Τρίτη 16 Απριλίου 2019


(συνέχεια του «ΚΑΡΑΊΣΚΑΚΗ»)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟ

Να και ο Βακαλόπουλος τι λέει:
Εξυπνος,επιτήδειος, δραστήριoς.
Μια από τις πιό ηρωΐκές, μας λέει,
Και πιό περίεργες μορφές του Αγώνα.
Έντονα τα χαρακτηριστικά του.
Μύτη λεπτή και ίσια. Μάτια είχε
αεικίνητα, μικρά, σπινθηροβόλα,
Και χαμογελαστά, μ’ ελαφρό κάποιο
Παιχνίδισμα εντός τους ειρωνίας.
Μαζί με το πλατύ το μετωπό του ,
δείχνουν ξυπνό κι ασύχαστο ένα πνεύμα.
Γρήγορα συνελάμβανε ένα σχέδιο,
Γρήγορα έινε τις διαταγές του
Αμέσως καταλάβαινε την έννοια
Οσων του αναφέραν οι στρατιώτες
Κι απάνταγε αμέσως στον καθένα.
Κι αυτό εντύπωση τους προξενούσε,
Και τον επέβαλε εύκολα στους γύρω.
Μέτριο ήτανε το ανάστημά του.
Καχεχτικό φτιαγμένο το κορμί του.
Μα μια ανεξάντλητη σ’ αυτό βρισκόταν
Μέσα πηγή ζωής, και σιδερένια,
Μια θέληση έσπρωχνε τ’ άρρωστο σώμα
Στη δράση του άγριου, σκληρού πολέμου
Με τις μεγάλες του δοκιμασίες.
 Κι η φλόγα αυτής της θέλησης νικούσε
Και σβήνονταν του πυρετού η φλόγα.
Κατάκοιτος απάνου σε φορείο
Τις αστραπιαίες διάταζε πορείες
Μες από τα βουνά τα χιονισμένα
Που θαυμασμό θα προξενούνε πάντα
Σ’ όσους αργότερα θα τις μαθαίνουν.
Οι αυθόρμητες και ανυπόκριτές του
Συχνά στα άκρα φτάναν οι εκδηλώσεις.
Κι ή σ’ασυγκράτητο θυμό εφτάναν,
Ή σ’ αχαλίνωτα πάλι αστεία,
Που με αισχρολογίες στολισμένα
Και με βρισιές, εφέρνανε το γέλιο.
Οι χαριτολογίες και τ’ αστεία
Αβίαστα και φυσικά εβγαίναν
Απ’ τής γερής του της ψυχής το βάθος.
Αντρεία, τόλμη, γενναιοδωρία,
Συμμετοχή στους κόπους και κινδύνους
Που υποφέρανε τα παλληκάρια,
Τον είχαν κάνει όσο κανέναν άλλο
Αγαπητότατον ανάμεσά τους.
Είχε μυαλό που πάντοτε γεννούσε
Και είχε φυσική μια ευγλωττία.
Αληθινά ήτανε προικισμένος
Από τη φύση με αρετές που μόνο
Σε αρχηγούς μεγάλους συναντιώνται.
Γνώριζε τέλεια την ψυχολογία
Ή τακτικού ή άτακτου στρατιώτη
Και σημασία έδινε  μεγάλη
Στην τακτική και αρκετή τροφή του,
Για να ’χει αυτός θερμό το φρόνημά του
Και να μη ρέπει προς την αταξία.
Γι αυτό κι απ’την Κυβέρνηση ζητούσε
Τροφές μονάχα και πολεμοφόδια
Κι όχι μιστούς όπως οι άλλοι όλοι.
Αυτά κι ο Βακαλόπουλος μας λέει.
Και ο Παπαρρηγδπουλος μιλάει
Για τα λεπτά τα συναισθήματα του:
Μέσα στην ακατέργαστη ψυχή του
Υπήρχαν ευγενείς χορδές, μας λέει,
Που αν κάποιος ήξερε να τις αγγίσει
Ανταποκρίνονταν και αντηχούσαν.

Κανείς αν ψάξει θα ’βρει κι άλλων κρίσεις.
Αλλ’ αρκετές είναι αυτές για τώρα.

Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ο Κιουταχής μαζί του κουβαλώντας
Μέχρι χιλιάδες δυό καβαλαρία
Και πεζικό περίπου έξη χιλιάδες
Φτάνει το εικοσιέξη τον Ιούνη
Στην Αττική, χωρίς εμπόδια να ’βρει.
Εστησε το τσαρδί του στα Πατήσια
Και άρχισε το μπλόκο της Αθήνας
Που έντεκα κοντά βάσταξε μήνες.
Με τα κανόνια που ’φερε μαζί του
Χτυπώνταςτης Ακρόπολης το βράχο
Αποτελείωσε το κακό που αρχίσαν
Ο Μοροζίνης κι ύστερα ο Ελγίνος.
Σαν είδε πως δε μπόρειε με γιουρούσι
Τον Ιερό το Βράχο ν’ αποκτήσει,
Φέρνει απ’ την Τουρκιά λαγουμιτζήδες
Ν’ ανοίξουν τρύπες κατ’ από το Βράχο
Και να τόνε τινάξουν στον αέρα 
Μαζί με τη Φρουρά και με τ’ Αρχαία.
Μα μέτραγε χωρίς το Χορμοβίτη.
Ο Χορμοβίτης-Κώστας το μικρό του-
Ηταν λαγουμιτζής απ’ τούς δικούς μας.
Στο Μεσολόγγι θαύματα είχε κάνει.
Το ίδιο έκανε και στην Αθήνα.
Οταν οι εχθροί τη γη μας ετρυπούσαν,
Χαμπάρι το ’παιρνε κι έτρεχε αμέσως
Και άλλα σκάβοντας δίπλα λαγούμια
Τίναζε το δικό τους στον αέρα.
Αλλοτε άνοιγε πηγάδια γύρω
Κι εκείνων εξεθύμαιναν στα κούφια.
Κι άλλες φορές ξετρύπωνε πού τα ’χαν
Κι έκλεβε απ’ τά λαγούμια το μπαρούτι.
Η Ακρόπολη εσώθη απ’ αυτόνε.
Σ’ αυτόν τα εκατομμύρια των ανθρώπων
Χρωστάνε πως μπορούνε να πηγαίνουν  
Και να θαυμάζουν πάνω της τ’ Αρχαία.   
Ποιός όμως σήμερα τόνε θυμάται;
Ποιός σήμερα ποτέ τον αναφέρει!  
Μα όλοι θυμούνται το Μαυροκορδάτο
Για όλες που ’κανε τις ατιμίες.
Και πού στημένο είναι τ’ άγαλμά του;
Μα πουθενά. Τα μάρμαρα χρειαζόνται
Για να κοσμούν τις βίλες των πλουσίων
Που ζουν κι υπάρχουνε χάρις σε κείνον.
Η αξία του καλλίτερα μετριέται
Από του Κιουταχή γι αυτόν τα λόγια:
"Αν έρχονταν για μένα να δουλέψει   
θα του ’δινα τόσο πολύ χρυσάφι    
Οσο το σώμα του ζυγίζει βάρος".   
Και γράφει ο Μακρυγιάννης ο καημένος 
Με όλη την απλή κι αγνή καρδιά του   
Απευθυνόμενος προς την Πατρίδα  
Σα να ’ταν κάποιος συνομιλητής του
Που του μιλεί και τον ενημερώνει:

"Ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης-και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε δια την Πατρίδα... Εις το Μεσολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμει. Πατρίδα, του χρωστάς πολλά αυτουνού του αγωνιστή. Θησαυρούς του δίνει ο Κιουτάγιας να γυρίσει. Διά σένα, Πατρίδα, όλα τα καταφρονεί."

Και δεν το παίρνει ο Κίουταχής το Κάστρο-        
και συνεχίζει την πολιορκία.



ΠΕΝΤΕ ΑΝΑΘΥΑΣΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Βρισκόμαστε πια στο εικοσιέξη.  
Πέντε χρονιές μετά το εικοσιένα.
Τόσο πολλά στο μεταξύ εγίναν…
Τόσο πολλά ο Χρόνος αναγκάστη    .  
Τα χρόνια αυτά μέσα του να χωρέσει   
Που μοιάζουνε αυτά τα πέντε χρόνια
Σαν πέντε αργομέτρητοι αιώνες.
Πόσο μακριά η εποχή φαντάζει  
Που όλη η Ελλάδα μας απ’ άκρη σ’ άκρη
Από τον Τούρκο ήταν πατημένη…
Κι αν τώρα ο Μωρηάς δεσμώτης πάλι, 
Πόλεις πολλές είναι δικές μας όμως.
Τ’ Ανάπλι πρώτο, η Πρωτεύουσα μας.
Κι από τη Στερεά μένει η Αθήνα.
Κι ακόμα η Τουρκιά να πολεμιέται. 
Και πόσο η εποχή μακριά φαντάζει.
Του Αλήπάσα… κι αυτή του Κατσαντώνη… 
Πόσο πληθύνανε τώρα οι Κλέφτες!    
Πόσοι πολέμοι, πόσες μάχες έχουν 
Από τα τότε γίνει… 'Ελληνες πόσοι
Χάσανε την πολύτιμη ζωή τους
Και όσοι μένουν πόσα έχουν ζήσει,
Πόσο πολλά γεμίσαν τη ζωή τους,
Πόσο μεγάλωσαν σε πέντε χρόνια
Λες είναι άλλοι άνθρωποι κι όχι οι ίδιοι,
Σαν είκοσι ζωές να ’χουνε ζήσει.
Κι έχει η ελπίδα πίστη τώρα γίνει
Πως γυρισμό δεν έχει το ποτάμι,
Πως η θα έρθει Λευτεριά στον τόπο
Η όλους μας ο Χάρος θα μας πάρει.
Μα η πιό τρανή η αλλαγή είναι τούτη:
Μετά από τετρακόσα δούλα χρόνια
Οι Ελληνες εφτιάξαν πάλι Κράτος.
Καλά πολλά αλήθεια κλείνει εντός του
Αυτό το γεγονός' αλλά και πόσα
Κακά δεν έχουν γίνει στ’ όνομά του
Πόσα καινούργια γέμισαν τον τόπο,
Φραγκόφερτα, και πόσα απ’ τα παλιά του
Να τα ξεχνάν οι Ελληνες αρχίσαν…
Και τώρα μ’ άλλα έθνη συνεννοούνται
Και λένε "η Ελλάδα" όπως οι Γάλλοι
Λεν "η Γαλλία". Και Κυβέρνηση έχουν
Οπου φροντίζει για τα δίκαιά τους,
Μιλώντας λεύτερα κι ίσα με τ’ άλλα
Τα Ευρωπαϊκά, μεγάλα κράτη.
Απ’ την Ευρώπη όλοι τους θαυμάζουν
Για την παλληκαριά που ’χουνε δείξει
Στον πόλεμο που κάναν με τους Τούρκους.
Και συμπονάνε τις κακοπάθειές τους.
Κι από τα μάκρη έρχονται του κόσμου
Αντρες μικροί, φτωχοί, μεγάλοι, πλούσιοι,
Και κάνουν ό,τι δύναται καθείς τους
Να τους βοηθήσουνε όπως μπορούνε.
Γιατί ενώ η Ελλάδα ήταν ως τώρα
Χαμένη λες για τα καινούργια έθνη
Και ήτανε γνωστή στους ξένους όλους
Μον’ από τα βιβλία των σοφών της,
Ξάφνου πετάχτηκε πάνου η ίδια
Κι έλαμψε σ’ όλους. Κι είδανε πως ό,τι
θαυμάζαν στα χαρτιά και στα βιβλία,
Δεν ήταν φαντασιά ή παραμύθι
Μα το ’δαν ζωντανό εκεί, μπροστά τους,
Με την Τουρκιά να κονταροχτυπιέται
Και για την ύπαρξη του να παλεύει.
Και όπως κάθε αιώνιο και μεγάλο
Τις ευγενείς έλκει ψυχές κοντά του,
Και η αθάνατη Ελλάδα έτσι
Σαν φάρος φωτεινός ’φάνη στον κόσμο,
Το δρόμο δείχνοντας σε ωραιολάτρες
Κι ωραιοκάμωτους θαλασσοπόρους.
Μ’ αφότου οι Ελληνες φτιάξαμε κράτος,
Και τα κακά πολύ επερισσέψαν.
Και πιό κακό απ’ τά κακά το χρήμα,
Φερμένο στην Ελλάδα με τα Δάνεια
Που η τρανή μας έδωσε Αγγλία. 
Κι είχε το χρήμα αυτό  φέρειμαζί του
Ο,τι κακό μαζί του πάντα φέρνει:
Απανθρωπιά, κλεψιά και ατιμία.
Κι ενώ αυτά τα τρία γνώρισμα ήταν
Ως τότε, των Ελλήνων μόνο εκείνων
Που οι Τούρκοι προνομιούχους είχαν κάνει,
Τώρα που η Τούρκικη είχε σβήσει τάξη
Το χρήμα που απ’ την πλούσια την Αγγλία 
Είχε αδέσμευτο μπει στην Ελλάδα,
Πολλοί έλληνες να το ’χουνε ποθούσαν.
Και πουληθήκανε πολλοί για κείνο.
Και επαράλυσε η Ελλάδα όλη
Απ’ τις φωνές που ασίγαστα ζητούσαν 
Κι απ’ τά ζητιάνα χέρια τ’ απλωμένα.   
Αλλά το πιό κακό που είχε κάνει
το χρήμα τότε στη φτωχιά Ελλάδα,
Ήταν που αγόρασε Καπεταναίους   
Που αυτοί με τη σειρά τους αγοράσαν
Λεβέντες που το χρήμα πρώτα βλέπαν
Κι ύστερα της Πατρίδας την ανάγκη.
Μα ευτυχώς υπήρξανε κι εκείνοι
Με πρώτο απ’ όλους τον Καραϊσκάκη 
Που δε μολύνθηκαν απ’ την αρρώστια,
Κι εξακολούθησαν μέλημα πρώτο        
Τη Λεφτεριά μας να ’χουνε στο νου τους.
Και όχι μόνο, μα να προσπαθούνε       
Να σώσουν κι άλλους απ’ την εθνοφθόρα 
του χρήματος επάνω τους επήρεια.

Αλλά για την κατάσταση ετούτη 
που έφερε το χρήμα στην Ελλάδα
Καλλίτερα ας ακούσουμε τον Humphreys,
Που τον καιρό που τρώγονταν τα Δάνεια
Για λίγες μέρες βρέθηκε στο Ναύπλιο,
Οπως μες στο βιβλίο του τα γράφει
Που τιτλοφόρησε “PICTURE OF GREECE”:
«...το δάνειο κατάστρεψε πιότερο από κάθε τι άλλο την Ελλάδα... Η έδρα της Κυβέρνησης ήταν μια κοσμοπλημμυρισμένη Βαβέλ από τυχοδιώκτες, που φορούσαν τα πιό παράταιρα κοστούμια όλων των εθνών-μιά μασκαράτα βρώμικου μεγαλείου και πιό βρώμικιας ακόμα αθλιότητας. Μισοπεινασμένοι αλιτήριοι
και θεσιθήρες,    μ’ ολάνοιχτα τα στόματά τους, ζούσαν με την ελπίδα του δανείου, κι έκαναν το καθετί κάτι να χάψουν απ’ αυτό, όσο λίγο κι αν ήταν. Τόση στεκόταν η προσπάθειά τους, που ποτέ άλλοτε δε φανερώθηκε τέτιος ζήλος γιά την υποστήριξη της αυταρχικής εξουσίας,όσο τότε στο Ναύπλιο. Στην παραμικρή υπόνοια πως κάποιος δεν παραδεχόταν άσπιλες και πάνσοφες όλες τις ενέργειες των κυβερνώντων, η τιμωρία ακολουθούσε άμεση. Ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, ο Νικήτας, ο Οδυσσέας, που είχαν αποχτήσει μεγάλη φήμη για τον γενναίο τρόπο που υπεράσπισαν τη χώρα τους, ήταν πια όλοι τους καταδικασμένοι ανέκκλητα. Τους έλεγαν αντιπατριώτες. Ο λιβανωτός κι οι κολακείες σ’ αυτούς που κυβερνούσαν τους ξεγύμνωσε, όπως ως τότε ήσαν ασυνήθιστοι σε τέτιες εκδήλωσεις, από κάθε μετριοπάθεια και φρόνηση".

ΧΑΪΔΑΡΙ

Φεύγοντας απ’ τό Ναύπλιο ’Καραΐσκάκης
Φτάνει στη Σαλαμίνα. Εκει πέρα
Τον καρτερούν ο Βάσος κι ο Κριεζώτης,
Οι δυό απροσκύνητοι Καπεταναίοι.
Μαζί τραβάνε για την Ελευσίνα
Και στήνουνε στην πόλη αυτή τ’ ορδί τους.
Στις πέντε Αυγούστου ο Καραϊσκάκης
Μ’ όλο τ’ ασκέρι του πάει στο Χαϊδάρι.
Ολοι περίπου τέσσερες χιλιάδες.
Οι τρεις χιλιάδες ειν’ οι άτακτοί του
Κι οι χίλιοι είναι όσοι ο Φαβιέρος
Κι εκείνος έφερε στην Ελευσίνα.
Παίρνουν τροφή τριών ημερών μονάχα.
Σκοπός τους είναι όχι να πολεμήσουν
Μα να ενοχλήσουν τον εχθρό μονάχα.
Πιάσαν  του Χαϊδαριού το Περιβόλι.
Ρίχνουν μονόφορα όταν εφτάσαν
Να τους ακούσουνε οι Αθηναίοι
Και να χαρούν που ήρθαν οι δικοί τους.
Το ρίξιμο μιας μπαταριάς απ’ όλους,
Συνηθιζόταν τον καιρό εκείνο
Σαν μήνυμα προς καποιους, ή σα μέσο
Της γνωστοποίησης κάποιας ενέργειας
Σε φίλους αλλά και σ’ εχθρούς ακόμα.
Υστερα το ασκέρι των ελλήνων
Ησύχασε ώσπου να ξημερώσει.
Τότε ο Καραϊσκάκης περιμένει
Πως θα ’ρθει ο Κιουταχής, επιζητώντας
Να τόνε διώξει από τη γειτονιά του.
Ετσι και γίνηκε. Σα φέγγει η μέρα
Βγαίνει ο Κιουταχής με τους δικούς του.
Χωρίς τον αρχηγό να ενημερώσει,
Και βέβαια χωρίς να τον ρωτήσει,
Δυό κανονιές του ρίχνει ο Φαβιέρος
Κι ορμάει με τους χίλιους ταχτικούς του.
Φιλέλληνας ήτανε ο Φαβιέρος,
Που ήρθε στην Ελλάδα να βοηθήσει
Την Επανάστασή μας. Ήταν γάλλος.
Και φιλελεύθερος. Και παλληκάρι.
Μα απ’ την παλληκαριά του πιο μεγάλη,
Η αμυαλιά κι η ξεροκεφαλιά του.
Πάντα του κάνει ό,τι του κατέβει
Χωρίς κανέναν άλλονε ν’ ακούει.
Οξύθυμος και πάντα να νομίζει
Πως έχει ανυπολόγιστη αξία
Που δεν του τη γνωρίζουνε οι άλλοι.
Ο Καραϊσκάκης οπού τους μετρούσε
Ολους σωστά τ’ αστραφτερό μυαλό του,
Αμέσως τον κατάλαβε, και τούτο
Το παρατσούκλι του ’βγαλε: χαβίνος.
Θα πει κουτούτσικος. Και όλα όσα
Εκανε στην Ελλάδα ο Φαβιέρος
Πετυχημένο δείχνουν το "χαβίνος".
Όμως, αν και χαβίνος, η Ελλάδα
Μεγάλη μία χάρη του χρωστάει:
Που μπήκε στην Ακρόπολη οδηγώντας
Πανω από πεντακόσα παλληκάρια
Αυτή όταν ήταν αποκλεισμένη.

Το Ταχτικό σα βλέπουν οι δικοί μας
Να βγαίνει και να ρίχνεται στη μάχη,
Νομίζουνε πως ο Καραϊσκάκης
Έφοδο διάταξε, κι ακολουθούνε.
Οι Τούρκοι κάνουν πως υποχωρούνε
Για να τραβήξουν μέσα το Φαβιέρο
Κι ύστερα εύκολα να τον τσακίσουν.
Και ο Φαβιέρος πέφτει στην παγίδα.
Βλέπει ο Καραϊσκάκης τι θα γίνει
Αν ο Φαβιέρος πέσει μες στον καμπο
Και του ριχτούνε οι καβαλαραίοι,
Κι αμέσως τις Τρουμπέτες τ’ ασκεριού του
Προστάζει να βαρέσουν ρετιράδα.
Κι έγκαιρα αποτραβιέται το ασκέρι.
Νομίζοντας πως ο Καραϊσκάκης
Φοβήθηκε ότι θα δοξαζόταν
Γι αυτό και τους εγύρισε όλους πίσω,
Ο οξύθυμος χολώνεται Φαβιέρος.

Πριν ρίξουνε τ’ ορδί στην Ελευσίνα
Κι ενώ στη Σαλαμίνα ακόμα ήταν,
’Σκέφτη ο Καραϊσκάκης και οι άλλοι
Στον Πειραιά στρατόπεδο να στήναν.
Μα όταν γι αναγνώριση εβγήκαν
Τους είχανε καρτέρι στήσει οιΤούρκοι
Και παραλίγο να χαθούνε όλοι.
Κι αυτή ’ταν η κυριότερη αιτία
Που τότε δεν επιάσαν τον Περαία.
Μα τώρα βλέποντας ο Καραϊσκάκης
Πως επικίνδυνο είναι το Χαϊδάρι.
Το βράδι αυτής της ίδιας της ημέρας
Πολεμικό συγκάλεσε συμβούλιο.
Και όλοι μέσα εκεί αποφασίζουν
Στον Πειραιά να παν ορδί να ρίξουν:
Λεύτερη θάλασσα πίσω τους θα ’χαν,
Και γι ανεφοδιασμό, μα και για ασφάλεια.
Μα κι αν συμφώνησαν οι άλλοι όλοι,
Δε συμφωνεί μαζί τους ο Φαβιέρος.
"Αν σεις φοβόσαστε" τους λέει "φευγάτε.
Εγώ θα μείνω εδώ και θα νικήσω".
Μπροστά στη στενοκεφαλιά του Φράγκου
Και για να μη τους ταχτικούς του χάσει
Τι να ’κανε και ο Καραϊσκάκης,
Εδωσε τόπο στην οργή-και μένουν.
Για να ’ναι σίγουρος όμως προστάζει
Να πιάσουνε ο Περραιβός κι ο Λέκκας
Το λόφο μπρος από το Περιβόλι
Κι ευθύς σα φτάσουν να ταμπουρωθούνε
Για να ’ναι ασφαλισμένοι από τους Τούρκους.
Την άλλη μέρα ο Κιουταχής λουφάζει
Προσμένοντας ο Ομέρπασας να φτάσει
Από την Κάρυστο (του ’χε μηνύσει).
Και την παράλλη, στις οχτώ Αυγούστου,

«εν ω ακτίνες του ηλίου επιβαίνουσαι του Υμμητίου ορούς εφώτιζον τας κορυφάς του Κορυδαλλού" (Περραιβός)»

Φανήκανε να βγαίνουνε οι Τούρκοι
Απ’ τον πυκνόφυλλο τον ελαιώνα.
Πεζοί γύρω στις έξη ήταν χιλιάδες,
Κι ο Κιουταχής ο ίδιος αρχηγός τους.
Και την καβαλαρία, δυό χιλιαδες,
Ο Ομέρ την οδηγούσε της Καρύστου.
Βλέπει τον κίνδυνο ο Καραϊσκάκης
και τρέχει από ταμπούρι σε ταμπούρι
Ψυχώνοντας ένα ένα τους λεβέντες:
Θυμίζοντας τους τις παλιές τις δόξες
Και προκαλώντας τους να μην ντροπιάσουν
Όποια τιμή αποκτήσαν με θυσίες.
"Ωρέ Γιωργή, θυμίσου το Κομπότι
Που τους λιανίσαμε τους κερατάδες…
Τώρα χειρότερα πρέπει να πάθουν.
Τότε δε μπόρηγα να σε κρατήσω.
Ετσι και τώρα να σε βλέπω θέλω.
Κώτσο Βρανά, κι εσύ ωρέ Γιαννακούρο
Θυμάσαι απέξω από το Μισολόγγι;
Και κείνος Κιουταχής ήταν και τούτος. 
Ιδια ζαγάρια είναι όπως και τότε.
Νομίζουν πως το μπούγιο θα νικήσει.
Δεν ξέρουν ότι τότε ο Γιαννακούρος
Με πέντε μαζεμένους τα ’χε βάλει
Κι ούτε πως γύρισε με τρία όπλα
Στ’ ορδί ο Βρανάς, ασημοστολισμένα.
Μην ντροπιαστούμε σήμερις αδέρφια.
Κι αν δείτε δειλιασμένονε κανέναν,
Ψυχώστε τον εσείς που είστε γενναίοι.
Μήλιο, μην το ξεχνάς-έλληνας είσαι.
Και μη την πάθεις σαν το Σοβολάκο
που σ’ είχανε στριμώξει οι τουρκαλάδες
Σαν αγριοκάτσικο μέσα στα γκρέμια.
Δεν ειν’ ο πόλεμος δύναμη μόνο.
Και το μυαλό σου βάλε να δουλέψει.
Μάρκο και Φούντα-έλληνες, για ακούστε:
Μέσα στα Γιάννενα μαζί κλεισμένοι
Με τον Αλή μαχόμασταν αντάμα
Ενάντια στα σουλτανικά τ’ ασκέρια
Και κιντυνέψαμε και τη ζωή μας
Για τον παλιότουρκο… Τώρα η πατρίδα!
Γι αυτήν να πολεμήσουμε ζητάει.
Αν τότε ήμασταν μία γενναίοι,
Δέκα φορές ετώρα να φανούμε.
Αν τότες επεθαίναμε αδέρφια,
Θα ’μασταν άγνωστοι μέσα σ’ αγνώστους.
Μ’ αν κάποιος από μας πάει από βόλι,
Τη δόξα του όλοι τώρα θα ζηλεύουν.  
Λοιπόν απάνου στους σελεπιτζήδες.
Ωρέ Κριάρα, πες και στους δικούς σου,
Αν θα φανείτε όλοι παλληκάρια,
Πέντε φλουριά σας δίνω να μοιράστε".

Στο μεταξύ ο Φαβιέρος τα δικά του:
Βγάζει τους ταχτικούς του στο μεϊντάνι –
το πρώτο τάγμα, με αρχηγό τον Ρόμπερτ-
Χωρίς ο αρχηγός να το διατάξει.
Σαν ήρθαν αντιμέτωποι με τούρκους,
Εκιότεψε ο Ρόμπερτ και το σκάει.
Οι Τούρκοι παίρνουν θάρρος οι ντελήδες,
πέφτουν σα σίφουνας πα’ στούς δικούς μας,
και τους χαλάνε και τους σμπαραλιάζουν.
Να σχετικά ο Περραιβός τι γράφει:

"Εις τούτην την περίστασιν ο Συνταγματάρχης Φαβιέρος, ου μόνον του πολέμου, αλλά και της φιλανθρωπίας τα χρέη παρέβη' διότι ενώ προ οφθαλμών του εθυσιάζοντο και ηχμαλωτίζοντο οι συναγωνισταί του, και ενώ διετάχθη εγκαίρως από τον Αρχηγόν να τους σώσει, αυτός εθεώρει ως κωμικόν το τραγικόν συμβάν".

Βλέπει  τι γίνεται ο Καραϊσκάκης
Και τους γλιτώνει απ’ τού χαμού τα νύχια:
Πρώτος ορμάει φωνάζοντας στους άλλους
"Όποιανου η καρδιά του του βαστάει
Εγώ πηγαίνω-ας μ’ ακολουθήσει!»
Διακόσοι αντρειωμένοι ακολουθάνε
Κι όπως η τούρκικη καβαλαρία
Είχε ανακατευτεί με την πεζούρα
"Βαράτε μέσα στο σωρό" τους λέει,
"Αλλά ψηλά να βάζετε σημάδι".
Και φύγαν πίσω οι καβαλαραίοι
Του Ομέρπασα με την ουρά στα σκέλια,
Κι οι ταχτικοί σωθήκαν του Φαβιέρου.
Μετά ο Κιουταχής ορμάει στο λόφο
Αυτόν που είχε ο Περραιβός είχε πιασμένον. 
Ο Περραιβός, λιοντάρι αγριεμένο,
Κάνει μεγάλο χαλασμό στους Τούρκους.
Παραμεράν εκείνοι να συνέλθουν.
Ο Περραιβός βρίσκει την ευκαιρία,
Πιάνει και γράφει στον Καραϊσκάκη:
"Να τους χτυπήσουμε είναι ευκαιρία,
Προτού ταμπουρωθούν. Ελάτε όλοι".
Του απαντάει ο Καραϊσκάκης:
"Μαζί σου σύμφωνος είμαι αδερφέ μου.
Μα ο Φαβιέρος κάνει τα δικά του.
Ελπίζω να τον πείσω και να’ ρθούμε".
Ο Κιουταχής στο μεταξύ θαρρεύει
Και πέφτει απα’ στο κέντρο των Ελλήνων.
Φιλέλληνες και Βάσος και Κριεζώτης
Γενναία πολεμάνε και τον διώχνουν.
Σαν το λυσσάρικο σκυλί ο Κιουτάγιας
Που κίνδυνο δε νιώθει κι έχει ένοια
Να κόψει μοναχά και ν’ αφανίσει,
Πέφτει μ’ ορμή απάνου στο ταμπούρι
Που το κρατεί ο καπτα Γιάννη-Κώστας
Από τη Γότσιτσα, χωριό της Πίνδου.
Και οι δικοί του τον γυρίζουν πίσω.
Μιά, δυό, πέντε φορές. Άδικα όμως.
Ο Γιάννη-Κωστας, αν και πληγωμένος
Δεν παρατάει το πόστο του να φύγει.
Ο αρχηγός που όλα παντού τα βλέπει,
Τη δυσκολία τους καταλαβαίνει
και τρέχει μόνος του να τους βοηθήσει.
"Τ’ ήρθες;" Του λέει ο Γιάννη-Κώστας."Φεύγα.
Αμα χαθείς εσύ, χαθήκαμε ούλοι".
Παινάει το θάρρος τους ο αρχηγός τους:
"Ωρέ παλληκαράδες να μου ζήστε!
Ωρέ φύτρες ελλήνων να μου ζήστε!"
Τώρα απάνου στο βρασμό της μάχης,
Από τα Μέγαρα κάτι στρατιώτες
Λιποψυχάνε, παρατάν τους άλλους,
Και τρέχουν στον Κορυδαλλό γι ασφάλεια.
Του’ το φευγιό τους βάζει όλους σε σκέψεις
Μην αρχινίσουν κι άλλοι να λακάνε
Και την πληρώσουνε οι τελευταίοι.
Λέει στον Περραιβό ο Καραϊσκάκης
Να τραβηχτεί να πάει στο Περιβόλι.
Του απαντάει αυτός θα περιμένει
Να πέσει το σκοτάδι, γιατί αν φύγει
Οσο ακόμα δίνει φως ο ήλιος,
θα τους  τσακίσουν οι καβαλαραίοι.
Μαζί του συμφωνεί ο Καραϊσκάκης.
Μα επειδή ως τότε θα μπορούσε
Πολλά να γίνουν, κι η υποχώρησή τους
Να μη γινεί με προσοχή και τάξη,
Τολμάει πάλι ο Καραϊσκάκης:
Τη μπροστινέλα για να ξαλαφρώσει
Και για να διώξει κάθε υποψία
Απ’ το στρατό για ξαφνική φευγάλα,
Ρίχνεται πάνου ο Καραϊσκάκης
Στους τούρκους που πολέμαγαν να κλείσουν
Τον μπροστινό του Περραιβού το λόφο.
Ταράχτηκε ο εχθρός όταν τον είδε,
κι αναθαρρήσανε όλοι οι δικοί μας.
Κι αργότερα, σαν ήρθε το σκοτάδι,
Λέει ο περραιβός στα παλληκάρια:
"Όταν «απάνου τους!» θα σας φωνάξω,
Ν’ αρχίστε να χτυπάτε τα ποδάρια
και να φωνάζετε κραυγές πολέμου,
Σα να ετοιμαζό’στε για γιουρούσι.
Αντί όμως μπροστά να προχωρήστε,
Ν’ αρχίστε να τραβάτε κατά πίσω,
Στο Περιβόλι, που ’ν’ ο αρχηγός μας-
Δεν ήρθ’ η ώρα του Ρεσίτη ακόμα".
Επέτυχε το κόλπο. Σμίξαν όλοι,
και φεύγουν πάλι για την Ελευσίνα.

Στις μάχες που γινήκαν στο Χαϊδάρι
Χαθήκαν τετρακόσοι τόσοι Τούρκοι
ενώ οι δικοί μας χάσαν εβδομήντα.
Στη νίλα που έπαθε το πρώτο τάγμα
Του ταχτικού που διάταζε ο Φαβιέρος,
Δεκάξη Ελληνες πιάσαν οι Τούρκοι.
Εκτός ενός, τους πήραν το κεφάλι.
Τον άλλον, Αθηναίο, το Χατζη-Λάμπρο,
Πατέρα εφτά ανήλικων παιδιώνε,
Τόνε καρφώσανε σ’ ένα ντουβάρι
Από τ’ αυτιά, τα χέρια και τα πόδια.
Περάσαν ώρες εβδομήντα δύο
και ο κακόμοιρος ζούσε ακόμα.
Περνά ένας Τούρκος που παλιά ο Λάμπρος
Τον είχε μ’ έναν τρόπο ευεργετήσει,
και του φωνάζει: «Αν το καλό θυμάσαι
Που σου ’κανα, τράβα και σκότωσέ με".
Κι αυτός τον ψυχοπόνεσε-τραβάει
Και τέλος έδωσε στο μαρτύριό του.

Έτσι ετέλειωσε η γνωριμία
που τα στρατεύματα δώσαν απέξω
Απ’ την Ακρόπολη-το προεόρτιο
Των όσων ακλουθήσανε αγώνων
και θυσιών για τον ιερό το Βράχο.
Έτσι του Κιουταχή ο εφιάλτης
Ο γύρω απ’ την Αθήνα είχε αρχίσει-
Ο εφιάλτης που για πρόσωπό του
Το πρόσωπο είχε του Καραϊσκάκη.
Κι έτσι αρχίνησε η εποποιία
Η μεγαλύτερη του Εικοσιένα,
Κι έτσι αρχίσαν τα μεγάλα έργα
Του αρχιστράτηγου Καραϊσκάκη,
Κι έτσι της δόξας ρίζωσε το δέντρο
Όπου εκάρπισε τη Λεφτεριά μας.


ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΚΙΟΥΤΑΧΉ

Σαν έφτασαν βραδύ στην Ελευσίνα,
Ύπνος δεν έπιανε τον Καραϊσκάκη.
Ετράβηξε και πήγε στ’ ακρογιάλι
κι άρχισε να βολτάρει πα’ στήν άμμο.
Σκέφτονταν τί θα έπρεπε να κάνει.
Εδώ αντενεργούσαν στα σχέδιά του
Κι οι Καπετάνιοι οι άλλοι, κι ο Φαβιέρος.
Κι άστραψε μια ιδέα στο μυαλό του:
Στη Ρούμελη! Στη Ρούμελη να πάει!
Στα χώματά του. Στη μικρή πατρίδα.
Εδώ όλοι ξένοι κι όλοι τόνε διώχνουν.
Στη Ρούμελη! Από κει θα ξαναρχίσει.
Θα πάει πάλι να την ξεσηκώσει
και δύναμη απ’ τό χώμα της να πάρει.
Κι αφού τη νέα την απόφαση του
Εξέτασε απ’ τις μεριές της όλες
Και πουθενά ψεγάδι δεν της βρήκε
Υστερα απόφυγε να πάει για ύπνο
Για να μπορέσει και να νιώσει όλο
Το μάλαγμα και την απαλοσύνη,
Για να μπορέσει όληνε να νιώσει
Την άκρα ηρεμία και γαλήνη
Που άξαφνα πλημμύρισε η ψυχή του.
Την άλλη μέρα παίρνει ο Καραϊσκάκης
Πρόσκληση από του Δεριγνύ το πλοίο
που ανάμεσα βρισκόταν αραγμένο
Σε Αμπελάκια και Λειψοκουτάλα,
Να πάει επίσκεψη και να του κάνει.
Τ’ αποφασίζει, και με το Χρηστϊδη
Γραμματικό του ευρωτοσπουδαγμένον
Τραβάν για τη φρεγάτα μ’ ένα μπρίκι
Που το κυβέρνα ο καπετάν Γιαννίτσης.
Φτάνοντας, βλέπουν τούρκους στο καράβι.
"Τί λες ωρέ Χρηστίδη; Μη μας κάνουν
Καμμία μπαμπεσιά οι πορδο-Φράγκοι;"
"Οχι αρχηγέ. Αυτό δεν το πιστεύω".
Δεν ήτανε ο μόνος που φοβόταν.
Όλοι οι μεγάλοι οι Καπεταναίοι
Αυτό είχανε πάντα στο μυαλό τους,
και όπως ξέρουμε όχι δίχως λόγο.
Τους πήγαν στο σαλόνι της φρεγάτας,
Και τι να δούνε... να ’ναι θρονιασμένοι
Σιμά στο Δεριγνύ δύο πασάδες.
Ο Κιουταχής κι ο Ομέρης της Καρύστου.
Ο Καραϊσκάκης χαιρετά το Γάλλο
Και κάνει πως τους άλλους δε γνωρίζει.
Ο Δεριγνύ: "Δε θα τους χαιρετίσεις
Τους Βεζυράδες Στρατηγέ;» του κάνει.
"Δεν τους γνωρίζω", κάνει ο Καραϊσκάκης.
"Ομέρπασας και Κιουταχής. Αυτοί ’ναι".
"Ας ειν’ καλά" λέει και χαιρετάει.
Αφού τον χαιρετήσαν κι οι πασάδες
Καθησε. Πρώτα ο Κιουταχής μιλάει:
"Πώς τα περνάς ωρέ Καραϊσκάκη;"
"Καλά πασά μου", "Ωρέ πώς το ’χεις κάμει
Να πάρεις τόσον κόσμο στο λαιμό σου:
περίμενα να ’ρθείς να προσκυνήσεις" 
"Εγώ να ’ρθώ και σε να προσκυνήσω;
Ρούμελη-βαλεσής εσύ αν είσαι,
Ρούμελη-βαλεσής κι η αφεντιά μου".
"Αν το αποφασίσεις Καραϊσκάκη
Δικά σου ειν’ τα βιλαέτια όλα
Από την Έγριππο ίσαμε την Άρτα".
"Γιατί πασά μου θέ ’τε τ’ άδικό μας;
Γιατί δε μας αφήνετε να ζούμε
Με ησυχία στον τόπο το δικό μας;"
"Με το σπαθί μας ήτανε δικός μας
Αυτός ο τόπος, και με το σπαθί μας
Δικός μας γρήγορα θα ξαναγίνει".
"Με σας μαζί ψωμί δεν ξανατρώμε"
Του λέει περήφανα ο Καραϊσκάκης.
"Αλλάχ σιβέρσιν Καραϊσκο, πες μου
πώς σου εφάνη χτες ο πόλεμός μας;
Τέτοιον ποτέ δεν είχα ματακάμει".
"Να σου ειπώ πασά. Αλλος πενήντα
Χιλιάδες μούλεγε ασκέρι έχεις,
Αλλος ογδόντα. Ηθελα ο ίδιος
Να μάθω-με τα ίδια μου τα μάτια.
Και τώρα που ’μαθα, καρτέραγέ με".
"Μακάρι.Το να πολεμώ με σένα
Μεράκι τα ’χω. Κι ύστερα, το βράδυ,
Να ’ρχεσαι στο τσαντήρι μου να τρώμε".
"Αυτό δε γίνεται ποτέ πασά μου.
Γιατί αν ήξερε η Διοίκηση μου
πως κρένω τώρα μοναχά μαζί σου
Κι εμέ θα κρέμαε, και τις δεκαπέντε
Χιλιάδες που ’χω αφήσει στη Λεψίνα".
(Και στη Λεψίνα είχε τρεις χιλιάδες.)
"Και πώς  ωρέ μπορεί να σε κρεμάσει;"
"Εσέ δε σε κρεμάει ο Σουλτάνος;"
"Ναι. Με κρεμάει γιατ’ είναι βασιλιάς μου."
"Και με η κυβέρνηση μου με κρεμάει
Γιατί την έχω για βασίλισσά μου."
Σηκώθη ο Κιουταχής χαμογελώντας
και πρώτος έφυγε απ’ τό καράβι.
Και λέει τότε ο Καραϊσκάκης
Στου Κιουταχή τον έλληνα υπηρέτη
καθώς επέρναγε από μπροστά του:
"Για τον αφέντη σου έχω μόνο βόλια".


ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ

Ύστερα από τη μάχη στο Χαϊδάρι
Πήρε τους ταχτικούς του ο Φαβιέρος
Και πάει στης Σαλαμίνας τ’ Αμπελάκια,
Δεν το ’κρυβε πως ήθελε σ’ εκείνον
Η αρχιστρατηγία να ’ταν δοσμένη.
Και επειδή αυτό δεν είχε γίνει
Αυτοβαφτίστηκε αρχηγός μονάχος
Κ ι έκανε πάντοτε του κεφαλιού του.
Γράφει και στην Κυβέρνηση ένα γράμμα,
Κατηγορώντας τον Καραϊσκάκη
Ότι δεν ξέρει "τακτική πολέμου"
Και δε θα πρόκοβε μ’ αυτόν ο αγώνας.
Ενώ θα πρόκοβε βλέπεις με κείνον
που τρεις φορές τα είχε θαλασσώσει:
Στην Εύβοια, στη Θήβα και στη Χίο.
Όταν τα έμαθε όλα ετούτα
και τι δεν του ’σουρε ο Καραϊσκάκης…
Και δεν εφτάνανε τα του Φαβιέρου.
Βαλθήκανε κάτι μικρά ανθρωπάκια
Να του διαλύσουν το στρατόπεδό του.
Διαδίδανε μεγαλη εκστρατεία
Ομέρ και Κιουταχής πως ετοιμάζουν
Για να χαλάσουνε την Ελευσίνα.
Και πως εκείνοι που εκεί θα μέναν
θα χάνονταν με δίχως το Φαβιέρο
και δίχως το στρατό τον ταχτικό του.
Κείνες τις μέρες ο ήρωας μαθαίνει
Πως ετοιμάζονται οι Παλαμηδιώτες
Να βγούνε από την τρύπα επιτέλους
Οπού ήτανε τόσον καιρό κλεισμένοι.
Κι αυτό το γράμμα πιάνει και τους γράφει:

"Αδελφοί
Μανθανω ότι ετοιμάζεσθε να εκστρατεύσετε. Εβραίος ήμουν και βαπτίσετε με.Τρέξατε με την βοηθέιάν σας όσον τάχιστα, διότι ηύρα το διαολό μου εδώ με μερικές σαποκοιλιές κι από τον Χαβίνον"
Κι έφτασε είδηση στην Ελευσίνα
Πως τούρκικες δυνάμεις ξεκίνησαν
Κι ενάντια πως βαδίζουνε στην πόλη.
Οι περισσότεροι Ελληνες το σκάσαν
Κι οι λίγοι που εμείνανε του λέγαν
Του Καραϊσκάκη, πως σωστό θα ήταν
Μαζί μ’ αυτούς να έφευγε και κείνος.
Θυμώνει τότε ο Καραϊσκάκης:
"Πάτε ό,που θέτε. Φύγετε κιοτήδες.
Το πόστο μου εγώ δε θα τ’ αφήσω.
Τραβάτε. Κι αν κανένας σας ρωτήσει
Τι τον εκάνατε τον αρχηγό σας,
Τον παραδώσαμε, πείτε, στους τούρκους,
Γιατί δεν τα ’σκασε κι αυτός μαζί μας.»
Με τόση δύναμη και τόσο πάθος
Τα λίγα τούτα λόγια ειπωθήκαν,
Που όσοι τ’ άκουσαν αποφασίσαν
Κι ας πέθαιναν, να μείνουνε μαζί του.
Το βράδυ περισσές φωτιές ανάψαν
Να δείξουν στους εχθρούς πως έχουν μπούγιο.
Τ’ άλλο πρωί εφάνηκαν οι τούρκοι.
Καθώς τους είχαν πει πως η Ελευσίνα
Θα ’τανε άδεια-και γι αυτό επήγαν-
Βλέπουν τους Ελληνες να τους προσμένουν
Ταμπουρωμένους κι έτοιμους γι αγώνα.
Γύρισαν τότες κι άκαπνοι εφύγαν.
Μετά απ’ αυτό αυτοί που το ’χαν σκάσει
Ξαναγυρίσανε στην Ελευσίνα.
Σε λίγο ήρθαν κι οι παλαμηδιώτες
Με αρχηγούς το Γιάννη το Σουλτάνη
Και το Χριστόδουλο το Χατζηπέτρο.
Σε δυο μέρες ήρθε κι ο Καλλέργης.

(συνεχίζεται)