ΤΗ ΜΑΤΩΝΟΥΝ
Μια γυναίκα μεθυσμένη
πα' στο δρόμο ξαπλωμένη`
ξερατά στο φόρεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.
Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα της να φέρνω`
τέτοιες μνήμες με πληγώνουν-
με δονούν, μ' αναστατώνουν.
Απ' το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που, πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: σήκω μάνα!"
Τέτοιες μνήμες-α-δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω`
είμαι γέρος-με πληγώνουν`
την καρδιά μου τη ματώνουν.
Μια γυναίκα μεθυσμένη
πα' στο δρόμο ξαπλωμένη`
ξερατά στο φόρεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.
Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα της να φέρνω`
τέτοιες μνήμες με πληγώνουν-
με δονούν, μ' αναστατώνουν.
Απ' το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που, πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: σήκω μάνα!"
Τέτοιες μνήμες-α-δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω`
είμαι γέρος-με πληγώνουν`
την καρδιά μου τη ματώνουν.