(συνέχεια "Καραϊσκάκη")
ΔΕΡΒΕΝΟΧΩΡΙΑ
Τις μέρες κείνες ο Καραϊσκάκης
Επήρε άσχημο ένα μαντάτο.
’Χάθη η γυναίκα του μετά τη γέννα
κι αφού ένα διάδοχο του ’χε χαρίσει,
Τρίτο παιδί μετά απ’ τις δυό του τσούπρες.
Όλα στραβά κι ανάποδα του ’ρχόνταν.
Λίγη χαρά πηρε από τούτο μόνο:
Καθώς πεινούσανε τα παλληκάρια,
Στέλνει τον αντρειωμένο Λυκογιώργη
Να πέσει μέσα στα Δερβενοχώρια.
Ηξερε πως στα Σκούρτα ο Κιουτάγιας
Είχε τις αποθήκες του στρατού του.
Του λέει:"Αδερφέ, πεινάει τ’ ασκέρι.
Πάρε λοιπόν μαζί σου χίλιους άντρες,
κι άδειασ’ του Κιουταχή τις αποθήκες".
Τόσο αναπάνταχα ο Λυκογιώρνης
Νύχτα, επάτησε τ’ ορδί των τούρκων,
που όλα αυτοί τ’ αφήσανε και φύγαν.
Μουλάρια κι άλογα, μπόλικα βόδια,
Και γιδοπρόβατα δέκα χιλιάδες,
Οι πιό πολύτιμοι αιχμάλωτοι ήσαν
Για τους δικούς μας τις ημέρες κείνες.
Και δυό γραφές του Κιουταχή επιάσαν
που στον Βεζύρη έστελνε της Βούλας
Και γιατί αργούσε του δικιολογιόταν
Να πάει στο Μωρηά. Φαινόταν έτσι,
Πως οι ενοχλήσεις που ο Καραϊσκάκης
Εκανε στον μεγάλο αντίπαλό του
Φέρανε τ’ αποτελεσμα ετούτο:
Δεν έσμιξε ο Ρεσίτ με τον Μπραϊμη
Οπως σχεδίαζε η Μεγάλη Πόρτα,
Και του Μωρηά εκείνος δε βοηθήθη
Τη νέα Επανάσταση να πνίξει.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗ
ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ
Κι αν πήρε απόφαση ο Καραϊσκάκης
Να πάει τη Ρούμελη να λευτερώσει,
Μα δεν ξεκίναγε αν της Αθήνας
Δεν εδυνάμωνε πρώτα το Κάστρο.
Και τώρα ένας λόγος παραπάνου
Γιατί εμάθαινε πως απ’ τό Κάστρο,
Του Γκούρα οι άνθρωποι λιποτακτούσαν.
Κι όταν ο Γκούρας, ο παλιός οχτρός του,
Του ’στειλε τον Μαμούρη από μέσα
Να του μηνύσει πως ανάγκη πάσα
Να μπάσει μες στο Κάστρο ενισχύσεις,
Αμέσως καταπιάστηκε με τούτο.
Εφτανησώτες έπιασε διακόσους
Και τους φιλοτιμάει αυτοί να μπούνε
Γιατ’ ήταν μέσα και ο αρχηγός τους,
Ο Ευμορφόπουλος ο Διονυσάκης.
Κινάν αυτοί στις δώδεκα Σεπτέβρη
Αλλά γυρίσανε σε δύο μέρες
Γιατί οι μισοί κιοτέψαν, και οι άλλοι,
Νομίζοντας πως χάθηκαν οι πρώτοι
Γυρίσαν πίσω μη και πάθουν ίδια.
Λυπήθηκε κατάκαρδα ο Γιώργης
Για την απρόσμενη αποτυχία.
Φοβόταν μήπως οι Ακροπολίτες
Παραδοθούν-και τότε πάνε όλα.
Σε δυο βδομάδες ξεκινάνε άλλοι,
Τρακόσοι τούτη τη φορά νομάτοι.
Αλλά κι αυτοί δεν μπόρεσαν να μπούνε.
Μαθαίνει τώρα ο Καραϊσκάκης
ότι στον κόρφο μέσα της Κορίνθου
Μια δεκακάνονη στέκει γολέτα
που δυσκολίες θα του ’φερνε μεγάλες
Στις Μωραϊτικές του ανταποκρίσεις.
Και τί σοφίζεται για να την πάρει;
Ρεσάλτο! Αγοράζει μία τράτα,
Την πάει απ’ τον Ισθμό με κατρακύλα,
Και στης Κορίνθου την πετά τον κόρφο.
Παίρνει και βάρκες και γεμίζει τσούρμο
Ετούτη την παράξενη αρμάδα-
Διακόσους, μ’ αρχηγό τον Παλιογιάννη.
Και νύχτα, στις δεκαεφτά Σεπτέμβρη,
Που η γολέτα ήταν στην Ιτέα,
Αθόρυβα οι δικοί μας την πλευρίσαν,
πάνω πηδήξανε,και την επήραν.
Στο μεταξύ σκοτώνεται ο Γκούρας.
Ο θάνατος αυτός του αρχηγού τους,
Διπλά εμαύρισε τη μαυρισμένη
Κιόλας ψυχή των πολιορκημένων.
Κι όλα τα μάτια βλέπουν σαν σωτήρα
Τον αρχιστράτηγο Καραϊσκάκη.
Και βάζουν το Γραμματικό του Γκούρα,
Τον Κωσταντίνο τον Αθανασίου,
Να γράψει γράμμα και να του το στείλει,
Μιλώντας για το θάνατο του Γκούρα
και την ανάγκη που ’χαν για βοήθεια.
Τώρα ο Κώστας ο Αθανασίου
Ητανε από κείνους τους ανθρώπους
Που γνώμη τάχα έχουνε για όλα
Και παριστάνουνε το διπλωμάτη.
Γι αυτό το λόγο ο Καραϊσκάκης,
Που μέσα σ’ όλα ήτανε ο πρώτος
Και στο να βγάζει τέλεια παρανόμια,
Κείνον τον είχε βγάλει Μετερνίχο-
Κι όλοι με τούτο τ’ όνομα τον ξέραν.
Ο Γκούρας είχε τώρα εφοδιάσει
πολλά λευκά χαρτιά τον Μετερνίχο
Υπογραμμένα, ώστε αν εκείνος
Επρεπε κάτι βιαστικό να γράψει
Κι ήταν μακριά για να υπογράψει ο Γκούρας,
Το έγραφε σε κείνα τα χαρτιά του,
Κι ήταν αυτόματα υπογραμμένο.
Ετσι και τώρα, σε χαρτί ένα τέτοιο
Το γράμμα έγραψε προς Καραϊσκάκη
Που ’λεγε για το θάνατο του Γκούρα
Και για την που χρειάζονταν βοήθεια.
Σ’ αυτονε που θα πήγαινε το γράμμα,
Είπανε σε κανένα να μη λέει
Για τη θανή του Γκούρα. Γιατί άμα
Στην Ελευσίνα τούτο μαθαινόταν
Κανείς δε θα ’θελε να μπει στο Κάστρο.
Φτάνει στην Ελευσίνα ο ταχυδρόμος,
Δίνει το γράμμα στον Καραϊσκάκη.
Τ’ ανοίγει εκείνος, βλέπει υπογραμμένο
Να ’ναι απ’ το Γκούρα, κι ύστερα φωνάζει
Κάποιον Γραμματικό να το διαβάσει.
Στο μεταξύ ρωτάει τον ταχυδρόμο:
"Τι κάνει ο Γκούρας ωρέ ταχυδρόμε;"
"Καλά ειναι" λέει εκείνος δακρυσμένος.
Τον βλέπει που ’κλαιγε ο Καραϊσκάκης,
Και άλλα βάζει φυσικά στο νου του.
"Ελα ωρέ ζάβαλη, μην κλαις", του κάνει,
Σε δέκα μέρες θα ’μαστε όλοι μέσα
Και θα γλεντάμε όλοι με το Γκούρα".
Αυτό ακούγοντας ο ταχυδρόμος,
Πιο δυνατά τα κλάμματα αρχινάει.
Πάλι του λέει ο Καραϊσκάκης:
"Μην ειν’ ωρέ η φαμίλια σου στο κάστρο;"
"Όΐ Καπετάνιο μου". Και δος του κλάμμα.
«Μην έχεις μέσα ωρέ τη γκόμενά σου;
Ενοια σου και κανείς δε σου την παίρνει
Σε λίγες μέρες είμαστε όλοι μέσα".
Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο Δούκας,
Απ’ τούς Γραμματικούς του Καραϊσκάκη,
Σκύβει στ’ αυτί του και του ψιθυρίζει:
"Σκοτώθηκε ο Γκούρας καπετάνιε".
"Πώς το ’μαθες ωρέ;" "Το λέει το γράμμα".
"Αυτό με την υπογραφή του Γκούρα;"
"Ναι Καπετάνιε μου", του λέει ο Δούκας.
Για λίγο έμεινε συλλογισμένος
Το θλιβερό σαν άκουσε χαμπέρι.
Μα δεν κρατήθηκε και να μην κάνει
Τ’ αστείο του: "που να ’ξερα ο έρμος
πως τόσα γράμματα ο Μετερνίχος
Στο μακάριτη έμαθε το Γκούρα
Ώστε να γράφει και αποθαμένος…"
Μα πλέον αναβολή τώρα δεν παίρνει.
Επρεπε δύναμη να μπει στο κάστρο.
Συνάζει και μιλάει στους Καπετάνιους:
"Καπεταναίοι, το κάστρο κιντυνεύει.
Αν θα το πάρουνε κι αυτό οι Τούρκοι,
Πάει κι η Ρούμελη, πάει κι η Ελλάδα.
Μον’ από μας προσμένει σωτηρία.
Κι άμα χαθεί από μας δεν ειν’ ντροπή μας;"
Όλοι συμφώνησαν και ο καθένας
Είπε πως θα ’δινε και τη ζωή του
Για να σωθεί το κάστρο της Αθήνας.
"Στοχάζουμαι λοιπόν Καπεταναίοι
Οτι εκείνος που θα έμπει μέσα
Θα πρέπει να ’χει νταιφά δικόν του-
Ανθρώπους έτοιμους ώστε όπου πάει
Αυτοί αρώτηνα ν’ ακολουθάνε.
Βλέπω πως τη δουλειά ετούτη δύο
Μπορούνε μόνο να τήνε τελειώσουν:
Ενας εγώ κι άλλος ο Κριεζώτης".
Του λεν ότι κανέναν δε συμφέρει
Να πάει να κλειστεί ο ίδιος μέσα.
"Εξόν αυτό" κάνει ο Καραϊσκάκης
"Εγώ πρώτη φορά πατώ εδώ πέρα.
Δεν ξέρω ούτε τόπο ούτε ανθρώπους
όπως ο αδερφός μας Κριεζώτης.
«Μπράτιμε», λέει ακόμα στον Κριεζώτη,
Λίγο στα σοβαρά λίγο στ’ αστεία
Για να τον κάνει να τ’ αποφασίσει,
"Η συ να μπεις στο Κάστρο και να πάρεις
Του Γκούρα τον παρά και τη νταλιάνα,
Ή μπαίνω εγώ. Αλλά εγώ φοβάμαι
Μη δε με θέλει που ’μαι αρρωστιάρης
Και χάσουμε τόσον παρά ωρ’ αδέρφι.
Μα σύ που είσαι νιός νταβραντισμένος
Ξεκολλημό από πάνω σου δε θα ’χει".
Κι ο Κριεζώτης: "Καπτα-Καραϊσκο
Εγώ πρέπει να πάω. Γιατί αν η τύχη
Το φέρει να χαθεί όποιος έμπει μέσα,
Εγώ αν χαθώ, κακό δεν ειν’ μεγάλο.
Αλλ’ αν εσύ θα λείψεις Καπετάνιε
πάει κι η Επανάσταση μαζί σου".
(Νταλιάνα λέγοντας ο Καραϊσκάκης
Του Γκούρα τη γυναίκα έννοούσε
Που ήτανε ψηλή, κομψή κι ωραία
Σαν ντουφεκιού ένα είδος που νταλιάνι
Το λέγαν κι ήτανε κι αυτό κι ωραίο,
Κι είχε κομψές γραμμές όπως εκείνη:
Το πιο όμορφο της εποχής ντουφέκι).
Μες σε μια πρόταση, μες σε δυό λέξεις,
πώς κλείνεται πολλές φορές η αλήθεια.
Και πόση δεν ταιριάζει τιμή να ’χουν
Όλοι εκείνοι που ’χαν καταλάβει
Πως ο Καραϊσκάκης ήταν μόνο
Η εγγύηση για νίκη των Ελλήνων.
Και πόσο η τιμή αυτή ανήκει
Ολη σχεδόν σ’ αγράμματους λεβέντες,
Και πόσο η ατιμία θα βαραίνει
Ολους εκείνους τους γραμματισμένους
Που αν και το ’χανε αυτό εννοήσει
Ούτε τ’ομολογούσανε ποτέ τους,
Μα και ζητούσανε να δυσφημίσουν,
Και μερικοί ακόμα να σκοτώσουν
Τη μόνη ελπίδα που ’χε η Πατρίδα.
Σαν άκουσε αυτά απ’ τον Κριεζώτη,
Τον αγκαλιάζει ο Καραϊσκάκης
"Αντε ωρέ λιοντάρι μου" του λέει.
"πήγαινε και θα δεις τον Καραϊσκάκη
Αν σ’ αγαπάει. Θα σου ’ρθώ μια μέρα
Και δίνοντας μία κλωτσά στην πόρτα
Του Κάστρου, θα σου πω «Ωρ’ έβγα έξω,
πάει κι η καρα-Τουρκιά και ο Κιουτάγιας".
Ο ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Στις έντεκα Οχτώβρη ο Κριεζώτης
Παίρνοντας τετρακόσους νοματαίους
Στου Αλεξανδρή εμπήκε το καράβι
Για Πειραιά, κι έπειτα για το Κάστρο.
Με τρεις χιλιάδες ο Καραϊσκάκης
Ξεκίνησε κι αυτός την ίδια μέρα
Τραβώντας ίσα κατά το Μενίδι,
Τ’ ορδί για να χτυπήσει του Κιουτάγια
Ωστε οι Τούρκοι κατά κει να τρέξουν,
Δίνοντας ευκαιρία έτσι στους άλλους
Να μπουν στο πολυπόθητο το Κάστρο.
Κι όλα καλά πηγαίναν ως την ώρα
Που ’πρεπε οι τρεις χιλιάδες να ορμήσουν.
Τότε πολλοί απ’ τούς Καπεταναίους
κάνανε πίσω βρίσκοντας πως ήταν
παράτολμο τους τούρκους να χτυπήσουν
Που το στρατόπεδο τους ήταν, λέει,
Σαν αστακός καλά ωχυρωμένο.
"Ε,τότε, ας διαλέξουμε αδέρφια
Αυτούς που είναι πιο παλληκαράδες
Και πάω εγώ μπροστά, και οδηγάω".
Ούτε κι αυτό εκείνοι το δεχτήκαν.
Και βάζει πάλι μπρος ο Καραϊσκάκης
Το σχέδιο που σε τέτιες περιστάσεις
Έβαζε πάντοτε, δείχνοντας έτσι
Τη λεβεντιά και την παλληκαριά του,
Και δίνοντας να καταλάβουν όλοι,
Κι οι σύγχρονοι και οι κατοπινοί του
πόσα μπορεί ο ένας να πετύχει
Οταν χτυπά γενναία η καρδιά του.
Κι ακόμα εξηγάει αυτό, το λόγο,
Που όλα τ’ άξια του τα παλληκάρια
Είχαν όχι αγάπη, μα λατρεία,
Γι αυτόν τον αρρωστιάρη αρχηγό τους
Που πάσκιζε με την ψυχή στο στόμα
Το δρόμο το σωστό σ’ όλους να δείξει
Σε κάθε κίνδυνο πρώτος τραβώντας.
"Η ώρα ήρθε. Οποιος την πατρίδα
Την αγαπάει, κατόπι μου ας έρθει,
Να σώσουμε το κράτος της Αθήνας".
Κι ορμάει πρώτος με γυμνή την πάλα.
Πολλοί άλλοι τότες φιλοτιμηθήκαν
Κι αρχίσανε ξοπίσω του να τρέχουν.
Στο δρόμο ο Νότης Μπότσαρης δειλιάζει:
"Δεν πάω να χάσω ’γω τα παλληκάρια
Που έβγαλα μες απ’ το Μισολόγγι".
Και πισωγύρισε με τους δικούς του.
Φτάνουν απέναντι από τους Τούρκους
Μον’ εκατόν πενήντα παλληκάρια.
Τρεις μπαταριές ερίξαν όλες κι όλες
Ίσα για να τραβήξουνε τους Τούρκους
Κατά το μέρος τους, ώστε οι άλλοι
Να καταφέρουνε να μπουν στο Κάστρο.
Σαν υπολόγισε ο Καραισκάκης
Πως έπρεπε αυτό να είχε γίνει
Τραβάει πίσω με τα παλληκάρια.
Και πίσω γύρισε στην Ελευσίνα,
Απ’ τό Ζευγολατιό αφού περνώντας
Πήρε κι εκείνους που ’χανε λυγίσει.
Είχε με τον Κριεζώτη συμφωνήσει
Αν έσπαζε το μπλόκο και μπορούσε
Κι έμπαινε μες στο Κάστρο της Αθήνας,
Για σύνθημα να ρίξει εννιά κανόνια.
Φτάσαν στη Σαλαμίνα μεσονύχτι.
Πέρναγε η ώρα. Μάταια περιμέναν
Τους χαρωπούς ν’ ακούσουνε τους βρόντους.
Ολοι ελέγαν μέσα τους πως πάει,
Πως δεν επέτυχε κι αυτή η προσπάθεια.
Φαρμάκι έσταζε ο Καραϊσκάκης
Κι άυπνος έμεινε όλη τη νύχτα.
Μιλιά δεν έβγαζε από το στόμα.
Και να, πρωί, στις τέσσερες η ώρα
Αντήχησε η κανονιά η πρώτη.
Δευτέρωσε. Τριτώνει.Τετάρτωνει.
Κι ακούστηκε σε λίγο η ενάτη
Και τελευταία κανονιά να πέφτει.
Εσώθηκε το Κάστρο της Αθήνας.
Πηδάει ο ήρωας απ’ τή χαρά του
Σα να του χάρισαν όλο τον κόσμο.
Και όλοι ττους το ρίχνουνε στον ύπνο
Αυτού να του κολλήσει ύπνος δε λέει.
"Ωρέ Μαριώ φκιάσε ένα καφεδάκι
Και κάτσε ’δώ ν’ ακούσεις το σχέδιό μου.
Τώρα που εδυνάμωσε η Αθήνα
Κι αφού όλοι εδώ με κατατρέχουν.
θα πάω τη Ρούμελη να ξεσηκώσω..."
Της είπε… και της είπε… και της είπε.
Και της εμίλαγε ώσπου να φέξει.
Κι έκανε σχέδια, κι έπαιρνε αποφάσεις
Κι άλλοτε τ’ άλλαζε, γύριζε πίσω
Και πια ξανάρχιζε με άλλες γνώμες
και μ’ αλλες ταχτικές, που λες πώς τόσες
Χωρούσαν εκδοχές στο νου αυτόνε.
Και άκουγε αμίλητη η Μαρία
Τα όμορφα του ήρωα τα σχέδια.
Κι έχτιζε κείνος μες απ’ τή σιωπή της
Το μέγα κάστρο του, που τόσο λάλα
Σ’ όλο τον κόσμο θα βροντοφωνούσε
Τη Λεφτεριά της άμοιρης Ελλάδας
Και του μεγάλου χτίστη της τη δόξα.
Και άκουγε αμίλητη η Μαρία
Γιατ’ ήξερε-τής έλεγε η γυναίκεια
Η Φύση, κι η μεγάλη της αγάπη
Οι Γιώργηδες πως πρέπει να μιλάνε
Και οι Μαρίες πως ν’ ακούνε πρέπει
Γιατί τα λόγια αλλιώς πάνε χαμένα
Και δε στεριώνουν πουθενά-δε δένουν.
Γιατί τα λόγια, μία αν δε θα βρούνε,
Γυναίκα, ώστε μέσα της να μπούνε
Κι εκείνη μέσα της να τα φυλάξει,
Να τα κλωσσήσει και να τα ζεστάνει
κι ως του μυαλού τις ρίζες νατα νοιώσει-
Γιατι τα λόγια ένα αυτί αν δε βρούνε,
Ευήκοο, σα να μη λεχτήκαν είναι.
Γιατί τα λόγια του άντρα είναι σπέρμα
Οπου ξεχύνεται από το στόμα.
Κι όπως σα βγει απ’ τα νεφριά το σπέρμα
πρέπει να βρει τον κόλπο της γυναίκας
Κι αυτή να το δεχτεί οργώντας όλη
Και μόνον έτσι νιά ζωή γεννιέται.
Ετσι κι ο λόγος απ’ τό στόμα του άντρα
πρέπει στο νου να δέσει το γυναίκειο
Κι εκεί ν’ αντριωθεί, να γίνει πράξη
Κι εκεί να μεστωθεί και να καρπίσει,
Και να φωτίσει, ν’ άψει, να φλογίσει.
Ετσι κι ο λόγος απ’ τό στόμα του άντρα.
Αλλιώς γιατί ο άντρας να μιλούσε…
Αλλά εδώ αρχίζει η Μαρία
Να μας μιλάει στο ημερολογιό της.
Εγώ στην πάντα στέκω και σωπαίνω.
Πριν όμως ας πω δυο λόγια για τη Μαρία.
Όταν ο ωροδείκτης στο βιβλίο της Ιστορίας έδειχνε Ελλάδα και ο λεπτοδείκτης έδειχνε Φως, γεννήθηκε ο Καραϊσκάκης. Πάντοτε ήθελα να γράψω κάτι για τον Καραϊσκάκη. Και δεν έγραφα. Ώσπου…
Βρισκόμουν στην Αμερική. Στο Λος Άντζελες, 8741 Owensmouth, Canoga Park.
…Ωσπου μια μέρα, ψάχνοντας στον σκουπιδοτενεκέ της γειτονιάς μου για να βρω κάτι να φάω, η ματιά μου έπεσε σ’ ένα σιδερένιο, παλιό, σκουριασμένο, τετράγωνο κουτί.
Ητανε κλειδωμένο με μια χοντρή κλειδαριά, δυσανάλογα μεγάλη για ένα μικρό κουτί.
Παιδεύτηκα δυο μέρες να τ’ ανοίξω.Τέλος τα κατάφερα μ’ ένα σιδεροπρίονο.
Μέσα βρήκα ένα τετράδιο διπλωμένο στα δυο, με φύλλα κίτρινα και εύθραυστα από την πολυκαιρία, γραμμένα κι απ' τις δυο μεριές. Ηταν το ημερολόγιο της Μαρίας, της αγαπώς του Καραϊσκάκη. Πώς βρέθηκε εκεί; Πού να ξέρω. Ρώτησα τη μάνατζερ του συγκροτήματος των κατοικιών που έμενα αν ήξερε να κάθεται εκεί κοντά και κανένας άλλος έλληνας-δεν ήξερε.
Την ίδια μέρα που άνοιξα το κουτί, διάβασα όλο το τετράδιο. Τι ανέλπιστη τύχη! Να έχω πληροφορίες από πρώτο χέρι για τον Καραϊσκάκη!
Αυτό ήταν ένα γερό ερέθισμα για να κάνω εκείνο που πάντοτε ήθελα. Αρχισα λοιπόν να γράφω. Έγραψα για το μέρος της ζωής του ήρωα πριν γνωρίσει τη Μαρία-γιατί από κει και ύστερα, εκείνο που έκανα ήτανε ν’ αντιγράψω το τετράδιο της Μαρίας.
Έκανα μια διαλογή των γραφτών του ημερολογίου και αποφάσισα να μην περιλάβω στο βιβλίο μου τις γνώμες και τις σκέψεις της Μαρίας που δεν αφορούν αποκλειστικά τις σκέψεις και τις ενέργειες του Καραϊσκάκη, αν και είναι αξιόλογα και αυτά τα μέρη της διήγησης της Μαριώς. Τα φυλάω για να τα εκδώσω κάποια μέρα χωριστά.
Άφησα το κομμάτι τα διήγησης που περιγράφει με λίγα λόγια την ζωή της μέχρι να συναντήσει τον Καραϊσκακη.
Ενδιάμεσα της διήγησης της Μαριώς, διακόπτοντάς την, θα παραθέτω στοιχεία που κατά τη διάρκεια της γραφής του ημερολογίου από τη Μαρια δεν ήσαν γνωστά, ή αν ήσαν δεν τα ήξερε η Μαρία.
…………………………………………………….
Μα πρέπει λίγα να ειπώ και για τον εαυτό μου
Ετσι που αν κάποιος κάποτε θα ’βρισκε τα γραφτά μου
Να ξέρει ποια ήταν αυτή που τα ’γραψε όλα τούτα-
Να ξέρει ποια η αγαπώ ήταν αυτή του Γιώργη
Που τόσο τον αγάπησε κι όλη την ύπαρξή της
Με τη δική του ύπαρξη τόσο σφιχτά είχε δέσει.
Από πατέρα Ελληνα γεννήθηκα στη Σμύρνη
Και κείνος μου εμπόλιασε το μίσος για τους Τούρκους
Και για το κάθε Ελληνικό την άφατη αγάπη.
Τουρκάλα η μάνα μου. Νωρίς το ’σκασε μ’ έναν άλλο
και μ’ άφησε τριώ’ χρονώ στα χέρια του κυρού μου.
Πεντέμιση ήμουνα χρονώ που ο κύρης μου επήγε
Μαζί και μένα παίρνοντας, στην Πόλη, κι είχε γίνει
Στο σπίτι του Σελήμαγα πρώτος Γραμματικός του.
Μέσα στα πλούτη έζησα και μες στα μεγαλεία
Αλλά χωρίς να θαμπωθώ απ’ αυτά, ή να ξεχάσω
Ό,τι ως τότε έμαθα-και πώς μπορούσα τάχα
Αφού ο πατέρας φρόντισε γράμματα να μαθαίνω
Μαζί με του Σελήμ τους γιούς-μαζί τους να σπουδάζω.
Οι πιο καλοί με δίδαξαν οι έλληνες δάσκαλοι.
Και από κείνους έμαθα όχι τη γλώσσα μόνο,
Αλλά και ό,τι στου Σελήμ τους γιους ποτέ δε λέγαν:
Για την παλιά ιστορία μας, τη δόξα την παλιά μας,
Για το Βυζάντιο, και μετά για τη σκλαβιά των Τούρκων Και για τα όσα οι Ελληνες τραβούσανε μαρτύρια.
Κι έμαθα πόσο οι Ελληνες τη Λεφτεριά ποθούσαν
Και πόσες προσπαθήσανε φορές να τηνε φέρουν.
Και διάβασα έργα πολλά αρχαίων και νέων Ελλήνων
Κι απ’ τούς σοφούς μας έμαθα που ειν’ οι πιό μεγάλοι
Απ’ όσους φάνηκαν ποτέ στης γης τη φλούδα πάνου.
Μα όταν πήγα δεκαεφτά, σαν με μαχαίρι εκόπη
Το κάθε τι που ύφαινε για μένανε ως τότε
Ό,τι οι άνθρωποι ζωή θέλουν να λέν πως είναι:
Τον κύρη μου έστειλ’ ο Αγάς, το Μάη του ’κοσιένα
Να πάει στην Τριπολιτσά κι εκεί δουλειά του θα ’ταν
Να οργανώσει την Τουρκιά, για να μπορέσει λέει,
Ν’ αντέξει στο που πρόσμενε ασκέρι των ελλήνων.
Μα ο πατέρας μου, έλληνας, τους έλληνες βοηθούσε.
Τον πιάσαν και τον γδάρανε στη μέση της πλατείας.
Κι έμεινα μόνη καλαμιά στης Τρίπολης τα μέρη.
Κι όταν επάρθη ηΤρίπολη με διώχνανε οι Τούρκοι
κι οι έλληνες δε μ’ ήθελαν γιατί δεν επιστεύαν
Οτι για την αγάπη τους ο κύρης μου εσκοτώθη.
Κι έτσι απ’ όλους μισητή κι έτσι κυνηγημένη,
Εζησα ώσπου η ώρα μου ήρθε κι εγώ να ζήσω.
Όταν ο Γιώργης πέρναγε απ’ της Τρίπολης τα μέρη,
Και όταν τον αντίκρυσα κι από μακριά τον είδα,
Κατάλαβα ότι το φως τα μάτια του που εσκόρπουν
θα φώτιζε το δράμα μου και καθαρά εκείνος
Μες απ’ αυτό θα μπόρηγε να δει ποια ειν’ η αλήθεια.
Δεν ξέρω τι κατάλαβε. Δε ρώτησα ποτέ μου.
Αλλά με πήρε δίπλα του. Με κράτησε κοντά του
Κι απ’ όλους με προστάτεψε του κόσμου τους κιντύνους.
Να γράφω αρχίζω το λοιπόν από τη μέρα εκείνη
Που ο ναύαρχος ο Δερινύ το Γιώργη μου ήρθε να ’δει.
Όταν το Γιώργη ρώτησα ο Δερινύς ποιός είναι,
Μου ’πε ότι ο αρχηγός του στόλου είναι των Φράγκων
Και λυ’ και δένει στα νερά του Αιγαίου του πελάγου.
Παλιόσκυλο του κερατά συνέχεια τόνε λέει
Γιατί τους Τούρκους πάντοτε τα πλοία του βοηθάνε.
Και λέει ποιός είναι το ’δειξε όταν ο Υψηλάντης
Τον Ιμπραήμ πολέμαγε στους Μύλους. Τότε λέει
Δασκάλευε τους Ελληνες απόλεμα να φύγουν
Για να ’χουν δρόμο λεύτερο τ’ ασκέρια του Μπραϊμη.
Και λέει δεν ήρθ’ εδώ για μάς-τάχα να μας βοηθήσει
Αλλά από την πατρίδα του βαλτός είναι να βλέπει
Ποιός απ’ τούς δυο, οι Ελληνες ή οι Τούρκοι θα νικήσουν
Και τότε με τους νικητές ευθύς να συμμαχήσει
Κι ό,τι μπορεί μες στο χαμό για λόγου του ν’ αρπάξει.
Αλλά καθείς τους κάνουνε στον άλλονε επισκέψεις.
Γιατί έτσι πρέπει. Οι καλοί, λέει, οι Καπεταναίοι
Καλοί δεν είναι μοναχά τις μάχες σαν κερδίζουν,
Αλλά κι όταν κερδίζουνε με λόγια τον εχθρό τους.
Όσο μπορούν. Κι αν δε μπορούν, ε! τότε πολεμάνε.
Ηρθε λοιπόν ο Δερινύ στο Γιώργη. Εγώ ήμουν
Μες στη σκηνή, μαζί μ’ αυτούς. Στα Κλέφτικα ντυμένη
Και με το καριοφύλλι μου σαν πάντοτε στον ώμο.
(Κανένας δε θα μέλεγε αν δε μ’ ήξερε, γυναίκα.
Πάντοτε αντρίκια ντύνομαι. Ο Γιώργης μου δε θέλει
Με γυναικεία να περπατώ μέσα στ’ ασκέρι ρούχα).
Και πρώτα πρώτα ας ειπώ κάτι αστείο που γίνει,
Κάτι που ’χε με μένανε ο Γιώργης μου σχεδιάσει
Και που ’κανε το Δερινύ απ’ τό φόβο του να τρέμει.
Για θέμα εξάλλου σοβαρό δεν έγινε κουβέντα.
Ητανε μια επίσκεψη αβροφροσύνης μόνο.
(Και τι το σοβαρό να πεις, σα δε μιλάς με φίλο;)
Όμως αυτό δυό μέρες πριν πάει τη διήγηση μου:
Σαν ήτανε στου Δερινύ ο Γιώργης μου το πλοίο,
Κάποια στιγμή βροντήξανε του πλοίου τα κανόνια Γυρεύοντας τον Κιουταχή έτσι να χαιρετήσουν
Πούβγαινε πριν απ’ τό Γιωργή για τη στεριά να πάει.
Ο Γιωργής μου ετρόμαξε. Οχι γιατί εφοβόταν
Πολέμου φανερού βροντές, μα μπαμπεσιάς τους χτύπους. Και με το χέρι το δεξί φούχτωσε το σπαθί του.
Ως μου ’πε, ανεβαίνοντας του καραβιού τη σκάλα
και τότε ακόμα η έγνπια του ήτανε μην οι Φράγκοι –κάποια παγίδα του ’στήσαν εκεί που τον καλέσαν.
Μα όταν είδε πως καλά ήταν όλα εκεί πάνου
Η σκέψη εκείνη του ’φυγε, και φέρνονταν σα να ’ταν Μακριά ο τέτοιος κίντυνος, κι αυτός ασφαλισμένος.
Γι αυτό τόνε ξαφνιάσανε οι κανονιές του πλοίου.
Κι ο Δερινύ, κρίμας που λεν ευγενικούς τους Φράγκους, Γυρνάει και με ειρωνικό ύφος στο Γιώργη λέει:
"Τί στρατηγέ; Φοβήθηκες το βρόντο απ’ τά κανόνια;"
Το βράδυ δεν τον έπιανε το Γιώργη μου ο ύπνος:
"Ακούς εκεί να μου ειπεί εμένα ότι φοβάμαι!
Που ό,τι επέρασε αυτός σ’ όληνε τη ζωή του
Σε μία το ’ζησα εγώ ημέρα της δικιάς μου…"
Και άλλα έλεγε πολλά γυρίζοντας στο στρώμα
Και τη βρωμιά του Δερινύ έχοντας στο μυαλό του.
Χρειάστη τη γυναικεία μου όλη να βάλω τέχνη
Οταν γυμνούλα έπεσα κι εγώ πάνω στο στρώμα
Για να του διώξω απ’ τό μυαλό την τυραγνήτρα σκέψη.
Και πάλι, πριν να κοιμηθεί, γυρνάει και μου λέει:
"Του το φυλάω δανεικό αυτό του παλιο-Φράγκου".
Λοιπόν πρι’ ’ρθεί ο Δερινύ, "Μαριώ", μου λέει ο Γιώργης,
Μετά το φαί και το πιοτί που τον καφφέ θα φτιάξεις,
Οταν σου πω το γιασεμί να φέρεις να καπνίσω,
Φέρε μαζί, και πάνω του το γιασεμί να βάλεις,
Ένα βαρέλι ανοιχτό, γεμάτο με μπαρούτι".
Λοιπόν αφού εφάγαμε κι ο Δερινύ καθόταν
Με τους δικούς του ολόγυρα κι εμείς με τους δικούς μας Και ψιλοκουβεντιάζαμε, μού παραγγέλνει ο Γιώργης: "Σύρε και φερ’ τό γιασεμί Ζαφείρη, να καπνίσω.»
(Μπροστά σε άλλους μ’ έλεγε Ζαφείρη, άντρας σα νάμουν. Ητανε άλλο ένα αυτό, από του Γιώργη δείγμα
Τις τόσες πούπαιρνε σοφές κι έξυπνες αποφάσεις,
Ιδια μικρές αν ήτανε είτε ήτανε μεγάλες.
Ζαφείρη ως με φώναζε, κι εγώ από την άλλη
Ετσι ντυμένη και μπροστά μη δείχνοντας στους άλλους
Τη δυνατή που μ’ έκαιγε αγάπη για το Γιώργη,
Όλoi είχανε παραδεχτεί χωρίς αντιλογία
Την παρουσία μου εκεί, εμένα, μιας γυναίκας).
Πάω και πρώτα κουβαλώ δίπλα του το βαρέλι,
Και ανοιχτό κι ως ήτανε γεμάτο με μπαρούτι
Το βάζω μπρος του. Υστερα το γιασεμί του φέρνω
Και στο βαρέλι τ’ ανοιχτό απάνω τ’ ακουμπάω.
Οι άλλοι βλέπαν στην αρχή σαν παραξενεμένοι.
Ο Δερινύ ενώ γέλαγε ξάφνου εσοβαρεύτη
Και επερίμενε να δει ποια θα ’ταν η συνέχεια.
"Ωρέ Ζαφείρη, φέρε μου φωτιά. Πως θα τ΄ ανάψω;" Πηγαίνω κι ένα κάρβουνο του φέρνω πυρωμένο.
Καθώς περνώ το πρόσωπο του Δερινύ κοιτάζω.
Ητανε κατακίτρινο και του ’τρεμαν τα χείλια.
Παίρνει ο Γιωργής το κάρβουνο κι αργά το πλησιάζει
Στο γιασεμί που κείτονταν απάνου στο μπαρούτι,
Για να τα’ ανάψει τάχατες. Ο Δερινύ ετότε
Δεν εκρατήθηκε. Όρθός πετάγεται και σκούζει:
"αθαα τιναχτούμε στρατηγέ όλοι μας στον αέρα!.."
Την κίνηση του σταματά ο Γιώργης, και γυρνώντας
Στον τρομαγμένο ναύαρχο: «Φοβήθης αμιράλη;»
Του κάνει, και τα μάτια του λάμψαν ευτυχισμένα.
Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Ειχε έρθει η σειρά μου-
Από χαρά ξαγρύπνησα να νοιώθω πως ο Γιώργης
Ηρεμος και χαρούμενος κοιμήθηκε απόψε.
Ας κοιμηθεί. Ο ύπνος του χαμένος δεν πηγαίνει.
Γίνεται δόξα, και φωτιά, και μάχες, και ντουφέκι.
Και όνειρα ας ιδεί πολλά.Ψεύτικa αυτά δεν είναι.
Δεν παν χαμένα-χτίζουνε Πατρίδες τα όνειρά του.
ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
24 Οκτωβρίου 1826
Αφού πια εδυνάμωσε το Κάστρο της Αθήνας
Τώρα τα χέρια τα ’νιωθε ο Γιώργης μου λυμένα
Να φύγει για της Ρούμελης τα σκλαβωμένα μέρη Πασκίζοντας τη Λευτεριά και πάλι να τους δώσει.
Ετσι εσκεφτότανε αυτός. Άλλα όμως πλέκαν άλλοι.
Και πρώτος και καλλίτερος απ’ όλους ο Χαβίνος.
Μα για να ειπώ τι έκανε σήμερα ο Χαβίνος,
Πρέπει να πω τι έγινε μ’ αυτόν πριν λίγες μέρες.
Ηταν τρεις μέρες πριν να μπει στο Κάστρο ο Κριεζώτης. Θέλοντας τάχατες να πει κι αυτός πως κάτι κάνει
Κατά τη θήβα θέλησε λέει να εκστρατέψει.
Πάει και βρίσκει το Γιωργή και "το και το" του λέει,
Εχω εγώ το Ταχτικό, δος μου κι απ’ τούς δικούς σου
Κι η Θήβα είναι Ελληνική τούτη τη νύχτα κιόλας".
"Μην πας", του κάνει ο Γιωργής,"Γιατί και να την πάρεις
Να την κρατήσεις δεν μπορείς με τόσους λίγους μόνο
Και όταν θα σε βγάλουνε στον κάμπο οι ντελήδες
θα χάσουν και τ’ ασκέρι σου και πας και συ ο ίδιος".
Αλλά ο χοντροκέφαλος Χαβίνος δεν ακούει.
Και επειδή γινάτεψε, και για να μη φωνάζει
Πως τάχα εμποδίζεται να κάνει αντραγαθίες
Σ’ ότι ζητάει υποχωρεί πάλι ο Καραϊσκάκης,
Κι ο Στέφος διάταξε να πάει μαζί του κι ο Καλλέργης.
Εννιά Οχτώβρη κίνησαν. Όταν οι άτακτοι όμως
Είδαν ότι προχώραγε αφύλαχτος στον κάμπο
Σαν να’κανε παρέλαση, άρχισαν να το σκάνε.
Τότε αναγκάστηκε κι αυτός μ’ όλο το Ταχτικό του
Να κάνει πίσω. Και καλά που πρόλαβε. Γιατί όταν
Απ’ τά στενά επέρασε του Κιθαιρώνα, να σου
Στέλνει ασκέρι ο Κιουταχής μεγάλο, και τα πιάνει-
Μισή ώρα μόνον ύστερα που πέρασε ο Χαβίνος.
Μετά πήγε στα Μέθανα και με κανένα τρόπο
Την εκστρατεία δεν ήθελε του Γιώργη ν’ ακλουθήσει.
Το νέο του φιάσκο μάλιστα για να δικιολογήσει
Ελεγε πως τον πρόδωσε στους Τούρκους ο Γιωργής μου-
Γι αυτό λέει απότυχε, για τούτο και δε θέλει
Ούτε και τ’ όνομα ν’ ακούει πια Καραϊσκάκης.
Είδε κι απόειδε ο Γιώργης μου, τον έστειλε στο διάλο.
Στη σημερνή ξαναγυρνώ λοιπόν διήγηση μου.
Αφού είχαμε αποφάει πια, μετά το μεσημέρι,
Στέλνει ο Γιώργης και καλεί να ’ρθούνε στη σκηνή του
Των Σουλιωτών οι κεφαλές και οι Καπεταναίοι.
Μ’ έβαλε και τους έφκιασα καφφέ. Τούς τον επήγα,
Και τους εμοίρασα μαζί καρύδια και σταφίδες.
Σε λίγο εσηκώθηκε και μίλησε ο Γιώργης:
"Καπεταναίοι , το βλέπετε κι εσείς, πως τον Κιουτάγια
Δύναμη να τον βλάψουμε δεν έχουμε μεγάλη.
Ούτε η Κυβέρνηση στρατό δεν έχει να μας δώσει.
Μονάχοι ό,τ ι κάνουμε θα κάνουμε. Και λέω
Να πάμε για τη Ρούμελη. Ρούκης και Δυοβουνιώτης
Ετοιμοι τα καπάκια τους είναι να τα χαλάσουν
Και να ’ρθουνε μαζί με μας. Κι όταν αυτό θα γίνει
Γινόμαστε περσότεροι. Και από κει και πέρα
Και του Κιουτάγια κόβουμε όλους τους ζαϊρέδες,
Και τόνε δυσκολεύουμε πιότερο απ’ ό,τι τώρα.
Και στ’ άρματα σηκώνοντας όσους επροσκυνήσαν,
Αξαίνουμε τ’ ασκέρι μας και είμαστε καβάλα".
"Καλό το σχέδιο σου", του λεν, "μα δεν τ’ ακολουθάμε
Αν δε γενεί επιτροπή να κυβερνάει τ’ ασκέρι."
"Ποιόν θέλετε;" Τούς αρωτάει χωρίς καιρό να χάσει.
"Το Νότη Μπότσαρη" του λεν "θέμε απ’ τούς Σουλιώτες,
Και θέμε τον Νικηταρά από τους Μωραΐτες.
Και, Καραίσκο, εσένανε από τους Ρουμελιώτες".
"Το δέχουμαι. Αν ο βαθμός που ’χω, γίνεται μπόδιο
Για να σωθεί η Πατρίδα μου, τόνε πατάω χάμου."
"Και θέμε ό,τι θα ειπωθεί να το ’χουμε γραμμένο".
Κι αυτό το εδέχτη ο Γιωργής κι η μάζωξη ελύθη
Να πάνε σ’ όλους να το πουν, κι ύστερα να τα γράψουν.
Όταν αυτά που γίνανε τα ’μαθαν οι δικοί του
Γίνανε όλοι τους θεριά. Και πιο οι Παλαμηδιώτες.
Το ίδιο κι ο Νικηταράς, αν κι αρχηγό τον κάναν:
«Άπ’ όλους μας πιο άξιος ειν’ ο Καραισκάκης",
Τους είπε, "Και μονάχα αυτός να ’ναι αρχηγός μας πρέπει".
Κι όταν επήγαν τα χαρτιά στο Γιάννη το Σουλτάνη,
Τα ξέσκισε, "να!", λέγοντας ", «η υπογραφή μου εμένα".
Όλοι κατόπι έρχονται και βρίσκουνε το Γιώργη:
"Τ’ είναι αυτές οι επιτροπές που δέχτηκες να κάνεις;
Εμείς εσέ γνωρίζουμε για μόνον αρχηγό μας.
Αμα δε θέλεις πες το μας, και τότε βρίσκουμε άλλον" .
"Το δέχτηκα να μη σταθώ σε τίποτις εμπόδιο.
Μα σεις αν δεν το θέλετε, ούτε κι εγώ το θέλω".
Κι αμέσως στέλνει και μηνά και λέει στους Σουλιώτες:
Τ ’ ασκέρι μου άλλον αρχηγό δε θέλει από μένα.
Θέτε μαζί μου να ’ρθετε, ελάτε. Κι αν δε θέτε,
Ο, που αποφασίσετε μονάχοι σας τραβάτε".
Το βράδυ ήσυχος ήτανε. Ξεκαθαρίσαν όλα.
Πήρε απόφαση χωρίς Χαβίνο και Σουλιώτες
πώς στον αγώνα θα ’μπαινε. Και αν για το Χαβίνο
Δεν εγνιαζότανε πολύ, αλλά για τους Σουλιώτες
Ηξερε ότι δίχως τους πιο δύσκολα ήταν όλα.
Μ’ αφού ήταν αδύνατο μαζί του να τους έχει
Τα σχέδια του τα έκανε χωρίς εκείνους τώρα.
Τον ρώτησα πώς δέχτηκε αμέσως όσα του ’παν-
Να κάνουν άλλον αρχηγό και κάτου να τα γράψουν.
Μου είπε:"Αχ μωρή Μαριώ, ήξερα τι θα γίνει
Πως γι αρχηγό τους άλλονε δε θέλουν οι δικοί μου
Και δε θα το δεχόντουσαν. Μα ’θελα να το δούνε
Μ’ αυτά τα ίδια μάτια τους οι μπάσταρδοι οι Σουλιώτες Μπάσκε κι αλλάξουνε χαβά. Αλλά δεν το πιστεύω
Γιατί νομίζεις, μόνοι τους κάνουνε ό,τι κάνουν;
Η πως εσκέφτη μόνος του "όχι" να πει ο Χαβίνος;
Κι από τους δύο βρίσκεται πισω ο τεσσαρομάτης
Που προτιμάει να χαθεί καλλίτερα η Πατρίδα
Παρά από μένα μου μισεί τη Λεφτεριά της να ’βρει.
Μα άμα βγω και τους τα πω, χειρότερα θα κάνουν.
Και δεν ειν’ ώρα για καυγά τώρα αναμεταξύ μας.
Τώρα η Πατρίδα χάνεται. Αυτοί αν δε το νιώθουν
Μα δε θα γίνω όμοιος μ’ αυτούς. Γιατί η ΙΙατρίδα τότε
Ενάντια όλα της τα παιδιά στη Λεφτεριά της θα ’χει.
Εγώ κι οι άλλοι αρχηγοί θα κάνουμε ό,τι πρέπει."
Και με τα μάτια του βαθιά βαθιά να του βουρκώνουν "Ξέρεις ποια ειν’ ωρή Μαριώ εμένα η προσευχή μου;
Θεέ, ό,τι κάνω εγώ καλό κι οι άλλοι Καπετάνιοι
Κάνε για την Πατρίδα μας να είναι πιό μεγάλο
Απ’ τό κακό όπου σ’ αυτήν κάνει ο τεσσαρομάτης".
Το βράδυ ο Γιώργης φώναξε και ήρθαν στη σκηνή μας
Ολους τους Καπετάνιους του: το Γιάννη το Σουλτάνη,
Τον Περραβό, τον Πανουργιά, το Γαρδικιώτη Γρίβα,
Τον Χατζηπέτρο, το Φωκά, Καλλέργη, Σπυρομήλιο
Και όλους τους μικρότερους που είχε Καπετάνιους-
Μικρούς μόνο γιατ’ είχανε κοντά τους λίγους άντρες,
Μεγάλους όμως σε αντρειά, δύναμη κι αξιοσύνη.
"Αποφασίσαμε" τους λέει "για Ρούμελη να πάμε.
Αλλ’ αν φερθούμε άσχημα στους δόλιους τους χωριάτες
Τίποτα δε θα κάνουμε. Πώς θα ’ρθουνε μαζί μας
Εμείς αν τους φερνόμαστε χειρότερα ’π’ τους τούρκους;
Εχουνε αποκάμει πιά. Ελιώσαν οι ανθρώποι.
Τσαρούχι δεν τους έμεινε. Γαϊδούρια πιά δεν έχουν.
Και πώς να πολεμήσουνε για Λεφτεριά, όταν βλέπουν
Οτι εμείς τους παίρνουμε οι ίδιοι ό,τι δικό τους;
Λοιπόν σας λέω τούτο δω-και στο Γραμματικό μου
θα πω να βάλει σε χαρτί τα λόγια αυτά, και όλοι
θα υπογράψουμε. Γιατί, από τούτο εξαρτάται
Οσο κι απ’ την αντρεία μας η Λεφτεριά του τόπου:
Σ’ όποιαν ανάγκη κι αν βρεθεί, κανένας δε θ’αρπάξει
Τίποτα από τους χωρικούς. Και όποιος παρακούσει
θα παιδευτεί πολύ βαριά. Και προστασία δε θα ’βρει
Από κανένανε. Αυτά. Και αύριο κινάμε".
(συνεχίζεται)
ΔΕΡΒΕΝΟΧΩΡΙΑ
Τις μέρες κείνες ο Καραϊσκάκης
Επήρε άσχημο ένα μαντάτο.
’Χάθη η γυναίκα του μετά τη γέννα
κι αφού ένα διάδοχο του ’χε χαρίσει,
Τρίτο παιδί μετά απ’ τις δυό του τσούπρες.
Όλα στραβά κι ανάποδα του ’ρχόνταν.
Λίγη χαρά πηρε από τούτο μόνο:
Καθώς πεινούσανε τα παλληκάρια,
Στέλνει τον αντρειωμένο Λυκογιώργη
Να πέσει μέσα στα Δερβενοχώρια.
Ηξερε πως στα Σκούρτα ο Κιουτάγιας
Είχε τις αποθήκες του στρατού του.
Του λέει:"Αδερφέ, πεινάει τ’ ασκέρι.
Πάρε λοιπόν μαζί σου χίλιους άντρες,
κι άδειασ’ του Κιουταχή τις αποθήκες".
Τόσο αναπάνταχα ο Λυκογιώρνης
Νύχτα, επάτησε τ’ ορδί των τούρκων,
που όλα αυτοί τ’ αφήσανε και φύγαν.
Μουλάρια κι άλογα, μπόλικα βόδια,
Και γιδοπρόβατα δέκα χιλιάδες,
Οι πιό πολύτιμοι αιχμάλωτοι ήσαν
Για τους δικούς μας τις ημέρες κείνες.
Και δυό γραφές του Κιουταχή επιάσαν
που στον Βεζύρη έστελνε της Βούλας
Και γιατί αργούσε του δικιολογιόταν
Να πάει στο Μωρηά. Φαινόταν έτσι,
Πως οι ενοχλήσεις που ο Καραϊσκάκης
Εκανε στον μεγάλο αντίπαλό του
Φέρανε τ’ αποτελεσμα ετούτο:
Δεν έσμιξε ο Ρεσίτ με τον Μπραϊμη
Οπως σχεδίαζε η Μεγάλη Πόρτα,
Και του Μωρηά εκείνος δε βοηθήθη
Τη νέα Επανάσταση να πνίξει.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗ
ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ
Κι αν πήρε απόφαση ο Καραϊσκάκης
Να πάει τη Ρούμελη να λευτερώσει,
Μα δεν ξεκίναγε αν της Αθήνας
Δεν εδυνάμωνε πρώτα το Κάστρο.
Και τώρα ένας λόγος παραπάνου
Γιατί εμάθαινε πως απ’ τό Κάστρο,
Του Γκούρα οι άνθρωποι λιποτακτούσαν.
Κι όταν ο Γκούρας, ο παλιός οχτρός του,
Του ’στειλε τον Μαμούρη από μέσα
Να του μηνύσει πως ανάγκη πάσα
Να μπάσει μες στο Κάστρο ενισχύσεις,
Αμέσως καταπιάστηκε με τούτο.
Εφτανησώτες έπιασε διακόσους
Και τους φιλοτιμάει αυτοί να μπούνε
Γιατ’ ήταν μέσα και ο αρχηγός τους,
Ο Ευμορφόπουλος ο Διονυσάκης.
Κινάν αυτοί στις δώδεκα Σεπτέβρη
Αλλά γυρίσανε σε δύο μέρες
Γιατί οι μισοί κιοτέψαν, και οι άλλοι,
Νομίζοντας πως χάθηκαν οι πρώτοι
Γυρίσαν πίσω μη και πάθουν ίδια.
Λυπήθηκε κατάκαρδα ο Γιώργης
Για την απρόσμενη αποτυχία.
Φοβόταν μήπως οι Ακροπολίτες
Παραδοθούν-και τότε πάνε όλα.
Σε δυο βδομάδες ξεκινάνε άλλοι,
Τρακόσοι τούτη τη φορά νομάτοι.
Αλλά κι αυτοί δεν μπόρεσαν να μπούνε.
Μαθαίνει τώρα ο Καραϊσκάκης
ότι στον κόρφο μέσα της Κορίνθου
Μια δεκακάνονη στέκει γολέτα
που δυσκολίες θα του ’φερνε μεγάλες
Στις Μωραϊτικές του ανταποκρίσεις.
Και τί σοφίζεται για να την πάρει;
Ρεσάλτο! Αγοράζει μία τράτα,
Την πάει απ’ τον Ισθμό με κατρακύλα,
Και στης Κορίνθου την πετά τον κόρφο.
Παίρνει και βάρκες και γεμίζει τσούρμο
Ετούτη την παράξενη αρμάδα-
Διακόσους, μ’ αρχηγό τον Παλιογιάννη.
Και νύχτα, στις δεκαεφτά Σεπτέμβρη,
Που η γολέτα ήταν στην Ιτέα,
Αθόρυβα οι δικοί μας την πλευρίσαν,
πάνω πηδήξανε,και την επήραν.
Στο μεταξύ σκοτώνεται ο Γκούρας.
Ο θάνατος αυτός του αρχηγού τους,
Διπλά εμαύρισε τη μαυρισμένη
Κιόλας ψυχή των πολιορκημένων.
Κι όλα τα μάτια βλέπουν σαν σωτήρα
Τον αρχιστράτηγο Καραϊσκάκη.
Και βάζουν το Γραμματικό του Γκούρα,
Τον Κωσταντίνο τον Αθανασίου,
Να γράψει γράμμα και να του το στείλει,
Μιλώντας για το θάνατο του Γκούρα
και την ανάγκη που ’χαν για βοήθεια.
Τώρα ο Κώστας ο Αθανασίου
Ητανε από κείνους τους ανθρώπους
Που γνώμη τάχα έχουνε για όλα
Και παριστάνουνε το διπλωμάτη.
Γι αυτό το λόγο ο Καραϊσκάκης,
Που μέσα σ’ όλα ήτανε ο πρώτος
Και στο να βγάζει τέλεια παρανόμια,
Κείνον τον είχε βγάλει Μετερνίχο-
Κι όλοι με τούτο τ’ όνομα τον ξέραν.
Ο Γκούρας είχε τώρα εφοδιάσει
πολλά λευκά χαρτιά τον Μετερνίχο
Υπογραμμένα, ώστε αν εκείνος
Επρεπε κάτι βιαστικό να γράψει
Κι ήταν μακριά για να υπογράψει ο Γκούρας,
Το έγραφε σε κείνα τα χαρτιά του,
Κι ήταν αυτόματα υπογραμμένο.
Ετσι και τώρα, σε χαρτί ένα τέτοιο
Το γράμμα έγραψε προς Καραϊσκάκη
Που ’λεγε για το θάνατο του Γκούρα
Και για την που χρειάζονταν βοήθεια.
Σ’ αυτονε που θα πήγαινε το γράμμα,
Είπανε σε κανένα να μη λέει
Για τη θανή του Γκούρα. Γιατί άμα
Στην Ελευσίνα τούτο μαθαινόταν
Κανείς δε θα ’θελε να μπει στο Κάστρο.
Φτάνει στην Ελευσίνα ο ταχυδρόμος,
Δίνει το γράμμα στον Καραϊσκάκη.
Τ’ ανοίγει εκείνος, βλέπει υπογραμμένο
Να ’ναι απ’ το Γκούρα, κι ύστερα φωνάζει
Κάποιον Γραμματικό να το διαβάσει.
Στο μεταξύ ρωτάει τον ταχυδρόμο:
"Τι κάνει ο Γκούρας ωρέ ταχυδρόμε;"
"Καλά ειναι" λέει εκείνος δακρυσμένος.
Τον βλέπει που ’κλαιγε ο Καραϊσκάκης,
Και άλλα βάζει φυσικά στο νου του.
"Ελα ωρέ ζάβαλη, μην κλαις", του κάνει,
Σε δέκα μέρες θα ’μαστε όλοι μέσα
Και θα γλεντάμε όλοι με το Γκούρα".
Αυτό ακούγοντας ο ταχυδρόμος,
Πιο δυνατά τα κλάμματα αρχινάει.
Πάλι του λέει ο Καραϊσκάκης:
"Μην ειν’ ωρέ η φαμίλια σου στο κάστρο;"
"Όΐ Καπετάνιο μου". Και δος του κλάμμα.
«Μην έχεις μέσα ωρέ τη γκόμενά σου;
Ενοια σου και κανείς δε σου την παίρνει
Σε λίγες μέρες είμαστε όλοι μέσα".
Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο Δούκας,
Απ’ τούς Γραμματικούς του Καραϊσκάκη,
Σκύβει στ’ αυτί του και του ψιθυρίζει:
"Σκοτώθηκε ο Γκούρας καπετάνιε".
"Πώς το ’μαθες ωρέ;" "Το λέει το γράμμα".
"Αυτό με την υπογραφή του Γκούρα;"
"Ναι Καπετάνιε μου", του λέει ο Δούκας.
Για λίγο έμεινε συλλογισμένος
Το θλιβερό σαν άκουσε χαμπέρι.
Μα δεν κρατήθηκε και να μην κάνει
Τ’ αστείο του: "που να ’ξερα ο έρμος
πως τόσα γράμματα ο Μετερνίχος
Στο μακάριτη έμαθε το Γκούρα
Ώστε να γράφει και αποθαμένος…"
Μα πλέον αναβολή τώρα δεν παίρνει.
Επρεπε δύναμη να μπει στο κάστρο.
Συνάζει και μιλάει στους Καπετάνιους:
"Καπεταναίοι, το κάστρο κιντυνεύει.
Αν θα το πάρουνε κι αυτό οι Τούρκοι,
Πάει κι η Ρούμελη, πάει κι η Ελλάδα.
Μον’ από μας προσμένει σωτηρία.
Κι άμα χαθεί από μας δεν ειν’ ντροπή μας;"
Όλοι συμφώνησαν και ο καθένας
Είπε πως θα ’δινε και τη ζωή του
Για να σωθεί το κάστρο της Αθήνας.
"Στοχάζουμαι λοιπόν Καπεταναίοι
Οτι εκείνος που θα έμπει μέσα
Θα πρέπει να ’χει νταιφά δικόν του-
Ανθρώπους έτοιμους ώστε όπου πάει
Αυτοί αρώτηνα ν’ ακολουθάνε.
Βλέπω πως τη δουλειά ετούτη δύο
Μπορούνε μόνο να τήνε τελειώσουν:
Ενας εγώ κι άλλος ο Κριεζώτης".
Του λεν ότι κανέναν δε συμφέρει
Να πάει να κλειστεί ο ίδιος μέσα.
"Εξόν αυτό" κάνει ο Καραϊσκάκης
"Εγώ πρώτη φορά πατώ εδώ πέρα.
Δεν ξέρω ούτε τόπο ούτε ανθρώπους
όπως ο αδερφός μας Κριεζώτης.
«Μπράτιμε», λέει ακόμα στον Κριεζώτη,
Λίγο στα σοβαρά λίγο στ’ αστεία
Για να τον κάνει να τ’ αποφασίσει,
"Η συ να μπεις στο Κάστρο και να πάρεις
Του Γκούρα τον παρά και τη νταλιάνα,
Ή μπαίνω εγώ. Αλλά εγώ φοβάμαι
Μη δε με θέλει που ’μαι αρρωστιάρης
Και χάσουμε τόσον παρά ωρ’ αδέρφι.
Μα σύ που είσαι νιός νταβραντισμένος
Ξεκολλημό από πάνω σου δε θα ’χει".
Κι ο Κριεζώτης: "Καπτα-Καραϊσκο
Εγώ πρέπει να πάω. Γιατί αν η τύχη
Το φέρει να χαθεί όποιος έμπει μέσα,
Εγώ αν χαθώ, κακό δεν ειν’ μεγάλο.
Αλλ’ αν εσύ θα λείψεις Καπετάνιε
πάει κι η Επανάσταση μαζί σου".
(Νταλιάνα λέγοντας ο Καραϊσκάκης
Του Γκούρα τη γυναίκα έννοούσε
Που ήτανε ψηλή, κομψή κι ωραία
Σαν ντουφεκιού ένα είδος που νταλιάνι
Το λέγαν κι ήτανε κι αυτό κι ωραίο,
Κι είχε κομψές γραμμές όπως εκείνη:
Το πιο όμορφο της εποχής ντουφέκι).
Μες σε μια πρόταση, μες σε δυό λέξεις,
πώς κλείνεται πολλές φορές η αλήθεια.
Και πόση δεν ταιριάζει τιμή να ’χουν
Όλοι εκείνοι που ’χαν καταλάβει
Πως ο Καραϊσκάκης ήταν μόνο
Η εγγύηση για νίκη των Ελλήνων.
Και πόσο η τιμή αυτή ανήκει
Ολη σχεδόν σ’ αγράμματους λεβέντες,
Και πόσο η ατιμία θα βαραίνει
Ολους εκείνους τους γραμματισμένους
Που αν και το ’χανε αυτό εννοήσει
Ούτε τ’ομολογούσανε ποτέ τους,
Μα και ζητούσανε να δυσφημίσουν,
Και μερικοί ακόμα να σκοτώσουν
Τη μόνη ελπίδα που ’χε η Πατρίδα.
Σαν άκουσε αυτά απ’ τον Κριεζώτη,
Τον αγκαλιάζει ο Καραϊσκάκης
"Αντε ωρέ λιοντάρι μου" του λέει.
"πήγαινε και θα δεις τον Καραϊσκάκη
Αν σ’ αγαπάει. Θα σου ’ρθώ μια μέρα
Και δίνοντας μία κλωτσά στην πόρτα
Του Κάστρου, θα σου πω «Ωρ’ έβγα έξω,
πάει κι η καρα-Τουρκιά και ο Κιουτάγιας".
Ο ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Στις έντεκα Οχτώβρη ο Κριεζώτης
Παίρνοντας τετρακόσους νοματαίους
Στου Αλεξανδρή εμπήκε το καράβι
Για Πειραιά, κι έπειτα για το Κάστρο.
Με τρεις χιλιάδες ο Καραϊσκάκης
Ξεκίνησε κι αυτός την ίδια μέρα
Τραβώντας ίσα κατά το Μενίδι,
Τ’ ορδί για να χτυπήσει του Κιουτάγια
Ωστε οι Τούρκοι κατά κει να τρέξουν,
Δίνοντας ευκαιρία έτσι στους άλλους
Να μπουν στο πολυπόθητο το Κάστρο.
Κι όλα καλά πηγαίναν ως την ώρα
Που ’πρεπε οι τρεις χιλιάδες να ορμήσουν.
Τότε πολλοί απ’ τούς Καπεταναίους
κάνανε πίσω βρίσκοντας πως ήταν
παράτολμο τους τούρκους να χτυπήσουν
Που το στρατόπεδο τους ήταν, λέει,
Σαν αστακός καλά ωχυρωμένο.
"Ε,τότε, ας διαλέξουμε αδέρφια
Αυτούς που είναι πιο παλληκαράδες
Και πάω εγώ μπροστά, και οδηγάω".
Ούτε κι αυτό εκείνοι το δεχτήκαν.
Και βάζει πάλι μπρος ο Καραϊσκάκης
Το σχέδιο που σε τέτιες περιστάσεις
Έβαζε πάντοτε, δείχνοντας έτσι
Τη λεβεντιά και την παλληκαριά του,
Και δίνοντας να καταλάβουν όλοι,
Κι οι σύγχρονοι και οι κατοπινοί του
πόσα μπορεί ο ένας να πετύχει
Οταν χτυπά γενναία η καρδιά του.
Κι ακόμα εξηγάει αυτό, το λόγο,
Που όλα τ’ άξια του τα παλληκάρια
Είχαν όχι αγάπη, μα λατρεία,
Γι αυτόν τον αρρωστιάρη αρχηγό τους
Που πάσκιζε με την ψυχή στο στόμα
Το δρόμο το σωστό σ’ όλους να δείξει
Σε κάθε κίνδυνο πρώτος τραβώντας.
"Η ώρα ήρθε. Οποιος την πατρίδα
Την αγαπάει, κατόπι μου ας έρθει,
Να σώσουμε το κράτος της Αθήνας".
Κι ορμάει πρώτος με γυμνή την πάλα.
Πολλοί άλλοι τότες φιλοτιμηθήκαν
Κι αρχίσανε ξοπίσω του να τρέχουν.
Στο δρόμο ο Νότης Μπότσαρης δειλιάζει:
"Δεν πάω να χάσω ’γω τα παλληκάρια
Που έβγαλα μες απ’ το Μισολόγγι".
Και πισωγύρισε με τους δικούς του.
Φτάνουν απέναντι από τους Τούρκους
Μον’ εκατόν πενήντα παλληκάρια.
Τρεις μπαταριές ερίξαν όλες κι όλες
Ίσα για να τραβήξουνε τους Τούρκους
Κατά το μέρος τους, ώστε οι άλλοι
Να καταφέρουνε να μπουν στο Κάστρο.
Σαν υπολόγισε ο Καραισκάκης
Πως έπρεπε αυτό να είχε γίνει
Τραβάει πίσω με τα παλληκάρια.
Και πίσω γύρισε στην Ελευσίνα,
Απ’ τό Ζευγολατιό αφού περνώντας
Πήρε κι εκείνους που ’χανε λυγίσει.
Είχε με τον Κριεζώτη συμφωνήσει
Αν έσπαζε το μπλόκο και μπορούσε
Κι έμπαινε μες στο Κάστρο της Αθήνας,
Για σύνθημα να ρίξει εννιά κανόνια.
Φτάσαν στη Σαλαμίνα μεσονύχτι.
Πέρναγε η ώρα. Μάταια περιμέναν
Τους χαρωπούς ν’ ακούσουνε τους βρόντους.
Ολοι ελέγαν μέσα τους πως πάει,
Πως δεν επέτυχε κι αυτή η προσπάθεια.
Φαρμάκι έσταζε ο Καραϊσκάκης
Κι άυπνος έμεινε όλη τη νύχτα.
Μιλιά δεν έβγαζε από το στόμα.
Και να, πρωί, στις τέσσερες η ώρα
Αντήχησε η κανονιά η πρώτη.
Δευτέρωσε. Τριτώνει.Τετάρτωνει.
Κι ακούστηκε σε λίγο η ενάτη
Και τελευταία κανονιά να πέφτει.
Εσώθηκε το Κάστρο της Αθήνας.
Πηδάει ο ήρωας απ’ τή χαρά του
Σα να του χάρισαν όλο τον κόσμο.
Και όλοι ττους το ρίχνουνε στον ύπνο
Αυτού να του κολλήσει ύπνος δε λέει.
"Ωρέ Μαριώ φκιάσε ένα καφεδάκι
Και κάτσε ’δώ ν’ ακούσεις το σχέδιό μου.
Τώρα που εδυνάμωσε η Αθήνα
Κι αφού όλοι εδώ με κατατρέχουν.
θα πάω τη Ρούμελη να ξεσηκώσω..."
Της είπε… και της είπε… και της είπε.
Και της εμίλαγε ώσπου να φέξει.
Κι έκανε σχέδια, κι έπαιρνε αποφάσεις
Κι άλλοτε τ’ άλλαζε, γύριζε πίσω
Και πια ξανάρχιζε με άλλες γνώμες
και μ’ αλλες ταχτικές, που λες πώς τόσες
Χωρούσαν εκδοχές στο νου αυτόνε.
Και άκουγε αμίλητη η Μαρία
Τα όμορφα του ήρωα τα σχέδια.
Κι έχτιζε κείνος μες απ’ τή σιωπή της
Το μέγα κάστρο του, που τόσο λάλα
Σ’ όλο τον κόσμο θα βροντοφωνούσε
Τη Λεφτεριά της άμοιρης Ελλάδας
Και του μεγάλου χτίστη της τη δόξα.
Και άκουγε αμίλητη η Μαρία
Γιατ’ ήξερε-τής έλεγε η γυναίκεια
Η Φύση, κι η μεγάλη της αγάπη
Οι Γιώργηδες πως πρέπει να μιλάνε
Και οι Μαρίες πως ν’ ακούνε πρέπει
Γιατί τα λόγια αλλιώς πάνε χαμένα
Και δε στεριώνουν πουθενά-δε δένουν.
Γιατί τα λόγια, μία αν δε θα βρούνε,
Γυναίκα, ώστε μέσα της να μπούνε
Κι εκείνη μέσα της να τα φυλάξει,
Να τα κλωσσήσει και να τα ζεστάνει
κι ως του μυαλού τις ρίζες νατα νοιώσει-
Γιατι τα λόγια ένα αυτί αν δε βρούνε,
Ευήκοο, σα να μη λεχτήκαν είναι.
Γιατί τα λόγια του άντρα είναι σπέρμα
Οπου ξεχύνεται από το στόμα.
Κι όπως σα βγει απ’ τα νεφριά το σπέρμα
πρέπει να βρει τον κόλπο της γυναίκας
Κι αυτή να το δεχτεί οργώντας όλη
Και μόνον έτσι νιά ζωή γεννιέται.
Ετσι κι ο λόγος απ’ τό στόμα του άντρα
πρέπει στο νου να δέσει το γυναίκειο
Κι εκεί ν’ αντριωθεί, να γίνει πράξη
Κι εκεί να μεστωθεί και να καρπίσει,
Και να φωτίσει, ν’ άψει, να φλογίσει.
Ετσι κι ο λόγος απ’ τό στόμα του άντρα.
Αλλιώς γιατί ο άντρας να μιλούσε…
Αλλά εδώ αρχίζει η Μαρία
Να μας μιλάει στο ημερολογιό της.
Εγώ στην πάντα στέκω και σωπαίνω.
Πριν όμως ας πω δυο λόγια για τη Μαρία.
Όταν ο ωροδείκτης στο βιβλίο της Ιστορίας έδειχνε Ελλάδα και ο λεπτοδείκτης έδειχνε Φως, γεννήθηκε ο Καραϊσκάκης. Πάντοτε ήθελα να γράψω κάτι για τον Καραϊσκάκη. Και δεν έγραφα. Ώσπου…
Βρισκόμουν στην Αμερική. Στο Λος Άντζελες, 8741 Owensmouth, Canoga Park.
…Ωσπου μια μέρα, ψάχνοντας στον σκουπιδοτενεκέ της γειτονιάς μου για να βρω κάτι να φάω, η ματιά μου έπεσε σ’ ένα σιδερένιο, παλιό, σκουριασμένο, τετράγωνο κουτί.
Ητανε κλειδωμένο με μια χοντρή κλειδαριά, δυσανάλογα μεγάλη για ένα μικρό κουτί.
Παιδεύτηκα δυο μέρες να τ’ ανοίξω.Τέλος τα κατάφερα μ’ ένα σιδεροπρίονο.
Μέσα βρήκα ένα τετράδιο διπλωμένο στα δυο, με φύλλα κίτρινα και εύθραυστα από την πολυκαιρία, γραμμένα κι απ' τις δυο μεριές. Ηταν το ημερολόγιο της Μαρίας, της αγαπώς του Καραϊσκάκη. Πώς βρέθηκε εκεί; Πού να ξέρω. Ρώτησα τη μάνατζερ του συγκροτήματος των κατοικιών που έμενα αν ήξερε να κάθεται εκεί κοντά και κανένας άλλος έλληνας-δεν ήξερε.
Την ίδια μέρα που άνοιξα το κουτί, διάβασα όλο το τετράδιο. Τι ανέλπιστη τύχη! Να έχω πληροφορίες από πρώτο χέρι για τον Καραϊσκάκη!
Αυτό ήταν ένα γερό ερέθισμα για να κάνω εκείνο που πάντοτε ήθελα. Αρχισα λοιπόν να γράφω. Έγραψα για το μέρος της ζωής του ήρωα πριν γνωρίσει τη Μαρία-γιατί από κει και ύστερα, εκείνο που έκανα ήτανε ν’ αντιγράψω το τετράδιο της Μαρίας.
Έκανα μια διαλογή των γραφτών του ημερολογίου και αποφάσισα να μην περιλάβω στο βιβλίο μου τις γνώμες και τις σκέψεις της Μαρίας που δεν αφορούν αποκλειστικά τις σκέψεις και τις ενέργειες του Καραϊσκάκη, αν και είναι αξιόλογα και αυτά τα μέρη της διήγησης της Μαριώς. Τα φυλάω για να τα εκδώσω κάποια μέρα χωριστά.
Άφησα το κομμάτι τα διήγησης που περιγράφει με λίγα λόγια την ζωή της μέχρι να συναντήσει τον Καραϊσκακη.
Ενδιάμεσα της διήγησης της Μαριώς, διακόπτοντάς την, θα παραθέτω στοιχεία που κατά τη διάρκεια της γραφής του ημερολογίου από τη Μαρια δεν ήσαν γνωστά, ή αν ήσαν δεν τα ήξερε η Μαρία.
…………………………………………………….
Μα πρέπει λίγα να ειπώ και για τον εαυτό μου
Ετσι που αν κάποιος κάποτε θα ’βρισκε τα γραφτά μου
Να ξέρει ποια ήταν αυτή που τα ’γραψε όλα τούτα-
Να ξέρει ποια η αγαπώ ήταν αυτή του Γιώργη
Που τόσο τον αγάπησε κι όλη την ύπαρξή της
Με τη δική του ύπαρξη τόσο σφιχτά είχε δέσει.
Από πατέρα Ελληνα γεννήθηκα στη Σμύρνη
Και κείνος μου εμπόλιασε το μίσος για τους Τούρκους
Και για το κάθε Ελληνικό την άφατη αγάπη.
Τουρκάλα η μάνα μου. Νωρίς το ’σκασε μ’ έναν άλλο
και μ’ άφησε τριώ’ χρονώ στα χέρια του κυρού μου.
Πεντέμιση ήμουνα χρονώ που ο κύρης μου επήγε
Μαζί και μένα παίρνοντας, στην Πόλη, κι είχε γίνει
Στο σπίτι του Σελήμαγα πρώτος Γραμματικός του.
Μέσα στα πλούτη έζησα και μες στα μεγαλεία
Αλλά χωρίς να θαμπωθώ απ’ αυτά, ή να ξεχάσω
Ό,τι ως τότε έμαθα-και πώς μπορούσα τάχα
Αφού ο πατέρας φρόντισε γράμματα να μαθαίνω
Μαζί με του Σελήμ τους γιούς-μαζί τους να σπουδάζω.
Οι πιο καλοί με δίδαξαν οι έλληνες δάσκαλοι.
Και από κείνους έμαθα όχι τη γλώσσα μόνο,
Αλλά και ό,τι στου Σελήμ τους γιους ποτέ δε λέγαν:
Για την παλιά ιστορία μας, τη δόξα την παλιά μας,
Για το Βυζάντιο, και μετά για τη σκλαβιά των Τούρκων Και για τα όσα οι Ελληνες τραβούσανε μαρτύρια.
Κι έμαθα πόσο οι Ελληνες τη Λεφτεριά ποθούσαν
Και πόσες προσπαθήσανε φορές να τηνε φέρουν.
Και διάβασα έργα πολλά αρχαίων και νέων Ελλήνων
Κι απ’ τούς σοφούς μας έμαθα που ειν’ οι πιό μεγάλοι
Απ’ όσους φάνηκαν ποτέ στης γης τη φλούδα πάνου.
Μα όταν πήγα δεκαεφτά, σαν με μαχαίρι εκόπη
Το κάθε τι που ύφαινε για μένανε ως τότε
Ό,τι οι άνθρωποι ζωή θέλουν να λέν πως είναι:
Τον κύρη μου έστειλ’ ο Αγάς, το Μάη του ’κοσιένα
Να πάει στην Τριπολιτσά κι εκεί δουλειά του θα ’ταν
Να οργανώσει την Τουρκιά, για να μπορέσει λέει,
Ν’ αντέξει στο που πρόσμενε ασκέρι των ελλήνων.
Μα ο πατέρας μου, έλληνας, τους έλληνες βοηθούσε.
Τον πιάσαν και τον γδάρανε στη μέση της πλατείας.
Κι έμεινα μόνη καλαμιά στης Τρίπολης τα μέρη.
Κι όταν επάρθη ηΤρίπολη με διώχνανε οι Τούρκοι
κι οι έλληνες δε μ’ ήθελαν γιατί δεν επιστεύαν
Οτι για την αγάπη τους ο κύρης μου εσκοτώθη.
Κι έτσι απ’ όλους μισητή κι έτσι κυνηγημένη,
Εζησα ώσπου η ώρα μου ήρθε κι εγώ να ζήσω.
Όταν ο Γιώργης πέρναγε απ’ της Τρίπολης τα μέρη,
Και όταν τον αντίκρυσα κι από μακριά τον είδα,
Κατάλαβα ότι το φως τα μάτια του που εσκόρπουν
θα φώτιζε το δράμα μου και καθαρά εκείνος
Μες απ’ αυτό θα μπόρηγε να δει ποια ειν’ η αλήθεια.
Δεν ξέρω τι κατάλαβε. Δε ρώτησα ποτέ μου.
Αλλά με πήρε δίπλα του. Με κράτησε κοντά του
Κι απ’ όλους με προστάτεψε του κόσμου τους κιντύνους.
Να γράφω αρχίζω το λοιπόν από τη μέρα εκείνη
Που ο ναύαρχος ο Δερινύ το Γιώργη μου ήρθε να ’δει.
Όταν το Γιώργη ρώτησα ο Δερινύς ποιός είναι,
Μου ’πε ότι ο αρχηγός του στόλου είναι των Φράγκων
Και λυ’ και δένει στα νερά του Αιγαίου του πελάγου.
Παλιόσκυλο του κερατά συνέχεια τόνε λέει
Γιατί τους Τούρκους πάντοτε τα πλοία του βοηθάνε.
Και λέει ποιός είναι το ’δειξε όταν ο Υψηλάντης
Τον Ιμπραήμ πολέμαγε στους Μύλους. Τότε λέει
Δασκάλευε τους Ελληνες απόλεμα να φύγουν
Για να ’χουν δρόμο λεύτερο τ’ ασκέρια του Μπραϊμη.
Και λέει δεν ήρθ’ εδώ για μάς-τάχα να μας βοηθήσει
Αλλά από την πατρίδα του βαλτός είναι να βλέπει
Ποιός απ’ τούς δυο, οι Ελληνες ή οι Τούρκοι θα νικήσουν
Και τότε με τους νικητές ευθύς να συμμαχήσει
Κι ό,τι μπορεί μες στο χαμό για λόγου του ν’ αρπάξει.
Αλλά καθείς τους κάνουνε στον άλλονε επισκέψεις.
Γιατί έτσι πρέπει. Οι καλοί, λέει, οι Καπεταναίοι
Καλοί δεν είναι μοναχά τις μάχες σαν κερδίζουν,
Αλλά κι όταν κερδίζουνε με λόγια τον εχθρό τους.
Όσο μπορούν. Κι αν δε μπορούν, ε! τότε πολεμάνε.
Ηρθε λοιπόν ο Δερινύ στο Γιώργη. Εγώ ήμουν
Μες στη σκηνή, μαζί μ’ αυτούς. Στα Κλέφτικα ντυμένη
Και με το καριοφύλλι μου σαν πάντοτε στον ώμο.
(Κανένας δε θα μέλεγε αν δε μ’ ήξερε, γυναίκα.
Πάντοτε αντρίκια ντύνομαι. Ο Γιώργης μου δε θέλει
Με γυναικεία να περπατώ μέσα στ’ ασκέρι ρούχα).
Και πρώτα πρώτα ας ειπώ κάτι αστείο που γίνει,
Κάτι που ’χε με μένανε ο Γιώργης μου σχεδιάσει
Και που ’κανε το Δερινύ απ’ τό φόβο του να τρέμει.
Για θέμα εξάλλου σοβαρό δεν έγινε κουβέντα.
Ητανε μια επίσκεψη αβροφροσύνης μόνο.
(Και τι το σοβαρό να πεις, σα δε μιλάς με φίλο;)
Όμως αυτό δυό μέρες πριν πάει τη διήγηση μου:
Σαν ήτανε στου Δερινύ ο Γιώργης μου το πλοίο,
Κάποια στιγμή βροντήξανε του πλοίου τα κανόνια Γυρεύοντας τον Κιουταχή έτσι να χαιρετήσουν
Πούβγαινε πριν απ’ τό Γιωργή για τη στεριά να πάει.
Ο Γιωργής μου ετρόμαξε. Οχι γιατί εφοβόταν
Πολέμου φανερού βροντές, μα μπαμπεσιάς τους χτύπους. Και με το χέρι το δεξί φούχτωσε το σπαθί του.
Ως μου ’πε, ανεβαίνοντας του καραβιού τη σκάλα
και τότε ακόμα η έγνπια του ήτανε μην οι Φράγκοι –κάποια παγίδα του ’στήσαν εκεί που τον καλέσαν.
Μα όταν είδε πως καλά ήταν όλα εκεί πάνου
Η σκέψη εκείνη του ’φυγε, και φέρνονταν σα να ’ταν Μακριά ο τέτοιος κίντυνος, κι αυτός ασφαλισμένος.
Γι αυτό τόνε ξαφνιάσανε οι κανονιές του πλοίου.
Κι ο Δερινύ, κρίμας που λεν ευγενικούς τους Φράγκους, Γυρνάει και με ειρωνικό ύφος στο Γιώργη λέει:
"Τί στρατηγέ; Φοβήθηκες το βρόντο απ’ τά κανόνια;"
Το βράδυ δεν τον έπιανε το Γιώργη μου ο ύπνος:
"Ακούς εκεί να μου ειπεί εμένα ότι φοβάμαι!
Που ό,τι επέρασε αυτός σ’ όληνε τη ζωή του
Σε μία το ’ζησα εγώ ημέρα της δικιάς μου…"
Και άλλα έλεγε πολλά γυρίζοντας στο στρώμα
Και τη βρωμιά του Δερινύ έχοντας στο μυαλό του.
Χρειάστη τη γυναικεία μου όλη να βάλω τέχνη
Οταν γυμνούλα έπεσα κι εγώ πάνω στο στρώμα
Για να του διώξω απ’ τό μυαλό την τυραγνήτρα σκέψη.
Και πάλι, πριν να κοιμηθεί, γυρνάει και μου λέει:
"Του το φυλάω δανεικό αυτό του παλιο-Φράγκου".
Λοιπόν πρι’ ’ρθεί ο Δερινύ, "Μαριώ", μου λέει ο Γιώργης,
Μετά το φαί και το πιοτί που τον καφφέ θα φτιάξεις,
Οταν σου πω το γιασεμί να φέρεις να καπνίσω,
Φέρε μαζί, και πάνω του το γιασεμί να βάλεις,
Ένα βαρέλι ανοιχτό, γεμάτο με μπαρούτι".
Λοιπόν αφού εφάγαμε κι ο Δερινύ καθόταν
Με τους δικούς του ολόγυρα κι εμείς με τους δικούς μας Και ψιλοκουβεντιάζαμε, μού παραγγέλνει ο Γιώργης: "Σύρε και φερ’ τό γιασεμί Ζαφείρη, να καπνίσω.»
(Μπροστά σε άλλους μ’ έλεγε Ζαφείρη, άντρας σα νάμουν. Ητανε άλλο ένα αυτό, από του Γιώργη δείγμα
Τις τόσες πούπαιρνε σοφές κι έξυπνες αποφάσεις,
Ιδια μικρές αν ήτανε είτε ήτανε μεγάλες.
Ζαφείρη ως με φώναζε, κι εγώ από την άλλη
Ετσι ντυμένη και μπροστά μη δείχνοντας στους άλλους
Τη δυνατή που μ’ έκαιγε αγάπη για το Γιώργη,
Όλoi είχανε παραδεχτεί χωρίς αντιλογία
Την παρουσία μου εκεί, εμένα, μιας γυναίκας).
Πάω και πρώτα κουβαλώ δίπλα του το βαρέλι,
Και ανοιχτό κι ως ήτανε γεμάτο με μπαρούτι
Το βάζω μπρος του. Υστερα το γιασεμί του φέρνω
Και στο βαρέλι τ’ ανοιχτό απάνω τ’ ακουμπάω.
Οι άλλοι βλέπαν στην αρχή σαν παραξενεμένοι.
Ο Δερινύ ενώ γέλαγε ξάφνου εσοβαρεύτη
Και επερίμενε να δει ποια θα ’ταν η συνέχεια.
"Ωρέ Ζαφείρη, φέρε μου φωτιά. Πως θα τ΄ ανάψω;" Πηγαίνω κι ένα κάρβουνο του φέρνω πυρωμένο.
Καθώς περνώ το πρόσωπο του Δερινύ κοιτάζω.
Ητανε κατακίτρινο και του ’τρεμαν τα χείλια.
Παίρνει ο Γιωργής το κάρβουνο κι αργά το πλησιάζει
Στο γιασεμί που κείτονταν απάνου στο μπαρούτι,
Για να τα’ ανάψει τάχατες. Ο Δερινύ ετότε
Δεν εκρατήθηκε. Όρθός πετάγεται και σκούζει:
"αθαα τιναχτούμε στρατηγέ όλοι μας στον αέρα!.."
Την κίνηση του σταματά ο Γιώργης, και γυρνώντας
Στον τρομαγμένο ναύαρχο: «Φοβήθης αμιράλη;»
Του κάνει, και τα μάτια του λάμψαν ευτυχισμένα.
Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Ειχε έρθει η σειρά μου-
Από χαρά ξαγρύπνησα να νοιώθω πως ο Γιώργης
Ηρεμος και χαρούμενος κοιμήθηκε απόψε.
Ας κοιμηθεί. Ο ύπνος του χαμένος δεν πηγαίνει.
Γίνεται δόξα, και φωτιά, και μάχες, και ντουφέκι.
Και όνειρα ας ιδεί πολλά.Ψεύτικa αυτά δεν είναι.
Δεν παν χαμένα-χτίζουνε Πατρίδες τα όνειρά του.
ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
24 Οκτωβρίου 1826
Αφού πια εδυνάμωσε το Κάστρο της Αθήνας
Τώρα τα χέρια τα ’νιωθε ο Γιώργης μου λυμένα
Να φύγει για της Ρούμελης τα σκλαβωμένα μέρη Πασκίζοντας τη Λευτεριά και πάλι να τους δώσει.
Ετσι εσκεφτότανε αυτός. Άλλα όμως πλέκαν άλλοι.
Και πρώτος και καλλίτερος απ’ όλους ο Χαβίνος.
Μα για να ειπώ τι έκανε σήμερα ο Χαβίνος,
Πρέπει να πω τι έγινε μ’ αυτόν πριν λίγες μέρες.
Ηταν τρεις μέρες πριν να μπει στο Κάστρο ο Κριεζώτης. Θέλοντας τάχατες να πει κι αυτός πως κάτι κάνει
Κατά τη θήβα θέλησε λέει να εκστρατέψει.
Πάει και βρίσκει το Γιωργή και "το και το" του λέει,
Εχω εγώ το Ταχτικό, δος μου κι απ’ τούς δικούς σου
Κι η Θήβα είναι Ελληνική τούτη τη νύχτα κιόλας".
"Μην πας", του κάνει ο Γιωργής,"Γιατί και να την πάρεις
Να την κρατήσεις δεν μπορείς με τόσους λίγους μόνο
Και όταν θα σε βγάλουνε στον κάμπο οι ντελήδες
θα χάσουν και τ’ ασκέρι σου και πας και συ ο ίδιος".
Αλλά ο χοντροκέφαλος Χαβίνος δεν ακούει.
Και επειδή γινάτεψε, και για να μη φωνάζει
Πως τάχα εμποδίζεται να κάνει αντραγαθίες
Σ’ ότι ζητάει υποχωρεί πάλι ο Καραϊσκάκης,
Κι ο Στέφος διάταξε να πάει μαζί του κι ο Καλλέργης.
Εννιά Οχτώβρη κίνησαν. Όταν οι άτακτοι όμως
Είδαν ότι προχώραγε αφύλαχτος στον κάμπο
Σαν να’κανε παρέλαση, άρχισαν να το σκάνε.
Τότε αναγκάστηκε κι αυτός μ’ όλο το Ταχτικό του
Να κάνει πίσω. Και καλά που πρόλαβε. Γιατί όταν
Απ’ τά στενά επέρασε του Κιθαιρώνα, να σου
Στέλνει ασκέρι ο Κιουταχής μεγάλο, και τα πιάνει-
Μισή ώρα μόνον ύστερα που πέρασε ο Χαβίνος.
Μετά πήγε στα Μέθανα και με κανένα τρόπο
Την εκστρατεία δεν ήθελε του Γιώργη ν’ ακλουθήσει.
Το νέο του φιάσκο μάλιστα για να δικιολογήσει
Ελεγε πως τον πρόδωσε στους Τούρκους ο Γιωργής μου-
Γι αυτό λέει απότυχε, για τούτο και δε θέλει
Ούτε και τ’ όνομα ν’ ακούει πια Καραϊσκάκης.
Είδε κι απόειδε ο Γιώργης μου, τον έστειλε στο διάλο.
Στη σημερνή ξαναγυρνώ λοιπόν διήγηση μου.
Αφού είχαμε αποφάει πια, μετά το μεσημέρι,
Στέλνει ο Γιώργης και καλεί να ’ρθούνε στη σκηνή του
Των Σουλιωτών οι κεφαλές και οι Καπεταναίοι.
Μ’ έβαλε και τους έφκιασα καφφέ. Τούς τον επήγα,
Και τους εμοίρασα μαζί καρύδια και σταφίδες.
Σε λίγο εσηκώθηκε και μίλησε ο Γιώργης:
"Καπεταναίοι , το βλέπετε κι εσείς, πως τον Κιουτάγια
Δύναμη να τον βλάψουμε δεν έχουμε μεγάλη.
Ούτε η Κυβέρνηση στρατό δεν έχει να μας δώσει.
Μονάχοι ό,τ ι κάνουμε θα κάνουμε. Και λέω
Να πάμε για τη Ρούμελη. Ρούκης και Δυοβουνιώτης
Ετοιμοι τα καπάκια τους είναι να τα χαλάσουν
Και να ’ρθουνε μαζί με μας. Κι όταν αυτό θα γίνει
Γινόμαστε περσότεροι. Και από κει και πέρα
Και του Κιουτάγια κόβουμε όλους τους ζαϊρέδες,
Και τόνε δυσκολεύουμε πιότερο απ’ ό,τι τώρα.
Και στ’ άρματα σηκώνοντας όσους επροσκυνήσαν,
Αξαίνουμε τ’ ασκέρι μας και είμαστε καβάλα".
"Καλό το σχέδιο σου", του λεν, "μα δεν τ’ ακολουθάμε
Αν δε γενεί επιτροπή να κυβερνάει τ’ ασκέρι."
"Ποιόν θέλετε;" Τούς αρωτάει χωρίς καιρό να χάσει.
"Το Νότη Μπότσαρη" του λεν "θέμε απ’ τούς Σουλιώτες,
Και θέμε τον Νικηταρά από τους Μωραΐτες.
Και, Καραίσκο, εσένανε από τους Ρουμελιώτες".
"Το δέχουμαι. Αν ο βαθμός που ’χω, γίνεται μπόδιο
Για να σωθεί η Πατρίδα μου, τόνε πατάω χάμου."
"Και θέμε ό,τι θα ειπωθεί να το ’χουμε γραμμένο".
Κι αυτό το εδέχτη ο Γιωργής κι η μάζωξη ελύθη
Να πάνε σ’ όλους να το πουν, κι ύστερα να τα γράψουν.
Όταν αυτά που γίνανε τα ’μαθαν οι δικοί του
Γίνανε όλοι τους θεριά. Και πιο οι Παλαμηδιώτες.
Το ίδιο κι ο Νικηταράς, αν κι αρχηγό τον κάναν:
«Άπ’ όλους μας πιο άξιος ειν’ ο Καραισκάκης",
Τους είπε, "Και μονάχα αυτός να ’ναι αρχηγός μας πρέπει".
Κι όταν επήγαν τα χαρτιά στο Γιάννη το Σουλτάνη,
Τα ξέσκισε, "να!", λέγοντας ", «η υπογραφή μου εμένα".
Όλοι κατόπι έρχονται και βρίσκουνε το Γιώργη:
"Τ’ είναι αυτές οι επιτροπές που δέχτηκες να κάνεις;
Εμείς εσέ γνωρίζουμε για μόνον αρχηγό μας.
Αμα δε θέλεις πες το μας, και τότε βρίσκουμε άλλον" .
"Το δέχτηκα να μη σταθώ σε τίποτις εμπόδιο.
Μα σεις αν δεν το θέλετε, ούτε κι εγώ το θέλω".
Κι αμέσως στέλνει και μηνά και λέει στους Σουλιώτες:
Τ ’ ασκέρι μου άλλον αρχηγό δε θέλει από μένα.
Θέτε μαζί μου να ’ρθετε, ελάτε. Κι αν δε θέτε,
Ο, που αποφασίσετε μονάχοι σας τραβάτε".
Το βράδυ ήσυχος ήτανε. Ξεκαθαρίσαν όλα.
Πήρε απόφαση χωρίς Χαβίνο και Σουλιώτες
πώς στον αγώνα θα ’μπαινε. Και αν για το Χαβίνο
Δεν εγνιαζότανε πολύ, αλλά για τους Σουλιώτες
Ηξερε ότι δίχως τους πιο δύσκολα ήταν όλα.
Μ’ αφού ήταν αδύνατο μαζί του να τους έχει
Τα σχέδια του τα έκανε χωρίς εκείνους τώρα.
Τον ρώτησα πώς δέχτηκε αμέσως όσα του ’παν-
Να κάνουν άλλον αρχηγό και κάτου να τα γράψουν.
Μου είπε:"Αχ μωρή Μαριώ, ήξερα τι θα γίνει
Πως γι αρχηγό τους άλλονε δε θέλουν οι δικοί μου
Και δε θα το δεχόντουσαν. Μα ’θελα να το δούνε
Μ’ αυτά τα ίδια μάτια τους οι μπάσταρδοι οι Σουλιώτες Μπάσκε κι αλλάξουνε χαβά. Αλλά δεν το πιστεύω
Γιατί νομίζεις, μόνοι τους κάνουνε ό,τι κάνουν;
Η πως εσκέφτη μόνος του "όχι" να πει ο Χαβίνος;
Κι από τους δύο βρίσκεται πισω ο τεσσαρομάτης
Που προτιμάει να χαθεί καλλίτερα η Πατρίδα
Παρά από μένα μου μισεί τη Λεφτεριά της να ’βρει.
Μα άμα βγω και τους τα πω, χειρότερα θα κάνουν.
Και δεν ειν’ ώρα για καυγά τώρα αναμεταξύ μας.
Τώρα η Πατρίδα χάνεται. Αυτοί αν δε το νιώθουν
Μα δε θα γίνω όμοιος μ’ αυτούς. Γιατί η ΙΙατρίδα τότε
Ενάντια όλα της τα παιδιά στη Λεφτεριά της θα ’χει.
Εγώ κι οι άλλοι αρχηγοί θα κάνουμε ό,τι πρέπει."
Και με τα μάτια του βαθιά βαθιά να του βουρκώνουν "Ξέρεις ποια ειν’ ωρή Μαριώ εμένα η προσευχή μου;
Θεέ, ό,τι κάνω εγώ καλό κι οι άλλοι Καπετάνιοι
Κάνε για την Πατρίδα μας να είναι πιό μεγάλο
Απ’ τό κακό όπου σ’ αυτήν κάνει ο τεσσαρομάτης".
Το βράδυ ο Γιώργης φώναξε και ήρθαν στη σκηνή μας
Ολους τους Καπετάνιους του: το Γιάννη το Σουλτάνη,
Τον Περραβό, τον Πανουργιά, το Γαρδικιώτη Γρίβα,
Τον Χατζηπέτρο, το Φωκά, Καλλέργη, Σπυρομήλιο
Και όλους τους μικρότερους που είχε Καπετάνιους-
Μικρούς μόνο γιατ’ είχανε κοντά τους λίγους άντρες,
Μεγάλους όμως σε αντρειά, δύναμη κι αξιοσύνη.
"Αποφασίσαμε" τους λέει "για Ρούμελη να πάμε.
Αλλ’ αν φερθούμε άσχημα στους δόλιους τους χωριάτες
Τίποτα δε θα κάνουμε. Πώς θα ’ρθουνε μαζί μας
Εμείς αν τους φερνόμαστε χειρότερα ’π’ τους τούρκους;
Εχουνε αποκάμει πιά. Ελιώσαν οι ανθρώποι.
Τσαρούχι δεν τους έμεινε. Γαϊδούρια πιά δεν έχουν.
Και πώς να πολεμήσουνε για Λεφτεριά, όταν βλέπουν
Οτι εμείς τους παίρνουμε οι ίδιοι ό,τι δικό τους;
Λοιπόν σας λέω τούτο δω-και στο Γραμματικό μου
θα πω να βάλει σε χαρτί τα λόγια αυτά, και όλοι
θα υπογράψουμε. Γιατί, από τούτο εξαρτάται
Οσο κι απ’ την αντρεία μας η Λεφτεριά του τόπου:
Σ’ όποιαν ανάγκη κι αν βρεθεί, κανένας δε θ’αρπάξει
Τίποτα από τους χωρικούς. Και όποιος παρακούσει
θα παιδευτεί πολύ βαριά. Και προστασία δε θα ’βρει
Από κανένανε. Αυτά. Και αύριο κινάμε".
(συνεχίζεται)