Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Τ
ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στo Γυμνάσιο όντας έφαγα δυο σκαμπίλια. Ένα από τον Λυκάκη, καθηγητή Μαθηματικών, και ένα από τον Βερέμη, καθηγητή Γυμναστικής.
Βγαίνοντας από το διαγώνισμα Μαθηματικών, κάποιος συμμαθητής που έγραφε ακόμα με ρώτησε «τι αποτέλεσμα βρήκες;» Του απάντησα. Αυτή την ψιθυριστή στιχομυθία την είδε από την εξώπορτα του Γυμνασίου ο Λυκάκης.  Φτάνοντας στην πόρτα για να βγω στο δρόμο, με σταματάει και με ρωτάει (ρητορική ερώτηση γιατί με είχε δει και τον είχα δει ότι με είδε) «τι του είπες;» Πριν πω λέξη μου δίνει ένα σκαμπίλι στο δεξί μάγουλο με όλη του τη δύναμη. Έχεις ακούσει ότι «κατουρήθηκε απάνω του» κάποιος; Λοιπόν κατουρήθηκα επάνω μου. Μοναδική φορά στη ζωή μου. Τώρα όσα σκαμπίλια και αν μου δώσουν δεν θα τους κάνω τη χάρη να κατουρηθώ γι αυτούς αφού συνεχώς κατουριέμαι.
Το σκαμπίλι του Βερέμη το έφαγα στην πλατεία του Άρεος, σταυροπόδι, καθιστός όντας στο τσιμέντο της πλατείας περιμένοντας τη σειρά μας να παρελάσουμε δοκιμαστικώς μετά τις μαθήτριες που παρήλαυναν πρώτες. Μας είχε πει ο Βερέμης να μη μιλάμε. Δε μίλαγα, όμως μιλούσαν δυο διπλανοί μου. Ο Βερέμης ενώ μας είχε γυρισμένα τα νώτα βλέποντας προς τις παρελαύνουσες, άκουσε τους ψιθύρους, γύρισε, ήρθε κατ’ ευθείαν σε μένα σαν να ήτανε σίγουρος πως εγώ μιλούσα, και μου έδωσε το χαστούκι του κι αυτός.
Είναι που όταν μετά την επιστροφή μου από την Αμερική πήγα στην Τρίπολη και είδα το παλιό μου Γυμνάσιο, ξαναθυμήθηκα και τα σκαμπίλια.
Γεια σου ρε Γιωργία. Θα τους θυμάσαι και συ τους δύο αυτούς καθηγητές.
Προχωρώ λοιπόν.
Θυμάμαι που όταν ήμασταν στην Τρίπολη τρώγαμε πολύ λιτά, δηλαδή πολύ φτηνά. Τι φαϊ έχουμε σήμερα μαμά; Χόρτα. Ή: πατάτες. Και αυτό ήταν το φαγητό. Και όταν έφερνε ο πατέρας και καμιά ρέγγα γυρίζοντας από τη δουλειά το μεσημέρι, ήτανε αυτό κάτι που έσπαζε την χορτοφαγία.
Μα για να μαγειρευτούν αυτά τα χόρτα ή οι πατάτες ή το κριθαράκι, έπαιρναν πολλήν ώρα. Τι ώρα, ώρες. Τότε μαγείρευε η μητέρα με την γκαζιέρα. Μια συσκευή που δούλευε με πετρέλαιο και έβγαζε μία αναιμική φλόγα που της έπαιρνε ώρες για να βράσει το φαγητό. Τα ξέρεις Γιωργία αυτά, ίδια γίνονταν και στο σπίτι σας δυο σπιθαμές μακριά από το δικό μας.
Θυμάμαι μια μέρα που είχαμε κάποιο απ’ αυτά τα φαγητά, πήγαμε από την Τρίπολη στη Σπάρτη αφήνοντας  το φαγητό απάνου στην αναμμένη γκαζιέρα.  Ήταν όταν είχε έρθει η αδερφή της μητέρας μου από την Αμερική και είχε φέρει και το αυτοκίνητό της μαζί. Πήγαμε, γυρίσαμε, και το φαγητό ακόμα έβραζε.
Θυμάμαι όταν γύρισα από την Αμερική πόσο διαφορετικά ήσαν πολλά πράγματα. Τα κινητά έδιναν κι έπαιρναν, αυτοκινητο είχε πάρει ως και η κουτσή Μαρία, πρασινοφρουροί εξαργυρώνοντας την κομματοφροσύνη τους έχτιζαν σπίτια. Ο Παπανδρέου μετάφραζε τα λεφτά που έπαιρνε από την ΕΟΚ σε ψήφους, οι υπουργοί έκλεβαν δισεκατομμύρια. Ο Παπανδρέου είχε φέρει την ισότητα όχι ψηλώνοντας τους κοντούς αλλά κοντεύοντας τους ψηλούς. Είχε γίνει η αρχή της κατάστασης που θα έκανε αναγκαία τα Μνημόνια.
Εδώ είχα αφήσει φεύγοντας δυο αδέρφια. Γύρισα από την Aμερική μετά δέκα τέσσερα χρόνια αφότου έφυγα. Γύρισα μόνος. Οι φίλοι και οι γνωστοί που είχα εδώ ήσαν σκορπισμένοι όλοι.  Δεν είχα γυναίκα, παιδί, χρήματα, περιουσία κινητή ή ακίνητη. Ένα ξένο μέρος η Αμερική, ένα ξένο μέρος με δέχτηκε και γυρίζοντας από εκεί. Η μοίρα των ξενητεμένων και επαναπατρισθέντων. Ούτε ως αμφίβια δεν τους δέχεται η πατρώα γη. Όμως μέσα σε αυτό το Άγνωστο είχα δυο γνωστούς. Τα δυο αδέρφια μου. Και το αίμα νερό δε γίνεται όπως λένε. Και μετά από τον πατέρα και τη μητέρα οι πιο αγαπημένοι μεταξύ τους άνθρωποι είναι τα αδέρφια. Το ανέρωτο αίμα. Από τα
αδέρφια μου δεν περίμενα να στήσουν δεκαήμερες γιορτές επί τη επανόδω μου. Δεν περίμενα να χωρίσουν από τις γυναίκες και τα παιδιά τους και να ζήσουν μαζί μου. Δεν περίμενα να μου πουν αδερφούλη μας, ένα να ζήσουμε μαζί στο σπίτι μας. Δεν περίμενα να πουλήσουν τις περιουσίες τους  και να δώσουν τα λεφτά σε μένα. Και πράγματι δεν έκαναν τίποτε από αυτά.
Μαζί όμως με αυτά που δεν έκαναν, δεν έκαναν και κάτι άλλο. Κατι απλό, μικρό, ασήμαντο.  Κάτι που και ένας ξένος το δικαιούται από οποιονδήποτε. Και αυτό το κάτι το περίμενα. Ήταν κάτι που θα επιβεβαίωνε την αδερφοσύνη. Κάτι που θα μου έδινε φτερά για να σηκωθώ από το χώμα όπου σερνόμουν όταν ήρθα στην Ελλάδα και να περπατήσω πάλι στα χώματά μου. Κάτι που θα ήταν ο κρίκος που θα συνέδεε τα χρόνια που ζούσα στην Ελλάδα με εκείνα που εκαλούμην να ζήσω από δω και πέρα σ’ αυτήν, έτσι που να μην αιωρούμαι μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης. Αυτό θα ήταν το βάφτισμά μου για να έχω πάλι ένα ονομα,  μια ταυτότητα στην κοινωνία. Αυτό που περίμενα σαν μάννα εξ ουρανού, σαν σπρώξιμο για να ξαναπάρω μπροστά και να συνεχίσω να ζω. Και αυτό ήτανε κάτι που ούτε κοστίζει τίποτε, και που και ο τελευταίος αλήτης το δικαιούται από όποιον τον γνωρίζει και μόνον, σε περιστάσεις σαν αυτές. Κάτι που κανείς δεν ξεχνάει να το κάνει σε περιπτώσεις σαν αυτές, όταν πραγματικά ενδιαφέρεται για κάποιον, ή, αν δεν το νοιώθει,  που πιέζεται να το κάνει από τον ίδιο του τον εαυτό-και που αν δεν το κάνει αισθάνεται κάτι να τον βαραίνει, να τον βασανίζει μένοντας  άδοτο μέσα του, κάτι που η μη πραγμάτωσή του δεν συμβαδίζει όχι με τις μεγαλύτερες αγάπες ή φιλίες ή ενδιαφέροντα μεταξύ των ανθρώπων, αλλά που δεν συνάδει με τους βασικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς και ευγένειας μεταξύ ανθρώπων. Κάτι που και σαν κατά συνθήκην ψεύδος μόνον αν γίνει, πιάνει, ωφελεί.  Αυτό που δεν έκαναν για μένα είναι κάτι που δεν μου είπαν. Και αυτό που δεν μου είπαν (στον αδερφό τους που γυρίζει από την ξενιτιά και βρίσκεται άγνωστος μεταξύ αγνώστων) είναι: «Αδερφέ, τι σκέπτεσαι να κάνεις τώρα;»
Αυτό.
Μόνον.
Τίποτε άλλο.
Ξέρεις Γιωργία πως έχω μεταφράσει Αγία Γραφή. Δεν ξέρεις ίσως ότι έχω μεταφράσει και Αρχαίους έλληνες τραγικούς, αρχαίους κωμωδιογράφους, Ησίοδο, Ομηρικά, ποιήματα από τα Αγγλικά. Και μεταφράζω σωστά.
Ακόμα έχω την ικανότητα να διερμηνεύω φράσεις που ειπώθηκαν από κάποιον ώστε να γίνουν από τους πολλούς κατανοητές, να επεξηγώ προτάσεις δυσνόητες, να μεταγλωττίζω βλέμματα, χειρονομίες, κινήσεις του σώματος, να διαβάζω ανάμεσα στις γραμμές ενός κειμένου, να βρίσκω τι κρύβεται πίσω από μια φαινομενικά σαφή, λογική και ακαταμάχητη ρήση.
Ελείνο που είναι το φόρτε μου όμως, είναι η ερμηνεία της άκαιρης σιωπής ή εκείνης που υπάρχει όταν κάτι που πρέπει να λεχτεί δεν λέγεται.
Και αυτό το τελευταίο είναι η περίπτωσή για την οποία σου γράφω αυτή τη στιγμή και που αναφέρεται στο παραπάνω θεμα με τα αδέρφια μου που πια δεν είναι αδέρφια.
Η ερμηνεία λοιπόν της σιωπής τους είναι η παρακάτω.
Γιατί να ασχοληθούμε με αυτόν; Ένας ονειροπαρμένος εκεί, ένα αντικοινωνικό στοιχείο εκεί, ένας αποτυχημένος, ένας βρωμιάρης, ένας λογάς που δεν ξέρει τι θέλει, ένας που αντί να χτίσει ένα σπίτι ή να έχει λεφτά στην Τράπεζα, γράφει στιχάκια, σιγά μην ενδιαφερθούμε τι θα κάνει. Σιγά μην πρέπει να ασχοληθούμε για έναν παράξενο τύπο που ποιος ξέρει ποιος ουρανός τον πάει και ποια θάλασσα τον ταξιδεύει. Δεκάρα δεν δίνουμε για δαύτον. Μας έτυχε να έχουμε έναν ανεπρόκοπο ανάμεσά μας. Έναν που η δουλειά του είναι να βάζει στις σακούλες τα πράγματα που αγοράζουν οι πελάτες στο σούπερ μάρκετ. Καλά ήμασταν τόσον καιρό που έλειπε. Είχαμε ησυχάσει από την ενοχλητική παρουσία του. Ας συνεχίσουμε έτσι. Ποιος ξέρει, μπορεί αυτός αν του κάναμε αυτή την ερώτηση να θεωρούσε ότι ενδιαφερόμαστε πραγατικά γι αυτόν και ένας θεός ξέρει τι θα μας απαντούσε.
Πάλι, εκείνο που πραγματικά δεν ξέρω είναι μήπως χωρίς να το ξέρω, τους έχω κάνει κάτι κακό, κάτι σοβαρό,  το οποίο τους αποτρέπει να κάνουν ούτε καν σκέψη να μου απευθύνουν αυτή την ερώτηση.
Μα σ’ αυτή την περίπτωση δεν έπρεπε να δικαιολογήσουν σε μένα την απόφασή τους να μην με ρωτήσουν σχετικά, ωστε ούτε να τους κακοχαρακτηρίσω και ίσως να διορθωνόμουν κιόλας;
Τι τους εμπόδισε να κάνουν έστω αυτό; Δεν έπρεπε να μου δικαιολογήσουν τη σιωπή τους; Ή μήπως περίμεναν ίσως να τους ρωτήσω εγώ γιατί δεν μου κάνουν αυτή την ερώτηση;…
Μα ποιος είμαι εγώ, ένας μόνος μέσα στον κόσμο, ένας αποκομμένος από φίλους και συγγενείς, ένας που ζει μόνον από τη σύνταξή του, ένας που δεν έχει δική του μια τρύπα  για να μείνει να μη τον τρώει το κρύο και η ζέστα, που θα τολμούσα να ρωτήσει για κάτι τέτοιο;
Η Ελλάδα μπορεί να ζητήσει το λόγο από την Αμερική- από αυτήν που δεν την υπολογίζει ούτε σαν σκουπίδι κάτω από τη σόλα του παπουτσιού της; 
Η Ελλάδα μπορεί να βρήκε τη λύση της υποταγής, εγώ όπως δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο.
Να μείνω κοντά τους δηλαδή σαν ζήτουλας ενός ξεροκόμματου συνύπαρξης, σαν περίγελως όλων αυτών των πλουσίων, των υπερηφάνων, των καθώς πρέπει, των κοινωνικών; Να υποταχτώ στις απαιτήσεις τους; Να εξαργυρώσω την εύνοιά τους με την απεμπόληση της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς μου;  Να τους ακούω να μου λένε, χωρίς καθόλου να ντρέπονται, ότι όσα βγάζω εγώ από τη σύνταξή μου σε ένα χρόνο,αυτοί τα βγάζουν σε ένα μήνα; Να υπομένω της ειρωνείες τους, τα μισόλογά τους, τους ψιθύρους πίσω από την πλάτη μου, την θέση του υποποδίου των ποδών της διπλής συμμαχίας τους;
Τι καλό που θα ήτανε αν ο «μεγάλος αδελφός» ήθελε να συναντηθούμε τα αδέρφια και να συζητήσουμε… Να συζητήσουμε ντόμπρα, αντρίκια, σοβαρά, σαν ίσοι αναμεταξύ μας όλα τα θέματα που έχουν κοινά  τα αδέρφια. Να πει ο ένας τα παράπονά του για τον άλλο, να λυθούν υπάρχουσες παρεξηγήσεις.
Μα πως η Αμερική θα κάτσει να συζητήσει με την Ελλάδα; Η Αμερική διατάζει μόνον. Και όχι με τον Πρόεδρό της-αυτό έλειπε να ασχοληθεί ο Τραμπ με την Ελλάδα-έχει αφήσει σε άλλους την επικοινωνία με την Ελλάδα, όπως στους υπουργούς του, στους γιους του, στους ανεψιούς του.
Η Αμερική έχει υποταχτικούς όλους τους μεταπολεμικούς «ηγέτες» της Ελλάδας (όπως από της ιδρύσεως του κράτους της η Ελλάδα ήταν υποτακτική σε άλλους αφέντες) . Από Καραμανλή μέχρι Τσίπρα είναι οι ταπεινοί υπηρέτες της μεγαλοσύνης της Αμερικής. Τυφλοί της υπηρέτες.
Μα εμένα δεν με γέννησε καμία μεγάλη δύναμη που τώρα θα ζητούσε να με εξουσιάζει.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να πει όμως στην Αμερική:γεια σας, πηγαίνω με τους ρώσους.
Δεν το έκανε.
Το έκανα εγώ.
Και ύστερα ακολούθησαν όλα όσα ξέρεις αναμεταξύ των αδερφών μου και εμένα.
Γιωργία ξέρεις πώς ανοίγουν οι καρδιές; Μην παρασυρθείς από τις παντοειδείς προόδους του γένους των ανθρώπων και μου πεις με το νυστέρι του καρδιοχειρουργού. Οι καρδιές ανοίγουν μόνες τους, μπαίνουν μέσα η χαρά , η ευτυχία και την ίδια στιγμή βγαίνουν όλες οι αμφιβολίες για το σκοπό της ύπαρξης.
Ξέρεις τις γλάστρες που έχω στο μπαλκόνι με βασιλικό.Με τον ερχομό του χειμώνα, έτσι όπως είναι εκτεθειμένες στον καιρό, ξεραίνονται τα φυτά τους που είναι μια λύπηση να τα βλέπεις. Και κατά το Μάρτη ξεριζώνω τα ξερά και φυτεύω πάλι βασιλικούς.
Φέτος, τώρα, σήμερα, ανοίγοντας το παράθυρο-και τι δεν μας δείχνουν τα  παράθυρα!- είδα όλες τις γλάστρες γεμάτες  κίτρινα λουλουδάκια. Από πού; Γιατί φέτος μόνο;
Σαν αντιστάθμισμα της τωρινής δυστυχίας μου τα δέχτηκα.
Πρώτη φορά βλέπω σαν αυτά λουλουδάκια.
Άκου πώς είναι. Εκφύονται όχι με έναν μεγαλύτερο μίσχο από το χώμα ο οποίος μετά διακλαδίζεται, αλλά πολλά μαζί με δικό του μικρούτσικο πράσινο μίσχο το καθένα -μέτρησα από πέντε μέχρι δέκα σε κάθε ομάδα μίσχων. Καθένας μίσχος  βγάζει στην κορυφή του τρία φυλλαράκια, που το καθένα είναι σαν να αποτελείται από δύο φύλλα, ενωμένα κατά μήκος του πρώτου τρίτου του ύψους τους μεταξύ τους. Από το κέντρο της τριάδας αυτής, που φτάνει ως τέσσερα εκατοστά από το έδαφος, ξεκινάει ένας νέος μίσχος,-ο  ποδίσκος-, στέρεος και όλο ευρωστία και αυτοπεποίθηση, που ανεβαίνει ως δέκα περίπου εκατοστά ακόμα. Από την κορυφή του ξεκινάνε τα λουλουδάκια, ένα έως πέντε-έξη σε κάθε μίσχο. Τα ανθάκια έχουν πέντε πέταλα το καθένα, που είναι κατακίτρινα, και ανοίγουν σχηματίζοντας ένα μικρό χωνάκι καθένα τους. Τα τρία φυλλαράκια έχουν ένα χαρακτηριστικό που δεν έχω ξαναδεί σε άλλα λουλούδια. Καθένα τους έχει στο πράσινό του,  στίγματα θα τα έλεγα, χρώματος καφέ, που δεν είναι  συμμετρικά και ομοιόμορφα. Είναι πέντε, δέκα ή και παραπάνω, άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα, σκόρπια πάνω σε κάθε φυλλαράκι. Φυλλαράκι που το εμβαδόν του θα είναι το μισό ή το ένα τρίτο περίπου του τετραγωνικού εκατοστού.
Αυτό σήμερα, 9 του Μάρτη.
Αυτά τα λουλουδάκια άνοιξαν την καρδιά μου σήμερα και θα με έχουν ευτυχισμένον μέχρι κάτι ανθρώπινο να διακόψει αυτή την ολβιότητα.
Αλλά σήμερα συνέβη και κάτι άλλο. Γύρισε ύστερα από έξη χρόνων απουσία στη χώρα της, η γυναίκα με την οποία μαζί της είχα περάσει δυο χρόνια ονειρεμένης σεξουαλικής ευχαρίστησης. Νεαρότατη, ομορφότατη, ορεκτικότατη ακόμα. Εγώ γηραιότερος, ασχημότερος, αηδιαστικότερος ακόμα. Ήρθε στο διαμέρισμά μου θέλοντας να ξαναζωντανέψει  την παλιά μας ιστορία.  Πως της εξηγείς τώρα ακράτεια, ανεύρυσμα, καρδιοπάθεια, τη στιγμή μάλιστα που δεν ξέρει και καλά ελληνικά; Της έκλεισα ένα ραντεβού για μεθαύριο για να της εξηγήσω τα νέα.
Η έλευσή της ήτανε το δεύτερο ευτυχές συμβάν για μένα σήμερα. Πώς μπορείς να μην αγαπάς εις τον αιώνα μια γυναίκα που σου χάρισε τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής σου;