Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

(συνέχεια Καραϊσκάκη)

Μαυροκορδατικοί λοιπόν και Τούρκοι
Σμίγουν ενάντια στον Καραϊσκάκη.
Και να! κείνον που λέγανε προδότη
Αυτοί που πριν τόνε κατηγορούσαν
Τον πολεμάν αντάμα με του Τούρκους! 
Εκίνησε λοιπόν το τουρκασκέρι
Να πάει να ’βρει το ελληνασκέρι,
Τον πρώτον έλληνα να κυνηγήσουν.
Ξάφνου ακούνε να βαρά η τρομπέτα
Των Κυβερνητικών και τρόμο ενοιώσαν:

«Ο Σταμούλης Γάτζου και Καραταϊρης, μη ηξεύροντες ότι έχομεν και ημείς τρουμπέτταις, άμα άκουσαν την τρουμπέτταν ετρόμαξαν μήπως ο Καραϊσκάκης τους πολιόρκησεν. Εις το ποδάρι εστέκοντο να φύγουν.Τέτοιος φόβος τους κυρίευσεν από εκείνον τον άνδραν".
(Κασομούλης)»

Στις εικοστρείς τέλος τ’ Απρίλη σμίγουν
αδερφωμένοι έλληνες και τούρκοι
Και παν να πολεμήσουν τον "προδότη".
Λίγα θα είν’ ό,τι κανείς πει τώρα.
Γι αυτό καλλίτερα κι εδώ ας αφήσω
Τον Κασομούλη πάλι να μιλήσει:

"Αν ημείς, δυνάμει της Κυβερνήσεως, εδιώξαμεν τον Καραϊσκάκην, δεν έπρεπεν να πέσωμεν εις την ιδίαν κατηγορίαν ως σύμμαχοι των Τούρκων. Τα εδικά μας όμως άδικα ήτον δέκα, και δεν έκαμνον κρότον, διότι στηρίζονταν από το κόμμα του Διευθυντού".

Ο Καραϊσκάκης  μ’ όλους τους δικούς του
Φεύγουνε νύχτα και στρατολατώντας
Πρωί πρωί φτάνουνε στου Περλιάγκου,
Χωριό μέσα στου Κόζιακα τις ρίζες.
"Ογλήγορα" φωνάζει ο Στουρνάρας
"Να πιάσουμε το διάσελο μη φύγουν".
Πιάνουν το διάσελο έλληνες και τούρκοι
Απέναντι απ’ τον Καραϊσκάκη.
Και σίγουροι πως τον κρατούν στο χέρι
Μια μπαταριά χαράς ρίχνουν στα κούφια.
Ακούει τη μπαταριά ο Καραϊσκάκης
Κι ευθύς φωνάζει το Γραμματικό του.
"Πάρε και γράφε ωρέ" τόνε προστάζει:

«Εις ελόγου σας οπού ρίχνετε την παταργιά εις την ράχην.
Τί σας χρειάζεται παταργιά κερατάδες, ή θέλετε να γυρίσω οπίσω να κάψω εσάς και τα παιδιά σας; Να γκρεμνισθήτε από αυτού να μη σας πάρει ο διάολος. Όχι άλλο.
Γ.Καραϊσκάκης.»

Του απαντούν με τη γραφή ετούτη:

"Κερατά
Όλοι να σου γαμήσωμεν το κέρατο. Τί παντυχαίνεις, με καυσίματα (με καυχησιές) πολεμάς να φοβερίζεις; Αυτού όπού εμβήκες δεν μας γλιτώνεις.
Στορνάρης, Ράγκος»

Σε λίγο άρχισε το ντουφεκίδι.
"Σηκώστε ωρέ το ξυλοκρεβατό μου
Και βάλτε με κει πάνου ν’ αγναντεύω".
Τον πάνε. Ανακάθεται για λίγο,
Τηράει τη θέση του εχθρού και ξάφνου
Βγάζει τα ρούχα του και "Φόρεσέ τα!"
Προστάζει ένανε που ήταν κοντά του.
"Σήμερα θα ’σαι ο Καραϊσκάκης".
Ντύνεται τη σκουντριάνικη ο στρατιώτης
Τη φορεσιά του ήρω Καραϊσκάκη
Και το μουλάρι του καβαλικεύει.
"Τραβάτε σεις μπροστά" λέει στους άλλους
"Φωνάζοντας: ηρθ’ ο Καραϊσκάκης!
Και συ ν’ ακολουθάς", λέει σ’ εκείνον.
Χυμάνε στους εχθρούς χλαπαταγώντας:
«Πίσω ωρέ και φτάνει ο Καραϊσκάκης!".
Μόλις ακούσαν την κραυγή ετούτη
Και είδανε και τον "Καραϊσκάκη",
Αφήνουνε την πιό γερή τους θέση
Και οι εχθροί του όπου φύγει φύγει.
Τρέχει ο Ράγκος για να τους ψυχώσει,
"πλην πού ψυχή", ο Κασομούλης γράφει.
Βγαίνει το βράδυ ο Καραϊσκάκης
Από τη χούνη οπού ’τανε κλεισμένος
Και σχίζει μ’ όλα του τα παλληκάρια
Τον Κόζιακα σε μία νύχτα μέσα
Απ’ την Ανατολή κατά τη Δύση.
Τόσο απότομα περνάνε μέρη
Που δεν μπορούνε πλέον να κρατούνε
Τον αρχηγό στο ξυλοκρέβατό του
και σα σακί τον κουβαλούν στους ώμους.
Στού Κόζιακα το αποκείθε μέρος
Χωσιά τους έχουνε στημένη οι τούρκοι.
Μια μπαταριά τραβάνε στους δικούς μας.
Αυτοί ξαφνιάζονται. Λιποψυχάνε.
Ακούγοντας αυτή τη φασαρία,
Πετιέται ο Καραϊσκάκης πάνω
Και μ’ όση ζωή τ’ απόμενε ακόμα
Μέσα στο σάπιο απ’ το χτικιό κορμί του,
Θέλοντας το κακό για να προλάβει
Πέφτει σα σίφουνας μέσα στη μάχη.
"Δεν είναι τίποτις ωρέ λεβέντες!
Δεν είναι τίποτις ωρέ!" φωνάζει.
Ορθόν ανάμεσά τους βλέποντας τον
Γκαρδιώνονται ξανά τα παλληκάρια
Και ταμπουρώνονται, και πολεμάνε.
Του Σούλτζια αντηχούν τα τουμπελέκια
Τους τούρκους προσκαλώντας σε γιουρούσι, 

"πλην κανένας δεν εβγήκεν από τον φόβον του έξω.» (Κασομούλης)

Και συνεχίζουν πάλι την πορεία.
Στο Κούτζορο τ’ ασκέρι ’ξημερώθη.
Τρώνε και αναπαύονται για λίγο   
Κι ύστερα στ’ Άγραφα πάνε και μπαίνουν
Ζαλίζοντας τον Σούλτζια και το Ράγκο. 
Ο Ράγκος το φυσάει και δεν κρυώνει.
Γυρεύει απ’ τούς άλλους Καπετάνιους   
Για τ’ Άγραφα να τον ακολουθήσουν, 
Να διώξουνε και πάλι τον "προδότη". 
Μα ο Στουρνάρας το ’χε μετανιώσει 
Που είχε γίνει ένα με τους τούρκους:
"Αν πάμε μοναχοί μας, θα ’ρθω", λέει ,
"Αλλιώς με τούρκους ’γω δεν ξανασμίγω".
Ο Ράγκος τ’ απαντάει: "Για να τον διώξω 
Απ’ τ’ Αγραφα τον άτιμο αυτόνε        
Και με οβριούς θα σμίξω εγώ ακόμα".  
Στο Κούτζορο ξαπόστασε μια μέρα     
Κι ύστερα, νύχτα ο Καραϊσκάκης,    
Τραβάει Καστανιά, Κλειτζό, και τέλος  
Της Βράχας πιάνουνε το μοναστήρι   
Που βρίσκεται κοντά στο Καρπενήσι.   
Τον βλέπουνε ο Ράγκος και οι Τούρκοι    
Και από τρία μέρη ξεκινάνε
Κι ενάντια πάνε του Καραϊσκάκη.
Ο Καραϊσκάκης δύναμη έχει μόνο
Ίσα το Ζαραλή για να φωνάξει    
Και να του πει αυτός να οδηγήσει    
Τα παλληκάρια ενάντια στους Ραγκαίους.
Κι ο Ζαραλής σκορπίζει τους εχθρούς τους.
Αλλά, καθώς με γυμνωμένη πάλα
Ορμάει, θανατερό τον βρίσκει βόλι.
Προτού στον Καραϊσκάκη να τον πάνε
Τ’ άτρομο ξεψυχάει το  παλληκάρι.
Ο ήρωας κλαίει πάνω απ’ τον νεκρό του-
Ταιριάζει σ’ ήρωα ήρωα να κλαίει. 
Στου Ζαραλή απάνου το σελάχι   
Καθώς τον έπλεναν και τον στολίζαν   
Βρήκανε γράμματα "του ενός και τ’ άλλου"
Που υποσχόντανε στο παλληκάρι        
Λαγούς με πετραχείλια, αρκεί μονάχα 
Να ξεπαστρέψει τον Καραϊσκάκη.
Δεν καταδέχτη ούτε να τα δείξει    
Στον Καπετάνιο ο τίμιος λεβέντης.

Το εικοστέσσερα, ’κοστρείς  του Μάρτη
Γράφει ένα γράμμα ο Μαυροκορδάτος 
Στο Ράγκο, να του δώσει συχαρίκια 
Για τον μεγάλο πατριωτισμό του  
(Που επολέμαγε μαζί με Τούρκους    
Τον "απιστο","προδότη" Καραϊσκάκη). 
Και γράφει μες στο γράμμα ο "πρίγκιπάς" μας,
Αυτός, ο μορφωμένος Φαναριώτης,
Που σπούδασε για χρόνια στις Ευρώπες,
Κι ήρθε να φέρει προκοπή στο Εθνος:

"Μου κακοφαίνεται πολλά όπου ηδυνήθη να φύγει από το μοναστήρι όπου τον εσφαλίσατε, ήθελα λάβει μεγάλην ευχαρίστησιν αν τον επιάνατε. Ελπίζω όμως αι κατάραι του έθνους το οποίον αυτός κατατρέχει, να φθάσουν εν τάχει και να λάβει εκείνο οπού ζητεί".
   
Αφήνει τ’ Άγραφα ο Καραϊσκάκης        
Και στο βουνό Γραμμένη Οξυά πηγαίνει.
Βρίσκει εκεί Καπεταναίους που τρέχαν
Να τον βοηθήσουνε γιατ’ είχαν μάθει   
Πως Ελληνες και Τούρκοι τον κυκλώσαν:
Ίσκος και Ζέρβας, Περραιβός και Δράκος.
Μετά πάει Καρπενήσι. Οι Γιολδασαίοι  
Τον δέχονται και τον περιποιούνται.
Να φάει, ν’ αναπαυτεί, να συνεφέρει. 
Τους λέει: "Αδέρφια έχω αποφασίσει   
Ν’ αφήσω τ’Αγραφα. Γιατί όπως πάμε    
Η Ρούμελη θα χαλαστεί στο τέλος  
Όχι απ’ άλλους, μα από μας τους ίδιους.
Κι ούτε είναι τ’ Αγραφα μόνο Πατρίδα.  
Πατρίδα ειν’ ολόκληρη η Ελλάδα.    
Και πρέπει όλοι να ’μαστε ενωμένοι     
Για να της δώσουμε τη Λεφτεριά της: 
Χάΐστε φωνάξτε το Γραμματικό μου-   
θα γράψω γράμμα στον Μαυροκορδάτο".  
Και γραφεί γράμμα στο Μαυροκορδάτο- 
Ετούτο το αμίμητο το γράμμα:  
  
"Εμένα η κακή μου τύχη και αρρώστησα οπίσω. Δεν ηξεύρω κιόλα από τα κρύα τα πολλά ήταν ή από τόσους αφορισμούς οπού μου εκάματε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι Χριστιανοί και να μου σταλθεί και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως".

Όσο απάντησε σε σας κι εμένα,
Τόσο απάντησε ο τεσσαρομάτης  
Σαυτό το γράμμα του Καραϊσκάκη.
Παρά μ’ εν’ άρθρο στην εφημερίδα    
Τα βάζει με τον Ίσκο τον Αντρέα  
Γιατί βοήθησε τον Καραϊσκάκη,
Αυτόν τον "άπιστο" και "διεφθαρμένο"
Αρρωστον έτσι σοβαρά που ήταν, 
Και δεν τον άφησε για να πεθάνει:

"Ο Ανδρέας Ισκου καθώς και το επροβλέπαμεν,
εδέχθη τον Καραϊσκάκην, και δια τα ίδια του
συμφέροντα έγινε ο πλέον στενός φίλος και σύμμαχος τούτου του απίστου, ο οποίος τόσαις και
τόσαις φορές κατεπάτησε τους ιερούς μας νόμους
και ενήργησε κάθε μέσον δια την καταστροφήν     
της πατρίδος.   
Καταδέχθηκες, Ανδρέα Ισκου, να γενείς φίλος   
και σύμμαχος τοιούτου ανθρώπου;  Αλησμόνησες ότι έχεις πατέρα τον Καραΐσκον; Δεν συλλογίζεσαι, ότι και σήμερον ακόμη όλος ο κόσμος σεβεται και τιμά τον μακαρίτη πατέρα σου; Δεν πρέπει υιέ του Καραΐσκου, να παρασύρνεσαι από τα αισχρά κέρδη και να οδηγήσαι από των διεφθαρμένων τα φρονήματα. Σε προσκαλεί η πατρίς, εις τού πατρός σου το όνομα, να αλλάξεις τον τρόπο των φερσιμάτων σου και να μη καταδεχτείς να φανείς ανάξιος υιός του περίφημου πατρός σου. Εξ εναντίας θέλει σβησθεί η πολεμική σου φήμη και υπόληψις και άλλο δεν θα σου μείνει, παρά η καταισχύνη της πατρίδος".

και σ’ ένα γράμμα του στον Κουντουριώτη,
Πρόεδρο της Κυβέρνησης της τότε, 
Του λέει ο "πρίγκηψ" απ’ τό Μεσολόγγι:

"Οσον δια το σώμα του Καραϊσκάκη, αυτό διελύθη με την ευχήν της πατρίδος, και δια τον ίδιον τον Καραϊσκάκην φρονώ αναγκαιότατον ή να κριθεί και να καταδιωχθεί κατά τα εγκλήματα του ή να διωχθεί εκτός της πατρίδος. Ισως ο θεός να μας αφαιρέσει και αυτό το βάρος, επειδή μανθάνω ότι είναι "κακά άρρωστος".

Και μ’ άλλο γράμμα του στον Κουντουριώτη,
Το εικοστέσσερα στις τρεις Ιούλη
(Με συγχωρούν οι φίλοι αναγνώστες
Αν στον τεσσαρομάτη επιμένω,
Μα δείχνουνε τον άνθρωπο όλα τούτα
Καλλίτερα από χίλιες ιστορίες.
Και δείχνουν με ποιους είχε να παλέψει
Μαζί με τ’ άλλα ο Καραϊσκάκης)-
Λοιπόν ’κοστέσσερα στις τρεις Ιούλη
Μ’ άλλο του γράμμα ο τεσσαρομάτης,
Τα βάζει με τον Κίτσο το Τζαβέλα,
Για την αιτία την ίδια με του Ισκου:

"Το σώμα των Τζαβελαίων πρέπει εξάπαντος να διαλυθεί, πράγμα ευκολώτατον, όταν δεν τους συμφωνηθούν πλέον μισθοί".

Τον Κίτσο που μετά έντεκα μέρες
Αφότου γράφτηκε τούτο το γράμμα,
Εσύντριψε στην Άμπλιανη τους τούρκους.
Μα όχι, Φαναριώτικη Πανούκλα,
Ουτε ο θεός σ’ άκουσε ούτ’ οι ανθρώποι.
Κι ο Γιος της Καλογριάς έζησε κι άλλο.
Και μείνανε τα γράμματα σου μόνο,
Κατάπτυστο σε όλους να σε δείχνουν.
Κύριε τεσσαρομάτη η Ιστορία
Δεν ξεγελιέται από τα λιβάνια
Των πληρωμένων σου κοντυλοφόρων
Και ξεσκεπάζεται μες στα γραφτά της
Κάθε βρωμιά και κάθε σου μαυρίλα.
Κι ο δοξασμένος κιόλας Καραϊσκάκης,
Αυτός ο μούλος και αυτός ο γύφτος,
Αυτός ο αγράμματος και ο "προδότης",
Μες απ’ τά δόλια τα γραφόμενά σου
Περσότερο φωτίζεται και λάμπει.
Αυτός ο Καραϊσκάκης που ζητούσες
Να τόνε διώξεις ή να τον ξεκάνεις,
Αυτός ο Καραϊσκάκης έγινε ένας
Από τους ήρωες τους πιό μεγάλους
Που γνώρισε ποτέ η Ρωμηοσύνη.
Κι ως για τα "Ελληνικά" τα "Χρονικά" σου,
Του Ελβετού ψευτογιατρού του Μάγερ,
Του αγορασμένου από σε τον ίδιο
Δολάρια εβδομήντα κάθε μήνα,
Θα σου ’χε βέβαια πει ο Καραϊσκάκης
Πού να τα βάλεις, αλλά βλέπεις όλα
Η Ιστορία δεν τα ’χει καταγράψει.
Οσο για σένανε Καραϊσκάκη
Αμάραντες αν ηρωίδες δάφνες
Σού πρέπουνε, κι ελάΐνα στεφάνια,
Όμως το μέγιστο σου αξίζει γέρας
Για τη σοφή τη μπόρεση του νου σου
Να στρέφεται και να ξεφεύγει, όχι
Απ’ τών τουρκώνε τα πυκνά λεφούσια,
Αλλ’ απ’ τα δίχτυα γύρω του που στήναν
Οι Κοτζαμπάσηδες κι οι Φαναριώτες.
Κι ευλογημένες οι στιγμές να είναι 
Εκείνες όπου μπρος στην ατιμία
Το πέρφανό σου έσκυβες κεφάλι
Ωστε στους ώμους σου αυτό να μείνει
Και το μυαλό που εντός του είχε κλεισμένο
Να οδηγάει το σταθερό σου βήμα
Στη Λεφτεριά και στην Τιμή του Εθνους.



ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ

Βλέπει απάντηση ότι δεν παίρνει
Και πάει στ’ Ανάπλι ο Καραϊσκάκης
Το δίκιο του για να μπορέσει να ’βρει.
Του ’κοσιτέσσερα ήταν ο Ιούνης.
Βρίσκεται ’κεί κι ο Οδυσσέας Αντρούτσος
Κι αυτός κυνηγημένος απ’ τούς ίδιους
Κοτζαμπασήδες και Μαυροκορδάτους,
Με τρεις απόπειρες δολοφονίας
Να ’χουνε γίνει κιόλας εναντιά του.
Καταλαβαίνουν πως εκεί αν μείνουν
θα τους ξεκάνουν οι παλληκαράδες.
Και πιάνουν και πηγαίνουνε στο Άργος.
Τότε η Κυβέρνηση ενεργεί αμέσως.
Φοβάται μη τα φτιάξουνε οι δυό τους
Με τον Κολοκοτρώνη, και ζητώντας
Ετούτο ν’ αποφύγει, αποφασίζει
Να "λησμονήσει" όλα όσα γίναν
Και με την έγκριση της να τραβήξουν
Στην Ανατολική κι οι δυό Ελλάδα.

Και πήγανε στα Σαλωνα κι οι δύο,
’κει που βρισκόταν το στρατόπεδό μας.
Καινούργια Διοίκηση τώρα στ’ Ανάπλι
Με Πρόεδρο τον Γιώργη Κουντουριώτη.
Αυτός φωνάζει τους καπεταναίους
Ν’ αφήσουνε τη Στερεά Έλλάδα
Στο έλεος των Τούρκων, και να πάνε
Στην Πελοπόννησο, να πολεμήσουν
Ενάντια στους αντάρτες Καπετάνιους.
Και πρώτα εναντία στον Κολοκοτρώνη.
Βρισκόμαστε στον Δεύτερο Εμφύλιο.
Μαζεύονται όλοι οι Καπεταναίοι
Στα Σάλωνα, να δούνε τι θα κάνουν.
Ο Περραιβός τους λέει να μην πάνε.
Αντίθετα όμως κείνοι αποφασίζουν
Και εικοστεσσερες μήνα Δεκέμβρη
Ακάθεκτοι προς το Μωρηά τραβάνε.
Είναι απίστευτο πόσο ζημιώνουν
Οι Κυβερνήτες οι κακοί μια χώρα.
Είναι απίστευτο πώς οι Κρατούντες
Κλέβουνε και ρημάζουνε τον τόπο.
Κι είναι απίστευτο πώς δεν κινούνται,
Πώς δε σηκώνονται όλοι οι πολίτες
Να τους κρεμάσουνε και να γλιτώσουν.
Κι είν’ αξιολύπητο πώς μετά χρόνια
Βλέπουν πολλοί, όπως εγώ, τα τότε,
Και καυτηριάζουν, και πονούν, και βρίζουν,
Ενώ την ίδια ώρα σύγχρονοί τους,
Τον τόπο κατακλέβουν και χαλάνε.
Τα βλέπουν ολ’ αυτά-όλοι τα βλέπουν
Ομως φωνή δε σ’κώνουν να φωνάξουν,
Οπλο δεν παίρνουνε για να σκοτώσουν,
Μον’ καταπιάνονται με περασμένα.
Τους βλέπουμε τριγύρω μας τους κλέφτες,
Βλέπουμε τους προδότες της πατρίδας,
Βλέπουμε τους καταστροφείς του Εθνους
και σαν δειλοί τα τότε μελετάμε
Αφήνοντας τα τώρα να θεριεύουν.
Ας ρίξει η Δύναμη, όποια κι αν είναι
Τη δίκια τιμωρία και σε κείνους,
Μα και σε μας που ίδια με κείνους φταίμε
Αφού δεν ξεσηκώνουμε αγώνα
Ενοπλο, αιματηρό και μανιασμένο
Ενάντια στις βουλές τους και τις πράξεις-
στην άθλια ενάντια την ύπαρξη τους.
Πατριωτισμός με λόγια πού ακούστη-
Κι όμως, πρώτος εγώ τον εφαρμόζω.
Για τούτο είμαστε άξιοι εκείνων,
Που δυναστεύοντάς μας κυβερνάνε.

Μα που και που κάποιοι άνθρωποι γεννιώνται
Ανώτεροι από μας και πιο γενναίοι,
Που κινδυνεύοντας παίρνουν τα όπλα
Και τους δυνάστες του Λαού αφανίζουν.
Οι νόμοι βέβαια τους κυνηγάνε.
Κι αυτό παράξενο διόλου δεν είναι
Γιατί οι παράνομοι νομοθετούνε.
Κι είναι παράξενο και τούτο ακόμα:
Οτι τους γδικιωτές του ο Λαός μας
Αυτός ο ίδιος τους κακολογάει,
Αυτός ο ίδιος που αυτόν εκείνοι
Βοηθάνε με των όπλων τους τις σφαίρες.
Μεγάλη η μωρία Σου Λαέ μου.

Και κατεβαίνουν οι Καπεταναίοι
Γιατ’ έχουν έρθει οι λίρες του Δανείου
Και θέλουνε ν’ αρπάξουνε κι εκείνοι.
Και κατεβαίνουν οι Καπεταναίοι
Σπρωγμένοι από τό χέρι της Αγγλίας
Οπου φορεί του "πρίγκηπα" το γάντι
Και που το γνοιάσιμό τους είναι όλο
Στο πώς να πνίξει τον ξεσηκωμό μας.
Α! Οι Αγγλίες! Πώς τα καταφέρνουν
Απ’ τών κουτών αθέατες τα μάτια
Τις μοίρες των Λαών να κυβερνάνε…
Α! Οι Αγγλιες! Πώς από κανένα
Κακό όπου συμβαίνει στις Ελλάδες
Σαν κίνητρο και σαν σκοπός δε λείπουν…
Α! οι Αγγλίες! Και αφού είν’ έτσι,
Κι αλλιώς δεν έγινε ποτέ ως τώρα,
Αραγε τι να εύχεται κανένας
Για την πατρίδα του; Να είναι Ελλάδα,
Η να ’ναι Αγγλία; Τάχα των πατρίδων
Ο θεός ποιαν απ’ τις δύο έχει ευλογήσει;

Κι ήρθε κι ο Καραϊσκάκης με τους άλλους.
Μα η πρώτη του δουλειά ήταν να στείλει
Γράμμα στο Γέρο του Μωρηά. Τού λέει
Πως αν κατέβηκε κι εκείνος κάτω
Ηρθε με το σκοπό να του προτείνει
Να ενωθούν, Μωραίτες-Ρουμελιώτες
Με αρχηγό τους τον Κολοκοτρώνη.
Εχουν τη δύναμη να το επιβάλουν.
Μονό ζητούσε απ’ τον Κολοκοτρώνη
Για το καλό και πάλι της Πατρίδας,
Λίγο νερό να βάλει στο κρασί του
Και Διοικητή να ορίσει τον Κωλέττη,
Γιατί τον πίστευαν οι Ρουμελιώτες.
Ο Γέρος όμως κείνες τις ημέρες
Το γιό του Πάνο είχε χάσει, κι ήταν
Σαν άψυχος και σαν μαρμαρωμένος
Και δεμ μπορούσε τίποτα ν’ ακούσει.
Απόλεμος πρώτη φορά στεκόταν
Κι οι αντίπαλοί του βρήκαν ευκαιρία
Και τόνε πιάνουν και τον φυλακίζουν
Στις έξη του Φλεβάρη του εικοσπέντε.

Και φτάνουμε σε μίαν καινούργια νίλα
Που ’χε ο τεσσαρομάτης: στο Κρεμμύδι.
Γιατί δική του ήτανε ιδέα
Να ορίσει στρατηγό γι αυτή τη μάχη
Οχι κανένανε από τους άξιους
Καπεταναίους δίπλα του που είχε-
Καραϊσκάκη, Μπότσαρη, Τζαβέλα-
Αλλά, θαλασσινό έναν -το Σκούρτη.
Κι αυτό για να μη κάποιος από κείνους
Πάρει τη δόξα νίκης σαν αυτήνε
Κι ύστερα ποιος καλά τον κάνει πάλι…
Τα ίδια θα τραβήξουν και με κείνον,
Με τον Κολοκοτρώνη που τραβήξαν …

Πολεμικός συντονιστής της μάχης
Εξη τ’ Απρίλη φτάνει στο Κρεμμύδι    
Ο τετραπρόσωπος τεσσαρομάτης.   
Παράταξη της μάχης στο Κρεμμύδι:   
Κίτσος Τζαβέλας και Καραϊσκάκης
Στ’ Αριστερό. Δεξά, σε κάτι λόφους,
Σουλιώτες με τον Μπότσαρη τον Κώστα
Κι ο Χατζηχρήστος με τους Βούλγαρούς του.
Το Μέσον πιάνει ο θαλασσινός μας
Ο στρατηγός της θάλασσας, ο Σκούρτης:

"...ο Μαυροκορδάτος… 'νέργησε και πάει κεφαλή ο Κουντουργιώτης. Κι αυτό το σκέδιον ήταν του Μαυροκορδάτου, να μην γένει τίποτας καλό εις την πατρίδα, καθώς δεν έγινε... Ο Κουντουργιώτης, κουτός... έβαλε τον Σκούρτη να διοικήσει και να οδηγήσει και τους αρχηγούς της ξηράς, ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός-ούτε και τον πόλεμον της θάλασσας δεν τον γνώριζε καλά. Ελεγε των στεργιανών' "Ορτζα, πότζα!" Εκείνοι έλεγαν "Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;»"
(Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα)

Εφτά τ’ Απρίλη, πρωΐ, αρχίζει η μάχη.
Δεξό κι Αριστερό κρατούν σα βράχοι.
Αλλά ο Σκούρτης πάει κατά διαόλου.
Τη μαύρη εκείνη μέρα η Ελλάδα
θρήνησε παλληκάρια πεντακόσα.
Τί εύκολα που γράφονται οι λέξεις…
Μα αν νοιώθαμε το νόημα το βαθύ τους..
Αν νιώθαμε το τί σημαίνει αλήθεια
Να σβήσουν πεντακόσα παλληκάρια
Σε μία μόνο μέρα… Τι μεγάλη
Για την Πατρίδα μας αιμορραγία
Που κι ένα της κατσίκι όταν χανόταν
Απώλεια ήτανε για τον Αγώνα…

Μετά τη μάχη ο Καραϊσκάκης
κάνει προσπάθεια να παρηγορήσει
Τον Κουντουριώτη για το μέγα φιάσκο:
"Καλό ήτανε πρόεδρε να μη γίνει.
Μα τώρα πια εγίνηκε και πάει.
Ομως δε σείσανε όλο τ’ ορδί μας,
Παρά μονάχα αυτό που δεν μπορούσε
Με αποτέλεσμα να πολεμήσει.
Ετσι κανείς αν καλολογαριάσει
θα δει ότι δική μας είναι η νίκη".
Μετα απ’αυτό, την αρχιστρατηγία
Την πήρε ο "πρίγκηπας" Μαυροκορδάτος
Και μια και δυο τραβάει για τον Μπραϊμη.
Στο δρόμο, μέσα σ’ έναν ελαιώνα
Κοιτάνε, βλέπουν κάτι να μαυρίζει.
"Είν’ η Αράπικη καβαλαρία"
Φωνάζουνε, και τρέχουν να κρυφτούνε
Σε υψώματα που τ’ άλογα δε φτάνουν. 
Σα φτάνουνε ψηλά, κοιτάνε κάτου…
Όχι, δεν ήτανε καβαλαρία,
Κάτι κοράκια βόσκανε στον κάμπο…

Ο Καραϊσκάκης πάντα προσπαθούσε
Τα πράγματα όλα να τα συμβιβάζει.
Για τούτο κι έθεσε τον εαυτό του-
Την αξιοσύνη του και την αντρειά του-
Κατ’ απ’ τις διαταγές ανάξιων άλλων,
Οπως Κωλέττη και Μαυροκορδάτου.
Και όσο το εδυνόταν εκρατιόταν
Κι έκανε υπομονή. Και είχε ελπίδες
Ότι μπορεί τα πράγματα να στρώσουν.
Ετσι εδέχτηκε να πολεμήσει
Κάτω από ναύαρχο μες στο Κρεμμύδι.
Αλλά δεν ήτανε και άγιος. Κι ούτε
Πολύν καιρό αμίλητος μπορούσε
Το άδικο και το στραβό να βλέπει.
Ετσι, ύστερα από το «φιάσκο των κοράκων»
Κατάλαβε πως δε θα ωφελούσε
Όση η υπομονή του και αν ήταν,
Κι άφησε τον εαυτό του να ξεσπάσει
Στον Κουντουριώτη: "Ωρέ Κουντουριώτη
Νόμιζα το κεφάλι σου πως θα ’ναι
Μυαλό γεμάτο-έτσι λέγαν όλοι
Μα βλέπω ότι έχεις μόνο τόσο
Όσον εγώ στ’ αρχιδια μου έχω σπόρο".
Και παίρνει τους λεβέντες του και φεύγει.
Ο Μπότσαρης κι ο Κίτσος ο Τζαβέλας
Ακολουθάνε τον Καραϊσκάκη.
Και πάνε για τ’ Ανάπλι. Κι ας λυσσάνε
Ο Κουντουριώτης κι ο Μαυροκορδάτος.
Και άντε πάλι απ’ την αρχή, "προδότης"
πάλι και πάλι ο Καραϊσκάκης.
Στ’ Ανάπλι βρίσκονταν κι ο Κασομούλης
Γραμματικός τότε όντας του Στουρνάρα,
Φίλου παλιού με τον Καραϊσκάκη
Αλλά που είχε πάει με το Ράγκο.
Του λέει σε μια συζήτηση που είχαν
Του Κασομούλη ο Καραϊσκάκης:
"Δεν το ’λπιζα ποτέ μου ο Στουρνάρας
Να τα ταιριάξει, με τον πορδο-Ράγκο.
Γράφτου πως ανταμώσαμε και πες του
Πως μ’ όλα όσα έκανε εναντιά μου
και ότι μ’ όλες τις καταδρομές του
Πάντα εγώ αδέρφι τον μετράω
Κι όποτε θέλει μ’ έχει για βοηθό του.
Δεν του κρατώ κακία γιατί ξέρω
Ότι αυτά δεν τα ’κανε μονάχος
Αλλά τον έβαλε ο τεσσαρομάτης".
Με τίποτα δεν φουρκιζόταν τόσο
Ο Καραϊσκάκης, όσο φουρκιζόταν
Οταν θυμόταν τον τεσσαρομάτη.
Γι αυτό συνέχισε στον Κασομούλη:
"Οταν τον είδα τον τεσσαρομάτη-
Στο Νιόκαστρο σαν ήρθε το τσογλάνι-
Τ’ άλλαξα τον αδόξαστο. Και κείνου,
Και τ’ αλλουνού, κείνου του Κουντουργιώτη,
Που τόνε μάζεψε και τον υψώνει.
Σου λέω αλήθεια ωρέ Κασομούλη,
Οταν ετοιμαζόμουνα να φύγω,
Εκλαιγε ο Πρόεδρος. Μα επειδή είχε
Εκείνονε το διάολο κοντά του,
"Δεν κάθομαι", του λέω, κι αμέσως φεύγω.
Ούτε έδωσε μιστούς στα παλληκάρια. 
Εχεσα την κουκούλα του κι αυτόνε 
Και για τη Ρούμελη τώρα πηγαίνω.
Και θα φανεί εκεί ποιος θα δουλέψει.
Δε μένω εδώ για να με κυβερνάει
Το παλιοτσόγλανο και η κουκούλα
Κι ο Γκεμιτζής να είναι αρχηγός μου",
Το παλιοτσόγλανο: ο Μαυροκορδάτος.
Και ήταν η κουκούλα ο Κουντουριώτης 
Από τη ναυτική του καποτίτσα.
Κι ο Γκεμιτζής ο ναύαρχος ο Σκούρτης.
Στο  μεταξύ αυτό, ο τεσσαρομάτης
Προσθέτει κι άλλη μια ήττα μεγάλη
Στις τόσες όπου είχε μέχρι τώρα
Όταν ο ίδιος το στρατό οδηγούσε:
Τη συμφορά τώρα της Σφακτηρίας.
Ο κόσμος ξεσηκώνεται. Φωνάζει:
«Δεν πολεμάμε με τους Φαναριώτες!
Θέλουμε να ’ρθουν πίσω οι αρχηγοί μας!»
Φοβούνται την αντίδραση του κόσμου
Μετά τις τόσες τους αποτυχίες
Κι από τη φυλακή βγάζουν το Γέρο.


Η ΜΑΡΙΩ


Γυναίκα περιγιάλι του ματιού μας
Γυναίκα προσευχή χιλιοειπωμένη
Γυναίκα μες στο φως χαμένη λάμψη
Γυναίκα εσαεί αποστασία
Γυναίκα επιστέγασμα ερώτων
Που πριν από το χαμομήλι έχουν ανθίσει
Γυναίκα  πουπουλάκι ατσαλένιο
Γυναίκα ενθύμηση των άλλων Κόσμων
Που σπάζουνε στα πέλματα σαν φύλλα
Γυναίκα στου Κακού το δέντρο φύτρο
Γυναίκα που γεννάς τη δυστυχία
Οπως η γη την Ανοιξη τ’ ανθάκια
Γυναίκα μνήμα της χαράς του κόσμου
Γνναίκα μαύρε άγγελε του ολέθρου…
Μόνο Θεοί και Ηρωες μπορούνε
Ν’ αναμερίσουν τις στρωσιές τη λάσπη
Που όπως σάρκα τον καρπό σου ντύνει
Και να γνωρίσουν όσην άθελα σου
Πίκρα κι οδύνη φτάσουν να σ’ αρπάξουν. 
Τότε η θεία τους φωτίζεται όψη
Και στα στενόμακρα κατεβατά τους
Σταυρώνουνε ακόμα έναν άθλο.

Μαριώ τη λέγανε. Κι ο Καραϊσκάκης
Μια μέρα την απάντησε στο δρόμο
Καθώς ετράβαγε να πάει στ’ Ανάπλι.
Στριγγυλοπρόσωπη , λεβεντοκόρμα,
Γεμάτη ομορφιά, νιάτα κι υγεία.
Ητανε ορφανή φτωχή και μόνη.
Χαλάστηκαν στον πόλεμο οι δικοί της
Κι απόμεινε μονάχη μες στον κόσμο.
Σαν έμαθε πως απ’ τή γειτονιά της
θα πέρναγε ο μέγας στρατηλάτης,
Ικέτιδα επρόσπεσε μπροστά του
Και ζήτησε να τήνε προστατέψει.
Τηνε συμπόνεσε και την επήρε.

Θαύμαζε άπειρα τον ήρωα μας
Και τέλεια του ήταν αφωσιωμένη.
Εκείνος πάλι θαύμαζε σε κείνην
Εκτός από την ήρεμη ομορφιά της
Την αντοχή που ’χε στις κακουχίες
και την αντρίκια που ’δειχνε την τόλμη.
Γρήγορα έγινε η αγαπώ του
Κι έμενε από τότε στη σκηνή του.
Και όπως δεν γινόταν να γυρίζει
Γυναίκα αυτή ανάμεσα στους άντρες,
Στολή της εφορέσανε αντρίκια,
Κι αντίς Μαριώ τη φώναζαν Ζαφείρη.

Ποιός κανονίζει της ζωής τους δρόμους;
Το ριζικό ποιός καθενός ορίζει; 
Αυτός, όποιος κι αν είναι, είχε στείλει
Με τη Μαριώ ένα δώρο στην Ελλάδα.
Χωρίς εκείνη ο Καραϊσκάκης,
Χωρίς το γνοιάσιμο το στοργικό της,
Χωρίς το ντάντεμα στην αρρώστιά του,
Χωρίς εκείνηνε να τον λατρεύει
Όταν οι δυνατοί τον κατατρέχαν,
Λέω δε θα ζούσε ο Καραϊσκάκης
Όσο χρειάζονταν για να μπορέσει
Δόξας  απάτητες κορφές να φτάσει
Και τη σημαία του πάνω τους να στήσει.
Ας είναι ευλογημένο το όνομα σου,
Γυναίκα, που στα δέκα δάχτυλα μας
Γυναίκες σαν εσένανε μετριούνται-
Που οδηγούνε όχι στο χαμό του,
Αλλά στο μεγαλείο του τον άντρα.
Γυναίκες όπου τον προορισμό τους
Μόνες αυτές πάνω στη γη εβρήκαν-
Υποταγή στου σερνικού το θέλω.
Και χίλια ’βλογημενη να ’ν’ η ώρα
Που σ’ έσμιξε με τον Καραϊσκάκη
Άγγελε φύλακα του ήρωά μας .



ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ.
ΠΟΡΕΙΕΣ, ΜΑΧΕΣ, ΝΙΚΕΣ.
ΠΕΝΤΕ ΟΡΝΙΑ.
ΣΤ’ ΟΡΔΙ ΤΟΥ ΚΙΟΥΤΑΧΗ.

Τώρα ενώ ακόμα οι Ρουμελιώτες
Βρίσκονταν στο Μωρηά,τραβάει ο Τούρκος
Και πάει στην Ανατολική Ελλάδα,
Όταν ο Κιουταχής είχε αρχινίσει
Να κλείνει σταθερά το Μεσολόγγι.
Γκούρας και Πανουργίας και Σκαλτσοδήμος
Παν να τον σταματήσουν μα νικιούνται.
Μα να! οι Ρουμελιώτες κι οι Σουλιώτες
Με αρχηγό τους τον Καραϊσκάκη
Φτάνουν στο Διακοφτό αρχές του Μάη
Κι απ’ την ακρογιαλιά του βλέπουν πέρα
Φωτιές να καιν στης Ρούμελης τα μέρη.
Καταλαβαίνουν ότι μπήκαν τούρκοι.
Γρήγορα απέναντι πρέπει να πάνε. 
Μα πώς περνάν τον κόρφο της Κορίνθου;
Βρίσκουνε δυο καΐκια, ρίχνουν κλήρο
Και στον Τζαβέλα έλαχε ο κλήρος
Να μπει στα καΐκια και να πάει να έβγει
Στη Στερεά Ελλάδα με μαζί του
Λεβέντες εκατό να ’χει παρμένους.
Οι άλλοι θα εψάχναν γι άλλον τρόπο.
Ο Καραϊσκάκης με τους άλλους φεύγουν
και φτάνουνε με γρήγορη πορεία
Στην Κόρινθο κι απέκει στο Λουτράκι.
Βρίσκουν καΐκια και περνάν κι εκείνοι.
Και ξεμπαρκάρουνε στον Ελικώνα.
Στη θέση Πέντε Όρνια να! οι τούρκοι.
Ξαφνιάστηκαν εκείνοι που τους είδαν
’Τι στο Μωρηά τους νόμιζαν ακόμα.
Κάνουν πιο πίσω για να πιάσουν θέσεις.
Μα ο Καραϊσκάκης κάνει τάχα
Πως δεν κατάλαβε, κι ότι εκείνοι
Φεύγουνε φοβισμένοι. Και αμέσως
Στα παλληκάρια του βροντοφωνάζει:
"Αδέρφια μου Ελληνες! Εμπρός! Μαζί μου'.
Πιάστε τους ζωντανούς. Είναι κιοτήδες.
Μας είδανε, τρομάξανε και.φεύγουν!" 
Και διώχνουν ως την Αμφισσα τους Τούρκους. 
Στην Ανατολική Ελλάδα τώρα
Τα πράγματα πήραν στροφή αμέσως.
Καρδιά δεν έκανε στους τούρκους τώρα
Να κατεβούνε πάλι παρακάτω.
Στις έξη Ιούνη του εικοσιπέντε
Δολοφονεί ο Γκούρας τον Ανδρούτσο,
Καιρό ετοιμασμένος για την πράξη
Από Κωλέττη και Μαυροκορδάτο.
Θέλοντας η Κυβέρνηση να διώξει
Από την Αττική τον Καραϊσκάκη
Για να στρογγυλοκάτσει εκεί ο Γκούρας
Σαν αμοιβή για τη φριχτή του πράξη,
Τόνε διορίζει στις αρχές Ιούλη
Οπλαρχηγό στη Δυτική Ελλάδα.
Υστερα ’πό την πράξη αυτή του Γκούρα
Χολώθηκαν οι οπλαρχηγοί με δαύτον,
και γιατί αιτία έγινε κι εχάθη
Του τόπου η μεγαλύτερη ελπίδα,
Και γιατί αρχή αφού μια τέτοια εγίνει
Έδινε το παράδειγμα και γι άλλες
Ιεροσυλίες όπου θύματά τους
Αλλους θα είχανε Καπεταναίους.
Αλλ’ από τους Καπεταναίους όλους
Ο Καραϊσκάκης ήταν θυμωμένος
Το πιό πολύ με το φονιά το Γκούρα, 
Και θα τόνε χτυπούσε αν δε σκεφτόταν
Κι άλλος εμφύλιος τότε πως θ’ ανάψει. 
Ισως και να ’ταν ένας άλλος λόγος
Αυτός, που στείλαν τον Καραϊσκάκη
Στη Δυτική να πάει την Ελλάδα.

(συνεχίζεται)