Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

 Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΠΑ
(L. A.)

Αυτό το δανεικό μικρό βιβλίο-
αυτή η ποιητική ανθολογία –
ετούτο το ζεστό το πανδοχείο
στη νύχτα την αφώτιστη και κρύα-

ετούτο το βιβλίο που επήρα
εχτές στη Δημοσία βιβλιοθήκη-
ετούτη η φωτερή ανθοπλημμύρα-
τα ονειρικά αυτά χερσαία φύκη-

ετούτο το μικρό βιβλιαράκι,
τι ήχοι μες στα φύλλα του που ηχούνε!
τι ανήκουστα θεριά! τι θείοι δράκοι!
τι τέρατα τυφλά το κατοικούνε!

Τι χρώματα εξαίσια-τι τοπία-
τι κάστρα που υψώνονται εντός του!
πώς σάρκινη προβάλλει η ουτοπία-
χορτάτες πώς οι ύαινες του Νόστου!

Και πώς μες στις σελίδες του μια θέση
κρατεί και μια γωνιά για τον καθένα,
και πόσο συμπονούν όποιον πονέσει
τα τόσα μυστικά που 'χει κρυμμένα...

Καθώς με κρύα χέρια ξεφυλλίζω
τα φύλλα τ’ απαλά σαν περιστέρια
εντός του άλλα πρόσωπα αντικρίζω
και βλέπω να σαλεύουν άλλα χέρια.

Και τρέμοντας τα χέρια μ' αγκαλιάζουν
κι ολόχαρα ματάκια με θωρούνε
και άϋλα κορμάκια πλησιάζουν
τον φίλο τον καινούργιο για να δούνε.

Και μέσα τους αφήνομαι και σ' άλλην
ζωή και κοινωνία φτερακίζω
και κει αναστηλώνομαι και πάλι
και πάλι προσπαθώ...και πάλι ελπίζω...

 ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΓΙΑ ΠΑΡΕΑ
(Λος Άντζελες-2005)

Με Ελληνίδα για παρέα
Ολα καλά κι όλα ωραία.
Η γλώσσα λύνεται κι ο νους
Πετάει σ’ άλλους ουρανούς.

Και ξαναζούν οι γειτονίτσες
Με τις ανθόσπαρτες αυλίτσες
Και ξαναζούν οι συντροφιές
Με τις κουβέντες τις ζεστές.

Και να οι φίλοι. Να η ταβέρνα.
Και να τα "φέρε" και τα "κέρνα".
Και να το κέφι! Να η χαρά!
Και να τα βράδια τα ιλαρά…

Όλα καλά. Μα η ψυχή μας
Σαν να μη χαίρεται μαζί μας
Και, πρώτη της φορά σκυφτή
Σαν να γυρεύει να κρυφτεί.

Ω! Μνήμη! Μη μας βασανίζεις.
Το μνήμα μ' άνθη μη στολίζεις.
Φως όσο κι αν λαμπρό κρατείς
Μνήμη ο ζόφος μας βαθύς.

Μνήμη σκληρό έχεις το χάδι.
Λυγμούς γεμίζεις το σκοτάδι.
Φύγε-α-φύγε μακριά-
Μνήμη πικρή ξεχνά μας πια.

Μ' αν έρθεις άκου μια ευχή: ,
Στόχο μη βάλεις την ψυχή.
Τη φονική σου μαχαιριά
Δόστηνε, Μνήμη, στην καρδιά.

 Ο ΒΡΟΝΤΟΣΑΥΡΟΣ
(l. A.)

Στις αφύσικες καμπυλότητες του κεφαλαίου μι
είναι χτισμένο το κέντρο.
Μέσα του τα ατσάλινα ρομπότ παίρνουν τον καφέ τους.
Μπαίνω και περιμένω να περάσεις όπως κάθε μέρα.

Στους τοίχους περπατούν χορεύοντας πολλοί μικροί ROAD RUNNERS.
Μερικοί, απρόσεκτοι πέφτουν μέσα στα ποτήρια.
Οι ατσάλινοι τους καταπίνουν.

Ακόμα το χτες από ’δω δεν έχει φύγει.
Υγρό ιξώδες όλα περιβάλλει.
Οι ατσάλινοι αυτό έχουν στο μέρος της κεφαλής.

Ένα χέρι ανοίγει το ραδιόφωνο.
Ακούγεται η φωνή του αρχηγού: "WE INSIST!"
Ζητωκραυγές. Τo ραδιόφωνο κλείνει.
Την ίδια στιγμή μπαίνεις νωχελής και εύχαρις.
Με κόβεις σε εκατό κομμάτια και με διαμοιράζεις.
Απορώ: "γιατί SHERRY;"
Απορείς με τη σειρά σου: "αλλιώς θα φάνε εμένα!"
Σε κατανοώ.
Άλλο ένα πρωί πέρασε.

 ΑΒΑΝ, ΤΟ ΣΥΜΠΟΝΕΤΙΚΟ
ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
(Los Angeles 1994)

Παίρνεις πού και που και μας ρωτάς
Τι γινόμαστε, πώς είναι η υγειά μας
Και ημερολόγιο κρατάς
Για γενέθλια και για ονόματά μας.

Στης ηπείρου αυτής την απονιά
Που τρυπάει τις ψυχές και σκει τα στήθη
Σαν ζεστή πονετική γωνιά,
Άβαν το ενδιαφέρον σου για μας εστήθη.

Και, Αβαν, μας φυλάει σαν αδερφή
Και καλή σαν μια μας σκέπει κι άγια μάνα
Η αγγελική σου η μορφή
Και το ζείδωρο σου που μας δίνεις μάννα.

Ο θεός που βλέπει από ψηλά
Και κοιτάζει τις πληγές μας να γιατρεύεις
Ας σε ευλογεί κι ας σε φυλά-
Άσκοπα τα ιάματά σου δεν ξοδεύεις.

 ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ή
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ!
(L. A.)

Στην ανοιχτή τη θάλασσα!
Στη γαλανή παντάνασσα!
Εκεί! Εκεί ας πάμε!
Μ' αυτή-μ' αυτή ας μεθάμε!
Στους ψαράδες! Στους ψαράδες!
Κάθε ψάρι δέκα Ελλάδες.

Στην πρώτη την κοιτίδα μας!
Στη μοναχή πατρίδα μας!
Κοντά της ας βρεθούμε!
Την άρμη της ας πιούμε!
Στων κυμάτων της τα τόξα
κάθε κύμα και μια δόξα.

Στης θάλασσας τα κύματα!
Στα γαλανά της μνήματα!
Ας τρέξουμ' εκεί πέρα!
Στο λεύτερον αέρα!
Αυτή ψυχή μας όλη:
χωριό, αυλή, περβόλι…

 Η ΕΝ ΕΛ ΕΪ ΑΝΗΨΟΥΛΑ ΜΟΥ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ

Παντρεύτηκε κι αυτή (ποιος ξέρει πότε… πώς…)
Έτσι τουλάχιστο  μου είπε.
Και την πιστεύω. Πράγματι
Έσερνε πίσω της ένα ον αμίλητο
Που κοίταζε τριγύρω φοβισμένα
Πασκίζοντας  να προσαρμόσει  τις κινήσεις  του λαιμού  του
Με του λουριού  το  τράβηγμα (όταν  την  υποταγή
την κυβερνά η  πρόληψη
όλα τακτοποιούνται).

Όταν μου το σύστησε («ο άντρας μου από δω»),
Αυτό μου έτεινε χαριτωμένα το δεξί του μπροστινό ποδαράκι.
Και  σ' όλη τη συζήτηση που με τη γυναίκα του είχα
Υπομονετικά περίμενε στην άκρη ακίνητο.

Ευτυχισμένος γάμος πράγματι.
Ταιριαστός.
Να ζήσουν.

 Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ
(L. A.)

Θα 'ταν τριανταπέντε πάνω κάτω.
Ήτανε τα μαλλιά της άνω κάτω
καθώς τα εφυσούσε ένας αέρας
ζεστός από τη ζέστα της ημέρας.

Μιαν άσπρη οδηγούσε Μαζεράττι
και δίπλα μου το ρεύμα την εκράτει
της κίνησης στη SHERMAN HIGH WAY
επάνω σε μιαν άσφαλτο που καίει.

Στο σπορ της το αμάξι ήτανε μόνη.
Και είχε το 'να χέρι στο τιμόνι
και τ' άλλο απλωμένο προς το μέρος
του στήθους όπου εδράζεται ο έρως.

Εκεί ματαίως απ' ώρα προσπαθούσε-
μπροστά ενώ τον δρόμο εκοιτούσε-
να βγάλει απ' τη φαρδιά της τη μπλουζίτσα
μια ολόχρυση απαστράπτουσα καρφίτσα,

που όμως συνεχώς αντιστεκόνταν,
ξεμάκραινε, διπλώνονταν, κρυβόνταν.
Κι εκείνη εσυνέχιζε την πάλη
κρατώντας πάντα ίσια το κεφάλι,

και, Θε μου, με μιαν έκφραση απλωμένη
στο πρόσωπο, καθώς γαληνεμένη
μια θάλασσα μετά την τρικυμία
που πλήρως ηρεμεί, ή σαν καμία

γυναίκα που αναλώθει όλο το βράδυ
στου έρωτα τη φλόγα και το χάδι-
που ολόκληρη εδόθη στα σκοτάδια
κι η μέρα τήνε βρήκε τέλεια άδεια.

Σου εύχομαι κυρία να μπορέσεις
το κόσμημα επιτέλους ν' αφαιρέσεις.
Αν μείνει, με τη λάμψη του την τόση
ποιος ξέρει τι κρυφό θα φανερώσει…

 ΤΙΠΟΤΑ
(L. A.)

Αυτό ειν' ένα ποίημα για το τίποτα.
Για τίποτα δεν έχει να μιλήσει.
Μονάχα θα κρατεί τα όσα ανείπωτα
κι ανάκουστα εντός μου έχουνε σβήσει.

Εντός του θα κρατεί όσα αφανέρωτα-
κρυφά όσα εμείνανε στα μάτια  
και θα 'χει για στροφές του χάδια του έρωτα
που χάθηκαν στου άδοτου τα πλάτια.

Κι έτσι καθώς μετέωρο θα στέκεται
χωρίς κάτι γερό να το στηρίζει
σαν του Γουσταύου του Φλωμπέρ τη γη θα φαίνεται
που έρημη στα χάη τριγυρίζει.

Τίποτα-όχι-τίποτα δεν έγραψα
μια νύχτα εαρινή στην Καλιφόρνια.
Για τίποτα χαμένο εγώ δεν έκλαψα.
Τίποτα δεΝ μου πήρανε τα χρόνια.

 GALINA…
(L. A.)

Αν ήξερες Galina
πώς φέγγει ο ήλιος κάθε πρωί...
Τα ξανθά μαλλιά των μικρών κοριτσιών παίρνει
και μ' αυτά υφαίνει το στεφάνι του.
Τον πόνο παίρνει των ευκαλύπτων
φλόγα τον κάνει και μας πυρπολεί.
Με τις εκτεταμένες αγωνίες μας αχτίδες μάς τοξεύει.
Με τη φλόγα μας καιγόμαστε Galina...

 ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΕΣ

Να 'ναι πρωί. Ο καφές να βράζει.
τo ράδιο να παίζει διαφημίσεις,
ο ήλιος έξω μύτη να σκάζει
και συ τις μηχανές να 'χεις ν' αρχίσεις.

Σαν νέφη απ' το βοριά κυνηγημένα
να τρέχουνε οι σκέψεις στο μυαλό σου.
Επάνω στο τραπέζι αφημένα
τετράδια, το πουλόβερ, το στυλό σου.

Να χύνεται ο καφές και να ξεχνιέσαι
με θύμησες της ζήσης περασμένες.
Στα χάη που σου λεν "μέσα μας πέσε"
αρνήσεις να ψελλίζεις σαστισμένες…

 ΤΑΝΙΑ ΚΑΙ ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ
Ή
ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΡΟΥΜΑΝΙΚΑ
(Λος Άντζελες Μάης του ’92)

«Έτσι, στην πρώτη μανούβρα που έκανα-
στην πρώτη απόπειρα για να παρκάρω,
μου έβαλε ξαφνικά τις φωνές:
ηλίθια, βλάκα, ανόητη,
αφού δε νογάς τι ανεβαίνεις στο αμάξι;
Τα είδες Τζωρτζ και συ.
Βέβαια δεν κατάλαβες τι λέει
μα άκουσες τις φωνές και είδες τις χειρονομίες του".

Στην πρώτη απόπειρά της να παρκάρει
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη.
Χωρίς αιτία, βάζοντάς της τις φωνές
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη ο Γκρέγκορυ την Τάνια.
Φωνάζοντας κι αισχρά χειρονομώντας
την έβρισε ηλίθια βλάκα και ανόητη.

"Οι φίλοι μάς περίμεναν, το ξέρεις Τζωρτζ,
στο BOWL-απ' το σπίτι
έτσι είχαμε μαζί τους συνεννοηθεί. Κι αυτός
με πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσω
γιατί δεν ξέρω λέει να οδηγώ-
και μ' έβρισε ταυτόχρονα ηλίθια και ανόητη και βλάκα".

Οι φίλοι τους περίμεναν στο BOWL
(έτσι είχαν απ' το σπίτι συνεννοηθεί)
κι εκείνος σημασία μη δίνοντας σ' αυτό
την πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει όταν εκτίμησε
ότι αυτή καλό δεν έκανε παρκάρισμα.

"Τζωρτζ σου ζητώ συγνώμη για το φέρσιμό του.  
Χάλασες τη βραδιά σου και το ξέρω.  
Λυπάμαι Τζωρτζ γι αυτό μα τι να έκανα.
Έπρεπε να γυρίσω αφού μου είπε.
Αν δεν το έκανα ήταν ικανός να με χτυπήσει".

Την είπε ηλίθια βλάκα και ανόητη
απέξω από το BOWL όπου οι φίλοι τούς περίμεναν
και την επρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει.
Κι αν τον παράκουγε ήταν ικανός να την χτυπήσει.

 Η ΓΚΑΡΣΟΝΑ
(L. A.)

Μια χοντρή γκαρσόνα
με το πόδι το 'να
σπρώχνει το τραπέζι
το κουνά και παίζει.

Σαν χαζή γελάει
άπαυτα μιλάει
όλοι την κοιτάνε
και μ' αυτήν γελάνε.

Μα λεφτό δε δίνει
τι θα πουν για 'κείνη
κι ούτε που τη νοιάζει
ποιος τήνε κοιτάζει.

Κι όταν ως κουνιέται
άνταφλα κοιμιέται
μοιάζει φορτωμένη
σκούνα βουλιαγμένη.

 ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

Στην τελευταία ντυμένες μόδα,
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες,
με μύρα στολισμένες και με ρόδα,
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες,

τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.
Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ' ανάκλιντρα θανάτων.

Για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη.
Κι ουτ' έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη.

Μον' όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται,
εκείνες, απαλά τα μάτια κλείνουν,
και, δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.

 ΑΛΙ

Ξέρω κάτι τι-ξέρω κάτι
για την ακριβή την αγάπη.
Ξερω κάτι τι κάτι μέγα
που ούτε οι σοφοί δε θα λέγαν.

Θλίβει και πονά και τρομάζει
και τα ιδανικά όλα σκιάζει.
Όμως θα το πει τούτη η πέννα
δίχως να ντραπεί ουτ’ εμένα.

Κλείσετε το νου να μη νιώσει
το φριχτό παντού μην προδώσει.
Κι αν το μάτι δει τα γραμμένα
κάποιος ας του πει πως ειν’ ψέμα.
Γιατί η καλή-ζωή να ’χει-
η αγάπη-αλλί!-δεν υπάρχει.

 Α!  ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ!..

Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν τη ζωή μου
και πληγωμένη μέσα στον κόσμο σέρνεται εκείνη.
Όψιμο βέλος στη σάρκα χώθηκε καρπού πρωίμου
και το αδούλωτο πνεύμα αιμάσσει. Κι η σάρκα φθίνει.

Α!  Χωροφύλακες! Για μένα είσαστε τρόμος μονάχα
κι όχι όπως γι άλλους η περιφρούρηση κι η προστασία.
Α!  Χωροφύλακες!  Τούτο του άξιζε να πάθω τάχα
γιατί ζητούσα ειρήνη δίκαιο κι ελευθερία;

Α!  Χωροφύλακες!  Με ηθέλατε σκλαβωμένο
στην κάννη του όπλου σας-στα σιρίτια σας-στα δεσμά σας.
Κάλλιο το είχατε να με βλέπατε να πεθαίνω
παρά που ήμουνα εν’ αγκάθι στο σύστημά σας.

Α!  Χωροφύλακες! Α!  Τα όπλα σας δε σκοτώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Γεια σας!  τα όπλα σας δε φτουράνε.
Α!  Χωροφύλακες!  Φίδια τα όπλα σας και σας ζώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Τα ίδια τα όπλα σας σάς πολεμάνε

 ΟΥΤΕ  ΣΤΟΧΟΣ

Στης δυστυχίας τον πλανήτη
μου ’γραφε η μοίρα να κατοικήσω.
Δυστυχισμένων βλέπω πλήθη
το βλέμμα όπου κι αν γυρίσω.

Την ευτυχία όλοι γυρεύουν
μέσα στο χρήμα και στη δόξα.
Όμως ανώφελα σκοπεύουν
έστω χρυσά κι αν έχουν τόξα.

Μον’ όταν πια σωθούν τα βέλη
κι ενώ τους σφίγγει ο κρύος βρόχος
βλέπουν αλάθητα εν τέλει
πως δεν υπήρχε ούτε στόχος.

 ΣΙΩΠΗΛΑ

Τα ποιήματά μου μοιάζουνε με τις γυναίκες κείνες
που γνώρισα κι αγάπησα και χάρηκα μ’ αυτές.
Όπως εκείνων τα φιλιά και οι δικές τους ρίμες
αμέτρητες μου δίνουνε-απόκρυφες χαρές.

Όμως μια θέση ξέχωρη κρατούν μες στην ψυχή μου
γυναίκες που δεν ταίριασαν οι δρόμοι μας ποτέ
που μες στου πλήθους χάθηκαν τα έλη του ανωνύμου
που η ζωή δε θέλησε να γίνουμε εραστές.

Που δίπλα μου επέρασαν στο δρόμο με βιασύνη
ή φευγαλέα αντίκρισα στις σκάλες του μετρό
γυναίκες που ειν’ αδύνατο να τις χωρέσει η μνήμη
τόσο πολλές που νόημα δεν έχει να μετρώ.

Ντυμένες ωραιότητα, σεμνότη, ευαισθησία,
κι ένα μυστήριο που άθελα κάθε άγνωστο κρατεί
της νοσταλγίας μου χάρισαν τη θεία πεμπτουσία
κι αβρούς ανθούς στης φαντασιάς τον κάμπο τον πλατύ.

Μ’ αυτές λοιπόν τις όμορφες γυναίκες παρομοιάζω
(κι ας ειν’ η παρομοίωση συνηθισμένη αυτή).
τα όσα μου ποιήματα  δεν έχουνε γραφτεί.
Κι όπως για κείνες και γι αυτά σιωπηλά σπαράζω.

 ΤΑ  ΠΟΥΛΙΑ

"Θα βλέπω την τι-βι πίνοντας μπύρες.
Το σκύλο θα κρατάω αγκαλιά
και θα τον ξύνω που τον τρων οι ψείρες.

Εσύ να μη βιαστείς και ας αργήσεις.
Ξέρω πως παίρνει ώρα  αυτή  η δουλειά.
Μόνο τις μπύρες έξω να μου αφήσεις.

Και κοίτα, όταν περνάς απ’ τις φιλύρες
πρόσεξε μην τρομάξεις  τα πουλιά.
Το σκύλο εγώ κρατώντας αγκαλιά
θα βλέπω την τι βι πίνοντας μπύρες.

 ΣΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα ’χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή:
στης ερήμου το καμίνι
όπως παει η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ’ τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Κι όπως ’κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α!  γιατί μ’ αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτάει κι αυτή.

 ΟΙ  ΣΟΛΙΣΤ

Εκείνες οι σολίστ- ή όπως τις λένε...
πώς κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε...
Μικρόσωμες, ευκίνητες, μυώδεις
αλλά παρ’ όλα ταύτα ονειρώδεις...

Ένα βιολί κρατούν, ή παίζουν πιάνο
και παίζοντας γλυκά, μας παίρνουν πάνω
στης μουσικής τον κόσμο τον ωραίο
τον πάντα μαγικό και πάντα νέο.

Του έρωτα η φλόγα δεν τις καίει,
αλλά τις στεφανώνουν άλλα κλέη.
Στην όψη τους θαμπώνει κάτι θείο-
περίεργο, που δεν είναι γυναικείο.

Και μεις με τους σπανίους αμεθύστους
μεθούμε της ωραίας μουσικής τους
και κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε
εκείνες οι σολίστ-ή όπως τις λένε…

 ΕΝΟΣ  ΛΕΠΤΟΥ  ΣΙΓΗ

Ελάτε να τηρήσωμε ενός λεπτού σιγή
για τις γλυκές τις λέξεις που δε λέχτηκαν
για τις ματιές που δε φλογίσαν άλλα μάτια.

Ελάτε να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή
στη μνήμη των φιλιών που δεν εδόθηκαν-
στη μνήμη των χαδιών που ασυντέλεστα-
που ερυθρά σχεδιάσματα πυρακτωμένα
φλογίζουν κι ανταριάζουνε το αίμα.

Ελάτε να τηρήσωμε ενός λεπτού σιγή
για όσους αναστεναγμούς κρατούσαν
του Πόνου αντί του Πόθου  το μαχαίρι
και δάκρυα να χύσωμε καυτά
για τα κορμιά που δόθηκαν στο θάνατο
αντί μες στην αγάπη να χαθούνε.

 ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ
(ΛοςΆντζελες, στης Σόφης)

Μας είπε πως η κόρη της σκοτώθηκε
σε αυτοκινητικό δυστύχημα.

Η φωνή της χωρίς πνοή και χρώμα ηχούσε
σαν κάτω από τη γη να ’ρχόνταν. Και σαν
τα εικοσιτρία χρόνια της σκοτωμένης κόρης της
να προστεθήκαν στα δικά της,
έτσι τα πόδια έσερνε ως περπατούσε,
λες ξάφνου έγινε πολύ γριά.
Και καφέ μας έφτιαξε με άλλα χέρια.

αας πάει να λέει και να κάνει.
Την κόρη αυτήνε δεν την είχαμε ποτέ μας δει.
Άραγε κόρη δεν υπήρξε.
Ας πάει να λέει και να κάνει.

 ΕΝ' ΑΓΓΙΓΜΑ

Πώς έτσι εφτάσαμε λοιπόν σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί,
και να μας ρίχνει σ’ άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια φωνή...

Εσμίλεψε το πνεύμα μας όχι του μίσους σμίλη,
αλλά της αναντίρρητης κι απλής αποδοχής
όσων κι αν έρχονταν δεινών. Κι ευφρόσυνα τα χείλη
δεν μισανοίξανε παρά, για λόγια προσευχής.

Τον δρόμο της εβάδισε η ζωή όχι πατώντας
πάνω στ’ ολόπαχο χαλί της σκέψης της φτηνής
μα σε βουνών τις μυτερές τις πέτρες
σκαρφαλώντας
κατ’ από δηώσεις, απειλές, και διώξεις απηνείς.

Εξασκηθήκαμε στα πιο εξαίσια μέρη του όλου
κάθε ημέρα φτάνοντας ψηλότερες κορφές.
Η ορμή μας το προπέτασμα του επουράνιου θόλου
διέσχισε, πίσω αφήνοντας πρωτόγονες μορφές.

Απ’ του νερού κι απ’ της φωτιάς τα χέρια ξεκινώντας
μες στο νερό βρεθήκαμε πάλι και στη φωτιά
όχι στεκάμενοι, αλλά, τον μέγα κύκλο κλειώντας
που άγνωστα του βρίσκονται και τέρμα και πρωτιά.

Σε κάθε που φαινότανε να φτάνει καταιγίδα
κι ενώ τη μάχη ετοίμαζε ο μαύρος ουρανός
του έαρος μεις εφέραμε στους ώμους τη χλαμύδα,
κι από ελπίδες ξαστεριάς ο σάκος μας κενός.

Κι ο πόνος για το πάτημα της χλόης, και το κλάμα
για του χιονιού το λιώσιμο στην ήσυχη βροχή,
αντί ν’ ανοίγουν τον κρουνό στερεύανε το νάμα
του λυτρωμού απ’ την άδικη κι αναίτιαν ενοχή.

Άραγε πώς εφτάσαμε σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί,
και να μας ρίχνει σ’ άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια
φωνή…

 ΔΕΕΤΑΙ
(ΣΙΣ 1960)

Νύχτα. Στο σκοτάδι της χαμένος
μες στου αλσυλλίου τις σκιές
που μαγίστρες μοιάζουνε γριές,
κάποιος πικροκλαίει στη γη πεσμένος.

Κάποιος κλαίει πάνω στο χορτάρι.
Σφίγγουνε τα χέρια του τη γη.
Κάτι να της δώσει προσπαθεί;
Κάτι από κείνηνε να πάρει;

Σχίζουν οι λυγμοί του το σκοτάδι.
Στ’ άπονα τα χώματα χτυπούν.
Οι ψυχές ξυπνάνε και ακούν
μες από τον άπελπο τον Άδη.

Τάχα στο αλσύλλιο ποιος να κλαίει
ποιος στην ησυχία τη βραδινή-
ποιος μες στη νυχτιά τη σκοτεινή
δέεται στον Πλάστη-και τι λέει;

 ΖΩΓΡΑΦΙΣΕ  ΜΕ

Ζωγράφισέ με μ’ ένα στέμμα
στην κορυφή του κεφαλιού.
Ζωγράφισέ με μ’ ένα βλέμμα
υπερηφάνου αγριμιού.

Και στου χεριού κρύψε την όψη
μια νευρικότητα όταν γράφει
κανείς αμέσως να μη νιώθει-
ξέρετε δα σεις οι ζωγράφοι...

Τ’ άλλα ως συνήθως να τα φκιάσεις
ούτε πολύ κοινά ούτε σπάνια.
Μόνο αυτά να μην ξεχάσεις:
δύναμη, πείσμα, περηφάνια.

 ΕΙΜΑΣΤΕ…

Είμαστε ποταμάκια
χωρίς νερό.
Είμαστε σαν πουλάκια
χωρίς φτερό.

Κακόβουλο κοράκι-
τάχα γιατί;-
φτεράκια και νεράκι
μάς τα κρατεί.

Βουνάκια δασωμένα
δε μας θωρούν...
ζωάκια διψασμένα
δεν ξεδιψούν...

 ΟΙ  ΓΙΟΙ  ΚΙ  ΟΙ  ΚΟΡΕΣ

Οι γιοι κι οι κόρες τούς γονείς
τούς αγαπούν όσο κανείς.
Μέσα στα μάτια τους κοιτάνε
τους κανακεύουν, τους φιλάνε.

Κι όσο το χρήμα πιο πολύ
τόσο συχνό και το φιλί.
Κι όσο μεγάλη η περιουσία
τόσο η περποίηση εξαισία.

Οι γέροι πλήρως εννοούν
αυτό που δείχνουν ν’ αγνοούν-
πως στο παχύ τους πορτοφόλι
των γιων η έγνοια βρίσκετ’ όλη.

Μα δεν τους μένει άλλο πια
παρά τα ψεύτικα φιλιά
όσο πολύ κι αν τους πληγώνουν,
όσο βαριά κι αν τα πληρώνουν.

Α!  κάνε θε μου να μπορούν
με τα φιλάκια να χαρούν
που αληθινά θα δώσει ο γιος τους
στο χρυσοφόρο λείψανό τους.

 Η  ΣΙΩΠΗ

Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή, Λίλιαν, γεμάτη λέξεις,
όμοια υπάρχει μια σιωπή, Λίλιαν, γεμάτη λόγια,
σιωπή που συ δεν δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή που εντός της ειπωμένα
στέκουνε όλα όσα μπορεί στόμα να πει ανθρώπου΄
μία σιωπή ακριβόθωρη-μια Πόνου κι Ήλιου γέννα
μία σιωπή ανάρχιστη και ατελείωτη όπου,

τα δυο της όλασπρα φτερά σαν χρυσαφένια λάμπουν
και ό, τι σκέπουν το κρατούν απείραχτο απ’ το Χρόνο.
Που στα ιερά τεμένη της μπορούνε μόνο να ’μπουν
όσοι τον άνανθο κρατούν της πεθυμιάς τον κλώνο.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ’ τις λεπίδες
των μαχαιριών που ολημερίς λιανίζουνε τη σκέψη.
Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ’ τις ελπίδες
που απέλπιδα κι αγύριστα έχουν καιρό μισέψει.

Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις,
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια,
σιωπή που συ δεν δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.

 ΔΟΞΑΖΩ

Οικτίρω αυτούς που σκύβουνε μ’ ευλάβεια πάνω σ’ ένα
σταυρό ξυλένιο που κρατά πάνω του καρφωμένα
τ’ άσαρκα πόδια του Χριστού και τα ισχνά του χέρια.

Οικτίρω όσους ορκίζονται στα ερωτικά τους ταίρια.
Οικτίρω όσους αγγίζοντας στο χώμα τη μουσούδα
μετάνοιες κάνουν στον Αλλάχ ή στον γιγάντιο Βούδα.

Οικτίρω όσους τ’ απάνθρωπο το χρήμα προσκυνάνε
κι όσους της δόξας τις κορφές να φτάσουνε ζητάνε.
Οικτίρω αυτούς που προσκυνούν, λατρεύουνε και υμνούνε

κάτι ανθρώπινο. Ή αυτούς που τη ζωή περνούνε
προσφέροντας αρώματα ή λίβανον ή κνίσσαν
σε είδωλα που άνομων θνητών τα χέρια στήσαν.

Και τον υγιό της μάνας γης της άδολης δοξάζω
και τους θεούς όλους μεμιάς θυσία εμπρός του σφάζω…
και τον υγιό της μάνας γης τιμώ εγώ εκείνον

που αίνους στέλνει εκστατικούς στη μυρωδιά του σκίνου,
που προσκυνάει ένα μικρό του δρόμου πετραδάκι,
κι ευλαβικά προσεύχεται στου κάμπου το ρυάκι.

 ΤΗΣ  ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Εστόλισε το χολ,
στ’ ανθοδοχείο έβαλε άνθη ευαισθησίας,
εγέμισε το σκρίνιο εγκαρτέρηση
με άνοιξης χρώμα έβαψε τους τοίχους.

Έβαλε κάτω απ’ το χαλί
κάτι σκουπίδια αδιαφορίας που ξεφύγανε
από το πρωινό το σκούπισμα
και βάλθηκε να περιμένει ακίνητη
κοιτάζοντας το δρόμο.

Μια δυο φορές της φάνηκε πως έμοιαζε.\

Μα ήτανε της φαντασίας.

Αργά το βράδυ
τ’ άσκοπα εμάζεψε στολίδια
και αμίλητα
το φως έσβησε
ξάπλωσε στο κρεβάτι
και κενό το βλέμμα της εκάρφωσε στη νύχτα.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

 ΚΑΛΕΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ΓΙΑ TO ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΗΣ "ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΑΣ ΝΕΩΝ ΤΡΙΠΟΛΗΣ"
(μοιράστηκε και τοιχοκολλήθηκε σε στέκια νέων)
Τρίπολη, 19-5-04

Νέοι και νέες της Τρίπολης-εργάτες και
εργάτισσες, μαθητές και μαθήτριες, φοίτητές και
φοιτήτριες, στρατιώτες και στρατιωτίνες-
γεια σας.
Είμαι ο Γιώργης Χολιαστός.
Είμαι γιατρός και ποιητής μεγαλωμένος στην Τρίπολη.
Έλειπα για πολλά χρόνια από την πόλη. Ήρθα πίσω
πριν από οχτώ μήνες.
Η ιατρική, η πολιτική και η κοινωνική καμαρίλα της
Τρίπολης με διώχνουν από την πόλη.
Τo βρίσκω φυσικό. Ποιου είδους καμαρίλα θα ανεχόταν ένα ελεύθερο πνεύμα κάτω απο τη μύτη  της...
Όμως η Τρίπολη είναι το σπίτι μου και από το σπίτι μου θα φύγω αν και όταν θέλω εγώ, και αν εγώ πάλι το αποφασίσω θα αφήσω εδώ τα κόκαλά μου.
Και δε θα φύγω γιατί έχω ένα σκοπό να επιτελέσω εδώ-να συμβάλω στην πνευματική ανάπτυξη της Τρίπολης..
Θα μπορούσα να μείνω αδρανής και να αρκεστώ στο αυτόφωτο και στην αυτοδυναμία που δίνει η ποίηση. Θα μπορούσα να μείνω λουσμένος με το φως της και να αδιαφορήσω για τα σκοτάδια που γύρω μου απλώνονται.
Θα μπορούσα να κινούμαι μέσα στον απέραντο, ωραίο κόσμο της και να αφήσω τον άλλον, τον έξω μου κόσμο, μέσα στη δυστυχία του και στην άγνοιά του.
Μα δε θα το κάνω.
Θα αγωνιστώ να διαλύσω τα σκοτάδια και νο γνωρίσω στους τριπολιτσώτες μιαν άλλη θεώρηση της καθημερινότητας, όχι αυτής της ασφυκτικά κλεισμένης στα τείχη που η ιδιοτέλεια των "αρμοδίων" έχει γύρω της χτίσει, αλλά μια καθημερινότητα απαλλαγμένη από τη δουλοπρέπεια και την κενότητα, μια καθημερινότητα που ξέρει να τοποθετεί τον εαυτό της μέσα στον κόσμο και να απαιτεί την αποσύνδεσή της από το άρμα των συμφερόντων των τοπικών της δυναστών-μια καθημερινότητα ελεύθερη.



Τα όπλα για τον αγώνα μου αυτόν θα είναι η καθαρή
σκέψη και η ανθρωπιά όπως μόνον η ποίηση ξέρει να
τις συνταιριάζει και να τις εκφράζει.
Απέναντι στις παλαιολιθικές αγκυλώσεις θα αντιτάξω
τη φυσική ευλυγισία.
Απέναντι στις ιδιοτελείς ενέργειες θα αντιπαραθέσω
το κοινό συμφέρον.
Απέναντι στο αγωνιώδες κυνήγι του χρήματος θα
θέσω την άκοπη συμμετοχή όλων σε μιαν ομαλά
ρέουσα λογική επάρκεια.
Απέναντι στο άγχος για βρώμικες επιτεύξεις θα
προτάξω τη λυτρωτική ψυχική καθαρότητα.
Μόνος μου όντας όμως, αυτός θα είναι ένας πολύ
δύσκολος αγώνας.
Χρειάζομαι συναγωνιστές.
Και με τούτο το γραφτό μου αυτούς ψάχνω να έβρω.
Ψάχνω να έβρω νέους και νέες ποιητές και ποιήτριες. Ψάχνω να έβρω απόστολους ιδεών και αποστολείς μηνυμάτων.
Ψάχνω να έβρω παιδιά που με της ψυχής τους τις ευαίσθητες χορδές θα στείλουν μέσα σε άφωτες καρδιές τον ήλιο της χαράς και της ελπίδας. Ψάχνω να βρω σκαπανείς και ιχνηλάτες που θα φέρουν ξανά στο φως θαμμένους κάτω από σωρούς ιδιοτελούς "αδιαφορίας" ξεχασμένους θησαυρούς. Ψάχνω να βρω νέους που η δράση τους θα γίνει ηθική ενέργεια για τους ανήθικους. ψάχνω να βρω εργάτες του λογου-μπροστάρηδες ήρωες στο γκρέμισμα της παλιάς Τρίπολης και στο χτίσιμο της καινούργιας.
Είσαι, νέε αναγνώστη αυτού του χαρτιού, ένας
άνθρωπος με τέτοιες ιδέες;
Αν ναι, είσαι ό,τι χρειάζεται για την εκπλήρωση του
σκοπού μας.
Και είτε ένας μόνος είσαι, είτε πολλοί τέτοιοι
υπάρχουν, ελάτε να ριχτούμε στον αγώνα.
Ελάτε να δώσουμε το όνειρο στην Τρίπολη.

Ελάτε να δώσουμε πνοή ζωής σε μια νεκρή
πνευματική ζωή.
Ελάτε να κάνουμε την πολιτιστική μας επανάσταση.
Δε βαρεθήκατε το καθισιό, το στείρο διάβασμα, την
ανιαρή ζωή της επαρχίας μόνο;
Δεν αναζητάτε και κάτι νέο έξω από το ποδόσφαιρο, τον κομπιούτερ, την ξεραϊλα και την πνιγηρότητα του ίδιου και πάντα ίδιου αέρα που αναπνέετε;
Δεν αιστανόσαοτε πως η ζωή σας πρέπει να πετάξει
προς κάτι πιο υψηλό και πιο αιθέριο, πάνω από όλες τις βαρετές συμβατικότητες της καθημερινότητας;
Δε νιώθετε πως δεν μπορεί όλη σας η ζωή να είναι η
ίδια ρουτίνα;
Δεν υποψιαζόσαστε ότι κάποιος άλλος σας εαυτός
ζητάει από σας πράγματα, που εσείς του έχετε
στερήσει απογυμνώνοντάς τον από κάθε υπεύθυνη δυνατότητα ύπαρξής του μέσα στην κοινωνία, πάνω σ' αυτή τη γη, μέσα στην ίδια τη ζωή σας;
Δεν έχετε αντιληφτεί πως κουβαλάτε μέσα σας ένα
νεκρόν που λαχταράει την ανάστασή του-πως
κουβαλάτε ένα σπόρο που του χρωστάτε φύτεμα και
πότισμα και μεγάλωμα;
Και ακόμα εκτός από ό,τι φτιάχνετε σεις-το μπετόν, το σίδερο,τις μηχανές-το ξέρετε ότι υπάρχει το λουλούδι, η λαμπρίτσα, το χρώμα-πράγματα που υπάρχουνε από μόνα τους; Κι αν ναι, τα 'χετε δει; και αν τα 'χετε δει τα 'χετε γνωρίσει-που θο πει: τα 'χετε αγαπήσει;
Ποιος σας είπε πως έχουμε το δικαίωμα να στερούμε τη φύση του ανθρώπου-τη φύση μας-από ό,τι μπορεί και πρέπει αυτή να έχει;
Και ξέρετε ότι εκείνο που οι προύχοντές μας ακριβώς θεωρούνε άχρηστο και μας το στερούν,είναι ό,τι ακριβώς πρέπει να αποκτήσουμε για να μπορούμε να λογιζόμαστε άνθρωποι;
Πού είναι ο πολιτισμός μας εμάς των τροπολιτσωτών;
Πού είναι η πνευματική μας ζωή; Πού είναι η ορμή των
νιάτων ν' αοτράψει και να φωτιστεί ο κόσμος όλος;
Πού είναι η Παιδεία μας; Και μην περιμένετε από τα
σχολεία-προορισμός του σχολείου δεν είναι η γνώση αλλά μόνον η εκμάθηση του τρόπου μελέτης για να μάθουμε μετά εμείς, μόνοι μας, ό,τι μας ταιριάζει και μας χρειάζεται.
Ελάτε λοιπόν να φτιάξουμε και να δώσουμε στους εαυτούς μας και στην Τρίπολη κάτι που μας λείπει και της λείπει. Την ποίηση-πάει να πει μιαν άλλη θεώρηση του κόσμου και της ζωής, που θα πλουτήνει όλες τις πλευρές της ύπαρξής μας.
Ελάτε ν' αποκτήσουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε τα πράγματα όπως θα έπρεπε να είναι. Ελάτε να μαστορέψουμε τα κιάλια που μ' αυτά θα δούμε το αλλιώς ανείδωτο, το ιδανικό, μιαν ομορφιά που αλλιώς ποτέ δε θα βλέπαμε. Και όσοι από σάς σας αρέσει να γράφετε, θα δείτε πόσο θαυμάσιο είναι να ψάχνετε να βρείτε την κατάλληλη λέξη για να βάλετε σ' ένα στίχο σας, πόσο θα ικανοποιείστε όταν βρίσκετε τη λέξη αυτήνε και πόσο αυτό το κυνήγι του ταιριάγματος της λέξης με το νόημα του στίχου θα σας μάθει έτσι να ταιριάζετε και στη ζωή σας ό,τι βρίσκετε μετά από κάθε σας επίπονη αλλά και τόσο δωροφόρα αναζήτηση.
Ελάτε να φτιάξουμε την ποιητική μας παρέα. Ας αρχίσουμε και αυτή θα μας οδηγήσει εκεί που πρέπει, αρκεί με πίστη στις ικανότητες και στις δυνάμεις της εμείς να την ακολουθάμε.
Θα συγκεντρωνόμαστε ελεύθερα και μπροστά στα
μάτια όλου του κόσμου.
Και θα συγκεντρωνόμαστε έξω, όχι μέσα σε τέσσερις
τοίχους που θα κλείνουν και μας και τις ιδέες μας σαν
τάφος.
Έξω, στη φύση, στον ελεύθερον αέρα, στο μεγάλο
δωμάτιο που οι τέσσεροι τοίχοι του είναι
πνεύμα, ελευθερία, φως, τόλμη.
Θα είμαστε μια παρέα χωρίς ίχνος ψευτιάς ή
φτιασιδώματος.
Θα είμαστε μία παρέα ορειβατών του πνεύματος που
όλο θα ανεβαίνουμε, άλλοτε πιο γρήγορα και εύκολα
και άλλοτε δύσκολα και αργά.
Και Θα είμαστε ωραίοι και ωραίες όλοι και όλες μας, τόσο ωραίοι που μόνο το βάφτισμα μέσα στα καθάρια νερά της ποίησης μπορεί να κάνει.
Και λοιπόν τι είμαι εγώ; Μάγος, που θα σας δώσω όλα
αυτά που σας λείπουν-και σας και της Τρίπολης;
Όχι βέβαια.
Η παρέα μας δε θα είναι ένα πάρε-δώσε αλλά θα είναι
μια κοινή αναζήτηση μέσα από συζητήσεις, ανταλλαγές απόψεων, αναγνώσεις γραφτών μας, λαϊκές εκδηλώσεις, εκδόσεις, ομιλίες, συμμετοχές, παρουσιάσεις, ζύμωμα με το λαό.
Πώς θα γίνουν όλα αυτά; Αν με ρωτήσετε, η απάντηση
είναι: δεν ξέρω.
Γιατί όλοι μαζί θα βρούμε τι να κάνουμε και όλοι μαζί
θα τα κάνουμε.
Μόνοι μας!
Αρκεί μόνο να έχουμε στο νου μας πάντοτε, πως
ζητάμε το ψηλοπέταγμα και να μη συμβιβαζόμαστε με
κάτι που από μακριά φωνάζει ότι είναι κοινότυπο έως
γελοίο, όπως πολλά από όσα βλέπουμε να γίνονται
γύρω μας-μέσα στην πόλη μας.
Μ' άλλα λόγια θα κάνουμε μιαν επανάσταση που
σύνθημά της θα είναι: όχι στο φτηνό. ναι στο υψηλό.
Θα κάνουμε-το ξαναλέω-μια πολιτιστική
επανάσταση.
Την επανάσταση αυτήνε τήνε ζητάει η πόλη μας.
Και αν δεν μαζευτούμε πολλοί δεν πειράζει. Ένας ακόμα να βρεθεί μόνο, φτάνει. Μιαν αστραπή αρκεί για να φωτίσει όλον τον ουρανό. Εκατό; Ακόμα καλλίτερα. Τo ζητούμενο θα επιτελεστεί γρηγορότερα.

Παρομοιάζω καμμιά φορά την Τρίπολη με μια νέα
κοπέλα. Καλοκάμωτη, με μάγουλα κόκκινα από
υγεία, με κορμοστασιά ζηλευτή και πανέμορφο
πρόσωπο.
Όμως κοιτάξτε την: δε γελάει ποτέ.
Συναντάει ανθρώπους και γυρίζει από την άλλη μεριά
το κεφάλι.
Και τα μάτια της είναι ανέκφραστα.
Φανταστείτε τώρα αυτή την κοπέλα να χαμογελάει
ελεύθερα και μέσα από την καρδιά της σε όποιον
συνοντάει, χαρίζοντας έτσι και σε κείνον ευφροσύνη
και στον εαυτό της τη χαρά της ευχάριστης
συνύπαρξης μέσα στη μικρή κοινωνία μας. Και
φανταστείτε την ακόμα να λάμπουν από καλοσύνη και ευγενική χαρά τα μάτια της.
Τι λέτε, δεν πρόκειται για μια τελείως άλλη κοπέλα;
Αυτή την Τρίπολη θα φτιάξουμε-θα φτιάξουμε μια
Τρίπολη με ψυχή.
Θα συναντήσουμε έχθρα από τους "μεγάλους" και
τους "βολεμένους" της πόλης μας, γιατί θα ταράξουμε τη μακάριαν αναισθησία τους.
Και δε θα πάρουμε τις ευλογίες τους για το κίνημά
μας, γιατί τότε θα ήτανε κι αυτό ένα κίνημα
καλοχτενισμένο και φορμαρισμένο στα μέτρα τα δικά
τους, δηλαδή ένα κίνημα καταδικασμένο από τη
γέννησή του να γίνει μουσειακό είδος προορισμένο να
βγαίνει από το καβούκι του μόνο για να παρευρεθεί σε
κάποια κονσερβαρισμένη παράσταση που θα έχουν
ετοιμάσει οι προύχοντες της πόλης για να τη δουν τα
συνηθισμένα εκατό άτομα με τα οποία και μόνο
δουλεύει ο "πολιτισμός" στην πόλη μας.
Ενώ εμείς θέλουμε να ποτίσουμε το λαό της πόλης
μας με την ποίηση και με την αγάπη μας για την
ποίηση.
Οχι, δε θέλουμε κοντά μας τους νέους που θα
ρωτήσουν άλλον έξω από την ψυχή τους προκειμένου
να έρθουν κοντά μας.
Και η δουλειά μας θα χαρίζεται σε όλο το λαό της Τρίπολης. Και θα μπολιάζει κάθε κάτοικό της με της δημιουργίας την ευλογία, σαν να ήταν αυτός που έχει δημιουργήσει ό,τι του χαρίζεται. Και αυτή είναι μία από τις βασικές επιδιώξεις μας-να συμμετέχει ο λαός τόσο πολύ στις δημιουργίες μας,που να αγαπάει ό,τι βλέπει και ακούει σαν να είναι δικό του δημιούργημα-μα και μήπως δε θα είναι; Ό,τι εμείς θα δημιουργούμε δε θα είναι η συνισταμένη του πόνου και της χαράς όλων των τροπολιτσωτών; Απ' αυτούς και γι αυτούς δεν υπάρχουμε; συνέχεια όλων των πριν γενιών δεν είμαστε; μέσα μας οι φωνές δε βοούν των προγόνων μας ζητώντας να συντελεστούν και περιμένοντας από εμάς να φέρουμε στο φως του ήλιου ό,τι εκείνοι δεν μπόρεσαν να φέρουν, κυνηγημένοι όντας από την ανέχεια, τη δυστυχία, τους τούρκους, την έλλειψη παιδείας; Μήπως τα άνθη της ποίησης που θα φέρουμε στην πόλη δεν θα είναι άνθη του δέντρου της Τρίπολης, που οι ρίζες του βυθίζονται όλο και πιό βαθιά στο σκοτάδι και στη λάσπη, διαλέγοντας και ζυμώνοντας με πόνο και με δάκρυ ό,τι καλό βρίσκουν εκεί,για να το φέρουν με ακούραστους αχθοφόρους τον κορμό και τα κλαδιά τους στον απάνω κόσμο, τον κόσμο τον δικό μας- δεν το χρωστάμε αυτό σαν ένα αντίδωρο αν θέλετε στις άγιες ρίζες μας;
Εδώ θα κάνω μια μικρή παρέμβαση για να γίνει κατανοητό αυτό που λέω πιο πάνω ότι η Τρίπολη δεν έχει πνευματική ζωή,
Μήπως κάποιος θα μου πει ότι η Τρίπολη έχει πνευματικό πολιτισμό κι εγώ ζητάω να παραβιάσω ανοιχτές πόρτες;
Μήπως θα μου πει πως υπάρχουν ήδη ποιητές, ζωγράφοι, πεζογράφοι, γλύπτες, μουσικοί στην Τρίπολη;
Δε θα πω ότι δεν υπάρχουν. Όμως αν υπάρχουν πέντε ποιητές στη πόλη θα πει ότι η Τρίπολη είναι ποιητικά πλήρης;
Αν υπάρχουν στην Τρίπολη πέντε φώτα, αυτο θα πει
ότι η Τρίπολη είναι μια φωτισμένη πόλη; Πού είναι οι ενισχυτές, πού είναι τα συνεργεία με τους εργάτες να τραβήξουν γραμμές-καλώδια και να βάλουνε φώτα σε κάθε δρόμο κάθε γειτονιάς; Και αν πέντε άνθρωποι της Τρίπολης έχουν από εκατό εκατομμύρια ευρώ καθένας κρυμμένα στο σπίτι του, αυτό σημαίνει πως η Τρίπολη είναι μια πλούσια πόλη; Πού είναι οι νόμοι που θα ευνοήσουν την επένδυση των χρημάτων τους να κινηθούνε αυτά, ν' αβγατίσουν και να ωφεληθεί όλος ο κόσμος; Έτσι λοιπόν και αν η ποίηση-ή όποια άλλη Τέχνη-δεν διαχυθεί σε όλη την Τρίπολη και τους κατοίκους της, τότε η Τρίπολη έχει ποιητικό, λογοτεχνικό, ζωγραφικό σκοτάδι. Γιατί η Τρίπολη είναι ο λαός και όχι τέσσεροι άνθρωποι.
Και συνεχίζω.
Θα μας βλέπουν οι "μεγάλοι" της πόλης με μισό μάτι
και θα ζητάνε να αποτρέψουν όποιον θα ήθελε να
έρθει κοντά μας.
Και θα θελήσουν να καταπνίξουν ή να ελέγξουν την
επανάστασή μας.
Μακριά πολύ όμως εμείς θα στέκουμε από κάθε
"αρμόδιο", από κάθε τάχα κοπτόμενον για την
πνευματική ανάπτυξη της Τρίπολης.
Αν πράγματι ήθελαν να κάνουν κάτι για την Τρίπολη
θα το είχαν κάνει.
Έίχαν όλα τα μέσα γι αυτό.
Είναι πολύ εύκολο να λένε λόγια, αλλά στα λόγια μένουν.
Όμως εδώ αιστάνομαι την ανάγκη να ξεκαθαρίσω τι εννοώ λέγοντας "μεγάλοι της πόλης" ή "βολεμένοι" ή "προύχοντες" ή ό,τι άλλο παρόμοιο είπα ή θα λέω και θα γράφω. Και αιοτάνομαι αυτή την ανάγκη γιατί θέλω να ξεκαθαρίσω τη σχέση μου με το μικρόβιο της πολιτικής, ώστε να ξέρετε από πριν σεις που θα έρθετε κοντά μου «τι καπνό φουμάρω» πολιτικά. Αμέσως λοιπόν σας λέω ότι πολιτικά είμαι... άκαπνος. Με τους παραπάνω όρους λοιπόν, εννοώ τους πολιτικούς της Τρίπολης,τους παρατρεχάμενούς τους, τους δημοτικούς της άρχοντες, τα παλιά τζάκια και ονόματα της Τρίπολης με ό,τι αυτά κουβαλάνε μαζί τους, τις οργανώσεις της πόλης που σκοπό έχουνε την κοπαδοποίηση του λαού της Τρίπολης με βοσκούς και αρμεχτές του τους ίδιους, τον ραδιοφωνικό σταθμό και την τηλεόραση της Τρίπολης και γενικά κάθέναν και κάθε τι που αν του θέταμε την ερώτηση: πνεύμα ή χρήμα; θα διάλεγε χωρίς καθόλου να σκεφτεί το χρήμα.
Όλοι αυτοί θα μας βλέπουν σαν κάτι περιττό και ξένο ανάμεσά τους.
Και θα μας πολεμήσουν όπως μπορούν. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από αυτούς τίποτε άλλο. Η συντήρηση θα πολεμήσει την εξέλίξη. Δε γίνεται αλλιώς. Δεν περιμένουμε οι αχλαδιές να κάνουν μήλα.
Ότι δεν είμαι ποιητής δε θα τολμήσουνε να πούνε. Κι αν η ποίηση έχει δέκα σκαλιά κι εγώ είμαι στο πρώτο, και πάλι είμαι ποιητής,
Όλοι τους όμως θα συμφωνήσουν χωρίς μάλιστα να
διαθέσουν πολύν χρόνο σ' αυτό, πως είμαι ένας αταίριαστος μ' αυτούς και πως πρέπει γι αυτό να μην υποστηριχτώ στα σχέδιά μου.
Και το πιο μεγάλο δυστύχημα ενός ποιητή δεν είναι ίσως να είναι το αντικείμενο της ζηλοτυπίας των άλλων, το θύμα μιας σκευωρίας ή της περιφρόνησης των ισχυρών της πόλης, αλλά είναι το να δικάζεται από μωρούς.
Οι μωροί πάνε μακριά κάποτε, όταν ο φανατισμός τους συνδέεται με τη βλακεία και η βλακεία συνδέεται με το πνεύμα εκδίκησης.
To μεγάλο κακό ακόμα ενός ποιητή είναι να μην στηρίζεται πουθενά. Ένας οποιοσδήποτε άλλος πολίτης, αγοράζει ένα μικρό αξίωμα, και να 'τος, υποστηρίζεται από τους συναδέλφους του.
Αν του γίνει μια αδικία, αμέσως βρίσκει υπερασπιστές.
Ο ποιητής είναι χωρίς βοήθεια. Μοιάζει με τα ψάρια
που πετούν: αν σηκωθεί λίγο τα πουλιά τον καταβροχθίζουν-αν βυθιστεί,τον τρώνε  τα μεγάλα ψάρια.
Κάθε δημόσιος άντρας πληρώνει φόρο στην
κακεντρέχεια, αλλά πληρώνεται με ευρώ και με τιμές,
Ο ποιητής πληρώνει τον ίδιο φόρο χωρίς να παίρνει τίποτα. Κατεβαίνει για τέρψη του στην αρένα και μόνος του έτσι καταδικάζεται στα λιοντάρια.
Έτσι συμπεριφέρονται οι "μεγάλοι" της πόλης απέναντί μου και έτσι θα μου συμπεριφερθούν και όταν θα κατέβω μαζί σας στον αγώνα μας. Και ίσως τα σκάγια να πάρουν και σας. Αυτό θα σημαίνει αυτόματα πως είσαστε και σεις ποιητές, και τιμή θα πρέπει να θεωρήσετε την τέτοια συμπεριφορά τους. Μάλιστα θα είναι ένα κριτήριο για την αξία σας το μέγεθος και το είδος της τέτοιας μωρής συμπεριφοράς τους και απέναντί σας.
Και οι πιο "έξυπνοι" από δαύτους θα χρησιμοποιήσουν πονηρία για να μας διαλύσουν την παρέα.
Αγαπητοί νέοι φίλοι της ποίησης αγαπημένα χτεσινά, σημερινά, παντοτινά μου αδέρφια, οι παπαντρέηδες, οι καραμανλήδες, οι ρέπηδες, οι τατούληδες, οι "πνευματικοί" άνθρωποι, οι δημοσιογράφοι, μαζί και όλοι οι λακέδες και οι κουβαλητές τους-όλοι αυτοί οι ρουφηχτές του αίματος και οι εκμεταλλευτές της ανθρωπιάς μας είναι δημιούργημα δικό μας.
Όλοι αυτοί αδέρφια μου είναι ο κακός στίχος ενός από τα πολυάριθμα ποιήματά μας. Και είμαστε εμείς που τους επιτρέπουμε να υπάρχουν. Μια γομολάστιχα, ένας καλλίτερος στίχος, και όλοι τους θ' αφανιστούν όπως ξεφυτρώσανε. Ελάτε να γράψουμε τα ποιήματά μας.
Ελάτε να γίνουμε άξιοι να γράψουμε το στίχο που θα σβήσει σαν ένα κακό όνειρο τους φριχτούς μας βασανιστές.
Ας μην προχωρήσω όμως σε μιαν. αναλυτικότερη
έκθεση του θέματος αυτού, έγινε νομίζω κατανοητό
στις γενικότητές του.
Και ποια είναι η θέση της ποίησης απέναντι σ’ αυτούς
τους ανθρώπους;
Με μια λέξη λοιπόν είναι η αγνόησή τους από αυτήν.
Για την ποίηση όλοι αυτοί, με πρώτους και
καλλίτερους τους πολιτικούς -τους όποιους
πολιτικούς όποιων πορατάξεων- είναι ανύπαρκτοι.
Δεν μπορεί να συνυπάρξει η ποίηση μαζί τους.
Η ποίηση πετάει σε ύψη που αυτοί όχι να καταλάβουν
δεν μπορούν, αλλά ούτε να φανταστούν.

Ο δρόμος της ποίησης δεν συναντιέται με τον δικό
τους.
Αν κάποτε  βρεθούν μπροστά της, η μόνη σχέση που θα
έχει η ποίηση μαζί τους θα είναι να τους πολεμήσει με
όλες της τις δυνάμεις πριν προχωρήσει το ίδιο
αμόλυντη και ακέρια προς τα υψηλά της πεπρωμένα.
Και ποτέ δεν θα ζητήσουμε τίποτα από αυτούς. Αν μόνοι τους θελήσουν να μας δώσουν κάτι, θα το δεχτούμε μόνο αν σιγουρευτούμε ότι αυτοί δε θα θέλουν όποιου είδους ανταλλάγματα, και θα το χρησιμοποιήσουμε αφού πρώτα το καθαρίσουμε από όποιαν βρωμιά κουβαλάει και το ταφιάσουμε στα δικά μας μέτρα.
Και δε θα τους ζητήσουμε τίποτα όχι επειδή τάχα ό,τι έχουν δεν το δικαιούμαστε, αλλά επειδή αυτοί δε θα μας δώσουν τίποτα και αν ακόμη τους ζητούσαμε. Και μεις δεν πρόκειται να κάνουμε πόλεμο διεκδίκησης όσων μας ανήκουν και αυτοί σφετερίστηκαν. Άλλου είδους είναι ο δικός μας αγώνας.
Είπα πολλά για το θέμα της πολιτικής και των παρακλαδιών της, επειδή το θέμα είναι λεπτό και θέλω να είμαι ξεκάθαρος πάνω σ' αυτό με σας.
Μόνοι μας θα φορέσουμε-τα δικά μας ρούχα της δουλειάς, μόνοι μας θα πάρουμε τα φτιαγμένα από εμάς σάρωθρα και θα σαρώσουμε ό,τι σάπιο και βρώμικο μέσα στην πόλη.
Μόνοι μας θα τραβήξουμε τον δρόμο της ποίησης, που σημαίνει το δρόμο του πνεύματος, του οράματος, του ονείρου, του ιδεώδους, του εξωκοσμικού, του άϋλου, της μόνης υπάρχουσας αλήθειας.
Ο ποιητής ξέρει μόνο το δρόμο της ποίησης, όπως μόνο το δρόμο προς τη θάλασσα ξέρουν τα μόλις εκκολαφθέντα χελωνάκια και μόνο το δρόμο της αποδημίας ξέρουν τα αποδημητικά πουλιά κατά την περίοδο της αποδημίας τους.
Ο ποιητής δε ζητάει τίποτα και από κανέναν. Είναι αυτάρκης, αυτόφωτος, αυτοδύναμος.

Δεν έχει ανάγκη ούτε την αναγνώριση της κοινωνίας ή του περίγυρού του γενικότερα-δεν θέλει νο είναι
εισπράκτορας επιδοκιμασιών από τους αγροίκους της
εποχής του.
Δημιουργεί για τον εαυτό του-γράψει επειδή η ύπαρξή του εξωτερικεύεται με τη χειρονομία της γραφής και μόνο μ' αυτήν.
Ποιεί τόσο φυσικά όπως το δέντρο ξεχειλίζει φρούτα.
Γράφει όπως ο πιστός λέει την προσευχή του.
Ο ποιητής είναι διαμορφωμένος μέσα στην ποίηση. Και η ίδια η ποίηση έχει διαμορφώσει μέσα του το πεπρωμένο του και τον έχει γυμνώσει απόλυτα από ο,τιδήποτε ένα πεπρωμένο θα μπορούσε να του αφαιρέσει.
Ο ποιητής δεν είναι κοινός άνθρωπος. Και ούτε θα ήθελε να είναι. Όχι από περιφρόνηση για τους άλλους, μα γιατί πρωταρχικά έχει να κάνει με τον εαυτό του κι έτσι οι υπόλοιποι άνθρωποι και οι συμπεριφορές τους ούτε τον βοηθάνε ούτε τον ενοχλούν.
Ακόμα για τον ποιητή τα εξωτερικά πράγματα σαν τέτοια δε σημαίνουν τίποτα, να γιατί κανείς δεν μπορεί να τον καταλάβει.
Κάθε τι εξαρτιέται από την ερμηνεία που αυτός δίνει, όταν συμπαρίσταται ο μυστικός του φίλος-η ελευθερία του.
Και στην ποίηση όλοι είναι ίσοι-η άνοδος στο πρώτο σκαλί-αυτό είναι αρκετό για να μας δίνει αυτή την ισότητα. Αυτό το σκαλί χωράει όλους τους ποιητές. Αν κανείς από μας ανέβει και στα πιο πόνω σκαλιά, τόσο το καλύτερο και για μας και γι αυτόν. Τι ευτυχέστερο να ξεπηδήσει από την παρέα μας ένα ποιητικό μέγεθος, ένα μεγάλο ποιητικό ταλέντο!
Αλλά για τώρα εμείς πλαταίνουμε αυτό το πρώτο σκαλί και δεχόμαστε πάνω του και τους ποιητές, και όλους όσους αγαπούνε την ποίηση. Και έτσι μικροί που θα είμαστε, πολλά μπορούμε νο χαρίσουμε στην Τρίπολη-την πόλη που μας ανάστησε.

Νέοι και νέες της Τρίπολης
Ο τόπος όπου γεννήθηκε ο Καρυωτάκης, ο αέρας που πρώτα ανάπνευσε, η πόλη που πρώτη άκουσε τις πρώτες του λέξεις, προπομπούς των άλλων του λέξεων, εκείνων που συγκροτούν την αθάνατη ποίησή του, όλα αυτά δικαιούνται αλλά και απαιτούν από μας, εκείνο που δεν μπορούν να τους δώσουν οι δίποδες, κρεάτινες, χρηματοσυλλεκτικές μηχανές της πόλης αυτής.
Νέοι και νέες της Τρίπολης
αρχίστε τη δική σας-τη δική μας-πολιτιστική επανάσταση.
Κάντε την Τρίπολη από αποικία σκότους, μητρόπολη
φωτός.
Γίνονται κάθε τόσο "πολιτιστικές" εκδηλώσεις.
Έστω και σ' αυτές πότε πήγατε;
Πήγα εγώ και δεν είδα εκεί κανέναν φοιτητή, εργάτη, στρατίώτη, μαθητή, κανένα νέο με ένα λόγο.
Και καλά κάνετε και δεν παρευρισκόσαστε σε τέτοιες
φιέστες-τι να τις κάνετε;
Ελάτε να φτιάξουμε μαζί εκδηλώσεις από τους νέους
για τους νέους.
Ελάτε να φτιάξουμε μαζι εκδηλώσεις από το λαό για
το λαό.
Δώστε ζωή στην πνευματικά και πολιτιστικά ψόφια
Τρίπολη.
Και ας είναι επιδίωξή μας η δημιουργία ενός ποιητικού πυρήνα, που θα μαζεύει γύρω του και θα ενσωματώνει όλο και περισσότερους νέους και νέες, ώστε να εκπληρώσει αυτός κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο το σκοπό του.
Προς την κατεύθυνση αυτήν ενεργώντας και
φροντίζοντας:
α.       Ζητώ από όλους εσάς, είτε γράφετε ήδη
ποίηση, είτε έχετε ποιητικές ανησυχίες που ακόμα δεν
βρήκαν την έκφρασή τους, ή απλά σας ενδιαφέρει να
βάλετε στη ζωή σας κάτι υψηλό ,ή μόνο είσαστε απλά περίεργοι να μάθετε τι είναι αυτή η ποίηση, να έρθετε σε επαφή μαζί μου για νο δούμε τι μπορούμε να φκιάσουμε όλοι μαζί.
β.       θα προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε μια δική
μας ραδιοφωνική εκπομπή.
γ.       Τα ποιήματα όσων από μας γράφουν, θα τα
παρουσιάζουμε σε μιαν εφημεριδούλα (εβδομαδιαία ή
δεκαπενθήμερη, ανάλογα με την ποσότητα της ύλης
που θα υπάρχει), που θα εκδίδουμε με έξοδα δικά μου
και θα μοιράζουμε δωρεάν όπου εμείς θα
αποφασίσουμε (αυτό είναι σίγουρο ότι θα γίνει γιατί
είναι κάτι που περνάει από το δικό μας χέρι).
δ.       Θα αναζητήσουμε χώρο όπου θα συγκεντρωνόμαστε στις μέρες που δεν θα μας επιτρέπει ο καιρός την στο ύπαιθρο δράση μας.(ένα καφενείο, ένα νοικιασμένο για την περίσταση χώρο), και εκεί, από ένα ελεύθερο βήμα, θα ακούμε και θα διαβάζουμε ποιήματα και θα ανταλλάσσουμε απόψεις πάνω στην ποίηση και στο πνευματικό μέλλον της , όσο αυτό εξαρτάται από την δική μας ποιητική δράση.
ε.       Για το καλοκαίρι προσβλέπω στη δημιουργία
ενός υπαίθριου "εργαστηριού ποίησης" όπου θα
πραγματοποιούνται δημόσιες συγκεντρώσεις μας, που
θα είναι και πιo αποτελεσματικές όσον αφορά στη
διάδοση της ιδέας μας και στην πρόσκτηση νέων
πιστών. Έξω, στον δρόμο, μπροστά σε όλους τους περαστικούς ή τους περίεργους.
στ.       Η συνεργασία με άλλες παρόμοιες κινήσεις της
πόλης θα γίνει αν κρίνουμε ότι συμφέρει το σκοπό
μας.
ζ.       Ό, τι άλλο μέτρο σκεφτεί κάποιο μέλος της
παρέας πως θα πρέπει να λάβουμε για να επιτύχουμε
το στόχο μας, εννοείται πως θα το πάρουμε αμέσως.
Φίλοι με τους οποίους συζητώ μου λένε πως οι νέοι σήμερα δεν ενδιαφέρονται για την ποίηση και πολύ περισσότερο δεν γράφουν ποίηση. Οι αγαπημένοι μου αυτοί φίλοι κάνουν λάθος εδώ-η ποίηση δε θα λείψει ποτέ από το πρόσωπο της γης όσο υπάρχουν άνθρωποι γιατί είναι στοιχείο της ψυχής όλων των ανθρώπων, μόνο που σε μερικούς δεν βρίσκει ευκαιρία να εκδηλωθεί. Στους περισσότερους όμως, είτε επειδή έχουν το ταλέντο της ποίησης το οποίο φανερώνεται στη ζωή τους χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, είτε επειδή προσπαθούν να δώσουν διέξοδο σε συναισθήματα που τους βαραίνουν, είτε επειδή θέλουν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σε αυτό που λέγετοι ποίηση, ή τέλος από περιέργεια, όλοι αυτοί γράφουν ή διαβάζουν ποιήματα.
Και αυτό συμβαίνει κυρίως στη νεανική ηλικία, τη δική σας.
Γιατί αυτή η τάση σας για γράψιμο να μην αξιοποιηθεί για το καλό και το δικό σας και της Τρίπολης;
Κοιτάξτε γύρω-από την Τρίπολη δε λείπει περισσότερο τίποτε άλλο παρά ένα λεπτό άρωμα.
Δώστε τής το.
Δώστε της τα νεανικά ποιητικά σας σκιρτήματα, που
είναι πολυτιμότερα γι αυτήν από τις βαθυστόχαστες
ποιητικές μεταρσιώσεις όποιων και όσων άλλων, μεγάλων ποιητών.
Ζωογονείστε την Τρίπολη.
Δημιουργείστε τις προϋποθέσεις για μια καλλιέργεια
της ποίησης στην Τρίπολη, που θα γίνει η αρχή για
μιαν άνθιση και άλλων υγιών πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Συμμετάσχετε και σεις στο πιο ευγενικό πανηγύρι, που
ενώνει τους ανθρώπους κάθε φυλής και κάθε
χρώματος όλης της γης-το πανηγύρι της ποίησης.
Απολαύστε τις απεριόριστες χαρές που η ποίηση δίνει
στους οπαδούς της και περισσότερο ακόμα στους
θεράποντές της.
Και δεν ψάχνω να βρω ποιητές φτασμένους ούτε ταλέντα περίφημα-άλλωστε κι εγώ δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Παιδιά ψάχνω να βρω. Παιδιά που με τη νεανική ορμή τους θα υπηρετήσουν τον σκοπό μας. Και σκοπός μας είναι γα ακουστεί μέσα στην πόλη μας, την Τρίπολη, και μιαν άλλη φωνή εκτός από τις καθημερινές και συνηθισμένες-η φωνή της ποίησης, που θα μπει μέσα στη ζωή της, όχι για να καταργήσει ή για να επισκιάσει τις άλλες της δημιουργικές φωνές, αλλά για να δώσει σε όλες αυτές μιαν ανθρωπινότερη όψη, ένα άρωμα ευαισθησίας και λεπτότητας, μια γεύση του υψηλού. Και μόνο που θα υπάρχει μια τέτοια κίνηση στην πόλη, και μόνο που θα κυκλοφορεί ανάμεσά της το όνομα ποίηση, και μόνο που μερικοί που δεν ξέρουν, θα μάθουν πως υπάρχει και κάτι άλλο εκτός από τη σκληρή και απαραίτητη και άγια καθημερινή ρουτίνα και δουλειά, και μόνο αυτό φτάνει.
Και μόνο που θα έρχεται σε επαφή ο λαός της πόλης
μας με ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την ποίηση
αυτό θα κάνει μια μεγάλη διαφορά.
Έγραψα "λαός" και σκέφτομαι πόσο η λέξη αυτή έχει
πάψει να ακούγεται πια από πολιτικούς, μέσα μαζικής
ενημέρωσης, εφημερίδες. "Λαός'! Επικίνδυνη λέξη για τους άρπαγες. Γι αυτούς ο λαός είναι τώρα "το κοινό", "οι τηλεθεατές μας", "ο κόσμος", "ο κοινός άνθρωπος", "ο απλός πολίτης", και ακόμα ακόμα «ο κοσμάκης»…
Εμείς όμως θα δουλέψουμε με το λαό της Τρίπολης, και αυτόν θα έχουμε στο νου μας όταν γράφουμε.
Και θα αρχίσουμε από κάτω πηγαίνοντας προς τα
πάνω. Τα σπίτια και όλα τα χτίσματα έτσι δεν χτίζονται πάνω στη γη;
Πώς θα αρχίζαμε από πάνω αρχίζοντας-θα πει με τη
βοήθεια των μεγάλων, που με τη σειρά του σημαίνει
μακριά από τη βάση, τους ανθρώπους, το λαό;
Από το λαό θα αρχίσει η επανάστασή μας.
Και θα ανέβει ως όπου μπορεί-οι απάνω τότε ή θα
αναγκαστούν να μας ακολουθήσουν ή με το πρώτο
φύσημα θα σωριαστούν.
Αλλά ακόμα και τούτο φίλοι μου δεν πρέπει να ξεχνάμε δύο πράγματα.
Τo πρώτο είναι πως από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα η Αρκαδία ταυτίζεται με τον επίγειο παράδεισο, όπου κάθε ομορφιά θάλλει, κάθε πόθος εκπληρώνεται και ο έρωτας εδώ έχει το βασίλειό του. Την γεμάτη ποίηση θεώρηση αυτήν της Αρκαδίας, που έχει εμπνεύσει μεγάλους παλιούς και σύγχρονους ποιητές και ζωγράφους, εμείς, οι σημερινοί κάτοικοι της πόλης, της πόλης που είναι η καρδιά και τα πλεμόνια του παράδεισου αυτού, της Αρκαδίας, θα την παραπετάξουμε; θα την αγνοήσουμε; θα την εγκαταλείψουμε; Έχουμε και τηρούμε επετείους και επετείους γεγονότων που δόξασαν αυτό τον τόπο-και θα παραπετάξουμε τη διαρκή δόξα και τιμή και προσόν και μεγαλείο τού να είναι αυτός ο τόπος η αιώνια χαρά του ανθρώπου, ο μόνος υπάρχων παράδεισος πάνω στη γη; Θα τη χαρίσουμε αυτή τη δόξα και την τιμή με τη στάση μας σε έναν άλλο τόπο, που εκμεταλλευόμενος την αδράνειά μας θα καρπωθεί δόξα που δεν του ταιριάζει;
Στη σημερινή εποχή ο κόσμος έχει βουτηχτεί μέσα
στο σίδερο, στο μπετόν, στην τρεχάλα, στο άγχος, στη
ρουτίνα, στην αλλοτρίωση. Στη σημερινή εποχή ο
άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος αλλά ρομπότ.
Όμως ο σημερινός ακριβώς αυτός άνθρωπος είναι εκείνος που αναζητάει μια διέξοδο από την άχαρη αυτή ζωή.
Και εμείς έχουμε τον παράδεισο στα χέρια μας και τον αφήνουμε ανεκμετάλλευτον;
Πόσα υλικά αλλά και πνευματικά οφέλη θα είχε η
Αρκαδία, αν όσοι έρθουν για τους ολυμπιακούς αγώνες
στην Ελλάδα ήξεραν πως δίπλα είναι η Αρκαδία και
την επισκέπτονταν..,
Μήπως δεν είναι ακόμα αργά; To θέτουμε απόψιν
στους αρμόδιους.
Αλλά εμείς δε θα κάνουμε τουριστικές επιχειρήσεις. Αν μνημόνευσα και αυτή την πλευρά της Αρκαδίας το 'κανα για να έχετε έναν ακόμα λόγο να είσαστε περήφανοι γι αυτήν.
Εμείς θα υπηρετήσουμε την Ιδέα Αρκαδία-τις άδολες και άϋλες και μυστικές πλευρές του παραδείσου αυτού, με άλλα λόγια τις ποιητικές της ρίζες και τις αεί υπάρχουσες λογοτεχνικές καταβολές της. Ας κάνουν ό,τι τους φωτίσει ο θεός οι πολιτικοί για το θέμα που ανάφερα πιο πάνω. Εμείς με την ποιητική παρέα που θα φτιάξουμε θα υπηρετήσουμε την Αρκαδία της Ποίησης, την Αρκαδία της Ψυχής,  την Αρκαδία του Λόγου, την Αρκαδία του Αιώνιου, Παντοδύναμου και Αρκαδογεννημένου Έρωτα, την Αρκαδία της Πνευματικής Ανάτασης, την Αρκαδία της Ανθρώπινης Πλευράς του Ανθρώπου-την Αρκαδία όπως πρέπει να είναι για να λογίζεται αντάξια της ιστορίας της πατρίδα.
Τo δεύτερο μεγάλο γεγονός, που κιόλας ανάφερο πιο πάνω και που έχει σφραγίσει ανεξίτηλα την Αρκαδία, είναι η γέννηση σ' αυτήν του μεγάλου Καρυωτάκη.
Είναι μια σύμπτωση που ο παραδείσια ωραίος ποιητής είδε το φως της ζωής μέσα στον ξεχασμένον οπό μας, που μέσο του σήμερα ζούμε, παράδεισο; Νομίζω όχι. Είναι σύμπτωση που όλη η ανυπέρβλητη ποίησή του θρηνεί την απώλεια αυτού ακριβώς του παράδεισου που τόσο του έλειψε όσο ζούσε; Είναι σύμπτωση που η κραυγή των στίχων του είναι κραυγή καλέσματος του Έρωτα που ποτέ δε βρήκε; Μα είτε είναι σύμπτωση είτε όχι, δεν θα πάψει να βαραίνει απάνω μας το καθήκον να τιμούμε τη μνήμη του ΄Μεγάλου αυτού τέκνου της Αρκαδίας, όχι περισσότερο από όσο τιμούμε τα άλλα εξίσου σε άλλους τομείς Μεγάλα τέκνα της, αλλά, στην περίπτωση του Καρυωτάκη, διαφορετικότερα.
Mια ελάχιστη προσφορά στα δυο αυτά μεγαλα δώρα με τα οποία η ζωή, η φύση, ο θεός, προίκισε την Αρκαδία, θα είναι η ποιητική μας παρέα. Ελάχιστη προσφορά, που όμως στην ουσία θα είναι μέγιστη μιας και τίποτε άλλο παρόμοιο δεν υπάρχει στην πόλη.
Αρκαδία χωρίς ποίηση είναι γη χωρίς λουλούδια και γάμος χωρίς χαρά.
Νέοι και νέες της Τρίπολης, δώστε νόημα στη ζωή της
Αρκαδίας αφιερώνοντας σ' αυτήν λίγη από την ευαισθησία και τη ζωντάνια σας.
Φτιάξτε μια παρέα ποιητική.
Και ας μη χάνουμε χρόνο, αρκετά κιόλας έχουμε αργήσει.
Aν σας έπεισα ότι χρειαζόμαστε και μεις και η Τρίπολη κάτι νέο, και αν οι "όροι" που έθεσα σας βρίσκουνε σύμφωνους, ελάτε κοντά μου.
Και μήπως και οι γονείς σας ή άλλοι δικοί σας άνθρωποι θα ήθελαν να μοιραστούν αυτή την απόφαση σας; Μακάρι, ευχαρίστηση διπλή θα είναι αυτή για την παρέα μας. Οι μεγαλύτεροι θα φέρουν μαζί τους μια πείρα και
μιαν ώριμη δύναμη που μαζί με τη δύναμη και την
ορμή των δικών σας νιάτων θα φτιάξει ένα ιδεώδες
μίγμα.
Απευθύνεται το γραφτό ετούτο στα νιάτα, θα μου πείτε, πώς τώρα λες ότι καλόδεχτοι είναι και οι μεγάλοι; Μα δε θέλει ρώτημα. Και εγώ νέος είμαι;
Στην ποίηση φίλοι, δεν μετράει η ηλικία του σώματος αλλά η ηλικία της ψυχής. Καλή και χρυσή και απαραίτητη η παρουσία των νιάτων, και για σας όλα γίνονται γιατί εσείς είσαστε η Τρίπολη. Όμως αν έβρισκα μέσα στην άγια ετούτη πόλη έναν μόνον ακόμα μεγάλον σε ηλικία άνθρωπο με το ίδιο πάθος και την ίδια λατρεία για την ποίηση όπως τα δικά μου, τότε πιστέψτε με, θα πετούσα όχι με δύο, αλλά με τέσσερα φτερά.
Σας περιμένω φίλοι μου για να χτίσουμε την παρέα
μας.
Μια παρέα που ας την ονομάσουμε "Ποιητική Παρέα Νέων Τρίπολης".
Εύχομαι το κάλεσμά μου να έβρει αυτιά που ακούνε. Γεια σας φιλοι.
Γιώργης Χολιαστός (διεύθυνση, τηλέφωνο)


 ΜΙΚΡΗ ΩΔΗ ΣΤΟ  ΜΟΥΣΜΟΥΛΟ

Σύκα στο περιβόλι  και δαμάσκηνα
ρόδια και δίφορα λεμόνια
σταφύλια... αχλάδια ζουμερά...
φράουλες...

Μόνο τα ευαίσθητα
χνουδάτα
κλαδωτά
εύθραυστα μούσμουλα
λείπουν.

Πρώτα μας ήρθαν.

Κροτάλισαν ευγενικά πάνω στο δέντρο τους,
εψάλαν τις γλυκές τους μελωδίες,
κουβάλησαν
στο φως και στη διαφάνεια τους το καλοκαίρι,
φραγμό στην ίδια την επιβουλή τους
εβάλανε διαφράγματα ωχρά
τοποθετώντας τα με τακτ
τριγύρω στον καρπό,
κι αφού μας επλημμύρισαν ανταύγειες
και μνήμες οσμηρές
κι επαναλήψεις
και συνέχειες,
επαραχώρησαν τη θέση τους
σε όλα τ’ άλλα.

Ω!  Μούσμουλο συμπυκνωμένο
και ανέκφραστα θολό!
Ω!  Μούσμουλο αβρό και στοργικό!
Ω!  Πρωτοβρόχι στης ζωής την ξέρα!
Ω!  Υπομονή στην άκρη της βροχής!
Ω!  Αδιάσπαστε, πικρέ,
κολλώδη ήλιε της πρώτης καλημέρας!

Στο περιβόλι σύκα... φράουλες...
μα με το μύρο σου ολα ανθούν
και με τη θύμησή σου όλα
δένουν και καρπίζουν.

 ΜΑΣΣΑ

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το άνθος κόπηκε.
Η πηγή στέρεψε.
Το πουλί δίπλωσε τα φτερά.
Το τραγούδι σταμάτησε.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το μαχαίρι άστραψε στον αέρα.
Το μαχαίρι χτύπησε στην καρδιά.
Το μαχαίρι δίπλα της πεσμένο.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Η Μάσσα επρόδωσε
η Μάσσα επλήρωσε.

Η Μάσσα κείται δίκαια στο ψυχρό χώμα.

 Ο  ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ  ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ

Χοπ!  Χοπ!  Χοπ!

Πηδήξτε και σεις τρεις φορές:
ανάταση πρόταση έκταση κάτω
επάνω και κάτω, δεξά αριστερά.

Χοπ!  Χοπ!  Χοπ!  

Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε σώμα ωραίο κι ευθύ
να φτιάξωμε σώμα γερό
ας τρέξωμε όλοι
ας φτιάξωμε όλοι ένα σώμα γερό.

Χοπ! Χοπ!  Χοπ!

Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε ακμαίο ένα σώμα
να φτιάξωμε σώμα ευθύ
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ωραίο
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
ας τρέξωμε όλοι
ανάταση πρόταση έκταση κάτω και κάτω και κάτω
ας δώσωμε όλοι
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
Χοπ!..Χοπ!..Χοπ!..

 ΞΕΧΕΙΛΟ

Η Ρόδος είναι όμορφο νησί.
Εκεί η Ελένη
από την Πολυξώ κρεμάστηκε.

Το κεφάλι της γερμένο σε ντροπή ερωτογεννήτρα.
Ο αέρας να της σηκώνει το φουστάνι
δείχνοντας για τελευταία φορά
το δοχείο ξέχειλο της ηδονής.  

Τα χείλια της, και κλειστά "έλα" να λένε.
Τα στήθη της κήποι απριλιάτικοι
με μέσα τους κορίτσια
την ώρα του πρώτου ερωτικού τους ρίγους.
    
Ο θάνατος
πριν την ειδή της άμορφη κάνει
χαίρεται μαζί της  
ό,τι ζωντανοί μόνο μέχρι τώρα μπορούσαν.

Και το δέντρο που κρεμασμένη την κρατεί
από αθώρητες πληγές χυμούς ξεχύνει γαλακτώδεις.

Και νεκρή
όμορφη ήταν το παλιοθήλυκο.

 ΤΟ  ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ

Το ψηλό το παραθύρι
η καλή μου το ’χει γείρει.
Δεν ανοίγει να τη δω
και σα ρόδο αργομαδώ.

Όλη νύχτα θα κρατήσει
το μαρτύριο που ’χει αρχίσει
σαν εικόνα μαγική
να ’ν’ αυτή κρυμμένη εκεί.

Να ’χα ένα αεροπλάνο
για ν’ ανέβω εκεί πάνω
και να κάνω γης μαδιάμ
το κονάκι της μαντάμ.

Παραθύρι να μη μείνει
και να μην μπορεί πια εκείνη
απ’ τα τζάμια τα θολά
μετ’ εμένα να γελά.

 ΧΡΟΝΙΑ  ΣΤΗΝ  ΠΛΑΤΗ  ΣΟΥ

Χρόνια στην πλάτη σου με κουβαλάς
και, γη μου, αγόγγυστα με σεργιανίζεις.
για με θερμίδες εσύ χαλάς
και τ’ οξυγόνο σου χαλαλίζεις.

Μα η ώρα έφτασε τώρα κι εγώ
αυτά που  μου ’δωσες να στα ξοφλήσω
κι άκοπα  όσα τώρα τρυγώ
η ώρα ήρθε να πάρεις πίσω.
Όπου και να ’ναι απαρατώ
και σεργιανίσματα και οξυγόνο,.
κι εγώ στην πλάτη θα σε κρατώ.
Και ανταλλάγματα δεν θ’ αξιώνω.

 ΝΥΧΙ ΔΡΑΚΟΥ

"Νύχι δράκου-πόδι χήνας και κροκόδειλου χολή
λιόντα χήτη-νυχτερίδας μαυροφτέρι και καρδιά
και καρποί από κυπαρίσσια και απήγανου κλαδιά
ολ’ αυτά μαζί βρασμένα νύχτα μαύρη και θολή
κι έλα-έλα πεθαμένε τ’ ειν’ ο θάνατος να πεις.
Μας λιανίζει η απορία και μας λιώνει η πεθυμιά
να γνωρίζουν δεν μπορούνε τα φθαρτά μας τα κορμιά.
Έλα πνέμα-έλα πνέμα τ’ είν’ ο θάνατος να πεις".

"Μη την πλήρη μου ηρεμία με τα μάγια σου χαλάς.
Όση γνώρα κι όση γνώση της ζωής έχετ’ εσείς
και του θάνατου ίδια γνώση κι ίδια γνώρα έχουμ’ εμείς:
η ζωή για σας σκοτάδι-νύχτα ο θάνατος για μας".

 Η  ΓΡΑΦΗ

Θα γράψω απόψε μια γραφή
μαύρη στο μαύρο μέσα
απ’ την καρδιά μου ν’ αρχινά
να μπαίνει στη δική σου

να γράφει του έρωτα γραφτά
και της αγάπης λόγια
γραφτά και λόγια να χτυπούν
θανατερά φτεράκια

να θανατώνουν τις καρδιές
όπου  ήθελ’ ακουμπήσουν
και τη δική της την καρδιά
να διπλοθανατώσουν

κι απέ ταφόπετρα βαριά
επάνω της θα βάλω
μη σηκωθεί κι όπως πριχού
με κοροϊδεύει μάτα.

 ΕΝΑ  ΚΡΥΦΟ

Οι φλέβες στα πόδια του ξαδέρφου μου του φεγγαριού
το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του
η επιείκεια στη ματιά του-
όλα γνώριμα.

Ο έρωτας της πέτρας και του ρυακιού
το διαρκές αγκάλιασμά τους
η αιώνια, ακατάλυτη ψυχή του ήλιου μες στο έλατο-
όλα οικεία.

Όμως
ας είμαι μια υγρή παραφυάδα της νύχτας μόνο. Ας είμαι
ο ήχος του ραβδιού που μες στα χέρια μου κρατώ ανεβαίνοντας
καθώς αυτό χτυπάει σε κάθε βήμα μου στις πέτρες. Ας είμαι
το στραφτάλισμα των φύλλων μες στα δέντρα,  
καθώς οδεύω πρέπει,
να σταθώ στη βρύση,
να γευτώ λίγο νερό,
να δώσω μια με το ραβδί μου σε κείνο τ’ αγριόχορτο,
κι αφού απ’ του πεύκου τον κορμό κόψω παχιά μια φλούδα
κι ενώ θα τη σκαλίζω
πρέπει
να πω μέσα στ’ αυτί της ερημιάς τα λόγια που οφείλω-
τα λόγια που θα έλεγα αν είχα
ένα κρυφό... ένα όμορφο...
κάτι για να μ’ ακούσει.

 ΦΤΗΝΕΣ

Ο δρόμος του ’στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.

Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της.

Με πλοκάμια κολλώδη
μνήμες τον έσφιγγαν φτηνές.

 ΠΑΝΤΑ

Πάντα έρχεται ο θάνατος
κι αφού κανείς αθάνατος
όλοι την πίκρα πίνουν.

Γυρνά του Χρόνου ο τροχός
κι ή πλούσιος είναι ή φτωχός
όλοι μια μέρα αφήνουν

την τελευταία τους πνοή.
Μια δροσερή αναπνοή
σκορπούσαν κι ένα μύρο.

Τώρα κλειστά τα στόματα
και τυμπανιαία πτώματα
βρωμιές σκορπούνε γύρω.

 Η  ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΣ

Όπως ταξιδεύει ο ίσκιος των πραγμάτων
και όπως αλλάζουν χέρια τα τραπουλόχαρτα
έτσι κι αυτή κυκλικά
από την ευαισθησία της φεύγει.

Αιδώ και ταπεινοφροσύνη αποχωρίζεται
την προσποίηση απωθεί
και σαν από ευρύχωρον ηθμό περνούν έξω της
όλες οι δυνατότητες των λεπτών διακρίσεων.

Η αντίστασή της στην κατάκρισι μεγαλώνει
και μικραίνει στην πρόκληση των εδεσμάτων.

Έτσι η παχύσαρκος
η γεμάτη στα μάτια όλων
άδεια τω όντι μένει από κάθε τι
εκτός από την σιγουριά
(που κάτω από τα ρούχα της ασφυκτιά
μονήρης και συρρικνωμένη και παρηγορήτρα)
πως όλα τα διωγμένα θα την πλημμυρίσουν πάλι
όταν κάποτε…
στο μέλλον…
όποτε θελήσει,
αδυνατίσει.

 ΠΟΣΟ..

Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι μου φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει…
Πόσο, χαρά, δε σ’ έχω βρει…

Σα στην ομπρέλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι από με περνούσε πλάϊ
και κάθε μου έφευγε εποχή.

Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά,
πικρό για μένα καταπότι.
Και τώρα και τα γερατειά.

Χαμένα όλα. Και χαμένος
μέσα σ’ αυτά πρώτος εγώ,
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος να ζω.

Χωρίς ν’ ανάψει έχει σβήσει
της ύπαρξής μου το κερί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει…
Πόσο, χαρά δε σ’ έχω βρει…

 ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ’ΧΩ

Τα όνειρα που ’χω στη ζωή καμωμένα
περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα.
Και κλαιν τα ματάκια τους. Και θλίβει η μορφή τους.
Και πέφτουν ρικνοί-μαραμένοι οι ανθοί τους.

"Γιατί", με ρωτάνε, "γιατί να μας πλάσεις;
Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης.
Αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε
κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;"

Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω
με όση μ’ απόμεινε θέρμη τα σκέπω
και δίχως μιλιά... τι να πω... τι να πούμε...
μαζί περπατάμε... μαζί προχωρούμε...

 ΧΑΜΕΝΟ

Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.

Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος.
Καλλίτερα πως πάντα μόνος ήσουν και δεν το ’ξερες.

Και πίσω από την αίσθηση αυτήν ακολουθούσε
η οριστική γνώση της πληρότητας
και της ανυπαρξίας.

Κατάλαβα πια πως ό, τι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου
κι ό,τι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.

 
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΑ ΖΗΤΑ

Κάτω απ’ τον πάγκο ο μαραγκός τον βρώμιο και λερό,
σκεπάζοντάς τα και με μια βαριά καφέ κουρτίνα
κρύβει απ’ τα μάτια του κοινού τα πράγματα εκείνα
που είν’ εκεί από πολύν, αμέτρητο καιρό.

Κάτι εργαλεία παλαιά φθαρμένα απ’ τη δουλειά,
πλάνες, τροχούς, παλιόξυλα, πασέτα χαλασμένα,
δουλειές που δεν παράδωσε, ρούχα δουλειάς σκισμένα
και ένα πάντοτε σχεδόν κλουβί για τα πουλιά.

Κι αν κάποια μέρα του ’λεγαν πως φτάνει χαλασμός
και ότι πράγματα πολλά δεν γίνεται να σώσει,
πλέον ή βέβαιο είναι πως θα ’θελε να γλιτώσει
εκείνων των παράξενων πραγμάτων ο εσμός.

Ίσως γιατί έχει δεθεί η ζήση του μ’ αυτά.
Ίσως γιατί μπορεί μ’ αυτά να κρύβει κάποια γύμνια.
Ίσως γιατί ξέρει καλά πως σαν αυτά συντρίμμια
δικά του θα ’ναι πάντοτε-κανείς δεν τα ζητά.

 O ΠΥΡΓΟΣ
.
 Δεν ξέρω ποιο πλοίο εδώ μ’ έχει αφήσει
μα ξέρω καλά θα ’ρθει πάι μια μέρα
και κάποιος τον πύργο να δει θα ζητήσει
που θα ’πρεπε να ’χτιζα σε τούτη την ξέρα.

Γι αυτό μόλις πάτησα το πόδι μου απάνω
σε τούτο το ανάχωμα, με πάθος και ζήλο
τον πύργο μου άρχισα αμέσως να φτιάχνω
στοιβάζοντας σίδερο και πέτρα και ξύλο.

Μα κάθε που είχα σχεδόν τελειώσει
ενός μανιασμένου αέρα το πείσμα
φυσώντας με πάθος και δύναμη τόση
εγκρέμιζε πάντα τ’ ωραίο το κτίσμα.

Το ύψος θα είναι μικρό της ποινής μου;
Μεγάλο; Το χρέος μου θα εξοφλήσει;
Θα ειν’ αδυσώπητος κριτής ο κριτής μου;
Μετρούν τα συντρίμμια στην όποια του κρίση;

Μα ενώ ζοφερές κάνω τέτοιες προβλέψεις
για του δικαστή μου το αλύπητο μέτρο
φορές συλλογιέμαι-παιχνίδια της σκέψης...-
μη χτίστηκε ο πύργος μου κι εγώ δεν τον βλέπω;

 Ο ΓΑΜΟΣ

Παντρεύεται ο λόφος
και παίρνει την κυρα-Άνοιξη.
Οι μυγδαλιές κοιτάζουν
το θέαμα με κατάνυξη.

Μαργαριτούλες πλέκουν
στεφάνι νυφικό.
Των μερμηγκιών με χάρη
καλπάζει το ιππικό.

Κρατούν οι πεταλούδες
την άκρη του φορέματος.
Πλαντούν οι παπαρούνες
στο χρώμα του αίματος.

Κι ως φεύγει ο κυρ-Χειμώνας
γυρνά την κεφαλή
και στέλνει στο ζευγάρι
χαρούμενο φιλί.

 Η ΣΟΔΕΙΑ

"Τριάντα χρόνια με ιδρώ
 και μ’ αίμα την ποτίζω
 τριάντα χρόνια με τ’ αδρό
 χέρι μου την ορίζω.

 Για να την πάρεις θα διαβείς
 απ’ το νεκρό κορμί μου.`
 όλοι το ξέρουν:ειν’ η γης
 αυτή, μόνο δική μου."

"Έχω ατράνταχτα χαρτιά
 που όσα λες τα ρίχνουν
 και που ετούτη την οχτιά
 δική μου αποδείχνουν.

 Από γενιά σ’ άλλη γενιά
 ήρθε στην κατοχή μου.
 Το λέει ο νόμος καθαρά-
 ετούτη η γη ειν’ δική μου".

"Παράλογα μαλώνετε
 κι ανέλογα μιλάτε `
 ανάποδα σελλώνετε
 κι ενάντια καβαλάτε.

 Ω!  Σεις αράθυμα παιδιά!
 Ω!  Άγουροι καρποί μου!
 Ω!  Ξεχασιάρηδες!  Σοδειά
 κι οι δυο είστε δικοί μου".

 ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ

Μάθαμε πια να βλέπουμε
τα πλοία να σηκώνουν
τα δειλινά τις άγκυρες
και τα πανιά ν’ απλώνουν,

σ’ άλλες στεριές για να βρεθούν
σ’ άλλα να πάνε μέρη,
που ταξιδεύουμε νοερά
χειμώνα καλοκαίρι

μαζί τους. Κι όταν κάποτε
ακούμε στις ειδήσεις
πως κάποιο πλοίο χάθηκε
παύουν οι συζητήσεις,

σαν κάποιοι να μας έκοψαν
ξάφνου μια αγαπημένη
γέφυρα που μας ένωνε
μ’ όλη την οικουμένη.

 ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ

Μιαν άγνωστη περίμενα
και μ’ έπνιξε η χαρά μου
όταν την είδα να ’ρχεται
να στέκεται κοντά μου.

Μου μίλησε της μίλησα `
της πρότεινα να μείνει.
Δέχτηκε κι έτσι γνώρισα
την άγνωστη εκείνη.

Αλλά το βράδυ-συφορά-
την έδιωξα. Και φεύγει.
Δεν ήθελα την άγνωστη.
Το Άγνωστο με θέλγει.

 ΚΑΙ  ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα
δε βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τονε θάψει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.

Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί, στου δρόμου τη γωνιά
μες στο πηχτό σκοτάδι
γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.

Μόνο που σκέπτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να θάψει
όταν και μένανε θα βρουν
πεσμένον-ποιος θα κλάψει
το ξυλιασμένο μου κορμί…  
Δεν σκέφτομαι κανέναν.
Γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.

 ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ

Γεράσαμε.
Σαν σιδερένιες πόρτες που σκουριάσανε.

Κι ούτε προσέξαμε
πότε άρχισε το χρώμα να μας ντύνει το κεραμιδί,
κι ούτε θυμόμαστε
πότε ακούσαμε το πρώτο τρίξιμο,
ή τη μέρα που οι αρμοί μας
στη συνηθισμένη ώθηση δυστρόπησαν.

Όλα ήσυχα και σαν διακριτικά εγίναν.

Σκουριάσαμε.

Και το κλειδί κάθε πρωί
με πιότερη όλο δυσκολία μας ανοίγει.

 Ο ΜΟΝΟΣ

Όχι που πίστευε ότι το σύμπαν ήταν ακατοίκητο-
δεν είχε τέτοια ιδέα.

Όχι ότι δεν έβλεπε μεγάλους και παιδιά να χορεύουνε
με τις χρωματιστές τις φορεσιές και τα στολίδια τους
αρμονικά πιασμένοι χέρι χέρι.

Όμως ήξερε
πως όλοι εκείνοι με τα πόδια του χορεύουν.

Και όχι ότι δεν άκουγε τη μουσική ή τον ήχο
που τα ποτήρια ε\κάνανε τσουγκρίζοντας.
Μα όλα γίνονταν πολύ μακριά του και ο ήχος τους
ήταν μια ανάγκη για την ακοή
όπως για το μυαλό η σκέψη.

Αυτόν μια θάλασσα τον πήγαινε μες στα νερά της.
Και κείνο το ακρωτήρι πέρα κεί,
το τόσο μακρινό σαν φαντασία,
έτσι που κύρτωνε
με του αγκώνα του το δρέπανο έμοιαζε,
που μες στη σάρκινη φωλιά του έκλεινε
χορό και χορευτές  
ήλιους και σύμπαντα,
και που ήταν πάντα έτοιμο
με μια του κίνηση κυκλωτική
να τα θερίσει όλα.

 ΤΟΥΣ ΘΟΡΥΒΩΔΕΙΣ

Κι άλλη μια στάσις.
Πόσο τάχα θα κρατήσει;
Πόσο θα τριγυρίζω άσκοπα κι επώδυνα
σ’ ενός ανάμεσα σταθμού
που δεν είν’ ο προορισμός μου
τους θορυβώδεις μικροπωλητές;

Ως πότε μ’ άγνωστους ανθρώπους
άγνωστες κουβέντες θ’ ανταλλάσσω;
Πότε ο σταθμάρχης
θα πει απ’ το μεγάφωνο πως φεύγουμε
Πότε το τράνταγμα θα νιώσω
της εκκινήσεως;

 ΝΑ ΔΙΝΩ

Ξέρω οπωσδήποτε πως με γελάνε.
Ότι χολή αντίς νερό
θα μου προσφέρουν κι όξος
και θα πεθάνω αδόξως
δεμένος πάνω στο σταυρό
που πυρωμένοι κεραυνοί χτυπάνε.

Ξέρω οπωσδήποτε. Αλλά για μένα
αυτή ’ναι η μόνη εκλογή.
Όξος-χολή να δίνει
δεν ξέρω. Να τα πίνω
μόνο μπορώ σ’ αυτή τη γη
που όλα της μου είναι μακρινά και ξένα.

 

Ο ΜΟΝΟΣ

Όχι που πίστευε ότι το σύμπαν ήταν ακατοίκητο-
δεν είχε τέτοια ιδέα.

Όχι ότι δεν έβλεπε μεγάλους και παιδιά να χορεύουνε
με τις χρωματιστές τις φορεσιές και τα στολίδια τους
αρμονικά πιασμένοι χέρι χέρι.

Όμως ήξερε
πως όλοι εκείνοι με τα πόδια του χορεύουν.

Και όχι ότι δεν άκουγε τη μουσική ή τον ήχο
που τα ποτήρια ε\κάνανε τσουγκρίζοντας.
Μα όλα γίνονταν πολύ μακριά του και ο ήχος τους
ήταν μια ανάγκη για την ακοή
όπως για το μυαλό η σκέψη.

Αυτόν μια θάλασσα τον πήγαινε μες στα νερά της.
Και κείνο το ακρωτήρι πέρα κεί,
το τόσο μακρινό σαν φαντασία,
έτσι που κύρτωνε
με του αγκώνα του το δρέπανο έμοιαζε,
που μες στη σάρκινη φωλιά του έκλεινε
χορό και χορευτές 
ήλιους και σύμπαντα,
και που ήταν πάντα έτοιμο
με μια του κίνηση κυκλωτική
να τα θερίσει όλα.

 ΜΥΣΤΙΚΟΙ

Γράμματα να γράφουμε είμαστε πλασμένοι
που όμως δεν θα στείλουμε ποτέ.
Στίχους πολλούς να πλέκουμε η μοίρα μας γραμμένη
χωρίς ποτέ να γίνουμε ποιητές.

Άπρεπη μια κι αδίκιωτη δειλία μας κατέχει
και σταματάει το χέρι μας την ύστατη στιγμή-
μεταβολή εξαφνικά κάνει και πίσω τρέχει
η μέχρι τότε προς τα μπρος που μας ωθούσε ορμή.

Έτσι ενώ βουνό ψηλό επιστολές γραμμένες
θα μένουν κιτρινίζοντας σ’ ένα παλιό κουτί
καμία δε θα διαβαστεί απ’ τις αγαπημένες
γυναίκες μας που όλες  τους γι αυτές έχουν γραφτεί.

Ούτε από κάποιο υπόγειο φτηνό τυπογραφείο
κάποια δική μας συλλογή θα βγει ποιητική-
θα μένουν μες στο μαύρο μας οι στίχοι μας γραφείο
για πάντοτε αδιάβαστοι κι απ’ όλους μυστικοί.

 ΣΩΠΑΙΝΕΙ

Όταν ο θάνατος χτυπά την πόρτα του σπιτιού μας
και μας στερεί από πρόσωπο σ’ όλους αγαπητό,
σαν ένα σύννεφο βαρύ να σκέπασε το νου μας
βγαλμένο από ’να χάλκινο τεράστιο θυμιατό.

Σαν τα κορμιά μας τα ορθά πεσμένα τώρα να ’ναι
σαν η καυτή ανάσα μας να βγαίνει παγερή
τύμπανα σαν απόκοσμα τ’ αυτιά μας να τρυπάνε
κι αλλόκοτοι λες ξαφνικά πως έφτασαν καιροί.

Όταν ο θάνατος χτυπά το κάθε τι σωπαίνει
και μεις στην τέλεια σιωπή απρόοπτα μικροί
μένουμε ακίνητοι, βουβοί, σαν να ’μαστε χαμένοι
λες πως εμείς κειτόμαστε στο φέρετρο νεκροί.

 ΤΟ ΩΛΕΚΡΑΝΟ

Τα νεύρα και οι αρτηρίες μου
υπέρτατη γίνανε καλοσύνη
που βγαίνει στον κόσμο
όπως ο ήχος από βιολί παλιό.

Οι μύες που χρόνια τώρα κουβαλώ
τη δύναμή τους παραχωρούν
στους αδύναμους του κόσμου.

Ο δελτοειδής μου απεργάζεται
εκτός από του ώμου
και της γης την στρογγυλότητα.

Ποιήματα τα κόκαλά μου υψώνονται.
Και το ωλέκρανο
ποίημα ποιημάτων.

 ΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ

Τα ζώα εκκρίνουν θανατικό.
Τα δέντρα διαπνέουν υδροκυάνιο.
Το χώμα είναι σκόνη φαρμακερή
κι ό ήλιος με τις ακτίνες του μας σκοτώνει.

Κι εμείς με ύφος γιορταστικό
τον κόσμο μας υμνούμε τον σπάνιο
τη γη ευγνωμονούμε την καρπερή
και του φωτός λατρεύουμε την αγχόνη.

 ΟΙ  ΚΛΩΣΤΕΣ
Ή
ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Μ’ ένα ρυθμό αργό αργό και ρυθμικό συνάμα
οι πλεκτικές οι μηχανές κινούν τις κεφαλές τους
ενώ εγώ υπηρετώ τροχαίους κι αναπαίστους
μια το μολύβι αδράχνοντας, μια πιάνοντας τη λάμα.

Σε δύο μέτρα απόσταση μ’ ακρίβεια μετρημένη
οι κεφαλές των μηχανών πηγαίνουν και γυρίζουν
κι απ’ την ευθεία άλλη γραμμή σάμπως να μην γνωρίζουν
η ρότα τους ακλόνητα ευθεία πάντα μένει.

Κι αν δεν εκόβονταν ποτέ οι τρεχαλητές κλωστίτσες
κι αν δεν εσπάζανε ποτέ οι γυαλιστερές βελόνες
τότε οι καλές μας μηχανές θα πλέκαν για αιώνες
γιακάδες και πουκάμισα, πουλόβερ και φουστίτσες.

Έτσι κι εμείς δεν παύουμε να τρέχουμε ολημέρα
κάθε ημέρα κάνοντας τα πράγματα τα ίδια.
Για παρεκκλίσεις χαρωπές και για τρελά παιχνίδια
καιρός δε μένει κι οι χαρές οι ωραίες πάνε πέρα.

Κι αιώνια θα κινούσαμε κι εμείς τις κεφαλές μας
κι άχθος αρούρης θα ’μασταν στ’ άλλο της πάνω βάρος,
αν κάθε τόσο ο τρομερός κι αλύπητος κουρσάρος
δεν έκοβε τις, άλλωστε, λεπτότατες κλωστές μας.

 ΚΑΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ

Για κάποιαν άλλην απ’ αυτήν που τώρα έχει
ήταν προορισμένος.

Γι αυτό μαζί σαν είναι οι δυο τους νιώθουν άβολα.
Με περιττές μπερδεύονται χειρονομίες
αταίριαστοι βόγγοι τους ξεφεύγουν
οι λέξεις δεν τους υπακούν, και όλα
κάπως αλλιώς τα πράγματα που έκαναν
θα έπρεπε αλήθεια να ’χουν γίνει.


 ΔΙΑΤΑΖΟΥΝ

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας;
Που άνετα κάθονται στο πίσω
κάθισμα του αυτοκινήτου και
"Ritz Hotel!  " διατάζουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας
και μας φθείρουν
και μας διαφθείρουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι πάντοτε χαρούμενοι
γελαστοί κύριοι
που πάντοτε έχουν δίπλα τους
κομψές κυρίες και δεσποινίδες;

Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι
που ζουν με τη ζωή μας;

 ΣΤΗΝ ΠΙΚΡΗ

Μέσα στην ησυχία
θόρυβοι κάτι ελαφροί έρχονται απ’ τον καφέ του.

Μπορεί να πει πως κάποιος δαίμονας εμπήκε στο φλιτζάνι του
και κει τα μάγια του δουλεύει.
Και λέγοντας αυτό θα ξέφευγε από το απίστευτο να πει
ότι ακούει τα βιαστικά κι ανάλαφρα-
τα μυστικά πατήματα της ζάχαρης
καθώς μες στον καφέ του τον πικρό αυτή διαλύεται.

Απίστευτο γι αυτόνε όχι-γιατί αυτός
ολημερίς μες στη σιωπή
της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούει
καθώς αυτή μες στην πικρή
γλυκαίνοντάς τηνε διαχύνεται ζωή του.

 ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Επιτέλους ένα ποίημα από τα τόσα που ’χω γράψει
άστεγο να τριγυρίζει δω και κει τώρα θα πάψει
και τη θέση του εβρήκε και το χώρο που του πρέπει-
ένα χώρο που κανένας ζωντανός δεν θα το βλέπει.

Σε νεκροταφείου μέσα τα στενά νωπά δρομάκια
όπου μόνο πεθαμένοι σεργιανούνε τα βραδάκια
μέσα κει, σε μία πλάκα ενός τάφου μαρμαρίνη
γράφτηκε το ποίημά μου και για πάντα εκεί θα μείνει.

Κι οι νεκροί καθώς διαβαίνουν θα το βλέπουν με συμπόνια
και τους στίχους του απέξω θα τους μάθουν με τα χρόνια
και μοτίβο τους θα γίνει και τραγούδι αγαπημένο
όπως κάθε σαν και κείνους θλιβερό και πονεμένο.

     ΝΑ ΖΗΣΕΙ

Ας ειν’ καλά-οι φίλοι όλοι τον προδώσανε.
Και οι γυναίκες-
χώμα να πιάνουνε και μάλαμα να γίνεται-
τον βλέπανε και φεύγαν.
Ο κόσμος ένα αξήγητο μυστήριο
βασανιστικό.
Οι εποχές-καλή τους στράτα-
επέρναγαν η μια μετά την άλλη
χαρές ανέγγιχτες.
Το φως ένας απόλυτος καθρέφτης και τα πράγματα-
τα πράγματα!
χαρτιά μιας τράπουλας σημαδεμένης.

Την ευλογία του ας έχουν όλα. Εγνώρισε μαζί τους
τον κόσμο τον Αταίριαστο-
τον κόσμο της Οδύνης.

Μα τώρα
ήρθε ο καιρός να φύγει από δω κι αυτός-
ήρθε η ώρα και γι αυτόν να ζήσει.

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

 ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ

Και κάποτε τη λαμπερή μου όψη
στους καιρούς θα φανερώσω
σβήνοντας κάθε σκοτάδι
και κάθε σκιά που ως τότε με κρατούσε.

Και όσοι μ’ αγαπούσαν σκοτεινόν
θα πεισμώσουν με την αλλαγή μου.
Και εκείνοι που με ήθελαν φωτισμένον.
θα χαρούν στην καρδιά τους μέσα.

Στα όνειρα ό,τι ζούσα,
το έχανα ξυπνώντας.
Έτσι και το σκοτάδι μου θα χάσω,
και μες σε μια βαριά θα νήχομαι γαλήνη
μοναχός.

 ΣΑΝ ΜΕΛΙΣΣΑ

Στο κρεβάτι του θανάτου  
λίγο πριν η τελευταία μας βγεί πνοή,
μετανοούμε.

Πάνω μας έχουν σιγά σιγά μαζευτεί
κι έχουν στερεωθεί
πράξεις που δεν θα θέλαμε να είχαμε κάνει,
και φαντάσματα από πράξεις  
που ενώ θέλαμε δεν κάναμε.

Όλο αυτό το μάζεμα
με τη μετάνοια να το διώξουμε ζητάμε  
όπως το ριγμένο στους ώμους μας σακάκι
μ’ ένα  ξαφνικό ανασήκωμα των ώμων.

Μάταια όμως. Ο θάνατος παγώνει
κι αυτό το ανασήκωμα, κι αντί να ελαφρύνουμε
κολλάει κι αυτό επάνω μας
σαν ακόμα μια μέλισσα στο σμάρι.