ΠΟΣΟ..
Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι μου φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει…
Πόσο, χαρά, δε σ’ έχω βρει…
Σα στην ομπρέλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι από με περνούσε πλάϊ
και κάθε μου έφευγε εποχή.
Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά,
πικρό για μένα καταπότι.
Και τώρα και τα γερατειά.
Χαμένα όλα. Και χαμένος
μέσα σ’ αυτά πρώτος εγώ,
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος να ζω.
Χωρίς ν’ ανάψει έχει σβήσει
της ύπαρξής μου το κερί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει…
Πόσο, χαρά δε σ’ έχω βρει…