ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ
Το ψηλό το παραθύρι
η καλή μου το ’χει γείρει.
Δεν ανοίγει να τη δω
και σα ρόδο αργομαδώ.
Όλη νύχτα θα κρατήσει
το μαρτύριο που ’χει αρχίσει
σαν εικόνα μαγική
να ’ν’ αυτή κρυμμένη εκεί.
Να ’χα ένα αεροπλάνο
για ν’ ανέβω εκεί πάνω
και να κάνω γης μαδιάμ
το κονάκι της μαντάμ.
Παραθύρι να μη μείνει
και να μην μπορεί πια εκείνη
απ’ τα τζάμια τα θολά
μετ’ εμένα να γελά.