ΣΙΕΣΤΑ
(Λος Άντζελες 1988, μεσημέρι, Κυριακή, 14 Αυγούστου)
Μια ηρεμία τρομαχτική.
Ένα σχισμένο σιωπηλό πέπλο.
Μία ρακένδυτη καλαισθησία
τυλίγει με νωθρά και αβέβαια χέρια
το απομεσήμερο που από κάτω της πνίγεται
ανίσχυρο και νεφελώδες.
Η καρέκλα πεσμένη στο έδαφος
ανίσχυρη και αδρανής
από τις αναθυμιάσεις της πέτρινης σιωπής.
Το λάλο ραδιόφωνο βουβό.
Οι τοίχοι στάζοντας κολλώδη άπνοια.
Ο βαρύγδουπος χρυσοπαγής καθρέφτης
αιωρείται ανάμεσα δαπέδου και οροφής
καθρεφτίζοντας αναμνήσεις απλανείς και σβησμένες.
Πάνω του οι ακτίνες ανέκφραστες απωθούνται
και παραξενεμένες ορμούν
πάνω στα κλειστά παραθυρόφυλλα,
στο κινέζικο χειροποίητο χαλί,
στις σβηστές λάμπες
και στα λεπτά ζωγραφισμένα άνθη
που χρόνια τώρα στέκουν ακίνητα μέσα στο μπλε φόντο τους
και χρόνια τώρα απότιστα ανθούν.
Πόδια αποκαμωμένα
αρμοί παράλυτοι
κάτω από το λαμπρό τυφλό φέγγος
αναπαύονται πάνω σε μαρμάρινα ανάκλιντρα.