Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Αν ο χειμώνας άβροχος, κάθε πηγή στερεύει.
Τότε τ' αλαφοκόπαδο, που η δίψα το παιδεύει
Κάθε του θέρους δειλινό τραβάει για το ποτάμι
Όπου οι ζείδωροι αντηχούν νερού και γλώσσας γάμοι.
Κι ο Χριστιανός έτσι ο πιστός εκίνησε και πάει
Στον τόπο που μες στη νυχτιά γλυκό ένα φως σκορπάει-
Στο μέρος που ένας Γέροντας κατάσπρος απ' τα χρόνια
Της Πίστης εξεδιάλυνε τα ρήματα τα αιώνια.
Και τούπε: "Πες μου Γέροντα, ποιά είναι του Ηλίου
Η ακτίνα η λαμπρότερη; Ποιος του Ευαγγελίου
Ο λόγος είναι που απ' αυτόν οι άλλοι ολοκαρπίζουν;
Το ένα ζητάω. Τα πολλά, Γέροντα, με ζαλίζουν".
Σαν μιά ηχώ ακούστηκε μέσα στην ερημία
Του Γέροντα η βαθιά φωνή-σαν προσευχή καμία
Από τα δύο νά ’βγαινε σκελετωμένα στήθη-
Και "απαρνησάσθω εαυτόν" ο Γέρος αποκρίθη.