Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Το μάτι θαμπώνει. Ο Χρόνος λυγίζει το βάρος του πάνω στην πλάτη μας. Φεύγει ο χορός των ανεύθυνων χρόνων ανεμίζοντας
κενά τα μαντήλια στην άλλη τους άκρη. Τσιμπάει ο Πολυδέγμονας τ' ακροδάχτυλα του ποδαριού μας που ή να φωνάξουμε ή να παραδοθούμε. Μα πού φωνή. Πού νάμπει αέρας μες στα οκνά  πνεμόνια και να ηχήσει. Τα βήματα πια δεν οδηγάνε πουθενά παρά τόνα στάλλο. Μπροστά μας όλα στέκουν φανερά, σίγουρα πως δεν θα ενοχληθούν. Ο κόσμος φεύγει σαν δέντρο που το βλέπεις από τραίνο που τρέχει.  Και δέντρο άλλο στην παγωμένη στέππα δεν ορθώνεται. Κλήμα φαγωμένο μέχρι τη ρίζα του από τον σκούρκο Εληά δακοχτύπητη Κυπαρίσσι κεραυνισμένο Βράχος στην πτώση του η ζωή μας. Η νύχτα έρχεται για πάντα κάθε βράδυ. Και το πρωί, και η μέρα, και το δείλι, σταγόνες του νύχτιου ωκεανού πάνω από τον αφρό των μαύρων κυμάτων του. Η επίπεδη επιφάνεια του Τώρα σκεπασμένη από τη μαυριδερή γλίτσα του Πριν μην έχοντας μεινεσμένη ούτε μια ξέσκεπη γωνιά. Ολες οι σκόνες από αμέτρητες ταραχές εκεί μαζεύονται. Οι αρμοί των ποδιών έχουν πάψει να περιμένουν άλματα. Οι κλειδώσεις των χεριών δεν προσδοκούν ανατάσεις πια.
Πρόσεξε το γέρικο Λόγο: φεύγει λίγο λίγο προς τη Σιωπή ταξιδεύοντας πολυπληγωμενος από αγκάθια αδιαφορίας και καμένος από φλόγες Κρυφής φωτιάς. Ενας αντίλαλος μένει μόνο σαν ηχώ σε σπήλαιο αρχέγονο αζωικό.
Κλειστά όλα τα πριν ανοιχτά. Σκοτεινά όλα τα πριν φωτισμένα. Αχρωμα όλα τα πριν ερυθρά. Και δεν προφταίνεις να πεις αντίο
Και δε βολεί να γνέψεις γεια σας φεύγω. Γιατί το χέρι ακόμα δεν πρόλαβε να κατέβει από το γνέψιμο καλώς σας ήβρα.
Μα ο Χρόνος δεν έχει μετερίζι δεν έχει λημέρι και φωλιά. Οταν σε πολεμάει δεν το νιώθεις. Οταν σε διαπερνάει το αγνοείς. Σπαθισμένος από αόρατα σπαθιά πέφτεις. Και τότε ένα ερειπωμένο καλύβι χωράει όλα τα Ονειρα. Μια Πικρή Λέξη χωράει κάθε Νόημα. Ενας φακός ηλεκτρικός κλείνει το φως όλο.
Και πού είναι ο χτεσινός δρόμος; Πού είναι ο χτεσινός διαβάτης; Τι έγινε η πρωινή δροσιά; πού είναι το πυρρό ηλιοβασίλεμα; Πού είναι η κορδέλλα που έσπαζε καρδιές; Λάβα σκέπασε τη μικρή χλόη. Νέκρα σκέπασε τη μικρή ζωή. "Ελατε κύματα των Κρυφών Πόθων!" "Ελάτε αυγές Τολμηρών Νυχτών!" "Ελάτε δειλινά Καθαρών βροχών!" ποιος άκουει; Κανείς. Και ποιος μιλάει Ω! θεέ μου-ποιος μιλάει;Κανείς!Κανείς!Κανείς!
Να πάρεις το μονοπάτι ν' ανέβεις στην κορυφή. Να πάρεις τον ανήφορο να φτάσεις ως την ελπίδα. Κορυφές κι ελπίδες όμως τώρα τα φτάνει κανείς κατεβαίνοντας. Εστω. Αφού αυτό έμεινε μόνο. Βρέθηκε στην αμμουδιά. Κύματα βαλσαμωμένα.Φέρετρα επέπλεαν ακίνητα πάνω τους. "Πες μου πότε θαρθείς" της έλεγε" Και γω θα κρατήσω το φεγγάρι αναμμένο ως τότε." Εκείνη κύτταξε τους αστερισμούς, τα πόδια της που έτρεμαν από το κρύο. Είπε:"Δεν μπορώ να ξέρω. Δεν μπορούμε να ξέρουμε. " Ομως ετούτο… Ομως ετούτο… Ομως ετούτο το χρώμα είναι κόκκινο; Ομως ετούτο το κύμα είναι Φως; Ομως ετούτο το δέντρο είναι πράσινο! Ομως θεέ μου-ετούτο το κορίτσι είναι Χολιαστίτσα!Α! Κορίτσι εσύ κομμάτι του κορμιού μας! Α! Κορίτσι εσύ κομμάτι της ψυχής μας! Α!Κορίτσι ναι του ναι μας κι όχι του όχι μας. Α! που οι λόγοι σου χτυπάν κατάστηθα τη μοναξιά. Κορίτσι που τα φύλλα σου ανοίγουνε πριν της Αυγής Κορίτσι εσύ χρυσή σταγόνα στο ασημένιο τάσι μας Κορίτσι σύγνεφο εσύ κατάφορτο Κορίτσι που όλα τα φιλόξενα κρατείς που λες Οχτώβρης κι αρχινάν τα πρωτοβρόχια Που γράφεις αύρα και δροσίζ' η έρημος! Που κλαις και οι καρδιές μας συνεφιάζουν.'Κορίτσι δάκρυ των ματιών μας συ! Κατάνυξη της προσευχής μας! Των λογισμών μας μονοπάτι! Της βούλησης μας χορηγέ! Του πόνου μας εσύ αγκάθι και γιατρειά! Κορίτσι εσύ άλλο Μισό της ύπαρξης μας! Είδωλο στον καθρέφτη του Είναι μας!πηγή γεννήτρα και θάλασσα του ποταμιού μας!
Υφάδι η αθωότη σου στο πέπλο της ζωής μας.Τ' αντρίκιο θάρρος μας στο ίδιο αυλάκι Με το δικό σου παιδιακίσιο πείσμα ρυακίζει.
Τ' άνθη του γέλιου σου παιδιά των σοβαρών μας ρόδων. Ιδιος σφυγμός μας τραγουδάει και τους δυο. Ιδιο μας συντροφεύει καρδιοχτύπι. Κι όταν πονώ χωρίς αιτία-ξέρω-Κάπου επόνεσες και συ. Α! Αδερφή! Ανηψούλα! Μάνα! Εξαδέλφη! Ιδιο Αίμα σμίγει αχώριστα. Για κείνο ανύπαρκτες των τόπων οι αποστάσεις. Κι αν ένας σ' έπαιρνε αητός στα υψη τα δικά τουΤότε η φωληά του θάταν η κοινή μας ρίζα. Κι αν εν' αστέρι μακρινό σε κέρδιζε στο χώμα του Τ' αστέρι θάταν η γενηά μας και το χώμα του Το λίπασμα για να θεριέψει. Κι αν σ' έπαιρνε ο αγέρας στα φτερά του Φτερά του θάταν του σογιού μας τα φτερά που ταξιδεύουν πάνω, κι Εξω, και Μακριά, που φτάνουν ως τα μάκρη των Συμπάντων κι ως τα σύνορα Του Είναι απ' το Μηδέν που ξεχωρίζουν. Ανηψούλα, τα ποδαράκια σου τ' αβρά Τ' αντρίκια μας τα βήματα οδηγάνε. Μιλάμε με το στόμα σου και βλέπουμεΜε τα δικά σου τα υγρά τα μάτια. Το κάθε τι σου είναι και δικό μας. Κι ό,τι ορίζουμε Την εδική σου πρώτα κατοχή γνωρίζει. Και τόσο είσαι ανηψούλα μακριά μας Οσο ειν' ο ήλιος μακριά 'π' το φως του θαμμένους μέσα στης αβύσσου τις υγρές πτυχές. Η είδηση της ύπαρξης σου στον κόσμο αυτό μας βρήκε.
Τα παγωμένα βρύα που πάνω τους αλαφρύ το σώμα μας κειτόνταν Νιώσαν το καινούργιο Γιατί ζεστό το αίμα πάλι άρχισε κατω απ' το δέρμα μας να τρέχει. Ας σηκωθούμε λοιπόν, κάτι γίνεται κει πάνω. Στα τόσα ξένα ένα δικό! Κάτι γεμάτο μες στα τόσα άδεια. Μια συγχορδία αιμάτινη στην ξέρα μέσα-ένα ζωηρό ποτάμι και παραπόταμοι που αρδεύουν κύτταρα,ιστούς, Συστήματα και όργανα Φτιάχνοντας ένα σύνολο γλυκάκουστο Και γλυκοθώρητο Και γλυκοαίσθητο απ' ό,τι πιο βαθύ απ' ό,τι πιο ανέγγιχτο η ευτυχία στο διάβα της αφήνει.
Εσκυβα στη γη κι όπως λιοντάρι σ' έρωτα μουγκρίζοντας
Σκούζοντας τη ρωτούσα: Πού είναι οι δικές μου προοπτικές;
πού είναι οι δικοί μου ορίζοντες; πού είναι τα δικά μου ερείσματα; Κι η γη μου έστελνε κατάρες και πληγές Κι απόκριση δε μούδινε. Ιδια κι ο ουρανός Τα πουλιά του μόνο με ονείδιζαν
Η βροχή του μ' έδερνε Και τ' αστραπόβροντά του με καρβούνιαζαν κάθε φορά. Χρόνια πέρασαν έτσι. Αιώνες. Μια ζωή.
Και χάθηκα στη μοναξιά όπως αυτός που για ύστατη φορά Της ερωμένης αφού το γλυκό στήθος γαληνέψει Αποτραβιέται ύστερα παράμερα νεκρικά ήσυχος. Κι όπως τότε τη θέση τους αφήνουνε τα λάγνα στήθη στη Σοφία Κι ο εραστής σ' Αυτήν
Τον Αληθινό Ερωτα βρίσκει, Ετσι βαριά βαριά και σίγουρη η απάντηση Ηρθε τώρα και σε μένα Σα βέλος της Φιλίας τους Κήπους δείχνοντας μου Και το άγαλμα του νικητή της Λέρνας. Και θαμπωμένος βρέθηκα απ’ το φως. Κι άξαφνα σπάσαν όλα τα δεσμά Που τόση ελευθερία τη φοβήθηκα. Κι όλα για μένα αλλάξανε όπως για κάποιον Που βρίσκεται απ’ την όχθη που πενθεί Στου ποταμού την άλλη όχθη που έχει γάμο. Α! Αν η αλήθεια έχει πρόσωπο, αυτό Είναι η πυρρά του αίματος
που ρέει μες στα ζωντανά συγγενικά κορμιά. Κι αν η Ορθοφροσύνη έχει ψυχή, τότε αυτή Στο Χολιαστέικο μέσα  γίγαντώνει. Και δε μπορεί κανένας Χολιαστός κι ας θέλει,
Να βγάλει ετούτα τα θεριά από μέσα του Που καίνε κάθε Ψεύτικο και κάθε Ανόητο συντρίβουν Ορθώνοντας στον καθαρόν αέρα λάβαρο ατίμητο Την Ανθρωπιά του Ανθρώπου. Αρκεί να λέγεται Κατερίνα.
Ετσι το όρισε η Μεγάλη Ωρα. Ετσι το όρισε η Πρώτη Αρχή Ετσι τα’ ορίσαμε οι δυο μας Κατερίνα θυμάσαι αλήθεια όταν ήμασταν κλεισμένοι Μες στης Φωτιάς το πυρωμένο Στόμα, θυμάσαι τότε ουρανός και γης που δεν υπήρχαν παρά μια μαύρη μόνο Νύχτα που κι Αυτή Ούτε ακόμα Ονομα δεν είχε,θυμάσαι που όλα ήταν μέσα μας και μέσα τους εμείς—Τότε που εμείς ήμασταν ένα ανηψούλα, Και μέσα μας πλαντάζοντας εχόρευαν Στην ίδια τη φωτιά κι αυτά παραδομένα Οι ομοαίματοι αδερφοί: το Φως,η Υπομονή,τα Πράγματα,τα Ζώα.. Κι ήταν τα Στόματά μας ένα με το Στόμα της Φωτιάς.Και η Φωτιά ήταν όλη ένα Στόμα.Και μόνο Αυτό το Στόμα τότε Ητανε.θυμάμαι που παθιάζονταν όλα να υπάρξουν.θυμάμαι τη φωνή της τίγρης που ικέτευε.θυμάμαι την πολύβουη απαιτητικότητα των αστεριών.Και τα πουλιά σε παίδεψαν πολύ να τα υποτάξεις.Και πείσμωνες που ξέφευγε το χέλι από τα χέρια σου μισοπλασμένο Και όταν έπλαθες τ αστέρια τόσο σ' άρεσαν Που τα στερούσες για καιρούς από τα Συμπαντα Στολίδι στα μαλλιά σου βάζοντας τα. Και πόσο κέφι είχες όταν έφτιαχνες θεούς-Γιατ’ ήταν τόσο εύκολοι και βολικοί Κι υπάκουοι οι καημένοι.
Όλα Δικά μας τότε. Κι όλα Ιδια. Κι όλα Σύμφωνα. θάλασσες αδιάβατες τότε όχι. Ενα πέλαγο Ευτυχίας Αγάπης και Χαράς μονάχα. Τι Καιροί!
..Κι όταν τη Σελήνη έπλαθα θυμάσαι που με βόηθησες να τηνε
Στρογγυλέψω Η ευκολία που τόκανες προσδιόριζε τη Θηλυκότητά σου*.Μα ποιος τα πρόσεχε τότε αυτά;.
..Αλήθεια πώς, από ένα τίποτα πες, Ολόκληρη την Πλάση ανηψούλα μαστρρέψαμε; Εχ! Μικρή μου Κάναμε άραγε καλή δουλειά; Και τώρα είμαστε εδώ.Στη γη αυτή.
Και σπέρνουμε και δε θερίζουμε.Και μιλάμε και δεν ακουγόμαστε.μοιάζουμε σαν κάποτε ένδοξη και ισχυρή μια πόλη
Που όλο και βαθύτερα στο χώμα θάβεται Από του Χρόνου τιςφερτές ύλες Και δε μένειιιαρά να πέσει τέλος πάνω της και το άψυχο κουφάρι μας-Λίθος Επιτάφιος ή πέτρα Αναθέματος. Σκληρή.Και είμαστε εδώ.Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική. Στον Παράδεισο των Ηλιθίων.Στη χώρα των ρομποτανθρώπων.Στη χώρα που το κάθε σπίτι είναι μικρή μια φυλακή.Στον τόπο που η Πορνεία είναι το Καύχημα των γυναικών.Στον τόπο όπου θάλλει η Επαιτεία.Στον τόπο που η Χαρά ψάχνει στα σκουπίδια της Καταστροφήςγια να τραφεί.
Στον τόπο όπου το Χαμόγελο ντυμένο με κουρέλια ζητιανεύει. Στον τόπο που η Δουλεία δίνει πάρτυ κάθε μέρα. Στον τόπο όπου η Αγάπη κυττάζει φοβισμένη απ' τον κρυψώνα Της. Στον τόπο όπου η Κατανόηση ρισκάρει κάθε μέρα τη ζωή Της. που η ανθρωπιά κυκλοφορεί με ματωμένους πάντα επιδέσμους τυλιγμένη.Στον τόπο που η Συμπόνοια δε συχνάζει.Στον τόπο που το άγαλμα της Ελευθερίας συντηρείται από σκλάβους, Στον τόπο όπου οι αποθήκες όπλων είναι χτισμένες πάνω στα γκρεμίσματα της Ανθρωπιάς. Στον τόπο που θα πρέπει για να μείνεις να πουληθείς ο ίδιος. Στον τόπο των Κλεφτών και των Δολοφόνων. Στον τόπο που ο Πόλεμος ειν' επιχείρηση. Στη χώρα που Τρομοκρατεί την Οικουμένη.
Και είμαστε εδώ. Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική. Στον παράδεισο των Ηλιθίων.Που απ' τη Φιλία τα λευκά κόκκαλα μονάχα έχουν απομείνει. Που οι άνθρωποι φοβούνται τους ανθρώπους, που η σκέψη ούτε σα σκέψη δεν περνάει από νου. που οι άνθρωποι ασφυκτιούν ανάμεσα στ' αφεντικό και στον πελάτη. Που οι λευκοί αν μπορούσαν θ' αφανίζανε τους μαύρους. που αν δεν το πληρώσεις ούτε μίσος δε θα βρεις. Που ξέρουν μόνο πεντακοσες λέξεις ο καθένας Και που οι παραπανίσιες θα τους ήταν άχρηστες, που κάθε απόφαση του Αρχηγού τους είναι μαχαίρι στην καρδιάκάποιου Λαού.Και τώρα είμαστε εδώ. Στη χώρα αυτήυε-στην Αμερική. Στον Παράδεισο των Ηλιθίων.Στον τόπο που η Τέχνη είναι τα σκύβαλα της Τέχνης μας. Στον τόπο που η δυστυχία φοράει μάσκα γέλιου. Στον τόπο που αμπορα η ευγένεια.προσπαθεί να κρύψει πίσω της τη Βία.Στον τόπο που όλα γίνονται Μονάχα με γραμμή αλύγιστη. Στον τόπο που το σώμα της Ευαισθησίας κρέμεται λεπτό κιαόρατοπάνω στην αστερόεσσα αγχόνη.Στον τόπο που μπερδεύεις μηχανές μ' ανθρώπους. Στον τόπο που η Αλληλεγγύη είναι διαμαρτία ασυμβίβαστη με τηζωή. Στον τόπο όπου φτερωτά μπορούν τ' αεροπλάνα νάναι μόνο.Και είμαστε εδώ.Στη χώρααυτήνε-στην Αμερική.Στον Παράδεισο των Ηλιθίων.Ετοιμοι,λίγες μέρες κιόλας πριν Να πέσουμε στο Βάραθρο Των Συμβαινόντων όμως η Βουλή αλλιώς εψήφισε η Μεγάλη Και  μες σ'  αυτή  την Εφιαλτική χώραΜας έφερε να Σε γνωρίσουμεΚαι να υπάρξουμε για λίγο ακόμα
Κατερίνα.Και ολ' αυτά δεν είναι λόγια ποιητικά.
Είναι η Κληρονομιά μας.Κι αν για τους άλλους Χολιασταίουςμπορεί ακόμαΗ Ωρα να μην ήρθε να τανιώσουνΟμως,εγώ,Αλαφροί σκιωτος,Ολόβολα τα ένιωσα και Ζωή τα κάνω και Σκοπό μουΚαι μόνη μου περιουσία και Τιμή
Και σαν κυρίαρχος τα υπηρετώ.Κι αν Κατερίνα οι μικρές καθημερνές Σου ασχολίεςΣου κρύβουν τώρα τον Προορισμό Σου-όπως τα φύλλαΚρύβουνε τον γερό και αψηλό κορμό που τα ταγίζει-Μα κάποτε κάποιος αγέρας θα φυσήσειΚαι θα μεριάσουν φύλλα και κλαδιά και τότε θάδεις το Σωστό.Κι αν δε φυσήσειΤο Ακριβό το θέαμα να Σου δείζει.Το Αγιο Φθινόπωρο θα Σου το φέρει τότε,Ρίχνοντας κάτω καθ.' εμπόδιο για να δειςΝα θυμηθείς ξανάΚαι τη Μεγάλη Απόφαση να πάρεις.

Λος Άντζελες 1992