ΥΜΝΟΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
ΣΤΑΣΙΣ Α΄
’Σε, τη Ζωή, σε τάφο
Σ’έχουν βάλει Χριστέ
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου
πώς το δέχτηκες εθαύμαζαν Αυτό.
Η Ζωή πεθαίνει;
Πώς σε τάφο έχεις μπει;
και το θάνατο απ' τον θρόνο του έριξες
και ανάστησες του Άδη τους νεκρούς;
Σε δοξολογούμε
και τιμούμε Ιησού
βασιλιά μας, την ταφή και τα πάθη Σου
που μ' αυτά μας έχεις σώσει απ' το Χαμό.
Συ τη γη έχεις φτιάξει,
τώρα όμως Εσέ
βασιλιά, σ' έναν μικρό τάφο σ' έβαλαν
κι απ' τα μνήματα ανασταίνεις τους νεκρούς.
Ιησού Χριστέ μου
Όλων Συ Βασιλιά
Τι ζητώντας μες στον Άδη κατέβηκες;
Μη το γένος ν’ αναστήσεις των θνητών;
Ο άρχοντας των πάντων
πεθαμένος να! Δες!
Ναι. Αυτός που πεθαμένους ανάστησε
σ' αναπάντεχο έναν τάφο έχει μπει.
’Σε, τη Ζωή, σε τάφο
Σ’έχουν βάλει Χριστέ
Και πεθαίνοντας το θάνατο εξόντωσες
Και ανάβλησε στον κόσμο η Ζωή.
Με όλους τους κακούργους
Σαν κακούργος και Συ
Τους ανθρώπους όλους Συ εσυγχώρησες
Που πιστέψαν τον αρχαίο πλανευτή.
Ο απ’ όλους πιο ωραίος
Τους θνητούς, τώρα να!
σαν νεκρός να είναι κι άσχημος φαίνεται
Ποιος; Αυτός που έδωσε σ’ όλα ομορφιά.
Θάνατος και Ζήση-
θαύμα!-πώς συνοικούν;
Πώς με θάνατο ακυρώνεται ο θάνατος
και πηγή γίνεται Ζωής ένας νεκρός;
Πνεύματα βοηθάνε
τον Ιωσήφ και μαζί
τον Νικόδημο, Εσέ τον αχώρητο
μες σε μνήμα να χωρέσουνε μικρό.
Από Σένα είχε
Δει το φως ο Αδάμ
και για κείνον έχεις Συ γίνει άνθρωπος
κι έχεις θέλοντας ανέβει στο Σταυρό.
Τον Αδάμ να σώσεις
κάτω ήρθες εδώ
και στη γη μη βρίσκοντάς τόνε Δέσποτα
μες στον Άδη έχεις κατέβει να τον βρεις.
Από φθόνο είχε
ο Αδάμ μπει στη γη
και στη ζωή τον ξαναδίνεις πεθαίνοντας
σαν να είσαι νέος ένας Συ Αδάμ.
'Σένα που δικάζεις
να δικάσουν ζητούν
από δίκη όλως Εσύ μας απάλλαξες
και αθάνατους μας έκανες κι εμάς.
Από μια την Εύα
Έχεις φτιάξει πλευρά
και πλευρά μία σε Σένα τρυπήσανε
κι έχει τρέξει Σωτηρία απ' την πληγή.
Τέσσερες ημέρες
φίλο σου νεκρό
αναστήσει έχεις Χριστέ μου: το Λάζαρο.
Τώρα Συ πώς μέρες τρεις μένεις νεκρός;
Σάββατο είναι που είχες
αναστήσει νεκρό
Πώς το Σάββατο Εσύ, τώρα Αθάνατε,
το γιορτάζεις σαν νεκρός μες στους νεκρούς;
Σαν θνητός, Σωτήρα,
έχεις πάψει να ζεις
σαν Θεός όμως νεκρούς Συ ανάστησες
από τάφους αμαρτίας βαθιούς πολύ.
Άτρωτος ο Ένας
της Τριάδας Εσύ.
Μα υπόφερες σαν έγινες άνθρωπος
για να κάνεις έτσι άτρωτους εμάς.
Και σε τάφο μπήκες
και, απ’ το πλάι Χριστέ
του Πατέρα Σου καθόλου δεν έφυγες
πράγμα αλλόκοτο κι απίστευτο μαζί.
Σαν νεκρός στον τάφο,
με Πατέρα Θεός,
και στον Άδη κυρίαρχος Δέσποτας
τους ανθρώπους έχεις σώσει απ' τη φθορά.
Κάτω από το χώμα
ενώ είχες βρεθεί,
στα ουράνια από τη γη ξανανέβασες
όσους κάποτε είχαν πέσει από κει.
Σε καινούργιον τάφο
Συ Χριστέ μου έχεις μπει
και του ανθρώπου την ουσία καινούργιωσες
όταν είχες σαν Θεός αναστηθεί.
Ο ουρανός Σου ο θρόνος
πάτωμα σου η γη.
Και τον τάφο Σου πώς να τόνε λέγαμε;
Μάλλον: τόπο Αναστάσεως Χριστού.
Δακρυοθρηνώντας
η Μητέρα η Αγνή
φώναζε καθώς με μύρα Σε ράντιζε:
«Πώς θα Σε κηδέψω εγώ παιδί μου-πώς;
Φώς Εσύ του Κόσμου,
των ματιών μου το φως
Ιησού μου Εσύ παιδί πολυαγάπητο!»
η Παρθένος κλαίοντας έκραζε πικρά.
«Θεϊκέ Συ Λόγε!
Μόνη Εσύ μου χαρά!
Πώς θ' αντέξω την ταφή Σου την τριήμερη;
Αχ! τα σπλάχνα μου σπαράζουνε βαριά!
Πού νερό θα έβρω;
Πού δακρύων πηγές;»
η Παρθένα η Θεοπάντρευτη φώναζε,
«για να κλάψω το γλυκό μου τον Ιησού;
Σεις βουνά, φαράγγια,
σεις ανθρώπων στρατιές,
κι όσα έφτιαξε ο Θεός μας, θρηνήστε Τον
σαν που η μάνα Του-εγώ-Τόνε θρηνώ.
To σπαθί-αλί μου!-
της πικρής σου σφαγής
την καρδιά μου διαπερνά, ω! αιώνιε!
ω! Μυστήριο ακατανόητο! Γιε μου Εσύ!
Πότε το αιώνιο
φως Σωτήρα εγώ»,
η Παρθένος μες στους θρήνους Της έλεγε,
«την τρανή εγώ χαρά πότε θα δω;
Με το άγιο Σου αίμα
για μελάνι Εσύ
σβήσει έχεις όλα μας τ' αμαρτήματα
κι απ' τον τάφο Συ βραβεύεις τη ζωή.
Προσκυνώ τα Πάθη,
και Σου αινώ την ταφή,
και υμνώ τη δύναμή Σου φιλάνθρωπε,
γιατί αυτά μ' έχουν γλιτώσει απ' το Χαμό.
Κι όπως στο Σταυρό Σου
συγχωρείς το Ληστή,
στο Σταυρό κι εμάς επάνω θυμήσου μας
την ψυχή Σου λύτρα που έδωσες για μας.
Κι όσους επεθάναν
ευσεβείς Σου πιστούς
δώσε τους Σωτήρα μια δίκια ανάπαυση
και στο βασίλειό Σου βάλε τους να ζουν.
Τον Πατέρα υμνούμε
και μαζί Του και Σε
Θεέ των πάντων και το Άγιο το Πνεύμα Σου
και τη Θεια Σου ανυμνούμε την ταφή.
Σε καλοτυχίζου-
με Θεοτόκε Αγνή
και τιμούμε την ταφή την τριήμερη
του Παιδιού Σου που Θεός είναι για μας.
’Σε, τη Ζωή, σε τάφο
Σ’ έχουν βάλει Χριστέ
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου
πώς το δέχτηκες εθαύμαζαν Αυτό.
ΣΤΑΣΙΣ Α΄
’Σε, τη Ζωή, σε τάφο
Σ’έχουν βάλει Χριστέ
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου
πώς το δέχτηκες εθαύμαζαν Αυτό.
Η Ζωή πεθαίνει;
Πώς σε τάφο έχεις μπει;
και το θάνατο απ' τον θρόνο του έριξες
και ανάστησες του Άδη τους νεκρούς;
Σε δοξολογούμε
και τιμούμε Ιησού
βασιλιά μας, την ταφή και τα πάθη Σου
που μ' αυτά μας έχεις σώσει απ' το Χαμό.
Συ τη γη έχεις φτιάξει,
τώρα όμως Εσέ
βασιλιά, σ' έναν μικρό τάφο σ' έβαλαν
κι απ' τα μνήματα ανασταίνεις τους νεκρούς.
Ιησού Χριστέ μου
Όλων Συ Βασιλιά
Τι ζητώντας μες στον Άδη κατέβηκες;
Μη το γένος ν’ αναστήσεις των θνητών;
Ο άρχοντας των πάντων
πεθαμένος να! Δες!
Ναι. Αυτός που πεθαμένους ανάστησε
σ' αναπάντεχο έναν τάφο έχει μπει.
’Σε, τη Ζωή, σε τάφο
Σ’έχουν βάλει Χριστέ
Και πεθαίνοντας το θάνατο εξόντωσες
Και ανάβλησε στον κόσμο η Ζωή.
Με όλους τους κακούργους
Σαν κακούργος και Συ
Τους ανθρώπους όλους Συ εσυγχώρησες
Που πιστέψαν τον αρχαίο πλανευτή.
Ο απ’ όλους πιο ωραίος
Τους θνητούς, τώρα να!
σαν νεκρός να είναι κι άσχημος φαίνεται
Ποιος; Αυτός που έδωσε σ’ όλα ομορφιά.
Θάνατος και Ζήση-
θαύμα!-πώς συνοικούν;
Πώς με θάνατο ακυρώνεται ο θάνατος
και πηγή γίνεται Ζωής ένας νεκρός;
Πνεύματα βοηθάνε
τον Ιωσήφ και μαζί
τον Νικόδημο, Εσέ τον αχώρητο
μες σε μνήμα να χωρέσουνε μικρό.
Από Σένα είχε
Δει το φως ο Αδάμ
και για κείνον έχεις Συ γίνει άνθρωπος
κι έχεις θέλοντας ανέβει στο Σταυρό.
Τον Αδάμ να σώσεις
κάτω ήρθες εδώ
και στη γη μη βρίσκοντάς τόνε Δέσποτα
μες στον Άδη έχεις κατέβει να τον βρεις.
Από φθόνο είχε
ο Αδάμ μπει στη γη
και στη ζωή τον ξαναδίνεις πεθαίνοντας
σαν να είσαι νέος ένας Συ Αδάμ.
'Σένα που δικάζεις
να δικάσουν ζητούν
από δίκη όλως Εσύ μας απάλλαξες
και αθάνατους μας έκανες κι εμάς.
Από μια την Εύα
Έχεις φτιάξει πλευρά
και πλευρά μία σε Σένα τρυπήσανε
κι έχει τρέξει Σωτηρία απ' την πληγή.
Τέσσερες ημέρες
φίλο σου νεκρό
αναστήσει έχεις Χριστέ μου: το Λάζαρο.
Τώρα Συ πώς μέρες τρεις μένεις νεκρός;
Σάββατο είναι που είχες
αναστήσει νεκρό
Πώς το Σάββατο Εσύ, τώρα Αθάνατε,
το γιορτάζεις σαν νεκρός μες στους νεκρούς;
Σαν θνητός, Σωτήρα,
έχεις πάψει να ζεις
σαν Θεός όμως νεκρούς Συ ανάστησες
από τάφους αμαρτίας βαθιούς πολύ.
Άτρωτος ο Ένας
της Τριάδας Εσύ.
Μα υπόφερες σαν έγινες άνθρωπος
για να κάνεις έτσι άτρωτους εμάς.
Και σε τάφο μπήκες
και, απ’ το πλάι Χριστέ
του Πατέρα Σου καθόλου δεν έφυγες
πράγμα αλλόκοτο κι απίστευτο μαζί.
Σαν νεκρός στον τάφο,
με Πατέρα Θεός,
και στον Άδη κυρίαρχος Δέσποτας
τους ανθρώπους έχεις σώσει απ' τη φθορά.
Κάτω από το χώμα
ενώ είχες βρεθεί,
στα ουράνια από τη γη ξανανέβασες
όσους κάποτε είχαν πέσει από κει.
Σε καινούργιον τάφο
Συ Χριστέ μου έχεις μπει
και του ανθρώπου την ουσία καινούργιωσες
όταν είχες σαν Θεός αναστηθεί.
Ο ουρανός Σου ο θρόνος
πάτωμα σου η γη.
Και τον τάφο Σου πώς να τόνε λέγαμε;
Μάλλον: τόπο Αναστάσεως Χριστού.
Δακρυοθρηνώντας
η Μητέρα η Αγνή
φώναζε καθώς με μύρα Σε ράντιζε:
«Πώς θα Σε κηδέψω εγώ παιδί μου-πώς;
Φώς Εσύ του Κόσμου,
των ματιών μου το φως
Ιησού μου Εσύ παιδί πολυαγάπητο!»
η Παρθένος κλαίοντας έκραζε πικρά.
«Θεϊκέ Συ Λόγε!
Μόνη Εσύ μου χαρά!
Πώς θ' αντέξω την ταφή Σου την τριήμερη;
Αχ! τα σπλάχνα μου σπαράζουνε βαριά!
Πού νερό θα έβρω;
Πού δακρύων πηγές;»
η Παρθένα η Θεοπάντρευτη φώναζε,
«για να κλάψω το γλυκό μου τον Ιησού;
Σεις βουνά, φαράγγια,
σεις ανθρώπων στρατιές,
κι όσα έφτιαξε ο Θεός μας, θρηνήστε Τον
σαν που η μάνα Του-εγώ-Τόνε θρηνώ.
To σπαθί-αλί μου!-
της πικρής σου σφαγής
την καρδιά μου διαπερνά, ω! αιώνιε!
ω! Μυστήριο ακατανόητο! Γιε μου Εσύ!
Πότε το αιώνιο
φως Σωτήρα εγώ»,
η Παρθένος μες στους θρήνους Της έλεγε,
«την τρανή εγώ χαρά πότε θα δω;
Με το άγιο Σου αίμα
για μελάνι Εσύ
σβήσει έχεις όλα μας τ' αμαρτήματα
κι απ' τον τάφο Συ βραβεύεις τη ζωή.
Προσκυνώ τα Πάθη,
και Σου αινώ την ταφή,
και υμνώ τη δύναμή Σου φιλάνθρωπε,
γιατί αυτά μ' έχουν γλιτώσει απ' το Χαμό.
Κι όπως στο Σταυρό Σου
συγχωρείς το Ληστή,
στο Σταυρό κι εμάς επάνω θυμήσου μας
την ψυχή Σου λύτρα που έδωσες για μας.
Κι όσους επεθάναν
ευσεβείς Σου πιστούς
δώσε τους Σωτήρα μια δίκια ανάπαυση
και στο βασίλειό Σου βάλε τους να ζουν.
Τον Πατέρα υμνούμε
και μαζί Του και Σε
Θεέ των πάντων και το Άγιο το Πνεύμα Σου
και τη Θεια Σου ανυμνούμε την ταφή.
Σε καλοτυχίζου-
με Θεοτόκε Αγνή
και τιμούμε την ταφή την τριήμερη
του Παιδιού Σου που Θεός είναι για μας.
’Σε, τη Ζωή, σε τάφο
Σ’ έχουν βάλει Χριστέ
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου
πώς το δέχτηκες εθαύμαζαν Αυτό.