Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑΣ


Δεν πολέμώ για δόξα εγώ.Για κέρδος πολεμάω.

Τα πλούτη πάντα του εχθρού στόχο μονάχον έχω.

(κι όταν με κοροϊδεύουνε και μου τα παίρνουν άλλοι,

τότε κι εγώ τον πόλεμο τον παύω θυμωμένος).

Κι όταν εμάχομουν με σε,μ’ έσπρωχνε ο ίδιος πόθος-

για δώρο μου το πιο καλό που έχεις να σου πάρω.

Και το κορμί σου θα ‘τανε το δώρο το δικό μου.

Αλήθεια πρώτη πολεμώ φορά όχι μονάχα

για κάποιο δώρο αλλά μ’ αυτό το ίδιο μου το δώρο…

Και να ‘σαι τώρα εδώ νεκρή, πεσμένη από μένα.

Το δόρυ μου το σώμα σου διάλεξες να τρυπήσει

και να ξαπλώσεις θέλησες όχι σ’ ερωτοκλίνη

αλλά στη γη-στου θάνατου το μαύρο το κρεββάτι.

Όμως και τι μ’ αυτό; Εμέ τα τέτια δε μ’ αγγίζουν.

Κι ο θάνατος δεν πρόλαβε ακόμα να χαλάσει

το αγγείο σου, που, ζωντανή, μ’ αρνήθης να γεμίσω.

Λοιπόν εντός του τώρα εγώ το σπόρο μου θα κλείσω.

Θεού είμαι γιος, κι ως οι θεοί, μπορώ ζωή να δώσω.

Ζωή λοιπόν μες στ’ άψυχο κουφάρι σου θα σπείρω.

Ακίνητη αποκάτω μου θα ‘σαι την ώρα εκείνη

σαν τρόμος να ‘χει φοβερός τα μέλη σου παγώσει

στη θεϊκή μου τη θωριά-στη θεϊκή μου βία.

Κι αμίλητη’ με ψεύτικες φωνές δε θα ταράξεις

την ένωση του Μηδενός με του Παντός τον Κύριο.

Ποια διαφορά κι αν ζωντανή επήγαινες μαζί μου;

Πράγμα είσαι τώρα ως και πριν-αναίστητη μια μάζα

που τη σχημάτισε ο θεός να ‘ναι αρεστή στον άντρα

για να μπορεί-οταν το σπαθί του αντρόφονου πολέμου

το σκοτεινό το θάνατο τριγύρω του σκορπίσει-,

αυτός,με άλλο να τρυπά σπαθί ένα τη γυναίκα,

κι έτσι καινούργιους μαχητές στο φως του ηλιού να δίνει.

Να ‘μαι λοιπόν! Με τ’ «όχι» σου κομμένο απ’ το σπαθί μου

τα παγωμένα κι όμορφα τα πόδια σου ανοίγω

κι αφέντης και θεός εγώ και ήρωας και άντρας,

ό,τι μ’ αρνήθηκες εσύ με βια εγώ στο παίρνω.

Και φλογερά τα χείλια μου κολλώ στα δυο σου χείλια

τα ποθητά όσο ποτέ, σα ζούσες, Πενθεσίλεια.