Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

«ΠΟΡΝΗ» ΤΕΡΜΑ
(Γιατί σταμάτησα να βάζω σε συνέχειες την «ΠΟΡΝΗ» μου στο περιοδικό στο Λος Άντζελες)

«ΠΟΡΝΗ» τέρμα και λυπάμαι
Φίλοι μου αγαπητοί
Αν θα πλήγωνε κανέναν
Η απόφαση μου αυτή.

Αλλά αλλιώς δεν το μπορούσα
Όπως θα σας πω να κάνω-
Στην αγάπη σας για μένα
Σας ορκίζομαι επάνω.

Πριν πεντέξη μέρες ήρθε
Και με βρήκε η Ελένη
Του Μενέλαου η γυναίκα
Η ωραία και ξακουσμένη.

Στού Μενέλαου είχε δέσει
Το λαιμό ένα λουράκι
Κι από κει τόνε τραβούσε
Σαν να ήτανε σκυλάκι.

Και μου είπε: "Κύριέ μου
Ποιος δικαίωμα σας δίνει
Κι έχει τίτλος τ’ όνομά μου
Ποιητικού σας έργου γίνει;

"Ελενίτσα μου" της λέω
"Μη μωρό μου με πληγώνεις-
Ποιανού έργου;»  Και μου λέει
Αγριόφωνα: "ΤΗΣ ΠΟΡΝΗΣ!"

"Μα",  της λέω, «τι σχέση έχει
Ω! μελιρροούσα γύναι
Τ’ όνομά σου με την «ΠΟΡΝΗ»;
Και μου λέει: «Κι εγώ τ' είμαι;»

«Ακουσε». της λέω, «γλύκα,
Κι αν ακόμα αποφασίσεις
Και τον τρίτο τον παγκόσμιο
Πόλεμο να ξεκινήσεις,

Ούτε τίτλο του αλλάζω,
Ούτε το έργο σταματάω
Σε συνέχειες να το βγάζω.
Και, μαμζέλ, σε χαιρετάω.»  

Με μανία τότε εκείνη
Μιά τραβώντας το λουρί
«Πάμε Μεν» λέει του αντρός της
Που για λίγο να πνιγεί.

Α! Σκληρό είμαι καρύδι
Και καμιά του κόσμου τσούλα
Δεν μπορεί την πίστη που έχω
Να μ’ αλλάξει ούτε στιγμούλα.

Και ο Πάπας μου ’χε κάνει
Τηλεφωνική μια κλήση
Και μου είπε: «Μίο φίλιο
Η εκκλησία θα σ' αφορίσει

Αν τοιαύτα επιμένεις
Στο περιοδικό να γράφεις
Και τους ρόλους να μπερδεύεις
μεταξύ σύκων και σκάφης.

Μία ήτανε η Εύα
Κι όχι δύο –ευτυχώς.
Και του θεού μας ήτο κτίσμα.
Κι αυτό είναι γεγονός.»

«Μα κι αν Πάπα μ' αφορίσεις
Γνώμη όμως δε θ’ αλλάξω
Κι όπως η Δημιουργία
Έγινε θα το φωνάξω.

Κι αν εσύ, ενώ δεν πρέπει,
Την Αλήθεια τη φοβάσαι
Απ’ την Έδρα σου κατέβα-
Δε σου πρέπει Πάπας να ’σαι.»
 
Τότε θύμωσε ο Πάπας
Και μου λέει όλο πείσμα:
«Βλέπεις τούτο το μαχαίρι;
Να! Θα κάνω  κι άλλο Σχίσμα!»

Και με δίχως σκέψη άλλη
Στον αέρα μια τραβάει
Και στα δύο εχωρίσαν
Και ματώσανε τα χάη.

Τι να κάνω η σοφή του
αφού έτσι κάρα θέλει;
Και τι κάνουνε στη Δύση
Γιατί πρέπει να με μέλει;

Μα εδώ δε σταματήσαν
Οι πολλές οι αντιδράσεις
Και οι τόσες που με βρήκαν
Για την «ΠΟΡΝΗ» μου αιτιάσεις.

Γυναικείοι δεκαπέντε
Σύλλογοι τηλεφωνήσαν
Και φωνάζοντας αγρίως
Μου ’πανε πως με μηνύσαν

Επειδή την «ΠΟΡΝΗ» εκδίδω.
Μα η δίκη πλάκα θα ’χει:
Δεν εκδίδω εγώ την ΠΟΡΝΗ
Μα εκδίδεται μονάχη.

«Κι αν μηνύσεις όχι δέκα
Αλλά κι  εκατό θα φάω
Θα συνεχιστεί η «ΠΟΡΝΗ»
Στους Συλλόγους απαντάω.

Και ο Σύνδεσμος του Ελ Ει
«ΙΕΡΟΔΟΥΛΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ»
Ενα γράμμα μούχει στείλει
Μ’ εξηνταεννιά σελίδες

Και με βρίζει, γιατί, λέει,  
Με την «ΠΟΡΝΗ» πως διασύρω
Την υπόληψη του κι ότι
Πρέπει να την αποσύρω.

Κι όλο έπιανε το γράμμα
Μοναχά μισή σελίδα
Και οι άλλες-τέτοιο πράγμα
Πρώτη μου φορά το είδα-

Ηταν όλο πάνω ως κάτω
Με υπογραφές γεμάτες
Είτε άσχημες ή ωραίες
Είτε στέκες ή αφράτες.

Κι Τσιλέρ πήρε, η δραστήρια
Της Τουρκίας πρωθυπουργίνα,
Και μου λέει: «την ΠΟΡΝΗ κόψε
Ή θα μπούμε στην Αθήνα».

«Και δε μπαίνετε;» της λέω.
"Μπείτε και ποτέ μη βγείτε.
Κείνο που με νοιάζει εμένα
Στο Λος Αντζελες μην μπείτε".

«Θα χαρίσουμε την Κύπρο
Στην Ελλάδα. Δε σε μέλει;»   
Και εγέλασα: «Ποιός είπε   
Πως αυτό η Κύπρος θέλει;»

«Βρε Γκιαούρη μήπως θέλεις   
Να σας δώσουμε την Πόλη;
Να! Την «ΠΟΡΝΗ» σου σταμάτα   
Και δική σας είναι όλη».

Τίποτα εγώ. «Μη θέλεις   
Το κορμί μου να γλεντήσεις;   
Ελα. Μα τα θήλεα όλα   
Πόρνες μη τα καταντήσεις".  

Μούπε κι άλλα σαν και τούτα    
Μα δε μ’ ένοιαξε καθόλου       
Και τις προσφορές της όλες     
Εστειλα κατά διαόλου.   

Και το ίδιο έχω κάνει
Και με άλλες ενοχλήσεις,  
Και με άλλες σαν και τούτες
Αντι-ΠΟΡΝΗκές αιτήσεις.

Και η ΠΟΡΝΗ ακωλύτως
Όλως θα συνεχιζόταν
Και θα φώναζε σε όλους
Τη Μεγάλη Αλήθεια, όταν…

…Όταν ήρθε χτες το βράδυ
Και το στόμα του το λάγνο
Ακουμπώντας στο αυτί μου
Μου ψιθύρισε το σπλάχνο:

«Αν την ΠΟΡΝΗ συνεχίσεις
Δε θα με ξαναφιλήσεις!»
Μπρος σε τέτοιες εξηγήσεις
 Δε φτουράνε αντιρρήσεις

Και γι αυτό είναι που σας λέω
Πως αλλιώτικα να κάνω
Δε μπορούσα-κι όρκο παίρνω
Στην αγάπη του επάνω.

                    ---
 

ΕΝ ΣΠΑΡΤΗ, ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΕΤΟΣ 1956

Σπάρτη. Ιούλιος. Μεσημέρι. Έξω ο ήλιος πυρπολεί.
Τη λαφριά της έχει βάλει η πολιτεία περιβολή
και πουλάει το κορμί της στον Ευρώτα για δροσιά.
Έξω καίει, φουντώνει, λιώνει, αναλιέται η δημοσιά.

Το σπίτι όλο ησυχάζει.. Θα κοιμάται ο παππούς.
Η γιαγιά θα ψιθυρίζει μονολόγους μυστικούς.  
Θα πυρώνουνε στον κήπο τα σπυριά κάθε ροδιού
κι ο χυμός θα βράζει τώρα του μελάτου καϊσιού.

Το δωμάτιο μου όμως καταφύγιο δροσερό
κι όσοι ζήσανε στη Σπάρτη μια φορά κι έναν καιρό
είναι τώρα εδώ μαζί μου κι ο καθένας αρχινά
τη δική του ιστορία να μου λέει σιγανά.

Και μαθαίνω απ' την Ελένη ότι πόθος εκείνης
η ιδέα μιας περιπέτειας ήτανε θαλασσινής.
Και μου λέει ο Λεωνίδας πως στους δρόμους τριγυρνά
και τους νόμους καταριέται που τον στείλαν στα Στενά.

Ένα όχημα περνάει και στριγγλίζουν οι τροχοί.  
Η στριγγλιά τους σαν σειρήνα στο δωμάτιο αντηχεί.
Μια στιγμή της ησυχίας χαλαρώνεται η πυγμή.
Ένας σφάλαγγας τρυπώνει μες στου τοίχου μια ρωγμή.  

Στο τραπέζι πάνω στήσαν οι θεοί ένα ναόν
και σχεδιάζουν νίκη Τρωών και χαμό των Αχαιών.
Αλλά γνώμη ίσως αλλάξουν μέχρι αύριο το πρωί.  
Φέρτε νέκταρ, αμβροσία… α! τι Τρώες τι Αχαιοί… 

ΠΟΛΕΜΟΣ

-Ποιός εισαι εσύ που αδράχνοντας
μαχαιρι ματωμένο
στέκεις στητός και με θωρείς
με βλέμμα αγριεμένο;  

Τα ρούχα σου τα βρώμικα
γιατ' είναι ξεσκισμένα
σαν από πάλη με θεριό;
Δε βρέθηκε μια χτένα

για να χτενίσει τ' άγρια
τ' ατίθασα μαλλιά σου;
Μες στη σκληρή, την άξενη,  
την κρύα την αγκαλιά σου

πες μου, δεν έσφιξες ποτέ
καμιά γλυκιά κοπέλα;  
Στα νιάτα σου δε χάρισες
και συ καμία τρέλα;

Ποιός έκλεψε το γέλιο σου;  
Τη χάρη σου; Ή κι ίσως
Η όψη η αγριεμένη σου
και το μεγάλο μίσος

Μαζί με σε γεννήθηκαν
και πάντα σ' ακλουθάνε;
Ποια είναι η -πατρίδα σου;  
Η πεθυμιά σου ποια 'ναι;

Πουθ’ ήρθες; Ποιός σε γέννησε;  
Τη γλώσσα αν έχεις λύσε.
Πώς σε φοβάμαι! Μίλησε!
Γίγαντα, πες, ποιός είσαι;

-Να τρέμεις είναι άκαιρο
Άνθρωπε κι ας φοβάσαι
Όταν εγώ θα τηλωθώ
το ψίχουλό μου θα ’σαι.

Δεν είμαι ο Χάρος. 'μένανε
το αίμα δε μου φτάνει  
που από τα στηθη θα ’τρεχε
ενός που ’χει πεθάνει.

Τρέφομαι μ' αίμα. Με φωτιά.
Με σπίτια γκρεμισμένα.
Λαούς ολόκληρους μασώ
κι έθνη ξεριζωμένα.

Στο άκουσμά μου τρέμουνε
οι δυνατοί του κόσμου.
Η τύχη κάθε χώρας σας
ειν' ορισμός δικός μου.

Είμαι   τεχνίτης  διαμαντιών.
Στολίζω  μια κυρία
με πέτρες ολοπόρφυρες.
Τη λένε Ιστορία.

Νιώθω μια γλύκα απέραντη
στο άκουσμα του κρότου
που τα γυμνά κάνουν σπαθιά.
Και στη θωριά του πρώτου

πολεμιστή που θα βρεθεί
πεσμένος πα’ στο χώμα,  
τη γεύση νιώθω του μελιού
μες στο πικρό μου στόμα.

Πλάστης Θεός και Χαλαστής,  
Φονιάς και Νεκρανάστης
τόσων αγώνων φονικών-
τόσων μαχών ο δράστης.

Και πάντα μες στα χέρια μου
θα κλείνω τη χαρά σας
και μ' ένα νεύμα μου θα σβηώ
ελπίδες κι όνειρα σας.

Με γνώρισες.Το διάβασα
στον τρόμο που ’χεις πάρει-
αλήθεια, είμαι ο Πόλεμος
μικρό μου παληκάρι.  
 

DUKAKIS FOR PRESIDENT

“YOUR ATTENTION PLEASE! Ο Κυβερνήτης τα κατυστερήσει. Αντί οκτώ τα έρτει εννιά. Ευκαριστώ.»

Ψευδείς διαχύσεις. Η κυρία Φλόκα προς τη Μαίρη:
«ΗOW ARE YOUOYOYOY?”
"Καλά-πολύ καλά-ποιά είστε;»

  Στο πέτο του καθενός το όνομά του.
"Γιατί βάζετε το όνομα στο πέτο σας;"
Έκπληξη.
"Μα πώς θα ξέρουμε με ποιον μιλάμε;.."  

Η οδοντίατρος έρχεται κρατώντας τη μηχανή της τη φωτογραφική.
"Τα σας πάρω μία φωτογκραφία τους δυό σας;"
"Οχι ευκαριστώ."  
Δυσφορία.

Ο εργοστασιάρχης πλησιάζει. «Να σας συστήσω… από δω…
κι από 'κει…  Έχασα τη μητέρα μου. Μου άφησε όμως
τρεις έκρες γη… Οπατέρας μου πέθανε από πολλές
μικρές συγκοπές.»
Αμηχανία.
«Έτσι είπαν οι γιατροί…»

 Ώρα δέκα. “YOUR ATTENTION PLEASE!  Ο Κυβερνήτης είναι εντώ, στο ξενοντοχείο. Μόλις έφτασε. Σε πέντε λεπτά
τα είναι κοντά μας. Ευκαριστώ."

Ο γιατρός που χρωσταει τη φήμη του στον τρόπο
πουμιλεί στον άλλο μπροστά σε τρίτους : σκύβει στ’ αυτί του
και του λέει τα πιό ασήμαντα πράγματα με ύφος συνωμοτικό.  

Και η κυρία Σάλια, αγνώστου ονόματος και επωνύμου.
«Ώστε παντρεύτηκες!  Πως δε μας κάλεσες…»
Στο πρόσωπό μου σε κάθε «πι» σάλιου ριπή.

"Αυτός τι είναι με την κονκάρδα στο πέτο;»
«PRESS»
«PRESS;»
«PRESS!»  

PRESS
PRESS
PRESS
Για δες!

PRESS
PRESS
PRESS
Τι τα θες…

PRESS  

"Πώς γέρασε έτσι  αυτή;"     
"Μην ξεχνάς, έχεις να τη  δεις δέκα τέσσερα χρόνια."  
«Ναι, όμως γέρασε."

Κάπου από το βάθος.
"Εγώ το σύζυγό μου τον παρατάω και  βγαίνω!"

Το CHANEL SEVEN  μαζεύει  τα σύνεργα του. “IT IS TOO LATE.”  “BUT WHY?” “WE HAVE TO BE BACK FOR MIDNIGHT NEWS”  

Ώρα δέκα και σαράντα πέντε.
“YOUR ATTENTION PLEASE!  Ο Κυβερνήτης κατεβαίνει από το ντωμάτιό του. Ευκαριστώ".
Ώρα δέκα και πενήντα.  Ο DUKAKIS (FOR PRESIDENT)
μπήκε (χλωμός και) κουτσαίνοντας.

ΛΟΣ ΑΝΤΕΛΕΣ 1988
 

Στην κυρία Ντίνα για να καταλάβει ότι με στενοχωρεί όταν μου δίνει πράγματα.

ΠΑΡΕ-ΔΩΣΕ

Αφού με πρόζα είδα κι αποείδα
πως θα μπορέσω να σας πείσω
δε μένει πια παρά με στίχους
όσο μπορώ να προσπαθήσω.

Λοιπόν κυρία Ντίνα σας αρέσει
να υποφέρουν οι ανθρώποι
ως υποφέρει το καημένο
που τα παιδιά χτυπούνε τόπι;

Γιατί υποφέρω αν πάρω κάτι
δίχως γι αυτό να ’χω πληρώσει.
Γιατί δεν ξέρω: χαζομάρα;…
…υπεροψία έχω τόση;…

Θέλετε να ’χω άγχος όλη μέρα;
Θέλετε στο κρεβάτι όταν γέρνω
να ’χω εφιάλτες; Τότε δίνετέ μου..
Εγώ όμως -σας το λέω-δεν θα παίρνω!

Ό,τι δεν έφτιαξα δεν είμαι άξιος
να το ’χω. Κι απ’τη ζήση μου το σβήνω.
Του «πάρε»-δυστυχώς- παιδί δεν είμαι.
Μ’ αρέσει δε μ’ αρέσει είμαι του «δίνε»!
-----

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ Β. Β.

Ποζάρει σκεπτόμενος: «νυν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος.»
Πόρρω ατενίζει.
Ως εις το άπειρον.
Ή ως να ορά τι μη ορατόν υπό κοινών θνητών.

Γαλήνιος
και πλήρης αφέσεως από των γηίνων φθαρτών.

Υπό τους πόδας του πατώνται
(η φωτογραφία κεφαλή εστίν)
απορριμέναι ως ευτελείς
αι επίγειαι δάφναι. Δι εκείνον
τα «βαϊα των φοινίκων» είναι προορισμένα.  
Και τα Χερουβείμ κραδαίνοντάς τα εις τας χείρας των
αναμένουσιν ίνα τον υποδεχθώσιν.

Και αληθώς του αρμόζουσιν αι τιμαί πάσαι.
Έτερος τίς αν όχι ο Β. Β.θα ηδύνατο να φωτογραφηθεί
τοιουτοτρόπως ποζάρων;
Έτερος τίς εκ των θνητών
τὸν αγώνα τὸν καλὸν ἠγώνισται, τὸν δρόμον τετέλεκεν, τὴν πίστιν τετήρηκεν;
Έτερος τίς
όλων αναίτιος και όλως αλάνθαστος; 

Ο ΕΡΩΣ ΕΙΔΗ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑ

Έχω ένα σκυλί που έξω βρίσκεται
Απ’ το σπίτι του όλη τη μέρα
Τους διαβάτες τρόμο γεμίζοντας
Και γαυγίσματα τον αέρα.

Να διαβεί δε γίνεται ανθρωπος
Δίχως άγρια να τον γαυγίσει
Και τα δόντια του φανερώνοντας
Να γυρεύει να τον ξεσχίσει.

Και καλή αν κανείς έχει πρόθεση
Και φαί κανείς αν του φέρνει,
Δε μετράει για κείνο τίποτα:
Του κυνήγου πάντα τον παίρνει.

Τρομερό, γοργό κι αεικίνητο
Υλακτάει, τρέχει, δαγκώνει
Και απ’ όσους περνούν κανένας τους
Στο σπιτάκι κοντά δεν ζυγώνει.

Και σε κάθε μικρή ανάπαυλα-
Όταν ανθρωπος δεν περνάει-
Γλυκά βλέποντας μες στο σπίτι του
Την ουρά με χαρά κουνάει:

Μέσα εκεί, θωρεί, στην ασφάλεια της
Μία γάτα κουλουριασμένη
που με σκέπη της τη φροντίδα του
μεγαλώνει ευτυχισμένη.
 

ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Όταν ο άνθρωπος γεννιέται
Έχει δεμένα πίσω στην άκρη της ουράς του
Χλιλια ερωτήματα.

Όταν ο άνθρωπος πεθαίνει
η ουρά
έχει έρθει κάτω από τα σκέλια του
και αυτός βλέπει τότε μπροστά του
τα χίλια ερωτήματα.
 

Ο ΧΑΡΤΗΣ

Ο χάρτης είναι συνοπτικός.
Στην πόλη δε δείχνει  τη συνοικία μου.
Στη συνοικία μου δε δείχνει το σπίτι μου.
Στο σπίτι μου δε δείχνει εμένα.
Σ’ εμένα δε δείχνει τα χέρια μου.
Στα χέρια μου δε δείχνει αυτόν το χάρτη.  
 

ΚΟΨΕ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
(Λος Άντζελες)

Σε μια βαθιά χαράδρα σ’ αιμάτινο ποτάμι
Ο Χάρος εκοιμόνταν εχόντας αποκάμει.

Από το μονοπάτι  που ο ίδιος είχε κάνει
Ζυγώνω και του παίρνω το κοφτερό δρεπάνι.

Και φεύγω τρεχαλώντας και το δρεπάνι θάφτω
Και λίθο μέγα βαζω απάνω από δαύτο.
 
Τη νύχτα σαν φωνίτσες ψιλές χοντρές ακούω
Κανένανε δε βλέπω -δόντια από φρίκη κρούω.

Βουίζει η μονιά μου. Κινώ να πάω να φύγω
Φωνίτσες μ’ ακλουθάνε-παντού με κείνες σμίγω.

Στήνω αυτί-γρικάω λόγια να ξεχωρίσω
κατάρες και βλαστήμιες ο αγέρας φέρνει πίσω.

«Δος το δρεπάνι σκύλε στου Χάροντα το χέρι
στου Χάροντα το χέρι δος σκύλε το μαχαίρι.

Σπασμένη είμαστε κούκλα στης ζήσης τα παιχνίδια!
Στης γης το τόπι πάνω του ήλιου αποκαϊδια!»

Δεν ξέρουν οι καλοί μου. Βάσανα, δυστυχία,
Κάποτε παύουν. Θα ’ρθει ’φροσύνη, ευτυχία.

«Υπομονή καλοί μου. Η σφαίρα μας γυρίζει
Και όχι μόνο λύπη μα και χαρά χαρίζει.»

Πάλι μιλούν: «Μεγάλα ρωτήματα  μας ρέβουν
Πάντα άλυτα μενόντας  μας καίνε, μας παιδεύουν.

Το δρέπανο του Χάρου δος το κακό να σώσει…»
"Φίλοι», τους λέω, «ο Χρονος τη λύση θα σας δώσει.»

Κι ακούω παρακάλια πικρά και ξεπνεμένα
"Κοίταξε τα στεγνά μας μάτια τα στερεμένα.

Υπάρξεις κολασμένες, μονάχες τριγυρνάμε.
Άπελπα κι αναπόδοτα και άσωστα αγαπάμε.»

«Παρ’ το δρεπάνι Χάρε κι αγάπησε μαζί μου
Και πρώτα απ’ όλες Χάρε, θέρισε τη ζωή μου.»
 


ΤΑ ΚΑΜΜΕΝΑ
    
-Για ποιόν δεντράκια μου απόψε κλαίνε
θρηνούν τα πράσινα σας τα κλαδάκια;
-Τα χείλια κλαίνε σαγαπώ που λένε
Και πίνουνε της άρνησης φαρμάκια.

-Για ποιόν δεντράκια μου τα μαραμένα
Κλαδάκια σας τα φύλλα σας μαδούνε;
-Μοιρολογούν τα χείλη τα καμμένα
Που δεν μπορούν το "σαγαπώ" να πούνε.

Λος Άντζελες,   1992
 

THE WALKING MAN
(Λος Άντζελες)

Στον κήπο του UCLΑ.
Ένα συνηθισμένο απόγεμα-θανατερό.

Γύρω μου άνθρωποι.
Ας τους δω.
Χείλια δηλητήριο.
Μάτια πετώντας σπίθες μίσους.
Πρόσωπα σαρκοφάγα.
Σκέψεις φουρτουνιασμένες από σχέδια εγκλημάτων.
Τα χέρια τους τελειώνουν σε μαχαίρια.
Χτυπούν, ξεσχίζουν.
Το χώμα βαμμένο μ’ αίμα.
Ολα πεσμένα.
Μες στο βαρύ, άπελπο βράδυ
Κούφια παρηγοριά οι Καυκάσιες οιμωγές.

Αλλά καθώς κατά το Θέατρο τραβώ
Ολο πιό δυνατά φτάνει στ' αυτιά μου
Μια βουερή περπατησιά δίποδου αλόγου.

Ακολουθώ τον ήχο. Και μπροστά μου
THE WALKING MAN.

Μάτια και νου μου μαγνητίζει.
Αψύς, τραχύς, άγγιχτος απ' τα γύρω
Τραβά το δρόμο το μοναδικό τ' ανθρώπου.
Μαρμαρικά τα μούσκουλα.
Το ανάστημα γιγάντιο.
Κορμί αχάλαστο βουνό.
Με δίχως χέρια που σκοτώνουν.
Δίχως κεφάλι να οδηγεί
αιματηρά και δακρυσμένα ηνία.

Αθώος απ' όλα.
Με δίχως στόμα τη φωνή μιλεί της Φύσης.
Με δίχως μάτια κι όλα γύρω του τα βλέπει.
Με δίχως χέρια κι όλα τα κρατεί.

Στέκω μπροστά του και τόνε θωρώ
Με νοσταλγία γυμνή και ζήλεια ξαναμμένη.

Γαληνεμένη τώρα η βραδιά
Γΰρω από τ’ άχερο κι ακέφαλο κορμί.
Και όλα δένουν σ' ένα ταίριασμα ειρηνικό και πράο
Με το ιδανικό κορμί
Που όλο πάει, όλο προχωράει.

Τριγύρω σάρκινες φιγούρες περπατούν.
Κάποια απ’ αυτές ανάβει ένα σπίρτο.
Στη φλόγα μέσα φάνηκε ολοκάθαρα η ευτυχία.
Απανθρακωμένη.
 

ΣΤΟ ΣΗΑΤΛ
(Λος Άντζελες 1988)

Θα πάω στο Σηάτλ που όλο βρέχει
Οι διώκτες μου να χάσουνε τα ίχνη.
Θα πάω στο Σηάτλ που όλο βρέχει
Να φύγω από τον ήλιο που όλα δείχνει.

Θα πάω στο Σηάτλ. Κάτι σταλμένο
Από ψηλά το σώμα μου θ’ αγγίζει.
Κάτι Ουράνιο ό,που κι αν πηγαίνω
Κάθε μου γήινο θα εξαγνίζει.

Θα πάω στο Σηάτλ-μες στη βροχή του
Το πάθος μου το μέγα ίσως σβήσει
Κι έτσι θαμμένος στην υγρή τη γη του
Κάτι καινούργιο ίσως να βλαστήσει.
 

HUGHES, GRAND OPENING
AFTER REMODELING, 14-11-1991

Σήμερα είναι για το Χιούζ μία μεγάλη σκόλη
Τα ρούχα βάλαν τα καλά οι εργαζόμενοι όλοι
Κι όλοι για να γιορτάσουνε αυτήνε την ημέρα
Ενα λουλούδι έχουνε βάλει στη μπουτονιέρα.

Λουλούδια έχουν στολιστεί τα τσέκσταντς, τα γραφεία
Η υψηλή η οροφή, οι τοίχοι, τα ταμεία…
Σήμερα  αλήθεια για το Χιούζ η μέρα είναι μεγάλη
Μετά την ανακαίνιση λαμπρό προβάλλει πάλι.

Γι αυτό κι εμένα οι μάνατζερς με λουλουδοστολίσαν
(και είχαν έρθει κι από αλλού-τριπλάσιοι σήμερα ήσαν).
Ας είναι. Κάτι, είναι κι αυτό καινούργιο-Αλληλούια!
Ο σημερνός μου θάνατος θα γίνει με λουλούδια.
 

ΑΝΤΑΡΣΙΑ

Ε! Σεις παντούφλες μου!
Χωρίς τα πόδια μου οδηγό πως περπατάτε;..
Ε! Πανωφόρι μου! Εντός σου αφού δεν είμαι
Πως στο δρόμο ανεμίζεις τα μανίκια σου σφυρίζοντας;
Και συ πως παντελόνι μου χορεύοντας στο δρόμο πας;
Ε! Σεις! Γυρίστε πίσω-με ξεχάσατε…  
 

 ΑΛΛΙΩΣ
 
Πρωί στη δουλεία με ταχύτητα τριάντα.
Της Owensmouth πράσινη κάθε της πάντα
Στου πάρκου της Lanark την άδεια απλωσιά
Σκιουράκια στης χλόης βουτούν τη δροσιά"

Oi κήποί ανθισμένοι. Η Φύση καινούργια.
Τα "STOPS" της οδύνης να κόβουν τη φούρια.
Και πάνε τ'  αμάξια δυό-δυό στη σειρά
Και λάμπουν στου Ήλιου το φως καθαρά.

Πρωί στη δουλειά τη δική του έχει χάρη.
Το στήθος της δείχνει η Ζιζή με καμάρι.
Η Λώρα γελάει χωρίς τελειωμό
Θυσία πρωινή στης χαράς το βωμό.

Ο Γκέοργκ γερτός στο παγκάκι του μάρκετ
Σφιχτά τυλιγμένος στο σκούρο του τζάκετ
Βαριά με φτηνό μεθυσμένος ποτό
Ξεσπάει σε χίλιες βρισιές το λεπτό.

Και φως μες στο φως, νυσταγμένη ακόμη,
Πρωί του πρωιού, με λυμένη την κώμη
-Εικόνα λαμπρή στην καρδιά πως σε κλειώ-
Εκείνη βαδίζει να πάει  στο σχολειό.

Πρωί  στη δουλειά πως θα ’σουνα πόνος
Αν μέσα σου ήμουνα έρημος-μόνος.
Μα αλλιώς έχει η μοίρα του Κόσμου γραφτεί:
Υπάρχει-θεέ μου-υπάρχει κι αυτή.

(Πρωί στο Χιούζ μάρκετ της Shoup)

ΖΩΗ

Μες στης ασφάλτου τις ρωγμές
Στο μαύρο το κατράμι
Ο Θάνατος το αιώνιο λες
Θρονί του έχει κάμει.

Κι όμως-κοιτάζοντας θα δεις
Ζωή εκεί να θάλλει
Που παθιασμένη κι αναιδής
Απ' τη σχισμή προβάλλει.

Τάχα έτσι θάμουνα κι εγώ
Εκεί αν μπόρεια νάμπω;
(Τώρα δειλός σαν το λαγό
Πεθαίνω σ' έναν κάμπο).

(Λος Άντζελες)

Λος Άντελες 1992

Επειδή δεν το υποφέρω
Για τ’ εμέ να ξαγρυπνάτε
Κι εναγώνια: "βρήκε τάχα
Η' δε βρήκε;" να ρωτάτε,
 
Σας πληροφορώ αμέσως
Πως  αμάξι έχω  βρει.
Και, για όσους δεν πιστεύουν
Να κι η απόδειξη γραφτή:
 
ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΟΥ ΑΜΑΞΙ

Το καινούργιο μου αμάξι
Είναι πια πραγματικότης.
Κι είναι κούκλα μέσα κι έξω
Κι η γραμμή του είναι πρώτης.

Κι αλλαγή μία μεγάλη
Στη ζωή μου έχει έρθει
Κι όλον τώρα με κατέχει
Μιά λαχτάρα και μια μέθη.

Πια δεν τρέμω μήπως φρένο
Αν πατήσω, δε θα πιάσει.
Δε φοβάμαι μη ενώ τρέχω
Το ψυγείο μου διψάσει.
 
Δε θα σταματάει τώρα
Ο,ποτε θελήσει εκείνο
Και θ' αρχίζει όταν τ' αρχίζω
Και θα σβήνει όταν το σβήνω.

Κι ούτε όταν μπρος το βάζω
θα πηγαίνει δώθε κείθε
σαν εν δράσει Καζανόβας
Η' ο ΒΙG ΟΝΕ λες κι ήρθε.

Κι αν και μες σ’ αυτό αέρα
Δε θα αναπνέω βουνήσιο,
Ομως δε θα σκάω κιόλας
Γιατί θάχω αιρ-κοντίσιον.
 
Δε θα κάνω κάθε μέρα
Πόλεμο με το τιμόνι-
ΚουΚουΕ ενώ το θέλω
Δεξιά να μου δηλώνει.

Λοιπόν παύω να διαβάζω.
Στα γραφτά μου φρένο βάζω
Και το γκάζι μου πατάω
Και αρχίζω να γυρνάω.
 

Ω! ΚΥΡΙΑ

Πονεμένη μαρκησία
Πούχει  έρθει απ' την Ασία
Στην ανάγκη μου θυσία
Σάν Αγία η σαν Οσία.

Τα κολιέ της διαμαντένια
Στο μυαλό της μία έγνοια:
Ολο χάρη κι όλο ευγένεια
Να μου κόψει τ' άσπρα γένια.

Κουβεντιάζει υψηλοφώνως
Κι όταν δει πως είμαι μόνος
Πλησιάζει-και ο Χρόνος
Της χαράς μου δολοφόνος.

Ω, καλή μου σεις κυρία
Τον λαθών σας η σωρεία
Κι η μεγάλη σας μωρία
Η δική μου τιμωρία.

Ω κυρία είναι κι άλλοι
Παραπέρα πιό μεγάλοι
Να τους φέρει λίγη ζάλη
Της γλωσσίτσας σας το χάλι.

(συγκέντρωση Δουκάκη, Λος Άντζελες)

Ο ΚΟΛΙΚΟΣ

Σε ξένο τόπο κι άγνωστος σ’ άγνωστους μέσα τρέμω
Μη και μια νύχτα παγερή με πιάσει ο κολικός μου-
Μόνος δωπέρα ως βρίσκομαι στα πέρατα του κόσμου
Σαν ένας απροσπέλαστος σύγχρονος πλοίαρχος Νέμο.

Θα πάρω βέβαια ένα δυό τηλέφωνα που ξέρω
Μα όλοι θ’ αποφύγουνε ναρθούν-χωρίς αιτία
Μόνο γιατί έχουν αύριο να παν στην εργασία
Και μένα θα μ' αφήσουνε μόνον να υποφέρω.

Να ήξερα τουλάχιστον την άτιμη τη γλώσσα-
Νάξερα και το νούμερο της άμεσης της κλήσης
Και να το πάρω… μα ύστερα πως να τους εξηγήσεις
Τι έπαθες, πού βρίσκεσαι και χίλια άλλα τόσα…

Μόνη ελπίδα μούμεινε νερά πολλά να πίνω.
Μα ενώ το λέω αποβραδίς ξεχνιέμαι όταν φέξει
Γιατ' η δουλειά δεν καρτερά κι η βρύση για να τρέξει
Πρέπει να πάω ως εκεί και λίγο εκεί να μείνω.

Μα τούτο είν’ αδύνατο και άλλο δε μου μένει
Παρά στο θεό των κολικών να δέομαι επιμόνως
Να μη μου στείλει να με βρεί ο φοβερός του πόνος
Που του αρρώστου το κορμί σαν ξίφος διατιτραίνει.

Λος Άντζελες 1987
 

ΑΜΕΡΙΚΗ

Η μακρινή Αμερική
Είναι μια χώρα εργατική  
Ολοι δουλεύουν με μανία
Χωρίς ανάπαυλα καμία.

Αν πεις πως έχουνε ψυχή
Καντο μονάχα σαν ευχή
Ανδρείκελα είναι κουρντισμένα
Που υπάρχουν έτσι, στα χαμένα.

Αν βρεις κανένα με καρδιά
Εχει φριχτή αναπαραδιά
Μέσα στα βρώμικα σκουπίδια
Ψάχνει να βρει αποφαϊδια.

Ταβέρνα, φίλους και κρασί
Δεν τα γνωρίζούνε, γιατί
Διασκέδαση τους μόνη έχουν
Ολο να τρέχουνε-να τρέχουν.

Θρησκεία διάφορη από μας
Εχουν-γι αυτούς Αγία Τριάς
Υπνος Φαΐ και Εργασία
Και το εργοστάσιο Εκκλησία.

Κι όπως η πλούσια Αμερική
Λαών στα πτώματα πατεί,
Και κάθε πλούσιο Αμερικάνο
Σε πτώματα άλλων βλέπεις πάνω.
 

ΣΙΓΟΥΡΙΑ

Από του πάνω χείλους τη διπλή γραμμή
Και το εξέχον προχειλίδιο
Κι από ένα άνοιγόκλεισμα ανεπαίσθητο
Των δυό ματιών της κάθε τόσο
Φαίνεται το φιλήδονο αυτής της πόρνης.

Αμίλητη,
Απείραχτη απ' τα γύρω
Ανέγγιχτη από τα μέσα και τα εσώτερα
Και σταθερά προφυλαγμένη από τους άπειρους εμάς
Μέσα στην κυνικοτητα της,
Ολων τα βλέμματα επιζητεί και έχει
Χωρίς αυτή κανέναν να προσέχει.

(Λος Άντζελες)
 

ΑΣΠΡΟ ΠΑΤΟ

Κάσσρα φερ' το ποτήρι σου.
Κρατώ μες στο μπουκάλι μου
Για το γλυκό σου στόμα
Λίγο ακόμα πιόμα.

Ασε λοιπόν την έρημο.
Εχω για σε μιαν όαση.
Έλα. Ακόμα ζούμε.
Ελα. Και όσο πιούμε.

Πιοτό σε λίγο θάμαστε
Εμείς στου μαυρο-Χάροντα
Κλεισμένοι το μπουκάλι-
Κάποια δική του ζάλη.

Ελα-α-έλα Κάσσρα μου
Ελα και το μπουκάλι μου
Σε καρτερεί φλογάτο.
Ελα και άσπρο πάτο.

(Λος Άντζελες)
 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΣΑΓΑΝΕΑΣ

Καλός ηθοποιός ο Τσαγανέας.
Πόσα χρόνια να ’ναι τώρα πεθαμένος;
Κι όμως τον βλέπω στην οθόνη της τηλεόρασης.
Τον ακούω.
Αλλά να τον αγγίσω δε μπορώ
Ούτε να τον οσμίσω.
Με δυο απ' τις αισθήσεις μόνο μπορούμε να μιλάμε για
ζωή;

Ισως αργότερα. Ισως τα μόρια εκείνα κάποτε
Στην ίδια θέση να βρεθούν
Και την οσμή να ζωντανέψουν πάλι και την επαφή.
Και τότε θάχουμε-μιά νεκρανάσταση; Οχι.
Μιαν αναβίωση; Μπορεί.
Οπως και να το πούμε, θα ’χουμε πάλι ζωντανό τον κύριο Τσαγανέα.
…Θα ’χει γυρίσει άραγε κι ο χρόνος πίσω;
Κι ο τόπος θα ’ναι η Αθήνα πάλι του εξήντα;
Ενα ξαναρχίνισμα;
Κι ο άνθρωπος θα είναι πια θεός
Αφού ζωή θα ’χει δημιούργησει;
Και θα ’ν’ αυτό η αθανασία;
Αθανασία;..
Μα τί; Πέθανε κάτι κάποτε;
Οχι.
Τίποτα.
Τίποτα βεβαίως βεβαίως!
 
Λος Αντζελες, 3 Μάη 1995

Ο ΛΟΓΟΣ
 
Απ' τον άνθρωπο αν έλειπε ο λόγος
Η ζωή του θα εδιάβαινε αψόγως.
Ούτε λέξεις ούτε φράσεις που πονούν
Και διαλέξεις που θολώνουνε το νου.

Δίχως μάθημα και διάβασμα η σχολεία
Η ζωή θα ’ταν μια ωραία ασχολία.
Οι μηνύσεις θα ’ταν άγνωστες κι αυτές
Και βεβαίως δε θα υπήρχαν δικαστές.

Σου ’πα-μου ’πες δε μου είπες δε σου είπα,
 Όλ' αυτά μες στό νερό θάταν μιά τρύπα.  
Μα κυρίως θαχαν λείψει οι συμβουλές
Που στρεβλώουν των ανθρώπων τις βουλές.
 
Το απαίσιο "σαγαπώ" δε θα ’χε υπάρξει
Κι η αγάπη θα δειχνότανε στην πράξη
Κι ούτε λογούς θα εβγάζαμε θερμούς
Για να κρύψουμε τους όποιους μας σκοπούς.

Θα ελείπαν οι καυγάδες και τέτοια
Και ο άνθρωπος θα είχε αξιοπρέπεια.
Τώρα όλους μας ο λόγος κυβερνά
Και ταπείνωσες και πάθη μας κερνά.

(Λος Άντζελες)
 
 

Ο ΠΕΡΣΗΣ

«BREAKFAST SPECIAL
Δολλάρια τρία κι ενενηνταεννιά.
Απιστη γενιά.
Πόσο θέλεις να κατέβουν οι τιμές
Και με ποσό πιό μεγάλα γράμματα να γράψει
Την προσφορά του το κατάστημα;

Ένας Πέρσης είμαι, τέως ευγενής
Διωγμένος από την Πατρίδα.
Μαζί μου όταν έφυγα επήρα
Δολλάρια πέντε εκατομμύρια.
Οι άτιμοι Αμερικάνοι μου τα ’φαγαν
Σε μπίζνες που έκαναν με τα δικά μου
Ανατολίτικα λεφτά.
Με ότι μου άφησαν
Αυτό το ελεεινό εστιατόριο αγόρασα.
Αλλα λεφτά να έβρω δεν μπορώ.
Πρέπει μ' αυτό να βολευτώ
Και με το BREAKFAST SPECIAL του.

Κι αν, σκεφτομαι, πάει καλά η δουλειά
Ολο πιό λίγο και θα θέλω να γυρίσω στην Πατρίδα.
Ακόμα κι αν ο καταραμένος Χομεΐνί πεθάνει
Ακόμα κι αν ο γιος του Σαχη μας
Γυρίσει τροπαιούχος
Δύσκολα εγώ θα γύριζα μαζί του.
Βλέπεις εκεί θα κινδυνεύω πάλι
Να φύγω ξαφνικά κυνηγημένος
Από μιαν άλλη αλλαγή…
Βρήκα και κάτι άλλους πατριώτες εδώ πέρα
Και τα συζητάμε-
Κι αυτοί τα ίδια σκέπτονται.

Μια κοινωνία λοιπόν καινούργια
Μεις οι παληοί διωγμένοι Πέρσες κάναμε
Εδώ στην Καλιφόρνια.
Μια μυρωδιά και μια πεποίθηση Περσίας
εφέραμε και στήσαμε
Σ’ αυτή την άπιστη γωνιά του κόσμου.
Κι αν χρειάζεται κανείς πολύ κοντά μας
Να ’ρθεί για να μυρίσει τ' άρωμα
(Πολλές μικρές πατρίδες έχουν μαζευτεί εδώ πέρα)
Για μας αρκεί. Θα μας κρατήσει
Ωσπου η ώρα νάρθει
Που για πατρίδες πια δε θα νιαζόμαστε.    
 

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑΣ


Δεν πολέμώ για δόξα εγώ.Για κέρδος πολεμάω.

Τα πλούτη πάντα του εχθρού στόχο μονάχον έχω.

(κι όταν με κοροϊδεύουνε και μου τα παίρνουν άλλοι,

τότε κι εγώ τον πόλεμο τον παύω θυμωμένος).

Κι όταν εμάχομουν με σε,μ’ έσπρωχνε ο ίδιος πόθος-

για δώρο μου το πιο καλό που έχεις να σου πάρω.

Και το κορμί σου θα ‘τανε το δώρο το δικό μου.

Αλήθεια πρώτη πολεμώ φορά όχι μονάχα

για κάποιο δώρο αλλά μ’ αυτό το ίδιο μου το δώρο…

Και να ‘σαι τώρα εδώ νεκρή, πεσμένη από μένα.

Το δόρυ μου το σώμα σου διάλεξες να τρυπήσει

και να ξαπλώσεις θέλησες όχι σ’ ερωτοκλίνη

αλλά στη γη-στου θάνατου το μαύρο το κρεββάτι.

Όμως και τι μ’ αυτό; Εμέ τα τέτια δε μ’ αγγίζουν.

Κι ο θάνατος δεν πρόλαβε ακόμα να χαλάσει

το αγγείο σου, που, ζωντανή, μ’ αρνήθης να γεμίσω.

Λοιπόν εντός του τώρα εγώ το σπόρο μου θα κλείσω.

Θεού είμαι γιος, κι ως οι θεοί, μπορώ ζωή να δώσω.

Ζωή λοιπόν μες στ’ άψυχο κουφάρι σου θα σπείρω.

Ακίνητη αποκάτω μου θα ‘σαι την ώρα εκείνη

σαν τρόμος να ‘χει φοβερός τα μέλη σου παγώσει

στη θεϊκή μου τη θωριά-στη θεϊκή μου βία.

Κι αμίλητη’ με ψεύτικες φωνές δε θα ταράξεις

την ένωση του Μηδενός με του Παντός τον Κύριο.

Ποια διαφορά κι αν ζωντανή επήγαινες μαζί μου;

Πράγμα είσαι τώρα ως και πριν-αναίστητη μια μάζα

που τη σχημάτισε ο θεός να ‘ναι αρεστή στον άντρα

για να μπορεί-οταν το σπαθί του αντρόφονου πολέμου

το σκοτεινό το θάνατο τριγύρω του σκορπίσει-,

αυτός,με άλλο να τρυπά σπαθί ένα τη γυναίκα,

κι έτσι καινούργιους μαχητές στο φως του ηλιού να δίνει.

Να ‘μαι λοιπόν! Με τ’ «όχι» σου κομμένο απ’ το σπαθί μου

τα παγωμένα κι όμορφα τα πόδια σου ανοίγω

κι αφέντης και θεός εγώ και ήρωας και άντρας,

ό,τι μ’ αρνήθηκες εσύ με βια εγώ στο παίρνω.

Και φλογερά τα χείλια μου κολλώ στα δυο σου χείλια

τα ποθητά όσο ποτέ, σα ζούσες, Πενθεσίλεια.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τώρα είμαστ’ εμείς.
Καλά.
Η πρώτη φύτρα στο καινούργιο χώμα.

 Τώρα είμαστ’ εμείς
Κι έχουμε ακόμα μες στις ρίζες μας χυμούς
Απ’ τις παλιές συνήθειες κι απ’ τη γλώσσα..
Και που και που βρισκόμαστε
Και καμωνόμαστε
Πως είμαστε οι ίδιοι
(Σα να ’ναι αυτό ένα ταξίδι με επιστροφή
Σαν μιά παρέκβαση προσωρινή να ‘ναι’ η αιώνια εξορία)
Και λέμε λόγια της Πατρίδας
"Θυμάμαι τότε.."
"Εμείς στο χωριό μας.."
Τέλος, κάτι μετράει.

Μα τα παιδιά δε θέλουνε ν’ ακούσουν γιά Πατρίδα.
Άλλες συνήθειες, άλλους τρόπους αποκτήσαν.
Ξενικούς.
Γιά ποιά λοιπόν Πατρίδα σκοτωνόμαστε;
Για ποιά Πατρίδα συζητάμε;

(Λος Άντζελες 1989)
 

ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ 22-1-96

Ένας νέος και μιά νέα πιασμένοι χέρι-χέρι το μόνο που τους ενώνει.
Οι υπάλληλοι των καζίνος γεμάτοι περηφάνια γιά τη δουλειά τους.
Γυναίκες με ανοιχτά πδδια και κλειστές ψυχές.
Αγάλματα που όταν οι άνθρωποι πεθάνουν, αυτά θα μένουν.
Ανάπηροι στα καροτσάκια τους.
Γριές δραπέτες του άλλου κόσμου με γάζες στις πληγές απ’ τις τομές για την αφαίρεση των μεταστατικών τους λεμφαδένων.
Το Μιραζ με τα νερά του.
Το Νησί των Θησαυρών με τα καράβια του.
Καφές καπουτσίνο,
καφές εσπρέσο (με διορθώνουν:εξπρέσο)
0 ψεύτικος ουρανός του Σίζαρ’ς Πάλας.
0 καφεπώλης που αφαιρεί το πλαστικό κάλυμμα από τη στοίβα των άσπρων πλαστικών κύπελων, σαν ν’ αφαιρεί το προφυλακτικό από ’να πέος αναπάντεχο.
Δυό Ινδιάνοι με την ανώφελη υπεροψία τους.
Και φώτα… φώτα... φώτα… Κόκκινα, άσπρα, χρυσά, κίτρινα..
Κινλεζοι δήθεν χαζοί, εκκολάπτοντας στους όρχεις τους τους νέους κοσμοκράτορες.
Κοκκινοστολισμένοι λακέδες να γυαλίζουν για δέκατη ασταμάτητα φορά την ήδη γυαλισμένη κουπαστή της χρυσής σκάλας του ξενοδοχείου.
Ενας οπλοφόρος που μετράει τις τεσσερεσήμισυ χιλιάδες στον τυχερό της στιγμής.
 Ενας άλλος οπλοφόρος δίπλα του να παρακολουθεί τη διαδικασία με μάτι αετού.
Ημίγυμνες γκαρσόνες να προσφέρουν δωρεάν ποτά πληρωμένα με χρυσάφι από τους κερδομανείς πότες.
Πλούσιοι φτωχότεροι από τους φτωχούς.
Λας Βέγκας-η Αθήνα του εικοστού αιώνα.
Σήζαρ’ς Πάλας:ο Παρθενώνας της.
Ενα ρολόι μετρά τις ώρες του ανάποδα
γυρεύοντας να λοιδωρήσει τάχα τι;
Και ο θαυματοποιός: Κρίκοι, τράπουλες, σκοινιά, μαντήλια, λαγοί.
………………………………………………………………….

ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑΤΑ

Καλώς ήρθατε καινούργιε μας ιερέα
Στου Λος Αντζελες την πρώτη εκκλησά.
Να περάστε σας ευχόμαστε ωραία-
Πάντα πρίμος ο αέρας να φυσά.

Στο Χριστό που λίγες μέρες πριν ανέστη Προσευχόμαστε καλά να σάς κρατά.
Απ’ το κρύο να σάς φυλάει κι απ’ τη ζέστη
Κι όλα υπέρ να σάς τα κάνει τα κατά.

Από σάς προσμένουμε όμως και μεις κάτι:
Η ιδέα που το ράσο πυρπολεί
Στων πιστών να λάμψει τo άφωτο το μάτι
Και ν’ αγνίσει την ψυχή τους τη θολή.

Και η σύναξη της Ιΐέμπτης μας ετούτη,
Το Σκολειό μάλλον ετούτο το Κρυφό,
Μ’ όσα μέσα Του μεγάλα κλείνει πλούτη
"Καλώς ήρθατε" σάς εύχεται κι αυτό.

Τίποτ’ άλλο. Στου Θεού εντός τον Οίκο
Δεν αρμόζουνε βροντόφωνες ιαχέε.
Κι επειδή κι εγώ σε κείνονε ανήκω
Ας σταθώ, σεμνά, εδώ. Και πάλι ευχές.

(Λος Άντζελες 1990-όταν κάθε Πέμπτη απόγεμα ερμήνευα τη Γραφή στους πιστούς, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου)

Η ΒΡΑΔΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ

Προμήθειες γιά τη βραδινή βάρδια.
Το ρολόι για να μετράει τους θανάτους.
Το κύπελλο για να καίγονται τα χείλη
Με την ενθύμηση άλλων στιγμών
Όταν η  γλυκύτητα του φεγγαριού
Οδηγούσε στην παραδοχή της Αθλιότητας σαν δώρου
Και κρυφής υπεροχής.    ,
Τα DGRITOS για να θυμίζει ο ήχος τους καθώς σπάζουν
Ότι ζω ακόμα.
Και μία καρέκλα σεπτή   
Και υποβαστάζουσα το μέγα βάρος της υπάρξεώς μου
Έτσι καθώς
Πληρωμένο με τόσα αφανέρωτα είναι.

(L. A. 1987)
 

ΙΔΟΥ ΛΟΙΠΟΝ!
 
Ιδού λοιπόν εφτάσαμε στο χείλος της αβύσσου
Που μέχρι τώρα ήτανε ιδέα μακρινή.
Αφήνουμε ξοπίσω μας μιά ζήση σκοτεινή
Μέσα σ’ ονειρομύριστα φύλλα να πλέει ναρκίσσου.

Αφήνουμε να δέρεται μιά μάνα αγαπημένη
Που και νεκρούς θα λέει για μας μιλώντας "το παιδί"
Και μια αδερφή που θα ’κανε το παν για να μας δει
Προτού στην τρύπα πέσουμε αυτή την πεινασμένη.

Λοιπόν εμπήκαμε κι εμείς στο σχήμα του ανθρώπου
Με τις μεγάλες λύπες του και τις φτηνές χαρές.
Τώρα άλλη μιά όπως πολλές στο παρελθόν φορές
Στη μέγα τούτη κάμινο εντός θα πέσουμε όπου,

Όλα τα πριν αλέθονται κι απ’ το καθάριο τήγμα
Ελπιδοφόρα κι άσκεφτα γεννιούνται τα μετά
(Όπου η σκέψη αντρειώνεται η ζήση δεν κρατά),
Ολων των προϋπαρξάντων τους και των μελλόντων μίγμα.

Κι απ’ τη ζωή που πέρασε και τώρα εδώ τελειώνει
ακολουθώντας μας πιστά μέχρις εδώ έχει ’ρθει
Και στης αβύσσου το χαμό μαζί μας θα ριχτεί
Αγκάλη μια θανατερό κι ολάσπρο κρύο χιόνι.

(L. A. 1986)
 

Η ΜΟΥΡΙΑ

Στη γειτονιά μου είναι μια μουριά.

Γριά μουριά, με κλάρες σαν βεντάλια
που φκιάνουνε ανοιώντας μια αγκαλιά,
που φύλλα κάθε Άνοιξη γεμίζει
τη δόξα της θυμώντας την παλιά.

Και κάθε Άνοιξη πάνω της πάνε
και άλλου είδους φλυαρούν πουλιά-
μικρά που παίζουνε κει πάνω:
αθώα, ανέμελα, μικρά παιδιά.

Κι ακώ φωνίτσες δίπλα σαν περνάω,
 νόημα χωρίς να βγάζω-μια βοή
χαρούμενη κι ανύποπτη και πράα
καθώς ανάσα δάσους το πρωί.

Πρώτη κραυγή-πρώτη ζωή-και πρώτη
φανέρωση του ανθρώπου απα' στη γη.
Πρώτο έγνoιασμα-πρώτο άπλωμα-και πρώτο
νερό καθάριο από άμωμη πηγή.

Και να γιατί αγαπώ τη γειτονιά μου,
και να γιατί ακόμα είμαι εδώ-
με νου και φαντασιά κι άγια λαχτάρα
μαζί πα' στη μουριά είμαι κι εγώ.

Και κει επάνω ούτε μίσους φτάνουν
ούτε κακίας ή πεθυμιάς θεριά-
και είναι μια κλάρα της η γη μας
και σύμπαν μας ολόκληρη η μουριά.

Και όλα είναι καινούργια και δροσάτα
κάτω απ' των φύλλων μας τη θαλπωρή
κι είναι ο θεός που μας μιλάει σα βρέχει
και ρίγη θεία των φύλλων οι χοροί.

Γ ριά μία μουριά που στέκει ολόρθη
στης γειτονιάς μου μέσα την ερμιά.
Γριά μία μουριά που είναι για μένα
κονάκι, καταφύγιο, απανεμιά.

Στη γειτονιά μου είναι μια μουριά.

(Τρίπολη, 2003)
 

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

 XEIPOΜΑΝΤΕΙΑ
(L. A. CAL)

Νάμαι λοιπόν στο χέρι σου τη μοίρα να διαβάζω
Ψάχνοντας πάνω του για μιαν ισχνή έστώ ελπίδα
Και συ αγνοώντας βέβαια πόσο βαθιά σπαράζω
Μες στην καρδιά μου πιό βαθιά να σπρώχνεις τη λεπίδα.

Νάμαι λοιπόν να κάθομαι δίπλα, σιμά, κοντά σου
Κατ’ απ’ το φως του πορτατίφ, στον καναπέ επάνω,
Τόσο κοντά μου έχοντας τα κάλλη τ’ ακριβά σου
Που νου και σκέψη και μυαλό και λογισμό να χάνω.
 
Νάμαι λοιπόν να βρίσκομαι όπως ποθούσα χρόνια
Κοντά σου. Νάναι όλη σου η προσοχή δική μου
Σαν το σφουγγάρι να ρουφάς τα σιγανά μου λόγια
Και να γεμίζεις πανικό κάθε μικρή σιγή μου.

Τι ευτυχία θάθελε κανένας πιό μεγάλη
Παρά α βρίσκεται κοντά στ’ αγαπημένο σώμα
Το λιόμορφο στο πλάι του να νιώθει το κεφάλι
Και όλο κι όλο ένα φιλί νάναι μακριά το στόμα;

Μα ενώ παλεύω άπελπις ενάντια εγώ στο Χρόνο
κρατώντας όπλο την ιερή, σεπτή χειρομαντεία,
Εσένα την κουκλίστικη ψυχή δονούνε μόνο
Αισθήματα άλλα, φονικά, αισθήματα εναντία.

ΕΙΣ ΚΥΡΙΑΝ ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗΝ
(L. A. CAL)

Δεν ξέρετε τι να κάνετε τα ποιήματά μου;

Ω! Κυρία μου!
να σας βοηθήσω.
Γίνονται εξαίσια τσιγαριστά
με λίγο σκόρδο και λεμονάκι.
Μπορείτε επίσης να τα κάνετε ψητά στο φούρνο-
κι έτσι καλά ειν’ επίσης-
μόνο να τα κοιτάζετε συχνά
γιατί αρπάζουν εύκολα.

Για γαρνίρα, πατάτες ή αρακάς.
Λεπτομέρειες να μη σας πω-
τις ξέρετε-διάβολε!
κάτι θα ξέρετε κι εσείς.

Λοιπόν καλή σας όρεξη κυρία μου.
Αν και πολύ γι αυτήν δεν αμφιβάλλω.
Εκείνο που όμως οπωσδήποτε
θα πρέπει όμως να σας ευχηθώ
είναι καλή σας χώνεψη κυρία μου.
 

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ
(l. A. CAL)

Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει
Σ' αυτή τη ζωγραφιά
Δεν είναι τ’ απαστράπτοντα πετράδια
Που τον σταυρό κοσμούν
Στου αρχιπειρατή που κρέμεται το στήθος,
Ούτε οι γωνίες του οι τόσο προσεγμένες
Με χάριν σκαλιγμένες,
Ή ο Εσταυρωμένος που θλιμμένα γέρνει
Το άσαρκο κεφάλι του στο ξύλο επάνω-
Στη μέση του Σταυρού
Μ' αντίς γι αγκάθια στο στεφάνι του
Μικρές χρυσές αχτίδες.

Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει  σ’ αυτή τη ζωγραφιά
Είναι η ιδέα του καλλιτέχνη για το τι
Απαραιτήτως πρέπει ένας αρχιπειρατής
Στο στήθος του να φέρει.
 

WEST L.A., Vine Street 22810

Κάθε πρωί βλέπεις νεαρά κορίτσια να κυκλοφορούν
κρατώντας στη μασχάλη τους ένα κομένο γυναικείο κεφάλι.

Μερικά κορίτσια το κρατούν σφιγμένο ανάμεσα πλευρών και βραχίονος,
με το πρόσωπο στραμμένο στα πλευρά τους.
Η μύτη και το στόμα έτσι πιέζονται.

Άλλα το βάζουν στην ίδια θέση
αλλά με τον κομμένο λαιμό ν’ ακουμπάει στον βραχίονα
και την κορυφή τιυ κρανίου στα πλευρά τους.  
Τότε το πρόσωπο είναι ελεύθερο και απαραβίαστο.

Άλλα το κρατούν από τα μαλλιά ή από κάποιο αυτί.
Συνηθισμένες εικόνες στο West Los Angeles VineStreet,
όπου στο είκοσι δύο οχτακόσα δέκα
Σχολή Κομμωτριών μια λειτουργεί,
και όπου κάθε πρωινό οι κοπέλες
πηγαίνουν για το μάθημά τους.

Ο ΣΚΥΛΟΣ
(L. A. CAL)

Είναι φορές που ολονυχτίς ο σκύλος μου γαυγίζει.
Καθώς το σπίτι κι η αυλή λούζονται στο φεγγάρι
κι εγώ τον πρώτο ύπνο μου έχω επιτέλους πάρει
ατέλειωτα γαυγίσματα εκείνος τότε αρχίζει.

Ειναι ένα γαύγισμα συρτό, μονότονο και πράο
που δίχως μια προσπάθεια του βγαίνει από το στόμα,  
ενώ στητό κι ακίνητο μένει όλο του το σώμα.
Ξυπνώ και στο παράθυρο ξαγρυπνισμένος πάω.

Αλλά δε βρίσκω αιτία καμιά όσο πολύ κι αν ψάξω
που του υπάκουου σκύλου μου τη στάση να εξηγήσω,
που δε μ' ακούει ακόμα κι αν με δύναμη φωνάξω.
Και το αναίτιο γαύγισμα στο φως το φεγγαρίσιο
αίνιγμα είναι που αν κανείς θελήσει να το λύσει
πρέπει να πάει αμέτρητες χιλιάδες χρόνια πίσω.
 

ΦΩΝΑΖΕ...
(L. A. CAL)

Γειτόνισσά μου φώναζε
βρόνταγε, χτύπα, σκούζε
τσακώνου με την κόρη σου
γαύγιζε, σπάζε, γρούζε.

Γύριζε τα μεσάνυχτα
και βρόνταγε τις πόρτες.
Κόρταρε με τους άγουρους
της γειτονιάς τους μόρτες.

Φέρνε τους ερωμένους σου
στο σπίτι σου τα βράδια
και με φωνές συνόδευε
όσα σου δίνουν χάδια.

Πάρτι ζωηρά διοργάνωνε
κάθε δυο τρεις ημέρες
πότιζε-πότι-πότιζε
της ζωής τις μαύρες ξέρες.

Όταν μιλάς με κάποιανε
δίπλα γειτόνισσά σου
κραύγαζε σα να ήτανε
χιλιόμετρα μακριά σου.

Χτύπα τον τοίχο που από σε
μονάχα με χωρίζει
και μη διορθώνεις το παλιό
κρεβάτι σου που τρίζει.

Μα προ παντός έτσι όπως ζεις
αλέγρα και βαρβάτα
έτσι και όταν περπατάς
σαν τον ελέφα πάτα,

γερά τα διαμερίσματα
τριγύρω κι ας τραντάζεις
και του διαδρόμου που και που
τις πλάκες ας τις σπάζεις.

Βρόνταγε, ρυάζου, φώναζε
χτύπα γειτόνισσά μου.
Καλή μια μοίρα σ' έστειλε
και νοίκιασες κοντά μου.

Γιατί ενώ θα πέθαινα
τη ζήση πριν γνωρίσω
απ' τη δική σου τη ζωή
λίγο κι εγώ θα ζήσω.

 

ΤΑ ΚΙΝΕΖΑΚΙΑ
(L.A. CAL)

Eίναι κάτι κινεζά-κάτι κινεζάκια
σαν τα πορσελάνινα τεχνικά βαζάκια
που προσμένουνε θαρρείς τ' άνοιγμα της βρύσης-
που προσμένουνε θαρρείς αχ! να τα γεμίσεις.

Μην τ' αφήσεις να χαθούν, Μούσα, μην τ' αφήσεις.
Μες σε τούτες τις γραμμές πρόφτασε να κλείσεις
λίγο από το λάγγεμα που 'χουν στα ματάκια
κάτι ζέκια… κάτι να... κάτι κινεζάκια...
 

WOLFSON
(ο γερμανός οδοντογιατρός μου στο NORTHRIDGE)
(L. A. CAL)

Η Αμερική πανίσχυρη τη γη εξουσιάζει.
Τα χέρια της συντρίβουνε και η ματιά της σφάζει
(κατ' απ' τα πόδια της, αργά, με το μικρό του στόμα
το χρονοσκούληκο μασά, κουφώνει, τρώει το χώμα).

Η Αμερική τη μοίρα μας στα χέρια της υφαίνει.
Έθνη καρφώνει στο σταυρό και άλλα τ' ανασταίνει
(γύρω τριγύρω της λαοί, με σταθερό ένα χέρι
ανήσυχο ακονίζουνε, διπλόκοπο μαχαίρι).

Καλότυχοι όσοι στων καιρών τη μανιασμένη δίνη
έξω μετράνε απ' αυτούς και πάνω από 'κείνη-
όσοι στο μάτι ανθρωπιά , φως στην ψυχή κρατάνε
και, άλλοι Σίμωνες σταυρό, σα δουν, πάντα βοηθάνε.

Καλότυχη μαζί μ' αυτούς κι η γη μας, που γεννάει
ανθρώπους τέτοιους. Άσκοπα στα χάη δε γυρνάει:
κάποιοι ίσως κόσμοι άφωτοι στου σύμπαντος την άκρη
λίγη αγάπη καρτερούν κι ένα συμπόνιας δάκρυ.
 

ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ

A! Έχει σύννεφα κι εδώ! Α! Έχει καταιγίδες!
Κάτι τεράστια σύννεφα που πιο σφιχτά σε ζώνουν
απ' της πατρίδας-πιο πολύ-α! πιο πολύ σκοτώνουν-
που πιο συχνά κι ανάναφτα σβήνουνε τις ελπίδες.

Και το φεγγάρι βγαίνει εδώ με μια χλωμάδα τόση-
όμοιο ασημοκέντητο μαχαίρι καρφωμένο
στης γης το τρεμουλιάρικο κορμί-το πεθαμένο-
λες και πασκίζει και νεκρό να το ξανασκοτώσει.
 

 ΒΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑΣ
(L. A. CAL)

Ποτέ δεν έμαθε πού ειν' ο Νότος και ο Βορράς
ή απ' τους αγέρηδες βοριάς ποιος είναι και ποιος νοτιάς.
Πως ειν' οι μέρες αντιλαμβάνεται νοτινές
όταν μαζεύονται τα παλιόχαρτα στις γωνιές.
Και-φίλε μου άκου-αυτό συμβαίνει κι εδώ κι εκεί-
για όσους δεν ξέρουνε και σ' Ελλάδα κι Αμερική.

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ
(L. A. CAL)

Πολλές εισαγωγές βιβλίων από τις υπερπόντιες κτήσεις.

Τα ρομπότ τα χρησιμοποιούν στο χτίσιμο εξοχικών οικιών
αφού τα τσιμεντώσουν γύρω.

Τα γράμματα τότε μέσα τους πλαντάζουν.
Μερικά επαναστατούν
σπάζουν το περίβλημα και χύνονται έξω.
Η γυναίκα-ρομπότ λέει τότε: ο τοίχος μπάζει νερά.
 

TEDDY DAY
(L. A. CAL)

"Πρέπει να φύγω' η ώρα ήρθε'
έχω δυο χρόνια κάτσει εδώ.
Δεν ξέρω τ' είναι που με διώχνει
δεν ξέρω τ' είναι που ζητώ
μα όμως ξέρω-η ώρα ήρθε
πρέπει να φύγω από δω".

Έτσι μιλούσε η Teddy Day
στο σύντροφό της μια βραδιά
όταν οι δυο τους στο τραπέζι
το τελευταίο πίναν ποτό.

"Θα πρέπει κάτι για να μείνω
να με κρατήσει δυνατό
κάτι μεγάλο να με δέσει
για να μη φύγω από δω".

Έστεκε αμίλητος εκείνος
κι έβλεπε κάτω μ' ενοχή.

"Αν το ζητούσες...ίσως τότε
ν’ άλλαζα γνώμη-όμως αλλιώς
δε βλέπω τι θα με κρατούσε
και ας μην έχω που να πάω...
πού να βρεθώ...πού να σταθώ...

μα πρέπει αλλού να βρω εκείνο
που δεν το βρήκα ούτ' εδώ...
γι αυτό λοιπόν λέω να φύγω...
έχω δυο χρόνια μείνει εδώ..."

Εκείνος έστεκε ακόμα
χωρίς φωνή-χωρίς ψυχή.

Αυτή στα δύο της τα χέρια
κλείνει το χέρι του απαλά
και τρυφερά κοιτώντας τόνε
"πάμε", του λέει, "είν' αργά".
 

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

ΠΡΟΣΩΠΑ

Τα πρόσωπα.
Παντοδύναμα.
Μια κομψή μύτη
γκρεμίζει έθνη.
Μια μικρή σύσπαση του πάνω χείλους
αυτοκρατορίες γεννάει.
Μια ματιά τους
ανεπιθύμητων σωρεία εξολοθρεύει.

Τα πρόσωπα.
Επιπόλαια.
Λένε Εγώ
και κάτι άλλο μ’ αυτό
που άγνωστο τους είναι
εννοούν.

Και όταν ο Αιώνιος έρθει,
αυτός, ο χωρίς πρόσωπο,
και ορθός και ακίνητος  σαν σύνορο άγνωστης χώρας
στη σκοτεινή εμπρός είσοδο σταθεί,
τα πρόσωπα όλα προς αυτόν στρέφουν
και προς αυτόν υποτακτικά τραβούν.

Και μέσα στο σκοτάδι
Καθώς αδύναμα
και σαν μέγα πλήθος από φθορές ξανοίγονται,
η παλίρροια της σιωπής
με τα κύματά της τα πνίγει.
 

ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ

Εν' αγόρι έντεκα χρονώ.
Ευαίσθητο κι ονειροπόλο.
Αγαπά ένα πορτραίτο
από την πινακοθήκη του πατέρα του
όπου νέα μιά  ωραία γυναίκα παριστάνει
(μάγια θα την έχουν εκεί καθηλωμένη).

Και μια νυχτιά, στου φεγγαριού το φως,
η νέα γυναίκα γλιστρά
και κατεβαίνει απ' την κορνίζα της.

Σαστίζει το αγόρι.
Χορό μαζί του εκείνη αρχινά.
Όμως χορό δεν ξέρει το παιδί
και ντρέπεται
και κοκκινίζει.

Τέλος
αμήχανο
σε κλάματα ξεσπά.

Εκείνη το αγκαλιάζει,
και στο στήθος της επάνω το τραβά.  
 

ΑΛΛΑΓΕΣ

Τα τζάκια τα μεγάλα χάσανε
τα μεγαλεία τους-τους τόσους
υποτακτικούς και τους λακέδες τους.
Τώρα αλωνίζουνε οι μεγαλομανάβηδες
οι τραπεζίτες κι οι αισχροκερδείς.
Και τα πορνεία πια κρυφά δεν είναι-
απλώθηκαν παντού
και φανταχτερά είναι στολισμένα.

Και όπου ταξιδέψεις, αστοί παχείς,
ικανοποιημένοι,
χωρίς σκοπό.

Η τυραννία δεν ήτανε πάλι καλύτερη-
τότε που είχαμε ακόμα ελπίδες;
 

 ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ

Ανατινάζοντας πίσω του όλες τις γέφυρες παρηγοριάς
βαδίζει
Ψάχνοντας την ουσία αυτού που είναι.

Προχωρεί
Γκρεμίζοντας μισοχτισμένους τοίχους
Και να κρυφτεί μέσα σε κάποια φανταστική σκιά
Δεν καταδέχεται.

Αναθυμώντας τους αρχαίους μύθους
Που τα γύρω του πράγματα μελωδούν
Αποβάλλει κατασκευασμένες εξαρτήσεις
Εγκαταλείπει κάθε είδους πίστη
Και λυτρώνεται.

ΤΟ ΚΕΛΑΔΗΜΑ

Άκουγε συνεπαρμένος το κελάδημα.

Γιατί τόσο του ταίριαζε δεν ήξερε να πει.
Μόνο άκουγε
Κρατώντας την ανάσα του.
Εκστατικός.

Τα πράγματα είχαν όλα χαθεί.
Ένα κενό πράσινο είχε μονο μείνει
Και μέσα του ο κελαηδισμός

Μόνο σαν η μελωδία τέλειωσε
Κι ενώ τα δέντρα και οι πεδιάδες ξανάπαιρναν τη θέση τους  
Δημιουργώντας πάλι το τοπίο,
Τότε κατάλαβε τι του άρεσε σε κείνο το τραγούδι:
Μέσα του σκέψεις είχε
Που αυτός δεν θα μπορούσε να έχει κάνει.

ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ

Όταν ξυπνώντας
Πριν σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι
Παραδομενοι ακόμα στον κόσμο των ονείρων,
Στέκουμε για λίγο στο χείλος του ύπνου
Βλέποντας προς την ομίχλη
Που τις πεδιάδες σκεπάζει του διαλογισμού
Είναι σαν να περιμένουμε κάποιον
Να μας δώσει το κλειδί
Που την πόρτα της ζωής ανοίγει.
 

ΣΑΝ ΜΕΛΙΣΣΑ

Στο κρεβάτι του θανάτου  
λίγο πριν η τελευταία μας βγεί πνοή,
μετανοούμε.

Πάνω μας έχουν σιγά σιγά μαζευτεί
κι έχουν στερεωθεί
πράξεις που δεν θα θέλαμε να είχαμε κάνει,
και φαντάσματα από πράξεις  
που ενώ θέλαμε δεν κάναμε.

Όλο αυτό το μάζεμα
με τη μετάνοια να το διώξουμε ζητάμε  
όπως το ριγμένο στους ώμους μας σακάκι
μ’ ένα  ξαφνικό ανασήκωμα των ώμων.

Μάταια όμως. Ο θάνατος παγώνει
κι αυτό το ανασήκωμα, κι αντί να ελαφρύνουμε
κολλάει κι αυτό επάνω μας
σαν ακόμα μια μέλισσα στο σμάρι.

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

Την αγωνία μου για ν' αποφύγω,
θα πρέπει να τη σκέπτομαι διαρκώς,
για να φυλάγομαι να μη τη σκέφτομαι.

Αυτό σημαίνει πως μαζί μου
να παίρνω πρέπει αυτό που θέλω ν' αποφύγω.
Μέσα στην ίδια τη συνείδηση λοιπόν-μες στη συνείδηση μου-
θα βρίσκονται μαζί και η αγωνία  
για τη φυγή απ' αυτήνε  
προς τους μύθους που καθησυχάζουν.

Δεν πρόκειται λοιπόν να διώξουμε την αγωνία
Από την αγωνία θα ξεφεύγαμε,
αν είχαμε τη χάρη να μπορούμε
να δούμε τον εαυτό μας όχι από μέσα-
όπως τον βλέπουμε-,
αλλ' αν τον συλλαμβάναμε από τα έξω,
όπως τους άλλους,
ή
σαν ένα πράγμα. 

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Αν η συνείδηση μπορούσε στον κόσμο ν' αναβλύζει,
πριν αποκτήσει ένα παρελθόν,
τότε το παρελθόν μας θα μας παρουσιάζονταν
περιγραμμένο από ένα ξεκάθαρο
και χωρίς ανωμαλίες όριο,
σαν χωράφι
που αυλακιές το ορίζουν επιτακτικές.

Μα η συνείδηση πάει κάτω και βαθιά,
 και μέσα σε μια προοδευτική χάνεται συσκότιση,
που ως τα σκοτάδια φτάνει-   
που κι αυτά εαυτός μας είναι.

Και συλλογιζόμαστε πράγματα άσκοπα,
 και το αδύνατο γυρεύουμε, γιατί η συνείδηση
θα μπορούσε να εμφανιστεί στον εαυτό της
μόνο σαν να 'ταν ήδη γεννημένη. 

 

 ΑΝ ΔΕΝ

Αν δεν υπήρχε το Πριν και το Μετά
θα ήμουν αυτό που θέλω να είμαι
γιατί χωρισμός ανάμεσα σε πράξη κι όνειρο
δεν θα υπήρχε.
Το Τώρα ένα άλλο Τώρα,
ανάλλαγο, θα ακολουθούσε,   
και σ' ένα συμμάζεμα ο κόσμος θα κλεινόνταν.   

Όμως καθένα Τώρα, ένα Άλλοτε γίνεται.
Κι αν ο Χρόνος γιατρεύει
είναι που από της οδύνης του το αντικείμενο
τον άνθρωπο χωρίζει.  
 

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

 Ένας αρειανός γυρίζει στον Άρη άπό τη γη, έπειτα από την πρώτη επίσκεψη αρειανών στη γη. Αμέσως τον περικυκλώνουν δημοσιογράφοι, και πλήθη λαού για να μάθουν τα της γης. Και κείνος: «Τα πράγματα είναι όπως τα περιμέναμε. Τίποτα καινούργιο. Θάλασσες, δάση, ψάρια, άνθρωποι, αυτοκίνητα, κτίρια...Ούτε ίχνος ζωής εκεί πάνω.»

             ΟΙ ΞΥΛΙΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ

Πόσες ζωές κάθε μέρα ζείτε
και από πόσα νεκροκρέβατα έχετε
σήμερα μόνον
σηκωθεί;
Και τι ευθύνη να ζητήσει κανείς από ξένους  
άλλους ανθρώπους;

Σε μια στιγμή "είμαι" λέτε
και την ίδια στιγμή «δεν είμαι".  
Και κανείς
ψέματα πως λέτε δεν θα πει, αφού σας βλέπει
να ’χετε τώρα ένα ενδιαφέρον στη φωνή,
και πάλι αμέσως ένα μαχαίρι
να σφίγγετε στο χέρι.

Όμως παρόλαυτά
οι ξύλινες κούκλες
λατρεμένες είναι και αξιέραστες,
γιατί στη μικρή στείρα κοιλιά τους
τον σπόρο φέρουν, που την πλήρη,
την χωρίς μεταπτώσεις
υπόσχεται ευτυχία.

ΜΗ ΜΑΣ ΣΠΡΩΧΝΕΙΣ

Μη μας σπρώχνεις να σε φτάσουμε, ω! Υψηλό!
που τόσο τη μικρότητα μας ξεπερνάς,
αφού,
να μαστορέψουμε σκαλωσιές
και πύργους να χτίσουμε,
δεν μας αφήνεις.

Οι αισθήσεις μας χαραμάδες είναι.
Και ξέρουμε μόνο-τόσο μας αφήνουνε να πούμε-
πως έξω υπάρχει φως.
Τι δείχνει όμως; Γιατί
 να βγούμε στον έξω αέρα δε μας δίνεις;

Αν δεν είμαστε ούτε ένα σκαλοπάτι
της Μεγάλης Σκάλας,
Τότε και τις χαραμάδες κλείσε
που το σκοτάδι μας αβάσταχτο κάνουν.

Είναι φριχτό με βαριές αλυσίδες φορτωμένοι
αλαφρότητα να περιμένουμε και ν’ αποζητούμε.

ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

Στου νεκροταφείου το πλατύ αλώνι
η μελαγχολία την καρδιά πλακώνει.
Κάθε τάφος πλάκα και σβηστό καντήλι
κι έναν τρόμο γύρω η νυχτιά έχει στείλει.

Στο σκοτάδι κάτι φωτοσκιές κινούνται.
Τάχατες αξύπνητα οι νεκροί κοιμούνται
ή ασώματοι κι αγνοί όπως θέλουν να 'ναι
βγαίνουν απ’ τους τάφους τους κι άσκοπα γυρνάνε;

Κι όπως νύχτωσα εδώ για να τους μιλάω
κάτι σκιές τώρα θολές δίπλα μου κοιτάω
καρφωμένον μ' έχουνε, δεν μπορώ να φύγω
και με ζώνουν τα κορμιά τ' άϋλα λίγο λίγο.    
 

"ΜΑΧΑΙΡΙ"

Κύριε Ελύτη
κύριε Ρίτσο
συνταγματάρχα Σεφέρη
και σεις οι άλλοι
οι μικροί και οι μεγάλοι ποιητές
όλοι οι νανουριστές εσείς
του λαού
που με υψηλά ιδανικά
και μ’ όνειρα τονε μαυλίζετε
για να μπορούνε άνετα να τόνε κλέβουν
και να τόνε σκοτώνουνε τ’ αφεντικά σας,
σε σας,
με τ’ άλλα τα βραβεία σας μαζί
εγώ σας δίνω
και κείνο
του Μέγα Λαϊκού Εξουδετερωτή.

Με την ωραία σας ποίηση
στεφάνια δάφνινα εσείς κερδίζετε από φύλλα
που με το αίμα είναι θρεμμένα των θυμάτων σας.

Αναπαυτείτε εν ειρήνη.
Καλά δουλέψατε.
Κι η ιστορία της εκμετάλλευσης των λαών,
την πέννα σας δανείζεται και ωραία γράφει.

Σας βλέπω πάνω στους σαθρούς σας θρόνους
ειρωνικά να με κοιτάτε.
Και :φκιάσε κι εσύ κάτι, να μου λέτε.
Μα έγνοια σας
Της δάφνης μάσησα κι εγώ τα φύλλα
κι είπα κι εγώ εκείνο που μου ταίριαζε.
Μα κι «α» ένα μονάχα να ’χα αρθρώσει
αίματα θα ’σταζε.
Και όταν έγραφα το «μα…»
Σε «μάτια» δεν εγύριζε και σε «μαρίνες»
αλλά «μαχαίρι» εζωγράφιζε
Για κόψιμο λαιμών ακονισμένο.
 

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΜΥΡΝΗ
Ή
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ

-Γλυκέ, μαυρόντυτε, πικρέ πατέρα,
δεντρί με κούρβουλο κάθε κλωνί σου,
ακόμα ποιο ακριβό θρηνείς παιδί σου;
-Τη Σμύρνη-την τρανή μου θυγατέρα!

-Πατέρα φτάνει. Σκούπισε το δάκρυ.
Θεός τα παίρνει όλα και τα δίνει.
Κι αν ίσως έχασες της γης μιαν άκρη
μα της ζωής δε στέρεψεν η κρήνη.

-Δεν ήταν γης μα ολάργυρο φεγγάρι.
Χρυσάμαξα που αγγέλοι τηνε σύραν.
Κι ήταν διαμάντι και μαργαριτάρι.
Και δεν την πηρ’ ο Θεός: Τουρκοί την πήραν!

ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι

και "όχι" ,μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις
μας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα'
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις-
εκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".

 ΜΕΤΑ ΤΟ ΝΟΣΤΟ

Αν πάει κανείς στην ξενιτιά
για χρόνια (και) ΣΑ γυρίσει
γλυκό νερό δε θα ’χει πια
γι αυτόν καμία βρύση.

Φίλοι κι αδέρφια και δικοί
θα τον θαρρούνε ξένο
κι απόμακρα θα τον κρατούν
σαν κάτι μιασμένο.

Τότε ή θα κάτσει να γενεί
εκείνων κλωτσοσκούφι
κι όλο το μίσος τους να πιεί
σαν φταίχτης μονορούφι,

ή θα χωρίσει απ’ όλους τους
κι ατάραχος θα στέκει
με το αγλαό της ανθρωπιάς  
στέγαστρο να τον σκέπει.

Μύρα και λούλουδα στις πόρνες

Μύρα και λούλουδα στις πόρνες
που απ’ τους αρχαίους τους αιώνες
χωρίς προσποίηση και ψέμα
μ’ αθώο μας βλέπουν ένα βλέμμα.

Αίνοι και έπαινοι σε κείνους
που όλα τους δίνουνε τα δώρα
σαν το νερό οι δημόσιες κρήνες
και σαν τον ίλιγγο η αιώρα.

Που δε ζητούν για ένα φιλί τους
τον ουρανό μ’ όλα του τ’ άστρα
και δε γυμνώνουν το κορμί τους
σε πλούσια μόνο μέσα κάστρα'

που φτωχικά φορούν στολίδια
κι έχουν ανάμεσα στα πόδια
όχι αγριόχορτα και φίδια
μ’ αγριοπερίστερα και ρόδα.

που αχνογελούν όταν ακούνε
λόγια γι αγάπη και για πίστη
και κάτι έχουνε να πούνε
για το μυαλό που τα εσοφίστη΄

που μ’ ένα νεύμα είναι δικά σου
τ’ άνθη του δώρου τους του θείου
χωρίς να πρέπει-για φαντάσου-
να γίνεις σκλάβος τους δια βίου.

Μύρα και λούλουδα στις πόρνες
που απ’ τις γυναίκες ειν’ οι μόνες
που αν κάποια ξάπλωσε μαζί σου,
έστω για λίγο ήταν δική σου.
 

ΣΚΙΕΣ ΚΕΝΩΝ
Μέσα στο κενό, σε ένα σύμπαν από τα άπειρα υπάρχοντα, πάνω σε ένα αστέρι του, κινούνται κάποιες σκιές καμωμένες από συμπυκνωμένο κενό.  
Οι σκιες αυτές εναντιώνονται στους νόμους του σύμπαντος θέλοντας να κάνουν το κρύο ζέστα και τη ζέστα κρύο, να πετάξουν αντί να περπατάνε, να ζήσουν αντί να πεθάνουν.
Χαράζουν το χώμα του αστεριού σε κομμάτια που τα λένε πατρίδες, μισούνται αναμεταξύ τους μουρμουρίζοντας αγάπη, σκοτώνονται αναμεταξύ τους ψιθυρίζοντας ειρήνη, κάνουν ρυθμιστές στις μεταξύ τους σχέσεις κάτι χρωματιστά χαρτάκια.
Όλα αυτά τα πετυχαίνουν με κινήσεις του σώματος και των μελών του, με την ομιλία τους, τη γραφή, τη σκέψη.
Οδηγό για όλα αυτά έχουν ένα διπλά αραιωμένο κενό, σφηνωμένο μέσα στο κεφάλι τους και που το λένε μυαλό.
Και μια μάχη χωρίς τέλος ενάντια σε αυτό που συμπυκνωνόμενο τις δημιούργησε είναι όλη η δραστηριότητά τους, ώσπου να έρθει η ώρα να αποσυμπυκνωθούν, επανερχόμενες στην πρωτινή αδιατάρακτη συνεχή, συνετή και συνεπή τους πορεία.
Και όλα αυτά τα κάνουν οι σκιές τρέχοντας, όχι γιατί έχουν να εκτελέσουν κάποιον προορισμό, αλλά μόνο και μόνο επειδή το μέσα τους διπλά αραιωμένο κενό τiς σπρώχνει έτσι να κάνουν.  
Ενεργούν χωρίς να ξέρουν γιατί κάνουν  το κάθε τι, χωρίς να ξέρουν αν έχει σκοπό η συμπύκνωσή τους, χωρίς  να έχει νόημα ό,τι κάνουν. Δεν ξέρουν καν γιατί, πότε, τί, και πώς τις συμπύκνωσε.
Μία τέτοια α-νόητη σκιά όπως οι παραπάνω είναι και η σκιά που γράφει αυτές τις γραμμές-που φτιάχνει τις δικές της α-νοησίες.
Α-νοησίες ίδιες και ίσες σε σημασία με όλες τις α-νοησίες που έγραψαν, είπαν, έπραξαν, έχτισαν, γέννησαν, ανακάλυψαν, όλες μαζί και μία μία χωριστά, όλες οι άλλες σκιές: α-νοησίες σκιές σκιών.
Μέσα σ’ αυτό το κενό, πάνω σ’ αυτό το αστέρι, η σκιά αυτή ήταν μια σκιά όσο μικρότερη μπορούσε. Απόρριψε ένοιες όπως πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, εναντιώθηκε στη βλακεία, στην περηφάνεια, στην ιδέα για την ανωτερότητα ενός κενού από άλλο, μιας σκιάς από άλλης.  
Περιφρόνησε ακόμα σκιώδη κατορθώματα με βαρύγδουπο όνομα, όπως δίκαιο, υψηλοφροσύνη, καθήκον, φιλία, ηρωισμός, αλτρουισμός και παρεμφερή.
Από το αστέρι γύρω της πήρε μόνον ό,τι της ήταν απαραίτητο για να επιζήσει. Και του έδωσε ό,τι της ζητούσε.  Και εχλεύασε κάθε προσπάθεια των σκιών για επίδειξη, επιβολή, κυριαρχία.
Με ένα λόγο αρνήθηκε να υποταχτεί σε κενά, ανυπόστατα, αλλοπρόσαλλα και άστοχα κελεύσματα α-νόητων σκιών. Αρνήθηκε να παριστάνει πως είναι ενώ δεν είναι.
Της χαρίστηκε να βλέπει πίσω από κλειστές πόρτες, να ακούει λόγια που δε λέγονταν, να αντιλαμβάνεται προθέσεις.
 Δεν της χαρίστηκε να μπορεί να ανοίγει τις κλειστές πόρτες, να απαντάει σε λόγια, να αλλάζει προθέσεις. Tης έμεινε μόνο ένα αχ αδυναμίας και μια ήττα-ήττα όχι από έλλειψη πολεμικών γνώσεων, αλλά πολεμοφοδίων.
Και ζάρωσε σε μια γωνιά με συντροφιά το αχ της και τις ανοησίες που έγραφε με  την πένα της.  
 

Α!  ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ!..

Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν τη ζωή μου
και πληγωμένη μέσα στον κόσμο σέρνεται  εκείνη.
Όψιμο βέλος στη σάρκα χώθηκε καρπού πρωίμου
και το αδούλωτο πνεύμα αιμάσσει κι η σάρκα φθίνει.

Α!  Χωροφύλακες! Για μένα είσασταν τρόμος μονάχα
κι όχι όπως γι άλλους η περιφρούρηση κι η προστασία.
Α!  Χωροφύλακες!  Τούτο μου άξιζε να πάθω τάχα
γιατί ζητούσα ειρήνη δίκαιο κι ελευθερία;

Α!  Χωροφύλακες!  Με ηθέλατε σκλαβωμένο
στην κάννη του όπλου σας-στα σιρίτια σας-στα δεσμά σας
κάλλιο το είχατε να με βλέπατε να πεθαίνω
παρά που ήμουνα εν'  αγκάθι στο σύστημά σας.

Α!  Χωροφύλακες! Α!  Τα όπλα σας δε σκοτώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Γεια σας!  τα όπλα σας δε φτουράνε.
Α!  Χωροφύλακες!  Φίδια τα όπλα σας και σας ζώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Τα ίδια τα όπλα σας σάς πολεμάνε.


CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό.
Δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ.
Δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο το μουγγό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό, τι ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το  ’φερες εδώ…
 

      ΣΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα  'χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως πα'  η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ'  τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Κι όπως 'κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α!  γιατί μ'  αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτά κι αυτή.
 

          ΣΙΩΠΗΛΑ

Τα ποιήματά μου μοιάζουνε με τις γυναίκες κείνες
που γνώρισα κι αγάπησα και χάρηκα μ'  αυτές.
Όπως εκείνων τα φιλιά και οι δικές τους ρίμες
αμέτρητες μου δίνουνε-απόκρυφες χαρές.

Όμως μια θέση ξέχωρη κρατούν μες στην ψυχή μου
γυναίκες που δεν ταίριασαν οι δρόμοι μας ποτέ
που μες στου πλήθους χάθηκαν τα έλη του ανωνύμου-
που η ζωή δε θέλησε να γίνουμε ερασταί.

Που δίπλα μου επέρασαν στο δρόμο με βιασύνη
ή φευγαλέα αντίκρισα στις σκάλες του μετρό
γυναίκες που ειν'  αδύνατο να τις χωρέσει η μνήμη
τόσο πολλές που νόημα δεν έχει να μετρώ.

Ντυμένες ωραιότητα, σεμνότη, ευαισθησία,
κι ένα μυστήριο που άθελα κάθε άγνωστο κρατεί
της νοσταλγίας μου χάρισαν τη θεία πεμπτουσία
κι αβρούς ανθούς στης φαντασιάς τον κάμπο τον πλατύ.

Μ’  αυτές λοιπόν τις όμορφες γυναίκες παρομοιάζω
τα όσα μου ποιήματα  δεν έχουνε γραφτεί
κι όπως για κείνες και γι αυτά σιωπηλά σπαράζω
(κι ας ειν'  η παρομοίωση συνηθισμένη αυτή).
 

         ΔΕΕΤΑΙ

Νύχτα. Στο σκοτάδι της χαμένος
μες στου αλσυλλίου τις σκιες
που μαγίστρες μοιάζουνε γρηές
κάποιος πικροκλαίει στη γη πεσμένος.

Κάποιος κλαίει πάνω στο χορτάρι.
Σφίγγουνε τα χέρια του τη γη
κάτι να της δώσει προσπαθεί;
κάτι από κείνηνε να πάρει;

Σχίζουν οι λυγμοί του το σκοτάδι.
Στ'  άπονα τα χώματα χτυπούν.
Οι ψυχές ξυπνάνε και ακούν
μες από τον άπελπο τον Άδη.

Τάχα στο αλσύλλιο ποιος να κλαίει
ποιος στην ησυχία τη βραδινή
ποιος μες στη νυχτιά τη σκοτεινή
δέεται στον πλάστη-και τι λέει;
 

Η ΓΥΡΙΣΤΗ ΣΚΑΛΑ
(Λος Άντζελες 1988, Κυριακή, 14 Αυγούστου)

Η σκάλα η γυριστή κράτησε για λίγο κρυμμένο
το ωραίο όραμα του κάτω από τη μέση κορμιού της
καθώς εκείνη ανεβαίνοντας
κοντοστάθηκε για να επισκοπήσει τον χώρο.

Τα μάτια ανοίχτηκαν λάμποντας δεξιά και αριστερά,
το χαμόγελο στο στόμα  πλάτυνε
και αμέσως μετά ολόκληρο το θεσπέσιο σώμα φανερώθηκε.

Το διάφανο λευκό χέρι χάθηκε μέσα στο δικό του
και τα κύματα του θαυμασμού  του
σπάζοντας πάνω στο χλωμό της πρόσωπο
το ερύθραναν
και οδήγησαν τα πόδια της στην αναζήτηση του πιο κοντινού καθίσματος..

Τα χαρτιά βγήκαν αμέσως από τον χαρτοφύλακα
και η εμπορική συζήτησις άναψε με τους γύρω.
Κάτι αριθμοί πολιόρκησαν την ακοή του.

Στο μεταξύ η σχιστή φούστα είχε αποκαλύψει
τα σταυρωμένα γόνατα.
Και η κελαρυστή ομιλία άλλη μια πηγή ολέθρου.

Η στητή στάση του κορμιού
Είχε αποδώσει τους διαφανείς καρπούς του.
Η ευγένεια και η σεμνότης που το κάλυπταν
δεν μπόρεσαν να σκεπάσουν
την αμετάκλητη θελκτικότητα  και ευφροσύνη του
που ηλέκτριζαν τον γύρω χώρο.

Η σκάλα η γυριστή κράτησε πάλι για λίγο
το ωραίο όραμα του κάτω από τη μέση κορμιού της  
καθώς αυτή κοντοστάθηκε
 για να ρίξει μια τελευταία ματιά
σε ό,τι πριν ξένο της ήταν,
και τώρα μαζί της έπαιρνε
αναντίρρητα.
 

ΣΙΕΣΤΑ
(Λος Άντζελες 1988, μεσημέρι, Κυριακή, 14 Αυγούστου)


Μια ηρεμία τρομαχτική.
Ένα σχισμένο σιωπηλό πέπλο.
Μία ρακένδυτη καλαισθησία
τυλίγει με νωθρά και αβέβαια χέρια
το απομεσήμερο που από κάτω της πνίγεται
ανίσχυρο και νεφελώδες.

Η καρέκλα πεσμένη στο έδαφος
ανίσχυρη και αδρανής
από τις αναθυμιάσεις της πέτρινης σιωπής.
Το λάλο ραδιόφωνο βουβό.
Οι τοίχοι στάζοντας κολλώδη άπνοια.

Ο βαρύγδουπος χρυσοπαγής καθρέφτης
αιωρείται ανάμεσα δαπέδου και οροφής
καθρεφτίζοντας αναμνήσεις απλανείς και σβησμένες.
Πάνω του οι ακτίνες ανέκφραστες απωθούνται
και παραξενεμένες ορμούν
πάνω στα κλειστά παραθυρόφυλλα,
στο κινέζικο χειροποίητο χαλί,
στις σβηστές λάμπες
και στα λεπτά ζωγραφισμένα άνθη
που χρόνια τώρα στέκουν ακίνητα μέσα στο μπλε φόντο τους
και χρόνια τώρα απότιστα ανθούν.  

Πόδια αποκαμωμένα
αρμοί παράλυτοι  
κάτω από το λαμπρό τυφλό φέγγος
αναπαύονται πάνω σε μαρμάρινα ανάκλιντρα.

Νέα Ιωνία 2010
Ωραία μέρα σήμερα είκοσι δύο του Απρίλη. Βγαίνω στο δρόμο. Περπατώ στην αγορά.
Ένας εικοσάρης νεαρός και μια δεκαοχτάχρονη δροσερή κοπέλα πλάι του βαδίζουν μπροστά μου.
Περπατώντας αντίθετα στη δική τους κατεύθυνση να και μια άλλη όμορφη κοπέλα.
Όταν βλέπονται, τρέχουν το ζευγάρι προς την κοπέλα και εκείνη προς αυτούς, σταματάνε, ανοίγουν διάπλατα τα μάτια από ευχάριστη έκπληξη, και αμέσως μετά τα χέρια σε αγκάλιασμα.
Αγκάλιασμα που γίνεται αμέσως, ενώ την ίδια στιγμή, ανάμεσα σε κραυγές χαράς, επιφωνήματα και γέλια, τα χείλη των τριών ζευγαρώνουν του ενός με του άλλου.
Και ενώ είχαν όλοι αλληλοφιληθεί, βλέπω με δική μου τώρα έκπληξη, να  συνεχίζονται τα φιλήματα ανάμεσά τους, σαν με τα περίσσια φιλιά να ήθελαν να εκμηδενίσουν κάποιον μακρύ χωρισμό που όμως δεν είχε φέρει λησμονιά.
Στο μεταξύ είχα φτάσει στο ύψος τους, όχι περπατώντας λες, αλλά κολυμπώντας σε μια θάλασσα φιλιών και έχοντας μπει κι εγώ μέσα στο κλίμα αυτό της χαράς τόσο, που ένιωθα όχι συμμέτοχός της, δικαιούχος της όμως τόσο, που μου έμοιαζε απρόσμενο και άδικο να βρίσκομαι έξω από αυτό το χαρούμενο πανηγύρι.
Με αυτά τα συναισθήματα και όταν ήμουν ακριβώς στο μάτι του ευφρόσυνου κυκλώνα στάθηκα, γύρισα προς το μέρος της παρέας και κοιτάζοντας  τα κορίτσια, τους είπα γελαστά και παραπονεμένα: «Εγώ;»
Μια έκπληξη στην αρχή, ώσπου να καταλάβουν πού πήγαινε αυτό το «εγώ;»
Το ύφος μου όμως φαίνεται πως είχε πιεί νερό από την ίδια βρύση που είχε ξεδιψάσει και την ψυχή μου και η έκπληξη δεν κράτησε πάνω από ένα ανοιγόκλεισμα ματιού. Οι δυο κοπέλες όρμησαν προς εμένα και αγκαλιάζοντάς με σφιχτά η μία μετά την άλλη, μου έδωσαν από ένα σκαστό και γεμάτο φιλί.
Αμέσως ύστερα γύρισαν στα δικά τους, εγώ συνέχισα το δρόμο μου και όλα από κει και ύστερα έγιναν με την κανονική τους σειρά.
 

 Μια γάτα στο πάρκο

•    Περπατώ στο πλακόστρωτο κομμάτι του πάρκου. Βλέπω μια γάτα σε απόσταση εφτά μέτρων από τον χλοοτάπητα, που, ακίνητη, έχει στραμμένη την προσοχή της σε ένα σημείο της νότιας γωνίας του. Σταματώ την πορεία μου που είναι ανάμεσα από τη γάτα και το σημείο που αυτή βλέπει και στέκω ακίνητος με τη σειρά μου, παρατηρώντας την. Τι βλέπει; Ή τι ακούει;  Μένει σ’ αυτή τη στάση χωρίς ούτε ένα κοίταγμα αλλού. Περνάνε δύο ή τρία λεφτά έτσι. Ύστερα αρχίζει να κινείται σκυφτή και με αργά, αθόρυβα βήματα προς το χορτάρι, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από εκεί όπου ακόμα κοιτάζει. Πλησιάζω τόσο ίσα που να μη της αποσπάσω την προσοχή. Φτάνει στο πεζουλάκι που χωρίζει το χορτάρι από το πλακόστρωτο και τοποθετείται από πάνω του, κάθετα προς αυτό, με τα πίσω πόδια έξω και με τα μπροστινά επάνω του, χωρίς όλο αυτό το διάστημα να έχει στρέψει το κεφάλι της ή το μάτι αλλού. Τώρα βλέπω καλά ότι η προσοχή της είναι στραμμένη σε ένα σημείο του χορταριού δέκα εκατοστά από εκεί που στέκεται. Μένει παγωμένη λες σ’ αυτή τη θέση-για πόσο δεν ξέρω. Είμαι τόσο συνεπαρμένος με την πράξη που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μου που νοιώθω μέλος της παράστασης, ώστε ούτε για μένα υπάρχει χρόνος. Σε όλο αυτό το διάστημα η γάτα στρέφει για κλάσμα του δευτερολέπτου κάθε φορά δις τα μάτια της προς εμένα, ώσπου σιγουρεύεται ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Γίνομαι συνένοχος σε ό,τι ετοιμάζεται. Ξάφνω ανασηκώνει τα πίσω πόδια, κινείται μια δυο φορές ελαφρότατα δεξιά αριστερά, ύστερα ανυψώνει το κορμί για να πάρει φόρα και πέφτει βαριά πάνω στο σημείο που τόσην ώρα παρατηρούσε, με τα μπροστινά πόδια δεξιά το ένα και αριστερά το άλλο από το επίμαχο σημείο, ενώ φέρνει τη μουσούδα της προς τα κάτω, στη χλόη. Βγάζει τη μουσούδα της από εκεί, χωρίς να μετακινηθεί κινεί τα ματιά ανεπαίσθητα δεξιά αριστερά αστραπιαία και αποφασίζει και βάζει τα πόδια της εκεί που πριν είχε χώσει το μουσούδι της. Εκεί, τελείως απορροφημένη από αυτό που κάνει, κοιτάζοντας πότε λίγο δεξιά πότε λίγο αριστερά και  μετακινώντας προς το σημείο που κάθε φορά έβλεπε  πότε το ένα πόδι της και πότε το άλλο, σκάβει το χορταρένιο χώμα ανακατεύοντας το πράσινο της χλόης με το μαυρογκρίζο του χώματος. Σταματάει το σκάψιμο, σηκώνει το κεφάλι. Κινεί πάλι ελαφρά το κεφάλι δεξιά αριστερά, παρακολουθώντας κάτι άγνωστο και αόρατο ακόμα για μένα (μια κίνηση; έναν ήχο; μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια διαφυγής;) και ξαφνικά το χώνει μέσα στην τρύπα που είχε μόλις πριν ανοίξει με τα πόδια της. Μένει εκεί γυρεύοντας να βρει ό,τι έψαχνε, τόσην ώρα, που θα μπορούσα στο διάστημα αυτό να έχω με την ησυχία μου πάει κοντά της και να ξαναγύριζα πάλι στη θέση μου. Κάποια αίσθησή της τής έλεγε ότι δεν κινδύνευε από τίποτε άραγε, ή δεν την έγνοιαζε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή παρά η λεία της, ρισκάροντας τα πάντα γι αυτήν; Και να, μετά από χώσιμο της μουσούδας της όλο και πιο βαθιά στο χώμα, που σκεφτόμουν πώς μπορεί να μην αναπνέει για τόσο χρονικό διάστημα, τέλος τη σήκωσε, κρατώντας όμως τώρα στο στόμα της ένα καταματωμένο ποντικάκι. Γύρισε αμέσως προς εμένα, σαν σε συνένοχο ή συνεργάτη, με κοίταξε καλά με το λάφυρό της στο στόμα, προχώρησε λίγα βήματα απομακρυνόμενη από μένα, στάθηκε, ξαναγύρισε προς το μέρος μου κοιτάζοντάς με καλά στα μάτια πάλι, γεμάτη περηφάνια για τη νίκη της. Της φώναξα ένα «μπράβο!» ενώ ταυτόχρονα έσφιξα τα χέρια πάνω από το κεφάλι μου το ένα με το άλλο. Τότε άρχισε να γευματίζει. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να γράψω αυτό που είδα-το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για την παράσταση που δόθηκε μπροστά στα μάτια μου, μια παράσταση που μου έδειξε πόσο πιο αξιόλογα πράγματα υπάρχουν πάνω στη γη από μένα.

Η ΓΥΡΙΣΤΗ ΣΚΑΛΑ

Η σκάλα η γυριστή κράτησε για λίγο κρυμμένο
το ωραίο όραμα του κάτω από τη μέση κορμιού της
καθώς εκείνη ανεβαίνοντας
κοντοστάθηκε για να επισκοπήσει τον χώρο.

Τα μάτια ανοίχτηκαν λάμποντας δεξιά και αριστερά
το χαμόγελο στο στόμα  πλάτυνε
και αμέσως μετά ολόκληρο το θεσπέσιο σώμα φανερώθηκε.

Το διάφανο λευκό χέρι χάθηκε μέσα στο δικό μου
και τα κύματα του θαυμασμού  μου
σπάζοντας πάνω στο χλωμό της πρόσωπο
το ερύθραναν
και οδήγησαν τα πόδια στην αναζήτηση του πιο κοντινού
καθίσματος.

Τα χαρτιά βγήκαν αμέσως από τον χαρτοφύλακα
και η συζήτησις η εμπορική άναψε με τους γύρω.
Κάτι αριθμοί πολιόρκησαν την ακοή μου.

Στο μεταξύ η σχιστή φούστα είχε αποκαλύψει
τα σταυρωμένα γόνατα.
Και η κελαρυστή ομιλία άλλη μια πηγή ολέθρου.

Η στητή στάση του κορμιού
Είχε αποδώσει τους διαφανείς καρπούς του.
Η ευγένεια και η σεμνότης που το κάλυπταν
δεν μπόρεσαν να σκεπάσουν
την αμετάκλητη θελκτικότητα  και ευφροσύνη του
που ηλέκτρισαν τον γύρω χώρο.

Η σκάλα η γυριστή κράτησε πάλι για λίγο
το ωραίο όραμα του κάτω από τη μέση κορμιού της  
καθώς αυτή κοντοστάθηκε
 για να ρίξει μια τελευταία ματιά
σε ό,τι πριν ξένο της ήταν, όμως τώρα
μαζί της έπαιρνε αναντίρρητα.
 

ΣΙΕΣΤΑ

Μια ηρεμία τρομαχτική.
Ένα σχισμένο σιωπηλό πέπλο.
Μία ρακένδυτη καλαισθησία
τυλίγει με νωθρά και αβέβαια χέρια
το απομεσήμερο που από κάτω της πνίγεται
ανίσχυρο και νεφελώδες.

Η καρέκλα πεσμένη στο έδαφος
ανίσχυρη και αδρανής
από τις αναθυμιάσεις της πέτρινης σιωπής.
Το λάλο ραδιόφωνο βουβό.
Οι τοίχοι στάζοντας κολλώδη άπνοια.

Ο βαρύγδουπος χρυσοπαγής καθρέφτης
αιωρείται ανάμεσα δαπέδου και οροφής
καθρεφτίζοντας αναμνήσεις απλανείς και σβησμένες.
Πάνω του οι ακτίνες ανέκφραστες απωθούνται
και παραξενεμένες ορμούν
πάνω στα κλειστά παραθυρόφυλλα,
στο κινέζικο χειροποίητο χαλί,
στα σβηστά φώτα
και στα λεπτά ζωγραφισμένα άνθη
που χρόνια τώρα στέκουν ακίνητα μέσα στο μπλε φόντο τους
και χρόνια τώρα απότιστα ανθούν.  

Πόδια αποκαμωμένα
αρμοί παράλυτοι  
κάτω από το λαμπρό τυφλό φέγγος
αναπαύονται πάνω σε μαρμάρινα ανάκλιντρα.
 
Λος Άντζελες 1988, μεσημέρι, Κυριακή, 14 Αυγούστου

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2002-ΚΟΙΤΑΓΜΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

«Τον κοιτάει στα μάτια». Αυτό, έμαθα από μικρός, σημαίνει μεγάλη αγάπη.
Και ίσως να είναι έτσι.
Τότε όμως η αγάπη είναι ένα δυστύχημα.

Η καινούργια μου ερωμένη με κοίταζε στα μάτια. Αμίλητη και με ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, απλά με κοίταζε συνέχεια στα μάτια.
   
Στην αρχή της γνωριμίας μας δεν έδωσα μεγάλη σημασία στο πράγμα. Έλεγα πως δεν θα ήτανε μόνιμο στοιχείο της προσωπικότητάς της και ότι με το πέρασμα των ημερών θα περιοριζόταν.
Έκανα λάθος.  
Το κοίταγμα στα μάτια συνεχιζόταν αμείωτο σε διάρκεια και χαρακτηριστικά.
Στην αρχή έβλεπα ότι με κοιτάζει όποτε γύριζα συμπτωματικά προς αυτήν τη ματιά μου. Και τότε εκείνη, χωρίς εντούτοις να σταματήσει να με κοιτάζει, φερνόταν τελείως απρόσμενα. Δηλαδή συνέχιζε να με κοιτάζει σαν αυτό να ήτανε τελείως φυσιολογικό αλλά και σαν να ήταν πολύ ικανοποιημένη ή σαν να περίμενε κάποια επιβράβευση γι αυτό που έκανε.
Γρήγορα όμως ήξερα ότι αυτή πάντοτε με κοίταζε.
Όλοι ξέρουν ότι φυσιολογικά, μετά από μια τέτοια ανταλλαγή βλεμμάτων όπου ένας συλλαμβάνει τον άλλον να τον κοιτάζει χωρίς εμφανή λόγο ή λογική αιτία, τότε ο άλλος από ευγένεια παίρνει τα μάτια του από κείνον που μέχρι τότε κοίταζε.
Η φίλη μου όμως όχι-συνέχιζε να με κοιτά ακόμα και ύστερα από όσες τέτοιες συναντήσεις των βλεμμάτων μας.
Και ας μη φανταστεί κανείς ότι αυτό το έκανε επειδή δεν είχε τι άλλο να κάνει. Όχι. Αυτό το κοίταγμα γινόταν όχι μόνον όταν δεν είχε να κάνει τίποτε, αλλά και στη μέση της δουλειάς της, όποια κι αν ήταν αυτή. Για παράδειγμα, την είχα δει να με βλέπει έχοντας σταματήσει το πλύσιμο των πιάτων και κρατώντας το πανί που ακόμα τα σκούπιζε στο χέρι, ή στεκάμενη ακίνητη με τη σκούπα στο χέρι πάνω από ένα σύνολο σκουπιδιών, που αδημονούσαν να συνεχιστεί ο δρόμος τους προς την εξώπορτα και η πτώση τους στη συνέχεια στο χώμα του κήπου, από το ύψος της τσιμεντένιας βεράντας του σπιτιού μου στο χωριό, όπου και διαδραματίζονταν το πρωτοείδωτο για μένα, επίμονο και ανεξήγητο κοίταγμα στα μάτια.
Μερικές φορές, μετά από κάποια από τις πολλές συναντήσεις του μονίμως επάνω μου προσηλωμένου βλέμματός της με το τυχαίο δικό μου, σηκωνόμουν από τη θέση μου και, με πρόφαση πως ήθελα να πάρω κάτι από το μέσα δωμάτιο, έμπαινα μέσα σε αυτό και άφηνα να περάσει ένα διάστημα δυο-τριών λεπτών προτού να ξαναγυρίσω στην ίδια θέση μου. Έλπιζα πως στο διάστημα αυτό η φίλη μου θα είχε ξαναγυρίσει στη δουλειά της ξεχνώντας, προσωρινά έστω, την απασχόληση που τόσο έδειχνε να την ευχαριστεί, το να με βλέπει δηλαδή μέσα κι ίσια στα μάτια.
Φρούδα ελπίδα όμως. Όταν έβγαινα από το δωμάτιο, αυτή βρισκόταν στην ίδια θέση και στάση στην οποία την είχα αφήσει πριν, να κοιτάζει δηλαδή προς την πόρτα του δωματίου στο οποίο είχα μπει. Φως φανάρι ότι δεν είχε σταματήσει να με κοιτάζει ακόμα και όταν δεν με έβλεπε, λες και συνέχιζε να με βλέπει και όταν ήμουν μέσα στο άλλο δωμάτιο τρυπώντας με το βλέμμα της τον τοίχο.
Να μην πολυλογώ, ένιωθα πάντοτε το βλέμμα της να πέφτει επίμονα και εκνευριστικά πάνω μου, σαν ένα βάρος που μάλιστα δεν έπεφτε από πάνω προς τα κάτω όπως όλα τα βάρη της γης, αλλά οδεύοντας οριζόντια, από το πρόσωπο της στο πρόσωπο μου, από τα μάτια της στα μάτια μου.
Και το ένοιωθα αυτό το βάρος να με κυνηγά συνέχεια όπου και να βρισκόμουν και όπου και να πήγαινα μέσα στο σπίτι. Αλλά και όταν βρισκόμουν μόνος μακριά από το σπίτι, έπρεπε να περάσει ώρα ώσπου να νοιώσω ελεύθερος από το κοίταγμα της φίλης μου, αν και κάπου βαθιά μου υπήρχε η υποψία ότι και τότε ακόμα με ακολουθούσε αυτό το βλέμμα. Και ευλογούσα την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης που δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει κάτι τέτοιο, βαυκαλιζόμενος ότι, αν μπορούσε, θα αποδείκνυε το φυσικότερο, ότι η φίλη μου δεν με κοίταζε τις ώρες εκείνες.
Αλλά εκείνο που θεωρούσα εγώ φυσικό, εκείνη το έβρισκε αφύσικο. Απόδειξη πώς, ενώ δεν είχε την πιο μικρή ιδέα για το πότε θα γυρίσω στο σπίτι, όμως όταν έφτανα στο σημείο, επιστρέφοντας, να έχω οπτική επαφή με αυτό, εκείνη ήταν εκεί και η ματιά της έφτανε ως εμένα, έστω και αν η απόσταση ήταν δυσανάλογα μεγάλη για να βλέπει κανείς τόσο μακριά.
Έχω πειστεί από την πείρα μου ότι οι ανθρώπινες αντιδράσεις δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη λογική. Παρ’ όλα αυτά προσπάθησα να καταλάβω ώστε και να δικαιολογήσω έτσι τη συμπεριφορά της φίλης μου. Μάταια.
Προσπάθησα δηλαδή να δω στην αρχή το κοίταγμα αυτό σαν μια προσπάθεια της φίλης μου να με γνωρίσει φωτογραφίζοντας στιγμές μου όπου θεωρούσα πως είμαι μόνος με τον εαυτό μου και αθέατος από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο ον, επειδή τις στιγμές εκείνες ο καθένας αφήνει τον εαυτό του ελεύθερον και δίνει με τις ενέργειες που τότε κάνει ένα μέτρο της πραγματικότητας του χαρακτήρα του.
Μα αυτό δεν δικαιολογούσε την συνέχεια του κοιτάγματός μου από τη φίλη μου και μετά την ανακάλυψη ότι αυτή με κοιτάζει. Γιατί αν αυτή ήταν η αιτία της προσήλωσης του βλέμματος της επάνω μου, τότε θα έπρεπε, όταν την έβλεπα θα έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω μου, περιμένοντας μια πιο κατάλληλη ευκαιρία.
Άλλες φορές αναρωτήθηκα αν κάτι παράξενο είχα  άθελά μου επάνω μου, και αυτό ήταν που η φίλη μου έβλεπε σε μένα, χωρίς και να έχει το θάρρος να μου το πει.
Και αυτό όμως το απόκλεισα γρήγορα, ρίχνοντας κάθε φορά μια βιαστική ματιά επάνω μου με ή χωρίς έναν καθρέφτη απέναντί μου, μήπως και ανακαλύψω το παράξενο ή το αταίριαστο. Κάτι που γρήγορα σταμάτησα να κάνω όταν συνειδητοποίησα ότι τα μάτια της δεν ήτανε καρφωμένα σε κάποιο σημείο πάνω στα ρούχα ή στα χέρια μου, ώστε να υποθέσω πως ίσως κάτι που βρισκόταν πάνω σ’ αυτά έφταιγε, αλλά κατευθείαν στα μάτια μου.  
Ακόμα προσπάθησα απελπισμένα να δικαιολογήσω την κατάσταση αυτή σαν μια επιθυμία της να προλάβει κάθε δική μου επιθυμία πριν αυτή εκδηλωθεί με λόγια, όταν ακόμα μόλις υποδηλωνόταν με τις ανεπαίσθητες κινήσεις του σώματός , ή με την κατεύθυνση  της ματιάς μου προς το επιθυμητό αντικείμενο της στιγμής, όπως όταν θέλουμε για παράδειγμα να φτάσουμε κάτι ή να σηκωθούμε για να το πάρουμε.
Ούτε και περί αυτού επρόκειτο, γιατί, αντίθετα από την μεγάλη τάση για εξυπηρέτηση των όποιων καθημερινών μου αναγκών, η φίλη μου δεν έδειχνε να έχει την πρόθεση να προλάβει σε τέτοιες στιγμές όποια μου επιθυμία, αφού μόνος τελικά πήγαινα και έπαιρνα το αντικείμενο που ήθελα, ή που έκανα πως ήθελα, στην προσπάθειά μου να ξεφύγω από το επίπονο βλέμμα της.
Μήπως ένας κεραυνοβόλος έρωτας την είχε κυριέψει για μένα και βρήκε αυτό τον τρόπο να τον εκδηλώσει; Μα πολύ λίγες πιθανότητες έδωσα στην υπόθεση ο μικρός φτερωτός θεός να διάλεγε για πεδίο δράσης του μια τέτοια βλακώδη τακτική: να βλέπεις στα μάτια κάποιον ώστε να του δώσεις να δει μέσα στα μάτια σου την αγάπη ναι, όμως τι ζητούσε η μέθοδος αυτή ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που είχανε ήδη «βγάλει τα μάτια τους»-κατά τον Καζαντζάκη;  
Μήπως πάλι… θυμάμαι τα φοιτητικά μου χρόνια που η Τζένη, φιλενάδα του Νίκου, ήρθε μια βραδιά στο δωμάτιό μου όπου έκατσε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Έκατσε δεν είναι τελείως αλήθεια, αφού την περισσότερη ώρα ήταν ξαπλωτή. Και όταν το πρωί έφευγε, στάθηκε στην πόρτα πριν την κλείσει πίσω της, και απαντώντας σε ένα ερώτημα που ίσως ήξερε πως θα ήθελα να απαντηθεί, και χωρίς εγώ να τη ρωτήσω, μου είπε: για το χρώμα των ματιών σου έγινε αυτό.
Δεν ξέρω τίποτε από χρώματα και τα ονόματα τους, ούτε ακόμα ξέρω τι χρώμα είχαν τα μάτια μου τότε ή τι χρώμα έχουν σήμερα. Όμως απόρριψα και την εκδοχή αυτή, γιατί ακόμα και αν η τωρινή φίλη μου είχε τα ίδια μυαλά με τη Τζένη και εγώ τα ίδια μάτια ακόμα, θα μπορούσε απλά κι ωραία να μου το πει.
Ας προσθέσω ακόμα ότι από τότε που βγάλαμε τα μάτια μας η κατάσταση χειροτέρεψε αντί να καλυτερέψει.
Τώρα η φίλη μου όχι μόνον με κοίταζε από μακριά, αλλά ξαπλώνοντας στην αγκαλιά μου με το κεφάλι της στα γόνατά μου, είχε τώρα τα μάτια της στραμμένα πάνω στα δικά μου από πολύ μικρή απόσταση. Και όταν ήθελε από τη θέση αυτή να μου μιλήσει, όρθωνε το κεφάλι της πλησιάζοντας το στόμα της στο δικό μου στα τρία έως τέσσερα εκατοστά απόσταση, ενώ και μιλώντας μου συνέχιζε να βυθίζει τα όποια βέλη των ματιών της στα δικά μου μάτια.
Το βλέμμα ως τότε ήταν ένα λάμπον βλέμμα θαυμασμού και λατρείας. Τώρα προστέθηκε στο μίγμα και μια απέραντη αφοσίωση.
Έπρεπε να κάνω κάτι.
Άρχισα, ενώ με έβλεπε από μακριά, να γυρίζω ξαφνικά και να τη ρωτώ τι ήθελε που με κοιτούσε. Εκείνη, απλά απαντούσε: δε θέλω τίποτα.
Της είπα ότι είναι αγένεια να κοιτάζει κάποιος τον άλλο συνεχώς κατάματα. Σαν να μην της το είπα.
Έφτασα, ενώ δούλευα πάνω στα γραφτά μου, να βάζω την καρέκλα μου έτσι, που να έχω την πλάτη μου γυρισμένη σ' αυτήν. Έφτασα να παίρνω τη δουλειά μου και να πηγαίνω στο άλλο δωμάτιο να συνεχίσω.
Τίποτα δεν άλλαζε.  
Αντίθετα ένα ήσυχο και θλιμμένο κλάμα μια μέρα, μου έδειξε πως την υποτιμούσε το να μη θέλω να με κοιτάζει. Δεν πτοήθηκα αλλά ενέτεινα τις προσπάθειες να απαλλαγώ από τη μανία ή τη συνήθειά της αυτή. Το τελευταίο που σοφίστηκα, όσο βάρβαρο και όσο απάνθρωπο κι αν μοιάζει, ήταν, όταν ήτανε γερμένη στην αγκαλιά μου να βάζω ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα ανάμεσα σε μένα και σε κείνην και μάλιστα επιδεικτικά.
Δεν την ενόχλησε ούτε αυτό, μάλιστα από κει και πέρα δεν έδειχνε καμία ενόχληση ούτε και στις άλλες προσπάθειες που ανάφερα πιο πάνω. Η λαιμαργία των ματιών της τις είχε όλες καταπιεί.
Εκείνο που άλλαξε μετά από όλες τις προσπάθειές μου ήταν πως μερικές από τις φορές που της υπόδειχνα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τη  δυσφορία μου, εκείνη έπαιρνε για μια μόνο στιγμή τη ματιά της από μένα, για να την επαναφέρει, χαμογελώντας μάλιστα, σαν αυτό να ήτανε ένα παιχνίδι, στην ίδια θέση αμέσως μετά.
Έφτασε να βλέπω εγώ τηλεόραση και κείνη να βλέπει εμένα. Έφτασε να φτιάχνω εγώ τη χαλασμένη πόρτα και εκείνη να στέκει όρθια δίπλα μου όχι για να με βοηθήσει αν χρειαζόμουν κάτι, αλλά για να με βλέπει.
Πριν δώσω ένα βίαιο τέλος στο μαρτύριο αυτό χωρίζοντας από τη φίλη  μου, έκατσα και σκέφτηκα σοβαρά μήπως εγώ ήμουν εκείνος που δεν αντιμετώπιζε σωστά την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Μήπως έπρεπε να μην με νοιάζει, μάλιστα μήπως έπρεπε να είμαι και ικανοποιημένος ή και να αισθάνομαι πως κολάκευε τον αντρισμό μου η συμπεριφορά αυτή της φίλης μου. Μα κι αν ως ένα βαθμό ήταν έτσι, το γεγονός υπερέβαινε κατά πολύ τα ανεκτά όρια της απόδειξης έστω και της λατρείας, αν αυτή ήταν η αιτία του φαινομένου.
Μήπως είμαι ιδιότροπος; αναρωτιόμουν. Και στο κάτω κάτω ας το δεχόμουν. Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και η καινούργια φιλενάδα μου είχε μερικά ελαττώματα. Ένα από αυτά ήτανε και κείνο-ας το ανεχόμουν.
Μα κι αν έπαιρνα πολλές φορές την απόφαση να το ανεχτώ, κάτι πάνω από τις δυνάμεις μου δεν με βοηθούσε να κρατήσω την υπόσχεση που έδινα στον εαυτό μου σε κάποιες στιγμές υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων μου.
Ε, ας την να κοιτάζει, έλεγα καμιά φορά, τι με πειράζει; ας κάνω πως δεν το βλέπω.
Ούτε αυτό το μπορούσα.
Επιστράτευσα τις, ισχνές άλλωστε, φιλοσοφικές μου γνώσεις. Όπως ας πούμε ότι δεν ανεχόμουν το βλέμμα της γιατί το βλέμμα του άλλου μας κλέβει κάτι όπως λέει ο Σαρτρ. Μα ο ίδιος λέει ακόμα πως το βαθύ μας μυστικό κανείς δεν θα το πάρει.
Ή πως όπως λέει ο εκπρόσωπος του θεϊστικού υπαρξισμού, τα βλέμματα των άλλων μας αποκαλύπτουν τον εαυτό μας ή τον κόσμο. Μα όχι, γιατί σε πολύ λίγα συμφωνώ με τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ, κι αυτό είναι ένα από τα πολλά.
Κατάληξα τέλος, μη βρίσκοντας απάντηση ούτε στις φιλοσοφίες, να γυρίσω στη λαϊκή σοφία για να εξηγήσω το κοίταγμα της φίλης μου και μαζί να δικαιολογήσω την αντίδρασή μου σ’ αυτό, με τη ρήση: το πολύ «Κύριε ελέησον» το βαριέται κι ο θεός.
 

Η ΡΌΔΙΝΗ

Ρόδινη.
Ρόδινη.
Ρόδινη.
Και πιο ρόδινη γύρω από τις θηλές των μαστών και ψηλά ανάμεσα στους μηρούς, όταν της έβλεπες από πίσω.
Απαλά Ρόδινη παντού.
Ήρθε και με πήρε από το χέρι. Δεν ήξερα πού πήγαινα. Και μου έμοιαζε ούτε και αυτή να ξέρει πού πηγαίναμε, καθώς ή περπατούσαμε ή βαδίζαμε ή πετούσαμε δεν μπορούσα να πω.
Και πάντοτε χαμογελαστή.
Με πήγε στο δωμάτιό μου. Στην καρέκλα μου καθόταν ένας σοβαρός και με ευγενική μορφή κύριος που διάβαζε εμβριθώς ένα πολύχρωμο βιβλίο. Ήρεμος και απείραχτος από την είσοδό μας στο δωμάτιο. Σαν να μη μας είδε ή σαν να περίμενε να συμβεί αυτό και δεν χρειαζόταν ούτε να γυρίσει καν να μας δει.
Το δωμάτιό μου τώρα ήταν πεντακάθαρο και τα έπιπλά του ολοκαίνουργια, και όχι σύγχρονα αλλά παλιού ρυθμού, κάποιου από εκείνους τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς που καθόριζαν το σχήμα και την όλη όψη των επίπλων καθώς τότε συνηθιζόταν. Η Ρόδινη έκανε έναν αερένιο κύκλο γύρω από τον αναγιγνώσκοντα και ήρθε πάλι δίπλα μου.
Ρόδινη.
Και επιθυμητή να την θωρεί κανείς.
Και καθώς ήταν ρόδινη και τελείως γυμνή ως τώρα, φόρεσε ξάφνω ένα ελάχιστο κάτω εσώρουχο λέγοντας σιγά: «Και τώρα στην πισίνα»
Στην πισίνα βρίσκονταν νέοι και νέες, με τα μαγιό τους, και απολάμβαναν το μπάνιο τους-μια πισίνα που ήταν πολύ μικρή για να χωράει τόσους. Οι νέοι και οι νέες ήσαν όλοι πρόσχαροι και δεν διέκρινες καμία σαρκική επιθυμία να φέγγει στα μάτια τους. Μόνο όταν μπήκαμε στην αίθουσα της πισίνας όλοι και όλες στράφηκαν προς την Ρόδινη και με ελαφρές κινήσεις των χειλιών, του κεφαλιού και του σώματός τους, έδειξαν στην Ρόδινη την ευφρόσυνη διάθεση που τους προκάλεσε η έλευσή της.
Το νερό της πισίνας ερχόταν γάργαρο και καθαρό από μια πηγή λίγα μέτρα πιο πέρα.
Η Ρόδινη πλησίασε μια κοπέλα από τις λουόμενες και είχε μια χαριτωμένα φιλική κουβέντα μαζί της, μα χωρίς να ακουστεί τίποτε από όσα είπαν η μία στην άλλη.
Ένας νεαρός απόσπασε την Ρόδινη από την συζήτηση και την τράβηξε ήρεμα προς το μέρος του ώστε μα μπει κι αυτή στην πισίνα. Εκείνη τον απώθησε με το βλέμμα της μόνο, και είδαν όλοι τον νεαρό να βουτάει με την πλάτη του στην πισίνα, παίρνοντας μία έκφραση κατανόησης και υπακοής για ό,τι συνέβη.
Και η Ρόδινη ξαναήρθε κοντά μου πιάνοντάς με πάλι από το χέρι.
Ξάφνω μια αναταραχή περετηρήθη εκεί. Η στάθμη του νερού της πισίνας άρχισε να υποχωρεί ταυτόχρονα με το άκουσμα ενός θορύβου σαν κάποιος να έσκαβε υπόγεια.
Σε λίγο η πισίνα ήταν άδεια ενώ μια τρύπα φάνηκε στο κέντρο της βάσης της.
Οι λουόμενοι βγήκαν και περνώντας καθένας και κάθε μία μπροστά από την γυμνή σχεδόν Ρόδινη, αφού υποκλίνονταν έφευγαν χορεύοντας.
Η Ρόδινη με κοίταξε σαν να μου έλεγε «πάει κι αυτό».
Ύστερα «έλα!», μου είπε, τρέχοντας αέρινα. Το αραχνοϋφαντο κάτω εσώρουχο που φορούσε, τώρα δεν υπήρχε. Ρόδινη η υποψία δέρματος που την έντυνε, ρόδινο τρέξιμο, ρόδινο χαμόγελο.
Φτάσαμε έτσι μπρος στην πόρτα του ασανσέρ της πολυκατοικίας μου. Εκεί περίμεναν άντρες και γυναίκες να μπουν με τη σειρά τους στο ασανσέρ. Η Ρόδινη άνοιξε διάπλατα τα χέρια της και το ίδιο διάπλατα άνοιξε και η πόρτα του ασανσέρ. Μπήκαν μέσα όλοι οι αναμένοντας ευχαριστώντας τη Ρόδινη καθώς ένας ένας περνούσαν από μπροστά της. Ένιωσα μεγάλη έκπληξη γιατί το ασανσέρ δεν ήταν τώρα ο μικρός και άθλιος χώρος που ήξερα, αλλά μια απαστράπτουσα αίθουσα με όλα τα απαραίτητα μέσα. Χερούλια, μπάρες, και καθρέφτες ολόγυρα έτσι που κανένας να μην εκφεύγει από τα όρια των δυνατοτήτων του.
Όταν το ασανσέρ ήρθε πάλι μπροστά μας, η Ρόδινη με πλησίασε, έγειρε προς εμένα και πλησίασε τα χείλη της στα χείλη μου κάνοντας μία κίνηση φιλήματος. Κατόπιν πλατυνόμενη με αγκάλιασε από παντού γύρω, χωρίς ούτε να με αγγίσει καθόλου. Τα μόνα που δεν επλατύνθησαν ήσαν τα γυμνά ρόδινα στήθη της. Ένιωσα μια  αόριστη έξαψη που και αυτήν την ελαχιστοποίησε ακόμα περισσότερο ένας ήχος που βγήκε από το στόμα της Ρόδινης, που αφού πλανήθηκε στον αέρα σαν μουσική που θύμιζε το μοτίβο της Ενάτης Συμφωνίας, έφτασε στ’ αυτιά μου όντας μετασχηματισμένος σε ανθρώπινη φωνή που είπε «Όχι ακόμα».
Το ασανσέρ μάς πήγε σε ένα διαμέρισμα που έμοιαζε με το δικό μου.
Το διαμέρισμα αυτό όμως τώρα  ήταν απίθανα μεγάλο και εφοδιασμένο με όλα τα απαραίτητα ενός σύγχρονου και αξιοπρεπούς διαμερίσματος.
Μέσα εκεί βρίσκονταν ένα μικρό πλήθος ανθρώπων, χωρίς να έχουν κάποιο κοινό στοιχείο  που να τους κατατάσσει σε μια ομάδα, σε ένα φύλο, σε μια κοινή καταγωγή, ή σε κάτι που να επιδιώκει με τις ενέργειές τους έναν κοινό σκοπό.
Καθένας τους έκανε κάτι διαφορετικό από ό,τι οι άλλοι.
Ένας σιγοτραγουδούσε, άλλος προσπαθούσε να γράψει κάτι στον τοίχο ενώ κάποιος άλλος ερχόταν το κατόπι του σβήνοντάς το με μια μαύρη μπογιά. Κάποιος άλλος ύψωνε τα χέρια του σαν να κρατούσε με αυτά κάτι εύθραυστο, με μια έκφραση ικανοποίησης για ό,τι είχε καταφέρει.  Και άλλοι άλλα.
Από όλους τους, ο κύριος που διάβαζε ήταν ο μόνος συνδετικός κρίκος μεταξύ του πριν και του τώρα δωματίου μου, στο οποίο τώρα είχαν τόσοι μαζευτεί.
Και εκείνος όμως, με το που μπήκαμε, σηκώθηκε, μάζεψε αργά και με τελετουργικές κινήσεις τα βιβλία του και έφυγε. Μόνο φεύγοντας έστειλε με μια κίνηση των χειλιών του ένα φιλί στη Ρόδινη, που εκείνη δεν του ανταπέδωσε.
Ένας κατσαρομάλλης αχθοφόρος μάζευε τα ρούχα μου και τα τοποθετούσε σε ένα αμαξίδιο σαν εκείνα που βάζουν μέσα του τα ψώνια τους οι πελάτες των σούπερ μάρκετ.
Ένας άντρας και μια γυναίκα μάλωναν χαμηλόφωνα με τα πρόσωπά τους ξαναμμένα.
Μια χοντρή κυρία που έγραφε πάνω στο τεράστιο πεσμένο στήθος της «ΣΑΠΦΩ», μας χαμογελούσε με ένα ηλίθιο χαμόγελο.
Η Ρόδινη με μιαν αιώρηση του δεξιού χεριού της που η νοητή τροχιά του εκτεινόμενη κάλυπτε όλους τους μέσα στο δωμάτιο ευρισκόμενους, μου είπε: «Να ο καθρέφτης μου».
Ύστερα χτύπησε τα χέρια της που έβγαλαν έναν ήχο σαν παφλασμού. Τότε όλοι οι μέσα στο δωμάτιο ευρισκόμενοι στάθηκαν στην σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο και άρχισαν να βγαίνουν από την πόρτα, περνώντας εμπρός από την Ρόδινη.
Εκείνη, έδινε σε καθέναν που έβγαινε ένα κομμάτι από το σώμα της. Σε έναν το δεξί της μάτι, σε άλλον το γόνατό της, σε έναν τρίτο το μισό κρανίο της. και συνέχισε έτσι ώσπου για τον τελευταίο εξερχόμενο δεν έμενε να του δώσει παρά το μεγάλο νύχι του δεξιού της ποδιού.
Και τότε ακούστηκε μια σιγανή χαδιάρα φωνή να ψιθυρίζει μέσα στο αυτί μου: «Τώρα είμαι ολόκληρη δική σου».
 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΙ ΧΟΝΤΡΟΙ

Ένας κοντός κοντόχοντρος
και μια χοντρή για γέλια
μέσα στο lawndry μπήκανε-
χοντροί σαν δυο βαρέλια.

Εκεί 'ταν κάτι όμορφες
κάτι χαριτωμένες
που όσο τα ρούχα πλένονταν
ήτανε κρεμασμένες

από τον ώμο του άντρα τους
ή απ' το λαιμό του φίλου
και ανταλλάζαν ασπασμούς
μετά μεγάλου ζήλου.

Στέκουν οι δυο ακίνητοι'
του πάχους τους το χάλι
αιτία ήταν μονάχο του
για να γελούν οι άλλοι.

Σκέψου να επιχειρούσανε
να φιληθούνε κιόλας
της πιο αστείας θα γίνομουν
μάρτυρας καραμπόλας.

Κι όμως το θάμα έγινε'
Οι άλλοι όταν εφύγαν
κι οι δυο χοντροί σε νάυλον
σακούλες ετυλίγαν

τα ρούχα τους που άχνιζαν
απ' τον καυτό τον κάδο
(η μοίρα μου το έγραφε
κι αυτό το θέαμα να 'δω)

δίνοντας την κατάλληλη
φόρα φορά και κλίση
στα δυο που έτσι ολόπαχα
κορμιά είχε πλάσει η φύση

με τα πολλά κατάφεραν
χωρίς να γκρεμιστούνε
τα χείλη ν' ακουμπήσουνε
και-ναι!-να φιληθούνε.

ΑΚΟΥ!

Γιατί δεν ξέρω να σου πω
αλλά με μιαν αφέλεια
φίλες και φίλοι και τους δυο
μας λεν ψηλούς και μέλια.

Κι αν πεις πως είμαστε ψηλοί
κι ότ' είμαστε μελάτοι -
πως κάτι έχουμε μελί-
το δέρμα μας, το μάτι..

δίκιο θα είχανε' αλλά
μ' ασχετωσύνη τέλεια
όλοι τους σώνει και καλά
μας λεν ψηλούς και μέλια.

Αν θες φιλάω και σταυρό
μα τώρα είναι τρεις χρόνοι
που όποιαν φίλη συναντώ
μου λέει αμέσως "χόνι"

Και ας ρωτώ, μόνο γελούν
κανείς δε μ' απαντάει
γιατί ολ' οι φίλοι σα με δουν
με λένε πάντα "χάϊ".

Ξέρω μονάχα και οι δυο
πως σκάζουμε στα γέλια
όταν μας λένε όλοι εδώ
ψηλούς και-άκου!- μέλια...

ΑΓΝΟΙΑ


Μέσα στ' άλλα τα στραβά μου
και αυτό το 'χω βεβαίως:
ό,τι γύρω μου συμβαίνει
να μαθαίνω τελευταίος.

Αν ειπούνε στις ειδήσεις
ο καιρός πως θα χαλάσει
θα το μάθω όταν πλέον
η βροχή θα 'χει ξεσπάσει.

Αν ο πόλεμος αρχίσει
Ινδιών και Πακιστάν
θα το μάθω όταν τελειώσει
μα και τότε πάλι αν...

Κάποιος γείτονας γνωστός μου
την κορούλα του παντρεύει;
πως παντρεύτηκε θα μάθω
σαν μου πούνε πως χηρεύει.

Ένας φίλος αρρωσταίνει;
ενημέρωση έχω τόση
που απ' τον ίδιο θα το μάθω
όταν θα 'χει αναρρώσει.

Για να νιώσετε την άγνοια
που αλύπητα με δέρνει
μόλις έμαθα της Πίζας
χτες ο πύργος ότι γέρνει.

Κι αν στα χέρια μου θα πέσει
και διαβάσω εφημερίδα
το κυριότερο το νέο
θαν' εκείνο που δεν είδα.

Πώς μαθαίνουνε οι άλλοι
τόσο γρήγορα τα νέα!
λες και μέσα στο μυαλό τους
η τι βι έχει κεραία!

Ή πως παίρνουνε για όλες
τις καινούργιες τις ειδήσεις
από κάποιον παντογνώστη
συνεχείς ανταποκρίσεις.

"Βρε δεν τα 'μαθες;" μου λένε
"πάνε τώρα δέκα μέρες
που ο Τζίμης κι η Μαρία
τις αλλάξανε τις βέρες".

Ή: "καημένε μου δεν ξέρεις
πως οι φλόγες του Πολέμου
του Δευτέρου έχουν σβήσει;"
Ε,δεν το 'μαθα ποτέ μου.

Σ' εποχή που όλοι λένε
πως αυτιά έχουν κι οι τοίχοι
για να μάθω κάτι πρέπει
να το μάθω έτσι, στην τύχη.

Έτσι έμαθα τυχαίως
(άρες μάρες κουκουνάρες)
της Ανίτας Χιλ τα χείλη
πως δεν άγγιξαν στου Κλάρενς

πως ο Κλίντον ειν' ο νέος
πρόεδρός μας μες στις ΗΠΑ
και πως δεν μπορεί κανένας
στο νερό να κάνει τρύπα...

Το Ιράκ πως ενικήθη
ότι πείνασαν οι ρώσσοι
κι ότι έχει ο Εφιάλτης
τους τριακόσιους προδώσει'

και ακόμη το ποντίκι
ότι τρώγεται απ' τη γάτα
και πως έτσι και δε σφίξουν
μένουνε τ' αυγά μελάτα.

Και βεβαίως είναι ειδήσεις
κι οι ειδήσεις οι τυχαίες
μόνο που 'χουν μπαγιατέψει
και δεν είναι πλέον νέες.

Να λοιπόν εν' από κείνα
τα στραβά που κουβαλάω
που με κάνει από τους άλλους
ξεκομμένος να μετράω.

Που με κάνει να φοβάμαι
πως αν πάει στο φεγγάρι
άνθρωπος, εγώ ποιος ξέρει
αν θα το 'παιρνα χαμπάρι.

Κι έτσι όπως ζω με βήμα
σημειωτό, έχω τη γνώμη
ότι είμαι πεθαμένος
και δεν το 'χω μάθει ακόμη.