Μια γάτα στο πάρκο
• Περπατώ στο πλακόστρωτο κομμάτι του πάρκου. Βλέπω μια γάτα σε απόσταση εφτά μέτρων από τον χλοοτάπητα, που, ακίνητη, έχει στραμμένη την προσοχή της σε ένα σημείο της νότιας γωνίας του. Σταματώ την πορεία μου που είναι ανάμεσα από τη γάτα και το σημείο που αυτή βλέπει και στέκω ακίνητος με τη σειρά μου, παρατηρώντας την. Τι βλέπει; Ή τι ακούει; Μένει σ’ αυτή τη στάση χωρίς ούτε ένα κοίταγμα αλλού. Περνάνε δύο ή τρία λεφτά έτσι. Ύστερα αρχίζει να κινείται σκυφτή και με αργά, αθόρυβα βήματα προς το χορτάρι, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από εκεί όπου ακόμα κοιτάζει. Πλησιάζω τόσο ίσα που να μη της αποσπάσω την προσοχή. Φτάνει στο πεζουλάκι που χωρίζει το χορτάρι από το πλακόστρωτο και τοποθετείται από πάνω του, κάθετα προς αυτό, με τα πίσω πόδια έξω και με τα μπροστινά επάνω του, χωρίς όλο αυτό το διάστημα να έχει στρέψει το κεφάλι της ή το μάτι αλλού. Τώρα βλέπω καλά ότι η προσοχή της είναι στραμμένη σε ένα σημείο του χορταριού δέκα εκατοστά από εκεί που στέκεται. Μένει παγωμένη λες σ’ αυτή τη θέση-για πόσο δεν ξέρω. Είμαι τόσο συνεπαρμένος με την πράξη που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μου που νοιώθω μέλος της παράστασης, ώστε ούτε για μένα υπάρχει χρόνος. Σε όλο αυτό το διάστημα η γάτα στρέφει για κλάσμα του δευτερολέπτου κάθε φορά δις τα μάτια της προς εμένα, ώσπου σιγουρεύεται ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Γίνομαι συνένοχος σε ό,τι ετοιμάζεται. Ξάφνω ανασηκώνει τα πίσω πόδια, κινείται μια δυο φορές ελαφρότατα δεξιά αριστερά, ύστερα ανυψώνει το κορμί για να πάρει φόρα και πέφτει βαριά πάνω στο σημείο που τόσην ώρα παρατηρούσε, με τα μπροστινά πόδια δεξιά το ένα και αριστερά το άλλο από το επίμαχο σημείο, ενώ φέρνει τη μουσούδα της προς τα κάτω, στη χλόη. Βγάζει τη μουσούδα της από εκεί, χωρίς να μετακινηθεί κινεί τα ματιά ανεπαίσθητα δεξιά αριστερά αστραπιαία και αποφασίζει και βάζει τα πόδια της εκεί που πριν είχε χώσει το μουσούδι της. Εκεί, τελείως απορροφημένη από αυτό που κάνει, κοιτάζοντας πότε λίγο δεξιά πότε λίγο αριστερά και μετακινώντας προς το σημείο που κάθε φορά έβλεπε πότε το ένα πόδι της και πότε το άλλο, σκάβει το χορταρένιο χώμα ανακατεύοντας το πράσινο της χλόης με το μαυρογκρίζο του χώματος. Σταματάει το σκάψιμο, σηκώνει το κεφάλι. Κινεί πάλι ελαφρά το κεφάλι δεξιά αριστερά, παρακολουθώντας κάτι άγνωστο και αόρατο ακόμα για μένα (μια κίνηση; έναν ήχο; μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια διαφυγής;) και ξαφνικά το χώνει μέσα στην τρύπα που είχε μόλις πριν ανοίξει με τα πόδια της. Μένει εκεί γυρεύοντας να βρει ό,τι έψαχνε, τόσην ώρα, που θα μπορούσα στο διάστημα αυτό να έχω με την ησυχία μου πάει κοντά της και να ξαναγύριζα πάλι στη θέση μου. Κάποια αίσθησή της τής έλεγε ότι δεν κινδύνευε από τίποτε άραγε, ή δεν την έγνοιαζε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή παρά η λεία της, ρισκάροντας τα πάντα γι αυτήν; Και να, μετά από χώσιμο της μουσούδας της όλο και πιο βαθιά στο χώμα, που σκεφτόμουν πώς μπορεί να μην αναπνέει για τόσο χρονικό διάστημα, τέλος τη σήκωσε, κρατώντας όμως τώρα στο στόμα της ένα καταματωμένο ποντικάκι. Γύρισε αμέσως προς εμένα, σαν σε συνένοχο ή συνεργάτη, με κοίταξε καλά με το λάφυρό της στο στόμα, προχώρησε λίγα βήματα απομακρυνόμενη από μένα, στάθηκε, ξαναγύρισε προς το μέρος μου κοιτάζοντάς με καλά στα μάτια πάλι, γεμάτη περηφάνια για τη νίκη της. Της φώναξα ένα «μπράβο!» ενώ ταυτόχρονα έσφιξα τα χέρια πάνω από το κεφάλι μου το ένα με το άλλο. Τότε άρχισε να γευματίζει. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να γράψω αυτό που είδα-το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για την παράσταση που δόθηκε μπροστά στα μάτια μου, μια παράσταση που μου έδειξε πόσο πιο αξιόλογα πράγματα υπάρχουν πάνω στη γη από μένα.