(Συνέχεια του «Καραϊσκάκης»)
Λοιπόν απαρατάει ο Καραϊσκάκης
Το Γκούρα και τους άλλους Καπετάνιους
Και ξεκινάει για το Λιδωρίκι.
Παίρνει μαζί του όσους Καπετάνιους
Βρίσκει στο δρόμο του που ’χαν σκορπίσει
Απ’ τον μεγάλο αριθμό των Τούρκων.
Μετά τραβάει για το Καρπενήσι.
Οι Τούρκοι, σαν ακούσαν τ’ όνομά του
Βάζουνε την ουρά κάτου απ’ τα σκέλια
Και το λαο ελεύθερο αφήνουν
Και πάνε και κλεινόνται σε μια μάντρα.
Θα τους εχάλαγε ο Καραϊσκάκης
(Κιόλας τους είχε το νερό κομμένο)
Αλλά βιαζότανε να πάει κάτου,
Για να βοηθήσει τους Μεσολογγίτες.
Μα γλίτωσε πολύν αθώο κόσμο.
Και πήρε από τους Τούρκους πολλά ζώα
Που ’χαν αυτοί απ’ τό λαό ζωγρήσει
(Άλογα, πρόβατα, βόδια, κατσίκια)
Και στους χωριάτες μας τα ξαναδίνει.
Ανάσαναν τα μέρη πάλι εκείνα
Σαν μαγικό ραβδί να ’ταν η σπάθα
Του Καραϊσκάκη που τα είχε αγγίσει.
Τρέχει μετά και βρίσκει τον Τζαβέλα
Στα Κράβαρα, στον Πλάτανο τον Κίτσο.
Όταν εσμίξανε και δυναμώσαν,
Στέλνουν χαμπέρι μες στο Μεσολόγγι
Πως έφτασαν εκεί με τρεις χιλιάδες
Κι ειν’ έτοιμοι βοήθεια όποια θέλουν
Ευθύς να τρέξουνε να τους τη δώσουν.
"Εχάρημεν περσότερον δια ταύτην"
Γραφεί ο Σπηρομήλιος που ήταν μέσα
"Την αγγελίαν, πάρα δια την νίκην
Οπου επιφέραμεν εις τους εχθρούς μας,
Εφόσον η ανδρεία κι η αξιότης
Αυτών των δύο γνώριμες μας ήταν
Από τας πράξεις των τας προλαβούσας
Εις τον ιερόν ετούτον τον αγώνα
Του Εθνους μας υπέρ ελευθερίας".
Ηταν η ώρα που το Μεσολόγγι
Εζούσε μια απ’ τις έξοχες στιγμές του:
Τ’ αθάνατα όπου το διαφεντεύαν
Τα παλληκάρια, είχανε συντρίψει
Του Κιουταχή το μέγα το ρεσάλτο
στις ’κοσιμιά που έγινε του Ιούλη.
Με γράμματα λοιπόν που ο Κανάτας
Ο γοργοπόδαρος πηγαινοφέρνει,
Συνεννοούνται και αποφασίζουν
Ταυτόχρονα τον Τούρκο να χτυπήσουν
Από τα μέσα αυτοί, απόξω οι άλλοι.
Μα πρώτα έπρεπε ο Καραϊσκάκης
Να πάει τη Βαράσοβα να πιάσει
Και από κει τον Τούρκο να χτυπήσει.
117
Το σύνθημα ήταν τρεις φωτιές ν’ ανάψει
Να δείξει ότι έφτασε στο μέρος.
Οι πολιορκημένοι θ’ απαντούσαν
Με τρεις φωτιές κι αυτοί. Μετά από τούτο
Την αυριανή τη νύχτα θα χτυπούσαν.
Οταν αποφασίστηκε το πράγμα
Για πότε φεύγει ο Καραϊσκάκης
Και πήγε τη Βαράσοβα να πιάσει!..
Λες πέταγε και δεν επερπατούσε.
Και να!, στις εικοστέσσερες Ιούλη
Βλέπουν ν’ ανάβουν οι Μεσολογγίτες
Απάνω στης Βαράσοβας τα βράχια
Οι τρεις φωτιές-σημάδι για γιουρούσι.
Θαυμάζουν: Πότε πήρανε το γράμμα,
Πότε βρεθήκανε κιόλας κει πάνου;
"Πλην δεν ήταν αυτά από τα σπάνια
Του Καραϊσκάκη ούτε του Τζαβέλα"
Γράφει ο αποκλεισμένος Σπηρομήλιος.
Την ίδια νύχτα ο Καραϊσκάκης
Στο δάσος του Ζυγού πήγε κι εκρύφτη
Κι εκεί θα πέρναγε την άλλη μέρα,
Ωσπου, σαν έρθει βράδυ να ορμήσει.
Και να ’ρθει η τύχη την ημέρα εκείνη
Στρατιώτες του ο Κιουταχής να στείλει
Στο δάσος του Ζυγού, να κόψουν ξύλα.
Περνοδιαβαίνουν δίπλα ’π’ τους δικούς μας
Κρυμμένους μες στα δέντρα και στα σκίνα
Και ούτε που τους πήρανε χαμπάρι.
Τί αίσθηση κινδύνου πρέπει να ’χε
Και πόσο να ’τανε πειθαρχημένος
Του ήρωα ο στρατός για να μπορέσει
Χωρίς ουτ’ εναν ψίθυρο, μιάν άχνα,
Χωρίς μια κίνηση ή μια φωνή του
Να προδοθεί για ολόκληρη μια μέρα.
Και όχι μόνο, μα δυό παλληκάρια
Πάνε και λένε στον Καραϊσκάκη
Πως από τις κουβέντες που ακούγαν
Από τους Τούρκους που ξυλοκοπούσαν,
Ξεχώρισαν ανάμεσα σε δαύτους
Τρεις που Ελληνικά εκουβεντιάζαν.
Λέει ο Καραϊσκάκης και τους πιάνουν
Χωρίς οι άλλοι μυρουδιά να πάρουν.
Τους ανακρίνουνε, κι εκείνοι όλα
Χωρίς κανένα δισταγμό τα λένε.
Κι αναλαβαίνουνε σα γίνει βράδυ,
Τον Καραϊσκάκη αυτοί, που ξέρουν πού είναι,
Στ’ ορδί του Κιουταχή να οδηγήσουν.
Κι αλήθεια σαν το σίφουνα εχύθη
Στ’ ορδί του Κιουταχή ο Καραϊσκάκης.
Ακούνε κι οι κλεισμένοι και ορμάνε.
Ξυπνάν αλαφιασμένοι οι τουρκαλάδες.
Και λέει ο Σπηλιάδης στα γραφτά του:
" Και τότες λάμπει το πυρ εκατέρωθεν, και αστράπτουσι μαχαίρια και σπαθία, και βροντά το τουφέκι, και κλαγγή των όπλων και κραυγαί, και ιαχαί, και αλαλαγμοί υψώνονται εις τους ουρανούς, και αντηχούσι εξαισίως όρη και βουνά, και φονεύωσι και σφάζωσι Τούρκους αμφοτέρωθεν οι Ελληνες και χωρούσι προς την σκηνήν του Κιουταχή, και αυτόθι χύνεται το αίμα ποταμηδόν".
Και κινδυνεύει ο Κιουταχής ο ίδιος.
Κι "Αμέτ Μουαμέτ" φωνάζουνε οι Τούρκοι
Και σπάζουνε τις θήκες των σπαθιών τους
Σημάδι ότι θέλουν να πεθάνουν
Γιατί τιμή πια δεν τους απομένει
Αφού δεν μπόρεσαν να προφυλάξουν
Από τον κίνδυνο τον αρχηγό τους.
Μα μες στα χαρακώματα μπλεχτήκαν
Κι αργήσανε να φτάσουν οι κλεισμένοι
όπως τα είχανε συμφωνημένα.
Και τ’ αετίσιο του ήρωα το μάτι
Βλέπει ότι συνέρχονται οι Τούρκοι
κι ότι σε λίγο θα τους τριγυρίζαν.
Λοιπόν προστάζει και πισωδρομάνε
Μ’ αιχμάλωτους και λάφυρα γεμάτοι.
Κοντά τρακόσοι τούρκοι εχαθήκαν
Κι απ’ τούς δικούς μας χάθηκαν τριάντα.
Δεν τους διαλύσανε τους Τούρκους. Ομως
Και χαλασμό τους κάνανε μεγάλο
Και τρόμαξαν του Κιουταχή τ’ ασκέρι
Που είδε ότι σίγουρο δεν ήταν
Ούτε μέσα στορδί του αρχηγού του.
Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΔΥΝΑΜΩΝΕΙ
ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
.
Μετά και από τούτηνε τη νίκη
Τραβά για το Ζυγό ο Καραϊσκάκης.
Πρώτη δουλειά σα φτάνει εκεί πέρα
Γράφει ένα γράμμα για το Μεσολόγγι
Και τους ρωτάει να του πουν τι θέλουν-
Σε τι μπορεί να τους ανακουφίσει.
Του απαντάνε θέλουν ενισχύσεις
Τον Κίτσο το Τζαβέλα να τους στείλει,
Κι ύστερα στο Ξηρόμερο να πάει
Του Κιουταχή να κόψει τους ζαΐρέδες.
Θέλανε δηλαδή με άλλα λόγια
Την πιό μεγάλη που μπορεί θυσία
Ποτέ να κάνει ένας Καπετάνιος:
Ν’ αδυνατίσει τα στρατεύματά του.
Μα δεν διστάζει ο Καραϊσκάκης.
Πριν από κάθε άλλον είχε νιώσει
Ό, τι θα έπρεπε να καταλάβουν
Απ’ όλα πρώτα τα τρανά κεφάλια
Που αλληλομάχονταν μέσα στ’ Ανάπλι.
Και είχε νοιώσει ο Καραϊσκάκης
Οτι την ώρα αυτή το Μεσολόγγι
Δίνει τη μάχη όλης της Πατρίδας.
Και οδηγώντας χίλια παλληκάρια
Μπαίνει ο Τζαβέλας μες στο Μεσολόγγι.
Κι αυτά ενώ ο Τσόγκας και ο Ράγκος
119
Φοβήθηκαν και βγήκαν από μέσα
Χωρίς ουτε η ντροπη να τους κρατήσει.
Κι αυτά ενώ οι άλλοι Καπετάνιοι
Της Ρούμελης, ήταν προσκυνημένοι.
Και ποιός εβρέθη τάχα ένα "μπράβο"
Εστω να πει στον Καραϊσκάκη μόνο;
Κανένας. Κι όχι μόνο, μα και πάλι
Να τον παραμερίσουνε ζητάνε
Όταν και μόνο η απόφαση του
Να στείλει δύναμη στο Μεσολόγγι
Θα ’πρεπε μόνη αυτή να κάνει όλους
Να είναι ευγνώμονες απέναντί του.
Αλλά πριν παραπέρα προχωρήσω
Ας πω δυό λόγια για το Μεσολόγγι,
Ξέχωρα απ’ όσα θα ειπώ πιο κάτω
Όταν μιλώ για τον Καραϊσκάκη.
Το Μεσολόγγι,που η άμυνα του
Το ένα ήταν σταθερό το πόδι
Που πάνω του στηρίχτηκε η Ελλάδα
Όταν να πέσει όλοι τηνε σπρώχναν
Και τάλλο ήταν ο Καραϊσκάκης
Κι οι μάχες που ’δωσε οι νικηφόρες.
Λοιπόν ιστορικά διαπιστωμένο
Είναι πως αν οι τότε κυβερνώντες
Δείχνανε για το θέμα ενδιαφέρον
Και ενισχύανε το Μεσολόγγι
Και τα στρατεύματα του Καραϊσκάκη,
Ούτε η πόλη τότε θα χανόνταν,
Ενώ το εναντίον, θα χανόνταν
Ο μέγας Κιουταχής και ο Μπραΐμης
Και το μεγάλο πουχανε μαζί τους
Και διαλεχτό των τούρκων σκυλολόϊ.
Και τότε η Λευτεριά θα μας δινόταν
Με δίχως την επέμβαση των ξένων,
Κι η Επανάσταση θα ’χε τελειώσει
Το χίλια οχτακόσα εικοσιέξη
Με νίκη λαμπροφόρα των Ελλήνων.
Μα δε θα μείνω εγώ σ’ αυτά λόγια.
Στις μαρτυρίες άλλων θα προστρέξω
Και μάλιστα του Παπαρρηγοπούλου
Και του Σπηλιάδη και του Σπηρομήλιου.
Λέει ο Σπηλιάδης το λοιπόν πως άμα
Ενίσχυε η Κυβέρνηση τ’ ασκέρια
Που έξω βρισκόνταν απ’ το Μεσολόγγι,
Τότε και ο Μπραίμης κι ο Κιουτάγιας
θα καταστρέφονταν το δίχως άλλο:
"Ούτως ήθελε τελειώσει ο πόλεμος μεταξύ
Ελλάδος και Τουρκίας, και όλαι αϊ δυνάμεις
φίλοι τε και μη, και αυτός ο Σουλτάνος εκών άκων, ήθελον αναγνωρίσει ευθύς το Ελληνικόν Εθνος ανεξάρτητον".
Ο Σπυρομήλιος πάλι λέει κάτι
Που ο Παπαρρηγόπουλος δε λέει
Γιατί δε θέλει ως εκεί να φτάσει-
Αν κι έπρεπε, σαν "ο ιστορικός μας".
(Αν πάλι σκοπιμότητα και άγνοια
Είχε σαν κίνητρο και σαν αιτία
Ούτε κι αυτά βεβαίως συγχωρούνται).
Όμως και ήξερε ο Σπυρομήλιος
Και ούτε θέλησε να τα καλύψει.
Και ήξερε, γιατί απεσταλμένος
Ητανε της Φρουράς μέσα στ’ Ανάπλι,
Την ίδια ώρα που ψυχομαχούσε
Από την πείνα η Αγία Πόλη,
Κι εκεί γνώρισε όλα τα διαβούλια
Των προδοτών πολιτικάντηδών μας.
Αφού λοιπόν μας πει κι αυτός πως θα ’χαν
Οι Τούρκοι βρει εκεί τον τελειωμό τους
Αν γίνονταν αυτά που ’παν κι οι άλλοι,
Φωτίζει το μεγάλο τότε δράμα
Που παίχτηκε σε βάρος της Ελλάδας,
Μ’ αυτά τα βαρυσήμαντα τα λόγια:
"Αλλά κατά δυστυχίαν μεταξύ εις τα διάφορα κόμματα εκείνης της περιόδου ήτο και εν το οποίον επεθύμει την πτώσιν του Μεσολογγίου και όλης της Στερεάς Ελλάδος, ώστε να δυνηθεί ευκόλως να αποκατασταθεί η Πελοπόννησος εν πριγκιπάτον ως τα της Μολδοβλαχίας, και επομένως ο κομματάρχης πρίγκηψ."
(Κι ήταν ο πρίγκιπας ο κομματάρχης
Αυτός ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος,
Και η πολιτική ήταν της Αγγλίας).
Μα κι ο Παπαρρηγόπουλος ακόμα
Που η πέννα του χαϊδεύει τους κρατούντες,
Πολλά εδώ κάστανα δεν τους χαρίζει:
"Ουδέ υπάρχει τωόντι αμφιβολία, ότι αν η κυβέρνησις την ελαχίστην επεδείκνυε προθυμίαν και δεξιότητα περί την χρήσιν των πόρων αυτής προς την ολοσχερή της πολιορκίας διάλυσιν, ήθελεν επιτύχει την διάλυσιν ταύτην. Κατά δυστυχίαν ουδέν έπραξεν όπως ενισχύσει και τροφοδοτήσει τον στρατόν του Καραϊσκάκη΄ αι ολίγαι προσπάθειαι, ας υπέρ του Μεσολογγίου κατέβαλε, περιορίσθησαν εις την επανειλημμένην από θαλάσσης επικουρίαν, αληθώς όμως ειπείν η πολιορκία δεν ηδύνατο να διαλυθεί ειμή από ξηράς".
Όμως ο ιστορικός μας δε μας λέει
ότι ακόμα κι η «επικουρία»
Από τη θάλασσα, ούτε συχνή ’ταν
Και με το σταγονόμετρο δινόταν.
Κάθε φορά κουβάλαγε ο στόλος
Όσα εφτάνανε για λίγες μέρες.
Χαρακτηριστικό είναι πως όταν
Εφτασε Νοέβρη του εικοσιπέντε
Ο στόλος μας μπροστά στο Μεσολόγγι,
Είχε... ξεχάσει η κυβέρνησή μας
Ενα σακκί να στείλει καν αλεύρι.
Και τότες ο Μιαούλης και οι άλλοι
Σα μάθαν πως πεινά το Μεσολόγγι,
Κάνανε ρεφενέ ανάμεσά τους
Τρόφιμα αγόρασαν, και τα περάσαν
Στο που λιμοκτονούσε Μεσολόγγι.
Και πότε όλα τούτα εγίναν λέτε;
Οταν το δυό εκατομμύρια δάνειο
Είχε παρθεί απ’ την κυβέρνησή μας.
Α! Και πού να ’ξερες Καραϊσκάκη
Οτι ο τόπος που με τη σοφία,
Την τόλμη σου και την παλληκαριά σου
Απ’ τό ζυγό λευτέρωσες του Τούρκου,
Σ’ άλλους ζυγούς συνέχεια είναι βαλμένη.
Κι ότι αν εκείνος, ο Μαυροκορδάτος,
Επαψε πια να βλάφτει την Ελλάδα,
συνεχιστές άλλους του άξιους βρήκε
Που μέχρι σήμερα μας κυβερνάνε
Κι ίδια και τούτοι βλάφτουν την Πατρίδα.
Και κλέβουν άπαυτα και ραδιουργούνε,
Κι ό,που κανέναν δουν Καραϊσκάκη
Του ρίχνονται ως να τον εξολοθρέψουν.
Και τα ονόματα τους Παπανδρέου,
Ράλλης, Καραμανλής, και όλοι οι άλλοι.
Γέμισε από δαύτους η Ελλάδα.
Πού τάχα οι αγνές ψυχές πηγαίνουν
Σαν τα κορμιά χαθούν που τις φυλάνε,
Κι αφήνουν ορφανές Ιδέες, Πατρίδες…
Και τ’ είναι τις μικρές ψυχές που κάνει
Στον κόσμο πάλι μέσα να γυρίζουν
Κι Ιδέες και Πατρίδες να χαλάνε;
ΑΓΟΣ ΜΟΥΧΟΥΡΝΤΑΡΗΣ
Όμως κοντά σου ας έρθω ήρωα πάλι
Για ν’ ανασάνω Λευτεριάς αγέρα.
Η ώρα ήρθε του Αγου Μουχουρντάρη.
Εκρινες ότι πρέπει να τον διώξεις
Από τ’ ορδί του μες στο Πετροχώρι.
Μα είχες λίγα τώρα παλληκάρια-
Εχθρό πώς δυο χιλιάδες θα χτυπήσεις;
Αλλά, δύναμη αν έχει μόνο κάποιος
Κι από μυαλό δεν κουβαλάει κουκούτσι,
Τότε δεν είναι ήρωας. Μπορεί να ’ναι
Καλός μεγάλους να σηκώνει βράχους
Και να τον δειχνουνε στα πανηγύρια
Μα ήρωας μόνο δεν μπορεί να είναι.
Ηρωας είν’ αυτός που επίγνωση έχει
Των υψηλών των πράξεων που κάνει-
Ξέρει γιατί τις κάνει, και ακόμα
Τις κάνει κι αν ακόμα ήθελε κρίνει
Οτι θα ζήμιωνε απ’ αυτές ο ίδιος.
Αλλά γι αυτό το τελευταίο ακόμα
Δεν είχε ήρωα έρθει η σειρά σου.
Ήξερες πώς θα έδιωχνες τον Άγο
Χωρίς τ’ ασκέρι σου αίμα να χύσει.
Πιάνεις λοιπόν και στις εφτά τ’ Αυγούστου
Στέλνεις αγωνιστές μικρά μπουλούκια
Στους λόγγους γύρω από το Πετροχώρι
Ν’ ανάψουν μπόλικες φωτιές τη νύχτα
Και σε διαστήματα να ντουφεκάνε.
Ιδια προστάζεις και για τους χωριάτες.
Βλέπουν τη νύχτα τις φωτιές οι Τούρκοι,
Ακούνε τα μπαμ-μπουμ κι αλαφιαζόνται.
Και τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν.
Τότε και συ τους στρώνεις στο κυνήγι.
Αθάνατε μεγάλε Καραϊσκάκη
Πόσο αληθινός ήσουν και μέσα
Στα πιο μεγάλα, ως τούτο, ψέμματά σου…
Μέσα λοιπόν σε λίγες μόνο μέρες
Τον Αγο έδιωξες το Μουχουρντάρη ,
Τρόμο στον Κιουταχη έδωσες μέγα,
Κι ασφάλισες και τ’ Άγιο Μεσολόγγι.
Προτού για το Ξηρόμερο να φύγεις,
Αφήνεις δύναμη εκεί μεγάλη
Για να μποδίζει τις ανταποκρίσεις
Ανάμεσα Σαλώνων και Κιουτάγια.
Ετσι έμεινες με λίγα παλληκάρια.
Μα είχες τις ελπίδες στο λαό μας
Και την πεποίθηση στον εαυτό σου.
Γιατί καλά τα ’ξερες και τα δύο.
Ηξερες και ο ίδιος τι αξίζεις,
Κι από καιρό είχες τώρα καταλάβει
Πως η Ελλάδα δε θα δει χαϊρι
Από τους πλούσιους κι απ’ τούς Φαναριώτες.
Οι μεν κοιτάγανε και γι άλλα πλούτη
Οι δε για πλούτη και για εξουσία.
Κι οι δυο τρωγόντουσαν και μεταξύ τους,
Και βάζαν και τους άλλους να τρωγόνται.
Για το Λαό κανείς τους δε γνοιαζόταν.
Και όχι μόνο, αλλά, κλέβοντας τον
Να πεθυμάει τον κάνανε τον Τούρκο.
Ο,τι κι αν κάναν όμως οι μεγάλοι,
Μονο ο Λαός στα χέρια Του κρατούσε
Τη Λεφτεριά την ίδια ή τη σκλαβιά Του.
Κι όταν μιλούσε ο Λαός, ε τότες,
Ποιος άκουγε τι θα ’λεγαν εκείνοι.
Γι αυτό λοιπόν κι εσύ Καραΐσκάκη
Με το Λαό είχες καιρό συνδέσει
Και τ’ άρματα, και τ’ άρμα της Πατρίδας.
Κι ήσουν απ’ τούς Αρματολούς ο μόνος
Εσύ, και στο Μωρηά ο Κολοκοτρώνης,
Που ένοιωσες ετούτη την αλήθεια.
Και την πραγμάτωσες όπως θα δούμε
Τη δράση σου ιστορώντας παρακάτου.
Κι αλήθεια όπου ο ήρωας περνούσε
Πλήθη, αυθόρμητα έτρεχαν κοντά του
Γιατί η καρδιά κι ο νους τους φλογιζόνταν
Από την ξακουστή παλληκαριά του,
Κι η αξιοσύνη του εγγύηση ήταν
Για έργα πιο λαμπρά και πιό μεγάλα.
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ
Λοιπόν για το Ξηρόμερο. Πώς όμως
Που όλα τα περάσματα πιασμένα
Τα ’χαν του Ασπροπόταμου οι τούρκοι;
Και τότε αρχίζει άλλη μια πορεία
Απ’ τις πορείες τις καταπληκτικές του.
Στα Κράβαρα. Από κει στο Καρπενήσι.
Και στ’ Αγραφα. Μαθαίνει πως ο Γάτσος,
Ο Καπετάνιος ο προσκυνημένος,
Είναι στο χωριουδάκι Καραπούλα.
Τρέχει και τον χτυπάει. Μα όταν βλέπει
Πως ειν’ακλόνητα ταμπουρωμένος
Τον παρατάει για να μη χάνει χρόνο.
Πάει και, καβαλικεύοντας την Πίνδο,
Ολονυχτίς, φτάνει πρωί στο Βάλτο.
Του στέλνουνε χαμπέρι πως ο Γώγου,
Αυτός ο τουρκολάτρης Καπετάνιος,
Εχει κλεισμένες κάμποσες φαμίλιες
Οπου δε θέλανε να προσκυνήσουν.
Τρέχει, χτυπάει το Γώγου, τον σκορπάει.
Δίνει στους Βαλτινούς τη λευτεριά τους,
Κι εκείνοι θέλοντας τον ακλουθάνε.
Στρατολατώντας μοναχά τη νύχτα,
Πέφτει, Αυγούστου εικοσιεννέα
Στο Μαχαλά, σε τούρκικο ορδί πάνου.
Καιρό για πισωδρόμημα δεν έχει.
Ζερβά, δεξά, δρόμο δεν έχει άλλον.
Ενα του μένει μόνο: να ορμήσει
Και να περάσει μες από τους τούρκους.
Αυτό και κάνει. Βγάζει το σπαθί του
Και με γκαρδιωτικές φωνές ορμάει.
Βλέπουν τα παλληκάρια κι ακλουθάνε.
Τόσο πολύ οι οχτροί εξαφνιαστήκαν,
Που βλάφτηκαν περσότερο εκείνοι.
Και πιάσαν κι αιχμαλώτους οι δικοί μας.
Κι ανάμεσα τους κι ο αρχηγός των τούρκων.
Μα παραλίγο, εκεί, μέσα στη μάχη
Να ’βρει το τέλος του ο Καραϊσκάκης.
Τρέχοντας πρώτος μέσα στο σκοτάδι
Εβρέθηκε μπροστά του ένα χαντάκι.
Δεν του λογάριασε καλά το πλάτος,
Και όπως το πηδούσε, πέφτει μέσα.
Ως τρέχαν από πίσω του οι δικοί του
Και μη έχοντας δει τι έχει τρέξει,
Πηδώντας πάνω του τόνε πατούσαν.
Οταν πέρασαν όλοι, τότε μόνον,
Σηκώθηκε, και, κατατσακισμένος
Κατάφερε να τους ακολουθήσει.
ΜΠΑΖΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟΥΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Φτάνει Ξηρόμερο αρχές Σεπτέμβρη.
Ερχεται επιτροπή απ’ τό Μεσολόγγι
Να συζητήσουνε το τι θα γίνει.
Ζητάνε παλληκάρια οι κλεισμένοι
Γιατί όλο λιγοστεύουν απ’ τούς Τούρκους.
Στη μάζωξη κι ο Τσόγκας και ο Ράγκος.
Ο Καραϊσκάκης λέει και στους δύο
Πως πρέπει να ’μπουνε στο Μεσολόγγι
Γιατί, τους είπε πως ανάξιο είναι
Για την υπόληψη και την τιμή τους
Να βρίσκονται οι δυό εκείνοι έξω
Κι οι συγγενείς τους και τα παλληκάρια
κλεισμένοι μέσα κει να πολεμάνε.
Αρνούνται και οι δυό τους και οι άλλοι,
όσους επρότεινε ο Καραϊσκάκης.
Τον πιάνουν τ’ άγριά του τα μπουρίνια.
Πετιέται πάνου, αρπάζει τη σημαία,
Τη μπήγει μες στο χώμα και φωνάζει:
"Εκείνος π’ αγαπάει την Πατρίδα
Κι είναι με μένα, τώρα θα το δείξει.
Πηγαίνω μέσα. Ποιός μακολουθάει;
Τρέχουνε παλληκάρια, καπετάνιοι,
Εκτος από τον Τσόγκα και το Ράγκο,
Και τον κυκλώνουνε. Χαμογελάει.
Ομως δεν τον αφήσανε να πάει,
Γιατί τον θέλανε να μείνει έξω
Ωστε τον Κιουταχή να δυσκολεύει.
Τρακόσα παλληκάρια όμως μπήκαν
Σεπτέμβρη δώδεκα στο Μεσολόγγι.
Αφού ξεκούρασε λίγο τα ασκέρι
Σε μια εφοδιοπομπή στήνει καρτέρι
Που πήγαινε στον Κιουταχή εφόδια.
Τους παίρνει τα εφόδια και με κείνα
Θρέφει για λίγες μέρες το στρατό του.
Κόβει τ’ αυτιά των σκοτωμένων τούρκων
και στέλνει δυό αρμαθιές στο Μεσολόγγι.
Ζωγράει κι εν’ άλογο , ωραίο, μαύρο
Και γράφει ένα γράμμα στους δικούς του
Και τους το στέλνει, αντάμα με το άτι.
Και να το γράμμα, όχι όπως συνήθως
Απ’ τον Γραμματικό μασκαρεμένο
Αλλά όπως το σκέφτηκε ατόφιο
Κι όπως εκείνος το ’χε υπαγορέψει:
"Κάκω-Ζαφείρω, σάς χαιρετώ! Μάθετε ότι με την βοήθειαν του θεού είμαι καλά έως σήμερον. Αυτού στέλλω το άτι μου μαζί με τον Αράπην δια να το υπηρετεί, να το προσέχετε καλά, να στέλνετε ένα καϊκι να μαζεύει κριθάρι από δώθε μέρος΄ να το ταγίζετε όμορφα όσον ημπορείτε, να μη μου ζαμπουνέσει το άτι τίποτα, ωσάν ένα παιδί μου να το κυττάζετε' αν σας φορτωθεί κανένας με χατήρι δια πούλημα, κάτω από τρακόσια κολωνάτα να μην το δώσετε. και με κανένα παλιογκέμι και τη σέλα, είδε αλλέως να το φυλάτε ωσάν ένα παιδί μου. Μπαρμπα-Νάπη, όσον ημπορείτε το άτι όμορφα, και θεόθεν καλές αντάμωσες. Την Κακοζαφείρω και τις τσούπρες μου τις φιλώ τα μάτια και γρόσια σαν πάρω τις στέλνω.
Να βάλεις φαμελιά μου, τον Θανάση να μαζώνει κριθάρι να τρώγει το άτι μου.
Οχι άλλο.
Καραησκάκης".
Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ
Αποφασίζει μετά λίγες μέρες
Τη βάση να χτυπήσει που ήταν κέντρο
Για τον Κιουτάγια, του ανεφοδιασμού του.
Νύχτα ξεκίνησε, νύχτα τους φτάνει,
Και νύχτα ρίχνεται σε παντακόσους.
Αυτοί διαλύονται κι αφήνουν όλα:
Οπλα, φαγιά, ρούχα, λεφτά, μουλάρια.
Κι ακόμα πήρε κι εκατό γκαμήλες
(Και σκότωσε και κάπου εβδομήντα
Γιατί δεν ήξερε τι να τις κάνει).
Ο Κιουταχής τελείως απελπίστη
Με όσα του κανε ο Καραϊσκάκης
Και βάζει και του φκιάνουνε μνημούρι
Λέγοντας ότι γλιτωμό δεν έχει
Με τέτιο αντίπαλο που έχει μπλέξει.
Σωστά ο Κιουταχής έτσι εσκεφτόταν.
Το μόνο που μπορούσε ήταν να κάνει.
Γιατί ορίζοντάς τον ο Σουλτάνος
Ρούμελη-βαλεσή, του ’πε από πάνω
" Θέλω ή το κεφάλι σου ή τη νίκη".
Κι ο Κιουταχής δεν ήτανε τυχαίος
Ή κάποιος στρατηγός μέσα στους άλλους.
Ηταν ο πιό καλός που η Τουρκία
Είχε να δείξει τον καιρό εκείνο.
Κι εκτός από γενναίος και πεισματάρης
Ηξερε γράμματα, κι ήξερε γλώσσες.
Και ήξερε την τέχνη του πολέμου-
Γι αυτό οι τούρκοι αργότερα ελέγαν
Οταν ο Κιουταχής κι ο Καραϊσκάκης
Έξω απο την Αθήνα πολεμούσαν:
"Ενα Ρεσίτ-πασά έχει η Τουρκία
Κι έναν Καραϊσκάκη έχει η Ελλάδα.
Κι οι δυό λιοντάρια μπαρουτοθρεμμένα.
Να δούμε ποιό απ’ τα δυό θα φάει τ’ άλλο".
Κι αληθινά ο τάφος του Κιουτάγια
Μπορούσε να ’τανε το Μεσολόγγι
Αν η Κυβέρνηση είχε κατάλαβει-
Μάλλον αν ήθελε να καταλάβει
Πως αν συγκέντρωνε όλες τις δυνάμεις
Που διέθετε, εξω απ’ το Μεσολόγγι,
Θα ’φευγε ο Κιουταχής σε πέντε μέρες.
Μα ο Μαυροκορδάτος ήταν Άγγλος
Πιό κι απ’ αυτούς τους βέρους τους Εγγλέζους
Και βόηθαγε τα σχέδια της Αγγλίας
Πραγματικότητα γοργά να γίνουν:
Προτεκτοράτο της να ’ναι ο Μωρηάς μας
Και μόνον ο Μωρηάς. Η Ρούμελη όχι.
Εκείνη τούρκικη έπρεπε να μείνει.
Και πως θα έμενε αν το Μεσολόγγι
Παράμενε στα χέρια των Ελλήνων;
Τώρα μην πεις εσύ που αυτά διαβάζεις
Οτι μεροληπτώ ή τα παραλέω.
Κι αν δε μπορώ εγώ για να σε πείσω,
Κι αν ενδιαφέρεσαι, πάρε βιβλία,
Και διάβασε τα πράγματα πώς έχουν.
Αυτοί είμαστε οι Ελληνες. Η αρχή μας
Πήγε στραβά, γι αυτό στραβά ως τώρα
Και μεις κι όλα τα πράματά μας πάνε
Με πρώτους κείνους που μας κυβερνάνε.
Ο ΗΡΩΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ
Αλλά, ξέρει καλά ο Καραϊσκάκης
Ότι αυτές που πετυχαίνει οι νίκες
Βέβαια τον εχθρό τον δυσκολεύουν,
Μα πιό μεγάλο τίποτα δεν κάνουν.
Γι αυτό θα πάει να μπει στο Μεσολόγγι.
Να κουβεντιάσει με τους Καπετάνιους,
Και να τους πει για ένα σχέδιο που ’χει.
Πριν πάει, από τόν Κάλαμο περνάει
Που ’χει την οικογένεια ασφαλισμένη.
Μαζί του βρίσκεται και η Μαρία.
Η κυρα-Γιώργαινα στενοχωριέται
Γιατί καταλαβαίνει τι συμβαίνει.
Μα ο αστείρευτος Καραϊσκάκης
"Ενοια σου συ μωρή! Μη μου χολιάζεις!"
Της λέει γελώντας. "Εχω και για σένα.."
(Εννιά μήνες μετά γεννιέται ο Σπύρος,
Το τρίτο κι ύστερο παιδί του Γιώργη).
Μένει στον Κάλαμο για λίγες μέρες
Υστερα μπαίνει πάλι στο καΐκι
Και πάει για Μεσολόγγι. Οι δικοί του
Η τελευταία φορά ’ναι που τον βλέπουν.
Εικοσιέξη Οχτώβρη του εικοσπέντε
Μπαίνει στην πολυδόξαστη την πόλη.
Τρέξαν αμέσως όλοι να τον δούνε.
Να δουν εκείνονε που απ’ όλους μόνος
Τους ανακούφιζε όπως μπορούσε-
Που σαν υπόθεση πήρε δική του
Των πολιορκημένων τη βοήθεια.
Τον πήγαν και σεργιάνισε στις ντάπιες
Και παρατήρησε του εχθρού τις θέσεις.
Έτσι επέρασε η πρώτη μέρα.
Την άλλη μέρα σύναξη εγίνει
Με όλους τους κλεισμένους Καπετάνιους.
Κι ο ήρωας τους λέει το σχεδιό του.
"Αδέρφια, όπως σεις είσαστε αντρείοι,
Ετσι και οι δικοί μου που ειν’ απέξω.
Όμως αυτοί δεν έχουν συνηθίσει
Να ’χουνε τον εχθρό τόσο κοντά τους
Και νύχτα μέρα να τον πολεμάνε.
Γι αυτό, το σχέδιο που ’χω στο μυαλό μου
Αν τους το πω δε θα τ’ ακολουθήσουν.
Και να το σχέδιο πούχω στο μυαλό μου:
Τη Σκάλα λέω να πάω και να πιάσω,
Ανάμεσα στ’ ασκέρι του Κιουτάγια
και το Αντελικό κι από κει πέρα
Το ζαϊρέ να κόψω του Κιουτάγια.
Γιατί απ’ όποιο μέρος κι αν του ’ρχόνται,
περνάν οι ζαϊρέδες απ’ τή Σκάλα.
Τότε ο Κιουτάγιας άλλο δεν του μένει
Παρά να πάει ή Ναύπακτο ή Πάτρα.
Και βέβαια το μπλόκο παίρνει τέλος.
Μα οι δικοί μου δε θα υπακούσουν.
Τσόγκας και Ράγκος θα τους ξεσηκώσουν.
Γι αυτό λέω πως πρέπει να μου δώστε
Γύρω στους πεντακόσους εδικούς σας
Που συνηθίσανε να βλέπουν μήνες
Μέσα στα πόδια τους οι τούρκοι να ’ναι.
Ετσι θα ψυχωθούνε κι οι δικοί μου
Και θα δεχτούνε να ’ρθουνε μαζί μας.
Λέω θα μαζέψω μέχρι δυό χιλιάδες.
Μπορώ αγκαλά να τον στενοχωρέσω
Και μακριά στέκοντας, τον Κιουτάγια.
Μα δε μπορώ μακριά ορδί να στήσω
Γιατί θροφές κει πέρα δεν υπάρχουν.
Ενώ εδώ η θάλασσα κοντά μας
Και θα μας προμηθεύουν τα καράβια".
"Κι αν ό μη γένοιτο οι πεντακόσοι
Λάβουν κανένα χαλασμό κει έξω,
Τότε τι κάνουμε μείς εδώ πέρα
Που φτάνει ό, που να ’ναι κι ο Μπραίμης;"
Χόλιασ’ ο ήρωας που τον δυσκολεύαν:
"Ε, τότες, τί κοπιάζουμε απέξω;"
"Καραϊσκάκη σου χρωστάμε χάρη
Γιατί μονάχα συ για μας πασκίζεις.
Μα να εμείς εδώ τι σου ζητάμε:
Να πείσεις και τους άλλους και να ’ρθείτε.
Και τον εχθρό και σεις αφού ζυγώστε
Να του ορμήσουμε κι οι δυο αντάμα
Και πολεμώντας τον μύτη με μύτη,
Να τόνε διώξουμε απ’ όπου ήρθε.
Αυτό να κάνετε. Τίποτις άλλο".
Τέλειο το σχέδιο του Καραϊσκάκη.
Μόνον εζήταγε να του δοθούνε
Κάμποσοι αγωνιστές απ’ τούς δικούς τους.
Και δεν εστέρξανε να το δεχτούνε.
Μόλις εγύρισε στο Δραγαμέτσο
Παίρνει την είδηση ο Καραϊσκάκης
Πως μια εφοδιοπομπή φτάνει σε λίγο
Με προορισμό τ’ ασκέρι του Κιουτάγια.
Τρέχει ανάμεσα Λάσπη και Ρίβιο,
Στο πιό στενόκλειστο του δρόμου μέρος
Μα δεν την προλαβαίνει. Είχε περάσει.
Τα καραούλια όμως του μηνάνε
πως από τη μεριά την άλλη βλέπουν
Μπουλούκι να ’ρχεται καβαλαραίων.
Κι έρχονταν ήσυχοι οι καβαλαραίοι
πως το στενό με ασφάλεια θα περάσουν
Αφού με ασφάλεια πέρασαν πριν λίγο
Χίλιοι ανθρώποι με τους ζαϊρέδες.
Εξηνταπέντε ήταν όλοι όλοι.
Τρέχοντας φύγανε δύο μονάχα
Και δύο άλλοι ζωντανοί πιάστηκαν.
Κι ήταν ανάμεσα στους σκοτωμένους
Πολλά τρανά του Κιουταχή ριτζάλια,
Οπως ντελήμπασης, Αγιάννης Σόφης,
Τατάραγας, Γιουρουκ-μπαϊραχτάρης.
Μαζί τους είχαν οι καβαλαραίοι
Κάπου χιλιάδες γρόσα πεντακόσα.
Με τούτο τον παρά ο Καραϊσκάκης
Τ’ απλήρωτό του πλήρωσε ασκέρι
και πήρε τρόφιμα για να το θρέψει.
Η ΕΞΟΔΟΣ
Στις δέκα Απρίλη βγαίνουν οι κλεισμένοι.
Εκτός από του Κιουταχή τα βόλια
Δικός κανένας δεν τους περιμένει,
και θα ρωτήστε: ουτ’ ο Καραισκάκης;
Ούτε κι αυτός. Και να τί είχε τρέξει.
Τις νίκες βλέποντας του Καραϊσκάκη
Σκύλιαζε ο μιαρός Μαυροκορδάτος.
Συνεννοείται με τον Κουντουριώτη
(που πίσω δεν επήγαινε κι εκείνος)
Και αφαιρούν απ’ τον Καραϊσκάκη
Τη Διοίκηση των στρατευμάτων που ήσαν
Έξω απ’ το Μεσολόγγι μαζεμένα.
Στον Μπότσαρη τον Κώστα την εδώσαν.
Ετσι, ο λόγος του Καραϊσκάκη
Δεν επερνούσε πλέον μες στ’ ασκέρι.
Και να σκεφτείς πως ο Καραϊσκάκης
Προτού να γίνει αυτό είχε προβλέψει
Και πήγε και τ’ ορδί του είχε στήσει
Στον πλάτανο, κοντά έτσι για να ’ναι
Στον Μπότσαρη, λογιάζοντας να σμίξουν
Και να χτυπήσουν Κιουταχή-Μπραίμη
Χαρίζοντας στην Εξοδο ασφάλεια.
Μα ο Κώστας Μπότσαρης δεν ήταν Μάρκος
Κι όργανο ήταν του τεσσαρομάτη
Κι άπρακτο άφησε το στράτευμα όλο
Ενώ αφανιζόνταν οι Εξοδίτες.
Όμως κι αυτός ο λόγος να μην ήταν
που δεν εβόηθησε ο Καραισκάκης,
Ηταν και κάποιος όλλος, που μονάχος
Εφτανε να τον κάνει ν’ αδρανήσει.
Μα ν’ αδρανήσει μόνο το κορμί του
Γιατί η σκέψη κι η ψυχή του όλη
Ηταν μαζί μ’αυτούς που πολεμούσαν
Για να ’βγουν ζωντανοί από τον τάφο.
Μόνο ένας θεός μπορεί να ξέρει
Τι αιστανότανε την ώρα εκείνη,
Μόνο ένας θεός μπορεί να ξέρει
Τον πόνο που ’νοιωθε όταν θωρούσε
Να πέφτει στον εχθρό το Μεσολόγγι
Με κείνον δίπλα του, κοντά να στέκει,
Αλλά και άμπορον να κάνει κάτι
Για να γλιτώσει είτε και την πόλη
Η τη ζωή εκείνωνε που βγαίναν.
Αυτός και άλλος ένας: ο Μιαούλης,
που αυτός από τη θάλασσα θωρούσε
Της πόλης το χαμό-πες της Ελλάδας,
Φέρνοντας βόλτες με τα πλεούμενά του,
Μουγκρίζοντας σα λιόντας αγριεμένος
Οπου κλεισμένος μέσα στο κλουβί του
Δεν ημπορεί να φάει-να ξεσκίσει.
Ηταν λοιπόν και κάποιος άλλος λόγος
που δε βοήθησε ο Καραϊσκάκης.
Τον είχε πιάσει πάλι κείνη η αρρώστια
κι ήταν του θανατά στο στρώμα πάλι,
Ανήμπορος ούτε να περπατήσει.
Τι σκηνικό για τραγωδία αλήθεια!
Τι υλικό για ένα μέγα δράμα!
Να χάνεται ολόκληρο ένα Εθνος
Και ο στρατός που μπόρειε να βοηθήσει
Να στέκει αδιάφορος και να κοιτάζει.
Του κράτους που χανόταν, το γκουβέρνο,
Να ’χει το νου του στις δολοπλοκίες,
Κι οι δύο που μπορούσαν να βοηθήσουν
Ο ένας άρρωστος για να πεθάνει
Κι ο άλλος ακινητοποιημένος.
Και η Ελλάδα; Τι έκανε ηΕλλάδα;
Και η Ελλάδα πού ήταν τέτοια ώρα;
Α! Η Ελλάδα, ξέροντας η ώρα ότι
Ακόμα της Ανάστασης δεν ήρθε,
Μ’ όλη της τη στοργή και την αγάπη
Εσκυβε γνοιαστικά πάνω απο κείνον
Οπου θα την ανάσταινε μια μέρα.
Α! Η Ελλάδα τότε, προδομένη
Απ’ τά παιδιά της τ’ άλλα, λαχταρούσε
Για το παιδί της μοναχά εκείνο.
Α! Η Ελλάδα κείνηνε την ώρα
Τα χέρια οδηγούσε της Μαρίας
Το μέτωπο να υγραίνουν του αρρώστου
Και να του μαγειρεύουν για να τρώει.
Τα χείλια της εψύχωνε να λένε
Λόγια γλυκά και δροσερά να δίνουν
Φιλιά στα χεριά ο πυρετός που ψήνει.
Και την ψυχή της γέμιζε μ’ αγάπη-
Αυτό το γιατρικό που όλα τ’ άλλα
Μπροστά του μοιάζουνε σα γιατροσόφια,
Ωστε ο άρρωστος να γιάνει πάλι.
Γιατ’ ήτανε ανάγκη να γερέψει.
Γιατ’ ήτανε ανάγκη την Ελλάδα
Απτού χαμού τα σκότη να τη βγάλει
Και πάλι φωτεινή να τη σηκώσει.
Α! Η Ελλάδα κείνηνε την ώρα…
Α! Η Ελλάδα κείνηνε την ώρα
Τον χρειαζόταν τον Καραϊσκάκη.
Κι ύστερα, όταν θα την είχε σώσει,
Κι ύστερα, όταν μόνη θα μπορούσε
Χωρίς εκείνονε να προχωρήσει
Υστερα… ύστερα δε θα νοιαζόνταν.
Ας πάει κι αυτός ο ήρωας με τους άλλους.
Ελλάδες, πόσο άπονες μετράτε
Για τα παιδιά σας όταν χρεία πλέον
Δεν έχετε απ’αυτά. Πόσο της Φύσης
Μοιάζετε τότε, που ο καρπός σαν πέσει
Από του δέντρου το κλαρί, ε, τότε,
Στάχτη να γίνει και φωτιά το δέντρο.
Αλλά, Πατρίδες, ίσως δίκια να ’ναι
Η ταχτική αυτή που ακολουθάτε.
Ισως για ό,τι σας δοθεί μεγάλο
Απ’ τα δοξοστεφάνωτα παιδιά σας
Τους δώσατε σεις κάτι πιό μεγάλο:
Σκοπό στην άλλως άσκοπη ζωή τους…
Οσοι από την Εξοδο σωθήκαν
Τραβάνε για τον πλάτανο να πάνε,
Να συναντήσουν τον Καραϊσκάκη.
Αυτός κατάκοιτος, απ’ τό κραββάτι,
Τους έχει έτοιμα σφαχτά να φάνε.
Παν οι Καπεταναίοι και τον βλέπουν.
Τους λέει πόση τον κατέχει λύπη
Που δεν εμπόρεσε να τους συντρέξει.
Ρωτάει ποιοι και πόσοι εχαθήκαν.
Σαν ακουσε απ’τούς Καπεταναίους
Πως λίγοι μόνο χάσαν τη ζωή τους,
Σκώνει τα χέρια, τον εχθρό μουτζώνει,
Και "Να!", τους λέει, "ρε παλιοζαγάρια.
(συνεχίζεται)