως στέκω αποκάτου
Απ’ τα χρυσά παράθυρά του

Χρωματιστα φορεματάκία
Να ’ναι γεμάτος-κοριτσάκια
Μικρούλες βγάζοντας φωνίτσες
Κάνουν στο διάδρομο βολτίτσες.

Γεμάτα ρώμη και υγεία
περνούν δυό δυό ή τρία τρία
Παιδιά στη νιότη τους την πρώτη
Γεμάτα σφρίγος κι αθωότη.

Παιζογελώντας περπατάνε
Και με βιβλία στο χέρι πάνε
να διδαχτούν στα εργαστήρια
Της Επιστήμης τα μυστήρια.

…Φύγαν. Ο χώρος μοιάζει τώρα
Μια παγωμένη νεκροφόρα
Και τα χρυσά του παραθύρια
Λειψάνου κρύα λιβανιστήρια

Εικόνα μία που στη μνήμη
σαν άλλες τόσες θε να μείνει
κι άχρηστη κι άσκοπη εκεί πάνω
θα στέκει ώσπου να πεθάνω.


Λος Άντζελες Γενάρης 99,
επίσκεψη σε Κολλέγιο
Ο ΚΟΛΙΚΟΣ

Σε ξένο τόπο κι άγνωστος σ’ άγνωστους μέσα τρέμω
Μη και μια νύχτα παγερή με πιάσει ο κολικός μου-
Μόνος δωπέρα ως βρίσκομαι στα πέρατα του κόσμου
Σαν ένας απροσπέλαστος σύγχρονος πλοίαρχος Νέμο.

Θα πάρω βέβαια ένα δυό τηλέφωνα που ξέρω
Μα όλοι θ’ αποφύγουνε ναρθούν-χωρίς αιτία
Μόνο γιατί έχουν αύριο να παν στην εργασία
Και μένα θα μ' αφήσουνε μόνον να υποφέρω

Να ήξερα τουλάχιστον την άτιμη τη γλώσσα-
Νάξερα και το νούμερο της άμεσης της κλήσης
Και να το πάρω… μα ύστερα πως να τους εξηγήσεις
Τι έπαθες, που βρίσκεσαι και χίλια άλλα τόσα…

Μόνη ελπίδα μούμεινε νερά πολλά να πίνω.
Μα ενώ το λέω αποβραδίς ξεχνιέμαι όταν φέξει
Γιατ' η δουλειά δεν καρτερά κι η βρύση για να τρέξει
Πρέπει να πάω ως εκεί και λίγο εκεί να μείνω.

Μα τούτο είν’ αδύνατο και άλλο δε μου μένει
Παρά στο θεό των κολικών να δέωμαι επιμόνως
Να μη μου στείλει να με βρεί ο φοβερός του πόνος
Που του αρρώστου το κορμί σαν ξίφος διατιτραίνει.

Λος Άντζελες 1987
ΑΜΕΡΙΚΗ

Η μακρινή Αμερική
Είναι μια χώρα εργατική.
Ολοι δουλεύουν με μανία
Χωρίς ανάπαυλα καμία.

Αν πεις πως έχουνε ψυχή
Καντο μονάχα σαν ευχή-
Ανδρείκελα είναι κουρντισμένα
Που ζούνε έτσι, στα χαμένα.

Αν βρεις κανένα με καρδιά
Εχει φριχτή αναπαραδιά
Μέσα στα βρώμικα σκουπίδια
Ψάχνει να βρει αποφαϊδια.

Ταβέρνα, φίλους και κρασί
Δεν τα γνωρίζούνε, γιατί
Διασκέδαση τους μόνη έχουν
Ολο να τρέχουνε-να τρέχουν.

Θρησκεία διάφορη από μας
Εχουν-γι αυτούς Αγία Τριάς
Υπνος Φαΐ και Εργασία
Και το εργοστάσιο Εκκλησία.

Κι όπως η πλούσια Αμερική
Λαών στα πτώματα πατεί,
Και κάθε πλούσιο Αμερικάνο
Σε πτώματα άλλων βλέπεις πάνω. 


Λος Άνζτελες 14-8-99
ΑΝ Μ’ ΑΡΕΣΕΙΣ

Πριν από σένα βέβαια κει που θα πάμε όλοι
Θα πάω. Και καλλίτερα για να σου ετοιμάσω
Το που σε τέτοιο λούλουδο ταιριάζει περιβόλι
Το σπίτι σου να φκιάσω.

Από καθάριο μάρμαρο ντυμένο με πετράδια
Ενα πυργί θεόρατο θα χτίσω να χωράει
Όσα μαζί σου άδοτα, φέρνεις φίλιά και χάδια
και να σου τα φυλάει.

Στο πιο κρυφό το δώμα του, μ' ασήμι και χρυσάφι
Γεμάτο με πρωινιάτικες λαμπρές σταγόνες δρόσου
κοχύλι ένα γιγάντινο θα βάλω που ν' αστράφτει
Να παίρνεις το λουτρό σου.

Αμέτρητα λευκόφτερα μικρούλικα αγγελάκια
Να στέκουν πάντα δίπλα σου υπηρέτες σου ορίζω
Και θα τους βάλω και καρδιά μέσα στ’ αγνά στηθάκια
Για να σε ξεχωρίζω.

Σκόνες, πομάδες και μικρά του κάλλους εργαλεία
Στο μπουντουάρ σου το κομψό θα βάλω εκεί να μένουν
Τη δίψα τους για μάθηση και τη φιλοκαλία
κοντά σου να χορταίνουν.

Κι ένα πουλάκι που στης γης τα μέρη δεν υπάρχει
θα βάλω μες στον κήπο σου για να μπορείς μαζί του
Να κουβεντιάζεις-και αυτό το μίλημά σου να ’χει
Για μέτρο στη φωνή του.

Κι εγώ, χωρίς πια διαφορά να έχουμε στα χρόνια
θα κανονίσω να ’χω εκεί άλλες με σένα σχέσεις.
Αν βέβαια ειν' όπως εδώ τα μέτρα τα αιώνια
Και αν και κει μ' αρέσεις.

Λος Άντζελες 1992
ΣΤΟ ΡΕΣΤΟΡΑΝ

Από του πάνω χείλους τη διπλή γραμμή
Και το εξέχον προχειλίδιο
Κι από ένα των ματιών της κάθε τόσο 
Ανεπαίσθητο άνοιγόκλεισμα
Φαίνεται το φιλήδονο αυτής της πόρνης.

Αμίλητη
Απείραχτη απ' τα γύρω
Ανέγγιχτη απ;o τα μέσα και τα εσώτερα
Και σταθερά προφυλαγμένη από τους άπειρους εμάς
Μέσα στην κυνικοτητα της,
Ολων τα βλέμματα επιζητεί και έχει
Χωρίς αυτή κανέναν να προσέχει.

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

(συνέχεια «Άρη Βελουχιώτη»)

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Κεράσοβο.Γραφείο στο Διοικητήριο του ΕΛΑΣ Ηπείρου.
ΣΙΑΝΤΟΣ
(Μόνος.Ως το τέλος της σκηνής βγάζει από την τσέπη του και τρώει σοκολατάκια)
Έλα 'Αρη.Σε περιμένω. Παπούτσια για τους αντάρτες σου δεν έχω,θα σου δώσω όμως ένα εσένα,βάζοντάς σου και τα δυο πόδια σ' αυτό.Α! Οι σύντροφοι που με κάνανε Γραμματέα είχανε μυαλό. Σε τέτιες δύσκολες περιστάσεις χρειάζεται ένας γερός τιμονιέρης.Ένας τιμονιέρης που δε θα οδηγήσει το καράβι ίσα καταπάνω στους υφάλους,αλλά θα το πάει και δεξιά και αριστερά αν χρειαστεί,ώστε ν' αποφύγει τις κακοτοπιές. Οχι Άρη,δε θα περάσει η γραμμή η δική σου και κείνων που στηρίζονται ανεξέταστα στη δύναμη σου.Ο δρόμος που θ' ακολουθήσει το Κόμμα είναι κείνος που εγώ έχω χαράξει.Δε με διάλεξαν τυχαία.Δεν είμαι ο "Γέρος" χωρίς αιτία.Έτσι με ήθελαν:γέρο-σοφό,γέρο-γκρινιάρη,γερο-καπετάνιο με πείρα.Και αυτός ο "Γέρος" είναι ο αρχηγός σ' όλα τα παρακλάδια του ΚουΚουΕ. Εγώ δηλαδή Άρη.Και στο αντάρτικο εγώ είμαι ο Ανώτατος Διοικητής του και συ ο πρώτος Καπετάνιος μου,απλός εκτελεστής των εντολών μου.Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημεράσει Άρη.Και συ αγνοείς κάτι βασικό για τον αγώνα μας-πως οι μορφές πάλης δεν είναι καλούπια. Η Ρωσσία σήμερα πολεμάει στο πλευρό της Αγγλίας. Να δώσω εγώ μια κλωτσιά και να γκρεμίσω το οικοδόμημα της συμμαχίας τους που οι Ρώσσοί τόσα στηρίζουν πάνω σ' αυτό; Γιατί αν εκμεταλλευτούμε τη φιλία των κουμουνιστικών κομμάτων της Ελλάδας και της Ρωσσίας για να κερδίσουμε όχι τη μάχη ενάντια στους Γερμανούς αλλά ενάντια στους ταξικούς μας εχθρούς,τότε η συμμαχία Αγγλίας Ρωσσίας από την οποία τόσα εξαρτώνται,θα περάσει δύσκολες ώρες.Βέβαια οι Ρώσσοι δε μιλάνε.Δε μας λένε πηγαίνετε ενάντια στους Άγγλους ή πηγαίνετε συμμαχικά κοντά τους,αλλά δεν μπορούνε να μιλήσουν γι αυτό δε μιλάνε.Τι λέει όμως ο κοινός νους;Πρέπει ή όχι να βοηθήσουμε τη Ρωσσία;Και βέβαια πρέπει! Με τους Άγγλους λοιπόν! Προς το παρόν..Και ύστερα..ύστερα βλέπουμε-θα σταθμίσουμε τις νέες καταστάσεις και ανάλογα θα πράξουμε..Δεν είναι ιδανικοί σύμμαχοι οι Άγγλοι βέβαια,όμως πρέπει ν' ανεχτούμε ορισμένες ιδιοτροπίες τους που γι αυτούς είναι στοιχεία απαραίτητα της ιδιοσυγκρασίας τους και των παραδόσεων τους.Βέβαια την ίδια στιγμή θα κερδίσουμε πλεονεκτήματα που θα μας επιτρέψουν να διεκδικήσουμε με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας την εξουσία,με τίμιες και δημοκρατικές διαδικασίες.Και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα είναι πως όταν έρθει η ώρα εκείνη,τα Δημοκρατικά Συνδικάτα των Άγγλων εργατών θα μας βοηθήσουν στον αγώνα μας ενάντια στο φασισμό.Και δε θέλουμε πολλή βοήθεια,ο λαός στη συντριπτική πλειοψηφία του είναι μαζί μας.Σύμμαχοι λοιπόν κι εμείς με τους Άγγλους.Έχω δει από κοντά τον πλούτο της Αγγλίας.Είναι απίστευτος.Και όπου υπάρχει πλούτος υπάρχει και δύναμη.Οι Άγγλοι τάβαλαν-και νικηφόρα φαίνεται-με τη Γερμανία,θα τολμήσουμε να τα βάλουμε εμείς μαζί τους;Γιατί να γνωρίσουμε στο πετσί μας τη δύναμη τους και να μην ωφεληθούμε από τον πλούτο τους;Αντί να είσαι και συ υπερήφανος που πολεμάμε κάτω από την Αγγλική σημαία, κατηγορείς και κακομεταχειρίζεσαι τους Άγγλους! Όχι,δε θα σ' αφήσω Άρη να χαλάσεις το ελληνικό παρακλάδι της σύμπραξης του σοσιαλισμού με τον Καπιταλισμό. Αλλά και ούτε θα σε αφήσω ελεύθερον να αμαυρώσεις το πρόσωπο του ελληνικού κουμουνισμού με βιαιότητες.Όχι! Τη γνώρισα τη βία.Με σακάτεψε και μένα η βία.Την είδα στα καπνοχώραφα και στα εργοστάσια μικρός,τη γνώρισα από κοντά στις εξορίες και στις φυλακές που μ' έριξαν οι φασίστες. Την είδα στο Κόμμα από τους Κουτβιστές.Να όμως που το Κόμμα αυτό με χρειάστηκε.Χρειάστηκαν να αναλάβει την ηγεσία του Κόμματος κάποιος που δε θα τρομάξει τους δημοκρατικούς σχηματισμούς που καλούνται εκ των πραγμάτων σε ενότητα δράσης.Και αυτή την ενότητα Άρη,θα τη διαφυλάξω ενάντια σε κάθε θερμοκέφαλον.
Δύσκολη η θέση μου.Πρέπει να περάσω το σκάφος του Κ Κ Ε ανάμεσα από τις συμπληγάδες του φασισμού που κυττάει να μας πισωδρομίσει και των σκληρών συντρόφων της κεντρικής,των θεματοφυλάκων αυτών του δόγματος,των ανθρώπων της Κομιντέρν,που δε βλέπουν ότι η Ρωσσία η ίδια ξεπερνάει με τη στάση της την απομόνωσή της.



Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές νιώθω να με συντρίβει η ευθύνη που έχω απέναντι στο Κόμμα σαν αρχηγός του. Και αν δεν είχα έμφυτες ηγετικές ικανότητες δε θα τάβγαζα πέρα τόσο καλά. Είμαι σίγουρος πως και ο Ζαχαριάδης να ήτανε εδώ την περίοδο αυτή,θα δυσκολευότανε κι αυτός να τα βγάλει πέρα. Βλέπεις πολυπληθύναμε.Τόσα χρόνια είχαμε δεκαριές μέλη στις μικρές πόλεις,κατοσταριές στις μεγάλες. Ολα ήσαν ευκολότερα έτσι.Ο Ζαχαριάδης δεν έβρισκε δυσκολία να δίνει γραμμή.Τα μέλη όμως τριανταπλασιάστηκαν τα τελευταία δυο χρόνια,και το αντάρτικο όλο και μεγαλώνει.Καινούργιες ανάγκες καθοδήγησης και διαφωτισης,συντονισμού και επικοινωνίας.Α! Εγώ πρέπει νάμαι σκληρός για να μπορέσω να δώσω τη σωστή κατεύθυνση-όχι εσύ Άρη.
(Μπαίνουν  οι  Ιωαννίδης  και   Τζήμας)
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Δεν ήρθε ακόμα; Λέγαμε  πως  θα τον  βρίσκαμε  εδώ.
ΣΙΑ.
Δεν ήρθε. Καθήστε. Εχουμε δουλειά. Πρέπει να τον συνετίσουμε. Χτες ήταν όλα όμορφα κι ωραία. Τον καλωσορίσαμε, τον κεράσαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά, είπαμε οτιδήποτε άλλο εκτός από κείνο που μας ενδια-φέρει.Σήμερα μπαίνουμε στο φητό. Δεν μπορούμε να δίνουμε το δικαίωμα στους Αγγλους να μας λένε δολοφόνους και αγριάνθρωπους.
ΙΩΑ.
Πρέπει να προσέχουμε πώς θα του φερθούμε. Είναι ο αρχικαπετάνιος του αντάρτικου.Εχει δύναμη. Με τη δύναμοή του μιλάμε.
ΣΙΑ.
Τη δύναμη του την έδωσε το Κόμμα.Κι αν δεν υπακούσει θα βάλω άλλον
στη θέση του.
ΤΖΗ
Σύντροφε Γραμματέα δεύτερος Αρης δύσκολα βρίσκεται.
ΣΙΑ.
Τζήμα, ουδείς αναντικατάστατος.
ΤΖΗ.
Οι καπεταναίοι ορκίζονται στ' όνομά του.
ΣΙΑ.
Ολοι αυτοί είναι δικοί μας πρώτα. Τζήμα, μπορεί να περνάς πολύν καιρό κοντά στον Αρη αλλά πρέπει να ζεχωρίζεις τις καταστάσεις. Να μην αφήνεις τον εαυτό σου να τυφλώνεται από τα φαινόμενα.
ΙΩΑ.
Ξέρουμε ότι  ο Αρης  δεν  συμφωνεί   με  την τακτική  του Κόμματος σε πολλά μικρά και   μεγαλύτερα θέματα. Μας  τα γράφει, μας  τα παραγγέλνει, με κάθε  ευκαιρία. Εμείς του ζητήσαμε να έρθει  για να του πούμε τις  θέσεις  μας. Μα θάχει κι αυτός  τις δικές του απόψεις.Ας  μην είναι  η πρόθεσή  μας  μόνο να του τα πούμε αλλά να είμαστε προετοιμασμένοι  και  να τον ακούσουμε. Είναι  παλιός σύντροφος, έχει  φάει με  το κουτάλι  τις  εξορίες και   τις  φυλακές. Είναι  οργανωτικός,έχει πείρα μεγάλη.Μπορεί κάποια  ιδέα του να μη  μας άρεσει, αλλά από αυτήν να βγει κάτι καλό για μας. Δεν μπορούμε να του ζητάμε μόνο.
ΣΙΑ.
Γι αυτό τον φέραμε εδώ. Για να τον ακούσουμε κόλας.Να δούμε πώς το μυαλό του δουλεύει και χαλάει την εικόνα του Κόμματος στα μάτια όλων των συμμάχων.
ΙΩΑ.
Εγώ όπως ξέρεις σύντροφε, δεν ενδιαφέρομαι τόσο για την εικόνα του Κόμματος όσο για το τι είναι στην ουσία το Κόμμα κάτω από αυτή την εικόνα.Και κείνο που θέλω στον Αρη να δώσω να το καταλάβει, είναι πως η επανάσταση δεν κερδίζεται με τους αγρότες αλλά με το προλεταριάτο. Η δικτατορία του προλεταριάτου θα γίνει από εργάτες κι όχι από αγρότες. Οι πόλεις,αυτές θα κρίνουν τον αγώνα μας. Και στις πόλεις το λόγο τον έχει ο εργάτης.
ΤΖΗ
Σύντροφε Ιωαννίδη,οι πόλεις παίρνονται με στρατό. Ο Αρης έχει τον στρατό.Ας πάρουμε τις πόλεις με τους αγρότες που είναι σήμερα κυρίως ο στρατός,και ύστερα ας τις διαφεντέψει το προλεταριάτο.
ΙΩΑ.
Το προλεταριάτο δε θέλει βοηθούς στον αγώνα του.Αυτό το ίδιο είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Αυτό είπε και ο Μαρξ,αυτό λένε όλα τα βιβλία, αυτό απόδειξε το Στάλινγκραντ. Η εργατιά κυνήγησε τους Γερμανούς. Τι λες σύντροφε Σιάντο;
ΣΙΑ.
Ξγώ λέω πως ξανοιχτήκαμε πολύ. Είχαμε το Κόμμα.Τώρα έχουμε το ΕΑΜ,τον ΕΛΑΣ, την ΠΕΕΑ,τόσους οπαδούς. Απλωθήκαμε πολύ…
ΤΖΗ
Αυτό είναι καλό σύντροφε Γραμματέα. Αυτό δε θέλαμε πάντοτε;
ΙΩΑ.
Οσο πιο μεγάλοι και τόσο πιο ισχυροί. Και τόσο δυναμώνουμε τη θέση μας μέσα στις μεγάλες πόλεις.
ΣΙΑ.
Ομως στις πόλεις δεν τα βάζουμε με τους Εγγλέζους. Αυτός όπου δει Εγγλέζο 'τον αποπαίρνει.
ΙΩΑ.
Είναι βίαιος. Ομως…
ΣΙΑ.
Όμως… Όμως να τον μαλακώσουμε.        
ΤΖΗ
Σύντροφε Γραμματέα. Είπες ότι ξέρω τον Αρη. Τον ξέρω πράγματι. Και σου λέω πως ο Αρης είναι υπάκουος στο Κόμμα.Ο,τι κάνει, πιστεύει πως είναι για το καλό του Κόμματος γι αυτό το κάνει.
(Μπαίνει  ο Αρης)
ΑΡΗ.
Γεια σας σύντροφοι.
ΣΙΑ.
Γεια σου Αρη. Πώς είσαι; Παραήπιαμε χτες. Μήπως σε πείραξε;
ΑΡΗ.
Εγώ μπορεί να το πείραξα. Οχι αυτό εμένα.
ΣΙΑ.
Αυτό είναι καλό. Κάτσε σύντροφε Αρη να μιλήσουμε. Εχτές ήταν η χαρά της αντάμωσης που μετράνε και η περηφάνεια μας που μέσα στη δυστυχία που βρήκε το λαό μας εμείς είμαστε που τόνε σπρώξαμε στον αγώνα. Σήμερα όμως πρέπει να δούμε τις δουλειές μας-να μιλήσουμε γι αυτές. Κάναμε το αντάρτικο και το αντάρτικο προόδεψε και προόδεύει. Μερικές πράξεις σου όμως χαλάνε την εικόνα του  Κόμματος και του ΕΛΑΣ και στην Ελλάδα,και στο Κάιρο,και στην Αγγλία.Ο Κρις μου παραπονιέται πως κακομεταχειρίζεσαι τους Αγγλους συνδέσμους.Και δεν τα λέει μόνον σε μένα.Η φωνή του φτάνει μέχρι το Λονδίνο.
ΑΡΗ.
Σύντροφε Γραμματέα πώςμπορεί να συμπεριφερθεί ένας συνειδητός κουμουνιστής σ’ έναν Αγγλο;
ΣΙΑ.   
Αρη,ύπαρχε ι γραμμή και πρέπει να την ακολουθήσεις.
ΑΡΗ.
Σύντροφοι μήπως είμαι κατηγορούμενος και πρέπει να απολογηθώ; Σύντροφε Γραμματέα ξέρεις καλύτερα από μένα την ιστορία. Ξέρεις ποιοι είναι οι Αγγλοι και πώς φέρθηκαν στους Ελληνες. Οτι πάντοτε παίρνανε το μέρος της ολιγαρχίας.Τι να πρωτοθυμηθούμε από δαύτους; Τη διάσκεψη της Βιέννης το χίλια οχτο-κόσα δεκαπέντε;Τη συμπεριφορά τους στην επανάσταση του εικο-σιένα;Τα δάνεια που μας έδωσε για να μας υποδουλώσει;Το χίλια οχτακόσα πενήντα έξη και το χίλια εννιακόσα δεκάξη; Το δεκαεννιά που μας έστειλαν στην τυχοδιωκτική εκστρατεία της Ουκρανίας! Το είκοσι που μας έστειλαν στη Μικρά Ασία για να πάρουν αυτοί τα πετρέλαια της Μοσούλης;Η το εικοσιδύο που ενίσχυσαν τους Τούρκους για να μας διώξουν αυτοί; Κι όταν τα γυναικόπαιδα πήγαιναν να μπούνε στα Εγγλέζικα καράβια νια να γλιτώσουν από το μαχαίρι του Τούρκου οι Αγγλοι τους έσπρωχναν στη θάλασσα ή τους έριχναν ζεματιστό νερό και τους έκοβαν τα χέρια με τους μπαλντάδες.Για καλό έχουν έρθει οι Αγγλοι σύντροφοι; Αλλάζει γνώμη ο λύκος; Οχι βέβαια.Τα ίδια καθάρματα είναι.Στείλανε τους πράκτορες τους στο βουνό για να σταματήσουν τον εθνικοαπελευθερωτικο μας αγώνα,με άλλα λόγια να χαλάσουν τον, ΕΛΑΣ. Ναι,τους φέρομαι έτσι για να δουν πως είναι ανεπιθύμητοι και να φύγουν.
ΣΙΑ.
Ξεχνάς Αρη ότι βρίσκονται στο βουνό ύστερα από συμφωνία μαζί μας.
ΑΡΗ.
Σύντροφε Γραμματέα για τη συμφωνία εκείνη σου είχα και γράψει και σου είχα παραγγείλει με το σύντροφο Τζήμα τη γνώμη μου. Ητανε ένα λάθος.Αυτό έλεγα κι αυτό λέω ακόμα.Αν ήτανε πραγματικοί σύμμαχοι στον αγώνα μας,τότε θα τους δεχόμουν σαν συμμάχους και θα τους συμπεριφερόμουν ανάλογα. Μα αυτοί έδειξαν αντισυμμαχική στάση από την αρχή.Σύντροφοι,από τη Βίνιανη ακόμα,όταν για πρώτη φορά έβλεπα Αγγλο,τους Αγγλους τους καλοδέχτηκα.Δούλεψα μαζί τους στον Γοργοπόταμο και σε άλλες δουλειές.Μα αυτοί στρογγυλοκάθησαν στην Ελλάδα και μετά τον Γοργοπόταμο,ενώ έλεγαν πως γι αυτό μόνον ήρθαν.Και κάτσανε. Αλλά ας κάθονταν σαν σύμμαχοι.Αυτοί όμως θεωρούν την Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι και θέλουν να ρυθμίζουν τα πάντα σα νάτανε τα αφεντικά. Βοήθεια δέχομαι και την ανταποδίδω.Υποδούλωση όμως δε θα δεχτώ
ΣΙΑ
Τη στιγμή που η Ρωσσία διέλυσε τη Διεθνή γΙα να επιτύχει τη συμμαχία με τους Αγγλοαμερικανούς εμείς δε θα υποβληθούμε σε καμμία θυσία για να έχουμε τη συμπαράσταση τους;
ΑΡΗ.
Αυτή δεν είναι συμπαράσταση σύντροφε.Αυτοί κυττάνε να μας διαλύσουν.Ή μήπως εγώ θέλω πόλεμο με τους Αγγλους; Όχι βέβαια.Θέλω να τους διώξουμε πριν αποκτήσουν δικαιώματα που για να τα υπερασπιστούνε τάχα,θα μας πολεμήσουν.Είδατε τι κάνανε μόλις χτες στο στρατό μας της Μέσης Ανατολής όπου είναι ανεξέλεγκτοι να κάνουνε ό,τι θέλουν.Μήπως επειδή οι Αγγλοι είναι δννατοί δεν πρέπει να τους αντισταθούμε; Πρεπει να σκύβουμε το κεφάλι σε κάθε ισχυρόν;Τότε ούτε κράτος θα είχαμε τώρα για να το διαφεντέψουμε.Κι αν ο κουμουνισμός δεν τα βάλει με τους ισχυρούς τότε ποιος θα τα βάλει μαςί τους; Σύντροφοι έχουμε πάρει στραβό δρόμο με τους Αγγλους. Με τη συμφωνία που κάναμε εξαρτώντας την Εθνική μας Αντίσταση από τη Βρεττανική Στρατιωτική Αποστολή,ανοίξαμε το δρόμο για να πετύχουνε   οι επιδιώξεις των Ιμπεριαλιστών σε βάρος της Λαϊκής Επανάστασης και της Εθνικής μας ανεξαρτησίας.
ΣΙΑ.
Σύντροφε Αρη πολύ προχωράς.Είμαστε όμως υποχρεωμένοι καθως προχωράμε να κυττάμε γύρω μας να μην κυκλωθούμε από δυνάμεις που δε βλέπουμε η που βλέπουμε αλλά δεν υπολογίζουμε. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ρωσσία δεν είναι σε θέση σήμερα,έτσι ρημαγμένη από τον πόλεμο,να μας βοηθήσει.
ΑΡΗ.
 Δε χρειαζόμαστε τη βοήθεια της Ρωσσίας. Η Ρωσσία μας βόηθησε μια-μας έδειξε τον δρόμο.Η Ρωσσία σύντροφοι δε θα κάτσει να ασχοληθεί με μια φούχτα Ελληνες.Η Ρωσσία άνοιξε την πλατιά λεωφόρο του Σοσιαλισμού.Η Διεθνής Επανάσταση είναι η δική της μέριμνα.Κάθε λαός είναι υπεύθυνος να τραβήξει το δρόμο που θα τόνε βγάλει στη λεωφόρο του Σοσιαλισμού.
ΣΙΑ.
Αρη  μη  μου κάνεις  μάθημα εμένα.Και  να συμμορφωθείς  με  τη γραμμή  του Κόμματος.
ΑΡΗ.
Σύντροφε Γραμματέα ποτέ δε μούρθε στο μυαλό να μη συμμορφωθώ με τη γραμμή του Κόμματος.Θέλω όμως ν’ ακουστεί η γνώμη μου μήπως μπορέσω να βοηθήσω σε κάτι.
ΙΩΑ.
Δεν αμφιβάλλουμε κανείς γι αυτό Αρη.Το θέμα μας είναι να καταλάβεις πως οι Αγγλοι μας είναι απαραίτητοι και να κάνεις ο,τι κάνεις πιστεύοντας σ’ αυτό,ώστε να έχει μεγαλύτερες ελπίδες να πετύχει η πολιτική μας.
ΑΡΗ.
Σύντροφε Ιωαννίδη γι αυτό είμαι εδώ,για να συζητήσουμε και να καταλάβω εγώ μερικά πράγματα και να καταλάβετε εσείς άλλα,ώστε να συμφωνάμε σε όλα τα μεγάλα θέματα.Για να καταλάβω όμως πρέπει να μου εξηγήσετε όπως σας εξηγώ εγώ τη δική μου θέση.Γιατί πρέπει να σας πω ότι μέχρι τώρα δεν καταφέρατε να μου αποδείξετε πως έχουμε δίκιο να σερνόμαστε σαν τα σκυλάκια πίσω από τους Αγγλους.Εχτός κι αν δεν ξέρω κάτι, αν έγινε τίποτα και δε μου το είπατε.Και αν συμβαίνει κάτι τέτιο δε θάπρεπε να το ξέρω κι εγώ για να δικαιολογώ και στον εαυτό μου και στους άλλους τη στάση μας; Στο στόμα με κυττάνε οι Καπετάνιοι όταν κάνετε κάτι που δεν το θεωρούνε σωστό.Τι να τους πω που δεν ξέρω τίποτα; Κάθε που έρχεται στο βουνό κάποιος από την Αθήνα, μαζεύονται απόξω από τη σκηνή μου όσο εγώ κουβεντιάζω μαζί του και περιμένουνε να πω κάτι που να δικαιολογεί εκείνα που στη συνείδηση τους είναι αδικαιολόγητα.Κι εγώ δεν έχω να τους πω τίποτα.
ΣΙΑ.
Και σαν τι είναι αυτά τα αδικαιολόγητα;
ΑΡΗ.
Σύντροφε Γραμματέα σου τα έχω γράψει πολλές φορές όταν γίνονται.Το πότε έτσι πότε αλλιώς με το Ζέρβα,η αντιφατική μας πολιτική για τους προδότες και τους εκμεταλλευτές του λαού,και κυρία που άλλο λέμε στις αποφάσεις των συνεδρίων μας και στις ντιρεχτίβες,κι άλλα ζητάμε στην πράξη να γίνονται. Τα ξέρεις,κι αν ήρθα κάτω δεν ήρθα γιατί το θέλατε μόνο  εσείς,αλλά είμαι κι εγώ που το ήθελα,για να σας πω κι εγώ μερικά πράγματα.Λυπάμαι αν θα αας στενοχωρήσω,όμως πρώτα έχω εγώ στενοχωρηθεί πολύ με αυτά.Δώστε μου μέρος να πατήσω. Δώστε μου κάποια εζήγηση που να τη δεχτεί το αντάρτικο μυαλό. Εδώ σύντροφοι βγήκαμε στο κλαρί όχι για να διεκδικήσουμε την εξουσία από τους Γερμανούς,αλλά από τον μονωπωλιακό Καπιταλισμό.Και σεις ετοιμαζόσαστε να στείλετε αντιπροσώπους μας στη Μέση Ανατολή για να φτιάξουμε κοινή Κυβέρνηση με τους αγγλόδουλους φασίστες.
ΙΩΑ.
Αν δεν πάμε με τα νερά των Αγγλων Αρη,δυσκολεύουμε την πολιτική της Ρωσσίας.Βέβαια η Ρωσσία δε μιλάει,αλλά ο καθένας πρέπει να καταλαβαίνει τι την συμφέρει.Και κείνο που την συμφέρει τώρα είναι οι καλές σχέσεις με τους συμμάχους,αλλιώς αυτοί είναι ικανοί να στραφούν εναντίον της είτε με τους Γερμανούς μαζί,είτε μονάχοι τους όσο αυτή ακόμα είναι αδύναμη.
ΑΡΗ.
Θα εξαρτήσουν από τη στάση της Ελλάδας οι σύμμαχοι αν θα επι-τεθούν στη Ρωσσία; Αν το μπορούσαν οποιαδήποτε στιγμή θα το έκαναν.Δεν μπορούν γι αυτό δεν το κάνουν.Οπλίσανε τη Γερμανία, την ξαμολύσανε ενάντια στη Ρωσσία,δεν πετύχανε,πάει αυτό για τώρα. Τώρα ούτε οι ίδιοι είναι ικανοί για μια τέτια περιπέτεια.Οσο για το που δε μιλάει η Ρωσσία σύντροφοι,αυτό για μένα θα πει πως μας αφήνει να κάνουμε ό,τι εμείς αποφασίσουμε.Και εμείς πρέπει ν' αποφασίσουμε να κάνουμε εκείνο που είναι ο σκοπός μας-να πάρουμε την εξουσία.Οι δυνάμεις της λαϊ¬ επανάστασης είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν όλους τους εχθρούο τους.Θα βοηθήσουμε τη Ρωσσία με το ν' αφήσουμε να χαθεί τούτη η ευκαιρία ή δίνοντας της μια σοσιαλιστική Ελλάδα που θα είναι ένα ακόμα κάστρο για αντίσταση στις επιθέσεις του καπιταλισμού που αν όχι σήμερα θα γίνουν αύριο; Πρέπει λοιπόν να χάσουμε την επανάσταση γιατί, όπως εσείς το βλέπετε το πράγμα,το θέλει η Ρωσσία αυτό; Μα και να τόθελε γιατί θα την ακούγαμε; Δε θα κυττάξουμε το δικό μας συμφέρον; Και ττονο είναι το συμφέρον μας;Αυτό όλοι το ξέρουμε.Και τώρα πάμε-πάτε να παραδώστε το στρατό μας στους Αγγλους.Γιατί;
ΣΙΑ.
Οι καιροί απαιτούν μιαν αστικοδημοκρατική ειρηνική νόμιμη εξέλιξη.Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με μια αυτοκρατορία.
ΑΡΗ.
Περιμένετε δηλαδή να παραδώσετε το στρατό μας στους Αγγλους και αυτοί τότε να μας δώσουνε σ’ αντάλλαγμα την ελευθερία και τη δημοκρατία; Μα δεν καταλαβαίνετε πως δίνοντας το στρατό μας στα χέρια των Αγγλων έχουμε χάσει κιόλας την ελευθερία μας;
ΣΙΑ
Μη μιλάς για παράδοση και για τέτιες σαχλαμάρες. Θα δια-πραγματευτούμε.Θα κάνουμε συμφωνίες.Θάχουμε χαρτιά στα χέρια μας.
ΑΡΗ.
Κι αν σας υποσχεθούν κάτι οι Αγγλοι στη Μέση Ανατολή πρέπει να τους πιστέψετε;  Ούτε τα μικρά παιδιά δε  θα πίστευαν τους Αγγλους.Και κανένας αντάρτης.Η ηγεσία του ΚΚΞ θα τους πιστέψει;
ΣΙΑ.
Πρέπει να σεβαστούμε τον συμμαχικό συνασπισμό των αντιχιτλερικών δυνάμεων.
ΑΡΗ.
Να είμαστε φίλοι με κείνους που είναι φίλοι μας ναι. Να σε- ' βαστούμε συμμάχους που είναι σύμμαχοι ναι. Αυτό είναι φιλία και συμμαχία.Μα να παραδίνουμε τη δύναμη μας στους καπιταλιστές Εγγλέζους που το μόνο που κυττάνε είναι πώς θα μας φάνε,αυτό δεν είναι σεβασμός,αλλά υποταγή.Αυτή δεν είναι επανάσταση σύντροφοι.Αυτή είναι μικροαστική αντιεπαναστατική νοοτροπία.Δίνετε την εντύπωση πως φοβόσαστε τον επαναστατημένο λαό μας και προτιμάτε να τον ξεφορτωθείτε παραδίδοντας τον στον Τσώρτσιλ.
ΣΙΑ.   
Θα μπορούσα να σε σκοτώσω γι αυτό που είπες.
ΑΡΗ.
Κάτσε κάτω σύντροφε Γραμματέα. Αν λυνότανε το πρόβλημα με τον θάνατο μου εγώ ο ίδιος θα σου ζητούσα να με σκοτώσεις.Εδώ όμως έχουμε ένα πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί από ζωντανούς. Πάτε να πουλήσετε τον αγώνα μας και ο λαός αυτό δεν το θέλει.
ΤΖΗΜΑΣ
Αρη μην τα χοντραίνεις.
ΑΡΗ.
Δεν τα χιντραίνω σύντροφε Τζήμα. Έτσι είναι τα πράγματα.
ΣΙΑ.
(δυνατά)
Αφήστε τον αφού θέλει να τα βλέπει έτσι.
(Βγαίνει)
ΤΖΗ.
Είναι δυσάρεστο να φτάνουν εκεί τα πράγματα. Αρη κανείς δεθέλει να πουλήσει τον αγώνα.
ΑΡΗ.
Πώς όχι ρε Τζήμα;Τι σόι κυρέρνηση θα κάνουμε εμείς με τους αστούς; Η φωτιά με το νερό κολλάνε;
ΤΖΗ.
Δεν έχουμε να πάθουμε τίποτα με το να φτιάξουμε μια κυβέρνηση  με τους Αγγλους.
ΑΡΗ.
Πώς δεν έχουμε να πάθουμε τίποτα; Στέλνοντας εκεί αντιπροσώπους μας για καινούργια κυβέρνηση, αυτόματα δεν παραδεχόμαστε την διάλυση της δικής μας;
ΤΖΗ.
Ναι, έτσι είναι.
ΑΡΗ.
Τότε γιατί την κάναμε; Αντί να την κάνουμε από κυρέρνηση του βουνού κυβέρνηση όλης της Ελλάδας και να μην αναγνωρίσουμε καμιά άλλη, εμείς πάμε και την προσφέρουμε σφαχτάρι στο σφαγείο των Αγγλων και των μπράβων τους των Κανελλόπουλων, των Βενιζέλων,των Παπανδρέηδων και δεν ξέρω ποιων άλλων. Κι όλ’ αυτά ενάντια στη θέληση του λαού.
ΙΩΑ.
(δυνατά)
Ενάντια στη θέληση του λαού είναι η δική σου ταχτική. Εσύ είσαι που πας ενάντια στη θέληση του Κόμματος-και ο λαός είναι το Κόμμα.Κι ήρθες εδώ με σκοπό να επιβάλεις την άποψη σου. Μα εδώ δεν είναι βουνό Αρη! Εδώ είναι πόλη.Και οι συνθήκες στην πόλη δεν είναι ίδιες με του βουνού. Οι συνθήκες στην πόλη απαιτούν πολιτικοποίηση. Κι όταν θάρθει ο καιρός να παρθεί η εξουσία αυτό θα γίνει από το προλεταριάτο κι όχι από την αγροτιά. Κράτα τη γνώμη σου για τον εαυτό σου. Εμείς είμαστε που παίρνουμε τις αποφάσεις. Εσύ να βλέπεις το στρατό μόνο.
ΑΡΗ.
Σύντροφε Ιωαννίδη τον βλέπω τον στρατό και όπως γνωρίζεις είναι στρατός δυνατός και ανίκητος. Ομως τι να τον κάνω; Τι να τον κάνουμε; Τι τον θέλουμε αφού δεν τον χρησιμοποιούμε; Τι τον θέλουμε;Τι ,που πάμε και τον δίνουμε δώρο στους Αγγλους;
ΙΩΑ
Δεν τον δίνουμε κανενός.Ο στρατός δεν θα πάθει τίποτα από τη συμμετοχή μας στην κυρέρνηση. Καθόμαστε εδώ και σε ακούμε τη στιγμή που το Κόμμα έχει να πότρει αποφάσεις και να κάνει χειρισμους δύσκολους και καθοριστικούς για την παραπέρα πορεία του. Και ήρθαμε εδώ και σε ακούμε να μας βρίζεις και να μας κατηγορείς πως ττουλάμε τον αγώνα και πως προδίνουμε το λαόκαι το Κόμμα. Και μεις σ' ακούμε και σε ανεχόμαστε. Ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας σηκώνεται και φεύγει για να μη φτάσει τα πράγματα στα άκρα, και αυτό δεν το υπολογίζεις καθόλου. Και εξακολουθείς να βρίζεις και να προσπαθείς να γίνεις ακουστός και να περάσεις τις απόψεις σου τις αντίθετες σε κάθε Μαρξιστική θεωρία. Ο μόνος που δεν έχει δικαίωμα να μιλάει είσαι εσύ.
Γιατί είσαι δηλωσίας. Και αν    κάποιοι είναι προδότες αυτοί είναι οι δηλωσίες, όχι εμείς.
ΑΡΗ.
Σύντροφε Ιωαννίδη ,τόχω πει από καιρό στο σύντροφο Γραμματέα,και το ξαναλέω σήμερα και σε σένα. Η δήλωση μου βρίσκεται στα χέρια σας. Οποτε θέλετε κάνετε ένα κομματικό δικαστήριο και δικάστε με.Σε όποιαν απόφαση του θα υπακούσω χωρίς συζήτηση Οισυνθήκες όμως του αγώνα μας μου έχουν δώσει τη θέση του αρχηγού του αντάρτικου. Από τη θέση μου αυτήνε δε θα πάψω να μιλάω και να λέω τη γνώμη μου. Και δε θα πάψω να προσπαθώ να σας αλλάξω μυαλά και να δείτε τα πράγματα όπως τα βλέπει ο λαός μας και όπως τα βλέπουν οι καπεταναίοι μας.
Δε χρησιμοποίησα εγώ τη λέξη προδοσία σύντροφε Ιωαννίδη. Μιας και συ την ανάφερες όμως, σου λέω πως αυτή βίναι η λέξη που ταιριάζει στις αποφάσεις σας.
Ο στρατός κάθε χώρας είναι η μόνη δύναμη της σύντροφε Ιωαννίδη, και η μόνη εγγύηση για την ανεξαρτησία της.  Και σεις το στρατό αυτόν πάτε να τον δώσετε στους Αγγλους.  ι αν ο στρατός αυτός αποτελείται από αγρότες κύρια,αυτός δεν είναι λόγος να μη τον αξιοποιήσουμε.Οι αγρότες απέξω και οι εργάτες δουλεύοντας μέσα από τις πόλεις, όλοι μαζί θα καταλάβουμε την εξουσία.Και ύστερα βάλε τους αγρότες και τους εργάτες καθένανε στο πόστο που του πρέπει κατά πως οι κανόνες οι επαναστατικοί το καλούνε.Οπως και να το κάνεις όμως,ο λαός θα έχει την εξουσία στα χέρια του είτε είναι αγρότης,είτε είναι εργάτης. Αλλάξτε ταχτική σύντροφε Ιωαννίδη.Ποιος σας έδωσε την άδεια να μπείτε στην ίδια κυβέρνηση με τους Αγγλους-υποταχτικοί τους; Αυτό μόνο οι ταγματασφαλίτες το θέλουνε,και ο Παπανδρέου ο κερατάς που βρωμάει φασιστική σαπίλα ολόκληρος. Επειδή το θέλουν αυτοί θα θάψουμε το κίνημα μας;Κι αφού δε χρησιμοποιούμε το στρατό,τότε γιατί τον φτιάξαμε; Γιατί να ξεσηκώσουμε τα παλληκάρια και να τα στέλνουμε στο θάνατο αφού απ' αυτόνε δεν πρόκειται να βγει τίποτα καλό για το λαό της Ελλάδας; Για ποιο λόγο να μας τρώει η ζέστα και το κρύο,η πείνα και η ψείρα εκεί πάνω στα βουνά; Η νίκη είναι δική μας σύντροφε Ιωαννίδη.Αυτό σας το υπόσχομαι εγώ.Αρκεί να τολμήσουμε.Τόλμη χρειάζεται σύντροφε Ιωαννίδη. Τόλμη! Τόλμη! Τόλμη!
ΙΩΑ.
Ορίστε λοιπόν,ας πούμε ότι δεν τολμάμε εμείς και τολμάς εσύ. Τι θάκανες;
ΑΡΗ.
θα σου πω αμέσως σύντροφε Ιωαννίδη τι θάκανα. Πρώτα θα δήλωνα στα φασιστικά και καπιταλιστικά σκυλιά της Μέσης Ανατολής πως δεν πρόκειται να στείλω κανένα εκπρόσωπό μου εκεί πέρα.Η Ελλάδα είναι εδώ,εκείνοι φύγανε,αν θέλουν κάτι ας έρθουν αυτοί εδώ,και τότε τα συζητάμε,όταν αυτοί έρθουν γυρεύοντας για κάτι. Αμέσως μετά κάνω την ΠΕΕΑ κυβέρνηση επίσημη της Ελλάδας.Και δεν αναγνωρίζω καμιάν άλλη.Κάνω συμμαχία με τους Αλβανούς και τους Γιουγκοσλαύους που μας παρακαλάνε και μεις τους διώχνουμε.Βάζω τους Αγγλους στη θέση τους στην Ελλάδα,που είναι θέση βοηθού και συμμάχου στο διώζιμο των Γερμανών και τίποτ' άλλο. Φωνάζω απ' έξω όλα τα παιδιά της Ελλάδας όπου κι αν βρίσκονται,νάρθουν να βοηθήσουνε στη λεφτεριά της πατρίδας τους.Αυτά θάκανα σύντροφε Ιωαννίδη.Κι όταν οι Γερμανοί ξεκουμπίζονταν, τότε με το στρατό μου θάπιανα κάθε μέρος που θ’ αφήνανε φεύγοντας.Και πρώτο την Αθήνα.
ΙΩΑ.
Κι  αν  πάρεις  την  εξουσία πώς  θα την κράτησεις; θα σ'  αφήσουνεοι Αγγλοι; Μια αδύναμη Ελλάδα θα τα βάλει  μαζί τους;
ΑΡΗ.
Σύντροφε Ιωαννίδη νομίζεις πως μια ελεύθερη και δυνατή χώρα μπορεί να την πειράξει κανείς; Ποία Αγγλία θα ξεκινήσει νάρθει μόνη της να μας πάρει αν δεν τη φωνάξουμε εμείς; Γιατί τότε θάναι σα να μας κηρύχνει πόλεμο χωρίς κανένα λόγο.Οπως έκανε η Γερμανία.Και τότε είναι που θα ξεσηκωθεί ο κόσμος ολόκληρος ενάντια στους Αγγλους που απρόσκλητοι και ξεκομμένοι απόκάθε δίκιο ήρθανε ενάντια μας. Τότε όλοι οι δημοκράτες όλου του κόσμοϋ θα είναι φίλοι μας. Ενώ με την τωρινή συμπεριφορά μας όλους αυτούς τους κάνουμε εχθρούς μας. Και πρώτα τον Ελληνικό λαό.
Τότε όχι μόνο η Αγγλική,μα όλες οι αυτοκρατορίας του κόσμου να μας επίτεθούν,δε θα μας καταλάβουν. Αυτοκρατορίες δεν ήσαν η Γερμανική και η Ιταλική; Τις κάναμε να θυμούνται για πολύ τον Ελληνικό λαό.Κι αυτό χωρίς προετοιμασία,χωρίς ενότητα,χωρίς κυβέρνηση εκλεγμένη από τη βούληση του λαού,μόνο με την από φάση και με τη λεβεντιά των Ελλήνων.
ΙΩΑ.
Αρη δε βγαίνουμε πουθενά έτσι.Εσύ θα λες τα δικά σου και μεις τα δικά μας και δεν τελειώνουμε ποτέ.Ομως μας περιμένουνε κι άλλες δουλειές.Και μια απ' αυτές αφορά εσένα.Θα στόλεγε ο Γραμματέας αν δεν είχε φύγει.Στο λέω τώρα εγώ.Να ετοιμάζεσαι για την Πελοπόννησο.Το Κόμμα και ο λαός εκεί υποφέρουνε από τους ταγματασφαλίτες και οι οργανώσεις μας είναι μισοδιαλυμένες.Θέλουνε ενίσχυση.Αλλά θα τα πείτε και με τον ίδιο το Γραμματέα όταν ξαναιδωθείτε πριν φύγεις. Θα κυττάξω να τον καλμάρω με το Τζήμα και θα τα ξαναπούμε. Γεια χαρά.
(Βγαίνει)   
ΤΖΗ.     
Αρη τους τα ’πες πολύ σκληρά.
ΑΡΗ.
Οπως τους τα λέω και στα γράμματά μου.Εκεί δε μου απαντούν.Εδώ φεύγουν.Αδικα φωνάζω και στενοχωριέμαι μου φαίνεται. Αυτοί έχουνε χαράξει τη δική τους καταστροφική γραμμή.Πώς τους είδες;
ΤΖΗ
Δε σου απαντάνε γιατί δεν έχουν τι να πουν. Και συ πάλι,πολύ αντίθετα πας στο Κόμμα.
ΑΡΗ. 
Τζήμα,όταν κάποιος αγωνίζεται ενάντια στη στραβή γραμμή της ηγεσίας του Κόμματος,δεν αγωνίζεται ενάντια στο Κόμμα αλλά υπέρ του Κόμματος.
ΤΖΗ.
Και πώς ξέρεις Αρη εσύ στο βάθος ποιο είναι το συμφέρον του Κόμματος;
ΑΡΗ.
Αυτό που συμφέρει το λαό πρέπει να συμφέρει και το Κόμμα.Με αυτή τη βάση δε θα βγούμε ποτέ μπερδεμένοι.
ΤΖΗ
Πάμε και μεις τώρα. Σβύσε το φως.
ΑΡΗ
Πού στο διάολο τα βρίσκει τα σοκολατάκια που μασουλάει συνέχεια;
ΤΖΗ
Δεν ξέρω. Δε λέει.
(Βγαίνουν)

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ  
(συνεχίζεται)



Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Η ΔΙΑΦΟΡΑ

Εστόλιζον τον τάφον του ρόδων σκιαι
που εις πλησίον μνήμα εφύτρωνον.

Αυτό πολύ του εκακοφαίνετο διότι ήλπιζεν
ο θάνατος πως εξισώνει
και πως αφότου σφραγισθούν τα χείλη
ουκ ένι πλέον δούλος ουδ' ελεύθερος,
άρσεν και θήλυ.

Κι αν άρσεν δεν τον πείραζε να παραμείνει
όμως τον επηρέαζεν η διαφορά εκείνη-
δε θα μπορούσε άραγε
ν' ανθούν και εις αυτού τον τάφον ρόδα;

Μα δε βαρυέσαι..
δεν άλλαξε μίαν ολόκληρον ζωήν
θα άλλαζε στο θάνατον η μόδα;

ΠΕΡΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ

Γέρνουν πια οι χρόνοι πάνω μου βαρείς.
Άγνωρος εστήθη γύρω μου χορός.
Μια φωνή ακούω-μέσα μου θαρρείς-
πέρασε ο καιρός-πέρασε ο καιρός".

Στάθηκαν οι μέρες πια δε συναλλάζουν
κι ένας φόβος γύρω είναι φανερός
και τα πράγματα όλα σαν να μου φωνάζουν-
"Πέρασε ο καιρός-πέρασε ο καιρός".

Πλέον δεν αρχίζει τίποτε-το τέλος
έχει σ' όλα δώσει, κρύος, φθονερός,
ένας πικροχάρος όπου σαν Οθέλλος
κράζει τρομερός: "ΠΕΡΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ!"

ΠΑΙΔΕΥΩ

Είμ' ένα ον διστακτικό κι απίστευτα δειλό
μιαν έκφραση στο πρόσωπο θλιμμένη πάντα έχω
σπάνια, βαριά και βαρετά σα μου μιλούν μιλώ
κι από παρέες ζωηρές κι ευτράπελες απέχω.

Οι φίλοι μου μ' αφήσανε μονάχο από καιρό
και για να διασκεδάσουνε μόνο με πλησιάζουν
γιατί στις απαιτήσεις τους πάντοτε υποχωρώ
καθώς μ΄ ενέργειες πρόστυχες φριχτά μ' επηρεάζουν.

Αρπαχτικά κοιτώντας με με βλέμμα κορακίσο
φανταστικά προβλήματα μου βάζουνε να λύσω.
Κι εγώ πολύ προσέχοντας μη κι ίσως τους προσβάλω
κι ιδέα μη θέλοντας καμιά στο νου τους να τους βάλω
τα ψέματά τους τα πολλά πως διόλου δεν πιστεύω
με ανύπαρκτα προβλήματα τη ζήση μου παιδεύω.
ΤΣΑΚΙΖΕΙ

Πώς διαλύει το βράχο
φουρνέλου φωτιά…
πώς δρεπάνι θερίζει
και σωρεύει σοδειά…

πώς φουρτούνα χιμάει
και χαλά το καράβι
και στης θάλασσας τ' άγρια
κρύα βύθη το θάβει…'

κάστρο πώς αντρειωμένο
καταιγίδα γκρεμίζει-
έτσι χτύπημα μοίρας
τη ζωή μας τσακίζει.
Η ΑΝΥΨΩΣΗ

Αν μεθούσαμε όλοι
ώστε κανένας να μην μπορεί να σκεφτεί
για μια ώρα έστω
την ώρα εκείνη η γη θ' αλάφρωνε
γιατί όλοι τότε θα αιωρούμασταν
μερικές δεκάδες μέτρα
πάνω από το χώμα
το καλυμμένο με όπλα
με χρήματα
και με δικογραφίες.
ΤΗ ΜΑΤΩΝΟΥΝ

Μια γυναίκα μεθυσμένη
πα' στο δρόμο ξαπλωμένη`
ξερατά στο φόρεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.

Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα της να φέρνω`
τέτοιες μνήμες με πληγώνουν-
με δονούν, μ' αναστατώνουν.

Απ' το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που, πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: σήκω μάνα!"

Τέτοιες μνήμες-α-δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω`
είμαι γέρος-με πληγώνουν`
την καρδιά μου τη ματώνουν.
ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ

Υπάρχουνε πανέμορφοι κάτι ανθολειμώνες
που ριζωμένοι σε ψηλά κι απέραντα οροπέδια
ανθούνε ασταμάτητα κι άνοιξες και χειμώνες
χωρίς, καμία διακοπή και ούτε  ιντερμέδια.

Σε τέτοον ένα θα 'θελα λειμώνα εγώ να ζήσω
τόσο όσο κάνει μια πνοή αγέρα να φυσήσει
και τις χαρές του θα 'θελα για τόσο να τρυγήσω
όσο ένα γέρικο κορμί κάνει να ξεψυχήσει.
Ο ΚΡΙΤΗΣ

Κριτή εσύ που κρίνεις τα γραφτά μου
να ξέρεις ότι δε θα σκοτιστώ
αν άξιο συ μου κρίνεις το μιστό
ή με μανία τα πατήσεις χάμου.

Δε γράφτηκαν για σένα όλα τούτα.
Ανάγκη είχε για δόσιμο η ψυχή
και τα 'δωσε ως πιστός την προσευχή
κι όπως το δέντρο ξεχειλίζει φρούτα.

Γι αυτό κριτή σου λέω πως δεν αξίζει
με τέτοιες ιστορίες ν' ασχοληθείς
και κάνε όπως κάνει ο καθείς
που βλέπει, προσπερνά και δε σκαλίζει.

Προσπέρνα. Μα σκοπό τέτοιο αν δεν έχεις
πρόσεξε-στ' άγγιγμά τους θα καείς
(κι αν όχι τότε είσαι αδαής
και πάλι πρέπει απ' αυτά ν' απέχεις).
ΠΕΡΙΤΤΕΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ

Την οργή θα μοιράσω σ' αδιάβατα μέρη
κανείς που δεν ξέρει
και σκότος θα βάλω στο φως του ηλίου
μηνός Ιουλίου.
Ακτίνα μιλίου
θα ναρκοθετήσω εδάφους φιλίου.
Σ' αθώου το χέρι
ματωμένο θα βάλω από φόνο μαχαίρι.

Με μύρα της λύπης χαρές θα μυρώσω
και δόξα θα δώσω
σ΄υπάρξεις μωράς, ταπεινάς κι αδεξίας-
σ' υπάρξεις γελοίας.
Σ' αδόλου φιλίας
το φάσμα θα πέμψω υστεροβουλίας
και θα καμαρώσω
κόσμο ένα που μοιάζει του κόσμου μας τόσο.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

ΕΚΕΙΝΗ

Στον κρύο βοριά που παγώνει τα χνώτα
το τραίνο ακώ που αργά πλησιάζει`
θεριό αγριεμένο στη νύχτα φαντάζει
-αστράφτοντα μάτια τα δυο του τα φώτα.

Σταμάτησε' πάνω του μία κοκότα
με μάτια μεγάλα σκληρά με κοιτάζει
με κάποιαν που γνώρισα κάποτε μοιάζει
που πήρε από μένα τα χάδια τα πρώτα.

Το τραίνο ξεκίνησε' μα ξύπνια μ' αφήνει
μια μνήμη που έμοιαζε για πάντα νεκρή`
και νιώθω στο στόμα μια γεύση πικρή

καθώς σαν σε όνειρο βλέπω εκείνη
μ' αδιάντροπο ύφος να μου μιλά
το μάτι να κλείνει-να μου γελά.
ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Στο θέατρο πηγαίνουμε να βρούμε
τον κόσμο που θα έπρεπε να ζούμε-
τον κόσμο το σωστό, δίχως ψέματα,
γυμνόν και βουτηγμένον στα αίματα.

Η εικόνα η ζωντανή μας συναρπάζει
κι εντός μας λεωφόρους νέες χαράζει-
για μια ζωή με δίχως προσχήματα
το θέατρο μας δίνει μαθήματα.

Μα τίποτα με τούτο δεν αλλάζει.
Ανέκκλητα η μοίρα μας αρπάζει
τα όποια του θεάτρου ωφελήματα
καθώς ναυαγισμένους τα κύματα.

Και πριν από την αίθουσα να βγούμε
το όποιο μάθημά μας ξεχνούμε-
στα ένοχά μας λάμπουν τα βλέμματα
τα ίδια θλιβερά προμαντέματα.
ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ

"Στον ίδιο παρονομαστή".
ποτέ δεν είχε νοιώσει τι εσήμαινε
η έκφραση αυτή. Σήμερα μόνο
και μόλις σήμερα ένιωσε τον πόνο
που στη φωνή εξεχώριζεν εκείνων
όταν τη φράσιν εξεστόμιζαν αυτήν.

«στον ίδιο παρονομαστή!»
κατάλαβε τουλάχιστον
μια φράση παραπάνω τι σημαίνει.
Είναι και τούτο κάτι
για όσους βρίσκονται ανελέητα
στον ίδιο πάντα παρονομαστή.
ΕΑΣΟΝ

«Έαρ: άνοιξις.
Έασον: προστακτική του ρήματος εάω-εώ.
Τηλικούτος…»
έκλεισε το βιβλίον.
Αυτό το «έασον»
πολύ του ήρεσεν.
Αληθώς
ήτο ό, τι επί τόσον χρόνον ανεζήτει.
«Αφήνω» δεν του ήτο αρεστόν`
μα «έασον» θαυμασίως ήρμοζεν εις πάντα.

Κατά πρώτον έασε τον θεόν
(τούτο αρκούντως τον εδυσχέρανε)`
τα υπόλοιπα ήσαν εύκολα:
έασεν τα μαθήματά του (πολύ τον εβασάνιζαν)
έασεν τον θάνατον,
τας συνηθισμένας ηδονάς,
την συνείδησίν του.

Τίποτε πλέον δύσκολον δεν ήτο
με την θαυματουργόν αυτήν λέξιν ως όπλον
διότι την ησθάνετο ιδικήν του
και ως εκ τούτου την εχειρίζετο
όσον ουδείς θα ηδύνατο
αποτελεσματικώς.
ΚΟΜΟΤΗΝΗ

Όταν του στείρου πέλαγου των πόθων η πλημμύρα
με τα μικρά της κι ύπουλα με ζώνει κυματάκια
μονάχος βγαίνω στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια
της πόλης όπου άγνωστον με πέταξεν η μοίρα.

Καθώς τα μάτια στα μικρά τα σπίτια τους γυρίζω
κάτι θολές βλέπω μορφές στα τζάμια να κολλάνε
και μ' ένα βλέμμα ανέκφραστο τους δρόμους να
κοιτάνε
λες και μαγνήτης τις τραβά το χρώμα του το γκρίζο.

Σα ζωγραφιές νοσταλγικές μοιάζουν και λυπημένες
που ο χρόνος τους επέρασε κι είναι μισοσβησμένες 
και τόσο είναι θλιβερές που λες πως όταν βρέχει
δεν ειν' οι στάλες της βροχής στα τζάμια που κυλάνε
αλλά το δάκρυ απ' τα θολά τα μάτια τους που τρέχει
καθώς αυτές ασάλευτες τους δρόμους τους κοιτάνε.
ΔΕΥΤΕΡΑ

Κάθε Δευτέρα στη δουλειά πηγαίνοντας φοβάμαι
για το ρεπό της Κυριακής πως πρέπει να πληρώσω-
πως λόγο σ' έναν άτεγκτο κριτή πρέπει να δώσω
για δύο ώρες πιο πολύ που, Κυριακή, κοιμάμαι.

Αφήνοντας απείραχτα τα δυο βρασμέν' αυγά μου
νωρίτερ' από άλλοτε εις τη δουλειά πηγαίνω
και τη φωνή του διευθυντή ν' ακούσω περιμένω
ενώ σωροί από χαρτιά στοιβάζονται μπροστά μου.

Μα ως πάντοτε και σήμερα τίποτα δε συμβαίνει
Η μέρα όσο προχωρεί σαν πάντοτε βαραίνει
σαν πάντοτε λαλίστατο έρχεται το γκαρσόν

κι απ' το γραφείο το διπλανό θ' ακούσω όπου και να 'ναι
τον ήχο που στο πάτωμα κάνει το τιρμπουσόν
όταν, αφού ανοίγουνε τις σόδες, το πετάνε.
ΕΣΤΩ

Το όραμα του Παρελθόντος
ας έλθει
αφού τόσον το επιθυμεί.

Και ας φέρει μαζί του τας Ελπίδας όλας
και τας Ηδονάς.

Εις τίποτε δεν θα με βλάψει.
Εμένα μου αρκεί
να σφογγισθεί καλώς προτού εισέλθει
διότι το Παρόν το διατηρώ-
έστω με μεγάλους κόπους
καθαρόν.
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Ζηλεύω αυτούς που όταν χτυπήσει το τηλέφωνο
είτε στην τσέπη το έχουν ή στο σπίτι
το παίρνουν με μιά κίνηση αμέριμνη
κι "εμπρός" ακόμα και γελώντας λένε.

Άραγε δεν φοβούνται πως η μοίρα τους
μπορεί κι από μακριά να τους χτυπήσει;
Άραγε υπάρχουν κάποιοι που προσμένουνε
κάτι καλό από άλλονε ν' ακούσουν;

Υπάρχουνε γι αυτούς ώρες ευφρόσυνες
όπως ξωθιές υπάρχουν μες στα παραμύθια;
Ο τρόμος με το χτύπο του τηλέφωνου
δεν έχουνε γι αυτούς ακόμα σμίξει;

Μία φορά ας γινότανε να σήκωνα
έτσι κι εγώ το τραγικό τηλέφωνό μου
να 'χω να λέω πως έχω μες στη ζήση μου
για μια μόνο στιγμή τον τρόμο διώξει.
20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΗΜΕΡΑ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

的形容词。那么,希腊朋友们,
如果你想要学习或者正在学习
中文普通话,或者你对中
中国文化很感兴趣,这里是资料

们倾心为你打造的网站。
我们乐于在此分享 我们对中
文及中国的了解与喜爱,
并且提供中文字典及书籍的连接

地址。美中不足的是,
由于希腊语汉语参考资料
有限,开始我们将使用英语。
如果你就是中国人而且愿意

帮  改

18-4: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Πολιτισμό εμείς; Γεμάτοι!
Μας ξεχειλάει απ’ τα μπατζάκια.
΄Οπου σταθείς κι όπου γυρίσεις
«δρώμενα» και πανηγυράκια!

Φουστανέλα και χορός-
τσάμικος είτε συρτός-
να! ο πολιτισμός μας όλος
ο παγκόσμια φεγγοβόλος!
(συνέχεια "Καραϊσκάκη")

ΔΕΡΒΕΝΟΧΩΡΙΑ

Τις μέρες κείνες ο Καραϊσκάκης
Επήρε άσχημο ένα μαντάτο.
’Χάθη η γυναίκα του μετά τη γέννα
κι αφού ένα διάδοχο του ’χε χαρίσει,
Τρίτο παιδί μετά απ’ τις δυό του τσούπρες.
Όλα στραβά κι ανάποδα του ’ρχόνταν.
Λίγη χαρά πηρε από τούτο μόνο:
Καθώς πεινούσανε τα παλληκάρια,
Στέλνει τον αντρειωμένο Λυκογιώργη
Να πέσει μέσα στα Δερβενοχώρια.
Ηξερε πως στα Σκούρτα ο Κιουτάγιας
Είχε τις αποθήκες του στρατού του.
Του λέει:"Αδερφέ, πεινάει τ’ ασκέρι.
Πάρε λοιπόν μαζί σου χίλιους άντρες,
κι άδειασ’ του Κιουταχή τις αποθήκες".
Τόσο αναπάνταχα ο Λυκογιώρνης
Νύχτα, επάτησε τ’ ορδί των τούρκων,
που όλα αυτοί τ’ αφήσανε και φύγαν.
Μουλάρια κι άλογα, μπόλικα βόδια,
Και γιδοπρόβατα δέκα χιλιάδες,
Οι πιό πολύτιμοι αιχμάλωτοι ήσαν
Για τους δικούς μας τις ημέρες κείνες.
Και δυό γραφές του Κιουταχή επιάσαν
που στον Βεζύρη έστελνε της Βούλας
Και γιατί αργούσε του δικιολογιόταν
Να πάει στο Μωρηά. Φαινόταν έτσι,
Πως οι ενοχλήσεις που ο Καραϊσκάκης
Εκανε στον μεγάλο αντίπαλό του
Φέρανε τ’ αποτελεσμα ετούτο:
Δεν έσμιξε ο Ρεσίτ με τον Μπραϊμη
Οπως σχεδίαζε η Μεγάλη Πόρτα,
Και του Μωρηά εκείνος δε βοηθήθη
Τη νέα Επανάσταση να πνίξει.


ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗ
ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Κι αν πήρε απόφαση ο Καραϊσκάκης
Να πάει τη Ρούμελη να λευτερώσει,
Μα δεν ξεκίναγε αν της Αθήνας
Δεν εδυνάμωνε πρώτα το Κάστρο.
Και τώρα ένας λόγος παραπάνου
Γιατί εμάθαινε πως απ’ τό Κάστρο,
Του Γκούρα οι άνθρωποι λιποτακτούσαν.
Κι όταν ο Γκούρας, ο παλιός οχτρός του,
Του ’στειλε τον Μαμούρη από μέσα
Να του μηνύσει πως ανάγκη πάσα
Να μπάσει μες στο Κάστρο ενισχύσεις,
Αμέσως καταπιάστηκε με τούτο.
Εφτανησώτες έπιασε διακόσους
Και τους φιλοτιμάει αυτοί να μπούνε
Γιατ’ ήταν μέσα και ο αρχηγός τους,
Ο Ευμορφόπουλος ο Διονυσάκης.
Κινάν αυτοί στις δώδεκα Σεπτέβρη
Αλλά γυρίσανε σε δύο μέρες
Γιατί οι μισοί κιοτέψαν, και οι άλλοι,
Νομίζοντας πως χάθηκαν οι πρώτοι
Γυρίσαν πίσω μη και πάθουν ίδια.
Λυπήθηκε κατάκαρδα ο Γιώργης
Για την απρόσμενη αποτυχία.
Φοβόταν μήπως οι Ακροπολίτες
Παραδοθούν-και τότε πάνε όλα.
Σε δυο βδομάδες ξεκινάνε άλλοι,
Τρακόσοι τούτη τη φορά νομάτοι.
Αλλά κι αυτοί δεν μπόρεσαν να μπούνε.
Μαθαίνει τώρα ο Καραϊσκάκης
ότι στον κόρφο μέσα της Κορίνθου
Μια δεκακάνονη στέκει γολέτα
που δυσκολίες θα του ’φερνε μεγάλες
Στις Μωραϊτικές του ανταποκρίσεις. 
Και τί σοφίζεται για να την πάρει;
Ρεσάλτο! Αγοράζει μία τράτα,
Την πάει απ’ τον Ισθμό με κατρακύλα,
Και στης Κορίνθου την πετά τον κόρφο.
Παίρνει και βάρκες και γεμίζει τσούρμο
Ετούτη την παράξενη αρμάδα-
Διακόσους, μ’ αρχηγό τον Παλιογιάννη.
Και νύχτα, στις δεκαεφτά Σεπτέμβρη,
Που η γολέτα ήταν στην Ιτέα,
Αθόρυβα οι δικοί μας την πλευρίσαν,
πάνω πηδήξανε,και την επήραν.

Στο μεταξύ σκοτώνεται ο Γκούρας.
Ο θάνατος αυτός του αρχηγού τους,
Διπλά εμαύρισε τη μαυρισμένη
Κιόλας ψυχή των πολιορκημένων.
Κι όλα τα μάτια βλέπουν σαν σωτήρα
Τον αρχιστράτηγο Καραϊσκάκη.
Και βάζουν το Γραμματικό του Γκούρα,
Τον Κωσταντίνο τον Αθανασίου,
Να γράψει γράμμα και να του το στείλει,
Μιλώντας για το θάνατο του Γκούρα
και την ανάγκη που ’χαν για βοήθεια.
Τώρα ο Κώστας ο Αθανασίου
Ητανε από κείνους τους ανθρώπους
Που γνώμη τάχα έχουνε για όλα
Και παριστάνουνε το διπλωμάτη.
Γι αυτό το λόγο ο Καραϊσκάκης,
Που μέσα σ’ όλα ήτανε ο πρώτος
Και στο να βγάζει τέλεια παρανόμια,
Κείνον τον είχε βγάλει Μετερνίχο-
Κι όλοι με τούτο τ’ όνομα τον ξέραν.
Ο Γκούρας είχε τώρα εφοδιάσει
πολλά λευκά χαρτιά τον Μετερνίχο
Υπογραμμένα, ώστε αν εκείνος
Επρεπε κάτι βιαστικό να γράψει
Κι ήταν μακριά για να υπογράψει ο Γκούρας,
Το έγραφε σε κείνα τα χαρτιά του,
Κι ήταν αυτόματα υπογραμμένο.
Ετσι και τώρα, σε χαρτί ένα τέτοιο
Το γράμμα έγραψε προς Καραϊσκάκη
Που ’λεγε για το θάνατο του Γκούρα
Και για την που χρειάζονταν βοήθεια.
Σ’ αυτονε που θα πήγαινε το γράμμα,
Είπανε σε κανένα να μη λέει
Για τη θανή του Γκούρα. Γιατί άμα
Στην Ελευσίνα τούτο μαθαινόταν
Κανείς δε θα ’θελε να μπει στο Κάστρο.
Φτάνει στην Ελευσίνα ο ταχυδρόμος,
Δίνει το γράμμα στον Καραϊσκάκη.
Τ’ ανοίγει εκείνος, βλέπει υπογραμμένο
Να ’ναι απ’ το Γκούρα, κι ύστερα φωνάζει
Κάποιον Γραμματικό να το διαβάσει.
Στο μεταξύ ρωτάει τον ταχυδρόμο:
"Τι κάνει ο Γκούρας ωρέ ταχυδρόμε;"
"Καλά ειναι" λέει εκείνος δακρυσμένος.
Τον βλέπει που ’κλαιγε ο Καραϊσκάκης,
Και άλλα βάζει φυσικά στο νου του.
"Ελα ωρέ ζάβαλη, μην κλαις", του κάνει,

Σε δέκα μέρες θα ’μαστε όλοι μέσα
Και θα γλεντάμε όλοι με το Γκούρα".
Αυτό ακούγοντας ο ταχυδρόμος,
Πιο δυνατά τα κλάμματα αρχινάει.
Πάλι του λέει ο Καραϊσκάκης:
"Μην ειν’ ωρέ η φαμίλια σου στο κάστρο;"
"Όΐ  Καπετάνιο μου". Και δος του κλάμμα.
«Μην έχεις μέσα ωρέ τη γκόμενά σου;
Ενοια σου και κανείς δε σου την παίρνει
Σε λίγες μέρες είμαστε όλοι μέσα".
Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο Δούκας,  
Απ’ τούς Γραμματικούς του Καραϊσκάκη,
Σκύβει στ’ αυτί του και του ψιθυρίζει:
"Σκοτώθηκε ο Γκούρας καπετάνιε".
"Πώς το ’μαθες ωρέ;" "Το λέει το γράμμα".
"Αυτό με την υπογραφή του Γκούρα;"
"Ναι Καπετάνιε μου", του λέει ο Δούκας.
Για λίγο έμεινε συλλογισμένος 
Το θλιβερό σαν άκουσε χαμπέρι.
Μα δεν κρατήθηκε και να μην κάνει
Τ’ αστείο του: "που να ’ξερα ο έρμος
πως τόσα γράμματα ο Μετερνίχος
Στο μακάριτη έμαθε το Γκούρα
Ώστε να γράφει και αποθαμένος…"

Μα πλέον  αναβολή τώρα δεν παίρνει.
Επρεπε δύναμη να μπει στο κάστρο.
Συνάζει και μιλάει στους Καπετάνιους:
"Καπεταναίοι, το κάστρο κιντυνεύει.
Αν θα το πάρουνε κι αυτό οι Τούρκοι,
Πάει κι η Ρούμελη, πάει κι η Ελλάδα.
Μον’ από μας προσμένει σωτηρία.
Κι άμα χαθεί από μας δεν ειν’ ντροπή μας;"
Όλοι συμφώνησαν και ο καθένας
Είπε πως θα ’δινε και τη ζωή του
Για να σωθεί το κάστρο της Αθήνας.
"Στοχάζουμαι λοιπόν Καπεταναίοι
Οτι εκείνος που θα έμπει μέσα
Θα πρέπει να ’χει νταιφά δικόν του-
Ανθρώπους έτοιμους ώστε όπου πάει
Αυτοί αρώτηνα ν’ ακολουθάνε.
Βλέπω πως τη δουλειά ετούτη δύο
Μπορούνε μόνο να τήνε τελειώσουν:
Ενας εγώ κι άλλος ο Κριεζώτης".
Του λεν ότι κανέναν δε συμφέρει
Να πάει να κλειστεί ο ίδιος μέσα.
"Εξόν αυτό" κάνει ο Καραϊσκάκης
"Εγώ πρώτη φορά πατώ εδώ πέρα.
Δεν ξέρω ούτε τόπο ούτε ανθρώπους
όπως ο αδερφός μας Κριεζώτης.
«Μπράτιμε», λέει ακόμα στον Κριεζώτη,
Λίγο στα σοβαρά λίγο στ’ αστεία
Για να τον κάνει να τ’ αποφασίσει,
"Η συ να μπεις στο Κάστρο και να πάρεις
Του Γκούρα τον παρά και τη νταλιάνα,
Ή μπαίνω εγώ. Αλλά εγώ φοβάμαι   
Μη δε με θέλει που ’μαι αρρωστιάρης      
Και χάσουμε τόσον παρά ωρ’ αδέρφι.
Μα σύ που είσαι νιός νταβραντισμένος   
Ξεκολλημό από πάνω σου δε θα ’χει".
Κι ο Κριεζώτης: "Καπτα-Καραϊσκο
Εγώ πρέπει να πάω. Γιατί αν η τύχη
Το φέρει να χαθεί όποιος έμπει μέσα,
Εγώ αν χαθώ, κακό δεν ειν’ μεγάλο.
Αλλ’ αν εσύ θα λείψεις Καπετάνιε
πάει κι η Επανάσταση μαζί σου".
(Νταλιάνα λέγοντας ο Καραϊσκάκης 
Του Γκούρα τη γυναίκα έννοούσε
Που ήτανε ψηλή, κομψή κι ωραία
Σαν ντουφεκιού ένα είδος που νταλιάνι
Το λέγαν κι ήτανε κι αυτό κι ωραίο,
Κι είχε κομψές γραμμές όπως εκείνη:
Το πιο όμορφο της εποχής ντουφέκι).
Μες σε μια πρόταση, μες σε δυό λέξεις,
πώς κλείνεται πολλές φορές η αλήθεια.
Και πόση δεν ταιριάζει τιμή να ’χουν
Όλοι εκείνοι που ’χαν καταλάβει
Πως ο Καραϊσκάκης ήταν μόνο
Η εγγύηση για νίκη των Ελλήνων.
Και πόσο η τιμή αυτή ανήκει
Ολη σχεδόν σ’ αγράμματους λεβέντες,
Και πόσο η ατιμία θα βαραίνει
Ολους εκείνους τους γραμματισμένους
Που αν και το ’χανε αυτό εννοήσει
Ούτε τ’ομολογούσανε ποτέ τους,
Μα και ζητούσανε να δυσφημίσουν,
Και μερικοί ακόμα να σκοτώσουν
Τη μόνη ελπίδα που ’χε η Πατρίδα.
Σαν άκουσε αυτά απ’ τον Κριεζώτη,
Τον αγκαλιάζει ο Καραϊσκάκης
"Αντε ωρέ λιοντάρι μου" του λέει.
"πήγαινε και θα δεις τον Καραϊσκάκη
Αν σ’ αγαπάει.  Θα σου ’ρθώ μια μέρα
Και δίνοντας μία κλωτσά στην πόρτα
Του Κάστρου, θα σου πω «Ωρ’ έβγα έξω,
πάει κι η καρα-Τουρκιά και ο Κιουτάγιας".



 Ο ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

Στις έντεκα Οχτώβρη ο Κριεζώτης
Παίρνοντας τετρακόσους νοματαίους
Στου Αλεξανδρή εμπήκε το καράβι
Για Πειραιά, κι έπειτα για το Κάστρο.
Με τρεις χιλιάδες ο Καραϊσκάκης
Ξεκίνησε κι αυτός την ίδια μέρα
Τραβώντας ίσα κατά το Μενίδι,
Τ’ ορδί για να χτυπήσει του Κιουτάγια
Ωστε οι Τούρκοι κατά κει να τρέξουν,
Δίνοντας ευκαιρία έτσι στους άλλους
Να μπουν στο πολυπόθητο το Κάστρο.
Κι όλα καλά πηγαίναν ως την ώρα
Που ’πρεπε οι τρεις χιλιάδες να ορμήσουν.
Τότε πολλοί απ’ τούς Καπεταναίους
κάνανε πίσω βρίσκοντας πως ήταν
παράτολμο τους τούρκους να χτυπήσουν
Που το στρατόπεδο τους ήταν, λέει,
Σαν αστακός καλά ωχυρωμένο.
"Ε,τότε, ας διαλέξουμε αδέρφια
Αυτούς που είναι πιο παλληκαράδες
Και πάω εγώ μπροστά, και οδηγάω".
Ούτε κι αυτό εκείνοι το δεχτήκαν.
Και βάζει πάλι μπρος ο Καραϊσκάκης
Το σχέδιο που σε τέτιες περιστάσεις
Έβαζε πάντοτε, δείχνοντας έτσι
Τη λεβεντιά και την παλληκαριά του,
Και δίνοντας να καταλάβουν όλοι,
Κι οι σύγχρονοι και οι κατοπινοί του
πόσα μπορεί ο ένας να πετύχει
Οταν χτυπά γενναία η καρδιά του.
Κι ακόμα εξηγάει αυτό, το λόγο,
Που όλα τ’ άξια του τα παλληκάρια
Είχαν όχι αγάπη, μα λατρεία,
Γι αυτόν τον αρρωστιάρη αρχηγό τους
Που πάσκιζε με την ψυχή στο στόμα
Το δρόμο το σωστό σ’ όλους να δείξει
Σε κάθε κίνδυνο πρώτος τραβώντας.
"Η ώρα ήρθε. Οποιος την πατρίδα
Την αγαπάει, κατόπι μου ας έρθει,
Να σώσουμε το κράτος της Αθήνας".
Κι ορμάει πρώτος με γυμνή την πάλα.
Πολλοί άλλοι τότες φιλοτιμηθήκαν
Κι αρχίσανε ξοπίσω του να τρέχουν.
Στο δρόμο ο Νότης Μπότσαρης δειλιάζει:
"Δεν πάω να χάσω ’γω τα παλληκάρια
Που έβγαλα μες απ’ το Μισολόγγι".
Και πισωγύρισε με τους δικούς του.
Φτάνουν απέναντι από τους Τούρκους
Μον’ εκατόν πενήντα παλληκάρια.
Τρεις μπαταριές ερίξαν όλες κι όλες
Ίσα για να τραβήξουνε τους Τούρκους
Κατά το μέρος τους, ώστε οι άλλοι
Να καταφέρουνε να μπουν στο Κάστρο.
Σαν υπολόγισε ο Καραισκάκης
Πως έπρεπε αυτό να είχε γίνει
Τραβάει πίσω με τα παλληκάρια.
Και πίσω γύρισε στην Ελευσίνα,
Απ’ τό Ζευγολατιό αφού περνώντας
Πήρε κι εκείνους που ’χανε λυγίσει.
Είχε με τον Κριεζώτη συμφωνήσει
Αν έσπαζε το μπλόκο και μπορούσε
Κι έμπαινε μες στο Κάστρο της Αθήνας,
Για σύνθημα να ρίξει εννιά κανόνια.
Φτάσαν στη Σαλαμίνα μεσονύχτι.
Πέρναγε η ώρα. Μάταια περιμέναν
Τους χαρωπούς ν’ ακούσουνε τους βρόντους.
Ολοι ελέγαν μέσα τους πως πάει,
Πως δεν επέτυχε κι αυτή η προσπάθεια.
Φαρμάκι έσταζε ο Καραϊσκάκης
Κι άυπνος έμεινε όλη τη νύχτα.
Μιλιά δεν έβγαζε από το στόμα.
Και να, πρωί, στις τέσσερες η ώρα
Αντήχησε η κανονιά η πρώτη.
Δευτέρωσε. Τριτώνει.Τετάρτωνει.
Κι ακούστηκε σε λίγο η ενάτη
Και τελευταία κανονιά να πέφτει.
Εσώθηκε το Κάστρο της Αθήνας.
Πηδάει ο ήρωας απ’ τή χαρά του
Σα να του χάρισαν όλο τον κόσμο.
Και όλοι ττους το ρίχνουνε στον ύπνο
Αυτού να του κολλήσει ύπνος δε λέει.
"Ωρέ Μαριώ φκιάσε ένα καφεδάκι
Και κάτσε ’δώ ν’ ακούσεις το σχέδιό μου.
Τώρα που εδυνάμωσε η Αθήνα
Κι αφού όλοι εδώ με κατατρέχουν.
θα πάω τη Ρούμελη να ξεσηκώσω..."
Της είπε… και της είπε… και της είπε.
Και της εμίλαγε ώσπου να φέξει.    
Κι έκανε σχέδια,  κι έπαιρνε αποφάσεις
Κι άλλοτε τ’ άλλαζε, γύριζε πίσω
Και πια ξανάρχιζε με άλλες γνώμες
και μ’ αλλες ταχτικές, που λες πώς τόσες   
Χωρούσαν εκδοχές στο νου αυτόνε.
Και άκουγε αμίλητη η Μαρία        
Τα όμορφα του ήρωα τα σχέδια.
Κι έχτιζε κείνος μες απ’ τή σιωπή της
Το μέγα κάστρο του, που τόσο λάλα   
Σ’ όλο τον κόσμο θα βροντοφωνούσε  
Τη Λεφτεριά της άμοιρης Ελλάδας  
Και του μεγάλου χτίστη της τη δόξα.
Και άκουγε αμίλητη η Μαρία        
Γιατ’ ήξερε-τής έλεγε η γυναίκεια
Η Φύση, κι η μεγάλη της αγάπη
Οι Γιώργηδες πως πρέπει να μιλάνε  
Και οι Μαρίες πως ν’ ακούνε πρέπει 
Γιατί τα λόγια αλλιώς πάνε χαμένα 
Και δε στεριώνουν πουθενά-δε δένουν.
Γιατί τα λόγια, μία αν δε θα βρούνε,     
Γυναίκα, ώστε μέσα της να μπούνε    
Κι εκείνη μέσα της να τα φυλάξει,
Να τα κλωσσήσει και να τα ζεστάνει
κι ως του μυαλού τις ρίζες νατα νοιώσει-
Γιατι τα λόγια ένα αυτί αν δε βρούνε,
Ευήκοο, σα να μη λεχτήκαν είναι.
Γιατί τα λόγια του άντρα είναι σπέρμα   
Οπου ξεχύνεται από το στόμα.   
Κι όπως σα βγει απ’ τα νεφριά το σπέρμα
πρέπει να βρει τον κόλπο της γυναίκας 
Κι αυτή να το δεχτεί οργώντας όλη    
Και μόνον έτσι νιά ζωή γεννιέται.
Ετσι κι ο λόγος απ’ τό στόμα του άντρα
πρέπει στο νου να δέσει το γυναίκειο
Κι εκεί ν’ αντριωθεί, να γίνει πράξη
Κι εκεί να μεστωθεί και να καρπίσει,
Και να φωτίσει, ν’ άψει, να φλογίσει.
Ετσι κι ο λόγος απ’ τό στόμα του άντρα.
Αλλιώς γιατί ο άντρας να μιλούσε… 


Αλλά εδώ αρχίζει η Μαρία     
Να μας μιλάει στο ημερολογιό της.
Εγώ στην πάντα στέκω και σωπαίνω.


Πριν όμως ας πω δυο λόγια για τη Μαρία. 
Όταν ο ωροδείκτης στο βιβλίο της Ιστορίας έδειχνε Ελλάδα και ο λεπτοδείκτης έδειχνε Φως, γεννήθηκε ο Καραϊσκάκης. Πάντοτε ήθελα να γράψω κάτι για τον Καραϊσκάκη. Και δεν έγραφα. Ώσπου…
Βρισκόμουν στην Αμερική. Στο Λος Άντζελες, 8741 Owensmouth, Canoga Park.
…Ωσπου μια μέρα, ψάχνοντας στον σκουπιδοτενεκέ της γειτονιάς μου για να βρω κάτι να φάω, η ματιά μου έπεσε σ’ ένα σιδερένιο, παλιό, σκουριασμένο, τετράγωνο κουτί.
Ητανε κλειδωμένο με μια χοντρή κλειδαριά, δυσανάλογα μεγάλη για ένα μικρό κουτί.
Παιδεύτηκα δυο μέρες να τ’ ανοίξω.Τέλος τα κατάφερα μ’ ένα σιδεροπρίονο.
Μέσα βρήκα ένα τετράδιο διπλωμένο στα δυο, με φύλλα κίτρινα και εύθραυστα από την πολυκαιρία, γραμμένα κι απ' τις δυο μεριές. Ηταν το ημερολόγιο της Μαρίας, της αγαπώς του Καραϊσκάκη. Πώς βρέθηκε εκεί; Πού να ξέρω. Ρώτησα τη μάνατζερ του συγκροτήματος των κατοικιών που έμενα αν ήξερε να κάθεται εκεί κοντά και κανένας άλλος έλληνας-δεν ήξερε.
Την ίδια μέρα που άνοιξα το κουτί, διάβασα όλο το τετράδιο. Τι ανέλπιστη τύχη! Να έχω πληροφορίες από πρώτο χέρι για τον Καραϊσκάκη!
Αυτό ήταν ένα γερό ερέθισμα για να κάνω εκείνο που πάντοτε ήθελα. Αρχισα λοιπόν να γράφω. Έγραψα για το μέρος της ζωής του ήρωα πριν γνωρίσει τη Μαρία-γιατί από κει και ύστερα, εκείνο που έκανα ήτανε ν’ αντιγράψω το τετράδιο της Μαρίας.
Έκανα μια διαλογή των γραφτών του ημερολογίου και αποφάσισα να μην περιλάβω στο βιβλίο μου τις γνώμες και τις σκέψεις της Μαρίας που δεν αφορούν αποκλειστικά τις σκέψεις και τις ενέργειες του Καραϊσκάκη, αν και είναι αξιόλογα και αυτά τα μέρη της διήγησης της Μαριώς. Τα φυλάω για να τα εκδώσω κάποια μέρα χωριστά.
Άφησα το κομμάτι τα διήγησης  που περιγράφει με λίγα λόγια την ζωή της μέχρι να συναντήσει τον Καραϊσκακη.
Ενδιάμεσα της διήγησης της Μαριώς, διακόπτοντάς την, θα παραθέτω στοιχεία που κατά τη διάρκεια της γραφής του ημερολογίου από τη Μαρια δεν ήσαν γνωστά, ή αν ήσαν δεν τα ήξερε η Μαρία.

…………………………………………………….
Μα πρέπει λίγα να ειπώ και για τον εαυτό μου
Ετσι που αν κάποιος κάποτε θα ’βρισκε τα γραφτά μου
Να ξέρει ποια ήταν αυτή που τα ’γραψε όλα τούτα-
Να ξέρει ποια η αγαπώ ήταν αυτή του Γιώργη
Που τόσο τον αγάπησε κι όλη την ύπαρξή της
Με τη δική του ύπαρξη τόσο σφιχτά είχε δέσει.
Από πατέρα Ελληνα γεννήθηκα στη Σμύρνη
Και κείνος μου εμπόλιασε το μίσος για τους Τούρκους
Και για το κάθε Ελληνικό την άφατη αγάπη.
Τουρκάλα η μάνα μου. Νωρίς το ’σκασε μ’ έναν άλλο
και μ’ άφησε τριώ’ χρονώ στα χέρια του κυρού μου.
Πεντέμιση ήμουνα χρονώ που ο κύρης μου επήγε
Μαζί και μένα παίρνοντας, στην Πόλη, κι είχε γίνει
Στο σπίτι του Σελήμαγα πρώτος Γραμματικός του.
Μέσα στα πλούτη έζησα και μες στα μεγαλεία
Αλλά χωρίς να θαμπωθώ απ’ αυτά, ή να ξεχάσω
Ό,τι ως τότε έμαθα-και πώς μπορούσα τάχα
Αφού ο πατέρας φρόντισε γράμματα να μαθαίνω
Μαζί με του Σελήμ τους γιούς-μαζί τους να σπουδάζω.
Οι πιο καλοί με δίδαξαν οι έλληνες δάσκαλοι.
Και από κείνους έμαθα όχι τη γλώσσα μόνο,
Αλλά και ό,τι στου Σελήμ τους γιους ποτέ δε λέγαν:
Για την παλιά ιστορία μας, τη δόξα την παλιά μας,
Για το Βυζάντιο, και μετά για τη σκλαβιά των Τούρκων Και για τα όσα οι Ελληνες τραβούσανε μαρτύρια.
Κι έμαθα πόσο οι Ελληνες τη Λεφτεριά ποθούσαν
Και πόσες προσπαθήσανε φορές να τηνε φέρουν.
Και διάβασα έργα πολλά αρχαίων και νέων Ελλήνων
Κι απ’ τούς σοφούς μας έμαθα που ειν’ οι πιό μεγάλοι
Απ’ όσους φάνηκαν  ποτέ στης γης τη φλούδα πάνου.
Μα όταν πήγα δεκαεφτά, σαν με μαχαίρι εκόπη
Το κάθε τι που ύφαινε για μένανε ως τότε
Ό,τι οι άνθρωποι ζωή θέλουν να λέν πως είναι:
Τον κύρη μου έστειλ’ ο Αγάς, το Μάη του ’κοσιένα
Να πάει στην Τριπολιτσά κι εκεί δουλειά του θα ’ταν
Να οργανώσει την Τουρκιά, για να μπορέσει λέει,
Ν’ αντέξει στο που πρόσμενε ασκέρι των ελλήνων.
Μα ο πατέρας μου, έλληνας, τους έλληνες βοηθούσε.
Τον πιάσαν και τον γδάρανε στη μέση της πλατείας.
Κι έμεινα μόνη καλαμιά στης Τρίπολης τα μέρη.
Κι όταν επάρθη ηΤρίπολη με διώχνανε  οι Τούρκοι
κι οι έλληνες δε μ’ ήθελαν γιατί δεν επιστεύαν
Οτι για την αγάπη τους ο κύρης μου εσκοτώθη.
Κι έτσι απ’ όλους μισητή κι έτσι κυνηγημένη,
Εζησα ώσπου η ώρα μου ήρθε κι εγώ να ζήσω.
Όταν ο Γιώργης πέρναγε απ’ της Τρίπολης τα μέρη,
Και όταν τον αντίκρυσα κι από μακριά τον είδα,
Κατάλαβα ότι το φως τα μάτια του που εσκόρπουν
θα φώτιζε το δράμα μου και καθαρά εκείνος
Μες απ’ αυτό θα μπόρηγε να δει ποια ειν’ η αλήθεια.
Δεν ξέρω τι κατάλαβε. Δε ρώτησα ποτέ μου.
Αλλά με πήρε δίπλα του. Με κράτησε κοντά του
Κι απ’ όλους με προστάτεψε του κόσμου τους κιντύνους.
Να γράφω αρχίζω το λοιπόν από τη μέρα εκείνη
Που ο ναύαρχος ο Δερινύ το Γιώργη μου ήρθε να ’δει.
Όταν το Γιώργη ρώτησα ο Δερινύς ποιός είναι,
Μου ’πε ότι ο αρχηγός του στόλου είναι των Φράγκων
Και λυ’ και δένει στα νερά του Αιγαίου του πελάγου.
Παλιόσκυλο του κερατά συνέχεια τόνε λέει
Γιατί τους Τούρκους πάντοτε τα πλοία του βοηθάνε.
Και λέει ποιός είναι το ’δειξε όταν ο Υψηλάντης
Τον Ιμπραήμ πολέμαγε στους Μύλους. Τότε λέει
Δασκάλευε τους Ελληνες απόλεμα να φύγουν
Για να ’χουν δρόμο λεύτερο τ’ ασκέρια του Μπραϊμη.
Και λέει δεν ήρθ’ εδώ για μάς-τάχα να μας βοηθήσει
Αλλά από την πατρίδα του βαλτός είναι να βλέπει
Ποιός απ’ τούς δυο, οι Ελληνες ή οι Τούρκοι θα νικήσουν
Και τότε με τους νικητές ευθύς να συμμαχήσει
Κι ό,τι μπορεί μες στο χαμό για λόγου του ν’ αρπάξει.
Αλλά καθείς τους κάνουνε στον άλλονε επισκέψεις.
Γιατί έτσι πρέπει. Οι καλοί, λέει, οι Καπεταναίοι
Καλοί δεν είναι μοναχά τις μάχες σαν κερδίζουν,
Αλλά κι όταν κερδίζουνε με λόγια τον εχθρό τους.
Όσο μπορούν. Κι αν δε μπορούν, ε! τότε πολεμάνε.
Ηρθε λοιπόν ο Δερινύ στο Γιώργη. Εγώ ήμουν
Μες στη σκηνή, μαζί μ’ αυτούς. Στα Κλέφτικα ντυμένη
Και με το καριοφύλλι μου σαν πάντοτε στον ώμο.
(Κανένας δε θα μέλεγε αν δε μ’ ήξερε, γυναίκα.
Πάντοτε αντρίκια ντύνομαι. Ο Γιώργης μου δε θέλει
Με γυναικεία να περπατώ μέσα στ’ ασκέρι ρούχα).
Και πρώτα πρώτα ας ειπώ κάτι αστείο που γίνει,
Κάτι που ’χε με μένανε ο Γιώργης μου σχεδιάσει
Και που ’κανε το Δερινύ απ’ τό φόβο του να τρέμει.
Για θέμα εξάλλου σοβαρό δεν έγινε κουβέντα.
Ητανε μια επίσκεψη αβροφροσύνης μόνο.
(Και τι το σοβαρό να πεις, σα δε μιλάς με φίλο;)
Όμως αυτό δυό μέρες πριν πάει τη διήγηση μου:
Σαν ήτανε στου Δερινύ ο Γιώργης μου το πλοίο,
Κάποια στιγμή βροντήξανε του πλοίου τα κανόνια Γυρεύοντας τον Κιουταχή έτσι να χαιρετήσουν
Πούβγαινε πριν απ’ τό Γιωργή για τη στεριά να πάει.
Ο Γιωργής μου ετρόμαξε. Οχι γιατί εφοβόταν
Πολέμου φανερού βροντές, μα μπαμπεσιάς τους χτύπους.  Και με το χέρι το δεξί φούχτωσε το σπαθί του.
Ως μου ’πε, ανεβαίνοντας του καραβιού τη σκάλα
και τότε ακόμα η έγνπια του ήτανε μην οι Φράγκοι –κάποια παγίδα του ’στήσαν εκεί που τον καλέσαν.
Μα όταν είδε πως καλά ήταν όλα εκεί πάνου
Η σκέψη εκείνη του ’φυγε, και φέρνονταν σα να ’ταν Μακριά ο τέτοιος κίντυνος, κι αυτός ασφαλισμένος.
Γι αυτό τόνε ξαφνιάσανε οι κανονιές του πλοίου.
Κι ο Δερινύ, κρίμας που λεν ευγενικούς τους Φράγκους, Γυρνάει και με ειρωνικό ύφος στο Γιώργη λέει:
"Τί στρατηγέ; Φοβήθηκες το βρόντο απ’ τά κανόνια;"
Το βράδυ δεν τον έπιανε το Γιώργη μου ο ύπνος:
"Ακούς εκεί να μου ειπεί εμένα ότι φοβάμαι!
Που ό,τι επέρασε αυτός σ’ όληνε τη ζωή του
Σε μία το ’ζησα εγώ ημέρα της δικιάς μου…"
Και άλλα έλεγε πολλά γυρίζοντας στο στρώμα
Και τη βρωμιά του Δερινύ έχοντας στο μυαλό του.
Χρειάστη τη γυναικεία μου όλη να βάλω τέχνη
Οταν γυμνούλα έπεσα κι εγώ πάνω στο στρώμα
Για να του διώξω απ’ τό μυαλό την τυραγνήτρα σκέψη.
Και πάλι, πριν να κοιμηθεί, γυρνάει και μου λέει:
"Του το φυλάω δανεικό αυτό του παλιο-Φράγκου".
Λοιπόν πρι’ ’ρθεί ο Δερινύ, "Μαριώ", μου λέει ο Γιώργης,
Μετά το φαί και το πιοτί που τον καφφέ θα φτιάξεις,
Οταν σου πω το γιασεμί να φέρεις να καπνίσω,
Φέρε μαζί, και πάνω του το γιασεμί να βάλεις,
Ένα βαρέλι ανοιχτό, γεμάτο με μπαρούτι".
Λοιπόν αφού εφάγαμε κι ο Δερινύ καθόταν
Με τους δικούς του ολόγυρα κι εμείς με τους δικούς μας Και ψιλοκουβεντιάζαμε, μού παραγγέλνει ο Γιώργης: "Σύρε και φερ’ τό γιασεμί Ζαφείρη, να καπνίσω.»
(Μπροστά σε άλλους μ’ έλεγε Ζαφείρη, άντρας σα νάμουν. Ητανε άλλο ένα αυτό, από του Γιώργη δείγμα
Τις τόσες πούπαιρνε σοφές κι έξυπνες αποφάσεις,
Ιδια μικρές αν ήτανε  είτε ήτανε μεγάλες.
Ζαφείρη ως με φώναζε, κι εγώ από την άλλη
Ετσι ντυμένη και μπροστά μη δείχνοντας στους άλλους
Τη δυνατή που μ’ έκαιγε αγάπη για το Γιώργη,
Όλoi είχανε παραδεχτεί χωρίς αντιλογία
Την παρουσία μου εκεί, εμένα, μιας γυναίκας).
Πάω  και πρώτα κουβαλώ δίπλα του το βαρέλι,
Και ανοιχτό κι ως ήτανε γεμάτο με μπαρούτι
Το βάζω μπρος του. Υστερα το γιασεμί του φέρνω
Και στο βαρέλι τ’ ανοιχτό απάνω τ’ ακουμπάω.
Οι άλλοι βλέπαν στην αρχή σαν παραξενεμένοι.
Ο Δερινύ ενώ γέλαγε ξάφνου εσοβαρεύτη
Και επερίμενε να δει ποια θα ’ταν η συνέχεια.
"Ωρέ Ζαφείρη, φέρε μου φωτιά. Πως θα τ΄ ανάψω;" Πηγαίνω κι ένα κάρβουνο του φέρνω πυρωμένο.
Καθώς περνώ το πρόσωπο του Δερινύ κοιτάζω.
Ητανε κατακίτρινο και του ’τρεμαν τα χείλια.
Παίρνει ο Γιωργής το κάρβουνο κι αργά το πλησιάζει
Στο γιασεμί που κείτονταν απάνου στο μπαρούτι,
Για να τα’ ανάψει τάχατες. Ο Δερινύ ετότε
Δεν εκρατήθηκε. Όρθός πετάγεται και σκούζει:
"αθαα τιναχτούμε στρατηγέ όλοι μας στον αέρα!.."
 Την κίνηση του σταματά ο Γιώργης, και γυρνώντας
Στον τρομαγμένο ναύαρχο: «Φοβήθης αμιράλη;»
Του κάνει, και τα μάτια του λάμψαν ευτυχισμένα.
Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Ειχε έρθει η σειρά μου-
Από χαρά  ξαγρύπνησα να νοιώθω πως ο Γιώργης
Ηρεμος και χαρούμενος κοιμήθηκε απόψε.
Ας κοιμηθεί. Ο ύπνος του χαμένος δεν πηγαίνει.
Γίνεται δόξα, και φωτιά, και μάχες, και ντουφέκι.
Και όνειρα ας ιδεί πολλά.Ψεύτικa αυτά δεν είναι.
Δεν παν χαμένα-χτίζουνε Πατρίδες τα όνειρά του.


ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
 24 Οκτωβρίου 1826 

Αφού πια εδυνάμωσε το Κάστρο της Αθήνας 
Τώρα τα χέρια τα ’νιωθε ο Γιώργης μου λυμένα
Να φύγει για της Ρούμελης τα σκλαβωμένα μέρη Πασκίζοντας τη Λευτεριά και πάλι να τους δώσει.
Ετσι εσκεφτότανε αυτός.  Άλλα όμως πλέκαν άλλοι.
Και πρώτος και καλλίτερος απ’ όλους ο Χαβίνος.
Μα για να ειπώ τι έκανε σήμερα ο Χαβίνος,
Πρέπει να πω τι έγινε μ’ αυτόν πριν λίγες μέρες.
Ηταν τρεις μέρες πριν να μπει στο Κάστρο ο Κριεζώτης. Θέλοντας τάχατες να πει κι αυτός πως κάτι κάνει
Κατά τη θήβα θέλησε λέει να εκστρατέψει.
Πάει και βρίσκει το Γιωργή και "το και το" του λέει,
Εχω εγώ το Ταχτικό, δος μου κι απ’ τούς δικούς σου
Κι η Θήβα είναι Ελληνική τούτη τη νύχτα κιόλας".
"Μην πας", του κάνει ο Γιωργής,"Γιατί και να την πάρεις
Να την κρατήσεις δεν μπορείς με τόσους λίγους μόνο
Και όταν θα σε βγάλουνε στον κάμπο οι ντελήδες
θα χάσουν και τ’ ασκέρι σου και πας και συ ο ίδιος".
Αλλά ο χοντροκέφαλος Χαβίνος δεν ακούει.
Και επειδή γινάτεψε, και για να μη φωνάζει
Πως τάχα εμποδίζεται να κάνει αντραγαθίες
Σ’ ότι ζητάει υποχωρεί πάλι ο Καραϊσκάκης,
Κι ο Στέφος διάταξε να πάει μαζί του κι ο Καλλέργης.
Εννιά Οχτώβρη κίνησαν. Όταν οι άτακτοι όμως
Είδαν ότι προχώραγε αφύλαχτος στον κάμπο
Σαν να’κανε παρέλαση, άρχισαν να το σκάνε.
Τότε αναγκάστηκε κι αυτός μ’ όλο το Ταχτικό του
Να κάνει πίσω. Και καλά που πρόλαβε. Γιατί όταν
Απ’ τά στενά επέρασε του Κιθαιρώνα, να σου
Στέλνει ασκέρι ο Κιουταχής μεγάλο, και τα πιάνει-
Μισή ώρα μόνον ύστερα που πέρασε ο Χαβίνος.
Μετά πήγε στα Μέθανα και με κανένα τρόπο
Την εκστρατεία δεν ήθελε του Γιώργη ν’ ακλουθήσει.
Το νέο του φιάσκο μάλιστα για να δικιολογήσει
Ελεγε πως τον πρόδωσε στους Τούρκους ο Γιωργής μου-
Γι αυτό λέει απότυχε, για τούτο και δε θέλει
Ούτε και τ’ όνομα ν’ ακούει πια Καραϊσκάκης.
Είδε κι απόειδε ο Γιώργης μου, τον έστειλε στο διάλο. 

Στη σημερνή ξαναγυρνώ λοιπόν διήγηση μου.
Αφού είχαμε αποφάει πια, μετά το μεσημέρι,
Στέλνει ο Γιώργης και καλεί να ’ρθούνε στη σκηνή του
Των Σουλιωτών οι κεφαλές και οι Καπεταναίοι.
Μ’ έβαλε και τους έφκιασα καφφέ. Τούς τον επήγα,
Και τους εμοίρασα μαζί καρύδια και σταφίδες.
Σε λίγο εσηκώθηκε και μίλησε ο Γιώργης:
"Καπεταναίοι , το βλέπετε κι εσείς, πως τον Κιουτάγια
Δύναμη να τον βλάψουμε δεν έχουμε μεγάλη.
Ούτε η Κυβέρνηση στρατό δεν έχει να μας δώσει.
Μονάχοι ό,τ ι κάνουμε θα κάνουμε. Και λέω
Να πάμε για τη Ρούμελη. Ρούκης και Δυοβουνιώτης
Ετοιμοι τα καπάκια τους είναι να τα χαλάσουν
Και να ’ρθουνε μαζί με μας. Κι όταν αυτό θα γίνει
Γινόμαστε περσότεροι. Και από κει και πέρα
Και του Κιουτάγια κόβουμε όλους τους ζαϊρέδες,
Και τόνε δυσκολεύουμε πιότερο απ’ ό,τι τώρα.
Και στ’ άρματα σηκώνοντας όσους επροσκυνήσαν,
Αξαίνουμε τ’ ασκέρι μας και είμαστε καβάλα".
"Καλό το σχέδιο σου", του λεν, "μα δεν τ’ ακολουθάμε
Αν δε γενεί επιτροπή να κυβερνάει τ’ ασκέρι."
"Ποιόν θέλετε;" Τούς αρωτάει χωρίς καιρό να χάσει.
"Το Νότη Μπότσαρη" του λεν "θέμε απ’ τούς Σουλιώτες,
Και θέμε τον Νικηταρά από τους Μωραΐτες.
Και, Καραίσκο, εσένανε από τους Ρουμελιώτες".
"Το δέχουμαι. Αν ο βαθμός που ’χω, γίνεται μπόδιο
Για να σωθεί η Πατρίδα μου, τόνε πατάω χάμου."
"Και θέμε ό,τι θα ειπωθεί να το ’χουμε γραμμένο".
Κι αυτό το εδέχτη ο Γιωργής κι η μάζωξη ελύθη
Να πάνε σ’ όλους να το πουν, κι ύστερα να τα γράψουν.
Όταν αυτά που γίνανε τα ’μαθαν οι δικοί του
Γίνανε όλοι τους θεριά. Και πιο οι Παλαμηδιώτες.
Το ίδιο κι ο Νικηταράς, αν κι αρχηγό τον κάναν:
«Άπ’ όλους μας πιο άξιος ειν’ ο Καραισκάκης",
Τους είπε, "Και μονάχα αυτός να ’ναι αρχηγός μας πρέπει".
Κι όταν επήγαν τα χαρτιά στο Γιάννη το Σουλτάνη,
Τα ξέσκισε, "να!", λέγοντας ", «η υπογραφή μου εμένα".
Όλοι κατόπι έρχονται και βρίσκουνε το Γιώργη:
"Τ’ είναι αυτές οι επιτροπές που δέχτηκες να κάνεις;
Εμείς εσέ γνωρίζουμε για μόνον αρχηγό μας.
Αμα δε θέλεις πες το μας, και τότε βρίσκουμε άλλον" .
"Το δέχτηκα να μη σταθώ σε τίποτις εμπόδιο.
Μα σεις αν δεν το θέλετε, ούτε κι εγώ το θέλω".
Κι αμέσως στέλνει και μηνά και λέει στους Σουλιώτες:
Τ ’ ασκέρι μου άλλον αρχηγό δε θέλει από μένα.
Θέτε μαζί μου να ’ρθετε, ελάτε. Κι αν δε θέτε,
Ο, που αποφασίσετε μονάχοι σας τραβάτε".
Το βράδυ ήσυχος ήτανε. Ξεκαθαρίσαν όλα.
Πήρε απόφαση χωρίς Χαβίνο και Σουλιώτες
πώς στον αγώνα θα ’μπαινε. Και αν για το Χαβίνο
Δεν εγνιαζότανε πολύ, αλλά για τους Σουλιώτες
Ηξερε ότι δίχως τους πιο δύσκολα ήταν όλα.
Μ’ αφού ήταν αδύνατο μαζί του να τους έχει
Τα σχέδια του τα έκανε χωρίς εκείνους τώρα.
Τον ρώτησα πώς δέχτηκε αμέσως όσα του ’παν-
Να κάνουν άλλον αρχηγό και κάτου να τα γράψουν.
Μου είπε:"Αχ μωρή Μαριώ, ήξερα τι θα γίνει
Πως γι αρχηγό τους άλλονε δε θέλουν οι δικοί μου
Και δε θα το δεχόντουσαν. Μα ’θελα να το δούνε
Μ’ αυτά τα ίδια μάτια τους οι μπάσταρδοι οι Σουλιώτες Μπάσκε κι αλλάξουνε χαβά. Αλλά δεν το πιστεύω
Γιατί νομίζεις, μόνοι τους κάνουνε ό,τι κάνουν; 
Η πως εσκέφτη μόνος του "όχι" να πει ο Χαβίνος;
Κι από τους δύο βρίσκεται πισω ο τεσσαρομάτης
Που προτιμάει να χαθεί καλλίτερα η Πατρίδα
Παρά από μένα μου μισεί τη Λεφτεριά της να ’βρει.
Μα άμα βγω και τους τα πω, χειρότερα θα κάνουν.
Και δεν ειν’ ώρα για καυγά τώρα αναμεταξύ μας.
Τώρα η Πατρίδα χάνεται. Αυτοί αν δε το νιώθουν
Μα δε θα γίνω όμοιος μ’ αυτούς. Γιατί η ΙΙατρίδα τότε
Ενάντια όλα της τα παιδιά στη Λεφτεριά της θα ’χει.
Εγώ κι οι άλλοι αρχηγοί θα κάνουμε ό,τι πρέπει."
Και με τα μάτια του βαθιά βαθιά να του βουρκώνουν "Ξέρεις ποια ειν’ ωρή Μαριώ εμένα η προσευχή μου; 
Θεέ, ό,τι κάνω εγώ καλό κι οι άλλοι Καπετάνιοι
Κάνε για την Πατρίδα μας να είναι πιό μεγάλο
Απ’ τό κακό όπου σ’ αυτήν κάνει ο τεσσαρομάτης".

Το βράδυ ο Γιώργης φώναξε και ήρθαν στη σκηνή μας
Ολους τους Καπετάνιους του: το Γιάννη το Σουλτάνη,
Τον Περραβό, τον Πανουργιά, το Γαρδικιώτη Γρίβα,
Τον Χατζηπέτρο, το Φωκά, Καλλέργη, Σπυρομήλιο
Και όλους τους μικρότερους που είχε Καπετάνιους-
Μικρούς μόνο γιατ’ είχανε κοντά τους λίγους άντρες,
Μεγάλους όμως σε αντρειά, δύναμη κι αξιοσύνη.
"Αποφασίσαμε" τους λέει "για Ρούμελη να πάμε.
Αλλ’ αν φερθούμε άσχημα στους δόλιους τους χωριάτες
Τίποτα δε θα κάνουμε. Πώς θα ’ρθουνε μαζί μας
Εμείς αν τους φερνόμαστε χειρότερα ’π’ τους τούρκους;
Εχουνε αποκάμει πιά. Ελιώσαν οι ανθρώποι.
Τσαρούχι δεν τους έμεινε. Γαϊδούρια πιά δεν έχουν.
Και πώς να πολεμήσουνε για Λεφτεριά, όταν βλέπουν
Οτι εμείς τους παίρνουμε οι ίδιοι ό,τι δικό τους;
Λοιπόν σας λέω τούτο δω-και στο Γραμματικό μου
θα πω να βάλει σε χαρτί τα λόγια αυτά, και όλοι
θα υπογράψουμε. Γιατί, από τούτο εξαρτάται
Οσο κι απ’ την αντρεία μας η Λεφτεριά του τόπου:
Σ’ όποιαν ανάγκη κι αν βρεθεί, κανένας δε θ’αρπάξει
Τίποτα από τους χωρικούς. Και όποιος παρακούσει
θα παιδευτεί πολύ βαριά. Και προστασία δε θα ’βρει
Από κανένανε. Αυτά. Και αύριο κινάμε".

(συνεχίζεται)