(συνέχεια «Καραϊσκάκη»)
Αφού γλιτώσανε οι Καπετάνιοι
Τότε ποιόν σκότωσαν οι κερατάδες;
Η Φρουρά τότε του Μεσολογγιού μας
Ζει ολόκληρη. Μπράβο σας παλληκάρια!"
Η ΡΟΥΜΕΛΗ ΠΡΟΣΚΥΝΑΕΙ ΣΤΟΝ ΚΙΟΥΤΑΧΗ
Το "Κιουταχής" ήτανε παρατσούκλι
Γιατί βελής διορίστη στην Κιουτάχεια,
και χρόνια έκανε πολλά εκεί πέρα.
Ρεσίτ πασάς ήτανε τ’ όνομά του.
Μεγάλωσε σαν δούλος στο σαράι.
Τον εκετιμούσε ο Μαχμούτ Σουλτάνος
Κι όταν ο Αλήπασας κατατροπώθη
Αρχήγεψε στα Τρίκαλα ο Ρεσίτης.
Έξυπνος ήτανε, σκληρός, δραστήριος.
Εχτύπησε τους Ελληνες στο Πέτα
Και ύστερα μαζί με τον Βρυώνη
Επολιόρκησε το Μεσολόγγι
Την πρώτη τη φορά,το εικοσιδύο.
Σαν ο Μαχμούτ απότυχε μονάχος
Το Σηκωμό να πνίξει των Ελλήνων,
Απ’ τον πασά ζήτησε της Αιγύπτου,
Το Μεχμετάλη, βοήθεια να του δώσει.
Τα ’κανε αυτό, γιατί είδε τις Δυνάμεις
Μετά απο τη δική του αποτυχία
Να παίρνουνε τα δίκια των Ελλήνων.
Υστερα ήτανε κι αυτό το Δάνειο-
Για να δανείζει κάποιον η Αγγλία,
Ηξερε, δε θα χάσει τα λεφτά της.
Κι αυτό εσήμαινε Ανεξαρτησία
Πως στο Μωρηά εσκόπευε να δώσει.
Γι αυτό εβιάζονταν να υποτάξει
Και πάλι το Μωρηά, για να ’ναι πάλι
Εκείνος ρυθμιστής στα πράγματα του.
Όμως σ’ αυτή τη νέα του προσπάθεια
Το σχέδιο αλλιώτικο έπρεπε να ’ναι.
Γιατί οι σφαγές της πρώτης εκστρατείας,
Αυτές είναι που κάναν την Ευρώπη
Τώρα να γνοιάζεται για την Ελλάδα.
Η νέα που ετοίμαζε εκστρατεία
Τους άμαχους δεν πρέπει να πειράξει.
Πρέπει να καλοέχουν τους χωριάτες
Ώστε κι εκείνοι να τους προτιμάνε
Απ’ τούς Αρματολούς κι από τους Κλέφτες.
Γιατ’ οι σπιούνοι του του αναφέραν
πως ο Λαός στενάζει από τούς Κλέφτες
Κι ότι οι Αρματολοί τον κατατρέχουν-
και οι Ρουμελιώτες και οι Μωραίτες.
Και του ’πανε πως εύκολα ο κόσμος
Θα ’τρεχε να γλιτώσει από κείνους,
Γυρεύοντας στους Τούρκους προστασία,
Αρκεί αυτοί πολιτική να δείχναν
Τέτοια που να τραβήξει τον κοσμάκη.
Οχι σφαγές λοιπόν και λεηλασίες.
Οχι βιασμοί, φωτιές, βασανιστήρια.
Γι αυτό την εκστρατεία θ’ ακλουθούσαν
Ελληνες τουρκολάτρες και παπάδες
κρατώντας δυο ειδών χαρτιά στα χέρια.
Το ένα θα ’ταν τα προσκυνοχάρτια,
που όποιος τα υπόγραφε σωζόταν
Απ’ τών Αρματολών τη λεηλασία,
Και σώζονταν τον Τούρκο προσκυνώντας.
Και τ’ άλλα θα ’τανε χαρτιά που λέγαν
Πως Λευτεριά οι έλληνες δε θέλουν,
Και παραδόθηκαν μόνοι στον Τούρκο.
Του’ τα χαρτιά θα τα ’παιρνε ο Σουλτάνος
Κι απόδειξη για τις Δυνάμεις θα ’ταν
Πως οι Ελληνες εδιάλεξαν τους Τούρκους.
Τα ίδια είχαν διαταγή να κάνουν
Κι ο Κίουταχής, και, στο Μωρηά, ο Μπραϊμης-
Τους έλληνες με το καλό να πάρουν.
Κι απόδωσε το μέτρο καρπούς πλούσιους.
Ενας μετά τον άλλο προσκυνούσαν .
Κι οι Ρουμελιώτες και οι Μωραϊτες.
Κι ο κιουταχής κατέβαινε σακάτου
Ξηλώνοντας από τις θέσεις που ’χαν
Τον κάθε εχθρό κι αντίζηλό του τούρκο.
Αντικατάστησε τον Σούλτζια Κόρτζια
Με τον ντερβέναγα ΣιλιχταρΜπόδα.
Ο Σούλτζια Κόρτζια ξέρει πια σε λίγο
πως αν τον Κιουταχή δεν τόνε φάει
Κατ’ από το μαχαίρι του θα πέσει.
Για τούτο στους Αρματολούς μηνάει
Να ενωθούν να διώξουν τον Κιουτάγια.
Μα οι Αρματολοί δεν τον ακούνε.
Τον Κιουταχή αφήνουν να θεριεύει
Κι εκείνοι μεταξύ τους φαγωνόνταν.
Και ο Λαός κάθε φορά ο δόλιος
Πλήρωνε τα δικά τους τα σπασμένα.
Στη Ρούμελη ειδικά, οι Καπετάνιοι
Τον Κιουταχή σαν είδαν μαλακόνε
Πήγανε όλοι τους και προσκυνήσαν.
Αυτός τους άφησε τ’ Αρματολίκια.
Κι όταν τους είπε πως θα τους χαρίσει
Και τα εισοδήματα κείνου του χρόνου,
Τότε οι αχρείοι διπλοπροσκυνήσαν.
Προσκύνησαν ο Μήτσος Κοντογιάννης,
Ο Ρούκης, ο Πεσλής και ο Σιαφάκας,
Ο Τράκας και ο Στάικος Γιαννάκης,
Τσόγκηδες, Ράγκοι και ο Δυοβουνιώτης,
Οι Γιολδασαίοι , ο Σωτήρης Στράτος,
Κι αυτός ακόμα ο Αντρέας ο Ισκος,
Ενας από τα έντεκα τα μέλη
Της νέας Διοικητικής Επιτροπής μας.
Μερικοί μόνο νέοι Καπετάνιοι
Δεν προσκυνήσανε. Ως για τους άλλους,
Εκτός του Δυοβουνιώτη που ήρθε πίσω,
Οι άλλοι μείνανε προσκυνημένοι
Μέχρι που εκετέβη ο Καποδίστριας.
Αυτή ήταν η κατάσταση του τόπου
Όταν εχάθηκε το Μεσολόγγι,
Που δοξασμένο κι αν το πέσιμό του
Όμως ενέκρωσε όλη την Ελλάδα.
Λίγα μονάχα στο Μωρηά είχαν μείνει
Φρούρια ελεύθερα σ’ ελλήνων χέρια.
Από τη Στερεά μόνο η Αθήνα,
καλλίτερα μόνη η Ακρόπολή της,
Κι εκείνη με το Γκούρα Διοικητή της,
Που καταλήστευε τους Αθηναίους.
Σ’ όλον ετούτο το χαμό μένει όρθιος
Μόνον ο Γιος της Καλογριάς, ο "μούλος",
Ο "γύφτος", ο "αντάρτης", ο "προδότης".
Και κείνος πάλι θα επαναστατήσει
Τη Ρούμελη, κι εκείνος νέα θα δώσει
Πνοή ζωής στης Λευτεριάς τα στήθη.
ΠΑΛΙ ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ
Σαυτό το χάλι ο τόπος ήταν όλος
Οταν εκίνησε ο Καραϊσκάκης
Στ’ Ανάπλι για να πάει. Στην Ελευσίνα
Με Βάσο και Κριεζωτη απαντιέται.
"Στ’ Ανάπλι πάς και συ Καραϊσκάκη;
καημένη Ρούμελη, όλοι σ’ αφήνουν!"
"Τι να σας πω", τους λέει,"ωρ’ αδέρφια.
Στ’ Ανάπλι , ναι, κι εγώ. Θέλω να πάω
Ν’ ακούσω και να δω και μοναχός μου
Τι συλλογιούνται αυτοί που μας προστάζουν-
Εχουν καρδιά για πόλεμο ακόμα
Η εκειπέρα όλοι τους γαμιούνται ;"
Και πήγε. Κι όταν γύρισε και πάλι
Έγραψε μες σε λίγους μήνες μόνο-
Όσο επρόλαβε προτού πεθάνει-
Μες στο χρυσό της Ιστορίας βιβλίο
Σελίδες που όμοιες τους μόνο εγράψαν
Οι προγονοί του οι παλιοί εκείνοι.
και τα έργα αυτά που τότε είχε κάνει
Είναι το ένα από τα δυό εκείνα
Που τις Μεγάλες κάνανε Δυνάμεις
Όταν η ώρα ήρθε να επέμβουν,
Ώστε να λευτερώσουν την Ελλάδα.
Το άλλο ήτανε το Μεσολόγγι,
Που όταν η Επανάσταση είχε ανάγκη
Εστω μιας μέρας χρόνο να κερδίσει,
Εκείνο της εχάρισε ένα χρόνο.
Όταν επήγε στο Μωρηά, εβρήκε
Μία Επιτροπή μ’ έντεκα μέλη
Αντί για τη Συνέλευση την Τρίτη
Της Επιδαύρου. Ο Μαυροκορδάτος
ο Κουντουριώτης παραμεριστήκαν.
Και ο Κωλέτης. Κι όλα ρημαγμένα
Απ’ της Ιερής το πέσιμο της πόλης
Που δρόμο λεύτερο άφησε στους τούρκους.
Στο μεταξύ βρίσκονται μες στ’ Ανάπλι
Όσοι εβγήκαν απ’ τό Μεσολόγγι.
Μα τώρα χωρισμένοι είναι στα δύο:
Χώρια Σουλιώτες, χώρια Ρουμελιώτες.
Ακόμα εσηκώσανε κεφάλι
Και οι μικρότεροι καπεταναίοι
και θέλουν να ’χουν ανεξαρτησία
Από τους Καπετάνιους τους μεγάλους.
Οι απλοί αγωνιστές, κι αυτοί ζητάνε
Να μην πληρώνονται απ’ τούς Καπετάνιους
Παρά γραμμή απ’ τό Ταμείο του κράτους.
Γιατί αφότου ήρθανε τα Δάνεια,
Οι της Κυβέρνησης είχαν αρχίσει
Μιστούς να δίνουνε στα παλληκάρια
Οσων Καπεταναίων ήταν δικοί τους.
Άλλη κι αυτή μια ανήθικη προσπάθεια
Να προσεταιριστούν καπεταναίους, ,
κι άλλη μια μέθοδος να εξαγοράζουν
και πατριωτισμό και συνειδήσεις.
Κι όλοι αυτοί κολλήσανε στ’ Ανάπλι
Γιατί η Διοίκηση είν’ εκεί πέρα
Και τον παρά η Διοίκηση τον έχει.
Από την άλλη ο δάσκαλος Γεννάδιος
Ζητά να ξεσηκώσει τους πατριώτες
Να βγούνε πάλι και να πολεμήσουν.
Τώρα οι Ρουμελιώτες έχουν μάθει
Πως κάποιοι θέλουνε να συμφωνήσουν
Με την Τουρκιά και τις Τρανές Δυνάμεις,
Να δώσουν στο Μωρηά ελευθερία
Κι η Ρούμελη να μείνει σκλαβωμένη.
Τραβάνε το λοιπόν οι Ρουμελιώτες
Και φκιάνουν μιά Αδελφότητα ως την είπαν
Και παν και πιάνουνε το Παλαμήδι.
Και φτιάχνουν ένα έγγραφο που λέει
Πως κάνανε το Σύλλογον αυτόνε ,
Για να φροντίζει για τα δίκαιά τους
Αλλά και για της Ρούμελης τα δίκια.
Κι όλοι οι οπλαρχηγοί το υπογράφουν.
Για αρχηγό τους βάζουνε το Γρίβα
που όμως δεν του καίγεται καρφάκι
Για Ρούμελη και για Μωρηά, και μόνο
Το ατομικό του βλέπει το συμφέρον. ,
Των έντεκα φωνάζει το γκουβέρνο
Πως πρέπει πια οι πολεμιστές να βγούνε
Από τ’ Ανάπλι, γιά να πολεμήσουν.
Αλλά κανένας την αρχή δεν κάνει.
Και η κυβέρνηση φεύγει και πάει,
Γι ασφάλεια περισσότερη, στο Μπούρτζι.
Τ’ είναι κι αυτή η συνήθεια στην Ελλάδα
Σαν κινδυνεύουνε οι κυβερνήσεις
Να φεύγουν σα λαγοί κυνηγημένοι
Κι οι κυβερνήσεις και οι βασιλιάδες…
Το ίδιο τότε και το ίδιο τώρα.
Μήπως πολύτιμοι νοιώθουνε τάχα
και κρύβονται για να προφυλαχτούνε
Κι όταν περάσει η μπόρα να ξανάρθουν;
Τί να τους κάνουμε τέτοιοι που είναι;
Σαν αρχηγοί σ’ αυτούς ο κλήρος πέφτει
Πρώτοι και στην ανάγκη να ριχτούνε.
Ή αναντικατάστατοι πως είναι
Θαρρούνε ; Το κεφάλι τους το κλούβιο.
Αυτοβαφτίζονται μονάχα έτσι
Για να δικαιολογήσουν τη φυγή τους.
Ξεγάνωτα καθίκια είναι όλοι
Που δυναστεύουν το Λαό τον έρμο.
Καλλίτερός τους είναι ο καθένας
Υπάλληλος, εργάτης ή αγρότης-
Αυτοί τα πόστα τους δεν παρατάνε.
Δεν κρύβονται την ώρα της ανάγκης.
Κι αφού πάθει ο Λαός και υποφέρει
Κι αφού το φίδι βγάλει από τήν τρύπα
Ερχονται πάλι εκείνοι κορδωμένοι
και κάθονται στο σβέρκο του και πάλι.
Ο… ΜΙΚΡΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ
Το ’σκασε το λοιπόν η εντεκάδα
Με πρώτο της τον Πρδεδρο Ζαίμη.
Στις δεκαπέντε Ιούνη αυτό εγίνει.
Στις δεκαφτά, μετά από δυό ημέρες,
Φτάνει στ’ Ανάπλι ο Καραϊσκάκης.
Τρέχουνε όλοι για να τόνε δούνε.
Μαθαίνει "Αδελφότητα" πως φτιάξαν
Οι Ρουμελιώτες, και ζητά κι εκείνος
Να υπογράψει το χαρτί που γράψαν.
Του λένε: "το χαρτί δεν έχει χώρο".
"Ωρέ" τους αποκρίθη, "δεν πειράζει.
Μίας γραμμούλας χώρος θα υπάρχει.
Εστω και τελευταίος να υπογράψω,
Και ο μικρός σας αδερφός να είμαι".
Του δίνουνε το έγγραφο γελώντας.
Κι ο Παναγιώτης Σούτσος, που στ’ Ανάπλι
Βρίσκεται τότε, ο ποιητής, θα γράψει:
"Ο δε αγχίνους ορεινός, έθεσε καραησκάκης κακόγραφαν το όνομα, μελανωμένον, στενοχωρημένον εν μέσω άλλων ευρυχώρως γεγραμμένων. Η υπογραφή όμως αύτη εξήλειψε μετέπειτα τας άλλας, και ο ζητών ολίγον τόπον εις το έγγραφον και εις την εταιρείαν, εκυρίευσεν άπαν το έγγραφον και άπασαν την εταιρείαν και ο εσχατεύσας επρώτευσε".
Στις είκοσι Ιούνη μαζευόνται
Οι αρχηγοί από τα σώματα όλα
Για να διορίσουνε στο Παλαμήδι
Φρουρά κοινή, αποδεχτή απ’ όλους.
Μα δεν τα καταφέρνουν. Τσακωνόνται.
Πάνε στον Καραϊσκάκη και του λένε
Οι πατριώτες του οι Ρουμελιώτες:
"Σού αφιερώνουμε τα δίκαια μας.
Φρόντισε και τη Ρούμελη να σώσεις
Και μας, τη γέννα της, τους Ρουμελιώτες".
" Τόσο μου βάλατε μεγάλο βάρος
Που θέλω και βοηθό να το σηκώσω".
"Διάλεξε ποιόνε θέλεις και τον έχεις".
"Τον Αλεξάκη θέλω να μου δώστε".
"Πάρε όποιον θέλεις, κάμε όπως ξέρεις,
Μον’ την τιμή της Ρούμελης να σώσεις
Και τη δικιά μας να καλοφυλάγεις".
ΣΥΜΦΩΝ1Α ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ-ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ
Αφού ασφάλισε το Παλαμήδι
Εγκαταστώντας μέσα Ρουμελιώτες,
Κι αφού ησύχασε λίγο από τούτα,
Έβαλε μπρος το σχέδιο που για τούτο
Είχε απ’ τή Ρούμελη στ’ Ανάπλι έρθει.
Δεν ήρθε για να γίνει κομματάρχης,
Ούτε καινούργιο Εμφύλιο για ν’ ανάψει.
Κρατώντας του Παλαμηδιού τις πέτρες,
Η Ρούμελη δε σώζεται-το ξέρει.
Για να μη μείνει έξω απ’ τις συνθήκες
που ίσως κάνανε οι Μωραίτες,
Πρέπει και πάλι τ’ άρματα να πάρει
και η Αθήνα πρέπει να μην πέσει.
Αλλιώς κι η Επανάσταση θα σβήσει.
Ο κίνδυνος τρανός είναι για όλους.
Η μόνη ελπίδα έχει απομείνει:
Να ενωθούνε όλες οι δυνάμεις,
Σουλιώτες, Μωραϊτες, Ρουμελιώτες.
Κείνες τις μέρες βρίσκονταν στ’ Ανάπλι
Και ο Φωτάκος-του Κολοκοτρώνη
Υπασπιστής και άξιος πατριώτης.
Κίτσος Τζαβέλας και Καραϊσκάκης
Τόνε φωνάζουν και του λεν να πάει
Να δώσει μήνυμα του αρχηγού του
πως τόνε θέλουνε για να μιλήσουν.
Γιατί αν τον Κιουταχή δεν σταματήσουν,
Αυτός αφού τη Στερεά υποτάξει,
Για το Μωρηά κατόπι θα τραβήξει.
Και δίνουν κι ένα γράμμα να του πάει.
Ο Γέρος του Μωρηά παίρνει το γράμμα
κινάει ευθύς και πάει για το Άργος
Και τους μηνάει να πάνε να τον βρούνε.
Κίτσος Τζαβέλας και Καραϊσκάκης
Τραβάν κι οι δυο αμέσως για το Άργος.
Στρώνονται στο περβόλι του Δεσύλλα
Όπου κονάκευε ο Κολοκοτρώνης
Κι αφού καλόφαγαν και καλοήπιαν
Θυμούνται τα παλιά, όταν μονιασμένοι
Τόσα πολλά μαζί είχαν καταφέρει.
Και πιάνουν και το Κλέφτικο τραγούδι.
Ξάφνου ο Γέρος βαριαναστενάζει
Και δάκρυα τα μάτια του γεμίζουν.
"Κόφτε ωρέ", φωνάζει, "το τραγούδι".
"Τι έχεις" ιον ρωτάν οι άλλοι γύρω.
"Δεν είμαστε για γλέντι μα για κλάμμα
Με τόσα που η πατρίδα μας τραβάει.
Καραϊσκάκη, μίλα μου-σ’ ακούω" .
"Κολοκοτρώνη, όλοι αν ενωθούμε,
Τότε μονάχα θα σωθεί η πατρίδα".
"Το ξέρω. Κι άλλος από σε κανένας
Δεν το μπορεί τη Ρούμελη και πάλι
στ’ άρματα να σηκώσει όπως και πρώτα. "
Μωρηάς και Ρούμελη πετιούνται απάνου
Και αγκαλιάζονται-σταυροφιλιούνται
Κι ορκίζονται ενωμένοι να ’ναι πάντα.
"Θεός βοηθός" Ενας στον άλλο λέει.
«'Όλα θα παν καλα από δω και πέρα".
Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ
Κάναν κι ένα χαρτί και το υπογράψαν:
Τα εισοδήματα θα τα συνάζει
Μία Επιτροπή και θα τα δίνει
Στ’ασκέρια ανάλογα με την αξία
και δραστηριότητα κάθε στρατιώτη.
Η γη, στους τόπους που θα λευτερώναν,
Θα μοιραστεί σε όσους πολεμήσαν
Αδιάφορο από πού ειν’ ο καθένας.
Δυό εκστρατείες είναι για να γίνουν:
Μία στη Στερεά για την Αθήνα
Κι η άλλη εδώ, ενάντια στον Μπραΐμη.
Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Γυρνά στ’ Ανάπλι ο Καραϊσκάκης
Και από την Κυβέρνηση ζητάει
Της Ρούμελης την αρχιστρατηγία.
Λαός και Καπετάνιοι είναι μαζί του.
Μα η Κυβέρνηση έχει άλλη γνώμη.
Τότε σκαρφίζεται ο Καραϊσκάκης
Να βάλει μπρος μια ψεύτικη φοβέρα:
Μια μέρα που βρισκόνταν μαζεμένοι
Καμπόσοι Καπετάνιοι και τα πίναν
"Κάνουμε ωρέ μία δουλειά;" ρωτάει.
«Σαν τι δούλειά;» «Να μπούμε ένας ένας
Στο Μπούρτζι, εκεί πού ’ναι μαζεμένοι,
Να διώξουμε αυτούς που κυβερνάνε
Κι άλλους να βάλουμε, που τις ανάγκες
Των ασκεριών να τις υπολογίζουν.
Και τους σκοτώνουμε αν αντισταθούνε".
Ο Γιώργης Κίτσου ήτανε μαζί τους.
Και ήξερε καλά ο Καραϊσκάκης
Πως ό,τι θα λεγόταν εκεί μέσα
Θα τα προφτάσει όλα στον Ζαίμη.
"Τί λες Καπετάν-Γιώργη;" λέει του Κίτσου.
Τρομάζει εκείνος και πετιέται απάνου:
"Αμ πώς να κάνουμε ένα τέτοιο πράμα
Στη Διοίκηση που διόρισε το Εθνος!"
"Για τίποτις εσύ δεν είσαι άξιος"
Τον αντισκόφτει ο Καραϊσκάκης.
Δίπλα του κάθονταν ο Φωτομάρας:
"Τί λες εσύ ωρέ καπετάν-Χρήστο;"
"Το πράμα είναι βαρύ και θέλει σκέψη".
"Αντε και συ να χέσεις Χρήστο-πόρδα
Δουλειά δε γίνεται ούτε με σένα".
Γυρίζει προς τον Κίτσο το Τζαβέλα:
"Τί λες καπετάν-Κίτσο;" τον ρωτάει.
"Το κάνουμε, για να σωθει η πατρίδα."
Τον αγκάλιαζει, τον φιλεί, του λέει:
"Να ζήσεις αδερφέ μου Καπετάνιε".
Γυρίζει έπειτα στο Βαλτινό:"Αμ σένα
Που θα σου δώσουμε μεγάλη θέση!"
"Κι εγώ με σάς, μ’ όλα τα γερατειά μου".
"Πάει καλά. Εσύ Καπτα-Γιαννάκη;"
(Καπτα-Γιαννάκης ήταν ο Σουλτάνης)
"Πάμε. Κι όλους εγώ θα τους ξεσκίσω."
"Εσύ τι λες;", γυρνάει στον Κασομούλη.
"Κι εγώ το μερδικό μου δεν τ’ αφήνω
Φτάνει καλό πως κάτι θε να γίνει.»
Κρυφογελούσαν όλοι με το φόβο
Που βλέπανε στο πρόσωπο του Κίτσου.
Σα φεύγει, όλα τα μηνάει στο Μπούρτζι.
Εκείνοι αναστατώνονται: "Ο μούλος,
Δε θες τέτιο χουνέρι να τους κάνει,
Κι ας λέει ο Ελβετός γιατρός, ο Μπέλυ,
Πως η ψυχή του βρίσκεται στο στόμα."
Και μια γιατί άξιονε τόνε γνωρίζαν
Και μία για να τον ξεφορτωθούνε,
Του δίνουνε την αρχιστρατηγία.
Του λέει ο Ζαίμης: "Η Πατρίδα
Γυρεύει από μας να ’χουμε ομόνοια."
"Ναι, το γυρεύει" ο ήρως τ’ αποκρίθη.
Φιλήθηκαν και όλα ξεχαστήκαν.
Σε τούτη τη σκηνή μπροστά βρισκόταν
Και ο Μπουντούρης, προύχοντας της Ύδρας:
"Ίσα με σήμερα Καραϊσκάκη
Δεν έκανες το χρέος σου ", του λέει,
"Όσο θα έπρεπε για την Πατρίδα,
Ο θεός να σε φωτίσει να το κάμεις
Από δω κι ύστερα". Του απαντάει,
Γρήγορα ως πάντα ο Καραϊσκάκης,
Ο μεγαλόκαρδος και τίμιος άντρας:
"Δεν το αρνούμαι αυτό. Οταν το θέλω
Γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω
Γίνομαι διάβολος. Αλλά από τώρα
Σκοπό μου το ’χω άγγελος να γίνω."
Ως τώρα όλοι τόνε κυνηγούσαν,
Οι παλαιοί τον βλέπαν Καπετάνιοι
Σα νάτανε παρείσακτος, και "μούλο"
Τον ανεβάζαν και τον κατεβάζαν.
Πάλι οι πολιτικάντες απ’ την άλλη
Τον κυνηγούσανε για "προδοσία".
Για πρώτη του φορά τώρα στο χέρι
Παίρνει ένα χαρτί που εξουσία
και δύναμη του δίνει πάνω σ’ όλα.
Ενα μικρό χαρτί όπου τιμούσε
Τις ικανότητες τις σπάνιές του
Και που μεγάλωνε τη δύναμή του.
Ναι. Παντοδύναμος ήτανε τώρα
Ο Καραϊσκάκης. Μα με λόγια μόνο.
Γιατί ήτανε η αρχιστρατηγία
Ενα χαρτί με γράμματα επάνω.
Ούτε στρατό ούτε πολεμοφόδια
Ούτε λεφτά δεν έφερνε μαζί της.
Ολα μονάχος να τα φκιάσει πρέπει.
Αλλά δεν του ’δινε δύναμη μόνο,
Ψεύτικη έστω, το χαρτί ετούτο,
Μα και πολλές ευθύνες τον γεμίζει.
Μα νιώθει απέραντα ευτυχισμένος.
Γιατί έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν
Λεύτερος από έγνιες κι από ευθύνες.
Μα τώρα είχε κάτι άλλο έρθει,
κάτι γι αυτόν καινούργιο και μεγάλο:
Η αναγνώριση των τόσων κόπων.
Και η Τιμή του Εθνους. Και η Δόξα.
Κι οι δυό του μεγαλύτερες ευθύνες
Τ’ Άγραφα πρώτα, ο Μωρηάς κατόπι-
Η Στερεά κι ύστερα η Ελλάδα.
Και τώρα ήξερε: αυτά τα δύο
Δεμένα το ’να ήτανε με τ’ άλλο.
Η μοίρα τους κοινή μέσα στον κόσμο.
Η σκλάβα και τα δυό, ή λευτερωμένα.
Και τώρα έπεφτε σ’ αυτόν το βάρος
Να δώσει και στα δυό τη λευτεριά τους.
Να σώσει την Ελλάδα από την άκρη
Του εγκρεμού όπου ελικνιζόταν.
Ζωή γεμάτος άνθρωπος ποιος είναι
που να μη θέλει απ’ τούς άλλους να ’χει
Την αναγνώριση όποιας του αξίας;
Το «μπράβο» σε αυτιά ποια δεν αρέσει;
Ποιός δεν αισθάνεται σαν πιό μεγάλος
ποιός με ζωή γεμάτος δε ζητάει
Το παίνεμα της ίδιας της ζωής του;
Κι αν ήταν ζωντανός ο Καραϊσκάκης!
Σ’ αυτά τα σάπια απ’ την αρρώστια στήθια
Σαν το σκουλήκι ειχ’ η ζωή φωλιάσει,
Μόνο κει μέσα, κι όλους είχε αφήσει
Τους άλλους έλληνες σαν πεθαμένους.
Ετσι λοιπόν με το χαρτί εκείνο,
Φτερώθη του ήρωα η αξιοσύνη.
Ως τότε ήταν ένα παλληκάρι
Που όλοι θαύμαζαν τη λεβεντιά του.
Μα τώρα είχε γίνει ο ηγέτης.
Έτσι, ό,που υπάρχει φανερώνει
Το πρόσωπο της η μεγαλοσύνη:
Αν πάρουνε στα χεριά εξουσία
Οι άνθρωποι οι μικροί τότε χαλάνε
και γίνονται χειρότεροι απ’ ότ’ ήταν.
Αντίθετα οι άνθρωποι οι μεγάλοι
Για τον κοινό θυσιάζονται αγώνα.
Κι ο Καραϊσκάκης ήτανε μεγάλος.
Ο αναγνώστης όμως μη νομίσει
πως πάψαν τώρα οι πολιτικοί μας
Τρικλοποδιές στον ήρωα να βάζουν.
Μόνο διπλά που τώρα εσκεφτόνταν
Προτού του κάνουνε κακό κανένα,
Γιατί απ’ την άλληνε καλά γνωρίζαν
πως έχει το όλο το Λαό μαζί του.
Και του Λαού η δύναμη μεγάλη.
Όμως οι άλλοι έτσι αν εσκεφτόνταν,
Μυαλό δεν έβαζε ο Μαυροκορδάτος
Που η προσπαθειά του ήτανε στραμμένη
Πώς όλον το Μωρηά θα υποτάξει
Στους φίλους του τους λόρδους-τους Εγγλέζους.
Μα μόνο το Μωρηά.Τη Ρούμελη όχι.
Αυτήν θα την εχάριζε στους Τούρκους.
Εκεί σκοπούσε η πολιτική του:
Πώς τον Καραϊσκάκη θα μποδίσει
Στη Ρούμελη τη λευτεριά να δώσει
και πώς από την άλλη θα πουλήσει
Στους Αγγλους το Μωρηά. Μα όλα τούτα
Καλλίτερα πιο κάτου θα φανούνε,
Οταν ο ήρωας Καραϊσκάκης
θα πολεμάει έξω απ’ την Αθήνα.
Πρώτη του πράξη ύστερ’ από τούτα
Ητανε όλα τ’ άρματα να ενώσει
Για να τα ρίξει στην κοινή προσπάθεια.
Αλλά δεν τα κατάφερε αμέσως-
Και οι κλεισμένοι μες στο Παλαμήδι
Με αρχηγό τον άμυαλο το Γρίβα,
Και οι Σουλιώτες, αποτραβηχτήκαν,
Σπρωγμένοι από ζήλεια κι ιδιοτέλεια.
Ξεκίνησε λοιπόν ο Καραϊσκάκης
Και στις δεκαεννιά του Ιούλη φεύγει
Εχοντας δίπλα του όσα παλληκάρια
Είχε κι όταν ερχότανε στ’ Ανάπλι:
Εξήντα και διακόσα μετρημένα.
Μα δύο αλλά τώρα είχε μαζί του.
Το ’να ήταν το χαρτί της στρατηγίας,
Και τάλλο, σιγουρότερο απ’ το πρώτο,
Ηταν η συμμαχία με το Γέρο.
Κι ας εκλωτσούσαν οι πολιτικάντες
Σαν άκουσαν γι αυτή τη συμφωνία.
Ποιός τους ακούει όταν κρατεί τα όπλα.
Αρκεί τα όπλα καλή χρήση νάχουν.
Μαζί με τ’ άλλα του τα παλληκαρια
Μικροί Καπεταναίοι ακολουθούσαν:
Ο Νάκος Πανουργιάς και ο Φραγγίστας,
Ο Βάρης, κι ένας άλλος-ο Γιαννάκης,
Ο αδερφός του μέγα Οδυσσέα.
Σε λίγο αποπίσω του ετρέξαν
Κατ’ απ’ τον Περραιβό αδερφωμένοι
Θρακιώτες, Θεσσαλοί και Μακεδόνες.
Αργότερα το δρόμο της πατρίδας
Τον ακολούθησαν κι οι Εφτανήσιοι,
Τραβώντας πάνω, προς την Ελευσίνα.
Και τελευταίοι θα τρέξουν να προλάβουν
και του Παλαμηδιού οι προκομένοι,
Ωστε η δόξα κάτω που θα πάρουν
Από τις προσταγές του Καραϊσκάκη,
Να σβήσει κάθε τους πριν ασχημία.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΑΠΟ GOSSE ΚΑΙ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟ
Αλλ’ αν και τούτο το βιβλίο έχει
Για ήρωα του τον Καραϊσκάκη
Δεν έχει εντούτοις δώσει μέχρι τώρα
Κάποια περιγραφή του ήρωα του.
Ομως καλλίτερα, γιατί ταιριάζει
Αυτή την ώρα πιότερο η μορφή του
Κι ο χαρακτήρας του γνωστά να γίνουν,
Τώρα που ήρθε η μεγάλη ώρα-
Τώρα που όλα του έχουν ωριμάσει
Και που τους πλούσιους του καρπούς θα δώσει,
Μεστούς, και ζουμερούς, και ψυχοτρόφους,
Προτού από δολοφόνο ένα χέρι
Την τελευταία του πνοή ν’ αφήσει
Πάνω στη μάχη για τη Λευτεριά μας,
Πάνω στη μάχη για να μας χαρίσει
Μια Δόξα, μια Τιμή, και μια Πατρίδα.
Ομως καμμία πλήρης δεν υπάρχει
Περιγραφή μορφής του ή χαρακτήρα.
Κομμάτια παίρνοντας δώθε και κείθε
Να δώσουμε μπορούμε τή μορφή του.
Ως για το χαρακτήρα πολύ λίγο
Γνώμες γι αυτόν μπορούν να μας βοηθήσουν.
Αλλά για τί μορφή μιλάμε τάχα;
Πώς ήτανε η μύτη και το στόμα;
Κοντός αν ήταν η ψηλός; Κι ακόμα
Αν θύμωνε συχνά ή αν ήταν πράος;
Αν ήταν φιλαλήθης ή ψευδόταν;
Αισθάνομαι τουλάχιστον γελοίος
Γιατί εβαλθηκα να περιγράψω
Τον ήρωα. Κι αν τέλος θα το κάνω
Είναι γιατί συνήθεια έχει γίνει
Να γίνονται περιγραφές σαν τούτες.
Αυτήν ακολουθώντας τη συνήθεια
θα γράφω το λοιπόν κι εγώ δυο λόγια.
Γιατί μορφή ο ήρωας δεν έχει.
Εχει μορφή ο θεός; Εχει η ιδέα;
Εχει ο Ηρακλής; Εχει ο Θησέας;
Γιατί ο ήρως είναι μέσα σ’ όλα
Όσα εντός μας ή μας τριγυρίζουν.
Γιατ’ είν’ ο ήρωας μια παρουσία
Αιθέρια κι ακατάλυτη κι αιώνια.
Γιατί ο ήρωας ειν’ η Πατρίδα
Στην πιο γλυκεία και άγρια της ώρα.
Θες τη μορφή να δεις του Καραϊσκάκη;
Δες ένα πεύκο του μικρού χωριού σου-
Το ύψος του, το μύρο του δεν έχει;
Το βράχο δες που υψώνεται αντιπέρα-
Δεν έχει τη σκληράδα κι αντοχή του;
Δες το μικρό, το αθώο κατσικάκι-
Λες με το βήμα του δεν περπατάει;
Νοιώσ’ την ανάσα- τη φωνή σου άκου –
Δεν είναι κείνου; Δεν είν’ η δική του;
Και μες στης νύχτας το πηχτό σκοτάδι
Οταν κοιμάσαι σύ, δεν ειν’ εκείνος
Που ακούραστα τον ήλιο συνδαυλίζει
και άσβηστη τη φλόγα του κρατάει
Για να ’ρθει αύριο να σε φωτίσει;
Ας δούμε όμως τώρα δυο τι λένε-
Πώς περιγράφουν τον Καραϊσκάκη.
‘
ΜΑΡΤΥΡΙΑ GOSSE
Ο Ελβετός Φιλέλληνας, ο Gosse
Γράφει στον Εϋνάρδο από την Υδρα
Το ’κοσιεφτά, στις δεκαπέντε Μάρτη.
Του λέει πως είδε τον Καραϊσκάκη
Στις έντεκα Μαρτιού για να του δώσει
Δύο επιστολές του Εϋνάρδου.
Τον ’δεχτη φιλικά πολύ μας λέει,
Τον ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον
Που ’χε για την Ελλάδα ο Ευνάρδος,
Και έδειξε να εμφορείται, λέει ,
Από αγνά αισθήματα αγάπης
Και αφοσίωσης για το Γκουβέρνο.
Ηταν αδύνατος, ηλιοκαμένος,
Με ακατάστατα μαλλιά και γένια.
ψηλός, τα μάτια να πετάνε σπίθες.
Είχε το μέτωπο ρυτιδωμένο
Και μύτη αλαφρά ανασηκωμένη.
Το παρουσιαστικό του ήταν τέλειο,
Χωρίς ψεγάδι, και οι τρόποι του ήταν
Ευγενικοί. Εβλεπες πως κατείχε
Το αίσθημα ανώτερος πως ήταν
Αλλά με τούτο δεν περιφρονούσε
Τους γύρω του και τους κατώτερούς του.
Με γρηγοράδα αντιλαμβανόταν,
και αν κι αμόρφωτος ο ίδιος ήταν,
Ηθελε να μορφώνονται οι άλλοι.
Ητανε δίκιος κι εύσπλαχνος, κι ο κόσμος
Μεγάλη αγάπη έδειχνε να του ’χει.
Μιλούσε λίγο αλλά μ’ ευκολία
Και ό,τι έλεγε είχε ειλικρίνεια.
Όταν τον εσυνάντησε ο Gosse
Φόραγε μπαλωμένο πανωφόρι,
Βαμβακερό. Του έδωσε για δώρο
Ενα ωραίο μεταξωτό σακκάκι.
Το εδέχτη μ’ ευχαρίστηση μεγάλη.
Η επιρροή του ήτανε μεγάλη
Σε αξιωματικούς και σε στρατιώτες.
Οι πρώτοι του αναγνώριζαν πως ήταν
Στρατιωτική ιδιοφυία μεγάλη
και ότι άκαμπτη είχε καρτερία.
Όσο για τους στρατιώτες υπόφεραν
Αγόγγυστα κάθε σκληραγωγία,
και τις στερήσεις και δοκιμασίες
Που φέρνει ο ανταρτοπόλεμος μαζί του.
Και σαν παράδειγμα για τούτο φέρνει
Πως απ’ τό Δίστομο στην Ελευσίνα,
(Πορεία στην οποία οι στρατιώτες
ούτε μιστό ούτε τρόφιμα δεν είχαν),
δεν εγκατάλειψαν τον αρχηγό τους
όπως με άλλους κάναν Καπετάνιους.
Για συνοδεία του ο Καραϊσκάκης
Εναν αδύνατο, μικρόν στο σώμα
Είχε αξιωματικό πάντα μαζί του
Καθώς και μία όμορφη κοπέλα,
Την ερωμένη του, που ως τα δόντια
Κάθε στιγμή και ώρα οπλισμένη,
Με τις αρχαίες έμοιαζε αμαζόνες.
Για να λευτερωθεί η Αθήνα ήταν
Η μόνη ελπίδα ο Καραϊσκάκης-
Αυτός ο τολμηρός και θαρραλέος,
Που γρήγορα ο νους του συλλαμβάνει
Και δίχως άργητα το κάνει πράξη
Όποιας το σχέδιο κάνει εκστρατείας.
Αυτά ο Gosse για τον ήρωα μας.
(συνεχίζεται)
Αφού γλιτώσανε οι Καπετάνιοι
Τότε ποιόν σκότωσαν οι κερατάδες;
Η Φρουρά τότε του Μεσολογγιού μας
Ζει ολόκληρη. Μπράβο σας παλληκάρια!"
Η ΡΟΥΜΕΛΗ ΠΡΟΣΚΥΝΑΕΙ ΣΤΟΝ ΚΙΟΥΤΑΧΗ
Το "Κιουταχής" ήτανε παρατσούκλι
Γιατί βελής διορίστη στην Κιουτάχεια,
και χρόνια έκανε πολλά εκεί πέρα.
Ρεσίτ πασάς ήτανε τ’ όνομά του.
Μεγάλωσε σαν δούλος στο σαράι.
Τον εκετιμούσε ο Μαχμούτ Σουλτάνος
Κι όταν ο Αλήπασας κατατροπώθη
Αρχήγεψε στα Τρίκαλα ο Ρεσίτης.
Έξυπνος ήτανε, σκληρός, δραστήριος.
Εχτύπησε τους Ελληνες στο Πέτα
Και ύστερα μαζί με τον Βρυώνη
Επολιόρκησε το Μεσολόγγι
Την πρώτη τη φορά,το εικοσιδύο.
Σαν ο Μαχμούτ απότυχε μονάχος
Το Σηκωμό να πνίξει των Ελλήνων,
Απ’ τον πασά ζήτησε της Αιγύπτου,
Το Μεχμετάλη, βοήθεια να του δώσει.
Τα ’κανε αυτό, γιατί είδε τις Δυνάμεις
Μετά απο τη δική του αποτυχία
Να παίρνουνε τα δίκια των Ελλήνων.
Υστερα ήτανε κι αυτό το Δάνειο-
Για να δανείζει κάποιον η Αγγλία,
Ηξερε, δε θα χάσει τα λεφτά της.
Κι αυτό εσήμαινε Ανεξαρτησία
Πως στο Μωρηά εσκόπευε να δώσει.
Γι αυτό εβιάζονταν να υποτάξει
Και πάλι το Μωρηά, για να ’ναι πάλι
Εκείνος ρυθμιστής στα πράγματα του.
Όμως σ’ αυτή τη νέα του προσπάθεια
Το σχέδιο αλλιώτικο έπρεπε να ’ναι.
Γιατί οι σφαγές της πρώτης εκστρατείας,
Αυτές είναι που κάναν την Ευρώπη
Τώρα να γνοιάζεται για την Ελλάδα.
Η νέα που ετοίμαζε εκστρατεία
Τους άμαχους δεν πρέπει να πειράξει.
Πρέπει να καλοέχουν τους χωριάτες
Ώστε κι εκείνοι να τους προτιμάνε
Απ’ τούς Αρματολούς κι από τους Κλέφτες.
Γιατ’ οι σπιούνοι του του αναφέραν
πως ο Λαός στενάζει από τούς Κλέφτες
Κι ότι οι Αρματολοί τον κατατρέχουν-
και οι Ρουμελιώτες και οι Μωραίτες.
Και του ’πανε πως εύκολα ο κόσμος
Θα ’τρεχε να γλιτώσει από κείνους,
Γυρεύοντας στους Τούρκους προστασία,
Αρκεί αυτοί πολιτική να δείχναν
Τέτοια που να τραβήξει τον κοσμάκη.
Οχι σφαγές λοιπόν και λεηλασίες.
Οχι βιασμοί, φωτιές, βασανιστήρια.
Γι αυτό την εκστρατεία θ’ ακλουθούσαν
Ελληνες τουρκολάτρες και παπάδες
κρατώντας δυο ειδών χαρτιά στα χέρια.
Το ένα θα ’ταν τα προσκυνοχάρτια,
που όποιος τα υπόγραφε σωζόταν
Απ’ τών Αρματολών τη λεηλασία,
Και σώζονταν τον Τούρκο προσκυνώντας.
Και τ’ άλλα θα ’τανε χαρτιά που λέγαν
Πως Λευτεριά οι έλληνες δε θέλουν,
Και παραδόθηκαν μόνοι στον Τούρκο.
Του’ τα χαρτιά θα τα ’παιρνε ο Σουλτάνος
Κι απόδειξη για τις Δυνάμεις θα ’ταν
Πως οι Ελληνες εδιάλεξαν τους Τούρκους.
Τα ίδια είχαν διαταγή να κάνουν
Κι ο Κίουταχής, και, στο Μωρηά, ο Μπραϊμης-
Τους έλληνες με το καλό να πάρουν.
Κι απόδωσε το μέτρο καρπούς πλούσιους.
Ενας μετά τον άλλο προσκυνούσαν .
Κι οι Ρουμελιώτες και οι Μωραϊτες.
Κι ο κιουταχής κατέβαινε σακάτου
Ξηλώνοντας από τις θέσεις που ’χαν
Τον κάθε εχθρό κι αντίζηλό του τούρκο.
Αντικατάστησε τον Σούλτζια Κόρτζια
Με τον ντερβέναγα ΣιλιχταρΜπόδα.
Ο Σούλτζια Κόρτζια ξέρει πια σε λίγο
πως αν τον Κιουταχή δεν τόνε φάει
Κατ’ από το μαχαίρι του θα πέσει.
Για τούτο στους Αρματολούς μηνάει
Να ενωθούν να διώξουν τον Κιουτάγια.
Μα οι Αρματολοί δεν τον ακούνε.
Τον Κιουταχή αφήνουν να θεριεύει
Κι εκείνοι μεταξύ τους φαγωνόνταν.
Και ο Λαός κάθε φορά ο δόλιος
Πλήρωνε τα δικά τους τα σπασμένα.
Στη Ρούμελη ειδικά, οι Καπετάνιοι
Τον Κιουταχή σαν είδαν μαλακόνε
Πήγανε όλοι τους και προσκυνήσαν.
Αυτός τους άφησε τ’ Αρματολίκια.
Κι όταν τους είπε πως θα τους χαρίσει
Και τα εισοδήματα κείνου του χρόνου,
Τότε οι αχρείοι διπλοπροσκυνήσαν.
Προσκύνησαν ο Μήτσος Κοντογιάννης,
Ο Ρούκης, ο Πεσλής και ο Σιαφάκας,
Ο Τράκας και ο Στάικος Γιαννάκης,
Τσόγκηδες, Ράγκοι και ο Δυοβουνιώτης,
Οι Γιολδασαίοι , ο Σωτήρης Στράτος,
Κι αυτός ακόμα ο Αντρέας ο Ισκος,
Ενας από τα έντεκα τα μέλη
Της νέας Διοικητικής Επιτροπής μας.
Μερικοί μόνο νέοι Καπετάνιοι
Δεν προσκυνήσανε. Ως για τους άλλους,
Εκτός του Δυοβουνιώτη που ήρθε πίσω,
Οι άλλοι μείνανε προσκυνημένοι
Μέχρι που εκετέβη ο Καποδίστριας.
Αυτή ήταν η κατάσταση του τόπου
Όταν εχάθηκε το Μεσολόγγι,
Που δοξασμένο κι αν το πέσιμό του
Όμως ενέκρωσε όλη την Ελλάδα.
Λίγα μονάχα στο Μωρηά είχαν μείνει
Φρούρια ελεύθερα σ’ ελλήνων χέρια.
Από τη Στερεά μόνο η Αθήνα,
καλλίτερα μόνη η Ακρόπολή της,
Κι εκείνη με το Γκούρα Διοικητή της,
Που καταλήστευε τους Αθηναίους.
Σ’ όλον ετούτο το χαμό μένει όρθιος
Μόνον ο Γιος της Καλογριάς, ο "μούλος",
Ο "γύφτος", ο "αντάρτης", ο "προδότης".
Και κείνος πάλι θα επαναστατήσει
Τη Ρούμελη, κι εκείνος νέα θα δώσει
Πνοή ζωής στης Λευτεριάς τα στήθη.
ΠΑΛΙ ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ
Σαυτό το χάλι ο τόπος ήταν όλος
Οταν εκίνησε ο Καραϊσκάκης
Στ’ Ανάπλι για να πάει. Στην Ελευσίνα
Με Βάσο και Κριεζωτη απαντιέται.
"Στ’ Ανάπλι πάς και συ Καραϊσκάκη;
καημένη Ρούμελη, όλοι σ’ αφήνουν!"
"Τι να σας πω", τους λέει,"ωρ’ αδέρφια.
Στ’ Ανάπλι , ναι, κι εγώ. Θέλω να πάω
Ν’ ακούσω και να δω και μοναχός μου
Τι συλλογιούνται αυτοί που μας προστάζουν-
Εχουν καρδιά για πόλεμο ακόμα
Η εκειπέρα όλοι τους γαμιούνται ;"
Και πήγε. Κι όταν γύρισε και πάλι
Έγραψε μες σε λίγους μήνες μόνο-
Όσο επρόλαβε προτού πεθάνει-
Μες στο χρυσό της Ιστορίας βιβλίο
Σελίδες που όμοιες τους μόνο εγράψαν
Οι προγονοί του οι παλιοί εκείνοι.
και τα έργα αυτά που τότε είχε κάνει
Είναι το ένα από τα δυό εκείνα
Που τις Μεγάλες κάνανε Δυνάμεις
Όταν η ώρα ήρθε να επέμβουν,
Ώστε να λευτερώσουν την Ελλάδα.
Το άλλο ήτανε το Μεσολόγγι,
Που όταν η Επανάσταση είχε ανάγκη
Εστω μιας μέρας χρόνο να κερδίσει,
Εκείνο της εχάρισε ένα χρόνο.
Όταν επήγε στο Μωρηά, εβρήκε
Μία Επιτροπή μ’ έντεκα μέλη
Αντί για τη Συνέλευση την Τρίτη
Της Επιδαύρου. Ο Μαυροκορδάτος
ο Κουντουριώτης παραμεριστήκαν.
Και ο Κωλέτης. Κι όλα ρημαγμένα
Απ’ της Ιερής το πέσιμο της πόλης
Που δρόμο λεύτερο άφησε στους τούρκους.
Στο μεταξύ βρίσκονται μες στ’ Ανάπλι
Όσοι εβγήκαν απ’ τό Μεσολόγγι.
Μα τώρα χωρισμένοι είναι στα δύο:
Χώρια Σουλιώτες, χώρια Ρουμελιώτες.
Ακόμα εσηκώσανε κεφάλι
Και οι μικρότεροι καπεταναίοι
και θέλουν να ’χουν ανεξαρτησία
Από τους Καπετάνιους τους μεγάλους.
Οι απλοί αγωνιστές, κι αυτοί ζητάνε
Να μην πληρώνονται απ’ τούς Καπετάνιους
Παρά γραμμή απ’ τό Ταμείο του κράτους.
Γιατί αφότου ήρθανε τα Δάνεια,
Οι της Κυβέρνησης είχαν αρχίσει
Μιστούς να δίνουνε στα παλληκάρια
Οσων Καπεταναίων ήταν δικοί τους.
Άλλη κι αυτή μια ανήθικη προσπάθεια
Να προσεταιριστούν καπεταναίους, ,
κι άλλη μια μέθοδος να εξαγοράζουν
και πατριωτισμό και συνειδήσεις.
Κι όλοι αυτοί κολλήσανε στ’ Ανάπλι
Γιατί η Διοίκηση είν’ εκεί πέρα
Και τον παρά η Διοίκηση τον έχει.
Από την άλλη ο δάσκαλος Γεννάδιος
Ζητά να ξεσηκώσει τους πατριώτες
Να βγούνε πάλι και να πολεμήσουν.
Τώρα οι Ρουμελιώτες έχουν μάθει
Πως κάποιοι θέλουνε να συμφωνήσουν
Με την Τουρκιά και τις Τρανές Δυνάμεις,
Να δώσουν στο Μωρηά ελευθερία
Κι η Ρούμελη να μείνει σκλαβωμένη.
Τραβάνε το λοιπόν οι Ρουμελιώτες
Και φκιάνουν μιά Αδελφότητα ως την είπαν
Και παν και πιάνουνε το Παλαμήδι.
Και φτιάχνουν ένα έγγραφο που λέει
Πως κάνανε το Σύλλογον αυτόνε ,
Για να φροντίζει για τα δίκαιά τους
Αλλά και για της Ρούμελης τα δίκια.
Κι όλοι οι οπλαρχηγοί το υπογράφουν.
Για αρχηγό τους βάζουνε το Γρίβα
που όμως δεν του καίγεται καρφάκι
Για Ρούμελη και για Μωρηά, και μόνο
Το ατομικό του βλέπει το συμφέρον. ,
Των έντεκα φωνάζει το γκουβέρνο
Πως πρέπει πια οι πολεμιστές να βγούνε
Από τ’ Ανάπλι, γιά να πολεμήσουν.
Αλλά κανένας την αρχή δεν κάνει.
Και η κυβέρνηση φεύγει και πάει,
Γι ασφάλεια περισσότερη, στο Μπούρτζι.
Τ’ είναι κι αυτή η συνήθεια στην Ελλάδα
Σαν κινδυνεύουνε οι κυβερνήσεις
Να φεύγουν σα λαγοί κυνηγημένοι
Κι οι κυβερνήσεις και οι βασιλιάδες…
Το ίδιο τότε και το ίδιο τώρα.
Μήπως πολύτιμοι νοιώθουνε τάχα
και κρύβονται για να προφυλαχτούνε
Κι όταν περάσει η μπόρα να ξανάρθουν;
Τί να τους κάνουμε τέτοιοι που είναι;
Σαν αρχηγοί σ’ αυτούς ο κλήρος πέφτει
Πρώτοι και στην ανάγκη να ριχτούνε.
Ή αναντικατάστατοι πως είναι
Θαρρούνε ; Το κεφάλι τους το κλούβιο.
Αυτοβαφτίζονται μονάχα έτσι
Για να δικαιολογήσουν τη φυγή τους.
Ξεγάνωτα καθίκια είναι όλοι
Που δυναστεύουν το Λαό τον έρμο.
Καλλίτερός τους είναι ο καθένας
Υπάλληλος, εργάτης ή αγρότης-
Αυτοί τα πόστα τους δεν παρατάνε.
Δεν κρύβονται την ώρα της ανάγκης.
Κι αφού πάθει ο Λαός και υποφέρει
Κι αφού το φίδι βγάλει από τήν τρύπα
Ερχονται πάλι εκείνοι κορδωμένοι
και κάθονται στο σβέρκο του και πάλι.
Ο… ΜΙΚΡΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ
Το ’σκασε το λοιπόν η εντεκάδα
Με πρώτο της τον Πρδεδρο Ζαίμη.
Στις δεκαπέντε Ιούνη αυτό εγίνει.
Στις δεκαφτά, μετά από δυό ημέρες,
Φτάνει στ’ Ανάπλι ο Καραϊσκάκης.
Τρέχουνε όλοι για να τόνε δούνε.
Μαθαίνει "Αδελφότητα" πως φτιάξαν
Οι Ρουμελιώτες, και ζητά κι εκείνος
Να υπογράψει το χαρτί που γράψαν.
Του λένε: "το χαρτί δεν έχει χώρο".
"Ωρέ" τους αποκρίθη, "δεν πειράζει.
Μίας γραμμούλας χώρος θα υπάρχει.
Εστω και τελευταίος να υπογράψω,
Και ο μικρός σας αδερφός να είμαι".
Του δίνουνε το έγγραφο γελώντας.
Κι ο Παναγιώτης Σούτσος, που στ’ Ανάπλι
Βρίσκεται τότε, ο ποιητής, θα γράψει:
"Ο δε αγχίνους ορεινός, έθεσε καραησκάκης κακόγραφαν το όνομα, μελανωμένον, στενοχωρημένον εν μέσω άλλων ευρυχώρως γεγραμμένων. Η υπογραφή όμως αύτη εξήλειψε μετέπειτα τας άλλας, και ο ζητών ολίγον τόπον εις το έγγραφον και εις την εταιρείαν, εκυρίευσεν άπαν το έγγραφον και άπασαν την εταιρείαν και ο εσχατεύσας επρώτευσε".
Στις είκοσι Ιούνη μαζευόνται
Οι αρχηγοί από τα σώματα όλα
Για να διορίσουνε στο Παλαμήδι
Φρουρά κοινή, αποδεχτή απ’ όλους.
Μα δεν τα καταφέρνουν. Τσακωνόνται.
Πάνε στον Καραϊσκάκη και του λένε
Οι πατριώτες του οι Ρουμελιώτες:
"Σού αφιερώνουμε τα δίκαια μας.
Φρόντισε και τη Ρούμελη να σώσεις
Και μας, τη γέννα της, τους Ρουμελιώτες".
" Τόσο μου βάλατε μεγάλο βάρος
Που θέλω και βοηθό να το σηκώσω".
"Διάλεξε ποιόνε θέλεις και τον έχεις".
"Τον Αλεξάκη θέλω να μου δώστε".
"Πάρε όποιον θέλεις, κάμε όπως ξέρεις,
Μον’ την τιμή της Ρούμελης να σώσεις
Και τη δικιά μας να καλοφυλάγεις".
ΣΥΜΦΩΝ1Α ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ-ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ
Αφού ασφάλισε το Παλαμήδι
Εγκαταστώντας μέσα Ρουμελιώτες,
Κι αφού ησύχασε λίγο από τούτα,
Έβαλε μπρος το σχέδιο που για τούτο
Είχε απ’ τή Ρούμελη στ’ Ανάπλι έρθει.
Δεν ήρθε για να γίνει κομματάρχης,
Ούτε καινούργιο Εμφύλιο για ν’ ανάψει.
Κρατώντας του Παλαμηδιού τις πέτρες,
Η Ρούμελη δε σώζεται-το ξέρει.
Για να μη μείνει έξω απ’ τις συνθήκες
που ίσως κάνανε οι Μωραίτες,
Πρέπει και πάλι τ’ άρματα να πάρει
και η Αθήνα πρέπει να μην πέσει.
Αλλιώς κι η Επανάσταση θα σβήσει.
Ο κίνδυνος τρανός είναι για όλους.
Η μόνη ελπίδα έχει απομείνει:
Να ενωθούνε όλες οι δυνάμεις,
Σουλιώτες, Μωραϊτες, Ρουμελιώτες.
Κείνες τις μέρες βρίσκονταν στ’ Ανάπλι
Και ο Φωτάκος-του Κολοκοτρώνη
Υπασπιστής και άξιος πατριώτης.
Κίτσος Τζαβέλας και Καραϊσκάκης
Τόνε φωνάζουν και του λεν να πάει
Να δώσει μήνυμα του αρχηγού του
πως τόνε θέλουνε για να μιλήσουν.
Γιατί αν τον Κιουταχή δεν σταματήσουν,
Αυτός αφού τη Στερεά υποτάξει,
Για το Μωρηά κατόπι θα τραβήξει.
Και δίνουν κι ένα γράμμα να του πάει.
Ο Γέρος του Μωρηά παίρνει το γράμμα
κινάει ευθύς και πάει για το Άργος
Και τους μηνάει να πάνε να τον βρούνε.
Κίτσος Τζαβέλας και Καραϊσκάκης
Τραβάν κι οι δυο αμέσως για το Άργος.
Στρώνονται στο περβόλι του Δεσύλλα
Όπου κονάκευε ο Κολοκοτρώνης
Κι αφού καλόφαγαν και καλοήπιαν
Θυμούνται τα παλιά, όταν μονιασμένοι
Τόσα πολλά μαζί είχαν καταφέρει.
Και πιάνουν και το Κλέφτικο τραγούδι.
Ξάφνου ο Γέρος βαριαναστενάζει
Και δάκρυα τα μάτια του γεμίζουν.
"Κόφτε ωρέ", φωνάζει, "το τραγούδι".
"Τι έχεις" ιον ρωτάν οι άλλοι γύρω.
"Δεν είμαστε για γλέντι μα για κλάμμα
Με τόσα που η πατρίδα μας τραβάει.
Καραϊσκάκη, μίλα μου-σ’ ακούω" .
"Κολοκοτρώνη, όλοι αν ενωθούμε,
Τότε μονάχα θα σωθεί η πατρίδα".
"Το ξέρω. Κι άλλος από σε κανένας
Δεν το μπορεί τη Ρούμελη και πάλι
στ’ άρματα να σηκώσει όπως και πρώτα. "
Μωρηάς και Ρούμελη πετιούνται απάνου
Και αγκαλιάζονται-σταυροφιλιούνται
Κι ορκίζονται ενωμένοι να ’ναι πάντα.
"Θεός βοηθός" Ενας στον άλλο λέει.
«'Όλα θα παν καλα από δω και πέρα".
Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ
Κάναν κι ένα χαρτί και το υπογράψαν:
Τα εισοδήματα θα τα συνάζει
Μία Επιτροπή και θα τα δίνει
Στ’ασκέρια ανάλογα με την αξία
και δραστηριότητα κάθε στρατιώτη.
Η γη, στους τόπους που θα λευτερώναν,
Θα μοιραστεί σε όσους πολεμήσαν
Αδιάφορο από πού ειν’ ο καθένας.
Δυό εκστρατείες είναι για να γίνουν:
Μία στη Στερεά για την Αθήνα
Κι η άλλη εδώ, ενάντια στον Μπραΐμη.
Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Γυρνά στ’ Ανάπλι ο Καραϊσκάκης
Και από την Κυβέρνηση ζητάει
Της Ρούμελης την αρχιστρατηγία.
Λαός και Καπετάνιοι είναι μαζί του.
Μα η Κυβέρνηση έχει άλλη γνώμη.
Τότε σκαρφίζεται ο Καραϊσκάκης
Να βάλει μπρος μια ψεύτικη φοβέρα:
Μια μέρα που βρισκόνταν μαζεμένοι
Καμπόσοι Καπετάνιοι και τα πίναν
"Κάνουμε ωρέ μία δουλειά;" ρωτάει.
«Σαν τι δούλειά;» «Να μπούμε ένας ένας
Στο Μπούρτζι, εκεί πού ’ναι μαζεμένοι,
Να διώξουμε αυτούς που κυβερνάνε
Κι άλλους να βάλουμε, που τις ανάγκες
Των ασκεριών να τις υπολογίζουν.
Και τους σκοτώνουμε αν αντισταθούνε".
Ο Γιώργης Κίτσου ήτανε μαζί τους.
Και ήξερε καλά ο Καραϊσκάκης
Πως ό,τι θα λεγόταν εκεί μέσα
Θα τα προφτάσει όλα στον Ζαίμη.
"Τί λες Καπετάν-Γιώργη;" λέει του Κίτσου.
Τρομάζει εκείνος και πετιέται απάνου:
"Αμ πώς να κάνουμε ένα τέτοιο πράμα
Στη Διοίκηση που διόρισε το Εθνος!"
"Για τίποτις εσύ δεν είσαι άξιος"
Τον αντισκόφτει ο Καραϊσκάκης.
Δίπλα του κάθονταν ο Φωτομάρας:
"Τί λες εσύ ωρέ καπετάν-Χρήστο;"
"Το πράμα είναι βαρύ και θέλει σκέψη".
"Αντε και συ να χέσεις Χρήστο-πόρδα
Δουλειά δε γίνεται ούτε με σένα".
Γυρίζει προς τον Κίτσο το Τζαβέλα:
"Τί λες καπετάν-Κίτσο;" τον ρωτάει.
"Το κάνουμε, για να σωθει η πατρίδα."
Τον αγκάλιαζει, τον φιλεί, του λέει:
"Να ζήσεις αδερφέ μου Καπετάνιε".
Γυρίζει έπειτα στο Βαλτινό:"Αμ σένα
Που θα σου δώσουμε μεγάλη θέση!"
"Κι εγώ με σάς, μ’ όλα τα γερατειά μου".
"Πάει καλά. Εσύ Καπτα-Γιαννάκη;"
(Καπτα-Γιαννάκης ήταν ο Σουλτάνης)
"Πάμε. Κι όλους εγώ θα τους ξεσκίσω."
"Εσύ τι λες;", γυρνάει στον Κασομούλη.
"Κι εγώ το μερδικό μου δεν τ’ αφήνω
Φτάνει καλό πως κάτι θε να γίνει.»
Κρυφογελούσαν όλοι με το φόβο
Που βλέπανε στο πρόσωπο του Κίτσου.
Σα φεύγει, όλα τα μηνάει στο Μπούρτζι.
Εκείνοι αναστατώνονται: "Ο μούλος,
Δε θες τέτιο χουνέρι να τους κάνει,
Κι ας λέει ο Ελβετός γιατρός, ο Μπέλυ,
Πως η ψυχή του βρίσκεται στο στόμα."
Και μια γιατί άξιονε τόνε γνωρίζαν
Και μία για να τον ξεφορτωθούνε,
Του δίνουνε την αρχιστρατηγία.
Του λέει ο Ζαίμης: "Η Πατρίδα
Γυρεύει από μας να ’χουμε ομόνοια."
"Ναι, το γυρεύει" ο ήρως τ’ αποκρίθη.
Φιλήθηκαν και όλα ξεχαστήκαν.
Σε τούτη τη σκηνή μπροστά βρισκόταν
Και ο Μπουντούρης, προύχοντας της Ύδρας:
"Ίσα με σήμερα Καραϊσκάκη
Δεν έκανες το χρέος σου ", του λέει,
"Όσο θα έπρεπε για την Πατρίδα,
Ο θεός να σε φωτίσει να το κάμεις
Από δω κι ύστερα". Του απαντάει,
Γρήγορα ως πάντα ο Καραϊσκάκης,
Ο μεγαλόκαρδος και τίμιος άντρας:
"Δεν το αρνούμαι αυτό. Οταν το θέλω
Γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω
Γίνομαι διάβολος. Αλλά από τώρα
Σκοπό μου το ’χω άγγελος να γίνω."
Ως τώρα όλοι τόνε κυνηγούσαν,
Οι παλαιοί τον βλέπαν Καπετάνιοι
Σα νάτανε παρείσακτος, και "μούλο"
Τον ανεβάζαν και τον κατεβάζαν.
Πάλι οι πολιτικάντες απ’ την άλλη
Τον κυνηγούσανε για "προδοσία".
Για πρώτη του φορά τώρα στο χέρι
Παίρνει ένα χαρτί που εξουσία
και δύναμη του δίνει πάνω σ’ όλα.
Ενα μικρό χαρτί όπου τιμούσε
Τις ικανότητες τις σπάνιές του
Και που μεγάλωνε τη δύναμή του.
Ναι. Παντοδύναμος ήτανε τώρα
Ο Καραϊσκάκης. Μα με λόγια μόνο.
Γιατί ήτανε η αρχιστρατηγία
Ενα χαρτί με γράμματα επάνω.
Ούτε στρατό ούτε πολεμοφόδια
Ούτε λεφτά δεν έφερνε μαζί της.
Ολα μονάχος να τα φκιάσει πρέπει.
Αλλά δεν του ’δινε δύναμη μόνο,
Ψεύτικη έστω, το χαρτί ετούτο,
Μα και πολλές ευθύνες τον γεμίζει.
Μα νιώθει απέραντα ευτυχισμένος.
Γιατί έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν
Λεύτερος από έγνιες κι από ευθύνες.
Μα τώρα είχε κάτι άλλο έρθει,
κάτι γι αυτόν καινούργιο και μεγάλο:
Η αναγνώριση των τόσων κόπων.
Και η Τιμή του Εθνους. Και η Δόξα.
Κι οι δυό του μεγαλύτερες ευθύνες
Τ’ Άγραφα πρώτα, ο Μωρηάς κατόπι-
Η Στερεά κι ύστερα η Ελλάδα.
Και τώρα ήξερε: αυτά τα δύο
Δεμένα το ’να ήτανε με τ’ άλλο.
Η μοίρα τους κοινή μέσα στον κόσμο.
Η σκλάβα και τα δυό, ή λευτερωμένα.
Και τώρα έπεφτε σ’ αυτόν το βάρος
Να δώσει και στα δυό τη λευτεριά τους.
Να σώσει την Ελλάδα από την άκρη
Του εγκρεμού όπου ελικνιζόταν.
Ζωή γεμάτος άνθρωπος ποιος είναι
που να μη θέλει απ’ τούς άλλους να ’χει
Την αναγνώριση όποιας του αξίας;
Το «μπράβο» σε αυτιά ποια δεν αρέσει;
Ποιός δεν αισθάνεται σαν πιό μεγάλος
ποιός με ζωή γεμάτος δε ζητάει
Το παίνεμα της ίδιας της ζωής του;
Κι αν ήταν ζωντανός ο Καραϊσκάκης!
Σ’ αυτά τα σάπια απ’ την αρρώστια στήθια
Σαν το σκουλήκι ειχ’ η ζωή φωλιάσει,
Μόνο κει μέσα, κι όλους είχε αφήσει
Τους άλλους έλληνες σαν πεθαμένους.
Ετσι λοιπόν με το χαρτί εκείνο,
Φτερώθη του ήρωα η αξιοσύνη.
Ως τότε ήταν ένα παλληκάρι
Που όλοι θαύμαζαν τη λεβεντιά του.
Μα τώρα είχε γίνει ο ηγέτης.
Έτσι, ό,που υπάρχει φανερώνει
Το πρόσωπο της η μεγαλοσύνη:
Αν πάρουνε στα χεριά εξουσία
Οι άνθρωποι οι μικροί τότε χαλάνε
και γίνονται χειρότεροι απ’ ότ’ ήταν.
Αντίθετα οι άνθρωποι οι μεγάλοι
Για τον κοινό θυσιάζονται αγώνα.
Κι ο Καραϊσκάκης ήτανε μεγάλος.
Ο αναγνώστης όμως μη νομίσει
πως πάψαν τώρα οι πολιτικοί μας
Τρικλοποδιές στον ήρωα να βάζουν.
Μόνο διπλά που τώρα εσκεφτόνταν
Προτού του κάνουνε κακό κανένα,
Γιατί απ’ την άλληνε καλά γνωρίζαν
πως έχει το όλο το Λαό μαζί του.
Και του Λαού η δύναμη μεγάλη.
Όμως οι άλλοι έτσι αν εσκεφτόνταν,
Μυαλό δεν έβαζε ο Μαυροκορδάτος
Που η προσπαθειά του ήτανε στραμμένη
Πώς όλον το Μωρηά θα υποτάξει
Στους φίλους του τους λόρδους-τους Εγγλέζους.
Μα μόνο το Μωρηά.Τη Ρούμελη όχι.
Αυτήν θα την εχάριζε στους Τούρκους.
Εκεί σκοπούσε η πολιτική του:
Πώς τον Καραϊσκάκη θα μποδίσει
Στη Ρούμελη τη λευτεριά να δώσει
και πώς από την άλλη θα πουλήσει
Στους Αγγλους το Μωρηά. Μα όλα τούτα
Καλλίτερα πιο κάτου θα φανούνε,
Οταν ο ήρωας Καραϊσκάκης
θα πολεμάει έξω απ’ την Αθήνα.
Πρώτη του πράξη ύστερ’ από τούτα
Ητανε όλα τ’ άρματα να ενώσει
Για να τα ρίξει στην κοινή προσπάθεια.
Αλλά δεν τα κατάφερε αμέσως-
Και οι κλεισμένοι μες στο Παλαμήδι
Με αρχηγό τον άμυαλο το Γρίβα,
Και οι Σουλιώτες, αποτραβηχτήκαν,
Σπρωγμένοι από ζήλεια κι ιδιοτέλεια.
Ξεκίνησε λοιπόν ο Καραϊσκάκης
Και στις δεκαεννιά του Ιούλη φεύγει
Εχοντας δίπλα του όσα παλληκάρια
Είχε κι όταν ερχότανε στ’ Ανάπλι:
Εξήντα και διακόσα μετρημένα.
Μα δύο αλλά τώρα είχε μαζί του.
Το ’να ήταν το χαρτί της στρατηγίας,
Και τάλλο, σιγουρότερο απ’ το πρώτο,
Ηταν η συμμαχία με το Γέρο.
Κι ας εκλωτσούσαν οι πολιτικάντες
Σαν άκουσαν γι αυτή τη συμφωνία.
Ποιός τους ακούει όταν κρατεί τα όπλα.
Αρκεί τα όπλα καλή χρήση νάχουν.
Μαζί με τ’ άλλα του τα παλληκαρια
Μικροί Καπεταναίοι ακολουθούσαν:
Ο Νάκος Πανουργιάς και ο Φραγγίστας,
Ο Βάρης, κι ένας άλλος-ο Γιαννάκης,
Ο αδερφός του μέγα Οδυσσέα.
Σε λίγο αποπίσω του ετρέξαν
Κατ’ απ’ τον Περραιβό αδερφωμένοι
Θρακιώτες, Θεσσαλοί και Μακεδόνες.
Αργότερα το δρόμο της πατρίδας
Τον ακολούθησαν κι οι Εφτανήσιοι,
Τραβώντας πάνω, προς την Ελευσίνα.
Και τελευταίοι θα τρέξουν να προλάβουν
και του Παλαμηδιού οι προκομένοι,
Ωστε η δόξα κάτω που θα πάρουν
Από τις προσταγές του Καραϊσκάκη,
Να σβήσει κάθε τους πριν ασχημία.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΑΠΟ GOSSE ΚΑΙ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟ
Αλλ’ αν και τούτο το βιβλίο έχει
Για ήρωα του τον Καραϊσκάκη
Δεν έχει εντούτοις δώσει μέχρι τώρα
Κάποια περιγραφή του ήρωα του.
Ομως καλλίτερα, γιατί ταιριάζει
Αυτή την ώρα πιότερο η μορφή του
Κι ο χαρακτήρας του γνωστά να γίνουν,
Τώρα που ήρθε η μεγάλη ώρα-
Τώρα που όλα του έχουν ωριμάσει
Και που τους πλούσιους του καρπούς θα δώσει,
Μεστούς, και ζουμερούς, και ψυχοτρόφους,
Προτού από δολοφόνο ένα χέρι
Την τελευταία του πνοή ν’ αφήσει
Πάνω στη μάχη για τη Λευτεριά μας,
Πάνω στη μάχη για να μας χαρίσει
Μια Δόξα, μια Τιμή, και μια Πατρίδα.
Ομως καμμία πλήρης δεν υπάρχει
Περιγραφή μορφής του ή χαρακτήρα.
Κομμάτια παίρνοντας δώθε και κείθε
Να δώσουμε μπορούμε τή μορφή του.
Ως για το χαρακτήρα πολύ λίγο
Γνώμες γι αυτόν μπορούν να μας βοηθήσουν.
Αλλά για τί μορφή μιλάμε τάχα;
Πώς ήτανε η μύτη και το στόμα;
Κοντός αν ήταν η ψηλός; Κι ακόμα
Αν θύμωνε συχνά ή αν ήταν πράος;
Αν ήταν φιλαλήθης ή ψευδόταν;
Αισθάνομαι τουλάχιστον γελοίος
Γιατί εβαλθηκα να περιγράψω
Τον ήρωα. Κι αν τέλος θα το κάνω
Είναι γιατί συνήθεια έχει γίνει
Να γίνονται περιγραφές σαν τούτες.
Αυτήν ακολουθώντας τη συνήθεια
θα γράφω το λοιπόν κι εγώ δυο λόγια.
Γιατί μορφή ο ήρωας δεν έχει.
Εχει μορφή ο θεός; Εχει η ιδέα;
Εχει ο Ηρακλής; Εχει ο Θησέας;
Γιατί ο ήρως είναι μέσα σ’ όλα
Όσα εντός μας ή μας τριγυρίζουν.
Γιατ’ είν’ ο ήρωας μια παρουσία
Αιθέρια κι ακατάλυτη κι αιώνια.
Γιατί ο ήρωας ειν’ η Πατρίδα
Στην πιο γλυκεία και άγρια της ώρα.
Θες τη μορφή να δεις του Καραϊσκάκη;
Δες ένα πεύκο του μικρού χωριού σου-
Το ύψος του, το μύρο του δεν έχει;
Το βράχο δες που υψώνεται αντιπέρα-
Δεν έχει τη σκληράδα κι αντοχή του;
Δες το μικρό, το αθώο κατσικάκι-
Λες με το βήμα του δεν περπατάει;
Νοιώσ’ την ανάσα- τη φωνή σου άκου –
Δεν είναι κείνου; Δεν είν’ η δική του;
Και μες στης νύχτας το πηχτό σκοτάδι
Οταν κοιμάσαι σύ, δεν ειν’ εκείνος
Που ακούραστα τον ήλιο συνδαυλίζει
και άσβηστη τη φλόγα του κρατάει
Για να ’ρθει αύριο να σε φωτίσει;
Ας δούμε όμως τώρα δυο τι λένε-
Πώς περιγράφουν τον Καραϊσκάκη.
‘
ΜΑΡΤΥΡΙΑ GOSSE
Ο Ελβετός Φιλέλληνας, ο Gosse
Γράφει στον Εϋνάρδο από την Υδρα
Το ’κοσιεφτά, στις δεκαπέντε Μάρτη.
Του λέει πως είδε τον Καραϊσκάκη
Στις έντεκα Μαρτιού για να του δώσει
Δύο επιστολές του Εϋνάρδου.
Τον ’δεχτη φιλικά πολύ μας λέει,
Τον ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον
Που ’χε για την Ελλάδα ο Ευνάρδος,
Και έδειξε να εμφορείται, λέει ,
Από αγνά αισθήματα αγάπης
Και αφοσίωσης για το Γκουβέρνο.
Ηταν αδύνατος, ηλιοκαμένος,
Με ακατάστατα μαλλιά και γένια.
ψηλός, τα μάτια να πετάνε σπίθες.
Είχε το μέτωπο ρυτιδωμένο
Και μύτη αλαφρά ανασηκωμένη.
Το παρουσιαστικό του ήταν τέλειο,
Χωρίς ψεγάδι, και οι τρόποι του ήταν
Ευγενικοί. Εβλεπες πως κατείχε
Το αίσθημα ανώτερος πως ήταν
Αλλά με τούτο δεν περιφρονούσε
Τους γύρω του και τους κατώτερούς του.
Με γρηγοράδα αντιλαμβανόταν,
και αν κι αμόρφωτος ο ίδιος ήταν,
Ηθελε να μορφώνονται οι άλλοι.
Ητανε δίκιος κι εύσπλαχνος, κι ο κόσμος
Μεγάλη αγάπη έδειχνε να του ’χει.
Μιλούσε λίγο αλλά μ’ ευκολία
Και ό,τι έλεγε είχε ειλικρίνεια.
Όταν τον εσυνάντησε ο Gosse
Φόραγε μπαλωμένο πανωφόρι,
Βαμβακερό. Του έδωσε για δώρο
Ενα ωραίο μεταξωτό σακκάκι.
Το εδέχτη μ’ ευχαρίστηση μεγάλη.
Η επιρροή του ήτανε μεγάλη
Σε αξιωματικούς και σε στρατιώτες.
Οι πρώτοι του αναγνώριζαν πως ήταν
Στρατιωτική ιδιοφυία μεγάλη
και ότι άκαμπτη είχε καρτερία.
Όσο για τους στρατιώτες υπόφεραν
Αγόγγυστα κάθε σκληραγωγία,
και τις στερήσεις και δοκιμασίες
Που φέρνει ο ανταρτοπόλεμος μαζί του.
Και σαν παράδειγμα για τούτο φέρνει
Πως απ’ τό Δίστομο στην Ελευσίνα,
(Πορεία στην οποία οι στρατιώτες
ούτε μιστό ούτε τρόφιμα δεν είχαν),
δεν εγκατάλειψαν τον αρχηγό τους
όπως με άλλους κάναν Καπετάνιους.
Για συνοδεία του ο Καραϊσκάκης
Εναν αδύνατο, μικρόν στο σώμα
Είχε αξιωματικό πάντα μαζί του
Καθώς και μία όμορφη κοπέλα,
Την ερωμένη του, που ως τα δόντια
Κάθε στιγμή και ώρα οπλισμένη,
Με τις αρχαίες έμοιαζε αμαζόνες.
Για να λευτερωθεί η Αθήνα ήταν
Η μόνη ελπίδα ο Καραϊσκάκης-
Αυτός ο τολμηρός και θαρραλέος,
Που γρήγορα ο νους του συλλαμβάνει
Και δίχως άργητα το κάνει πράξη
Όποιας το σχέδιο κάνει εκστρατείας.
Αυτά ο Gosse για τον ήρωα μας.
(συνεχίζεται)