ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ 22-1-96
Ένας νέος και μιά νέα πιασμένοι χέρι-χέρι το μόνο που τους ενώνει.
Οι υπάλληλοι των καζίνος γεμάτοι περηφάνια γιά τη δουλειά τους.
Γυναίκες με ανοιχτά πδδια και κλειστές ψυχές.
Αγάλματα που όταν οι άνθρωποι πεθάνουν, αυτά θα μένουν.
Ανάπηροι στα καροτσάκια τους.
Γριές δραπέτες του άλλου κόσμου με γάζες στις πληγές απ’ τις τομές για την αφαίρεση των μεταστατικών τους λεμφαδένων.
Το Μιραζ με τα νερά του.
Το Νησί των Θησαυρών με τα καράβια του.
Καφές καπουτσίνο,
καφές εσπρέσο (με διορθώνουν:εξπρέσο)
0 ψεύτικος ουρανός του Σίζαρ’ς Πάλας.
0 καφεπώλης που αφαιρεί το πλαστικό κάλυμμα από τη στοίβα των άσπρων πλαστικών κύπελων, σαν ν’ αφαιρεί το προφυλακτικό από ’να πέος αναπάντεχο.
Δυό Ινδιάνοι με την ανώφελη υπεροψία τους.
Και φώτα… φώτα... φώτα… Κόκκινα, άσπρα, χρυσά, κίτρινα..
Κινλεζοι δήθεν χαζοί, εκκολάπτοντας στους όρχεις τους τους νέους κοσμοκράτορες.
Κοκκινοστολισμένοι λακέδες να γυαλίζουν για δέκατη ασταμάτητα φορά την ήδη γυαλισμένη κουπαστή της χρυσής σκάλας του ξενοδοχείου.
Ενας οπλοφόρος που μετράει τις τεσσερεσήμισυ χιλιάδες στον τυχερό της στιγμής.
Ενας άλλος οπλοφόρος δίπλα του να παρακολουθεί τη διαδικασία με μάτι αετού.
Ημίγυμνες γκαρσόνες να προσφέρουν δωρεάν ποτά πληρωμένα με χρυσάφι από τους κερδομανείς πότες.
Πλούσιοι φτωχότεροι από τους φτωχούς.
Λας Βέγκας-η Αθήνα του εικοστού αιώνα.
Σήζαρ’ς Πάλας:ο Παρθενώνας της.
Ενα ρολόι μετρά τις ώρες του ανάποδα
γυρεύοντας να λοιδωρήσει τάχα τι;
Και ο θαυματοποιός: Κρίκοι, τράπουλες, σκοινιά, μαντήλια, λαγοί.
………………………………………………………………….