Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Και αν Λόλα σε ξενίζει το μένος μου για τις πουτάνες-βλήτα-πελατοδιώκτριες, σκέψου αυτό που έγραψε ο Τόμας Έλιοτ για τους παντρεμένους ανθρώπους, ανθρώπους που δεν συναπαντιούνται για μία ή για λίγες φορές στη ζωή τους, αλλά για αυτούς πού ζουν μαζί για δεκάδες χρόνια: «Τι δυστυχία δυο άνθρωποι που μισούνται αναμεταξύ τους να πρέπει να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι…»

Λόλα δεν κατηγορώ τα τσόκαρα και τις πουτάνες που ξύνουνε το μουνί τους διώχνοντας τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη από τις υπηρεσίες του κολόπαιδου που τις έχει υπαλλήλους.
Επειδή ξέρω πόσο θρησκευόμενη είσαι, δεν σου τα έγραψα αυτά πριν.
Όμως αφού σε πείραξε που λέω αυτά για αυτές και τα βρωμερά αφεντικά τους, να πώς έχει το πράγμα:
Αν είναι πουτάνες, τσόκαρα, βλήτα και ό,τι άλλο τους προσάψεις (που είναι), δεν κατηγορώ αυτά τα χαμένα κορμιά.
Στο πρόσωπό τους κατηγορώ το θεό που έφτιαξε τις ανάγκες των «δημιουργημάτων» του, τον θεό που έφτιαξε τους πούστηδες και μαλάκες και αχρείους επιχειρηματίες που «διευθύνουν» τέτοιες επιχειρήσεις, τον θεό που έφτιαξε τους κακομοίρηδες που αναγκάζονται να ζητάνε τη βοήθεια άλλων για να δουλέψουν, το θεό που έφτιαξε ανθρώπους που δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Αν σου έλεγα πόσες χριστοπαναγίες «έριξα» πριν, ενώ, και μετά που έγραψα εκείνα που διάβασες, δεν θα ήθελες ούτε να ξανακούσεις για μένα.
Αν ο θεός σου έπρεπε να φτιάξει έναν κόσμο γιατί τον έφτιαξε τέτοιον;
Κι  αν δεν μπορούσε παρά να τον φτιάξει τέτοιον δεν είναι αξιοκατάκριτος που τον έφτιαξε;
 

ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι

και "όχι" ,μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις
μας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα'
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις-
εκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".





OI ΜΝΗΜΕΣ

Οι μνήμες είναι κοντινές
μηνών μονάχα
μα φαίνεται το νόημα
έχει μεγαλώσει
της ζωής
και πρέπει-
ηρθ' ο καιρός-
κάπως να τις ακουμπήσω.

Πρέπει στις μέρες να γυρίσω
που ασφαλώς
δεν βλέπει
κανείς
με αγάπη τόση
αλλά το χαδολόγημα
θα 'θελα να 'χα
από μέρες έστω αλγεινές

παρά της νύχτας την διαρκή
εμπιστοσύνη
που δεν αφήνει
χώρο στην αίσθηση επαρκή.










ΠΡΟΒΟΛΗ

Προβολή στον τοίχο-
δίχως ήχο-
τον ασπρίζοντα'
σλάϊντς σφύζοντα
από Ελλάδα.
Τα 'δα, τα ξανά'δα-

και δεν ήταν λίγα-
και επήγα
κι επισκέφτηκα
(η το σκέφτηκα;)
κάθε άκρη
Kt έτρεχε το δάκρυ...
ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΙΡΙΑ

Μικρό η μεγάλο
σ' Ελλάδα ή σ' Αμερική
κάθε δημόσιο κτίριο ειν' ένα άχαρο
άχαρο κτίριο. Η Λύπη φτάνοντας στη γη
εκεί εδιάλεξε να κατοικήσει.

Οι άντρες που εργάζονται σ' αυτό
φορούν γραβάτα όπως πάντα στις κηδείες.

Οι κοπέλες σεμνά ντυμέnες φουστανάκια.
Φιλάρεσκες΄κι απ' όλες μία
λυμφατική
γλυκούλα, με δυσμηνόρροια.
Ο χώρος εργασίας κλειστός από παντού που λες
πώς ανασαίνουνε οι άνθρωποι αυτοί...
Ουρά μεγάλη και κουρασμένη που ελίσσεται
ανάμεσα σε σίδερα γυαλιστερά και σ' αλυσίδες
που καθορίζουν την πορεία προς το γκισέ.
Και το γκισέ μία μικρή σχισμή όλη κι όλη,
απ' όπου και μπορούν μονάχα λόγια να περάσουν
στριμωχνόμενα κι αυτά στο κρύο γυαλί.
Και παντού,
σ' Αμερική κι Ελλάδα
των δημοσίων κτιρίων τα γραφεία γεμάτα με χαρτιά
και με παχείς φακέλλους που όταν κλείνουνε
μετά από τη συναλλαγή
μοιάζουν καθένας τους με στόμα δράκοντα που καταπίνει
την ανθρωπιά και την ουσία μας όλη.




ME ΔΙΑΧΩΡΙΖΕΙ

Κύπελλο λευκό στα χέρια μου
παίρνω τη μετάληψή σου την Αγία
γη μου αστέγαστη και απωθούσα.

Από χώμα πλανήτη άλλου
είμαι πλασμένος'
το εδώ χώμα με απορρίπτει.

Με μεθυστικό νερό άλλου στερεώματος ζυμώθηκα'
το εδώ νερό με διαχωρίζει-
ως έλαιον επιπλέω αγόμενος.








ΟΛΕΣ

Η ζωή είναι ολιγαρκής.

Ένα ποτήρι νερό
ξεπλένει όλες τις αναμνήσεις.
Ένα χαμόγελο κοριτσιού
ανοίγει μια τρύπα στο τείχος της απνοίας.

Στην ευρύστερνη πολλαπλότητα των εναντιώσεων
το αεί νοούν φωλιάζει εφησυχάζον.



TO ΕΞΩΣΠΙΤΟ

"Όταν καήκαμε..." έλεγε
(και εννοούσε όταν οι Γερμανοί κάψανε το χωριό της)
"όταν καήκαμε
επήγαμε και κάτσαμε στο εξώσπιτο.
Τότε είναι που 'σπασε το χέρι του ο παππούς μου-
επήγαινε να φτάσει το τσεκούρι και παράπεσε…

Μεις τα παιδιά -μια δεκαριά-ήμασταν μαζεμένα
μέσα σε κάτι φασολιές'
ε[χαμε μια φοράδα που φοβότανε
όταν σφυρίζαν πάνω μας οι οβίδες'
την πήρε ο γέρος και την έβαλε πιο πέρα
σε μια γούβα-έτσι ησύχασε-γιατί έτρεμε το ζώο.

' πο κει που ήμασταν κρυμμένα
βλέπαμε λαμπαδιασμένο το χωριό μας.
Όταν καήκαμε..."

Πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πίσω
η Ευσταθία ιστορεί με τον γοργό της λόγο
κι ακούμε μεις οι άλλοι
και τα λόγια της ρουφάμε που αταίριαστα,
παράξενα ηχούνε
πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πριν...

Κι ακούμε
για του χεριού το σπάσιμο και το τσεκούρι,
για το λαμπάδιασμα και για το εξώσπιτο,
για τη φοράδα και τις φασολιές…

Μα όταν φεύγουμε απ' το σπίτι της,
η Ευσταθία χάνεται μες στο σήμερα
και τα πολλά της λόγια φτιάχνουν ένα σύννεφο
που κρύβει πίσω του το νόημα της διήγησης
και πια όταν πάμε σπίτι μας λέμε α! τι όνειρο κι αυτό!
κι ετοιμαζόμαστε για τη δουλειά όπως πάντα
μονάχα πιο ανήσυχοι από συνήθως.















ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

"Θα βλέπω την τι-βι πίνοντας μπύρες
το σκύλο θα κρατάω αγκαλιά
και θα τον ξύνω που τον τρων οι ψείρες.

Εσύ να μη βιαστείς και ας αργήσεις-
ξέρω πως παίρνει ώρα αυτή η δουλειά'
τις μπύρες μόνο έξω να μου αφήσεις.

Και δες, περνώντας από τις φιλύρες
πρόσεξε μην τρομάξεις τα πουλιά'
το σκύλο εγώ κρατώντας αγκαλιά
θα βλέπω την τι βι πίνοντας μπύρες".

ΒΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑΣ

Ποτέ δεν έμαθα πού ειν' ο Νότος και ο Βορράς
ή απ' τους αέρηδες βοριάς ποιος είναι και ποιος νοτιάς.
Πως ειν' οι μέρες αντιλαμβάνομαι νοτινές
όταν μαζεύονται τα παλιόχαρτα στις γωνιές.
Και-φίλε μου άκου-αυτό συμβαίνει κι εδώ κι εκεί-
για όσους δεν ξέρουνε και σ' Ελλάδα κι Αμερική.









ΜΕΡΙΚΟΥΣ

Καινούργια ποιήματα με δανεικό μολύβι περσικό.
To μαύρο του μελάνι άραγε ποιο κρύβει μυστικό
και τι μας φέρνει από τη μακρινή πατρίδα
του Ξέρξη, του Οροφέρνη και του Δάτι και του Μίδα...

Ίσως ανάμεσα στους Πέρσες που πολέμησαν στις
Πλαταιές
να βρίσκεται κι ο πρόγονος (κι ας πέρασαν τόσες γενιές)
του πέρση που στο μαγαζί του τα μολύβια αυτά πουλάνε-
αφήσαμε και μερικούς ζωντανούς πίσω να πάνε.




ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΥΕΝΔΟΤΟΥ ΕΙΚΟΣΑΧΡΟΝΟΥ EN
AMEPIKH ΕΛΛΗΝΑ

Κοιτώντας στον καθρέφτη τελευταία
θαρρώ πως άνθρωπος τόσο δε μοιάζω-
πως διαφοροποιούμαι-πως αλλάζω
πως πρόσωπο και σώμα φτιάχνω νέα.

Σαν ο καθρέφτης το κορμί μου να 'ναι
και μ' αριθμούς και γράμματα γεμίζει
κι η όψη μου που Ουάσινγκτον θυμίζει
χλευάζει τους ανθρώπους που πεινάνε.

Νομίζω γίνομαι όπως με βλέπουν
όσοι εδώ, σ' αυτήν τη χώρα, ζούνε-
αυτό με πάθος που όλοι τους ζητούνε
και που όλα τους σε κείνο αποβλέπουν.

Ναι. Πράγμα θα ’μαι αύριο μεθαύριο.
Σε μία χώρα που για να υπάρξεις
την ύπαρξή σου πρέπει ν' αποτάξεις
Παράς θα γίνω-χρήμα-ένα δολάριο.






ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Η' ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ!

Στην ανοιχτή τη θάλασσα!
Στη γαλανή παντάνασσα!
Εκεί! Εκεί ας πάμε!
Μ' αυτή-μ' αυτή ας μεθάμε!
Στους ψαράδες! Στους ψαράδες!
Κάθε ψάρι δέκα Ελλάδες.

Στην πρώτη την κοιτίδα μας!
Στη μοναχή πατρίδα μας!
Κοντά της ας βρεθούμε!
Την άρμη της ας πιούμε!
Στων κυμάτων της τα τόξα-
κάθε κύμα και μια δόξα.

Στης θάλασσας τα κύματα!
Στα γαλανά της μνήματα!
Ας τρέξουμ' εκεί πέρα!
Στο λεύτερον αέρα!
Αυτή ψυχή μας όλη-
χωριό, αυλή, περβόλι…







Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ

Θα 'ταν τριανταπέντε πάνω κάτω
κι ήτανε τα μαλλιά της άνω κάτω
καθώς τα εφυσούσε ένας αέρας
ζεστός από τη ζέστα της ημέρας.

Μιαν άσπρη οδηγούσε Μαζεράττι
και δίπλα μου το ρεύμα την εκράτει
της κίνησης στη SHERMAN HIGH WAY
επάνω σε μιαν άσφαλτο που καίει.

Στο σπορ της το αμάξι ήτανε μόνη
και είχε το 'να χέρι στο τιμόνι
και τ' άλλο απλωμένο προς το μέρος
του στήθους όπου εδράζεται ο έρως.

Εκεί ματαίως απ' ώρα προσπαθούσε-
μπροστά ενώ το δρόμο εκοιτούσε-
να βγάλει απ' τη φαρδιά της τη μπλουζίτσα
μια ολόχρυση απαστράπτουσα καρφίτσα'

που όμως συνεχώς αντιστεκόνταν
ξεμάκραινε, διπλώνονταν, κρυβόνταν'
κι εκείνη εσυνέχιζε την πάλη
κρατώντας πάντα ίσια το κεφάλι

και, θε μου, με μιαν έκφραση απλωμένη
στο πρόσωπο, καθώς γαληνεμένη
μια θάλασσα μετά την τρικυμία-
που πλήρως ηρεμεί, ή σαν καμία

γυναίκα που αναλώθει όλο το βράδυ
στου έρωτα τη φλόγα και το χάδι-
που ολόκληρη εδόθη στα σκοτάδια
κι η μέρα τήνε βρήκε τέλεια άδεια.

Σου εύχομαι κυρία να μπορέσεις
το κόσμημα επιτέλους ν' αφαιρέσεις'
αν με'ινει, με τη λάμψη του την τόση
ποιος ξέρει τι κρυφό θα φανερώσει.





Η ΛΕΣΛΥ

Η Λέσλυ ο νους της όλο στο Τζιμ.
Η Λέσλυ η δεξιά τιράντα της ποδιάς της
χλιαίνεται στο στέρνο της επάνω
μόνιμα απωθημένη εκεί απ' το δεξί της στήθος.
Η Λέσλυ όταν κάτι τη ρωτώ
και σκύβει προς το μέρος μου
κατάφορτη ενδιαφέρον κι ομορφιά,
όλη δική μου τις στιγμές εκείνες.
Η Λέσλυ.




Ω!

Ω! Οι γυναίκες μου οι αγαπημένες
δε μ' αγαπήσανε οι καημένες.
Ω! Οι χαρές τους οι παινεμένες
για με-για μένανε μείνανε ξένες.

Ω! Οι γυναίκες μου οι θλιμμένες
δε μ' αγαπήσανε οι καημένες.
'Αλλες μου φύγανε τρομαγμένες
άλλες νου μείνανε πάντα κρυμμένες.

Ω! Οι γυναίκες μου οι κλεισμένες
Ω! Οι γυναίκες μου οι πονεμένες
Ω! Οι γυναίκες μου οι λατρεμένες
δε μ' αγαπήσανε οι καημένες.




ΤΑ ΚΙΝΕΖΑΚΙΑ

Eίναι κάτι κινεζά-κάτι κινεζάκια
σαν τα πορσελάνινα τεχνικά βαζάκια
που προσμένουνε θαρρείς τ' άνοιγμα της βρύσης-
που προσμένουνε θαρρείς-αχ-να τα γεμίσεις.

Μην τ' αφήσεις να χαθούν, Μούσα, μην τ' αφήσεις.
Μες σε τούτες τις γραμμές πρόφτασε να κλείσεις
λίγο από το λάγγεμα που 'χουν στα ματάκια
κάτι ζέκια…κάτι να.,.κάτι κινεζάκια...




ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ

Το μαγαζί είχε κίνηση πολλή'
θόρυβοι, κρότοι και φωνές γεμίζαν τον αέρα.
Πηγαινοερχόνταν μες στη χλαλοή'
άραγε είχαν ιδωθεί εκείνη την ημέρα;

Ξάφνω επάνω στην πολλή δουλειά
ως ‘βρέθη πίσω της αυτός, απλώνει αυτή το χέρι
και στης παλάμης της την αγκαλιά
στιγμιαία σφίγγει δυνατά τ' αντρίκιο περιστέρι.

Χειρονομία νοήματος μεστή'
σήμερα όχι, δεν μπορεί, δεν είχανε γιορτάσει-
και αν δεν ειν' η σκέψη μου σωστή
είναι τα χρόνια που περνάν και πια έχω γεράσει.




WOLFSON
(Ο γερμανός οδοντογιατρός μου στο
L. A.)

Η Αμερική πανίσχυρη τη γη εξουσιάζει.
Τα χέρια της συντρίβουνε και η ματιά της σφάζει
(κατ' απ' τα πόδια της , αργά, με το μικρό του στόμα
το χρονοσκούληκο μασά, κουφώνει, τρώει το χώμα).

Η Αμερική τη μοίρα μας στα χέρια της υφαίνει.
Έθνη καρφώνει στο σταυρό και άλλα τ' ανασταίνει
(γύρω τριγύρω της, λαοί, με σταθερό ένα χέρι
ανήσυχο ακονίζουνε, διπλόκοπο μαχαίρι).

Καλότυχοι όσοι στων καιρών τη μανιασμένη δίνη
έξω μετράνε απ' αυτούς και πάνω από 'κείνη-
όσοι στο μάτι ανθρωπιά ,φως στην ψυχή κρατάνε
και, άλλοι Σίμωνες, σταυρό σα δούν, πάντα βοηθάνε.

Καλότυχη μαζί μ' αυτούς κι η γη μας, που γεννάει
ανθρώπους τέτοιους-άσκοπα στα χάη δε γυρνάει:
κάποιοι ίσως κόσμοι άφωτοι στου σύμπαντος την άκρη
λίγη αγάπη καρτερούν κι ένα συμπόνιας δάκρυ.






TO ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Ανοίγω εργοστάσιο επειγόντως
και ψάχνω υπαλλήλους τίμιους όντως.
Δολάρια δίνω τρία κάθε ώρα'
άνεργοι εδώ υπάρχουνε πληθώρα.

Κανένα δεν πιέζω. Αν θέλει μένει
αλλιώς στην ανεργία του πηγαίνει.
Αυτός αποφασίζει-ελευθερία
στη χώρα μας ανθεί την τεραστία.

Γυρεύω μεξικάνους δουλευτάδες
ινδούς και αφγανέζους θεριστάδες
γραικούς, πακιστανούς και πορτορίκους
ινδιάνους μελαψούς δουλοπαροίκους.

Δολάρια τρία δίνω κάθε ώρα.
Ετούτη εδώ η μεγάλη μας η χώρα
φτηνούς γυρεύει κι άφθονους εργάτες
με σίδερο το στήθος και τις πλάτες.

Κακότυχοι εμιγκρέδες σκοτωμένοι
ελάτε στη δουλειά μου τη στρωμένη
κι εγώ με τα λεφτά που θα σας δώσω
υπόσχομαι ξανά να σας σκοτώσω.

Καινούργιο εργοστάσιο ανοίγω
κι ενώ θα θησαυρίζω λίγο λίγο
θα έχετε και σείς εδώ και τώρα-
σκεφτείτε-τρία δολάρια την ώρα..

Σκουπίδι ευτελές αυτού του τόπου
ξεσκλίδι, παραμάζεμα τ' ανθρώπου
στην έτοιμη δουλειά μου σε φωνάζω
και μέσα σ' εργοστάσιο σε βάζω.

Και βρώμικο παιχνίδι εγώ δεν παίζω.
Ζητάω μα κανένα δεν πιέζω-
στη χώρα μας αυτή την τεραστία
πρωτόγνωρη ανθεί ελευθερία.
TANIA

Toυ γέλιου σου τη γλύκα και τη χάρη
ας ήτανε το στόμα μου να πάρει
καθώς ένα φιλί χείλη με χείλη
θα γεύαμε οι δυο καλή μου φίλη.

Πίνοντας μια γουλιά καφούλη φρέσκου
θα 'βλεπε απ' την Ευρώπη ο Τσαουσέσκου'
βάζοντας τα γυαλιά του ο Νελ Ποπέσκο
με ύφος θα μας κοίταζε γκροτέσκο.

Αλλά, νευρωσική, petite μου Τάνια
του αδύνατου πουλί που στα ουράνια
πετάει κι είναι ογκάνισμα αηδόνος
το γέλιο και το φίλημα συγχρόνως.












ΦΩΝΑΖΕ..

Γειτόνισσά μου φώναζε
βρόνταγε, χτύπα, σκούζε
τσακώνου με την κόρη σου
γαύγιζε, σπάζε, γρούζε.

Γύριζε τα μεσάνυχτα
και βρόνταγε τις πόρτες.
Κόρταρε με τους άγουρους
της γειτονιάς τους μόρτες.

Φέρνε τους ερωμένους σου
στο σπίτι σου τα βράδια
και με φωνές συνόδευε
όσα σου δίνουν χάδια.

Πάρτι ζωηρά διοργάνωνε
κάθε δυο τρεις ημέρες
πότιζε-πότι-πότιζε
της ζωής τις μαύρες ξέρες.

Όταν μιλάς με κάποιανε
δίπλα γειτόνισσά σου
κραύγαζε σα να ήτανε
χιλιόμετρα μακριά σου.

Χτύπα τον τοίχο που από σε
μονάχα με χωρίζει
και μη διορθώνεις το παλιό
κρεβάτι σου που τρίζει.

Μα προ παντός έτσι όπως ζεις
αλέγρα και βαρβάτα
έτσι και όταν περπατάς
σαν τον ελέφα πάτα-

γερά τα διαμερίσματα
τριγύρω να τραντάζεις
και του διαδρόμου που και που
τις πλάκες ας τις σπάζεις.

Βρόνταγε, ρυάζου, φώναζε
χτύπα γειτόνισσά μου'
καλή μια μοίρα σ' έστειλε
και νοίκιασες κοντά μου'

γιατί ενώ θα πέθαινα
τη ζήση πριν γνωρίσω
απ' τη δική σου τη ζωή
λίγο κι εγώ θα ζήσω.









ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΕΣ

Να 'ναι πρωί. Ο καφές να βράζει.
To ράδιο να παίζει διαφημίσεις.
Ο ήλιος έξω μύτη να σκάζει
και συ tiς μηχανές να 'χεις ν' αρχίσεις.

Σα νέφη απ' το βοριά κυνηγημένα
να τρέχουνε οι σκέψεις στο μυαλό σου'
επάνω στο τραπέζι αφημένα
τετράδια, το πουλόβερ, το στυλό σου.

Να χύνεται ο καφές και να ξεχνιέσαι
με θύμησες της ζήσης περασμένες΄
στα χάη που σου λεν "μέσα μας πέσε"
αρνήσεις να ψελλίζεις σαστισμένες.

ΛΕΣΛΥ ΑΠΡΟΣΕΧΤΗ

Η Λέσλυ με μια απρόσεχτή της κίνηση
έπεσε όλη πάνω μου άθελά της
κι όλα δικά μου γίναν τα δικά της
αυτά που μέχρι τώρα δεν μπορούσα
ούτε ο δόλιο ή ς να υποψιαστώ.

Κι απ' τη γλυκιά που ένιωσα συγκίνηση
κι ενώ αυτή μου ζήταγε συγνώμη
με μια φωνή εγώ λαμπροφορούσα
("τάχα γιατί;" θ' αναρωτιέται ακόμη)
της είπα ένα βαθύ ευχαριστώ.

Η ΓΚΑΡΣΟΝΑ

Μια χοντρή γκαρσόνα
με το πόδι το 'να
σπρώχνει το τραπέζι
το κουνά και παίζει.

Σαν χαζή γελάει
άπαυτα μιλάει
όλοι την κοιτάνε
και μ' αυτήν γελάνε.

Μα λεφτό δε δίνει
τι θα πουν για 'κείνη
κι ούτε που τη νοιάζει
ποιος τηνε κοιτάζει.

Κι όταν ως κουνιέται
άνταφλα κοιμιέται
μοιάζει φορτωμένη
σκούνα βουλιαγμένη.
Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Σεπτές ακροβασίες ανυπέρβλητες.

Πουλί εκεί επάνω δεν περνά'
η σκιά των αγγέλων πέφτει μόνο
εκεί που ακροβατούν οι αντίστροφοι εκεί που οι μετανάστες κροταλίζουν.

Ανάμεσα ελπίδας και φρίκης
γερά δεμένο το γλιστερό σκοινί. Ανάμεσα γλυκού και φρούτου
ο πικρός λόγος χτυπάει.

Ο κόσμος κάτω αδηφάγος καραδοκεί.
To ακόντιο κοίλο και μέσα του
η σιδερένια μπάλα ελεύθερη
(απ' την κουζίνα μυρίζει τσιγαριστό κρεμμύδι).

Ο ακροβάτης παίρνει στα χέρια του την ψευδή ράβδο.
Μήκη ασύστατα εκτείνονται κάτωθέ του.
To ύψος ζαλίζει.
Μορφές αγαλμάτινες μαρμαρικές αιωρούνται-
φαντάσματα άσπρα και βαριά
μια σαθρή εντύπωση στερεότητας εγκυμονούντα.

Σε κάθε πόδι του
δυο μαχαίρια εκκωφαντικά γυαλίζουν.
Ανάμεσά τους στάλες αιμάτινης βροχής.

Χτες ήταν η Joyce.
Σήμερα απλά η waitress.


Μα πιο πριν
λουλούδια στα μαλλιά
η γη στέρια
κι η ράβδος ήτανε παιχνίδι σιωπηλό.
Μα πιο πριν
τα χέρια αγαπημένα αγγίζανε κεφάλια
και το αίμα ήταν στη θέση του.
Μα πιο πριν
ειρηνικές φέτες ψωμιού τα μαχαίρια στόλιζαν
και τα σκοινιά μετρούσαν την αγάπη.
Οι μέρες ράγιζαν σαν ρόδια
που σκάζουν μπρος σε κάποια πόρτα σφαλιστή
πριν μπει το πόδι μέσα για το πρώτο καλωσόρισμα.

Μα τότε ήταν άλλες εποχές
τα δέντρα υψώνονταν αγόγγυστα
το φως εφύτρωνε αβίαστα κάθε πρωί.
Οι βάρκες
διάφανες σα μέδουσες
ακίνδυνα πλέαν.
To χώμα στην αυλή ασβεστωμένο'
ρόδια στο πανέρι χρυσορόδινα'
μέσα στις γλάστρες
οι βασιλικοί ανέμιζαν αέρα μυρωμένον.
Ο ποδόγυρος του φουστανιού των κοριτσιών
σελήνη εθύμιζε αναίσχυντη και ιλαρή.

Λαχτάριζε τότε το βλέμμα-
όλα βλέπεις ήταν καινούργια...
τότε...τότε...
κι αυτό που κάνει τώρα
εκστατικά τότε το κοίταζε από κάτω.


Κι ούτε φαντάζονταν ποτέ ότι θα 'ρχόνταν κι η σειρά του-
λες και το στόμα που 'λεγε τους αριθμούς
αυτόνε δε θα τον μετρούσε
ή ο δικός του αριθμός θα είχε κάπου παραπέσει.

Μα η καθυστέρηση άλλο τώρα
δεν ωφελεί.
πρέπει να πέσει.
πρέπει να τον λιανίσει του ανέμου το σπαθί
ολοσχερώς.

Λοιπόν,
φίλοι,
καλή αντάμωση.








ΚΑΤΙ ΛΙΓΝΕΣ

Κάτι λιγνές καμιά φορά, στυφές γεροντοκόρες
πηγαίνουν στο πλυντήριο τα ρούχα τους να πλύνουνε'
μαύρου ψωμιού θυμίζουνε τις ξεραμένες κόρες
που έρμες μετά το φαγητό κι αφάγωτες θα μείνουνε.

Αφού λοιπόν τα ρούχα τους πλυθούν, μετά τα βγάζουν
από τον κάδο το ζεστό και σοβαρά KL αμίλητα
σ' ένα πανέρι ψάθινο με τάξη τ' αραδιάζουν
με πείσμα σφίγγοντας κι οργή τα χείλη τους τ' αφίλητα.

Κι όταν καθώς διπλώνουνε τα ρούχα ένα ένα
φτάσουνε και στους άχαρους κι άχρηστους πια
στηθόδεσμους
με όλο μίσος κι εχθρικό γύρω κοιτάζουν βλέμμα
σαν άσπροι που κυκλώθηκαν απ’ άγριους ερυθρόδερμους.









Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΘΑΝΕ
(Συμμαθητής και συνάδελφος ΩΡΛ)

Αγνέ Σωτήρη, αγνότερε από της μυρτιάς τα φύλλα
πού πήγε η καλωσύνη σου; πού πήγε η αφοβιά σου:
Εσέ που κάθε πρωινό πρώτον το φως εφίλα
που πρώτα έλεγε η αυγή σε σένανε το γεια σου…

Σωτήρη αγνέ κι αλύγιστε το πρόσωπό σου τώρα
ποια πλάση τάχα το φιλά; ποιος τάχα τώρα φίλος
κρέμεται απ' τη μελίρρυτη του στόματός σου οπώρα;
Των ιδεών σου ποιος τρυγά το βάθος και το ψήλος;

Σωτήρη, φίλε αειθαλή στον φιλοβόλο κόσμο
έλα και πάλι ανάδεψε και μύρισε το δυόσμο'
Αχ! Κι αν στα ουράνια μάχονται χίλιες για σένα πλάσες'
κι αν οι νικήτρες ακριβό στολίδι τους σε κάνουν
μα ένας του πόνου στεναγμός μύριες αξίζει ανάσες-
α! χίλιοι κόσμοι όπου αλλού, τον ένα αυτό δε φκιάνουν.

Ο ΜΑΞ

Ο Ρότζερ ο Κούτζο κι ο Μαξ
καλά μας φυλάγουν εμάς'
κι ενω μες στον ύπνο δοσμένοι
κοιμόμαστ' εμείς κουρασμένοι
ξυπνάμε καθώς εναλλάξ
γαυγίζουν ο Κούτζο κι ο Μαξ.

Εσχάτως το δόλιο το Μαξ
τον χτύπησε μ' όπλο ένας βλαξ
και παν τα παλιά του τα κλέη
και τώρα τα λοίσθια πνέει'
και είναι το τραύμα διαμπάξ
που τώρα σκοτώνει το Μαξ.








Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ

Είναι φορές που ολονυχτίς ο σκύλος μου γαυγίζει.
Καθώς το σπίτι κι η αυλή λούζονται στο φεγγάρι
κι εγώ τον πρώτο ύηνο μου έχω επιτέλους πάρει
ατέλειωτα γαυγίσματα εκείνος τότε αρχίζει.

Ειν' ένα γαύγισμα συρτό, μονότονο και πράο
που δίχως μια προσπάθεια του βγαίνει από το στόμα
ενώ στητό κι ακίνητο μένει όλο του το σώμα.
Ξυπνώ και στο παράθυρο ξαγρυπνισμένος πάω.

Αλλά δε βρίσκω αιτία καμιά όσο πολύ κι αν ψάξω
που του υπάκουου σκύλου μου τη στάση να εξηγήσω-
που δε μ' ακούει ακόμα κι αν με δύναμη φωνάξω'
και το αναίτιο γαύγισμα στο φως το φεγγαρίσιο
αίνιγμα είναι που αν κανείς θελήσει να το λύσει
πρέπει να πάει αμέτρητες χιλιάδες χρόνια πίσω.








ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ

Στης αγοράς τη χλαλοή
που κάθε μέρα συντυχαίνω
ένα γελάκι ευτυχισμένο
μου 'δωσε σήμερα ζωή.

Μέσα στο κάρο μου εγώ
εξαφνικά της είδα έξω'
κι ως δεν μπορούσα εκεί να τρέξω
κινώ το χέρι και γελώ.

Αυτή με βλέπει και γελά
και μου κινεί κι αυτή το χέρι-
για μια στιγμή γλυκό μου ταίρι
μέσα στη μέρα που κυλά.

Κι ως μες στον κόσμο να χαθεί,
η μαυρομάτα μου γελούσε,
ενώ η χαρά μέσα μου ανθούσε
και η λαχτάρα είχε απλωθεί.

Και πάλι ακούστηκε η φωνή
που ανοιγοκλείνει την παγίδα:
"καραγκιοζάκι πήδα! πήδα!
σου ετραβήξαν το σκοινί!"












Η ΦΙΛΗ

Είχα μια φίλη που έφυγε απ' την Ελλάδα όταν
η ελπίδα μες στα μάτια της ακόμα αναπαυόταν
και πήγε στην απόμακρη και πλούσια Αμερική.

To πρόσωπό της έλαμπε από ζωή και φλόγα
τα βράδια ο ήλιος κούρνιαζε στου στήθους της τη ρόγα
και φως και ζέστα εμάζευε ολονυχτίς εκεί.

Κι έφυγε' και μας άφησε να κλαίμε στη φυγή της'
και παίρνοντας τα όνειρα και τη χαρά μαζί της
ξεδίπλωσε ολόλευκα πανιά στον κρύο αέρα'

κι ακόμα όταν έφτανε στην ξένη γη το πλοίο
αυτή γελούσε ολόδροσα σαν ενα ακόμα αστείο
να 'ταν και το ταξίδι της κι η ζήση εκεί πέρα.

Τριάντα χρόνια πέρασαν και το 'φερε η μοίρα
κι όπως αυτή, έτσι κι εγώ, τους ίδιους δρόμους πήρα.
Και ζήτησα όταν έφτασα τη φίλη μου να δω.

Μ' αντίς γι αυτή με στείλανε σε άψυχο ένα σώμα που
ας με γνώρισε αυτό, εγώ και τότε ακόμα
ενόμισα πως λάθεψα και πήγα σ' άλλη οδό.

Εγώ θυμόμουν με χαρά και φως να 'ναι γεμάτη
τώρα κενό κι ανέκφραστο με κοίταζε το μάτι
κι άχρωμη μια κι αγνώριστη μου μίλαγε φωνή

κι αυτή φαινόταν να 'τανε μ' όλα τα γύρω ξένη
μηχανικά περπάταγε και σαν υπνωτισμένη
σα μαραμένο να 'τανε από καιρό κλωνί.

Χίλιες φορές καλλίτερα να την κατείχε η θλίψη
ή στην ψυχή της άκλειστες πληγές να είχε ανοίξει
του Πόνου το μαχαίρωμα-της Λύπης η κραυγή

παρά που ήταν σα σβηστός λύχνος που ακόμα σβήνει
ή σαν κορμί που ακόμα ζει αν και δεν έχει μείνει
τίποτα πλέον ζωντανό εντός του για να βγει.

Και όταν μιαν ανθρώπινη ελπίζοντας να δρέψω
ματιά, το έλος τόλμησα λιγάκι ν’ αναδέψω-
κι όταν το λόγο έφερα στην τοτινή χαρά

ένα τρελό που τράνταζε τα μαραμένα στήθη-
ένα τρελό κι απόκοσμο γέλιο μου αποκρίθη
σαν χίλια όρνια να 'κρουαν τα μαύρα τους φτερά.




ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ
    
Γενέθλια του Λος Άντζελες-
κλείνει τα εκατόν τριάντα τρία χρόνια..
Centenial Chatchworth..
Γιορτές και πανηγύρια..
Μα ούτε ολιγοήμερο έμβρυο
δεν ειν' εδώ ακόμα η Αρετή.

Τι θέλω εγώ σ' αυτό τον κόσμο μέσα;
Πώς να χαρώ εγώ με τέτοιες φιέστες;

Και όταν είμαι μέτοχος
στο πιο λαμπρό κι αλάθητο μνημείο
γιατί να ορθώνω πέτρες ακαλαίσθητες
ασύμμετρες, ογκώδεις κι αιχμηρές
σε ό,τι αυτοί αλλοπρόσαλλα οικοδομούν;
Ας πάω στον τόπο μου λοιπόν.
Ας φύγω στην πατρίδα.
Εμείς έχουμε χτίσει τις γιορτές μας
και μέσα υπάρχουμε σε αιώνια φιέστα.
Από γιορτές και φιέστες πια εμείς... κατάμεστοι.






ΚΑΥΚΑΣΟΣ

Ενα λεπταίσθητο είμαστε και φρούδο εργαλείο
που η ανυπόμονη άγνοια επάνω μας ξεσπά
παιδιού, που παίζοντας κολλά τα μέρη μας τα δύο
για λίγο έτσι μας κρατεί-κι απέ μας ξανασπά.

ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ

Ενώ μισώ της τεχνικής τις νέες προόδους
που σε παρόδους οδηγούν αδιεξόδους,
για το ραδιόφωνο ευχαριστίες κι αίνοι
από το στόμα μου ανθούν-κι αυτό συμβαίνει

γιατί κοντά μου φέρνει εσάς φωνές ναζιάρες
φωνές θερμές, χαδοπλεγμένες, ερωτιάρες
γιατί κοντά μου φέρνει εσάς φωνούλες θείες
φωνές γλυκές-αγαπημένες-γυναικείες.








ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Οι γυναίκες ντύνονται με τ' ακριβά τους ρούχα
στολίζονται με τα χρυσάφια και με τα διαμάντια τους
και στα σαλόνια πάνε
και συζητούν "δια τέχνην υψηλήν"
και παίζουν πιάνο...
Και κάθονται στον καναπέ σα να λένε:
"κοιτάξτε με πόσο ντυμένη είμαι-
και φαντασθείτε με γυμνή..."
Και σηκώνουν το ποτήρι της σαμπάνιας
με λεπτές κινήσεις των δακτύλων σα να λενε:
"δέστε αυτά τα χέρια..
δεν πιάνουν άλλο τίποτε από το ποτήρι.
Και φαντασθείτε…"
Και: "κύριε βαρόνε", λένε,
"παρακαλώ μπορώ να έχω…"
ενώ ταυτόχρονα βλέπουν τριγύρω σα να λεν:
"ακούτε; λόγια τόσο μόνο ευγενικά
λέει το στόμα μου.
Και φαντασθείτε..."
Ύστερα γυρίζουνε στο σπίτι
αφού προσεκτικά τινάξουνε πριν μπουν
τις νότες που 'χουνε σκαλώσει επάνω τους'
κι η ηδονή γι αυτές είναι η πρώτη,
να βγάλουν τόσα ρούχα.

Μετά πατούν στον Πούσκιν για ν' ανέβουν στο κρεβάτι
όπου η δεύτερη τις περιμένει
μακριά 'πό ψεύτικες ευγένειες και μασκαρέματα.

Και όταν αποκοιμηθούν
ο Σαίξπηρ ένα ράκος ανάμεσα στα πόδια τους.







ΞΕΦΤΑ

Τα πρωινά οι φωνές σα σβήνουν των πραγμάτων
κι ακόμα πριν καλά καλά η ηχώ τους να χαθεί
έρχετ' η ώρα των πολλών μικρών πικρών θανάτων
την πόρτα της ανίας μας να κρούσει την κλειστή.

Σαν βόμβος από μέλισσες, σα μούρμουρο ρυακιού
διαβαίνει από μέσα μας και στους ανέμους πάει
και κάποιο ρίγος μας περνά σαν παίξιμο ματιού
μες στις αισθήσεις μας καθώς τυφλά φτεροκοπάει.

Κι ως βγαίνει από μέσα μας κάτι μας έχει πάρει
κι η μέρα μας πιο άχρωμη κι ασήμαντη αρχινά
όπως η μέρα μιας κλωστής που από το κουβάρι
χρόνια κομμένη, όλο και πιο καθημερνά ξεφτά.









Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΙΑΤΟΠΟΥΛΑ

-Μικρή χωριατοπούλα απ' το Μαϊάμι
γιατί σε τρίχινο ξαπλώνεις χράμι;
-To τρυφερό τρυπάει το κορμί μου
και κόβει τη φωτιά και την ορμή μου'

κι αν λύσεις της ποδιάς μου το φιογκάκι
καυτό θα σου χαρίσω ένα φιλάκι'
και μόνο να μου άγγιζες το χέρι
λαμπρό θα σου εχάριζα εν' αστέρι.

-Μικρή χωριατοπούλα γιατί τρέχεις;
γιατί ολόημερα στασό δεν έχεις;
-'ποσταίνοντας τις μέρες στα λαγκάδια
πιο ήρεμα διαβαίνουνε τα βράδια'

κι αν έρθεις στη στιγμή θα σου χαρίσω
τ' ωραίο το πουλί το παραδείσιο
και όλα θαν' της Άνοιξης τα μύρα
δικά σου σα θα κρούσεις μου τη θύρα,

-Μικρούλα μου, άφησέ με να βοηθήσω
εγώ τα ξύλα σου να κουβαλήσω.
-Αψήφιστο αυτό μπροστά στο άλλο
τ' αβάσταγο το βάρος-το μεγάλο.

κι αν λύτρωση από κείνο θα μου φέρεις
θα μάθεις μυστικά που δεν τα ξέρεις'
κι αν λύσεις των μαλλιών μου τις πλεξίδες
τα χάδια θα σου δώσω που δεν είδες.










ΣΤΑ ΞΕΝΑ

Αγαπημένοι φίλοι μου για με μη βάζετε έγνοια'
καλά περνώ στην ξενητιά-πρόβλημα εδώ κανένα.
Εξέφυγα από τα μικρά κι από τα τιποτένια'
σας ξαναλέω: μη γνοιάζεστε-μη σκέφτεστε για μένα.

Στο εργοστάσιο του ατσαλιού έχω σαράντα εργάτες.
Ό,τι διατάξω γίνεται. Με λογαριάζουν όλοι.
Έχω τους πλουσιότερους εμπόρους για πελάτες.
Είμαι γνωστός και σεβαστός σ' ολόκληρη την πόλη.

Τρία αυτοκίνητα κρατώ κι ένα έχω παραγγείλει
απ' τα μεγάλα κότερα για βόλτες στα πελάγη
(θα καίει δεκάξι τάλιρα σ' ένα μονάχα μίλι)
για να ξεφεύγω απ' της σκληρής ρουτίνας τα τενάγη.
Μες σε ντουλάπες δρύινες με ασημένια φύλλα-
για να ταιριάζουν μ' όλες μου τις ψυχικές διαθέσεις-
έχω κοστούμια αμέτρητα με χρώματα ποικίλα.
Ναι! Ζω μια ξέχωρη ζωή με πλούτο και ανέσεις.

Η μέρα σπρωχνετ' εύκολα' τη νύχτα κουρασμένος
κοιμάμαι αμέσως-αύριο πρόγραμμα ίδιο πάλι.
Γι αυτό σας λέω, προβλήματα δεν έχω-ορισμένως
εγλύτωσα απ' το άσχημο που 'χα εκεί πέρα χάλι.

Όλα καλά, Μονάχα να! υπάρχουν κάτι βράδια-
καθώς αυτά τα βροχερά βράδια τα ρημαγμένα,
που όπως τα ψάρια σπαρταρούν πιαστά στα παραγάδια
κι ο ταύρος ο δικέρατος πεσμένος στην αρένα,

έτσι εντός τους σπαρταρούν κάτι ψυχές θλιμμένες,
Κάτι βραδιές που τις βαθιές κουτάλες τους αρπάζουν
οι υπηρέτες του Θεού που πίσσα ειν' αλειμμένες,
με φόβο τις γεμίζουνε και μέσα τις αδειάζουν

στις θλιβερές έτσι ψυχές αυτών που ζουν στα ξένα.
…Τέτοιες βραδιές που μέσα τους η ελπίδα δεν αντέχει-
τέτοιες βραδιές -πώς να την πει την πεθυμιά η πέννα...
να!..θα 'θελα να ήμουνα κοντά σας όταν βρέχει.











ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ

Όταν μωρό σαν ήμουνα, οι επουράνιες θύρες
ορθάνοιξαν για να 'ρθουνε στο λίκνο μου οι Μοίρες,
να κείμαι οι σαϊτες τους όρισαν οι εκηβόλες
έξω απ' όλες τις χαρές -μέσα στις λύπες όλες.

Κι όπως οι όνοι προτιμούν τ' αγκάθια αντί των κρίνων
έτσι πειθόμενος κι εγώ τοις ρήμασι τοις κείνων
μες στη ζωή χίλιες χαρές ορθάνοιχτες κι αν βρήκα
έμεινα έξω απ' τις χαρές και μες στις λύπες μπήκα.







ΒΑΣΤΑΤΕ

Αχου! Βαστάτε ρεματιές-βαστάτε σεις ραχούλες!
Βαστάτε μονοπάτια μου και λυγεροκορφούλες.
Βαστάτε κατσικάκια μου ψηλοσκαρφαλωμένα
Βαστάτε λίγο κι έρχομαι από τα μαύρα ξένα.

Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε αγαπημένοι!
Βάστα καρδιά μου άτυχη! Βάστα καρδιά καμένη!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε φίλοι φτάνω!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι στον ένα χρόνο επάνω.

Αχ! Και θα έβρω τα γλυκά απογέματα του Απρίλη
αχ! και θα έβρω τα χρυσά κονέματα το δείλι
αχ! και θα βρω τα όμορφα βραδάκια στην ταβέρνα
κι οι φίλοι πάλι θα μου λεν: "κέρνα γιατρέ μου, κέρνα..."

Αχ! Θα 'βρω τις αξέχαστες πάλι νυχτιές του Ιούλη
που διπλ’ από 'να ολάνθιστο γιορτοντυμένο γιούλι
της Αφροδίτης θε ν' ακώ τη γνοιαστική φωνίτσα
που θα μαλώνει τρυφερά τα δυο της τα κορίτσα.

Άχου! Βαστάτε και θα 'ρθω-ένα χρονάκι ακόμα'
βάστα στυφή πατρίδα μου δροσιά πάνω στο χώμα
γιατί σα 'ρθω, τόσο βαθιά κι άγρια θα το φιλήσω
που αν καφτερό μου το κρατάς-αλλί μου-θ' αρρωστήσω.

Βάστα ουρανέ του τόπου μου-νερό της θάλασσάς μου'
χρόνος ακόμα ένας εδώ και κιώνεται ο μπελάς μου
και πια σας έρχομαι-και πια κοντά σας θα 'μαι πάλι
και δε θα φύγω πια ποτέ ως τη ζωή την άλλη.

Βαστάτε ανθομύριστα χωράφια του Μαϊου
βαστάτε αρώματ' ακριβά του άοσμού μου βίου'
βαστάτε και σας έρχομαι-βαστάτε κι είμαι πίσω
βαστάτε και ξεκίνησα-βαστάτε-θα γυρίσω.

Βαστάτε ηλιογέρματα ερυθρά και θεία βράδια!
Βαστάτε και σας έρχονται τα μάτια μου τα ολάδεια.
Βαστάτε και πουλάκια μου τα κελαδήματά σας
μην τα τελειώστε κι έρχομαι-φτάνω κι εγώ κοντά σας.

Κι αχ! Βάστα Χάρε μου κι εσύ-βάστα και μη με παίρνεις
το σκέλεθρό σου το κορμί πάνω μου μην το γέρνεις.
Αχ! Βάστα Χάρε μου καλέ κι εγώ θα σου χαρίσω
χαρούμενο ένα λείψανο λίγο ακόμη αν ζήσω.
 



TOY ΚΑΡΦΙΟΥ

Σαν τοίχος μοιάζω που ποτέ
πάνω του δεν κρατεί
τίποτε. Όλα φεύγουνε,
γλιστρούνε από μένα
και πάνω πέφτουν στου απλωτού
πατώματος το χέρι'
και κείνο άκοπα κρατεί
όσα από μένα φεύγουν
χωρίς τον κίνδυνο ποτέ
μακριά του να του πάνε.

Ενώ αν κάτι απ' αυτά
κι εγώ ποθήσω να 'χω
έστω μικρό κι ασήμαντο
με πόνους και με δάκρυα
πρέπει να το αποκτήσω
αφού θα πρέπει του καρφιού
τον πόνο τον αλύπητο
στα σπλάχνα μου να νιώσω.








ΣΤΗΝ CHARLEVILLE   

Δούλευα βάψιμο στην Charleville
σ' ένα παλιό σπιτάκι που ανακαίνιζαν.

Την πρωτη μέρα είδα
στο φρέσκο το τσιμέντο πάνω μια γραφή:
"MARCIA LOVES BILLIE"-
γραφή χαρούμενη και βιαστική
κι η διπλανή τριανταφυλλιά την έπαιρνε
και λέγανε τα λουλουδένια χείλη:
"MARCIA LOVES BILLIE..
MARCIA LOVES BILLIE.."

Τη δεύτερη τη μέρα μια αλλαγή-
και μ' επιμέλεια καμωμένη-
πάνω στο κρύο το τσιμέντο:
"MARCIA LOVED BILLIE" εδιάβαζες.
Και η γραφή έμενε εκεί ασήκωτα πεσμένη
να την πατάν τα πόδια και να λεν
τα πετρωμένα χείλη:
"MARCIA LOVED BILLIE..
MARCIA LOVED BILLIE.."






Ο ΘΕΟΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ

Πριν πάω για ύπνο κάθε βράδυ
παιδάκια μου καλά
το μάγουλό μου ένα χάδι
γλυκά γλυκά φιλά.

Η βραδινή ειν' η προσευχή σας
τ' όμορφο χάδι αυτό
που με καλεί κι εμέ μαζί σας
στον ύπνο ν' αφεθώ.

Και με ζεσταίνει ως μέσαθέ μου
αγνούλα μια φωνή:
"κοιμήσου ήσυχα Θεέ μου-
όλα καλά στη γη.."

A! To χαδάκι αυτό μικρά μου
το θέλω αληθινά'
αλλιώς-μεγάλη η μοναξιά μου
κι η νύχτα δεν περνά.

Λοιπόν σαν πάντα κάθε νύχτα
στο φίλο σας ψηλά
λέτε μικρή μια καληνύχτα
κι αυτός θα σας φυλά.








TO ΠΑΣΧΑ ΜΑΣ

"To Πάσχα μας..."

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι τ' αρνιά κι η μαγειρίτσα;
Πού είναι τ' αυγοκούλουρα:
Πού το Χριστός ανέστη;

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι η Μεγάλη Τρίτη μας η Κασσιανή;
Πού η αυγοβαφού Μεγάλη Πέμπτη;

Χαθήκανε και πάνε όλα
και θυμώντας τα
την απουσία τους μόνο μεγαλώνουμε.

Πάνε τα Πάσχα μας.
Παρασκευές Μεγάλες έχουμε μονάχα
που και κείνες
τόσο τις συνηθίσαμε
που κι οι σταυροί δε μας πονάνε πια.

To Πάσχα μας… Πού είναι το
με την Αγάπη και με το φιλί;









Η ΓΙΟΡΤΗ

Μία τούρτα ειν' αφημένη
στο τραπέζι το βαρύ.
Μία τούρτα μουχλιασμένη
που αναδίνει άθλιαν οσμή.

Μαύρο απόσβηστο κεράκι
στέκει πάνω της καθώς
απορφάνευτο παιδάκι
ή σαν ήλιος σκοτεινός.

To δωμάτιο παγωμένο
και το σπίτι αδειανό
σαν καράβι κουρσεμένο
σ' ανοιχτόν ωκεανό.

Δεν ακούγονται τραγούδια
και χαρούμενες φωνές
δεν προσφέρονται λουλούδια
κι ούτε λέει κανείς ευχές.

Μόνο, νύχτα, το φεγγάρι
κάτι σκιες δείχνει θαμπές
που αγκαλιάζονται ομάδι
και φιλιούνται μοναχές.

Μη σταθείτε οδοιπόροι-
μην ταράξτε ούτε στιγμή
τη σιωπή που στεφανώνει
την παράξενη γιορτή.











ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗΣ
Σε φτηνό μέταλλο χυμένος,
την τιμή και την ιστορία των αλβανών,
πάνω από το σαπισμένο,
πολυκαιρινό έπιπλο που βαλμένος είναι
φροντίζει.

Το κεφάλι του-
αντίθετα από της Τεύτας-
στην Ανατολή στραμένο,
μήπως και πάλι κάποιοι από κει
κινήσουν να 'ρθουν.

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος.
Σε κάθε αλβανικό μέσα σπίτι.

Σαν ενθύμηση ακριβή
Και σαν καθήκον.







ΓΡΗΑ ME ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Γριά με την τρεμάμενη μιλιά
και το ξερό και μαραμένο δέρμα
τι θέλεις το λουλούδι στα μαλλιά-
τι θέλει ο Αυγερινός στου ηλιού το γέρμα;

Στο στόμα σου φαντάσματα φιλιά'
τα μάτια σου σπηλιές του κάτω κόσμου'
γριά τι βάζεις τ' άνθος αγκαλιά
με τ' άχερα του κήπου σου του αόσμου;

Τ1 άγια γριά μη δίνεις στα σκυλιά'
το άνθος που αμήχανο σ' αγγίζει
στης μνήμης άφησέ το τη φωλιά-
εκεί και θα ευωδά και θα στολίζει.

ΔΟΞΑΖΩ

Οικτίρω αυτούς που σκύβουνε μ' ευλάβεια πάνω σ' ένα
σταυρό ξυλένιο που κρατά πάνω του καρφωμένα
τ' άσαρκα πόδια του Χριστού και τα ισχνά του χέρια.

Οικτίρω όσους ορκίζονται στα ερωτικά τους ταίρια.
Οικτίρω όσους αγγίζοντας στο χώμα τη μουσούδα
μετάνοιες κάνουν στον Αλλάχ ή στο γιγάντιο Βούδα.

Οικτίρω όσους τ' απάνθρωπο το χρήμα προσκυνάνε
κι όσους της δόξας τις κορφές να φτάσουνε ζητάνε.
Οικτίρω αυτούς που προσκυνούν, λατρεύουνε και υμνούνε

κάτι ανθρώπινο' ή αυτούς που τη ζωή περνούνε
προσφέροντας αρώματα ή λίβανον ή κνίσσαν
σε είδωλα που άνομων θνητών τα χέρια στήσαν.

Και τον υγιό της μάννας γης της άδολης δοξάζω
και τους θεούς όλους μεμιάς θυσία εμπρός του σφάζω'
και τον υγιό της μάννας γης τιμώ εγώ εκείνον

που αίνους στέλνει εκοτατικούς στη μυρωδιά του σκίνου,
που προσκυνάει ένα μικρό του δρόμου πετραδάκι
κι ευλαβικά προσεύχεται στου κάμπου το ρυάκι.








Η ΟΡΝΙΘΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

To βλέπω το μαχαίρι που κρατάς'
άνθρωπε σκότωσέ με να με φας'
το θάνατο αυτόν μου τον χρωστάς:

σκαλίζοντας κι εγώ μες στο κατώι
χορταίνω απ' το σκουλήκι που σε τρώει
κι απ' τη δροσάτη που λιπαίνεις χλόη.

Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά
το θάνατ' ο ένας τ' άλλου να πεινά!
Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά!.








ΤΖΟΥΛΙΑ

Η Τζούλια η εβδομηντάχρονη είναι πρόσχαρη.
Η Τζούλια είναι αλαφροπάτητη και πάντα γελαστή.
Η Τζούλια έχει ένα μυοτήριο μες στα μάτια της να λάμπει.

Η Τζούλια η εβδομηντάχρονη
στα κόκκινα ντυμένη
μας πλησιάζει
κι ακροπατώντας
πετάει γύρω μας σαν το πουλί.

Κι αφού τον γύρο συμπληρώσει,
στέκει μπρος μας
και κάτι ασήμαντο και σαν τυχαίο δηλώνει κάτι-
ας πούμε: "Σήμερα δεν έβρεξε".

Πόρνη δεν ήταν η Θαϊς κι η Κλεοπάτρα
που με μισθούς παχείς δινόνταν στον καθένα-
πόρνη είναι η Τζούλια η ανυστερόβουλη,
που όπως ο αέρας όλους ζει,
έτσι κι αυτή χωρίς να ξέρει τίποτε για πορτοφόλια
και ηλικίες κι αξιώματα
μας περιβάλλει με την πορνική της αύρα-
θεσπέσιο άρωμα ζωογόνο.

Πόρνη δεν είναι η δεκατετράχρονη του Πέραν
ούτε η δεκάχρονη του Τζιμπουντί.
Πόρνη είν' η Τζούλια η εβδομηντάχρονη-
η Τζούλια η ψυχή του Έρωτα
που αρκεί μόνο κανένας να τη δει
και να χαθεί όπως σε κρεβάτι του καημού την ώρα,
να εξυψωθεί σαν σε βωμό σε ώρα προσευχής,
να βυθιστεί στη γέννα του αδιάφθορος.

Πόρνη δεν είναι η γυναίκα που σε τρώει'
πόρνη είναι η γυναίκα που σε βλέπει μόνο κι αναλώνεσαι.

Η μόνη πόρνη είναι η Τζούλια και γι αυτό
η μόνη ποθητή κι αγαπημένη.
Η μόνη λατρευτή.
Η μόνη πόρνη είναι η Τζούλια και γι αυτό
η μόνη είναι Γυναίκα.





ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Πρέπει οι λέξεις να είναι μετρημένες
θάρρος να μη δίνουν πολύ στον πλησίον'
οι εικόνες μέσα τους πρέπει να 'ναι κρυμμένες
καθώς στο απόστημα κρυμμένο είναι το πύον.

Αχ! Ό, τι αισθανόμαστε δεν πρέπει να λέμε
μπορεί ο πλησίον να παρανοήσει'
αντί να γελάμε πρέπει να κλαίμε
αν αυτό η παρέα της στιγμής απαιτήσει.

Δεν πρέπει ν' αγκαλιάσουμε την Ιουλία
κι ας έχουμε χρόνια πολλά να τη δούμε΄
να βάλουμε πρόωρα πρέπει τελεία
στην πρόταση που είχαμε σχεδιάσει να πούμε.

Ω! Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε λεπτές συζητήσεις
γιατ' ίσως πληγεί ο πλησίον καιρίως'
δεν πρέπει ν' ανοίγουμε τις καρδιές μας επίσης
ούτε όταν μιλάμε εναερίως.

Ας φεύγει ο πλησίον με γρήγορα βήματα'
ας κλείνουν επάνω μας σαν τάφοι τα κύματα-
τα λόγια μας πρέπει να κρύβουν τα αισθήματα
πρέπει-αχ πρέπει-να τηρηθούν τα προσχήματα.








FLAMINGOS

Κυρίες καλαίσθητες και καλαμένιες
ψηλές, μακρύλαιμες, δίχως έγνοιες
περνάνε τα flamingos τη ζωή τους
χωμένα στην ανία και στη σιωπή τους.

Γεννήσεις γίνονται, βαφτίσια, γάμοι,
και σ' όλα μάρτυρας το ποτάμι
που σέρνει τα ολοκάθαρα νερά του
απ' τ' άσπρο φτέρωμά τους από κάτου.

Ωραίες κυρίες μου ας ήταν να 'χα
μιαν ώρα ανέγνοια-μία μονάχα
απ' όσες ο πανάγιος έχει δώσει
σε σας με τη σοφία του την τόση.












Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ TOY ΦΥΤΑΛΗ

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
όπως τον έκανε ο Φυτάλης:
Καλόν, ολύμπιον, άλκιμόν τε.
Έτσι τον θέλαμε.

Να βλέπει όχι στα καράβια
κι ούτε δαυλό στο χέρι να κρατεί
αλλά ψηλά και μακριά να βλέπει
και με μιαν άλληνε φωτιά
όχι τους τούρκους μα τα πνεύματα να φλέγει.

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
μια σερνικήν Ελλάδα.





DONT GIVE UP!

-"Dont give up!"
–Τι εννοείς;
-"Dont give up!"
–Μα πώς;..




ΤΑ ΑΜΦΙΒΙΑ

Μια στο νερό και πότε στην ξηρά
ζούνε τ' αμφίβια τη μικρή ζωή τους
αλλάζοντας πατρίδα στη σειρά
μιας γεννηθούνε κι ως τη θανή τους.

Ανάπαψη ποτέ τους δε θα βρουν'
στους θάμνους μια και μια στα φύκια'
ποτέ τους δε θ' αναπαυτούν
σ' ενός στοιχείου την επιείκεια.

Τα διώχνει σαν προδότες το νερό-
σαν κατασκόπους η ξηρά τα διώχνει
και τα τρυπά κι εκεί κι εδώ
του ανεπιθύμητου η λόγχη.

Του αέρα τ' απειλούν τα ζωντανά,
στη λίμνη να σωθούνε τρέχουν,
μ' άλλοι εχθροί κι εκεί ξανά-
ω! τέτοια μοίρα πώς αντέχουν!..

Και δίχως την αγάπη τη γλυκιά
και δίχως της φιλίας τ' άγιο δώρο
τρέχουν απ' το χώμα στα νερά
κυνηγημένα σε κάθε χώρο.

Να πείσουν δεν μπορούν-κι αλήθεια πώς;-
ότι έχουνε καρδιά έτσι πλασμένη
που έχει ο τρυφερός τους ο παλμός
και για τα δυο αγάπη φυλαγμένη.








KYPΙE ΚΑΠΛΑΝ

Κύριε Κάπλαν
κύριε Κάπλαν
το γραφείο σου έχει άπλαν
το δικό μας ειν' στενό
το κεφάλι μας κενό.


Κύριε Κάπλαν
κύριε Κάπλαν
όλη μέρα είσαι ξάπλαν
και δουλεύουμε εμείς
αντί γλίσχρας αμοιβής.

Κύριε Κάπλαν
κύριε Κάπλαν
α! και να 'χα μίαν τάβλαν
και να χτύπαγα μ' ορμή
το χοντρό σου το κορμί!








ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ

Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνω βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
Δυσραγής, έμμαλος, επικράζω'
επανθέω, αεροκόρακες, ευθάλαττος'
άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως'
αυτολυρίζω.

Επειδή η ζωή εδώ είναι μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύω κάθε μέρα
με λέξεις οπως:
Ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ'
αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον'
κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον'
νεαροηχής.

Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνω τις πληγές μου
ψιθυρίζοντας:
Καταβόησις΄ ηχή'
κλεψίχωλος' τετιγγώδης' δρύπτω'
αύχημα' άτυμβος' βραχυβλαβής'
συνοχμάζω.












ΝΕΚΡΟΚΕΡΙΝΗ

Σ' αυτό τον τάφο που άνοιξαν
οι κάτοικοι οι πρώτοι
μες στα υγρά του σκότη
τι να 'κρυψαν-τι να 'ριξαν;..

Ποτέ μου δεν εζήτησα
να γίνω τυμβωρύχος
μ' αφού το θέλει ο στίχος
τον τάφο τον εσύλησα.

Μέσα η Αγάπη κλείνονταν'
με βιάση πεταμένο-
με σύρματα δεμένο
τ' αβρό κορμάκι εκείτονταν'

κι αντίς γι Αγάπη αέρινη
που ήξερα εκεί πέρα
βρήκα σ' αυτή την ξέρα
μια Αγάπη νεκροκέρινη.

Στ' άσαρκο πλάϊ λείψανο
το σώμα μου ξαπλώνω'
μα πάλι μένει μόνο
και πάλι αξεδίψαγο...









Ο ΣΚΥΛΟΣ

Μένει εδώ κοντά τελευταία ένας σκύλος
που 'χει την ουρά διπλωμένη στα σκέλια.
Στ' άλλα τα σκυλιά δε μετράει για φίλος
κι είναι η γειτονιά της ζωής του η εμβέλεια.

Άτολμα κοιτά' σιωπά' δε δαγκώνει'
σα σκυλί κι αυτό δε λερώνει τους στύλους'
τρώει μοναχά -σ' άλλου βιος δεν απλώνει-
ό,τι αφεθεί απ' τους άλλους τους σκύλους.

Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που με θάνατο μοιάζει;
Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που τον τρόμο τρομάζει;

Ή να είναι αυτή μια ζωή υποταγμένη-
μια βαθιά πληγή που ματώνει τα στήθια-
ή να είναι αυτη μια ζωή υποταγμένη-
μιαν ανημποριά που 'χει γίνει συνήθεια;

A! To μυστικό θα το πάρει μαζί του
ο που την ουρά διπλωμένη έχει σκύλος'
ένα μυστικό που για τη φύλαξή του
μέγας ιερός αναλώθηκε ζήλος.









ΙΛΑΝΙ

(Στην Ιλανί, την εβραιοπούλα βοηθό
του οδοντογιατρού μου)

Ιλανί! Ιλανί! Τι ωραία
το Ισραήλ κι η Ελλάδα παρέα!
Η Ελλάδα στην πολυθρόνα
του Ισραήλ να τη λιώνει το γόνα!...

Πρώτα 'σεις. 'μεις μετά. Και η ώρα
της θρησκείας του Χριστού ήρθε τώρα.
Μα κι αν έχει περάσει η σειρά μας
την αξία δε χάνει ο αδάμας:

Των Καιρών Λαμπροφόρων Μελλόντων
η αυγή, έργο θα 'ναι των όντων
που υψώσανε Παρθενώνες-
που οι Ψαλμοί τους ηχούν στους αιώνες.

Μα για τώρα ας υπηρετούμε
τους ανθρώπους του τόπου όπου ζούμε.
Συ με νιάτα, πλούτο και κάλλος
κι εγώ άσχημος, πένης, μεγάλος.

Ιλανί, τακτ διαθέτεις κι ευγένεια
και σωστή για τον άρρωστο ενια-
τυχεροί όσοι εδώ σα θα 'ρθούνε
από σένανε θα βοηθηθούνε.

Τυχεροί γιατί όπου αγγίσει
τη γιατρειά παρευθύς θα χαρίσει
το χεράκι σου και κανένα
γιατρικό δε χρειάζεται ουτ' ένα.

Με κουβέντες σοφές και με λόγια
που 'ναι βάλσαμο, μάννα κι ευλόγια
ώρες δύσκολες γεφυρώνεις'
κι όταν πρέπει τα λόγια διπλώνεις.

Μες στο γράμμα του Πόνου κρυμμένα
μυστικά δεν υπάρχουν για σένα'
με ταχύτητα τα διαβάζεις
και σε φως κι απονία τ' αλλάζεις.

Και δεν είναι καθόλου ένα ψέμα
το ενδιαφέρον που έχεις στο βλέμμα-
όπως βρίσκεσαι κι όπως κινείσαι
και καλή έτσι αυθόρμητα είσαι.

Τα παιδιά σου, τ' αγγόνια σου τάχα
θα 'χουν λίγη απ' αυτήνε μονάχα
την ευγένεια που σε διακρίνει;
Ή της μέλλει να σβύσει κι εκεινη

Ιλανί, στον καιρό μας ετούτο
της ψυχής που όλον παίρνει τον πλούτο
και τον ρίχνει μες στη χοάνη
κι απολαύσεις και χρήμα τον κάνει;









THORNBIRD

Σαν το πουλί που το μικρό
το σώμα του καρφώνει
σε κάποιου κάκτου το ξερό
αγκάθι, που πληγώνει

το τρυφερό του το κορμί
κι εκείνο κελαϊδάει
με τέτια χάρη γιορτινή
που η Φύση σταματάει

όποιο της μούρμουρο γλυκό
σαν να 'χει ξάφνω σκόλη,
και το τραγούδι το απαλό
γλυκαφουγκράζεται όλη,

κι όσο το αγκάθι πιο βαθιά
μέσα στο σώμα μπαίνει
τόσο η φωνίτσα η γλυκειά
και πιο πολύ γλυκαίνει

ώσπου το αγκάθι να χωθεί
μες στη μικρή καρδιά του
και η ζωή του να κοπεί
και η γλυκιά λαλιά του...

έτσι η ψυχή μου είναι κι εμέ
σαν ένα αγκαθοπούλι
που δε διαλέγει-αχ! καϋμέ!-
τη βιόλα ή το γιούλι

παρά στου Πόνου τα σπαθιά
τ' ακονισμένα ορμάει'
κι ως μπαίνουν κείνα πιο βαθιά
τόσο αυτή πονάει,

ώσπου του Πόνου το σπαθί
άπαφτα προχωρώντας
μες στην καρδούλα της να μπει
και τότε τραγουδώντας

τον mo όμορφό της το σκοπό,
τα μάτια της να κλείσει
σαν αγριολούλουδο μικρό
που έχει πια μαδήσει.



I received a letter

Δεν ξέρω ποιος μου το 'στειλε-δε γράφει.
Μα είναι οπωσδήποτε για μένα.
Ζωγραφισμένοι πάνω του δυο τάφοι
κι άταφα δυο κορμιά τυμπανισμένα.

Λιβάνι αντίς αρώματα μυρίζει
και το 'φερε ψηλός μαντατοφόρος.
To νου μου απορία δε βασανίζει-
δεν είμαι με το γράμμα ετούτο ξένος.

Χαμένην είχα ζήση και χαρά μου
και σήμερα νεκρές μου τις γυρίσαν'
αργήσανε να φτάσουνε κοντά μου
και βέβαια τα κορμιά τους εσαπίσαν.









ΣΑ ΣΚΥΛΙΑ

Αφότου έφυγα πριν χρόνια απ' την πατρίδα
κι όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω
πως κάθε μέρα πιο πολύ σβήνει η ελπίδα
και κάθε μέρα περισσότερο πεθαίνω.

Άδης η χώρα τούτη εδώ' γύρω σκοτάδι'
Τυφλών σκιές όταν βαδίζω διασταυρώνω
που κάποιος λες ψυχοπομπός τις πάει ομάδι
πέρα απ' το διάστημα και πέρα από το Χρόνο.

Η γειτονιά μου ένα μικρό νεκροταφείο
με τους γειτόνους μου βρυκόλακες αϋλους
που σαν σκυλιά είτε με ζέστη είτε με κρύο
πρωί και βράδυ κατουρούν δέντρα και στύλους.

Αντίς για φώτα βράδυ φέγγουνε κεράκια
και τις προθήκες δείχνουνε των εστιατορίων
σπερνά γεμάτες' και ορμάν μαύρα κοράκια
και τρων τις σάρκες τις ωμές πτωμάτων μακαβρίων.

Και οι γνωστοί μού στέλνουν γράμματα, καρτούλες,
σαν όπως στέλνουν προσφορές στην εκκλησία
και πάνω ζωγραφίζουνε μικρές καρδούλες
που θάβονται οι χτύποι τους στην τόσην ερημία.

Κι όλο περσότερο βαθιά βυθίζω
στο σκότος το αμετρο της χώρας όπου ξένος,
μόνος, ανέραοτος, απέλπιδος σαπίζω
και πιο πολύ είμαι κάθε μέρα πεθαμένος.






ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Όπως αυτούς που έκαναν εγκλήματα πολλά
ρίχνοντας μες στα μάτια τους φώτα τους ανακρίνουν
κι ο ιδρώτας από πάνω τους ατέλειωτα κυλά
και μέρα νύχτα νηστικους κι άϋπνους τους αφήνουν,

έτσι κι εμέ που αμάρτησα μες στη ζωή πολύ
μέρα και νύχτα ξάγρυπνο η δουλειά μου με αφήνει
κάποιος με τρόπο βάρβαρο συνέχεια μου μιλεί
κι ο ήλιος ανελέητα ο καυτός με ανακρίνει.













Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕ’

Σ' ευχαριστούμε Θε' που πήγες κι έδεσες
στο άρμα του Φαέθοντα τη σφαίρα του Ηλίου'
σ' ευχαριστούμε Θε' μου που μας έδωσες
τη ζέστα την ανήλεη-τη φλόγα του Ιουλίου.

Σ' ευχαριστούμε Θε' μου που δε γίνεται
κλεισμένοι μες στα σπίτια μας ολόημερα να ζούμε-
που πρέπει μες στην άσφαλτο που ψήνεται
τη μέρα οπωσδήποτε μια δυο φορές να βγούμε.

Κι απέ Θεέ την Πρόνοια Σου δοξάζουμε
και μύρια ευχαριστήρια Σου ψάλλουμε Κοντάκια
που όταν μέσα μπούμε ξεδιψάζουμε
μ' ένα ποτήρι κρύο νερό που ξεχειλάει παγάκια.

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Όταν λοιπόν θα πάω στην Αθήνα
και θα 'μαι εκεί κοντά τους ένα μήνα
τ' αδέρφια εμείς να πούμε κάτι πρέπει
το φως αμίλητα να μη μας βλέπει.

Λοιπόν ας πούμε όσα στριμωγμένα
μέσα μας βρίσκονται καιρό θαμμένα-
καθείς αυτό στον άλλο το χρωστά
έτσι που ζούμε χρόνια χωριστά.

Απ' όσα κλει' η καρδιά και η ψυχή μας
κι η δίψα όσα ποθεί η αδερφική μας
ας δώσουμε όσα πρέπει να δοθούν.
...Μα όχι,αυτά δεν πρέπει να ειπωθούν…

Του νου ας πούμε τότε τα παιχνίδια'
της φαντασίας τ' άσωστα παιχνίδια'
τα όνειρα που πλαντούνε στη σιωπή.
...Μα ποιος ακούει τέτια αν ο άλλος πει…

Να λέγαμε για πάθη και για μίση;
Καθείς τον άλλο θα παρεξηγήσει.
Ισορροπία έτσι μια λεπτή
σε τέτοια δεν αντέχει κριτική...

Για ποίηση-που να 'ναι ξορκισμένη;
Όλων τα λέκτρα η σεπτή δε χλιαίνει.
Για το ηλιοφώς τη φύση που μισεί;
Λόγο ποιος θα 'στεργε τέτοιον θρασύ;

Μα να! Ας πούμε για Φιλοσοφία!
Για Τέχνες! Για των άστρων την πορεία!
Τα τέτοια μάλλον λέγονται ευχερώς.
...Όμως κανείς μ' αυτά είναι ανιαρός...

Λοιπόν στην πάντα τα απαγορευμένα.
Ας πούμε κάτι απ' τα συνηθισμένα-
για χόμπυ, για συνήθειες, για δουλειές,
για γνωριμίες νέες και παλιές...

Ναι! Αυτά θα λέγαμε ανυπερθέτως
αν αιστανόμασταν κάπως ανέτως.
Μα κάτι άλλο και την ώρα αυτή
να γίνει από κάποιον θα βρεθεί….

Καλά. Κάτι θα βρούμε. Υπάρχουν τόσα.
Δεμένη δε θα μένει έτσι η γλώσσα.
Δε θ' απομείνουμε βουβοί εντελώς.
...Ορίστε! Ο καιρός είναι καλός!

Ακόμα η γλώσσα κι άλλο θες να τρέξει;
Αμέσως: αύριο μάλλον θα βρέξει!...















Η ΙΤΑΛΙΔΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ

Μια ιταλίδα μετανάστις είμαι
στην Καλιφόρνια.
Δουλεύω στο "Τσιτσόρνια", πιτσάδικο απ’ τα καλά.
Μια τραγουδώ σοπράνο μια παίζω πιάνο
τι να κάνω...

Δεν είχα προκοπή στην Ιταλία
κι ήρθα ’δω.
Με πήρε κάποιος πατριώτης
σ' αυτό το μαγαζί-
για μια άρια
πέντε δολλάρια.

Στο κέντρο στέκομαι του μαγαζιού
και τραγουδώ με πόνο και με πάθος.

Μονάχα οι γκαρσόνες μ' ενοχλούν
που με τα πιάτα τους περνούνε από μπροστά μου.
Και θα με ρίχναν αν εγώ
δεν εσυντόνιζα τις απαιτούμενες από την άρια
κινήσεις των χεριών μου έτσι
που να ταιριάζουνε με την προφύλαξή μου από δαύτες.

Μερικών τραβώ την προσοχή
και με χειροκροτούν τρελά.
Δεν ξέρω αν το χειροκρότημα είναι για το τραγούδι
ή για την ομορφιά μου
(κρατιέμαι ακόμα),
μα όπως να 'ναι
τον κόπο αξίζει-
η δουλειά μου αυτή με ταϊζει.


ΟΙΚΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΑΝΩΘΕΝ
RESTAURANT "EARLY WORLD"
DOWNTOWN L.A.

Με βία ανασαίνουν
με βία περπατούν
στο RESTAURANT μπαίνουν
μαγκούρα κρατούν.

Μιλούν σαν να ψέλνουν-
τα μάτια ογρά-
αργά παραγγέλνουν
και τρώνε αργά.

Με τακτ κι αξιοπρέπεια
τους γύρω κoiτούν
σωστά, με συνέπεια
τα ρέστα μετρούν.

Κατόπι τη θύρα
διαβαίνουν δειλά
(τα μάτια τα στείρα
να βλέπουν ψηλά)

και παν και πεθαίνουν
με βήμα αργό
στο δώμα που μένουν
το πάντοτε υγρό.







ΣΑΝ ΑΨΥΧΟ

Στο πάρκο της Lanarc το σιωπηλό
με άδεια την ψυχή και το μυαλό
σαν άψυχο ρομπότ περιπολω
και σένανε Scheraκi αναπολώ.

Μες στ' άτια μου το άτι σου γυρεύω,
το ντύνω, το στολίζω, το θωπεύω,
και πάνω του ωραία αφού ανέβω
στου πάρκου την ερμιά 'σένα γυρεύω.

Αργόσυρτο το βήμα μου κυλώ
και μόνος μου ως σιγά παραμιλώ
φυσάει το αγεράκι το απαλό
τον άσκοπα ορθωμένο μου φαλλό.

Οι homeless μου λεν πως αλητεύω'
αντίρρηση δεν έχω-τους πιστεύω'
και δε λυπάμαι, βράδυ, όταν κονεύω
παρά το αλογάκι που παιδεύω.








ΟΙ  ΜΑΣΚΕΣ
Μετά την αγάπη
πρέπει να διαφυλάξουμε τις μάσκες
για την επόμενη φορά.


ΘΟΡΥΒΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (8741 OWENSMOUTH-CANOGA PARK)

Τις ώρες τις μικρές:
η πόρτα που ανοιγοκλεί γι αυτούς που αργά γυρίζουν.
Η βορινή μου διπλανή που μαγειρεύει, πλένει,
και κάνει όλες τις δουλειές νύχτα παρά ημέρα.
Οι μεξικάνοι που μιλούν δυο-δυο, τρεις τρεις αντάμα
θυμίζοντάς μου τις παλιές βεγγέρες στην πατρίδα.
Οι κλαγγές από τα ξίφη
τ' ασημένια της σελήνης
που χτυπάνε στ' ατσαλένια
των λαμπτήρων της αυλής μου
σ' εν' αγώνα για τη νύχτα και για την ψυχή του ανθρώπου.

To ψυγείο μου που βρυχιέται σα λιοντάρι κουρασμένο.
To ρολόϊ μου που μέσα στης νυχτιάς την ησυχία
μοιάζει σαν βαριά καμπάνα σε μεγάλη εκκλησία.
Η νοτινή μου διπλανή που ηδονικά βογγάει
κατω από έναν εραστή καινούργιον κάθε τόσο.
Η βουή του σύμπαντος καθώς απλώνεται ολοένα.
Κλάμα μωρού από κάτω μου-νομίζω από το πέντε.

Τις ώρες τις μεγάλες:
Ο εφημεριδομοιραστής που τρέχοντας πετάει
εφημερίδες δω και κει κανείς που δε διαβάζει,
κι οι πονεμένες, απαλές, φωνούλες των γραμμάτων
όταν χτυπάει το χαρτί επάνω στο τσιμέντο.
Η βουή του σύμπαντος καθώς απλώνεται ολοένα.
Του Πόνου το φτερούγισμα μες στο κλουβί της πλάσης.
Κάποιος που τρεις φταρνίζεται φορές λίγο πριν φέξει.
Η νοτινή μου διπλανή που αφού βροντά την πόρτα
με βήματα τρανταχτερά διασχίζει την αυλή μας
πηγαίνοντας για τη δουλειά.
Κουδούνισμα τηλέφωνου κάπου από μακριά-
κουδούνισμα επίμονο και συνεχές για ώρα
(χρόνια εννιά κάθε αυγή
για ποιόνε να σημαίνει..
και από ποιόνε και γιατί..)
Της νύχτας η περήφανη αναφορά στη μέρα.
Υπόκωφο κι απόκοσμο κι ανήλεο και στριγγό
του ήλιου το σκαρφάλωμα ως τη ράχη του βουνού
και από κει ψηλότερα ώσπου παντού να λάμψει
τη στοργική σκοτώνοντας και πάλι άγια νύχτα.
To ψυγείο.
To ρολόϊ.











Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Αυτό το δανεικό μικρό βιβλίο-
αυτή η ποιητική ανθολογία –
ετούτο το ζεστό το πανδοχείο
στη νύχτα την αφώτιστη και κρύα-

ετούτο το βιβλίο που επήρα
εχτές στη Δημοσία βιβλιοθήκη-
ετούτη η φωτερή ανθοπλημμύρα-
τα ονειρικά χερσαία αυτά τα φύκη-

ετούτο το μικρό βιβλιαράκι,
τι ήχοι μες στα φύλλα του που ηχούνε!
τι ανήκουστα θεριά! τι θείοι δράκοι!
τι τέρατα τυφλά το κατοικούνε!

Τι χρώματα εξαίσια-τι τοπία-
τι κάστρα που υψώνονται εντός του!
πώς σάρκινη προβάλλει η ουτοπία-
χορτάτες πώς οι ύαινες του Νόστου!

Και πώς μες στις σελίδες του μια θέση
κρατεί και μια γωνιά για τον καθένα
και πόσο συμπονούν όποιον πονέσει
τα τόσα μυστικά που 'χει κρυμμένα...

Καθώς με κρύα χέρια ξεφυλλίζω
τα φύλλα τ’ απαλά σαν περιστέρια
εντός του άλλα πρόσωπα αντικρίζω
και βλέπω να σαλεύουν άλλα χέρια.

Και τρέμοντας τα χέρια μ' αγκαλιάζουν
κι ολόχαρα ματάκια με θωρούνε
και άϋλα κορμάκια πλησιάζουν
το φίλο τον καινούργιο για να δούνε.

Και μέσα τους αφήνομαι και σ' άλλην
ζωή και κοινωνία φτερακίζω
και κει αναστηλώνομαι και πάλι
και πάλι προσπαθώ...και πάλι ελπίζω...






MIA ΓΡΙΠΠΗ

Βαριά μια γρίπη κόλλησα κι έγραψα στην Ελλάδα
για τους μεγάλους πόνους μου, τη θέρμη, τη ζαλάδα
για όλα όσα ο άνθρωπος θέλει μια παρηγόρια
σε κάθε δύσκολη στιγμή, σε κάθε ανημπόρια.

Σε πέντε μέρες ήμουνα καλά' το γράμμα όμως
ακόμα δε θα έφτασε' είναι μακρύς ο δρόμος'
κι η απάντησή τους κάποτε σε μένα όταν φτάσει
της γρίπης τα συμπτώματα θα έχουνε περάσει.

Μα ο θεός βοήθησε κι αυτούς αλλά και μένα.
Τα λόγια της συμπόνιας τους δεν πήγανε χαμένα-
τόσο το γράμμα που κι αυτοί γράψανε είχε αργήσει
που όταν έφτασε, ευτυχώς, είχα ξαναρρωστήσει.







Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Τ' άλλα σου όλα είναι καλά γλυκιά μου ρουμανίδα
μα άλληνε ψεύτρα σαν και σε τ’ ορκίζομαι-δεν είδα.
Πως είναι μία Κόλαση μας λες η Ρουμανία
και δείχνεις για τον Πρόεδρο Τσαουσέσκου μια μανία.

Μα κι ό,τι άλλο να μου πεις τη γνώμη δεν αλλάζω:
Παράδεισος η χώρα σου είναι και το φωνάζω-
και πώς αλλιώς θα ονόμαζα τον τόπο που εγέννα
αβρούς κι ανθοποθόπλαστους αγγέλους σαν εσένα.

ΠΕΘΥΜΗΣΑ..

Μυστήρια που 'ναι η ψυχή του ανθρώπου...
πεθύμησα τα πράγματα του γενεθλίου μου τόπου!
πεθύμησα όταν οδηγώ να χάσκουνε δεξά μου
χαράδρες επικίνδυνες και βράχια αριστερά μου.
Πεθύμησα ατιμώρητη παράβαση τροχαία
κάτω απ' του πόλισμαν την περικεφαλαία.
Να μου σερβίρουνε ξύγκικες πεθύμησα μερίδες
και να διαβάζω ψέματα στις εφημερίδες.
Πεθύμησα γυναίκα όταν πειράζω
να ξέρει βρε αδερφέ πως την πειράζω...
Της γυναίκας πεθύμησα το νάζι
κάθε τρεις το γκόβερνο ν' αλλάζει
και ντομάτες με δίχως ορμόνες
και βαρείς, χιονισμένους χειμώνες.

Πεθύμησα να φάω γλυκό περγαμόντο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Να οδηγώ πεθύμησα σε δρόμους που 'χουν λάκκους'
πεθύμησα αργοκίνητους χωροφυλάκους'
πεταμένα πεθύμησα στους δρόμους σκουπίδια
και στις στέγες αντί πισσόχαρτα κεραμίδια.
Πεθύμησα να πάω βόλτα με τα ποδάρια
και με μαγαζάτορες να κάνω παζάρια.
Να με χτυπήσουνε πεθύμησα μυρωμένοι αγέρηδες
και στις πλατείες να δω χασομέρηδες.
Πεθύμησα πωλητές να μ' αγριοκυττάνε
και ανθρώπους ένας τον άλλονε να βαράνε.
Να βρεθώ πεθύμησα πάλι
στου χαρούμενου τρύγου τη ζάλη'
με σταφύλια γλυκά να μεθάω
και χορεύοντας να τα πατάω.

Πεθύμησα σκορδίλα να μυρίσω σ' ένα χνώτο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Τη βρώμα ενοστάλγησα στους δημοσίους χώρους.
Πεθύμησα τα μάλλινα να τρώγονται απ' τους σκόρους.
Του τζίτζικα πεθύμησα τραγούδι στις ελιές
παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές.
Κουτσομπολιό πεθύμησα-κουβέντες-φλυαρία.
Ραχάτι επεθύμησα στα καφφενεία.
Των οδηγών πεθύμησα τη μούντζα
κι αγουροξύπνητες φάτσες με ρούντζα.
Μπουρνέλια ελαχτάρισα! Τζάνερα! Μούρα!
Και φασαρία-σαματά-σάλο-φωνές-βαβούρα.
Πεθύμησα οι άνθρωποι απ' ό.τι πούνε
το αντίθετο ακριβώς να εννοούνε.
Επεθύμησα όταν βολτάρω
κάθε λίγο γνωστό να τρακάρω.
Επεθύμησα φίλους και κέρνα
και πιοτό και μεζέ σε ταβέρνα.
Πεθύμησα σαϊνια που μπαίνουν με το πρώτο
ΠΕΘΥΜΗΣΑ ΕΛΛΑΔΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!









Η ΚΟΥΚΛΑ
Τα μάτια μου δυο πέτρες
άχυρα τα μαλλιά
ξύλα τα πόδια μου
το σώμα μου πανί με πριονίδι γεμισμένο.
Μια κούκλα ευτελής
σχεδόν ανυπόστατη
είμαι.

Κι όμως προβάλλω αξιώσεις
για προσοχή και αφοσίωση.
Καταλαμβάνω χώρο έτσι που κανείς
την ίδια ώρα δεν μπορεί
να είναι εκεί που είμαι.
Μιλώ και εκβιάζουνε τα λόγια μου αποφάσεις.
Με άλλες κούκλες
κοινωνικές συνάπτω σχέσεις.
Εργάζομαι
κοιμάμαι
περπατώ.
Λίγο ακόμα και θα έλεγα: "υπάρχω".







ΑΧΟΥ!..

Αχ! που θαρρέψατε πως εμεγάλωσα
και πως σοβάρεψα και πως εμυάλωσα...
Αχ! που μετρήσατε με μπόϊ το ψήλωμα
και μου στερήσατε χάδι και φίλεμα-

και με φορτώσατε αντίς για παίξιμο
ευθύνης βάδισμα-φροντίδας τρέξιμο...
Άχου! καλοί εσείς που μ' αποκόψατε
από τ' αγκάλιασμα-που μ' αποδιώξατε

απ' της αγκάλης σας το φίλο ζέσταμα
κι αποξεράθηκα κι είμαι για πέταμα...
Άχου! καλοί εσείς που από τις έγνιες σας
έξω με βγάλατε τις ασημένιες σας...
Κι α! ζωής κακότροπο αγέρι σκότεινο
που σβεις κάθε όμορφο κεράκι κόκκινο...







TO ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

Αχ! Πόσο αυτό το ήθελα το ωραίο δαχτυλίδι!
Ένα κενό τα μέσα μου που γέμιζε γεμίζει
και όπως στον παράμεσο τυλίγεται σαν φίδι
η σιγουριά που μου γεννά το νου μου τον ζαλίζει.

Έχω κι εγώ επάνω μου ένα πράγμα που να λάμπει
κάτι που δίχως να 'ξερα το είχα ανάγκη τόσο'
κάτι που μες στη ζήση μου αδιάσπαστα θε να 'μπει-
κάτι που άφοβα μπορώ δικό μου να το νιώσω.

…..
τώρα θα λεν της γειτονιάς οι νέοι οι ταλαντούχοι
«μάγκες, ο τύπος έρχεται το δαχτυλίδι που ’χει»

Κάτι ζεστό το χέρι. μου αγγίζει επιτέλους.
Κάτι κοντά μου είναι πολύ-με συντροφεύει κάτι
και μοιάζει αυτή μου η αίσθηση ναναι η αρχή του τέλους
των συφορών που ολοζωής μου σκότιζαν το μάτι.

Με το λευκό του δέρματος ταιριάζει ανυπερθέτως
και με το σχήμα του χεριού αδιασπάστως δένει.
Ω! Φίλοι! Μες στη ζήση μου κάτι θ' αλλάξει εφέτος-
κάτι θαρθεί αγαπητό-χαρά με περιμένει...

Τώρα η γυμνότης των χεριών δεν ενοχλει-ωρισμένως
κάτι έπρεπε οπωσδήποτε σ' αυτή τη θέση να 'ναι-
πάντα μού ήταν άφιλα κι εγώ τους ήμουν ξένος'
τώρα η φιλιά κι η γνωριμιά τους δύο μάς μεθάνε.

Ω! Τα χρυσά-τα μαγικά-τα λάγνα δαχτυλίδια
πώς τη χαρά την άπιαστη χειροπιαστή μας δίνουν...
Ω! τα χρυσά-τ'αστραφτερά-τα λαμπερά στολίδια
ως και τα ράκη της ψυχής μπορούνε να ομορφήνουν.









ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΑ...

Σε μεξικάνικη μια συντροφιά
δίπλα σαν κάτσεις κάποια μέρα
κάθε σου φεύγει ακεφιά-
κέφι πλανιέται στον αέρα.

Και "κε πασό" και "νάδα μας"
και "μούτσο γκράσιας" και "αμίγκο"
σα μεξικάνος θα μιλάς
θες και δε θες κι εσύ σε λίγκο'

Κι από αντίδραση ευθύς
στη γλωσσική τη μοναξιά σου
ίσως ξανά να θυμηθείς
τα ξεχασμένα ελληνικά σου.










HENCOCK PARK LIBRARY

Πέντε παρά δέκα απόγεμα. Publick library of Hencock park.
Κτίριο απρόσμενα άσπρο.
Νεοκλασσικό ελληνικό-σχεδόν ιπτάμενο.
Μιαν έκπληξη.
Σφυρίζοντας κατεβαίνουν δυο έφηβοι.
Μες στ' όνειρο τα μάτια τους δοσμένα.
Ιδεατοί.

Μπαίνω.
Ί would like..."
Χαμόγελο.
"Tio come please...this gentleman wants... Tio will show you... Thank you..." "Thank you..."

O ήλιος ενώ θα 'πρεπε να 'χει κρυφτεί
φωτίζει χαρούμενα τις στιγμές
μπαίνοντας από τ' ανοιχτά μεγάλα παράθυρα.

Μία απόκοσμη, αγγελική φωνή:
"Tio.the door please... thank you...thank you..."

Χρυσόδετα βιβλία στα ράφια.
Χώρος άνετος.

"Excuse me, l would like a book about parakeets..."
"This way please... thank you...thank you..."

Στην έξοδο.
"These books please..."
"Sure...thank you..."
χαμόγελο.
Γλυκιά ματιά αναίτια παρατεταμένη.
"Have a good night..Thank you... thank you..."
"Thank you...thank you..."
Γιατί ετούτο το δεκάλεπτο ντύθηκε άφθαρτα ρούχα;
Γιατί τα χέρια της αρπάχτηκαν απ' τα δικά μου καθώς υπόγραφα;
Ισως γιατί η Scherry
την ώρα εκείνην ακριβώς
συνουσιαζόνταν'
κι η μέρα τέτιαν ώρα ονειροντύνεται.
"Thank you...thank you...thank you..."
"Thank you...thank you...thank you...thank you..."










ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΚΡΑΣΙ

Μια φορά το δίμηνο περίπου
οι ξερριζωμένοι συναθροίζονται.
Με τα καλά τους ντύνονται σεντόνια
γεμίζουνε τις τσέπες τους σπερνά λιβάνι και κρασί
και πάνε..

Τα κόκκαλά τους τρίζουνε στις χειραψίες.
Διοτακτικά κι αμήχανα τρώνε
σαν κάτι αταίριαστο να κάνουν.

To κρύο της βραδιάς μπαίνει στο δωμάτιο
σα να 'τανε το σπίτι ανοιχτό.

Ανάμεσα σε δυο άδειες καρέκλες η συνεχώς ομιλούσα κυρία'
ανάμεσα σε δυο χιονισμένα βουνά σιωπής
μια χαράδρα στεγνού λόγου.

Και η Τζούλια με τη μετάφρασή της.

Μια κυρία
κρατώντας ένα ποτήρι ψεύτικο κρασί
λέει δυνατά:
"ήμουν προϊσταμένη του κυρίου Κελέκη!"
Και οι λέξεις της πέφτουνε αμέσως κάτω
κούφια-άδεια λόγια'
γιατί η προϊσταμένη είναι κενή και γκρεμισμένη
και γιατί ποτέ δεν υπήρξε κύριος Κελέκης.

Λέξεις κενές
νομίζεις ότι τις φαντάστηκες.
Όμως όχι.
0 οικοδεσπότης -τρία δολλάρια το κεφάλι-
νιώθει την παρουσία τους
κι ανοίγει διάπλατα την πόρτα.
Οι λέξεις,
που δεν έχουν τι να κάνουν
ορμούν έξω.

Ομιλεί ο κύριος πρόεδρος:
"έχουμε την ευτυχή συγκυρία.." (πού την έχουν άραγε;)
"..τον κύριο Κωνσταντόπουλο
τέως δημοσιογράφο της ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗΣ.."
Ο κύριος Κωνσταντόπουλος από συνήθεια μόνο
διορθώνει: "της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ!"
και ξανακοιμάται.
Κάποιος γιατρός φωνάζει: "στην Αμερική
πρέπει ν' αγωνιστείς για να περάσεις στην αντίθετη όχθη'
μα όταν βρεθείς εκεί, αυτό ειν' όλο-σώθηκες!".
Τι να σημαίνει τάχα "σώζομαι" 'δώ πέρα;







ΚΑΠΟΙΑ

Κάποια τραγουδάει το τραγούδι μου.

Κάποια
με τα δικά μου χέρια χαϊδεύει τα τριαντάφυλλα.

Κάποια
μόνη στο πλήθος μέσα με γυρεύει.

Κάποια αποπέμπει τις ελπίδες
και μες σ' ακίνητα νερά σιωπηλή λάμνει.

Κάποια ορθή κι αμέτοχη στέκει
προσμένοντάς με για να τηνε ζήσω.

Κάποια
το βράδυ κάθεται στο τζάκι της μπροστά
και με τα χέρια της στις φλόγες γυρισμένα
βλέπει εντός τους τη μορφή μου
ακλόνητη κι ασίγαστη κι αδημονούσα.

Κάποια
με τα νύχια της υπομονής
ξεσκίζει κάθε μέρα την καρδιά της
μην ξεχαστεί και δεν πονεί-
μη και χαρεί μια μέρα.

Κάποια
περνά παραμερίζοντας τα σμήνη των μικρών ερώτων'

κάποια τις κρήνες αγνοεί και αξεδίψαστη
την ίδια την πηγή γυρεύει'

κάποια μιλεί στους γύρω με το στόμα
φυλάγοντας τις άλλες της φωνές'

κάποια
όταν πληγώνομαι πονεί'

κάποια
ένα ποίημα γράφει τώρα σαν αυτό
και στέκει απροσπέλαστη κι αγνή
προσμένοντάς με για να τηνε ζήσω.

Ο ΒΡΟΝΤΟΣΑΥΡΟΣ

Στις αφύσικες καμπυλότητες του κεφαλαίου μι
είναι χτισμένο το κέντρο.
Μέσα του τα ατσάλινα ρομπότ παίρνουν τον καφφέ τους.
Μπαίνω και περιμένω να περάσεις όπως κάθε μέρα.

Στους τοίχους περπατούν χορεύοντας πολλοί μικροί ROAD RUNNERS.
Απρόσεκτοι πέφτουν μέσα στα ποτήρια.
Οι ατσάλινοι τους καταπίνουν.

Ακόμα το χτες από ώδεν έχει φύγει.
Υγρό ιξώδες, όλα περιβάλλει.
Οι ατσάλινοι αυτό έχουν στο μέρος της κεφαλής.

Ένα χέρι ανοίγει το ραδιόφωνο.
Ακούγεται η φωνή του αρχηγού: "WE INSIST.."
Ζητωκραυγές. To ραδιόφωνο κλείνει.
Την ίδια στιγμή μπαίνεις νωχελής και εύχαρις.
Με κόβεις σε εκατό κομμάτια και με διαμοιράζεις.
Απορώ: "γιατί SHERRY;"
Απορείς με τη σειρά σου: "αλλιώς θα φάνε εμένα!" Σε κατανοώ.
Άλλο ένα πρωί πέρασε.










ΣΑΝΤΡΑ Η ΓΛΥΚΙΑ WAITRESS

Είσαι Αμερικανίδα
με άγνοια Ελληνικών
κι εν οίδα: ότι ουκ οίδα
λέξη εγώ Αγγλικών.

Αγκάθι της ερήμου
για γλώσσα έχεις εσύ
και είναι η δική μου
μια όαση χρυσή.

Χόρτα σου παραγγέλνω
μου φέρνεις κρεατικό.
Πίσω στα ξαναστέλνω
με τρόπο μιμικό.

Όταν σε δω μεθάω
χωρίς σταλιά πιοτί.
Σου λέω σ' αγαπάω
μου λες ποιος ξέρει τι…

Επίμονα κοπιάζεις
να κάνεις νοητό
το που απ' το στόμα βγάζεις
μυστήριο βουητό.

Μα τίποτα. Δεν πιάνω
λέξη απ' όσα λες
προσπάθειες κι ας κάνω
καθώς και συ πολλές.



Αλλά μωρό μου ξέρω
στις γλώσσες μας τις δυο
πώς ταίριασμα να φέρω
με τρόπο οριστικό:

θα συνεννοηθούνε
και μάλιστα πολύ
σ' ένα γλυκό α' δοθούνε
οι δύο τους φιλί.










ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙ

Μια κούκλα από τις όμορφες τις πλαστικές εκείνες
που τις βιτρίνες των λαμπρών εμπορικών στολίζουν
απέραντα, ασυγκράτητα κι ασίγαστα αγαπώ.
Της το 'πα' δε με κράτησε ο φόβος μην ντραπώ
κι ούτε έκρυβα τα μάτια μου που αγάπη καθρεφτίζουν
ούτε προτού να της το πω σκεφτόμουνα για μήνες.

Και κείνη δεν εμόρφασε μ' αηδΐα ή με "λύπη"
και ούτε με παράξενο με κύτταξε ένα βλέμμα
σα να μου λέει: "μπορείς και συ γι αγάπη να μιλάς;
μπορείς και συ αληθινά τάχατες να φιλάς;
μπορεί κι εσέ πιο κόκκινο να γίνει σου το αίμα
και της καρδιάς σου πιο γοργοί να γίνουνε οι χτύποι;"  

για ν' απαντήσει μέσα της αμέσως: «βέβαια κι όχι»
και να με διώξει σίγουρη ότι δεν κάνει λάθος.
Μονάχα στέκονταν ορθή ακούοντας σιωπηλά
ενώ άφηνα του λόγου μου το ρυάκι να κυλά
και να της λέει για το άσβεστο που μ' άναψε το πάθος
στου κόσμου αυτού την άξενη που βρέθηκα την κώχη.

Μια μέρα που τα ψώνια μου θα έχω τελειώσει
απ' το λαμπρό κατάστημα εκείνο θα περάσω,
θα βρω τον ιδιοκτήτη του και κει ορθά κοφτά
δίνοντας ακατέβατα όσα μου πει λεφτά
το φως που τη βιτρίνα του στολίζει θ' αγοράσω
(σα δει το χρήμα πως κρατώ αμέσως θα τη δώσει).

Κι έτσι για πάντα δίπλα μου θα 'χω μια αγαπημένη
που "όχι" σ' ό,τι της ζητώ ποτέ της δε θα λέει'
τις νύχτες σro κρεββάτι μας θα πέφτουμε αγκαλιά,
όλα όσα μέσα μου κρατώ θα παίρνει τα φιλιά,
δε θα γελάει ψεύτικα ούτε ψεύτικα θα κλαίει,
και στις στιγμές τις μυστικές θα ξέρει να σωπαίνει.

Τα βράδια θα γυρίζουμε στις σκοτεινές παρόδους
(τη μέρα αν τηνε βλέπανε μπορεί να μου την κλέψουν)
λίγο για ν' αναπνεύσουμε αέρα καθαρό-
κι ύστερα αμέσως έρωτα που τόσο λαχταρώ'
και ολ' αυτά όσοι κουτοί αρνούνται να πιστέψουν
της τεχνικής στη σκέψη τους ας φέρουν τις προόδους.








Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Όταν τελείωσε ο μακρύς αιμάτινος ο δρόμος
λύθηκε ο όρκος ο βαρύς κι αμέσως δρόμο πήρα
και βρέθηκα στης θάλασσας το κρύο και την αρμύρα.'
Όλα ήταν ίδια σαν και πριν μον' έλειπε ο τρόμος.

Γλάρος κανείς δε φαίνονταν, ουτε άστρο ούτε καράβι'
μόνος εγώ κι η θάλασσα και τ' αφρισμένο κύμα'
μόνος εγώ κι η θάλασσα και το κομμένο νήμα'
κι η γλώσσα μου της θάλασσας έτσι τα βύθη σκάβει:

"Κάλλιο να θανατώνονταν στους κόλπους τους υγρούς σου
η πρωταρχή κάθε ζωής, όταν στα μαύρα βύθη
των άφωτων σου ωκεανών ν' ανθίσει εβουλήθη.
Τότε κι εσύ δε θα 'κουγες κατάρες απ' τους γιους σου,

μέσα σου αφού αγέννητοι θα κείτονταν αιώνια,
ούτε και θα κατάκαιγαν τη σκέψη τους εκείνοι
στων ιδεών το φλογερό κι ανάλγητο καμίνι
μόρια αφού θα 'μεναν νερού μες στα υγρά σου αλώνια.

Γύρισα! Με ξαπόστειλες οτ' άγρια της γης τα πλάτη…
μου 'δωσες πόνο αντίς τροφή κι αντίς για πιόμα δάκρυ.
Και μ' έδιωξες. Εμέτρησα τη λύπη απ' άκρη σ' άκρη
πνοή χαράς γυρεύοντας που πάντα ήταν φευγάτη.

To Ναι και τ' Όχι μεσα μου ολοζωής με καίγαν.
Σαν τα θεριά παλεύανε, δεν κέρδιζε κανένα
μόνο μου ανταριάζανε το νου μου και τα φρένα.
To αίμα τους επότιζε το Φόβο μου τον Μέγα.

Κι ο φόβος εμεγάλωνε ώσπου με σκέπασε όλον.
Και νύχτες επέρασα άγρυπνος ψάχνοντας στο σκοτάδι
για του ηλιού τη φωταυγή κι όλο έφτανα στον Άδη
να με κεντούν οι μαχαιριές βασανιστών διαβόλων.

Και κάθε μέρα σ' έπινα και σ' έμπαζα εντός μου
λες για ν' αντέξω κι όλο αυτό το χάος να γνωρίσω.
Μα να 'μαι τώρα! Έκανα ο,τ' είπες κι ήρθα πίσω!
Και τώρα απάντηση σ' αυτό που σε ρωτάω δος μου.

Πες μου η Πρώτη εσύ Αρχή-η Αιτία εσύ η Πρώτη
πες μου εσύ κάθε ζωής πάνω στη γη γεννήτρα
ποιος έσπειρε το σπόρο του στη σκοτεινή σου μήτρα
κι έπλασ' εμάς τους άχαρους η άχαρή σου νιότη;

Ποιος τάχα σε ξελόγιασε κι έχει η ζωή αρχίσει;
Και ποιος γυμνούς μας πέταξε στο κρύο και στο xιόνι
να μας θερίζει η Πεθυμιά κι ο Πόθος να μας λιώνει-
ποιος μας εμίσησε προτού ακόμα μας γεννήσει;

Ή είσαι εσύ του Σύμπαντος μια πόρνη σιχαμένη
και αγνοείς τα τέκνα σου ποιον έχουνε πατέρα-
πες μου λοιπόν ποιος όρισε να βλέπουνε τη μέρα
τα όντα και οι άνθρωποι που 'ναι από σε πλασμένοι;"

Και μία ήσυχη φωνή στο βόγγο μου απαντάει:
'Έλα και κύττα στων θολών νερών μου τον καθρέφτη'
θα δεις τη σκιά σου πάνω του μ' ορμή και βια να πέφτει
και το είδωλό μου τ' άψυχο με λύσσα να φιλάει.

Εσύ ο αίτιος-εσύ- της μακρινής πορείας.
Εσύ Σποριάς, εσύ Γαμπρός, εσύ και Σπόρος Γέννας.
Εσύ και από σένανε άλλος ποτέ κανένας
στα βάθη της ανθρώπινης αέναης Ουτοπίας".



ΜΕΡΙΚΗ ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΗ ΧΙΜΑΙΡΙΚΗ ΙΜΕΡΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΗ (EN AMEPIKH) ΑΡΡΗΤΟΛΕΠΤΟΠΝΕΥΣΤΙΑ
Ή TO APMENAKI

Μικρό μικρό μικρό μικρό
κι όλο δοσμένο στο χορό
στου αη-Νικόλα το τρελλό
το χοροπανηγύρι
για σε βαράνε τα βιολιά-
για σε οι χορογύροι.

Μαύρο μετάξι το μαλλί
σταράτο δερματάκι
χείλια φτιαγμένα για φιλί
και για δαγκωματάκι.

Και πουπουλάκι ένα κορμί-
αερα, συννεφάκι-
πότε απαλά πότε γερά
σπρώχνει το ποδαράκι.

Κι όταν λυγώντας χάνεσαι
μες στου χορού τη χάβρα
σε φανερώνουν φωτεινά
τα μάτια σου τα λάβρα.

Γλυκούλι αρμενάκι μου
ποιου ηδονικού Καυκάσου
λαγκάδια πήγες κι έβρηκες
καιτα 'κανες δικά σου;

Κορμάκι μου γλυκόχυτο
μέσα σου ποια Ευτέρπη

αιθέρια και συθέμελα
κινώντας σε μας τέρπει;

Τρεμουλοτρανταχτάκι μου
χαροπονομοιράστρα
η λάβα είσαι μες στη γη
στον ουρανό είσαι τ' άστρα.

Αιθερονεραϊδόσπαρτη
και φιδομαγνητούσα
περβολομοσκομύριστη
και λαγονοφτερούσα

λαχταροποθανάθρεφτη
σαγηνευτροχαδοϋσα
λαμπροφωτοπερίχυτη
και θανατοφιλούσα

σκοταδομεταξόμαλλη
λαιμαστραποσκορπούσα
δερματοποθοστάλαγη
λαγονοκυματούσα

γλυκοδιχαλοχώριστη
ρογοψηλοθωρούσα
μαρμαρογαλατόστηθη
καντιοχαμογελούσα'

αδειοκυπελλοσπάρταρη
γεματοποθοζώστρα
δροσερολαγκαδόφλογη
αντροποθοπυρώστρα

πελματοχωματόφρυγη
κορφοτριανταφυλλένια
μεσοδαχτυλιδόζωστη
μαγουλομηλανθένια

ψευτοχαμηλοκύτταγη
παντοκρυφοθωρούσα
σπουργιτοτρεμουλόστηθη
συντροφοτρυφερούσα

διαμαντακριβοστόλιστη
συννεφοβελουδένια
φωνορυακομούρμουρη
δαχτυλοκρινανθένια

αρεταγγελοκάμωτη
δαιμονοβασανούσα
φρεσκοκερασομύριστη
χαδερωτοζητούσα
 
γοφοσειστομαστόρισσα
γλυκοτρανταχτοστήθω
καμπυλοκνημοταίριαστη
μελοζαχαροβύθω

ψυχούλα του πανηγυριού
και της γιορτής γιορτούλα
ματάκια τω' ματιώνε μου
γλυκειά μου αρμενοπούλα

ολογυροπεθύμητη
γονατοφιλντισένια
γυμνολοφοσμιγούσα μου
μικρούλα μου μελένια

ας σ' έφερνε στο πλάϊ μου
το φτερωτό σου βήμα
να σου ψιθύριζα στ’ αυτί
το έρμο ετούτο ποίημα...











ΕΜΦΑΝΗΣ Ή Η WAITRESS

Ήταν ψηλή με πρόσωπο ωραίο'
λίγο αδύνατη αλλά με συμμετρία'
το σώμα έμοιαζε πιο νέο
για τη μεγάλη της την ηλικία.

Μια εμφανής σεμνότης την κρατούσε.
Συχνά γελούσε μα αρκετά συγκρατημένα.
Για φαγητό όταν ρωτούσε
τα μάτια είχε κατεβασμένα.

Για ένα μεσόκοπο σαν εμένα
σωστό μου έμοιαζε να την παντρευόμουν
έτσι όπως μ' είχανε ξεχασμένα
όσοι ασίγαστα εγώ σκεφτόμουν.

Σ’ ένα παιδί που ήξερα δυο χρόνια
καθώς ετρώγαμε μίλησα με ζέση
(είχανε φύγει τα γκαρσόνια):
εκείνη η γυναίκα μου αρέσει.."

Σα να μιλούσε στον εαυτό του
"μ' ένα κατόφραγκο" μου λέει, "ξαπλώνει υπτίως".
Και γύρισε στο φαγητό του-
δολλάρια εννοούσε ο αχρείος.









ΣΥΧΩΡΕΣΤΕ ME

Αν κάποια μνήμη πέρα από το σκότος και το φως μ' εξουσιάζει

αν κάποια ρίζα ακλόνητη είναι
που μ' έχει μεγαλώσει φύλλο ολότρεμο του κάθε αγέρα

αν κάτι ανυπόκριτο με ξαναχτίζει μακριά του

αν κάτι πέρα απ' το Εκεί κι από το Τότε θάλλει κάπου
ανύποπτον ορίζοντάς με΄

αν κάτι που μου ανήκει, οριστικά κλείνει τον κύκλο του

αν κάτι σίγουρα μου 'χει δοθεί αθάνατο,
μοναδικό,
αγνό,

αν κάτι ασύλληπτο από την ανθρώπινη ουσία με δονεί'

αν κάτι βρίσκεται αληθινό
που δικό μου να 'ναι και δικό μου μόνο,

απ' αυτό
απ' αυτό,
απ' αυτό ζητώ
να μου δώσει τη δύναμη
να μιλήσω και να πω-"συχωρέστε με-
συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
γιατί υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".

Κι απ' αυτό
απ' αυτό
απ' αυτό-
το πιο βαθύ από το κορμί μου
το πιο κρυφό από την ψυχή μου
το πιο μεγάλο μου από το νου
απ' αυτό ζητώ, όντα αυτού του κόσμου,
να σας δώσει τη δύναμη να με νιώστε όταν λέω:
"συχωρέστε με-συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
γιατί υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".








ΕΚΕΙ

Η ανεψιά μου πήρε προχτές απ' την Αθήνα
και μου 'πε πως μακριά μου ειν' άοσμα τα κρίνα
και ότι δε μεθάνε το ούζο κι η ρακή.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν είμαι εκεί!

Και μου 'γραψ' ο ανηψιός μου πως έχει αδυνατίσει
και δεν μπορεί σε ύπνο το μάτι του να κλείσει
και να ντυθεί και πάλι θα πάει στο χακί.
Ω! Πώς με θέλουν όλοι όταν δεν ειμ' εκεί!

Στους φίλους μου απ' όλους περσότερο όμως λείπω
γιατί καθώς εμένα δε βρίσκουν άλλον τύπο'
οι άλλοι τους-λεν-οι φίλοι τούς είναι φορτικοί.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν ειμ' εκεί!

Και να με λησμονήσει μια φίλη μην μπορώντας
κι άλλονε σαν εμένα να βρει αδυνατώντας
έβαλε πλώρη να 'ρθει για την Αμερική.
Με θέλουν πράγματι όλοι όταν δεν είμαι εκεί.

Ως κι οι συνάδελφοί μου αφήσαν τη δουλειά τους
γιατί σε μένα είχαν μονάχα τα μυαλά τους
κι άνεργοι τριγυρίζουν τώρα και νηστικοί
και μαύρη ζουν μια ζήση που εγώ δεν ειμ' εκεί.

Κι εγώ, επειδή όλοι να με ζητούνε θέλω
τα χαιρετίσματά μου από μακριά τους στέλλω
αλλά δε θα γυρίσω στη χώρα μου, γιατί
κανείς δε θα με θέλει όταν θα ειμαι εκεί.










ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ
(25-2-96,LITTLE ROCK)

Τον είδα.
Μες στο χιόνι που έπεφτε πυκνό
έμοιαζε άγγελος αγάπης.
Μου χαμογέλασε
μ' αντίς για δόντια δυο σειρές χιονονιφάδες.
Έλαμπε σαν παιδί ευτυχισμένο.
Πέρασε αργά μπροστά από τ' αυτοκίνητό μας
(η Λώρα πάτησε το φρένο και "τι καιρός!",είπε)

Τον κοίταξα ερωτηματικά.
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι.
Τα χείλια του σχημάτισαν δυο λέξεις: "όχι ακόμα".
Μετά, γελώντας μου συνέχεια,
χωρίς να βλέπει προς τα κει
και με κινήσεις σίγουρες
αν κι απαλές
και σαν βαριεστημένες
με το δεξί του χέρι έσπρωξε στο δρόμο τον πεζό
ενώ έβαζε τ' αριστερό μπροστά στα μάτια
του γέρου που οδηγούσε πλάι μας.

Το σώμα έπεσε βαρύ μέσα στη νύχτα.
Σταμάτησαν πολλοί.
Κατέβηκα.
Κάποιος σκέπασε το κορμί με μια κουβέρτα-
"είναι νεκρός", είπε.





Εκείνος
περνώντας μέσα απ' όλους
μου 'γνεφε με το χέρι φιλικά,
και γελαστά συνέχεια βλέποντάς με
χάθηκε μες στο χιόνι που έπεφτε βουβό
δίνοντας σ' όσα γίνανε,
όπως χαλί στα βήματα,
μιαν αίσθησιν αλλόδημη
αναστολής και άπνοιας.










Η ΣΤΡΟΦΙΓΓΑ

Και ξαφνικά από δέρμα αποτελούμαι μόνο.
Εντός μου, όπου θα 'πρεπε
τα Όργανα και τα Συστήματα να βρίσκονται
κενό το απόλυτο
χωρίς ελαστικότητα, χωρίς επιείκεια.

Από συνήθεια κάνω τις κινήσεις της αναπνοής-
τίποτα μέσα μου δεν μπαίνει`
χωρίς εγκέφαλο πώς σκέφτομαι;
χωρίς οστά και μύες πώς κινούμαι;

Το δέρμα μου το διατηρεί ζεστό κάποιος μηχανισμός
που πάνω στο ίδιο εδράζεται το δέρμα.

Στη θέση των ματιών
δυο ιριδιζουσών πομφολύγων το τοίχωμα έρπει.

Κινήσεις γραφής το δεξί μου χέρι κάνει
και το αριστερό πλήρες κενού το χαρτί σφίγγει.
Ώρες ώρες θαρρώ πως έτοιμος να σηκωθώ είμαι
αλλά του μολυβιού το βάρος έρμα
και με συγκρατεί.

Κι ενώ από μήνες έχεις φύγει
χωρίς να δώσεις έκτοτε σημεία ζωής
ανοίγεις τώρα την πόρτα του δωματίου μου
και με μαλώνεις: "πάλι τα ίδια;
άνοιξε τη στρόφιγγα αμέσως!"

Προσποιούμαι πως δε σε άκουσα ή δε σε είδα.

Αποφασιστικά έρχεσαι και κατεβάζεις ένα μικρό μοχλό
που τώρα καταλαβαίνω πως υπάρχει στο σημείο
που αντιστοιχεί στη μετωπιαία πηγή`
με στήνεις ύστερα όρθιον και με γεμίζεις
με θλίψη μέχρι τα ριζομήρια
από κει μέχρι το λαιμό με αγάπη
και ύστερα με αμφιβολία ως επάνω.












Η ΣΦΑΙΡΑ

Με χαρά θα δεχόμουνα μία σφαίρα στο στήθος.
Θα με πήγαιναν γρήγορα στο ζεστό χειρουργείο
κι οι γιατροί θα με άνοιγαν βιαστικοί ως συνήθως
μες στις σάρκες μου χώνοντας το μαχαίρι το κρύο.

Με χαρά θα δεχόμουνα μία σφαίρα στο στήθος.
Συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, να με δούνε θα 'ρχόνταν
και η έγνοια για όλο κείνο θα 'μουν το πλήθος
ενώ η πριν ύπαρξή μου στην αφάνεια χανόνταν.









ΟΙ ΠΑΡΩΠΙΔΕΣ

Θα δεις γυρνώντας δω και κει
όσα ποτέ δεν είδες
αν ένα ωραίο πρωινό
βγάλεις τις παρωπίδες.

Να οι άδικοι που πέρναγαν
για δίκαιοι-τώρα μοιάζουν
ο,τ' ειν' αλήθεια: κλέφταροι
τον κόπο μας που αρπάζουν.

Η κοπελιά η σεμνότυφη
ένα κοινό πορνίδιο
και ο παπάς με το φονιά
μητρώο έχουν ίδιο.

Η σύζυγος η τίμια
στην ατιμία χωμένη
κι η οικογένεια που ευτυχεί-
κρίμα-δυστυχισμένη.

Όσιος ο φαύλος-ο έξυπνος
ηλίθιος-η παιδούλα
μια διεστραμμένη έκρυβε
στα στήθη της ψυχούλα.

Το φως σκοτάδι φοβερό.
Αθώος ο ισοβίτης.
Η μάνα για το κέφι της
πουλάει το παιδί της.

Ό,τι εφαινότανε σοφό
άσοφο τώρα-νάτο!
Κι ό,τι ωραίο, άσχημο'
κι ό,τι ν' αξίζει, σκάρτο.

Μακάριοι όσοι δεν έχουνε
περιέργειες υψηλές
και είναι οι παρωπίδες τους
στέριες-παντοτινές.

Ποτέ σας μη τις βγάλετε-
η συμβουλή μου να τη-
να μη θελήστε αληθινό
ποτέ να δείτε κάτι.




ΝΑ ΦΑΕΙ ΚΑΤΙ

Κάθε ημέρα σχεδόν που πάω
στο εστιατόριο κάτι να φάω,
κάτι ασυνήθιστο γι Αμερική,
ένα ποδήλατο είν' εκεί.

Επειδή όλο λάσπη ξερή
γεμάτο είναι, γι αυτό μπορεί
λέω, ν' ανήκει σ' έναν εργάτη
που πάει και κείνος να φάει κάτι.








ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ
ΣΤΟ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Γυμνόστηθες Καρυάτιδες
γύψινες και στον τοίχο κολλημένες
τροφή για τους απάτριδες
μαζί με τις πατάτες τις ψημένες.

Ο γύψινος Ηνίοχος
ανάμεσα στα φρούτα και στο πιάνο
κι ο κύριος Αντίοχος
σκυφτός στα φοροχάρτια του επάνω.

Η Αθήνα στο Λος Άντζελες
με λιόλαδο τζατζίκι και κεφτέδες-
τι άλλο φίλε θα 'θελες
από ένα μαγαζί για εμιγκρέδες;

Ως και τα δυο αδιάφορα
γκαρσόνια που νυστάζανε λιγάκι
στο νεύμα του εστιάτορα
χορέψανε αυθόρμητα συρτάκι.








"FLOWERING PLANTS FLOURISHED
DURING THE PALEOCENE EPOCK.."
(NEW ENCYCLOPEDIA OF SCIENCE)

Φαντάσου το νιογέννητο χώμα να σκέπουν άνθη.
Φαντάσου χρωματόπνιχτα τα βάθη χαραδρών.
Φαντάσου την ατμόσφαιρα να μην πληγώνουν πάθη
ούτε τη γη πατημασιές ανθρώπινων ποδιών.

Φαντάσου ένας πρωτόφαντος ολανθισμένος κήπος
ναν' όλ' η γη' κατάπληκτα να μένουν τα πουλιά
και να υμνούν τον πλάστη τους δίχως το φόβο μήπως
δίποδα όντα λογικά τους κόψουν τη μιλιά.

Ή αν σε βολεί καλλίτερα φαντάσου μια παρθένα
(μπορείς ακόμα τάχατες έστω να φανταστείς;)-
μιαν ασυντρόφευτη, μικρή, χαρούμενη παρθένα
πριν ούτε ακόμα φαντασιά να είναι ο βιαστής.



ΤΟΝ ΟΙΚΤΟ

Δε θα μ' αγγίξουνε λοιπόν εμένα της αγάπης
τα χάδια τ' απερίγραπτα που την ψυχή δονούνε.
Λόγια θερμά και τρυφερά ποτέ δε θα ειπωθούνε
για με' της προσδοκίας μου της μάταιας ο τάπης

που με φροντίδα περισσή από καιρό έχω στρώσει
και για στημόνι έχει φιλιά κι έχει αγκαλιές για υφάδι
θα μείνει απάτητος. Φριχτό θα μείνει ένα ρημάδι
το δώμα που εστόλισα μ' ευαισθησία τόση.

Τα παραθύρια του κλειστά θα 'ναι για πάντα όχι ίσως
για να μη βλέπουν μέσα του τ' αδιάκριτα τα μάτια
μα ως για τα μικρόσωμα κι αδύνατα πουλάκια
μένει κλειστή κι απρόσιτη μια μακρυσμένη νήσος.

Κανένα μύρο ακριβό κάποιας ωραίας κυρίας
αγορασμένο απ' το ψυχρό Λονδίνο ή το Παρίσι
τη ντελικάτη του οσμή επάνω δε θ' αφήσει
στο στήθος της εβένινης μικρής μου Βαλκυρίας.

Κι ούτε ποτέ απ' τα μικρά που τόσο μ' αναλώνουν
θα με τραβήξει της βαθιάς αγάπης ο μαγνήτης
για να γνωρίσω της χαράς τα μυστικά μαζί της
που ομορφαίνουν τη ζωή και την ψυχή φτερώνουν.

Μόνο θα στέκω εδώ χλωμός και θα μετρώ τις ώρες
που συντροφιά με το κενό θα κάνουν και με μένα
κι αργά αργά θα φεύγουνε σαν άδεια κάτι τραίνα
που σ' ακατοίκητες, ψυχρές, ξένες πηγαίνουν χώρες.


Και πάντα μέσα εγώ θα ζω σε μια φρικτή ρουτίνα
χωρίς καλά να ξέρω πού-πώς έγινε το λάθος
κι ενώ η φύτρα μου ήτανε η φλόγα και το πάθος
στου μηδενός τον όλεθρο πήγαν κι εγώ και κείνα.

Δε θα μ' αγγίξουν-όχι-εμέ τα χάδια της αγάπης.
Κρύος στο κρύο θα γυρνώ και μαύρος μες στο μαύρο
κι αν ψάξω μίσος μοναχά κι αδιαφορία θα 'βρω
καθώς τον οίκτο θα 'βρισκε αν έψαχνε ο διαβάτης.





ΕΡΥΘΡΟ

Θα χτίσω ένα ποίημα όχι με στίχο.
Θα χτίσω ένα ποίημα όχι με λέξη.
Θα χτίσω ένα ποίημα με πέτρινο τοίχο
θα φτιάξω ένα ποίημα γερό-για ν' αντέξει.

Τσιμέντο θα βάλω στην κάθε γωνιά του'
θα ντύσω με σίδερο την κάθε του κώχη'
θα φτιάξω ένα ποίημα που μόνο η θωριά του
του Χρόνου να κάνει να τρέμ' η απόχη.

Και όπως γερά εγώ θα 'χω χτίσει
θεμέλια, πατώματα, στέγη και τοίχους
αλήθεια πολύ-πιο πολύ θα κρατήσει
από τους σαθρούς-τους φτηνούς μου τους στίχους.

Σε κείνους που θα 'ρθουνε ας με θυμίζει
λοιπόν όχι οι στίχοι μου μα λίγο τσιμέντο..
μόνο ένα λουλούδι γλυκά που μυρίζει-
λουλούδι ερυθρό να του βάλω στο πέτο...
ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ

Απόβραδο.
Chatchworth Park.
Στην άμμο αποτυπώματα ποδιών' το μόνο που έχει μείνει
από έρωτες που άνθισαν
λίγο πριν έρθω εδώ και ακουμπήσω
στην έρμη τούτη πέτρα επάνω.

Αποτυπώματα ποδιών που πέρασαν
κορμιά στηρίζοντας αγκαλιασμένα'
που διάβηκαν αργά και παιχνιδίζοντας
σκορπίζοντας την άμμο που πατούσαν'

σχέδια που φτιάξαν μια μακριά γραμμή-
μιαν απαλή, γλυκόσυρτη γραμμή ευτυχισμένη
με κάπου κάπου κάτι βαθουλώματα
κι ένα φιλί στο πιο κρυφό τους μέρος.

Αποτυπώματα στεφανωμένα με υποσχέσεις
που κρυσταλλώσανε στο φως του δύοντος ηλίου
και τώρα ίπτανται σε σχήματα παράξενα
και λάμπουν μες στο σούρουπο και φέγγουν.

Σχήματα ερωτικά που αφέθηκαν στην άμμο
σαν χάδια σε κορμί αγαπημένο'
εικόνες που χαράχτηκαν γλυκές
λίγο πριν έρθω και ακουμπήσω εδώ
στην έρμη τούτη πέτρα επάνω.





ΞΕΡΡΙΖΩΜΕΝΟΙ

Αρίζωτοι στη νέα κι απ' την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη'

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα"-
όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.











ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ-1992


Και γυρνάει η γη στο τρελό γαϊτανάκι του απείρου
και δεμένους μας σέρνουν γοργόνες και δράκοι
στο μονάχο υπάρχοντα κόσμο-του ονείρου.

Στο πανηγύρι τ' αϊ-Νικόλα
πολύχρωμα μπαλόνια'
άντρες που σεργιανίζουνε
μεταξύ πόσθης και βαλάνου τις ελπίδες τους
ανεξαργύρωτες εις τον αιώνα'
παιδιά που παίζουν κι όλο παίζουν
λες αύριο πρωί θα μεγαλώσουνε
και πια θα είν' αργά.
Γυναίκες που κατάφορτες μ' ό,τι μπορούν
εκλιπαρούν μια κολακεία.

Κι αηδιασμένη κι ένοχη η γη
να σκύβει το κεφάλι
μπρος στ' αλλ' αστέρια που κοιτώντας την γελούν.

Και γυρνάει η γη στο τρελό γαϊτανάκι του απείρου
και δεμένους μας σέρνουν γοργόνες και δράκοι
στο μονάχο υπάρχοντα κόσμο-του ονείρου.

(Μες στο γραφείο του ναού οι παπάδες
μοιράζονται τα κέρδη από την πώληση
των ούζων και των σουβλακίων'
ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών
καθώς ανήκει κι η Δανία στο έθνος των δανών.)








ΣΤΟ ΓΟΡΙΛΛΑ
ΤΟΥ L.A. ZOO


Σύννους, μ' εμβρίθεια ως μ' εθώρεις
πήρα το βλέμμα μου μακριά-
όσα θωρώντας με μου ιστόρεις
μέσα στο πνεύμα μου βαθιά σπαθιά,


που ως απ' το χώμα προς το χώμα
;eρχoνταν μες στην αντηλιά
μου πελεκούσε τ' όρθιο σώμα
και μου σταμάταγε τη νια μιλιά.

Και στη σκληρή πάνω λεπίδα
η σχέση έλαμπε η σωστή:
μέσα στου κήπου την παγίδα
οι άνθρωποι είχαμε κλειστεί

και συ εμάς παρατηρούσες
κι όχι εσένα εγώ κι αυτοί'
και συ το ύφος μας μετρούσες
πρόγονε, απόγονε, συμπορευτή.










Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Σήμερα θα' ρθω όχι όπως πρώτα
με ρόδα και με δάφνες στολισμένος-
σήμερα θα 'ρθω με τα χνώτα
του μίσους και του σκότους τυλιγμένος.

Δε θα 'χω σήμερα γιρλάντες
πλεγμένες από φως κι από λουλούδια
και του θανάτου τις μπαλάντες
θα λέω αντίς χαρούμενα τραγούδια.

Σήμερα θα 'χω της ελπίδας
το σάπιο το κορμί στην αγκαλιά μου
κι ούτε το φως μιας ηλιαχτίδας
δε θα φωτίζει τα μαλλιά μου.

Το στόμα θα 'χω σφραγισμένο
με κρύα νεκροφιλήματα και θα 'χω
επάνω στ' όνειρό μου το θαμμένο
κυλήσει του χαμού το μέγα βράχο.

Και ττότε εγώ να δω ποια θλίψη-
ποια λύπη θα μπορεί να με πληγώσει-
ποια θύελλα θα μ' έφτανε στα ύψη
που μ' έχει η Παραίτηση ανυψώσει.

Και τότε εγώ να δω ποιο κάλλος
μπορεί να συγκριθεί με το δικό μου'
και τότε εγώ να δω ποιος άλλος
μισεί όσο εγώ το εαυτό μου.






ΠΙΣΩ

Τραγικά κυνηγημένος
απ' της μοίρας μου το μένος
σε μια χώρα έχω βρεθεί
κι έχω μέσα της χαθεί.


Μια μεγάλη είναι χώρα'
όλα εδώ μου λεν: "προχώρα!"
Μόνο η μέσα μου φωνή
μ' όλ' αυτά δε συμφωνεί

και μου λέει: "μην πας εμπρός-
κάτσε-στάσου-πια καιρός
για προχώρημα δεν είναι-
άκουσέ με-μείνε-μείνε!"

Απ' τις δύο τους καμιά
δεν ακώ-την πεθυμιά
της Ανάγκης θ' ακλουθήσω-
και ιδού-πηγαίνω πίσω.







ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

Πολλές εισαγωγές βιβλίων από τις υπερπόντιες κτήσεις.
Τα ρομπότ τα χρησιμοποιούν
στο χτίσιμο εξοχικών οικιών
τσιμεντώνοντάς τα γύρω.

Τα γράμματα τότε μέσα τους πλαντάζουν.
Μερικά επαναστατούν
σπάζουν το περίβλημα και χύνονται έξω.
Η γυναίκα-ρομπότ λέει τότε: ο τοίχος μπάζει νερά.

ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ

Απόψε γίνονται συλλήψεις.
Τα νέα μας τα 'φερε ο Ξηρέας-
άραγε είναι αληθινά.

Απόψε γίνονται συλλήψεις. Ένας τρόμος
έχει απλωθεί πάνω στις πέτρες της μικρής μας μάντρας.
Η λάμπα πιο αδύναμα θα φέγγει απόψε.
Στη σάλα τα φαντάσματα θα 'χουν πληθύνει' έξω
το φεγγαρόφωτο δε θα μπορεί
μια συντροφιά να βρει για ν' ακουμπήσει.

Θα πιάσουν πάλι τον πατέρα'
και θα τον βασανίσουνε. Αυτοί
είναι-όπως λένε-αδίστακτοι.
Ίσως τον πάνε πάλι για το Ναύπλιο
εκεί που οι φυλακισμένοι φτιάχνουνε
μικρές κομψούλες ταμπακέρες και σκαρώνουν
θήκες δερμάτινες, πτυσσόμενες,
για ΕΑΜικές φωτογραφίες.

Απόψε η γη χάνεται κάτω από τα πόδια μας.

Απόψε κάθε κρότος θα 'ναι μπιστολιά.
Κάθε αργοκούνημα των σκιών στον τοίχο
θαν' ένα πλέγμα από θανάτους αργοτέλεστους.
Κάθε λεφτό της ώρας που περνά
και πιο κοντά σε μια καταστροφή-σ' ένα χαμό θα φέρνει.

Απόψε γίνονται συλλήψεις.
Άνθρωποι με στολές, καπέλα,
άνθρωποι που λευκά κορδόνια κρέμονται απ' τους ώμους τους
άλλους ανθρώπους πιάνουν
χειροπέδες τους περνούν
και τους κλείνουνε σε κελιά μέσα-
σε υγρές φυλακές ολοσκότεινες.

Τα παιδιά θάρθει η ώρα να πάνε για ύπνο
αλλά μες στ' όνειρό τους
φυλακές τρομερές θα οικούνε
και θα είν' οι φρουροί τους ψηλοί ενωμοτάρχες
μ' ένα όπλο στο χέρι και σφαίρες ζωσμένοι.











ΝΑ ΧΑΡΙΖΩ

Θα 'θελα να 'μουνα θεός και να χαρίζω δώρα-
έρωτα στους ανέραστους, χαρά στους λυπημένους
ελπίδα στους απέλπιδους-μια συντροφιά στους ξένους.
Θα 'θελα να 'μουνα θεός και να χαρίζω δώρα.

Θεός δεν είμαι μα κρατώ το πάθος να χαρίζω'
και ότι δίνω απ' της ψυχής τ' απόθεμα το δίνω'
τώρα κορμί χωρίς ψυχή χάνομαι... λυώνω... σβύνω-
θεός δεν είμαι μα κρατώ το πάθος να χαρίζω.





Η ΑΣΧΗΜΗ

Η άσχημη εγέρασε-αρρώστησε-πεθαίνει.
Μπροστά της λίγο πριν σβηστεί κι η τελευταία αχτίδα
περνά η ζωή που έζησε μόνη και πικραμένη
χωρίς του έρωτα χαρά, χωρίς χαράς ελπίδα.

Χοροί που δεν εχόρεψε' αλέες όπου δε 'διάβη'
χείλια που δεν εφίλησε' κορμιά που δεν εχάρη'
Ο θολωμένος της ο νους όσο παλιά κι αν σκάβει
χαρούμενο κι ευφρόσυνο δε βρίσκει ουτ' εν' αχνάρι.

Αλλά ενώ του λύχνου της η φλόγα τρεμοσβήνει
το σκοτισμένο βλέμμα της καθώς πλανιέται πέφτει
σ' ό,τι γι αυτήν πάντα ήτανε δεύτερη πόνου κλίνη
και πάντα την επότιζε φαρμάκι-στον καθρέφτη.

Και να! Εκεί μία μορφή χαρούμενη αντικρίζει.
Μία γυναίκα όμορφη χαμογελάει εντός του
που από λαμπράδα κι ομορφιά και από νιάτα σφύζει
λες κι ένας ήλιος μαγικός τη λούζει με το φως του.

Και πόσοι άντρες γύρω της τήνε ποθούν ωραίοι!
Πώς λιώνουν για ένα της φιλί...για ένα θερμό της χάδι...
Α! Πόσο είναι όμορφη! Τι δροσερά που πνέει
του θαυμασμού τους η δροσιά μες στο ζεστό το βράδυ!

Η άσχημη επέθανε. Όμως το πρόσωπό της
από χαρά κι απ' ομορφιά τώρα λαμποκοπούσε
κι από ευτυχία που το στερνό αυτό χαμόγελό της
για ν' απλωθεί επάνω του θαρρείς εκαρτερούσε.




ΛΥΠΗΤΕΡΗ

Λυπητερή έτσι μια μοίρα
μ' έχει αλύπητα μοιράνει
κι όλα της ζήσης μου τα μύρα
δάκρυα πικρά τα έχει κάνει.

Ο,τι κι αν έπιασα να χτίσω
κομμάτια κείτεται στο χώμα'
ό,τι επάσκισα να κλείσω
μένει ανοιχτό σα δράκου στόμα.

Και μιαν αγάπη που 'χα δέσει
με πασχαλόκλαδα και κρίνα
μες στο βυθό μού έχει πέσει
κι αυτή και πάνω της εκείνα.

Και τη χαρά που 'χα σταυρώσει
με της λεβάντας το κλωνάρι
τα χέρια η θλίψη έχει απλώσει
και από με την έχει πάρει.

Α! Λυπηρή έτσι μια μοίρα
μ' έχει αλύπητα μοιράνει
κι όλα της ζήσης μου τα μύρα
δάκρυα πικρά τα έχει κάνει..








ΚΑΙ ΝΕΚΡΟ

Α! Έχει σύννεφα κι εδώ! Α! Έχει καταιγίδες!
Κάτι τεράστια σύννεφα που πιο σφιχτά σε ζώνουν
απ' της πατρίδας-πιο πολύ-α! πιο πολύ σκοτώνουν-
που πιο συχνά κι ανάναφτα σβήνουνε τις ελπίδες.

Και το φεγγάρι βγαίνει εδώ με μια χλωμάδα τόση-
όμοιο ασημοκέντητο μαχαίρι καρφωμένο
στης γης το τρεμουλιάρικο κορμί-το πεθαμένο
λες και πασκίζει και νεκρό να το ξανασκοτώσει.






ΒΡΕ ΚΥΡ ΧΕΙΜΩΝΑ

Τι κλίμ' αλήθει' αλλόκοτο που έχει η Καλιφόρνια'
ανάλλαγο κι ανόθευτο τέσσερα τώρα χρόνια.
Γενάρης κι αίθριος ο καιρός' Γενάρης κι ήλιος λάμπει'
δεν πρόλαβε η Άνοιξη να βγει και πάλι θα 'μπει.

Βρε κυρ Χειμώνα κόπιασε και κάτσ' εδώ λιγάκι
και λίγο χιόνι φέρε μας και λίγο βοριαδάκι'
τέσσερα χρόνια που 'χω 'δω δε σ' είδα-σ' έχω χάσει
και δίχως σου ανέχαρη και άχρωμ' είν' η πλάση.

Φέρε μας κρύα και βροχές-μάλλινα φόρεσέ μας
στο σπίτι τουρτουρίζοντας τα βράδια κλείδωσέ μας.
Και μη μου πεις πως ήσουνα πάντα εδώ-μαζί μου:
σε θέλω έξω-γύρω μου και όχι στην ψυχή μου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Έρχεται ο κύριος διευθυντής!
Άλλον το Σώμα όπως αυτόν καλό γιατρό δεν έχει.

Έρχεται ο κύριος διευθυντής!
Ψηλός, αδύνατος και γελαστός
φορώντας την μπλουζίτσα του την πάλλευκη
την μόλις πάντα σιδερωμένη
έρχεται ο κύριος διευθυντής.
Που τίποτε γι αυτόν κρυφό δεν είναι  
που όλα στην εντέλεια κατέχει της Επιστήμης τα μυστήρια.
Έρχεται ο κύριος διευθυντής.

"Ας πάω τώρα κι εγώ-ήρθε η σειρά μου
να εμφανιστώ στην καθημερινήν επίσκεψη.
Απ' την κορφή ως τα νύχια λάμπω
και η ποδιά μου αστράφτει.
Κι ύφος δεν έχω αυστηρό
(πέρασαν οι καιροί των αυστηρών γιατρών,
τώρα ένα ύφος φροντισμένα απλό χρειάζεται).

Όλοι στην κλινική με υπολήπτονται
και δείχνουν να εκτιμούν τη μόρφωσή μου
συγκαταβατικοί-τουλάχιστο δεν κάνουν ερωτήσεις
κι αν τους ξεφύγει κάτι τι δεν επιμένουν.
Εκείνος ο αγριάνθρωπος μόνο
να ’λειπε από την παρέα μας..
Δε σέβεται και δε φοβάται ο άθλιος
ούτε τη θέληση των δικτατόρων που με κάναν Διευθυντή...
Α! Ο αγριάνθρωπος! Μονάχα που με βλέπει
καταλαβαίνω πως με οικτίρει."

Κι αρχίζει κάποτε η επίσκεψη.
και φτάνει στο μικτόν όγκο της παρωτίδος.
Αδίστακτα ο κύριος Διευθυντής
"Μαγουλάδες!" ,διαπιστώνει, "αντιβίωση! να φύγει!"
Κι όποιαν ερώτηση για να προλάβει, γρήγορα,
στον δίπλα τρέχει άρρωστο
προτού δοθεί καιρός-
α! ο κύριος...α! ο κύριος Διευθυντής!...










\
ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ

Επάνω στης Τραπέζης τα γραμμάτια
μικρούλικα θα γράψω ποιηματάκια-
του χρήματος τον κόσμο θα τον σβήσω-
στη θέση του έναν άλλο θα ποιήσω.

Εκείνους που λατρεύουνε το χρήμα
να πείσω δεν μπορώ-και είναι κρίμα'
ανθρώπινο τον κόσμο το δικό μου
να κάνω όμως χρωστώ στον εαυτό μου.




ΣΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα 'χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως πα' η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ' τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Όπως 'κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α! γιατί μ' αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτά κι αυτή.






ΣΚΙΖΕΣ

Εν' αστεράκι λαμπερό και δυο κορφές φοινίκων
βλέπω απ' το σπίτι μου σα βγω και κάτσω στο μπαλκόνι.
Όσα σε άλλους θάματα η φύση μπρος απλώνει
τα σπίτια εμέ το κρύβουνε των άλλων των ενοίκων.

Και μαστορεύω τις κορφές για να τους δώσω ρίζες
και με τ' αστέρι προσπαθώ έναν ουρανό να φτιάξω'
αστείο πράγμα-γίνεται το νόμο εγώ ν' αλλάξω;
τ' αστέρι σκότος θα γενεί κι οι κορυφούλες σκίζες.








ΤΙΠΟΤΑ

Αυτό ειν' ένα ποίημα για το τίποτα.
Για τίποτα δεν έχει να μιλήσει
μονάχα θα κρατεί τα οσ' ανείπωτα
κι ανάκουστα εντός μου έχουνε σβήσει.

Εντός του θα κρατεί οσ' αφανέρωτα-
κρυφά όσα εμείνανε στα μάτια'
και θα 'χει για στροφές του χάδια του έρωτα
που χάθηκαν στου άδοτου τα πλάτια.

Κι έτσι καθώς μετέωρο θα στέκεται
χωρίς κάτι γερό να το στηρίζει
σαν του Γουσταύου του Φλωμπέρ τη γη θα φαίνεται
που έρημη στα χάη τριγυρίζει.

Τίποτα-όχι-τίποτα δεν έγραψα
μια νύχτα εαρινή στην Καλιφόρνια.
Για τίποτα χαμένο εγώ δεν έκλαψα-
τίποτα δε μου πήρανε τα χρόνια.


ΛΕΣΛΥ

Η Λέσλυ ο νους της όλο στοn Τζιμ.
Η Λέσλυ η δεξιά τιράντα της ποδιάς της
χλιαίνεται στο στέρνο της επάνω
μόνιμα απωθημένη εκεί απ' το δεξί της στήθος.
Η Λέσλυ όταν κάτι τη ρωτώ
και σκύβει προς το μέρος μου
κατάφορτη ενδιαφέρον κι ομορφιά,
όλη δική μου τις στιγμές εκείνες.

Η Λέσλυ.











ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΜΑΣ ΗΘΕΛΑΝ

Οι άλλοι μας ήθελαν δικούς τους, αλλιώς
δε θα μας διναν τόπο να σταθούμε
γη να πατήσουμε.

'Ετσι και μεις εκάναμε πως είμαστε δικοί τους
σηκώναμε ψηλά τα χέρια και φωνάζαμε "ωσαννά"
και "αλληλούια" και "δόξα Σοι ο θεός"
ενώ μες στα χέρια μας κρατούσαμε
τη σάρκα ο ένας του άλλου.

Πηγαίναμε στα μέρη όπου συχνάζανε
και λέγαμε μαζί τους "τι καιρός!"
"λέτε να πέσει η κυβέρνηση;"
ή το πολύ "απόψε δεν αισθάνομαι καλά",
μα τα κρυφά μας λόγια απλώνανε τα χέρια κι αγκαλιάζονταν
και πάθιαζαν μες στο ζεστόν αέρα τους
σα γλώσσες στο φιλί μέσα στο στόμα.

Ύστερα
βράδυ
φεύγαμε λέγοντας "πάμε για ύπνο"
και είναι σίγουρο πως ούτε τότε
κανένας δεν μπορούσε να υποψιαστεί
πως ίσως δεν πηγαίναμε να κοιμηθούμε
αλλά για κάτι που ας τ' αφήσουμε ανείπωτο
γιατί δεν ξέρουμε κι εμείς ακόμα
πώς τέτοιαν άφεση
με λόγια έστω εαρινά
να περιγράψουμε.






ΤΑΝΙΑ ΚΑΙ ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ

"Έτσι, στην πρώτη μανούβρα που έκανα-
στην πρώτη απόπειρα για να παρκάρω
μου έβαλε ξαφνικά τις φωνές:
ηλίθια, βλάκα, ανόητη,
αφού δε νογάς τι ανεβαίνεις στ΄ αμάξι;
Τα είδες Τζωρτζ και συ.
Βέβαια δεν κατάλαβες τι λέει
μα άκουσες τις φωνές και είδες τις χειρονομίες του".

Στην πρώτη απόπειρά της να παρκάρει
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη
χωρίς αιτία βάζοντάς της τις φωνές
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη ο Γκρέγκορυ την Τάνια.
Φωνάζοντας κι αισχρά χειρονομώντας
την έβρισε ηλίθια βλάκα και ανόητη.

"Οι φίλοι μας περίμεναν, το ξέρεις Τζωρτζ, στο ΒOWL-απ' το σπίτι
ετσ' είχαμε μαζί τους συνεννοηθεί.
Κι αυτός με πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσω
γιατί δεν ξέρω λέει να οδηγώ-
και μ' έβρισε ταυτόχρονα ηλίθια και ανόητη και βλάκα".

Οι φίλοι τους περίμεναν στο ΒOWL
(έτσι είχαν απ' το σπίτι συνεννοηθεί)
κι εκείνος σημασία μη δίνοντας σ' αυτό
την πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει όταν εκτίμησε
ότι αυτή δεν έκανε καλό παρκάρισμα.

"Τζωρτζ σου ζητώ συγνώμη για το φέρσιμό του
χάλασες τη βραδιά σου και το ξέρω
λυπάμαι Τζωρτζ γι αυτό μα τι να έκανα
έπρεπε να γυρίσω αφού μου είπε.
Αν δεν το έκανα ήταν ικανός να με χτυπήσει".

Την είπε ηλίθια βλάκα και ανόητη
απέξω από το ΒOWL όπου οι φίλοι τους περίμεναν
και την επρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει
κι αν τον παράκουγε ήταν ικανός να τη χτυπήσει.

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

Πώς έτσι έφυγε κατ' απ' τα πόδια μας η γη
και μετέωροι βρεθήκαμε (και-ποια γη; ποια πόδια;)
Πώς έτσι χωρίς ψυχή κυκλοφορούμε (και τότε
τι 'ναι αυτό που μας σκοτώνει;)
Πώς έτσι στο κενό κενοί γυρνάμε;
Πώς έτσι βυθιζόμαστε;
Πώς μνήμες κενών πραγμάτων μας εξουσιάζουν
(κάποτε αυτά έγιναν;)
και πώς εικόνες του μέλλοντος μας διαπερνούν
(κάποτε αυτά θα υπάρξουν;)

Η μνήμη και η φαντασία αρρώστιες του μυαλού είναι'
αυτό που έγινε δεν έχει γίνει
εκείνο που θα γίνει δε θα γίνει
χτες ποτέ δεν υπήρξε
αύριο ποτέ δε θα υπάρξει.

Κηρύσσω το Πολίτευμα του Τώρα
και τη νέα γραμματική του.
Λέξεις όπως το "πάντα", το "ποτέ", το "θα"
το "αν", το "ίσως", το "κάποτε"
και όλες οι δηλωτικές
μέλλοντος και παρελθόντος λέξεις
πρέπει να διαγραφούν απ' το λεξιλόγιό μας.

Οι χρόνοι των ρημάτων πλην του ενεστώτα το ίδιο.
Πρέπει τα φρούτα να 'ναι ώριμα ή να μην είναι.
Πρέπει το φως να 'ναι αναμμένο ή σβηστό.
Πρέπει να τρέχει ή να μην τρέχει το νερό.
Πρέπει να ζεις ή να μη ζεις-και τίποτ' άλλο.

Κηρύσσω το Πολίτευμα του Τώρα
(οι πληγές του δεν είναι αρκετές;)

Η ζωή μας είναι Τώρα.
Από το 'ταύ" μέχρι το "άλφα" του όλα διανύονται.
Μόνο όταν στα τέσσερα γράμματά του μέσα πλέουμε,
μόνο τότε είμαστε.
Και ιδού η τελευταία πρόταση σύμφωνα με τη νέα γραμματική μου:
στα τέσσερα γράμματά του μέσα πλέουμε,
είμαστε.









ΘΑ 'ΞΕΡΑ ΚΙΟΛΑΣ

Αν ήσουν κοντά μου
σε κάποιας μικρής σου φροντίδας τον κύκλο
θα έμπαινα να ξαποστάσω.

Τότε το χιόνι δε θα ήταν παγωμένο σάβανο
αλλά ζεστός μανδύας και χαρά στο μάτι'
του αέρα τα σφυρίγματα δε θα 'κρυβαν φαντάσματα'
οι σκιές της νύχτας θα 'ταν σκιές και τίποτ' άλλο.

Αν ήσουν κοντά μου θα πότιζες
με υγρή καλοσύνη τις ρίζες μου
κι εγώ θα ξανάνθιζα σαν νιόφυτος κρίνος.

Θα έλυνες τις πιο βαθιές μου απορίες-
πού βρίσκει το χρυσάνθεμο το άρωμά του
γιατί ο ήλιος χάνεται τη νύχτα
ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο της πέτρας.

Και θα με κύκλωνες από παντού
σαν χάδι ερωτικό
πολυδύναμο
και θα με μάθαινες-θα 'ξερα κιόλας
πόσο απέχουν οι πηγές του Τώρα από το Τώρα
και πόσο οι ρίζες του Εδώ απ' το Εδώ.

Ανέγνοιος κι ευεπίφορος θα 'στεκα στην ποδιά σου
σαν σπουργιτάκι αδύναμο σε σίγουρη φωλιά
και θα 'τανε ο θάνατος
κοντά μου αν ήσουν
μια τρυφεροπολύγνιαστη σταγόνα ευτυχίας
που ήρεμα θα ξεχείλιζε τ' ολόγιομο ποτήρι.







Ο ΚΑΗΜΟΣ

Η π' αγαπώ είναι μακριά
και πώς να της μιλήσω
και πώς λογάκια να της πω
και πώς να τη φιλήσω...

Ήλιε που ακούραστα γυρνάς
σα θα βρεθείς κοντά της
στείλε μι' αχτίδα σου χρυσή
πα' στα χρυσά μαλλιά της

και πες της ό,τι θα 'θελα
να της ειπώ-μ' ακόμα
ένα σου δώσε της φιλί
ολόγλυκο στο στόμα-

όμως χωρίς να της ειπείς
εγώ πως σ' έχω στείλει.
Και πες μου, όταν άγγισες
τα δυο μελένια χείλη

το καλοδέχτη ή θύμωσε
με το γλυκό φιλί σου'
γιατί αν το καλοδέχτηκε
το φίλημα μαζί σου

να ξέρω-για μιαν άπιστη
να μη με τρώει εμένα
και της αγάπης ο καημός
εδώ στα μαύρα ξένα.






ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ' ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ -1996

Ο χώρος ανοιχτός.
Κόσμος πολύς.
Τραγούδια στη διαπασών.
Βουή χαρούμενη του κόσμου.
Πανηγυριώτικα παιχνίδια.

Ας κάτσω εδώ βλέποντας προς την πίστα.

Μια νεαρή ντυμένη κόκκινα έχει χώσει το κεφάλι της
ανάμεσα στα σκέλια του συντρόφου της μα-αλίμονο-ξερνάει.

Ένας Αρμένης ξελαρυγγίζεται: Λίζαααα...Λίζαααα...

Μια φιλιππινέζα φοράει το παπουτσάκι του στο παιδί της' εκείνο κλαίει.

Πώς σειέται κείνη η μαυρομάτα..

Μπύρες, σουβλάκια, σόδες, κοτόπουλα...
Καλά πήγε η μέρα.
Ουρές στα ταμεία.
Ο παπάς θα πάρει καινούργιο αυτοκίνητο.

Να και ο χορός που οι γυναίκες αυνανίζονται όρθιες και ντυμένες.

Ακόμα η κόκκινη ξερνάει ένα καφέ υγρό. Ανάμεσα σε δύο εκτοξεύσεις της ψελλίζει: It's from the ouzzzo...

Δυο παιδάκια χαμένα μέσα στο μαλλί της γριάς.

Μια ποθογεννημένη με σταμπαρισμένον στο μπλουζάκι της έναν αρχαίο ναό.
Η δεξιά της ρόγα γκρεμίζει διαρκώς ένα του κιονόκρανο.

..Μα κουφή είναι αυτή η Λίζα;..

Κλείνω τ' αυτιά μου. Ο θόρυβος γίνεται ονείρου.
(Πώς με μια κίνησή μου αλλάζουν όλα!..)


Ξάφνω απ' το μεγάφωνο: "Hercules to the office please..."
Έχει γούστο...
...αλλά όχι-ένα γεροντάκι σηκώνεται
και με δυσκολία προς το γραφείο τρεκλίζοντας βαδίζει.

Η Λίζα τέλος άκουσε και γύρισε.
Ο πατέρας της την ενημερώνει: "εδώ είμαστε!"
Ανοίγω τ' αυτιά μου. Κι εγώ
εδώ είμαι πάλι.

"Πρόσεχε το ζουμί!" φωνάζει μια κυρά στον άντρα της που προπορεύεται
κρατώντας ένα πιάτο λουκουμάδες.

Δίπλα μου περνάει η ξανθούλα που κάποιος θα μπορούσε
να ερωτεύεται τις κνήμες της αιωνίως και αυτοτελώς.


Η κόκκινη συσπάται χωρίς να βγάζει τίποτα πια.
Μετά τριάντα χρόνια θα λέει σε κάποιονε: "θυμάμαι στο ελληνικό πανηγύρι
το ενενηνταέξη ξέρναγα συνέχεια".
Κι όταν το λέει αυτό
η μαυρομάτα μπορεί να 'ναι και γιαγιά.
Το κάρο του παπά θα είναι παλιοσίδερα
κι ο ίδιος ο παπάς μια χούφτα βρώμιο χώμα.
Η Λίζα θα φωνάζει η ίδια τώρα στο παιδί της σε κάποιο πανηγύρι ελληνικό για να του πει: "εδώ είμαστε".

"εδώ"...
"είμαστε"...
Ψεύτικες λέξεις ψεύτικων ανθρώπων-
η μόνη αλήθεια τους...

Η ΖΩΗ

Η καρέκλα σηκώθηκε βαριεστημένη. "Θα πάω έξω" είπε.
Ο καναπές πήγε στο παράθυρο, παραμέρισε την κουρτίνα και "κάνει κρύο έξω" της είπε, "πού θα πας;"
Την έπιασε από το χέρι- "πες μου" της είπε πάλι "πού θέλεις να πας;"
Εκείνη τον έσπρωξε λέγοντάς του "με πονάς!"
Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.
Εκείνος, χλωμός μετά απ' αυτή τη σκηνή και χολωμένος που ασυγκράτητος δείχτηκε, στάθηκε όρθιος στο παράθυρο μπροστά.
Αυτή, αγέρωχη στην αρχή, ήπια κατόπιν, κλεισμένη μέσα στο άψογο τετράγωνό της, έφτιαξε το φόρεμά της.
"Στο είπα-αν δε σ' αρέσω έτσι να μ' αφήσεις ήσυχη. Στο κάτω κάτω αυτό είναι το σπίτι μου".
Έκατσε νευριασμένη
Εκείνη τη στιγμή δυο άντρες μπήκαν στο δωμάτιο. Ο ένας κάθισε στην καρέκλα βγάζοντας τα χαρτιά του. Ο άλλος βάζοντας τον καναπέ στη θέση του ρώτησε: "μα γιατί αυτός ο καναπές είναι όρθιος;"
Ύστερα όλα έγιναν με την κανονική τους σειρά.












ΗΛΙΕ

Ήλιε γιατί να δύσεις
στάσου ψηλά εκεί
τη θέα μη μας στερήσεις
αυτή τη μαγική.

Ποια διάτα ακολουθώντας
την πρωινή χαρά
σκοτώνεις, πίσω σβηώντας
από ψηλά βουνά;

κι αφήνεις τ' ουρανού σου
τα πλάτη κι η ερμιά
πλακώνει τους πιστούς σου
κι η νύχτια παγωνιά;

Και πες μου εγώ που θα 'βρω
τον ήλιο που δε δύ'-
το μάτι χρώμα μαύρο
ποτέ του να μη δει;

Γιατί μας κοροϊδεύεις
γιατί μας ξεγελάς
γιατί να μας παιδεύεις
να σβήνεις...να περνάς...

Ήλιε ακινητήσου
ποτέ μη δύσεις πια
δίνε τη δυνατή σου
για πάντα τη φωτιά.



Στης δύσης μη-μη γέρνεις
λάγνα την αγκαλιά
της μέρας μη μας παίρνεις
τα ολόλαμπρα φιλιά.

Μαρμάρωσε. Πετρώσου.
οι αχτίδες σου καρφιά
να γίνουν να στεριώσουν
της γης την ομορφιά.

Κι αχάλαστη εκείνη
να υπάρχει μες στο φως
που ο κύκλος σου θα δίνει
για πάντα φανερός.

Αιώνια να 'ναι ταίρια
η μέρα κι η ζωή
σαν άσπρα περιστέρια
φιλιά κι όλο πρωί.

Και λάμπε στα ουράνια
και φώτιζε ως δώ
με φεγγοβόλια σπάνια
με λάμπος κραταιό.

Α! Ήλιε! αν να βγαίνεις
ήτανε το πρωί
και βράδυ να πεθαίνεις
κάλλιο μην είχε βγει.

Α! Ήλιε! χάρισέ μας
το φωτεινό αεί
κι αν όχι σκότωσέ μας
ετούτο το πρωί.

ΑΠΟΨΕ ΠΛΗΤΤΩ

Απόψε πλήττω-πρέπει να βγω
να πάω στο πάρκο-ν' αναπνεύσω
στ' αγνό της φύσης κρυφό σκολειό
πρέπει απόψε να μαθητέψω.

Πρέπει το κάθε μου λυπηρό
το πάρκο απόψε να μου το πάρει'
πρέπει στο ξύλο μου το ξερό
χλωρό ν' ανθίσει κάποιο κλωνάρι.

Και πρέπει ακόμα να δυνηθεί
το βλασταράκι μου να καρπίσει
πρέπ' η ελπίδα να μη χαθεί-
κάτι ατέλειωτο έχω αφήσει.











Η ΓΡΙΠΠΗ


Α! Τι καλά να 'σαι άρρωστος
από τη θεία γρίπη
ναν' ο καφές σου άνοστος
και άοσμοι οι κήποι!

Να σε πονούν τα κόκκαλα
και να σου τρέχ' η μύτη
ν' ακούς πουλιά γλυκόλαλα
μες στο ίδιο σου το σπίτι.

Να βλέπεις τον αντίχειρα
τεράστιον του χεριού σου
και ν' απορούν ανίσχυρα
η λογική κι ο νους σου.

Στον πυρετό να ψήνεσαι
αλλά να μη το νιώθεις'
απ' τα υγρά να πίνεσαι
κι ας είσαι συ ο πότης.

Α! Πώς η γρίπη θα 'θελα
αιώνια να κρατούσε-
να πλέει η ζωή σε διάσελα
που πριν δεν το μπορούσε.

Ναν' όλα ένα όνειρο
αλλά να είσαι ξύπνιος'
στο μέτωπο ξυδόνερο
να 'χεις όσο είσαι ύπτιος

κι αν ξεχαστείς κι ως στέκεσαι
γυρίσεις το κεφάλι
ολόστεγνος να αιστάνεσαι
σαν άνυδρο ακρογιάλι.

Να έχεις πονοκέφαλο-
να 'χεις καρηβαρία
να ιδρώνει το προσκέφαλο
απ' την πολλή αγγαρεία΄

κι η ζάλη η καλοπρόφταστη
κι η ζάλη η 'βλογημένη
η ζάλη η ζαχαρόπλαστη-
η ζάλη!- να σε δένει

μέ τέτοια χάδια ανάλαφρα
που πια το χώμα αφήνεις
κι αργοπλανιέσαι άπαυτα
στα πούπουλα μιας δίνης

που κάνει τα μηνίγγια σου
πουλιά που φτερακίζουν
σαν τα φτερά του Πήγασου
που-νάτα! σε αγγίζουν.

Και κει ψηλά να έρχονται
μαζί σου οι ασπιρίνες
στο πλάϊ σου α στέκονται
και ν' αρχινούν εκείνες

διόλου χωρίς να ντρέπονται
σαν φίνες ερωμένες
τα λόγια που δε λέγονται
να λένε σαστισμένες.

Να λιώνεις από αγνότητα
να πνίγεσαι στο κάλλος
και να παινιέσαι αδόκητα
λες είσαι κάποιος άλλος

ή να 'χεις λες την άβυσσο
για πάντοτε αφήσει
και να 'σαι στον παράδεισο
Αδάμ πριν αμαρτήσει.

Ω! Τι καλά έτσ' η άβολη
να φεύγει σου η λύπη
και τη χαρά την άδολη
να φέρνει μία γρίπη!

Ω! Τι καλά να βρίσκεσαι
στης γρίπης το κρεβάτι
και σε ζεστά να νήχεσαι
υγρά με λάμπον μάτι!

Τι ωραία να λυτρώνεσαι
απ' όλες σου τις έγνοιες
και σε στρωσιές να στρώνεσαι
ζεστές και μεταξένιες!

Ω! Τι καλά που αιστάνεσαι
σ' άλλη να ζεις μια πλάση
και μέσα της να χάνεσαι
σαν μέσα σε γιορτάσι-

Ω! Τι καλά να 'σαι άρρωστος
από τη θεία γρίπη
ναν' ο καφές σου άνοστος
και άοσμοι οι κήποι...










Η ΞΑΔΕΡΦΟΥΛΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ
Η ΕΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Μετά σαράντα χρόνια που είχε να με δει
να μου τηλεφωνήσει ή να μου γράψει
ήρθε και μ' είδε για να παραπονεθεί
πως την εξέχασα.

Από μικρή
χαζούλα ήταν η καημένη.

Της δήλωσα ορθά κοφτά κι εγώ
δεκάρα πως για συγγενείς δε δίνω.

Μετά απ' αυτό ελπίζω να εννοήσει
και πια να μη και πάλι μ' ενοχλήσει.








ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Οι ιδέες που μπορούν να γίνουν ποιήματα
σαν ψάρια πηγαινόρχονται στη θάλασσα
του νου του ποιητή. Και κείνος
ένα καλάμι όλο κι όλο έχοντας
στη θάλασσα το ρίχνει,
και πιάνει κάθε τόσο κι ένα ψάρι-πάει να πει
ποίημα κάνει μιαν από τις τόσες του ιδέες.



ΓΙΑ ΤΕΛΕΙΑ

Τον έκλεψ' ένας φίλος
μια φίλη του 'χε φύγει
και τού 'λειψεν ο ζήλος
για της ζωής τα ρίγη.

Και μ' ένα πυροβόλο
της πλούσιας συλλογής του
δια μιας εμέτρησε όλο
το χρόνο της ζωής του.

Αξιέπαινος η πράξις
κι η πρόθεσις τιμία
κι απ' όπου την κοιτάξεις
προδίδει ευαισθησία.

Αυτή όμως η λύσις
για τέλεια θα μετρούσε
αν είχε αυτοκτονήσει
ενόσω ευτυχούσε.













ΤΟ ΜΑΤΙ

Ένας καθρέφτης έχει μείνει
στην κάμαρά μου μέσα μόνο.
Μες στο γυαλί του αργοσβήνει-
χάνεται χρόνο με το χρόνο

και αφανίζεται η μορφή μου'
χτες που κοιτάχτηκα δεν είδα
παρά το μάτι το δεξί μου
ν' ανοιγοκλείνει σαν παγίδα

που κάτι τι ζητάει να πιάσει
μέσα στον κρύο τον καθρέφτη'
κι άλλο μη βρίσκοντας, με βιάση
μες στον καθρέφτη το ίδιο πέφτει.








ΔΕΣΜΙΟΣ

Στου δωματίου μου του ησύχου
την παγωμένη ερημία
δίχως ελπίδα πια καμία
δέσμιος κείμαι εγώ του στίχου.

Ως εδώ κάτω είμαι πεσμένος
κάτι μου κόβει την ανάσα
σαν το δωμάτιο να 'ναι κάσσα
και να 'μαι κιόλας πεθαμένος.

Όσες ζωής τρέμουν ελπίδες
όπου ο Χάρος χέρι απλώσει
τόσα φτερά έχουν φυτρώσει
πα' στις βαριές μου αλυσίδες.

Ως ακυβέρνητο καράβι
παιχνίδι γίνεται στο κύμα
έτσι μ' εμέ να παίζει η ρίμα
τ' άγριο παιχνίδι της δεν παύει.

Κι είμαι το σβήσιμο του ήχου
που κάνει σπώντας με μανία
της ποίησής μου η αγωνία
στην επιφάνεια κάθε τοίχου.









ΤΟ ΒΟΔΙ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ

Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που μ' αξίωσες
να δω το γιο Σου.
Και αν δεν έχει το γλυκό το βόδινο
το πρόσωπό σου
και αν δεν έχει όπως περιμέναμε
τέσσερα πόδια
μα η ψυχή του ολόλευκη και πάναγνη
όπως στα βόδια.

Πολύ εσύ καλλίτερ' από μένανε
ξέρεις τι πρέπει.
Εσύ που η ματιά σου η φιλεύσπλαχνη
όλα τα βλέπει.
Και ξέρεις πως απάνω στο χωμάτινο
της γης το τόπι
τα πλάσματα που σωτηρία θέλουνε
είν' οι ανθρώποι.










Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ

"Εγώ!
Η πέτρα!
Η ταφόπετρα!
Φωτιάς δισέγγονο!
Βουνού αγγόνι!
Εργατιάς παιδί!

Εγώ!
Η αειπαγής!
Η δύσρηκτος!
Τ' ήταν αυτό που μου 'γινε;
Εγώ που ο σεισμός τρεις μέρες πριν ούτε που μ' έσεισε...
Εγώ που ως και το θάνατο τον φυλακίζω...
Εγώ!
Το σύνορο φωτός και σκότους!
Που δέκα ρωμαλέοι ρωμαίοι στρατιώτες
για να με σείσουν συνερύουν...
Ξάφνου,
κι ενώ εκλειούσα ένα Ναζωραίο
έτσι,
χωρίς να το θελήσω,
δίχως ν' αφεθώ,
βρέθηκα απ' το 'να μέρος στ' άλλο στη στιγμή,
αφήνοντας ολάνοιχτο τον τάφο.
Σα να 'μουν πούπουλο σου λέω...
ή σαν αέρας...κι ούτε..."









ΟΙ ΑΤΣΑΛΙΝΟΙ

Κερένια είμαστε λοιπόν αθύρματα ατσαλένιων
υπάρξεων' ανδρείκελα σε λίγων μεταξένιων
κλωστών τις άκρες άκοπα κι αχώριστα δεμένοι
με καθ' ελπίδα για φυγή εντός μας σκοτωμένη.

Ένα παιχνίδι θεατρικό οι ατσάλινοι έχουν στήσει
κοπαδιαστά μέσα σ' αυτό μας έχουν οδηγήσει
και κει αυτοί τα εύθραυστα κινώντας νήματά μας
ρυθμίζουνε τα λόγια μας και παν τα βήματά μας.

Και το παιχνίδι της φθοράς αρχίζει` μεθυσμένους
από χαρά μας θέλουνε; μας θέλουν λυπημένους;
Μας θέλουν να υποφέρουμε; ν' ασπαίρουμε; να κλαίμε;
κινούνε τις κλωστίτσες μας και θέλουμε ό,τι θε' νε.

Μας δίνουν αξιώματα, επαγγέλματα μοιράζουν
μας ρίχνουν, μας σηκώνουνε, διαθέσεις μας αλλάζουν
και στέλνουν κατεπάνω μας τα κύματα του τρόμου
σε κάθε βήμα του σαθρού κερένιου μας του δρόμου.

Και όταν πια χορτάσουνε το αστείο τους παιχνίδι
μας αποσπούν απ' του φρικτού θεάτρου το σανίδι
και με του ενός δαχτύλου τους ωθώντας μας τη ράγα
οριστικά μας ρίχνουνε στη φλόγα την παμφάγα.










ΕΝΤΟΙΧΙΣΜΕΝΟ ΤΡΑΓΙΚΟ

Μπροστά μου ο μέγας ο κριτής. Δεξά μου οι τρεις μου μοίρες.
Αριστερά μου ανθόκηπος. Η κόλασή μου πίσω.
ΚΡΙΤΗΣ (σ' εμέ): Απόφαση πριν βγάλω, πριν ορίσω
πού θα σε στείλω, λέγε μου-τι έδωσες-τι πήρες.

ΕΓΩ: Χαρά εδώρισα και πήρα πίσω πόνο.
Νομίσματα έδωσα χρυσά με ιδρώτα κερδισμένα,
κατάρες πήρα και βρισιές πως λίγα είχα δοσμένα.
Δάσος ολόκληρο έδωσα, ξερόν επήρα κλώνο.

ΚΡΙΤΗΣ: Πολλά εχάρισες και πήρες πίσω λίγα`
γι αυτό μες στον ανθόκηπο να ξαποστάσεις γείρε.
ΜΟΙΡΕΣ: Εμείς του ορίσαμε τι έδωσε-τι πήρε.
ΚΡΙΤΗΣ: Πολύ εβιάστηκα και να λαθέψω πήγα.

Λέγε...τι άλλο έδωσες...τι άλλο έχεις πάρει...
ΕΓΩ (ιδρώνοντας): Βραδιές πολλές έχω χαρίσει
σ' αγάπες ανθορόδινες και πίσω πήρα μίση.
Ήλιο λαμπρόν έδωσα εγώ κι αστέρια και φεγγάρι

και πήρα σκότος και νυχτιές-και πήρα καταιγίδες`
έδωσα το αίμα της καρδιάς και της ψυχής μου τ' άνθι-
πήρα λιωμένο σίδερο και λησμονιάς αγκάθι`
πουλιά γλυκόλαλα έδωσα και πήρα νυχτερίδες.

ΚΡΙΤΗΣ: Καλά δοσίματα. Σωστά θα σ' ανταμείψω-
άνθρωπε, ο ανθόκηπος να σε δεχτεί προσμένει.
ΜΟΙΡΕΣ: Εμείς του είχαμε όληνε ορισμένη
τη χάρη του δοσίματος-της πληρωμής του το ύψο`

ΚΡΙΤΗΣ: Τα θεία φρένα μου-ωιμέ- θα πάθαν βλάβη
και δε μετράω καθενός την εδική του πράξη
αλλ' αν πιστά εκτέλεσε ό, τι άλλοι έχουν διατάξει
(σ' εμέ)Τι άλλο-λέγε μου-έδωσες- έχεις πάρει;

ΕΓΩ(με τρόμο): Εχάρισα μαλάματα κι ασήμι
και πήρα βράχια-έρωτα και πήρα καταφρόνια`
ζεστό και άσπρο σκόρπισα και πήρα μαύρα χιόνια`
Αυτά επήρα κι έδωσα' δε φέρνει άλλο η μνήμη.

ΚΡΙΤΗΣ (στις μοίρες): Σεις κι αυτά του έχετε ορίσει;
ΜΟΙΡΕΣ: Και ό, τι του 'δωσαν και ό, τι έχει δώσει
οι τρεις μας του τ' ορίσαμε με τη σοφή μας γνώση.
ΚΡΙΤΗΣ (σ' εμέ): Άμε λοιπόν στην ίδια πάλι ζήση

κι όταν μονάχος κάποιανε πράξη θα κάνεις άλλη
έξω απ' αυτές που σου' χουνε οι μοίρες ορισμένες
τότε στου κήπου τις βραγιές θα μπεις τις ανθισμένες.
ΜΟΙΡΕΣ (η μια στην άλληνε): δικός μας είναι πάλι…















Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ

Αγγελική Αγγελική
Μια συννεφιά έχεις εκεί
στη μέση του μυαλού σου
κι οι σκέψεις σου είναι σκοτεινές
κι ας πέμπει ακτίνες λαμπερές
ο ήλιος τ' ουρανού σου.

Αγγελική Αγγελική
όμορφη να 'σαι δεν μπορείς
με τέτοιο που 'χεις σώμα
μα η ομορφιά που 'χ' η ψυχή
κανείς κουρέλια κι αν ντυθεί
λάμπει και τότε ακόμα.

Λάμπει κι ανθίζει και φωτά
χωρίς αυτή να σε ρωτά
ή εσύ να την προσέχεις `
Η ομορφιά η σπάνια αυτή
Αγγελική, είν' η ανθρωπιά-
κι ούτε κι αυτή την έχεις.












ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ

Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού
θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.

Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού.

Πρέπει να είναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.




ΕΤΣΙ
Τη βέργα παίζοντας στο χέρι μου
στην πολυθρόνα καθιστός,
άλλοτε ο ρόζος της χτυπάει στο δάχτυλό μου
κι άλλοτε άγγιχτο τ’ αφήνει.

Έτσι.
Τυχαία.

Όπως τα σύμπαντα χαλιούνται η φτιάχνονται.













ΟΠΕΡ ΑΛΛΩΣΤΕ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ

Ίνα
ποιητής τις
εις μίαν πόλην
έλξει της φαιδράς
καθημερινότητος την προσοχήν
απαραιτήτως δέον ορισμένας προϋποθέσεις
η βίωσίς του εις την πόλιν να πληροί
ως, φερ’ ειπείν
τους άρχοντας της πόλεως να θυμιά,
ενδεδυμένος πάντοτε κατά συρμόν
να εμφανίζεται
(και απαραιτήτως μετά λαιμοδέτου),
κενούς νοός πολίτας να υμνεί
να συγχρωτίζεται με «πατριώτας»
τρεις υποκλίσεις καθημερινώς
(πρωίαν, μεσημβρίαν και εσπέραν)
προ των κτιρίων να κάμνει όπου έντυπα στεγάζουν
προτού
εισελθών, τους πόδας
τυπογράφων κι εκδοτών καταφιλήσει.

Ωσαύτως δέον όπως
εις πάσαν γλοιώδη τελετήν
ην
«επώνυμοι» κι «εξέχοντες» της πόλεως πολίται διοργανώνουν
επικροτών να συμμετέχει.

Τέλος,
ουδενάκις
δια λόγων ή έργων
εγγίσει την κρατουσαν
πολιτικήν
κοινωνικήν
θρησκευτικήν και ηθικήν
σεσηπυιαν της πόλεως δομήν.

Τουτέστιν
Ίνα
ποιητής τις
εις μίαν πόλην
έλξει της φαιδράς
της καθημερινότητος την προσοχήν,
απαραιτήτως δέον
(ραδίως ως εκ των άνω συμπεραίνεται)
να μη τυγχάνει ων ποιητής.

Όπερ
άλλωστε
συμβαίνει.







ΑΣ ΜΗ ΤΟΝ ΛΕΜΕ

Κύμα του ωκεανού Κόσμος
κι ο ποιητής δεν είναι;
Νεύρο του όλου Οργανισμού
δεν είναι; Και δεν πληγώνεται κι αυτός
όταν πληγώνεται η ελευθερία;
Κι όταν τρυπάει τις σάρκες η κακονομία
και το σώμα όλο τραντάζεται
απ’ τους σπασμούς του πόνου,
ο ποιητής
ότι δε νιώθει πώς θα καμωνόνταν;

Και ποιος όταν πονάει
για παιχνίδια όρεξη βρίσκει
και για στόμφους
και για σαλιαρίσματα;

Όποιος μαλύβι και χαρτί κρατεί
και για τους φαύλους
ξεπάστρεμα κακό δεν ξεσηκώνει
ας μη τον λέμε αυτόν καλλίτερα ποιητή.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΙ

Φωτιγραφίζονται.
Αποτυπώνουν στο χαρτί το είδωλό τους.

Ποιο θα διαρκέσει πιο πολύ-αυτοί ή εκείνο;
Κι όποιο διαρκέσει
μια μέρα και τα δυο δε θα χαθούνε;
Ή μη χαμένα ειν’ από τώρα
και τίποτε δεν μπήκε σε χαρτί
και τιποτε δε βρίσκονταν στην κάμερα αντικρύ
που ομορφα και προσεκτικά τηνε κρατούσε
κορίτσι ένα με γαλάζια μπλούζα
με μαύρο σορτ και με σανδάλια γκρι
που πίσω έκανε ώσπου όλους
η οθόνη να χωρέσει;

Φωτογραφίζονται

Χωρίς να υπάρχουν. Ίσα μόνο
αυτό το ποίημα για να γραφτεί
την πρώτη Αυγούστου δυο χιλιάδες τέσσερα
καθώς στο STARBUCKS COFFEE
σ’ ένα τραπέζι καθιστός
κάποιαν-που πάντοτε αργούσε να ’ρθει-
επερίμενα.

Ίσα μόνο
τούτο το ποίημα για να γραφτεί
κι αχάλαστο να μείνει
στους αιώνες των αιώνων
καθώς η ιδέα της τρικυμίας μένει
και πάνω απ’ τη γαλήνια θάλασσα
χωρίς παμό κι αχάλαστα πλανιέται.

ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Ο μεγάλος ζωγράφος μ’ έναν πίνακά  του.
Ε και λοιπόν;
Και το παιδί με μια γραμμή στην άμμο.
Και ο βοσκός χτυπώντας με τη ράβδο του το χώμα.

Ο μεγάλος ποιητής μ’ ένα του ποίημα.
Ε και λοιπόν;
Και ο μονάχος μ’ ένα ω.
Και το κορίτσι μ’ ένα ε.

Και το κλαδάκι μ’ ένα κρακ.







ΑΝΑΘΕΣΕΙΣ

Για να ’χει το μυαλό της καθαρό
και να μπορεί ν’ απολογείται
ανάθεσε την αγωνία στα χέρια της.
Εκείνα δίπλωναν, συσφίγγονταν, συστρέφονταν
τρίβονταν το ’να στ’ άλλο
τα δάχτυλά τους ανακάτωναν
πονούσαν.

Και η ομιλία στον φακό μπροστά
τελείωσεν επιτυχώς
αφου αυτός
διόλου δεν έδειξε τα χέρια της.

Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ

-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα ορίζει;
-Ο αγέρας που απ’ ολούθεν έρχεται κι ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιστά ποιος σου τ’ ανοίγει;
-Το νερό του ποταμιού που πάει απ’ το βουνό στον κάμπο.
-Και ποιος ειν’ ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου μικρή;
-Το ρόϊδο με μιαν Άνοιξη σε κάθε πέταλό του.









ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ

-Πόσο οι φράουλές σου παν μικρή μου φραουλίτσα;
-Δεν τις πουλώ-τις έχω να τις βλέπεις να πονείς.
-Ένα λευκό σου πεταλάκι
σαν το φτερό φωτόλουστο της πεταλούδας
άσε να κλείσω μες στο χέρι μου.
-Όχι η ψυχή και η καρδιά μου λένε.
-Θεό εσύ δεν έχεις φραουλίτσα μου μικρή;
-Η Απονιά Θεός μου κι η Σκληρότη.
-Αδοτη αν απομείνεις φραουλίτσα μου
τότε γιατί γεννήθηκες στον κόσμο μέσα;
-Τον πόνο να σου δώσω που σκοπός
και μέτρο είναι της γήϊνης ζωής σου.


Ο ΝΙΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ

-Σε τούτο το χωριό ήξερα ένα νιο τραγουδιστή.
Πού έχει πάει μικρή μελαχρινή κοπέλα μου;

-Είναι αυτός εδώ μα η φωνή του
στ’ ουρανού τα πλάτια τραγουδάει.

-Και ποιος ακούει στον ουρανό
τα θλιβερά τραγούδια του κοπέλα μου;

-Τ’ αστέρια με τα λαμπερά τ’ αυτιά τους.
Και το φεγγάρι
με το μαντήλι η γη να του κρατάει
γύρω της αυτό χορεύει.

-Αχ! και πού τον έχουνε θαμμένον;

-Στου τζίτζικα το φράκο το λευκό και χρυσαφένιο
και στο λαιμό του πεθαμένου του αηδονιού.









Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΨΑΡΑΔΙΚΟΥ

Η γλυκεια γυναίκα του ψαράδικου
με λευκό δέρμα και χέρια βελουδένια
με το πρόσωπο αθώο σαν την αυγή
και με τα μάτια τα γεμάτα γλύκα
στην αγορά εβγήκε
και να κάνει περιμένει τις φωτοτυπίες της.

-Γυναίκα όμορφη πέρασε πρώτη.
-Εγώ πριν από έναν ποιητή;
-Χωρίς την ομορφιά σου
η ποίηση δε θα τραγουδούσε.
-Δίχως την ποίηση
θα πήγαινε μαζί κι η ομορφιά μου.

Μα κιόλας
η ψυχή
με εικόνες είχε πλημμυρίσει
ακτών μαγευτικών
γλυκόλαλων Νηριϊδων
και παραδείσιων των βυθών της θάλασσας
Ερωτικών Πλασμάτων.








Τ’ ΑΛΟΓΑΚΙΑ

Τα μάτια σου χρυσάφι και νερό.
Καστανός τα μαλλιά σου αφρός.
Τ’ άλογα στέκουν ανυπόμονα.

Το τρέμισμα κοιτάζω των χεριών σου.
Χείλια σου στήθη  και λαιμός
Παιχνίδι στου έρωτα το χάδι.


Τ’ άλογα πάλεμα οσμίζοντας
Φουρμάζουνε με ταραγμένο το αίμα.

Μαγνήτης σαν το χέρι μου να είναι
Μονάχος του ο καρπός σου εντός του πέφτει.
.
Τ’ άλογα τρέχουν γύρω γύρω τρελαμένα.
Σφιχτά κλεισμένη μες στα χέρια μου γυρνάς μαζί τους.

Αχ έρωτα που τελειωμό δεν έχεις!

Φέρνω στο στόμα και δαγκώνω τον καρπό.
Μες στον αφρό τους βουτηγμένα
κάτω πάνε τ’ αλογάκια.








ΑΓΡΙΟΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Αντάρτη χωρίς ταυτότητα!
Πρίγκηπα χωρίς περγαμηνές ευγένειας!

Λαχτάρα όλο ο ταξιδιώτης πάνω σου γέρνει.

Ο πραματευτής αγέρας
Ακριβά τ’ αγκάθια σου πληρώνει
Για το άρωμα που από σε φορτώνει
Και τριγύρω θα μοσχοπούλήσει.

Αγριοτριαντάφυλλο!
Λεύτερο από φράχτες !
Αμόλυντο από φώτα σαλονιών!

Αγριοτριαντάφυλλο!
Συντρόφι εσύ των στιλβωμένων αστεριών
Τις ξάστερες τις νύχτες του χειμώνα!











ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ

Αυτός που πηγαίνει λέει: δεξιά, αριστερά.

Αυτός που έρχεται λέει:αριστερά, δεξιά.

Και δίκιο δίνεις και στους δυο
αγαθέ, πανάρχαιε δικαστή
σε νόμους τέσσερες ακλόνητους στεριωμένε.

Στράβωνα σκίσε τις περγαμηνές σου!
Αϊνστάϊν,ξαναζεσταμένη ειν’ η σοφία σου!





ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

-Καλή σου όρεξη κυρά μου στα φασόλια σου.
Κι αν φασολάκι εγίνομουν
και καρφωνόμουν στο πηρούνι σου
στου στόματός σου τη γλυκειά φωλιά θα μ’ έβαζες;

-Φαϊ θα ήσουν και θα σ’ έβαζα.

-Και πηρουνάκι αν γίνομουν
θα με ρουφούσαν έτσι τα χειλάκια σου;

-Πηρούνι θα ’σουν και θα σε ρουφούσαν.

-Κυρά μου για ένα όνομα μη σε καημό με ρίξεις.
Φασόλι πες με και το στόμα σου ας με γέψει...

-Λωλό μου μοιάζεις αγοράκι μου άγουρο.

-...και πηρουνάκι πες με και τα χείλια μου έλα πιες.

-Πώς τα ονόματα-του κόσμου εγώ την τάξη-
να την αλλάξω αγοράκι μου γλυκό;

-Με κολυμπήθρα τα ματάκια σου τα ολόμαυρα
και αγιονέρι το καυτό μου το αίμα.

-Κιόλας σε βάφτισα γλυκό μου αγόρι.
Όμως τον άντρα μου που οργώνει πέρα
πώς να τον ειπώ;

-Μπαξέ που ένας διαβάτης του ’κοψε ένα ρόδο.

-Αχ άντρα μου μπαξέ
πάει το τριανταφυλλάκι σου.
ΕΥΘΥΝΗ

Ακούω
καθώς ο αέρας δίπλα σου περνά
παράξενα να ηχείς και μακρινά.
Και ο ήχος σου
στα πράγματα διαχύνεται όλα
και τα δονεί σαν η ψυχή τους να είναι.

Και εδώ ένα γέλιο,
εκεί μια κουβέντα,
μικρές συντροφιές όπως σε δεξίωση.
Και συ δίνεις σε ολους πλάτεμα και υπομονή
για να μπορέσεις ύστερα μέσα τους
κουρασμένη, να ξαποστάσεις-σ’ έν’ αστέρι,
σε μια φωλιά,σ’ ένα πράσινο χωράφι νιόσπαρτο.

Στους ήχους όλους ο ήχος σου νόημα δίνει
όπως τα πόδια στον πέτρινο δρόμο
που πριν από αιώνες φτιάχτηκε
και ως την κορφή
του λουλουδιασμένου λόφου οδηγεί.













Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ

Ανέμελε,αγνέ κολυμβητή της ήρεμης ακτής
του Κόσμου και της Θάλασσας, χωρίς ούτε
των τεράτων το φόβο, ούτε
των κυμάτων το ψυχοφθόρο άγγιγμα!

Καρίνες εκεί δεν έρχονται,
και με μικρά ψάρια
μικρός εσύ και ολιγαρκής, τρέφεσαι.
Τρικυμίες, δίνης ρεύματα, ναυάγια δεν γνωρίζεις.
Η ζωή δίπλα σου γλυκειά Γοργόνα ερωμένη σου.

Καθαρόν αέρα μόνον αναπνέεις. Οι δύτες
και οι ποντοπόροι θαλασσόλυκοι, μιμητές σου
σε φανταστικές αρμύρες κυματόπνιχτες.

Αγνέ, ήπιε κολυμβητή
το νερό
όπως καρπός τον σπόρο του σε κρατεί:
μυστικόν και πολύτιμον και ελπιδοφόρον.














ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Ένα ψάρι τώρα πολύχρωμο
ένα σπιτάκι ύστερα, ένα λουλούδι,
απλά,γρήγορα και απαλά,
με μικρές, λεπτές κινήσεις
ζωγραφίζει.

Να ζωγράφιζε κανείς έτσι
ένα νέον κόσμο
και να μη χαράξει καμμιά γραμμή αγωνίας
καμμιά γωνία τρόμου
κανένα κενό του με μοναξιά να μην πληρώσει.

Και έτσι να τον αφήσει ζωγραφιστόν.

Και άνθρωπο μέσα του να μη
κανέναν σχηματίσει.
Έτσι
σα μιαν αιώνια ομορφια.















ΠΟΛΥ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ...

Θυμόμαστε πολύ Κύριε.

Λιγόστεψε τα κύτταρα της μνήμης μας
και διάγραψε κάποιες σκηνές
από το έργο της ζωής μας-
κάποια κακά που εκάμαμε ή μας έκαμαν,
κάποιες απόπειρες την ευτυχία να βρούμε
(που τόσο νιώθουμε γελοίοι στη θύμησή τους).

Κύριε,
πολύ εγέλασες μαζί μας.

Δώσε στη λήθη τα μαρτύρια
τις λοιδωρίες
την ταπείνωση.

Πολύ θυμόμαστε Κύριε.
















ΤΟΥ ΚΡΕΒΒΑΤΙΟΥ ΤΟ ΒΗΤΑ

Πάντοτε με διορθώνουν-
οι ανόητοι-
πως το κρεββάτι μ’ ένα βήτα γράφεται.

Δεν είναι βέβαια ποιητές.
Αν ήταν θα ’ξεραν
πως άδειο είναι το κρεββάτι μ’ ένα βήτα
όπως με μόνο αυτούς επάνω του.

Το δεύτερο το βήτα ειν’ η γυναίκα.












Ο ΝΑΥΑΓΟΣ

Είναι ναυαγός.
Γεννήθηκε ναυαγός.
Κι ολοζωής στέλνει μηνύματα
μες σε μπουκάλια
προειδοποιώντας:
«μην πλησιάζετε».



ΒΑΣΙΛΕΑΣ

Την πέτρα αυτή αν χρυσάφι ονομάσεις
είναι χρυσάφι
αν με αξιοπρέπεια
στο μέτωπό σου σαν διαμάντι σπάνιο τη φορέσεις.

Αρκεί στις ειρωνίες να μην κιοτέψεις
και μη στα γέλια με ντροπή αποκριθείς
μόνο να στέκεις όμορφα βαλμένος
και μεγαλοπρεπής
ως βασιλέας.

Τότε, κάποιος, που ξαφνικά θα καταλάβει
με σεβασμό μπροστά σου θα υποκλιθεί.
Και ύστερα
θα τον ακολουθήσουν ένας ένας
οι άλλοι όλοι-
πια θα είσαι βασιλέας.









ΞΕΡΟΝΤΑΣ

Αύριο, λέγαμε.

Όμως το αύριο δεν έρχονταν ποτέ.
Μόνο τα χτες έρχόνταν το ’να ύστερ’ από τ’ άλλο
όλο και πιο πυκνά
όλο πιο κοντινά
τόσο που δεν τα προλαβαίναμε
όπως οι εργάτριες στα εργοστάσια της ζαχαροπλαστικής
δεν προλαβαίνουνε να ντύσουν με χρυσόχαρτο
τα όλο και πιο γρήγορα που στέλνει η μηχανή
σοκολατάκια.

Διάφορες αλχημείες δοκιμάσαμε.
Να πούμε χτες το αύριο
να σβήσουμε τις νύχτες απ’ το χτες μικραίνοντάς το
να προχωρήσουμε πιο γρήγορα...

Όλα δειχτήκανε ανώφελα. Και τώρα
τα χτες μάς φτάσανε ως το λαιμό
και μόλις προλαβαίνουμε να πούμε
ό,τι ακόμα είναι να ειπωθεί
ξέροντας όμως τώρα πια
πως αύριο δεν υπάρχει.









ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Αν ήμουνα ζωγράφος θα ζωγράφιζα
την πέτρα με φτερά
τη Λέξη στο θρονί του όντως όντος
και το Θεό υποπόδιο των ποδών μας.

Τη γη μία κηλίδα σε φωτός πελάγη
το δέντρο σαν καρπό και την ελπίδα
σα βρώμικη κι αισχρή γρηά μια πόρνη.

Θα ιχνογραφούσα με γραμμές περίοπτες
το βέλασμα του αρνιού το τελευταίο
πριν τη σφαγή,
στη θέση της ψυχής θα έβαζα ένα σώμα
και θ’ απεικόνιζα μ’ εν’ άγραφο χαρτί-
και θα ’τανε πολύ και το χαρτί-
την αγάπη.





ΣΤΕΝΟΤΗΣ

Σαν τα πράγματα να εμεγάλωσαν
στο δωμάτιό του μέσα.

Κάνει το χέρι του ν’ απλώσει
και σκοντάφτει αυτό
στου τραπεζιού τον κύκλο.
Το μέταλλο της σόμπας
του ποδιού του το άπλωμα περιορίζει.
Τα μικρά πράγματα, που όλα
τού έχουν απαραίτητα γίνει
με δυσκολία τώρα τα βρίσκει.
Κι ο ίδιος ο εαυτός του
χώρο τού κλέβει.

Και σ’ όλα πάνω τα πράγματα
μια σκόνη-κι όχι που τον ενοχλεί
μα το χώρο της κι εκείνη απαιτεί.

ΤΟ ΚΥΠΕΛΛΟ

Το κύπελλο πάνω στέκει
στο στρογγυλό τραπέζι.
Και καθόλου στη σκέψη του δεν έχει
πώς να κινηθεί ή πώς, ίσως, να σπάσει.
Και σε όνομα δεν ακούει-δοχείο
Ή τάσι, ή τσάσκα, ή ποτήρι.

Κόσμοι μέσα του
βοούν και σφύζουν  και το δονούν,
έτσι σφιχτά καθώς ο ποιητής του
πιεσμένους τους διαμόρφωσε
και συμμετρικούς.

Μα δε γνιάζεται γι αυτούς
και μόνη του φροντίδα
έτσι που-αν και άθελά του-
καθορισμένο υπάρχει-
είναι το σχήμα του
σε ο,τι μέσα του χυθεί
απαραιτήτως να δώσει.

Δίνει και παίρνει έτσι
το μερίδιο της πραγματικότητας
που, προσωρινά βέβαια μόνον
υπηρετεί κι εξουσιάζει.








ΟΠΩΣ ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ

Όπως στο παζάρι
 βλέπεις μια μέρα κάποια μαυρομμάτα
που ανάμεσα σε φρούτα και λαχανικά
σ’ ένα τελλάρο πάνω καθισμένη, ψωμιού κρατεί κομμάτι
και ανέμελα, και φυσικά, και σίγουρη πολύ το τρώει
και δίπλα ο άντρας της τα φρούτα διαλαλεί,
και τότε τοσο
γυναίκα καθενός να είναι μοιάζει
που και δική σου γίνεται,
και πια την πλησιάζεις-
κι ούτε την πλησιάζεις,την καλείς μόνο-
και κείνη έρχεται λέγοντας «πεινάς;»,
και τείνοντας σου λίγο να δαγκώσεις
και πάτε σπίτι
και το Σαββατοκύριακο μαζί χαρούμενα περνάτε
κι ύστερα γυρίζει στη θέση της αυτή
και στη δική σου εσύ,
έτσι και την ποίηση άλλων
δική σου τόσο κάποτε τη νιώθεις, που
σαν να σού ανήκει
κοντά σου για μέρες λίγες την κρατάς.











Η ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΣΟΜΠΑ

Φτιαγμένη από μέταλλο γιαλιστερό,
με πλέγμα προστατευτικό
της ασφάλειάς μας και της υψηλοφροσύνης της,
δεν ενοχλείται παρά μόνον από τούτο,πως ευθύς-

όταν δεν τη χρειαζονται-τη σβήνουν. Κι αυτό
σαν διάλειμμα να το ’δει δεν συγκατανεύει,
της εργασίας της. Γιατί για κείνην εργασία
δεν είναι η λίγη ζεστασιά που δίνει
παρά ιερή
στου ήλιου την αξία και τη θερμότητα συμμετοχή..
Και με τον διακόπτη της που την ορίζει, αυτή,
που μόνον αυτοδυναμία ποθεί,ποτέ τελείως
δεν συμβιβάζεται. Γι αυτό και γρήγορα,
με μια μεγαλόπρεπη έκλαμψη,σα μιαν επίδειξη
πρώτη και ύστατη της δύναμής της
αυτοκτονεί.

















(είμαι ο ταδε,
γενήθηκα εκεί,
εκεί ανατράφηκα,
εκεί πήγα σχολείο,
λέγομαι έτσι ακριβώς,
ο πατέρας μου ήταν...
μέναμε στον...
φύγαμε όταν...

Ουφ! Αντί τέτια να εξηγείς
κάθε που κάποιον ανταμώνεις
ας παν οι γνωριμιές καλιά τους-
η νύχτα τίποτα δεν με ρωτά
και ο αγέρας ως τον δέχομαι με δέχεται.)







ΕΙΣ ΚΥΡΙΑΝ ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗΝ

Δεν ξέρετε τι να κάνετε τα ποιήματά μου;
Ω! Κυρία μου!
Να σας βοηθήσω.
Γίνονται εξαίσια τσιγαριστά
με λίγο σκόρδο και λεμονάκι.
Μπορείτε επίσης να τα κάνετε ψητά στον φούρνο-
κι έτσι καλά ειν’ επίσης,
μόνο να τα κυττάζετε συχνά
γιατί αρπάζουν εύκολα.

Για γαρνίρα, ή πατάτες ή αρακάς.
Λεπτομέρειες να μη σας πω-
τις ξέρετε-διάβολε!
κάτι θα ξέρετε κι εσείς.

Λοιπόν καλή σας όρεξη κυρία μου
(αν και πολύ γι αυτήν δεν αμφιβάλλω)
εκείνο που οπωσδήποτε
θα πρέπει όμως να σας ευχηθώ
είναι καλή σας χώνεψη κυρία μου.









ΤΗΣ ΑΓΝΟΙΑΣ ΣΑΣ

Από το καλάθι σας τίποτα δεν πήρα.
Τίποτα δε σας χρωστώ. Από τα κίτρινα
φύλλα που το φθινόπωρο πάνω σας εσώριασε
μόνον
σας απάλλαξα.

Τα μηδενικά σας πήρα
έναν άξονα μέσα τους επέρασα
και πάνω στις ρόδες του
το αμάξι της ποίησής μου στερέωσα,

να τρέχει σαν κυνηγημένο ελάφι
μέσα στο δάσος της αγνοίας σας
που μάτια δεν έχετε να τη δείτε,
γιατί στη θέση τους χάντρες βρίσκονται
και συντροφιά η μια με την άλλη κάνει
όπως ‘Ελλειψη με Έλλειωη συντροφιά κάνουν.








ΚΑΙ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΜΕ

Και που γράφουμε στίχους τι; Και ποιητές
αν μας λένε τι σημαίνει; Από τους άλλους
διαφέρουμε γι αυτό; Μη και για μας
το σκοτάδι κληρονομιά δε θα ’ναι;

Και που νώθουμε όταν οι άλλοι
αναίσθητοι στα μηνύματα είναι,
και που πλάθουμε στίχους,στη σειρά
αραδιαζοντας κόσμους, θεούς, ψυχές

φαντάσματα κι αυτά δεν είναι
που μέσα σε θάλασσες από λέξεις
λέξεις κι αυτά όλα κολυμπάν;

Και με τις λέξεις άλλο τι κανείς
να κάνει μπορεί παρά να δείχνει
την αδυναμία του να εκφραστεί;





ΕΝΑΛΛΑΓΕΣ

Όταν, περνώντας το στενό στόμιο
στην ευρυχωρία βρέθηκαν
απλώθηκαν γύρω. Μερικοί
ένα ξύλο κάρφωσαν, χορδές του ’βάλαν.
Άλλοι εζύμωναν, ψαρεύαν.
Κλωστές άλλοι ταιριάζανε
βότανε βρίσκαν, σπίτια χτίζανε...

Τέλος καθένας κάτι όριζε
και ψηλά, σαν λάβαρο το σήκωνε
ή σαν θυρεό
ή σαν θεωρία
ή σαν σώζουσα πίστη.

Κι έτσι όλο προχωρώντας
ευωχούμενοι και πλατυνόμενοι,
μπροστά στο στενό στόμιο βρέθηκαν.
Και καθώς πίσω
έρχονταν κι άλλοι ανεμίζοντας πανιά
και άτρομα βαδίζοντας
και καθως πίσω να γυρίσουν δεν μπορούσαν
χώθηκαν πάλι μες στο στόμιο το στενό
συμπυκνωνόμενοι.










ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Να γράψεις ένα γράμμα και με ήσυχες
προσεκτικές κινήσεις να το κλείσεις
στον φάκελλο, που απορεί
γιατί ξέρει-
παραλήπτης δεν υπάρχει.

Να γράψεις ένα γράμμα
με της ψυχής σου όλα τα κρυφά
και τα μεγάλα εντός του.

Κι όταν τελειώσεις και τον φάκελλο σφραγίσεις
να τονε ρίξεις στη φωτιά
με μια συνηθισμένη κίνηση
και να τον βλέπεις ήσυχα να καίγεται
και σαν νωχελικά
λικνίζοντας ο αέρας τον καπνό του
που εσύ τον αναπνέεις.
Και οι λέξεις του
αίμα στο αίμα σου να γίνονται πάλι
και στην ψυχή σου ψυχή.

Και αύριο
κει που θα κάθεσαι μονάχος
και η ώρα καθόλου δεν θα έχει περάσει
να σκεφτείς: «πρέπει να γράψω ένα γράμμα».

Και να πάρεις πέννα και χαρτί
και
σαν ποτέ να μην ξανάγραψες
να γράψεις.



ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ

Στο κελλί όπου κλεισμένος είσαι
υπάρχει μυστική μια πόρτα
που ανοίγοντας σε δίνει έξω
στων Πραγμάτων τον κόσμο.

Υπάρχει μια πόρτα.

Μπορεί
σκέφτεσαι
κάποιο κουμπί να την ανοίγει.
Ή πάλι να προσμένει μία λέξη
ν’ ακούσει
και συντρίμμια
στη δόνηση που εκείνη θα της φέρει
να σωριαστεί.

Και σηκώνεσαι
και ψηλαφάς τον τοίχο
και λέξεις μαγικές ζητάς.

Όμως μόνο ακινησία
και σιωπή αν γίνεις
η πόρτα όχι μόνο μα και οι τοίχοι
θα γκρεμιστούν
και όλα φως τότε και χαρά θα είναι.








Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ

Ό,τι μου έδωσαν εκατομμύρια χρόνια
μου το στερούν αυτοί. Είναι εκείνοι
μεγαλύτεροι από τον καιρό
ή είναι ο ίδιος ο καιρός που εντύθηκε
για σάρκα τη συμπυκνωμένη διάρκεια
για απόφαση το Μέλλον
και, με δικαίωμα πια
μ’  έκλεισε ’δω μέσα;





Η ΦΩΝΗ

«Κλείσε το φως!»,ακούστηκε. Το φως
δεν ήταν ανοιχτό. Εκείνος όμως μια κίνηση
προς τον διακόπτη έκανε.

Γέλασε με το πάθημά του. Κοίταξε
προς το μέρος απ’ όπου ήρθε η φωνή…

Κανένας! Γελάστηκε διπλά λοιπόν.

Τα σκοτεινά γυρίσματα των καιρών
δημιουργούν τέτοιες ακατανόητες καταστάσεις.

Ακατανόητες για κείνους
που πίσω από τα αίτια λαχανιασμένα τρέχουνε
αποτελέσματα διψώντας, γιατί αλλιώς
να εννοήσουν τη ζωή αδυνατούν - γι αυτούς
όταν ακούγεται μία φωνή
να έχει μιλήσει κάποιος πρέπει.
«Όμορφη που ’ναι η ζωή!», λέει,


 «Όμορφη που ’ναι η ζωή!», λέει,
τριγύρω κοιτάζοντας.
Μα όταν μέσα του
το βλέμμα στρέφει
σε ασχήμια η ομορφιά όλη γυρίζει.

Και κουραστικές αυτές οι μεταπτώσεις είναι
επειδή το έξω
τις δικές του δουλείες χαλκεύει.
Κι αν το έξω σαν το μόνο υπάρχον θεωρήσει
τότε αυτός ανύπαρκτος αισθάνεται.
Αν πάλι το αγνοήσει, τότε ευθύνες
αλόγιστα μεγάλες αποδέχεται και αυτές
τονε συνθλίβουν κάτω από το βάρος τους.
Τότε
μελαγχολία, απαισιοδοξία, απόγνωση τέλος
το διαλογιζόμενο δίποδο αλώνουν
που στο θάνατο άφευγα το οδηγούν.








Στον βωμό της Γυναίκας πάνω

Στον βωμό της Γυναίκας πάνω
το σφαγμένο σώμα του.
Με νύχια, με δόντια, με σαρκασμούς,
με υπονοούμενα,
γυμνές γυναίκες το κατασπάραξαν
με γυμνούς αγκαλιασμένες άντρες,
για να πάρουν δύναμη ώστε
όλο ζωντάνια να ξαπλώνουν
σε στρώματα πάνω,λερώνοντάς τα
με ζάρες-της ψυχής του- και με σπέρματα-
απομιμήσεις του αίματός του.










ΚΟΡΔΗΛΙΑ

Προίκα την ειλικρίνεια αν έχεις
κάποια νυχτιά
που κεραυνούς γεμάτοςκαι αστραπές, ο ουρανός,
καμμιά ζεστή γωνιά του δε θα δείχνει,
που οι βροντές, φωνή ν’ ακούσεις ή καλάδημα
δε θα σ’ αφήνουν
και που η καταιγίδα θα ’ρχεται όχι απέξω
αλλ’ απομέσα σου,
κάποια νυχτιά,
στα χέρια μέσα του πατέρα σου
με στήθη μόλις πριν
απ’ αυτόν ακουμπισμένα
(που τρέμουνε ακόμα),
θα υψωθείς
ως λίγο πάνω απ’ τους μηρούς σου
και σκύβοντας σα φίδι που την ουρά τουκαταπίνει
μέσα σου θα μπεις ωσότου
απάνω στου πατέρα σου το σώμα
ένα κενό να πέσει μέγα τόσο που εντός του
η ζωή
αντίσταση μη βρίσκοντας,
με όλες τις πληγές και τις κατάρες της
να ξαναρχίσει
Κορδηλία.









Πράγματα που μπροστά μου επερνούσατε

Πράγματα που μπροστά μου επερνούσατε
και ψεύτικα βήματα ανοίγοντας
σα σε σκηνή θεάτρου
πως μόνος δεν είμαι
να συλλογίζομαι πολλές φορές με κάματε…

Υπάρξεις που κάποιο χέρι μπροστά μου έστηνε…
δεν ήξερα πως δεν ήτανε για μένα που ερχόσασταν
αλλά για σας-για να ’χετε ένα θεατή
και η παράστασή σας αμάρτυρη να μη χαθεί.

Το σωστό σας μέτρο όμως
δεν είναι αυτό που εκεί πάνω
μορφάζοντας μου δείξατε.
Το σωστό σας μέτρο μέσα μου το κρατώ
και μια μόνη στιγμή
από τις τόσες που ξοδέψατε,  
μ’ αυτό από σας θα μετρήσω:
τόσο σας πρόσεξα.









«Σ’ αγαπώ», λένε

 «Σ’ αγαπώ», λένε
και αφήνουν τα φτερά της καταιγίδας
τα αέρινα λόγια τους να πάρει
και μένουν αυτοί χωρίς ούτε τον ήχο της φωνής τους.

Και άδεια κορμιά πια υποδέχονται τα αφρισμένα κύματα και ανεστραμμένα κελύφη ξερνάνε τα πηχτά σάλια τους
σε άσκοπες, άχαρες γιορτές.

Το αληθινό όνομα δίνεται σε άλλες
επιδιώξεις. Και τόσο μπερδεμένο
που νόημα δεν έχει ό,τι ακούγεται
μόνο καταλαβαίνει κανείς πως εκείνο
το σωστό σύμπλεγμα γραμμάτων είναι.

Μια μάσκα να έπεφτε επιτέλους κάποτε!..




Όπως κάτι λέξεις που με τον καιρό ξεχάστηκαν

Όπως κάτι λέξεις που με τον καιρό ξεχάστηκαν
και σαν θα τις ακούσουμε μένουμε για λίγο αμίλητοι
θυμώντας έξαφνα όσα πηρανε μαζί τους
Έτσι και Σύ, Ώρα Γεμάτη, τη συνείδηση
με τον αστραπιαίο, τον μοναδικό
τον απόκοσμο ήχο Σου δονείς.

Και η ακοή μας συνταράζεται
και φέρνει μες στα δέντρα της ψυχής
πουλιά και σκιόφως
και ανεμοψιθυρίσματα άλλα
του καιρού που χαμένοι ήμασταν.

Τότε που η άγρυπνη ελπίδα
και η λίγη μας ευχαρίστηση
χτυπούσαν αδύναμα φτερά
στο δόκανο πιασμένες της ρυτιδιασμένης Σου Επιφάνειας-
ανάμεσα σε δυο πτυχές της
που νερό δεν έβρισκαν ν’ αναταχτούν.













Φύλακες του χρυσού.

Φύλακες του χρυσού.
Φύλακες.
Και κατά χιλιάδες έπεφταν οι Γρύπες
σε κάθε των μονόφθαλμων Αριμασπών επίθεση
Που να τους πάρουν θέλαν το χρυσάφι.

Στους φτερωτούς τους Γρύπες μέσα ποιος
τον έρωτα έβαλε για τον χρυσό;
Κανείς. Μόνο που καταλάβαιναν
πως αν δεν τον φυλάγαν
τότε αξία αυτός δε θα ’χε
κι ούτε αυτοί ονομαστοί
Θα έμεναν στην ιστορία.

Η αξια του χρυσού
αξία στη ζωή τους έδωσε.
Τώρα όλοι ξέρουνε: σκληροί,
αδέκαστοι, πιστοί φύλακες , οι Γρύπες,
Του χρυσού ήταν.

Έτσι αξία δίνει καθένας μας σε κάτι
και το τηρεί και το ευλογεί και το φυλάσσει-
άλλος χρυσό, άλλος αρχές, άλλος ιδέες.

Καλά πληρώνουν οι αξίες.








Ζηλεύω τον ύπνο σου Σέρβιε Σουλπίκιε.

Ω! Τι ωφέλιμο! Ο ύπνος να είναι
ο ψεύτικος
βαθύτερος απ’ τον αληθινό!

Να μπορούσε κανείς τα μάτια του
μπροστά στην άλλην όψη-την αληθινή-
της ζωής να κλείνει!

Μα πού πουλάν τέτια υπνωτικά; Που σχήματα
να μην υπάρχουν τότε άλλ’ απ’ αυτά
που τ’ ανοιχτά τα μάτια βλέπουν μόνο...

Ω! Ο κόσμος σου Σέρβιε Σουλπίκιε
ο τόσο ξέχωρος απ’ τους κοινούς δικούς μας
που πάνω στο προσκέφαλο αφήνει το θάνατο
σαν ένα μυρωδάτο κρίνο!

Και το πως έχεις μάτια
και όταν θέλεις ξυπνητός είσαι
πιότερο αυτό τον θαυμασμό μας μεγαλώνει.
Γιατί αλλιώς τυφλός θα ήσουνα
και φρούδα τότε η σοφία σου.











Να ήτανε, Γαλήνη, αφήνοντας τη θάλασσα

Να ήτανε, Γαλήνη, αφήνοντας τη θάλασσα
Και σε μάς τους στεριανούς να έρθεις!
Σε μάς που κύματα άλλα μάς τινάζουν
Όχι σε άλλο κύμα πάνω
Μα σε άλλη θάλασσα κάθε φορά.

Να ’ρθείς, κόρη του Αμίλητου και του Ησυχασμένου
Και να σταθείς Ολόκληρη και Δυνατή.

Στον ώμο σου ν’ ανέβουμε τον υψηλό
Και συ ακίνητη
Να μάς πηγαίνεις και να μας πηγαίνεις
Πάνω στο άβαθο το αυλάκι
Που το σώμα σου, με μυστικές
Που εσύ μόνο γνωρίζεις
Προσταγές
Αθώρητο για μάς, ανοίγει.

Γαλήνη! Πολυαγάπητη Νητηϊδα! Αρκετά
Τους τολμηρούς ναυτικούς εφίλησες. Έλα
Και τους ταραγμένους,τους δειλούς εμάς
Να γαληνέψεις.












Έμποροι που οργώνετε τη γη μου

Έμποροι που οργώνετε τη γη μου
Που την ποτίζετε με τον ιδρώτα μου
Και με το χέρι μου δρεπάνι
Σοδειάζετε Στάρι, χρήμα και αυτοπεποίθηση…

Έμποροι,που το έτσι αποχτημένο εμπόρευμα
Σε μένα πάλι το πουλάτε
Μεσάζοντες εσείς ανάμεσα
Στην αθωότητα και στην άγνοιά μου…

Έμποροι
Έφτασε η ώρα που και τη ζωή μου
Για πενταροδεκάρες θ’ αγοράστε.

Μα να ξέρετε: από κει και πέρα
Ο έμπορος θα ειμ’ εγώ
και με τους νόμους του δικού μου κράτους
θα σας αγοράζω
και θα σας αργάζω και θα σας πουλώ.















Ισορροπεί σαν ακροβάτης χρόνια τώρα

Ισορροπεί σαν ακροβάτης χρόνια τώρα
Πάνω στο σχοινί ανάμεσα ζωής και θάνατου
Τη βέργα του ζυγιάζοντας-
’πιδέξια μιας και ακόμα βρίσκεται κει πάνω.

Να κοιτάξει κάτω δε γίνονταν
Χωρίς τον κίνδυνο να πέσει.Μόνο τώρα
Που καλός ισορροπιστής ένιωσε
Έσκυψε κι είδε:
Ούτε ζωή ούτε θάνατος.

Τώρα περπατεί στο τεντωμένο σχοινί πάνω
Σαν σε πλατεία συμπαγή και στέρια
Χωρίς την άσκοπη
Κι οδυνηρή φροντίδα αποφυγής της πτώσης.

Κι έτσι θα σεργιανίζει πέρα δώθε
Απ’ του σκοινιού τη μια άκρη ως την άλλη
Ώσπου να δει
Πως ούτε σχοινί υπάρχει.














Κάτι από καιρό μου μύριζε άσχημα.

Κάτι από καιρό μου μύριζε άσχημα.
Παράθυρα, ανεμιστήρες άνοιγα
Καθώς αυτά, όσο ήσαν ανοιχτά
Κάπως την οσμή εδιώχναν.

Ώσπου βαρέθηκα ν’ ανοιγοκλείνω
Κι άφησατην οσμή να πάρει και να κρατήσει τη θέση της
Όσο εδυνόταν.  

Εκείνη εφούντωσε
Κι όλο πληθαίνει όσο πάει  η δυσωδία
Και τίποτα αφού γύρω μου δε βρίσκω
Αίτιο της τέτιας να ’ναι αποφοράς
Ο μέσα μου νεκρός θα είναι λέω
Που μέρα με τη μέρα μεγαλώνει.

















Κι αν δεν είναι κείνη που ονειρευόμαστε

Κι αν δεν είναι κείνη που ονειρευόμαστε
Μέσα σε κρίνα κι αγριόμηλα
Μιαν άλλη γαλήνη δώσε μας-όποια να ’ναι.
Του σκοταδιού ακόμα και της λησμονοιάς.

Γδάρθηκαν τα πόδια στ’ αγριόχορτα.
Η ψυχή μας παραδέρνει από ξένο σε ξένο.
Οι νύχτες ανάστερες και ασέληνες έρχονται.
Περιδίνιση ανώφελη και οδυνηρή όλα είναι.
Να κρατήσουμε τίποτα δεν μπορούμε. Και ό,τι
Απ’ αρχή έχουμε, δικό μας δεν είναι.

Διασκορπισμένοι στα πράγματα μένουμε.

Τα μάτια που βλέπουν μακριά θα μας δώσεις;
Την αίσθηση θα μας αξιώσεις που εννοεί;
Από το είδωλό μας θα μας απαλλάξεις;













ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Το άρωμα στο σώμα της βάζει
Με αργές κινήσεις
Ανατριχιάζοντας
Όταν Περιοχές λεπταίσθητες εγγίζει.

Κλεισμένο το δωμάτιο για όλους
Τους καλαθοφόρους τρυγητές κάθε δικού της.
Μόνη τρυφερές κινήσεις στο είδωλό της
Μπρος στον καθρέφτη σπαταλά.

Ο κόσμος αυτή είναι. Κάθε της ανάσα
Ένας κήπος μοσχομύριστος.
Και σε καθέναν μέσα οι πόθοι της
Πουλιά των περασμένων
Και κείνων που έρχονται ημερών,
Με τα φτερά τους ζωηρά χρώματα γεμάτα.

















ΗΔΟΝΗ...

Κράτησέ με μέσα σου, Ηδονή.
Από τα χέρια σου να μην μπορώ
Όσο κι αν σπαρταράω
Να ξεφύγω.

Να στροβιλίζωμαι χαμένος στων κυμάτων σου την κορυφή
Και να κυρτώνω
Και να εκτείνωμαι
Όπως με πας.

Σαν μαχαιριού λάμψη το σκοτάδι μου σχίσε.
Δώσε μου φωνή να πω σε όλα τ’ άστρα
που σαν τεράστια μάτια φλογερά με βλέπουν: υπάρχω!

Και σαν γιγαντιαία αράχνη
που πριν ακόμα το παιχνίδι τελειώσει

Τον ταίρι της με δόντια σκληρά κατασπαράζει
Έτσι και συ
Αφάνισέ με ηδονή!












Τον συνεπαίρνουν θύελλες

Τον συνεπαίρνουν θύελλες
Που από το αίμα του μέσα ξεκινούν.  
Στα μάτια του εμπρός
Πέπλα μύθων απλώνονται
Που σαν διάφανοι καθρέφτες
Τόλα παραμορφώνουν.

Τα μικρά και ευτελή
Μεγάλα και σιβαρά έτσι γίνονται
και, δράκοι, ορμούν και τον σπαράζουν.

Μια λέξη που σε κάποιον είπε, ένα
-δικαιολογημένο άλλωστε-
Αργητό προσώπου του αγαπητού το βράδυ
Του σύμπαντος αλλάζουν τη μορφή
Και καταιγίδας πρόσωπο της δίνουν.

Και το βήμα το σωτήριο να κάνει-πίσω
Από καθρέφτες κι από πέπλα να βρεθεί-
Απ’ το θολό μυαλό του διόλου δεν περνάει.













Κάθε ημέρα τόποι του κόσμου

Κάθε ημέρα τόποι του κόσμου
Στέλνουνε πρέσβεις τους δωροφόρους ως εμένα
Και με καλούνε μ’ ένα βλέμμα μου
Της ύπαρξης το δώρο και σε κείνους να χαρίσω.

Αστέρια που δεν έχει δει το μάτι
Το μαύριο φως τους με φορτώνουντ
Το βαρύ,
Και μου ζητούνε προς αυτά να ταξιδέψω
Και λάμψη να τους δώσω και στον ουρανό θέση.

Βουή παραπονιάρα και γκρινιάρικη
Της κάθε ώρας οι φωνές με προσκαλούνε.

Μα μακριά να πάω βολετό δεν είναι
Γιατί άφτερο είμαι έντομο και κουτσό λιοντάρι
Κι ως για να συρθώ
Εντολή τέτοιαν από την Ευθύνη μου
Ποτέ δεν πήρα.









ΘΑΛΕΙΑ


ΑΓΝΟΙΑ

Μέσα στ' άλλα τα στραβά μου
και αυτό το 'χω βεβαίως:
ό,τι γύρω μου συμβαίνει
να μαθαίνω τελευταίος.

Αν ειπούνε στις ειδήσεις
ο καιρός πως θα χαλάσει
θα το μάθω όταν πλέον
η βροχή θα 'χει ξεσπάσει.

Αν ο πόλεμος αρχίσει
Ινδιών και Πακιστάν
θα το μάθω όταν τελειώσει
μα και τότε πάλι αν...

Κάποιος γείτονας γνωστός μου
την κορούλα του παντρεύει;
πως παντρεύτηκε θα μάθω
σαν μου πούνε πως χηρεύει.

Ένας φίλος αρρωσταίνει;
ενημέρωση έχω τόση
που απ' τον ίδιο θα το μάθω
όταν θα 'χει αναρρώσει.

Για να νιώσετε την άγνοια
που αλύπητα με δέρνει
μόλις έμαθα της Πίζας
χτες ο πύργος ότι γέρνει.

Κι αν στα χέρια μου θα πέσει
και διαβάσω εφημερίδα
το κυριότερο το νέο
θαν' εκείνο που δεν είδα.

Πώς μαθαίνουνε οι άλλοι
τόσο γρήγορα τα νέα!
λες και μέσα στο μυαλό τους
η τι βι έχει κεραία.

Ή πως παίρνουνε για όλες
τις καινούργιες τις ειδήσεις
από κάποιον παντογνώστη
συνεχείς ανταποκρίσεις.

"Βρε δεν τα 'μαθες;" μου λένε
"πάνε τώρα δέκα μέρες
που ο Τζίμης κι η Μαρία
τις αλλάξανε τις βέρες".

Ή: "καημένε μου δεν ξέρεις
πως οι φλόγες του Πολέμου
του Δευτέρου έχουν σβήσει;"
Ε,δεν το 'μαθα ποτέ μου.

Σ' εποχή που όλοι λένε
πως αυτιά έχουν κι οι τοίχοι
για να μάθω κάτι πρέπει
να το μάθω έτσι, στην τύχη.

Έτσι έμαθα τυχαίως
(άρες μάρες κουκουνάρες)
της Ανίτας Χιλ τα χείλη
πως δεν άγγιξαν στου Κλάρενς,

πως ο Κλίντον ειν' ο νέος
πρόεδρός μας μες στις ΗΠΑ
και πως δεν μπορεί κανένας
στο νερό να κάνει τρύπα...

Το Ιράκ πως ενικήθη
ότι πείνασαν οι ρώσσοι
κι ότι έχει ο Εφιάλτης
τους τριακόσιους προδώσει'

και ακόμη το ποντίκι
ότι τρώγεται απ' τη γάτα
και πως έτσι και δε σφίξουν
μένουνε τ' αυγά μελάτα.

Και βεβαίως είναι ειδήσεις
κι οι ειδήσεις οι τυχαίες
μόνο που 'χουν μπαγιατέψει
και δεν είναι πλέον νέες.

Να λοιπόν εν' από κείνα
τα στραβά που κουβαλάω
που με κάνει από τους άλλους
ξεκομμένος να μετράω.

Που με κάνει να φοβάμαι
πως αν πάει στο φεγγάρι
άνθρωπος, εγώ ποιος ξέρει
αν θα το 'παιρνα χαμπάρι.

Κι έτσι όπως ζω με βήμα
σημειωτό, έχω τη γνώμη
πως πριν χρόνια έχω πεθάνει
και δεν το 'χω μάθει ακόμη.













ΑΚΟΥ!

Γιατί δεν ξέρω να σου πω
αλλά με μιαν αφέλεια
φίλες και φίλοι και τους δυο
μας λεν ψηλούς και μέλια.

Κι αν πεις πως είμαστε ψηλοί
κι ότ' είμαστε μελάτοι -
πως κάτι έχουμε μελί-
το δέρμα μας, το μάτι..

δίκιο θα είχανε' αλλά
μ' ασχετωσύνη τέλεια
όλοι τους σώνει και καλά
μας λεν ψηλούς και μέλια.

Αν θες φιλάω και σταυρό
μα τώρα είναι τρεις χρόνοι
που όποιαν φίλη συναντώ
μου λέει αμέσως "χόνι"

Και ας ρωτώ, μόνο γελούν
κανείς δε μ' απαντάει
γιατί ολ' οι φίλοι σα με δουν
μου λένε πάντα "χάϊ".

Ξέρω μονάχα και οι δυο
πως σκάζουμε στα γέλια
όταν μας λένε όλοι εδώ
ψηλούς και-άκου!- μέλια...









ΟΙ ΧΟΝΤΡΟΙ

Ένας κοντός κοντόχοντρος
και μια χοντρή για γέλια
μέσα στο lawndry μπήκανε-
χοντροί σαν δυο βαρέλια.

Εκεί 'ταν κάτι όμορφες
κάτι χαριτωμένες
που όσο τα ρούχα πλένονταν
ήτανε κρεμασμένες

από τον ώμο του άντρα τους
ή απ' το λαιμό του φίλου
και ανταλλάζαν ασπασμούς
μετά μεγάλου ζήλου.

Στέκουν οι δυο ακίνητοι
του πάχους τους το χάλι
αιτία ήταν μονάχο του
για να γελούν οι άλλοι.

Σκέψου να επιχειρούσανε
να φιληθούνε κιόλας
της πιο αστείας θα γίνομουν
μάρτυρας καραμπόλας.

Κι όμως το θάμα έγινε.
Οι άλλοι όταν εφύγαν
κι οι δυο χοντροί σε νάυλον
σακούλες ετυλίγαν

τα ρούχα τους που άχνιζαν
απ' τον καυτό τον κάδο
(η μοίρα μου το έγραφε
κι αυτό το θέαμα να 'δω)

δίνοντας την κατάλληλη
φόρα φορά και κλίση
στα δυο που έτσι ολόπαχα
κορμιά είχε πλάσει η φύση

με τα πολλά κατάφεραν
χωρίς να γκρεμιστούνε
τα χείλη ν' ακουμπήσουνε
και-ναι!-να φιληθούνε.

ΕΜΦΑΝΗΣ
ή
η WAITRESS

Ήταν ψηλή με πρόσωπο ωραίο'
λίγο αδύνατη αλλά με συμμετρία'
το σώμα έμοιαζε πιο νέο
για τη μεγάλη της την ηλικία.

Μια εμφανής σεμνότης την κρατούσε.
Συχνά γελούσε μα αρκετά συγκρατημένα.
Για φαγητό καθώς ρωτούσε
τα μάτια είχε κατεβασμένα.

Για ένα μεσόκοπο σαν εμένα
σωστό μου έμοιαζε να την παντρευόμουν
έτσι όπως μ' είχανε ξεχασμένα
όσοι ασίγαστα εγώ σκεφτόμουν.

Σ' ένα παιδί που ήξερα δυο χρόνια
καθώς ετρώγαμε μίλησα με ζέση
(είχανε φύγει τα γκαρσόνια):
αυτή εκεί η γυναίκα μου αρέσει.."

Σαν να μιλούσε στον εαυτό του
"μ' ένα 'κατόφραγκο", μου λέει, "ξαπλώνει υπτίως''.
Και γύρισε στο φαγητό του-
δολάρια εννοούσε ο αχρείος.






ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ

Μια ωραία σαραντάρα
που στο δίπλα μένει σπίτι
από ένα παλιο-αλήτη
τι τραβά η φουκαριάρα!

Απ' το σπίτι το δικό μου
τη χωρίζει ένας τοίχος
μα καθάρια φτάνει ο ήχος
και δουλεύει το μυαλό μου.

Όταν μέσα μπαίνει εκείνος
κάτι αμέσως τον θυμώνει
(η εξήγηση ειν' η μόνη)
κι όπου βρει χτυπάει το κτήνος.

Και αυτή πονάει βεβαίως
κι αντηχούνε οι φωνές της
οι πολλές κι οι δυνατές της
και ουρλιάζει-και βογκάει.

Και ο τοίχος λέξεις φέρνει'
ξεχωρίζω μες στο σάλο
"φτάνει!", "μη!", και "όχι άλλο!"
μα εκείνος δέρνει...δέρνει...

Μια φωνή μεγάλη ακόμη
κι ύστερα όλα σταματάνε-
ψιθυρίζοντας μιλάνε-
θα ζητάει αυτός συγνώμη.



Μα η συγνώμη κι ειπωμένη
δεν μπορεί πληγές να κλείσει
κα σε λίγο αυτή στη βρύση
πάει τα τραύματα και πλένει.

Τι εξυπνάδα σε καλό μου!
τι καλά πίσω απ' τους τοίχους
ερμηνεύω εγώ τους ήχους-
α! δουλεύει το μυαλό μου.









ΜΙΑ ΓΡΙΠΠΗ

Βαριά μια γρίπη κόλλησα κι έγραψα στην Ελλάδα
για τους μεγάλους πόνους μου, τη θέρμη, τη ζαλάδα
για όλα όσα ο άνθρωπος θέλει μια παρηγόρια
σε κάθε δύσκολη στιγμή, σε κάθε του ανημπόρια.

Σε πέντε μέρες ήμουνα καλά' το γράμμα όμως
ακόμα δε θα έφτασε' είναι μακρύς ο δρόμος'
κι η απάντησή τους κάποτε όταν σε με θα φτάσει
της γρίπης τα συμπτώματα θα έχουνε περάσει.

Μα ο θεός βοήθησε κι αυτούς αλλά και μένα.
Τα λόγια της συμπόνιας τους δεν πήγανε χαμένα-
τόσο το γράμμα που κι αυτοί γράψανε είχε αργήσει
που όταν έφτασε, ευτυχώς, είχα ξαναρρωστήσει.

ΕΚΕΙ

Η ανεψιά μου πήρε προχτές απ' την Αθήνα
και μου 'πε πως μακριά μου ειν' άοσμα τα κρίνα
και ότι δε μεθάνε το ούζο κι η ρακή.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν είμ' εκεί!

Και μου 'γραψ' ο ανεψιός μου πως έχει αδυνατίσει
και δεν μπορεί σε ύπνο το μάτι του να κλείσει
και να ντυθεί και πάλι θα πάει στο χακί.
Ω! Πόσο λείπω σ' όλους όταν δεν ειμ' εκεί!

Στους φίλους μου απ' όλους περσότερο όμως λείπω
γιατί καθώς εμένα δε βρίσκουν άλλον τύπο'
οι άλλοι τους-λεν-οι φίλοι τους είναι φορτικοί.
Πώς όλοι με ζητάνε όταν δεν ειμ' εκεί!

Και να με λησμονήσει μια φίλη μην μπορώντας
κι άλλονε σαν εμένα να βρει αδυνατώντας
έβαλε πλώρη να 'ρθει για την Αμερική.
Με θέλουν πράγματι όλοι όταν δεν ειμ' εκεί.

Ως κι οι συνάδελφοί μου αφήσαν τη δουλειά τους
γιατί σε μένα είχαν μονάχα τα μυαλά τους
κι άνεργοι τριγυρίζουν τώρα και νηστικοί
και μαύρη ζουν μια ζήση που εγώ δεν ειμ' εκεί.

Κι εγώ, επειδή όλοι να με ζητούνε θέλω
τα χαιρετίσματά μου από μακριά τους στέλλω
αλλά δε θα γυρίσω στη χώρα μου, γιατί
κανείς δε θα με θέλει όταν θα είμαι εκεί.




ΣΤΟ LAUNDRY

Μια ινδιάν' απ' το Περού
στης γειτονιάς το lawndry μπαίνει
(στου πρόσωπού της του λερού
τις παρυφές φυτρώνει γένι)

Εκεί στριμώχνονται πολλές
νοικοκυρές αμερικάνες
δεσποινιδούλες παλαβές
νέες, γριές και μικρομάνες

που ρίχνουν κουόρια στη σχισμή
μετά πατούν ένα κουμπάκι
κι οι κάδοι αρχίζουν στη στιγμή
το ατέλειωτό τους γαϊτανάκι.

Κι η ινδιάν' απ' το Περού
πετάει στον κάδο ένα πέννι
και αρχινά καλού καιρού
τα ρούχα με τα χέρια της να πλένει.













ΠΕΘΥΜΗΣΑ..

Μυστήρια που 'ναι η ψυχή του ανθρώπου...
πεθύμησα τα πράγματα του γενεθλίου μου τόπου'

πεθύμησα όταν οδηγώ να χάσκουνε δεξά μου
χαράδρες επικίνδυνες και βράχια αριστερά μου.
Πεθύμησα ατιμώρητη παράβαση τροχαία
κατ' απ' του πόλισμαν την περικεφαλαία.
Να μου σερβίρουνε ξύγκικες πεθύμησα μερίδες
και να διαβάζω ψέματα στις εφημερίδες.
Πεθύμησα γυναίκα όταν πειράζω
να ξέρει βρε αδερφέ πως την πειράζω...

Της γυναίκας πεθύμησα το νάζι
κάθε τρεις το γκόβερνο ν' αλλάζει
και ντομάτες με δίχως ορμόνες
και βαρείς,χιονισμένους χειμώνες.

Πεθύμησα να φάω γλυκό περγαμόντο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!.

Να οδηγώ πεθύμησα σε δρόμους που 'χουν λάκκους'
πεθύμησα αργοκίνητους χωροφυλάκους'
πεταμένα πεθύμησα στους δρόμους σκουπίδια
και στις στέγες αντί πισσόχαρτα κεραμίδια.
Πεθύμησα να πάω βόλτα με τα ποδάρια
και με μαγαζάτορες να κάνω παζάρια.
Να με χτυπήσουνε πεθύμησα μυρωμένοι αγέρηδες
και στις πλατείες να δω χασομέρηδες.
Πεθύμησα άγριοι πωλητές να με κοιτάνε
και ανθρώπους ένας τον άλλονε να βαράνε.


Να βρεθώ επεθύμησα πάλι
στου χαρούμενου τρύγου τη ζάλη'
με σταφύλια γλυκά να μεθάω
και χορεύοντας να τα πατάω.

Πεθύμησα σκορδίλα να μυρίσω σ' ένα χνώτο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!.

Τη βρώμα ενοστάλγησα στους δημοσίους χώρους.
Πεθύμησα τα μάλλινα να τρώγονται απ' τους σκόρους.
Του τζίτζικα πεθύμησα τραγούδι στις ελιές
παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές.
Κουτσομπολιό πεθύμησα-κουβέντες-φλυαρία.
Ραχάτι επεθύμησα στα καφενεία.
Των οδηγών πεθύμησα τη μούντζα
κι αγουροξύπνητες φάτσες με ρούντζα.
Μπουρνέλια ελαχτάρισα! Τζάνερα! Μούρα!
Και φασαρία-σαματά-σάλο-φωνές-βαβούρα.
Πεθύμησα οι άνθρωποι απ' ό.τι πούνε
τ' αντίθετο ακριβώς να εννοούνε.

Επεθύμησα όταν βολτάρω
κάθε λίγο γνωστό να τρακάρω.
Επεθύμησα φίλους και κέρνα
και πιοτό και μεζέ σε ταβέρνα.

Πεθύμησα σαϊνια που μπαίνουν με το πρώτο-
ΠΕΘΥΜΗΣΑ ΕΛΛΑΔΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!






ΑΝ ΕΙΧΑ ΛΕΦΤΑ

Αν είχα λεφτά και παχύ πορτοφόλι-
αν είχα λεφτά- θα με ήθελαν όλοι.
Κοντές και μεσαίες-μεσαίες και ψηλές
για μένα οι γυναίκες θα ήταν τρελές.

Οι φίλοι θα μ' είχαν μη στάξει μη βρέξει
και όλοι θα πρόσεχαν κάθε μου λέξη'
ιδέα κακή δε θα είχε κανείς
για μένα, στενός ή φαρδύς συγγενής.

Γνωστοί, άγνωστοί μου, πελάτες, γειτόνοι
μια σκέψη θα είχαν στη ζήση τους μόνη:
περσότερα πώς να μου πάρουν λεφτά'
και θα 'καναν ότι μπορούσαν γι αυτά.

Γι αυτό τα λεφτά δε θα 'πρεπε λέω να 'ναι
το μέτρο που όλα μ' αυτά τα μετράνε.
Τουλάχιστο εγώ το μικρό μου πανό
υψώνω-σαφώς μ' όλ' αυτά διαφωνώ.

Μ' αυτό δεν αλλάζει το πράγμα βεβαίως
και ουτ' η άποψή μου κερδίζει έτσι κλέος-
μα ίσως να πρέπει κανείς να το πει-
λίγο έτσι μπορεί να μικραίνει η ντροπή.

Ω! Αν είχα λεφτά και παχύ πορτοφόλι
Ω! Τότε αναντίρρητα θα μ' ήθελαν όλοι!
...Μα τότε (το λέω κι από φρίκη ριγώ)
μπορεί να τους ήθελα όλους κι εγώ...




ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ

Μι' αμερικάνα γνώρισα μικρούλα κι δροσάτη
που η θωριά της θύμιζε αμέσως το κρεβάτι.
Της ζήτησα να κάνουμε οι δυο μας μία βόλτα
και μου 'πε: "ναι, μα δείξε μου πόσα λεφτά έχεις πρώτα".

Λίγο ψυχρή μου φαίνονταν, μα είπα θα ζεστάνει,
της είπαν έτσι στην αρχή πως πρέπει ίσως να κάνει.
Κι έτσι και σ' άλλο ραντεβού προχώρησα εν τω άμα
ελπίζοντας πως γρήγορα θα έστρωνε το πράγμα.

Στο δεύτερο εχάϊδεψα τα ολόξανθα μαλλιά της
αλλά το χάδι μου 'γινε αυτό ένας εφιάλτης.
Το χέρι μου απώθησε και μου 'πε: "Ασ' τα χάδια
για να τα φτιάξω έδωσα δεκαοχτώ δολάρια".

Κι όταν φιλούσα το γλυκό και τροφαντό της στόμα
ενώ εγώ τη φίλαγα, ‘κείνη και τότε ακόμα
μετρούσε ως μου 'πε ύστερα στα δέκα δάχτυλά της
πόσα δολάρια μάζεψε σήμερα στη δουλειά της.

Κι ενώ εγώ της μίλαγα γι αστέρια και φεγγάρι
στην τσέπη της εχάϊδευε αυτή ένα εικοσάρι'
κι απ' της αγάπης το γλυκό και τρυφερό μαρτύριο
τηνε τραβούσε πιο πολύ-αχ-το Χρηματιστήριο.

Μα επέμενα γιατ' ήτανε σας λέω καλό κομμάτι
κι αν στην καρδιά δεν έμπαινε μα έμπαινε στο μάτι.
Κι έτσι, μας ήταν τα κακά σημάδια όχι λίγα
μια μέρα που ψιλόβρεχε στο σπίτι μου την πήγα.


Αλλά γραφτό ήταν εκεί για πάντα να τελειώσει
το ειδύλλιό μας πριν καρπό κανένανε να δώσει.
Γιατί ενώ σχεδόν γυμνή στο στρώμα είχε γείρει
την τελευταία έριξε σταγόνα στο ποτήρι:

Όταν κι εγώ ήμουν έτοιμος να πέσω στο κρεβάτι
αυτή προς 'μένα εκοίταξε με μια ματιά φλογάτη'
"Ω! Επιτέλους!" σκέφτηκα-μ' αυτή : "γλυκό μου αγόρι",
μου λέει μελιστάλαχτα, "σου έπεσ' ένα κουόρι".





ΕΥΓΕΝΗΣ

Δεν ξέρω και τι σ' έπιασε με τούτα
μα κει που εκαθόμουν σκεφτικός
ρώτησες: "τι σ' αρέσει από τα φρούτα;"-
σου είπα: "ο γλυκός τους ο χυμός".

Με ύφος που εθύμιζε αγγελούδια
μα θ' άναβε τουλάχιστον δαδιά
μου είπες: "τι σ' αρέσει απ' τα λουλούδια;"-
σ' απάντησα: "η γλυκιά τους ευωδιά".

Και παίζοντας με μία σου καρφίτσα
μου είπες με ναζιάρικη φωνή:
"κι αλήθεια τι σ' αρέσει απ' τα κορίτσια;"
Στραγγίσανε του λόγου μου οι κρουνοί

κι ας ήταν η ερώτηση αήθης
εσιώπησα όπως θα 'κανε καθείς
που είναι όχι μόνο φιλαλήθης
μα είναι-και κυρίως-ευγενής.
ΤΟΥ ΣΥΡΜΟΥ

Όλοι έχουμε περιόδους μ΄ ενδοστρέφεια κι εξωστρέφεια
αναλόγως με τα γούστα κι αναλόγως με τα κέφια'
πότε λιώνουμε στο κλάμα πότε ακράτητα γελάμε
κι ή μας πιάνει μουγγαμάρα ή ασταμάτητα μιλάμε.

Πότε μέτριο τονε θε 'με τον καφέ πότε γλυκύ'
να βρισκόμαστε ζητάμε ποτ' εδώ και ποτ' εκεί'
για τους ίδιους τους ανθρώπους όταν κάποιος μας ρωτά
πότε είμαστε υπέρ τους πότε είμαστε κατά.

Πότε θέλουμε μονάξα πότε θέλουμε παρέα'
πότε όλα είναι σκάρτα πότε όλα ειν' ωραία'
και το ρόφημα το ίδιο ή πολύ θα μας αρέσει
ή ζητάμε απ' το γκαρσόνι να το πάρει από τη μέση.

Κι αν θα πεις για τα γραφτά μας δίχως άλλο είναι καλά'
μα η διάθεση την άλλη τη στιγμή πάλι χαλά
κι όχι πια-δε μας αρέσουν-τι στιχάκια του συρμού-
δε θα κόψουμε ποτέ μας κεφαλές εμείς Ερμού.

Κι η ζωή μας είναι όλη μια στο κρύο μια στη ζέστη-
ή "ζωή" θ' ακούς "εν τάφω" ή θ' ακούς "Χριστός ανέστη"'
κι επειδή χαρά και λύπη δεν κολλούν να κάνουν κράμα
και ο Χάρος θα μας έβρει ή στο γέλιο ή στο κλάμα.









ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ..

Θάνατος είναι να λιπαίνεις
του μνήματός σου τα λουλούδια.
Θάνατος είναι αντίς ανθρώπους
να βλέπεις γύρω μαύρα ζούδια.

Είναι ανάγκη να μην έχεις
καμιάς γυναίκας την παρέα'
είναι ποτέ να μη σε νοιάζουν
του ραδιοφώνου σου τα νέα.

Είναι να μην μπορείς να τρέξεις
να πάρεις κάτι στον μπακάλη
και να μην έχεις πια κανέναν
να σου ζαλίζει το κεφάλι.

Είναι ποτέ να μην κρυώνεις
κρύο όσο γύρω σου κι αν κάνει'
είναι το μήκος των τριχών σου
να έχει πάψει πια ν' αυξάνει.

Θάνατος είναι να μην πρέπει
να φας να πιεις ή να διαβάσεις'
είναι ποτέ σου να μην έχεις
να ξαναδώσεις εξετάσεις.

Θάνατος είναι επιτέλους
χώρο στο σπίτι να μην πιάνεις'
θάνατος είναι-και κυρίως
να μη φοβάσαι να πεθάνεις.



ΤΟ ΜΠΕΡΔΕΜΑ

Εγώ δε φταίω' ούτε αυτή' ούτε κανένας άλλος'
από μια σύμπτωση έγινε χαμός τόσο μεγάλος.

Να τη φιλήσω σταυρωτά θέλησα όπως φιλούνε
όσοι αγνά και άδολα και άσπιλα αγαπούνε.

Μπερδεύτηκε το σταύρωμα και το μικρό της στόμα
βρέθηκε αντί στο μάγουλο μες στο δικό μου στόμα..

Συχώρεση θα ζάταγα από την καλή μου τη φίλη
-ήταν η πρώτη σκέψη μου αυτή-μα...με τι χείλη...

και πια ευθύνη από κει και ύστερα δε φέρω
αφού ούτε τι έγινε καλά καλά δεν ξέρω.

Μόνο θυμάμαι του άντρα της την άγρια τη φάτσα
κι αυτήν που με προστάτευε με τ' άσπρα της τα μπράτσα'

κι αμέσως ύστερ' απ' αυτό τις σφαίρες να σφυράνε
έπιπλα να σωριάζονται και γυαλικά να σπάνε.

Όταν θα φύγω-συν θεώ-απ' το νοσοκομείο
α! θα προσέχω πού ακουμπώ τα χείλη μου τα δύο.

Και για να είμαι σίγουρος πως δε έρθω πίσω
γυναίκα πάλι σταυρωτά δε θα ξαναφιλήσω.






ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΕΡΜΑ

Ο προπάππος μας Αδάμ
και η προγιαγιά μας Εύα
τζάμπα νάνι τζάμπα μαμ
και καθόλου δε δουλεύαν.

Ξάπλα βράδυ και πρωί
ζούσαν όμορφη ζωή.
Δίχως κόπους και ιδρώτα
πέρναγαν ζωή και κότα.

Και δεν πλήρωναν ΟTΕ
δεν πληρώναν εφορία
κι ούτε είχανε ποτέ
με δοσάδες φασαρία-

με αγγέλους συντροφιά
και με το θεό παρέα
όλα ήτανε καλά
κι όλα ήτανε ωραία.

Ώσπου η Εύα βιαστική
στον Αδάμ πάει μια μέρα
που τον φρέσκο του εκεί
κάπου έπαιρνε αέρα

και κραδαίνοντας σφιχτά
μες στο χέρι ένα ξύλο
στο κεφάλι τον χτυπά
και του λέει: «θέλω μήλο!»



«Βρε καλή μου-βρε χρυσή
τι κουβέντα είν' αυτή
κι έτσι άξαφνα πώς σου 'ρθε;
κι από ποιόνε; κι από πούθε;

ξέρεις τι ο κραταιός
μας εδιάταξε ο θεός:
τ' άλλα δέντρα να τρυγάμε
αλλά μήλο να μη φάμε».

«Ξέρω τι μας έχει πει
μα εγώ έμαθ' ακόμα
το γιατί τέτοια εντολή
του 'χει βγει από το στόμα-

είναι γιατί αν γευτούμε
από κείνο τον καρπό
σαν και κείνον θα γινούμε-
δηλαδή θεοί: γι αυτό!’».

«Τι ιδέα μα το ναι..
ποιος σου το 'πε αυτό μωρέ;
ζώο θα 'λεγα πως θα 'ναι'
μα τα ζώα δε μιλάνε...»

«Να που έγινε κι αυτό
και μου μίλησ' ένα ήδη-
το μεγάλο μυστικό
μου το σφύριξε το φίδι».





«Τι απρόσμενο κακό
είναι τούτο που ακώ!
ένα φίδι να τολμάει
στους ανθρώπους να μιλάει...

και γιατί παρακαλώ;
για να βάλει στο μυαλό
μιας κουτής 'όπως εσένα
λόγια ψεύτικα ένα ένα...

τι θα γίνω εγώ με σε;
ρε Ευάκι άκου και ’μέ-
ο θεός όταν το μάθει
θα μας δώσει χίλια πάθη..»

«Συ θα πεις εμέ κουτή;
άρπα' τη λοιπόν κι αυτή!»
και το ξύλο που κρατάει
στο κεφάλι του το σπάει.

«Και να ξέρεις-μήλο εγώ
θες δε θέλεις θα γευτώ:
στο μυαλό μου ό,τι βάνω
δε 'συχάζω αν δεν το κάνω'

όμως συ ’σαι ο κουτός'
γιατί ακόμα κι αν ο θεός
θέλει να μας τιμωρήσει
γι αυτό που 'χουμε τολμήσει

δε θα το μπορεί αφού
θα 'μαστε θεοί βρε ζώο!..»
«Τι ξερό κεφάλι! φτου!
Φάει συ-εγώ δεν τρώω!»

Έτσι είπε ο φτωχός.
Όμως έφαγε κι αυτός.
Κι ο θεός απ' το πανώριο
τους κυνήγησε φυτώριο.

Η συνέχεια είναι γνωστή:
μια ζωή μόχθου μεστή
και ταλαιπωριών περνούνε
έκτοτε όσοι ανθρώποι ζούνε.

Κι από τότε όλες κρατάνε
οι γυναίκες ένα ξύλο
και τους άντρες τους χτυπάνε'
κι αντίς φίδι, έχουν φίλο.





ΚΑΙ ΜΙΚΡΕΣ


Τι κακό είναι και τούτο που τραβώ με τις γυναίκες...
με λατρεύουν-με ποθούνε
τις λατρεύω-τις ποθώ
μα-ωιμένα-μ' απωθούνε
και-αλί-τις απωθώ'
τι κακό είναι και τούτο που τραβώ με τις γυναίκες...

Βρε τι μοίρα μου 'χει τάξει ο θεός με τις γυναίκες...
να με βλέπουν λιγωμένα
στραβοκάνες και γριές
και ν' αρέσουνε σε μένα
νοστιμούλες και μικρές
Βρε τι μοίρα μου 'χει τάξει ο θεός με τις γυναίκες...
ΑΓΑΠΗΣΕ ΜΕ

Αγάπησέ με-αγάπησέ με
πολύ εκράτησε η άρνησή σου
πρέπει οπωσδήποτε-άκουσέ με
να μ' αγαπήσεις-για συλλογίσου

είδες ποτέ σου πιο μπερδεμένη
τη φύση γύρω; Πες πότε είδες
τη βεβαιότητα πιο σαστισμένη;
Πότε ασυννέφιαστες καταιγίδες;

Πότε άλλοτε είδες τον ωροδείκτη
λεφτά να δείχνει αντί για ώρες;
το στόμα πάνω από τη μύτη;
Πότε ωραίες γεροντοκόρες;

Λίγο ακόμα αυτό αν πάει
ίσα ο κάβουρας θα περπατήσει
κι ο ήλιος αύριο θα ρωτάει:
"με συγχωρείτε, πού είναι η δύση;

Άλλο σαν τούτο δεν έχει γίνει'
προτού το πράγμα δεν πάει άλλο
στην έρημή μου γείρε την κλίνη
και πάψε-κόπασε τον τέτοιο σάλο.








ΚΑΙ ΠΙΑ

Και πια θα έρθ' η ώρα να πεθάνω
χωρίς όλα τα έργα να 'χω δει
χωρίς να 'χω γνωρίσει τη χλιδή
χωρίς αυτά που ήθελα να κάνω.

Χωρίς να έχω γράψει όσα μπορούσα
χωρίς να έχω πάει στον Καναδά
χωρίς να μάθω τ' είναι τα νωδά
χωρίς να έχω ζήσει όσο ζούσα.

Και πια θα ερθ' η ώρα να πεθάνω
και πια θα ερθ' η ώρα...και λοιπόν;
Θα λεν όλοι για μένα τότε "απών"
και δε θ' ακούω σα θα παίζουν πιάνο.








ΤΟ ΔΙΑΛΕΧΤΟ

Κάθε ημέρα σε ακώ
γλυκιά γειτόνισσά μου
σ' ένα παιδί που 'χεις μικρό
να λες: "Έλα κοντά μου..

πες μου μωρό μου μ' αγαπάς;
φάε όλο το φαγάκι.."
και λιγωμένα του ζητάς
"ω! δος μου ένα φιλάκι!"


Φαίνεται εκείνο δυστροπεί
μα πείσμα το 'χεις βάλει
και μετά σύντομη σιωπή
τα ίδια αρχίζεις πάλι.

Αχ! τρυφερέ μου εσύ καημέ
αφού αυτό δε θέλει
δε δοκιμάζεις και σ' εμέ
το διαλεχτό σου μέλι;

Είμαι υπάκουος-θα δεις
τρώω όλο το φαγάκι
το "σ' αγαπώ" θα βαρεθείς
κι αν πεις και για φιλάκι...








"ΟΙ ΓΑΤΕΣ"

Θέατρο. Διάλειμμα."Οι γάτες"
πάω να πιω μια κόκα κόλα
ειν' τα καθίσματ' άδεια όλα
κι οι τουαλέτες ειν' γεμάτες.

Κι ενώ οι άντρες τελειώνουν
ως να μετρήσεις ως το τρία
στα καμπινέ τα γυναικεία
ουρές ατέλειωτες πυκνώνουν.

Έτσι οι γυναίκες-είναι δήλα-
πάνω τους πρέπει να ουρήσουν
κι όταν στις θέσεις τους γυρίζουν
μυρίζει η σάλα κατουρλίλα.












ΒΑΡΗΚΟΪΑ


Ένα ζευγάρι 'λικιωμένο'
εκείνος σκύβει προς αυτή
κι εκείνη μ' ύφος οργισμένο
του ξεφωνίζει μες στ' αυτί.

"Τ' είπες;" ρωτάει πάλι ο γέρος
κι αυτή για τέταρτη φορά
μες στου αυτιού το μέσα μέρος
τα ίδια λόγια του ιστορά.

Με περηφάνεια το σκυμμένο
κεφάλι ορθώνει τότε αυτός
και σκούζει μ' ύφος οργισμένο:
¨σιγά, δεν είμαι και κουφός.."


ΞΕΡΩ ΚΑΠΟΙΟΝ

Ξέρω κάποιον που όπου πάει
τα παπούτσια μου φορά
και τα ρούχα μου ταιριάζει
σα θα βγει κάθε φορά.

Είναι πράος -είμαι οργίλος
είναι ξύπνιος ειμ' αργός
γίνομ' εύκολα εγώ φίλος
μ' όλους κείνος είν' εχθρός.

Το ταγκό εγώ χορεύω
του αρέσει αυτού το ροκ
ροκοκό εγώ διαλέγω
κείνος θέλει το μπαρόκ.

Για γυναίκες αν ρωτήσεις
του αρέσουν οι ξανθές'
κι οι δικές μου προτιμήσεις;
προτιμώ μελαχρινές.

Δε θα μ' ένοιαζε για κείνον
πώς περνάει και πώς ζει
στην οδό Ακανθοκρίνων
αν δε μέναμε μαζί

κι αν δεν είχαμε το ίδιο
να μοιράζουμε ποτό
κι αν δεν είχαμε μερίδιο
απ' το ίδιο φαγητό.


Ξέρω κάποιον που όπου πάει
τα παπούτσια μου φορά
και τα ρούχα μου ταιριάζει
σα θα βγει κάθε φορά.






ΕΠΕΙΔΗ ΟΛΟΙ

Επειδή όλοι εδώ πέρα
συζητάνε για λεφτά
είπα να 'βρω μια γυναίκα
να μη νοιάζεται γι αυτά.

Και τη βρήκα' κι είν' αλήθεια
για λεφτά παρά δε δίνει-
δυο δολάρια όταν είδε:
"τ' είν' αυτά;" μου είπ' εκείνη.

Την παντρεύτηκα εν τάχει
και της είπα τι χαρά
είχα νιώσει όταν είδα
που αψηφούσε τον παρά.

Και μου είπε αυτή: "Βεβαίως'
τ' είναι σήμερα δυο μπάξις;
δεν μπορείς ούτε μια πέτρα
στο τσακμάκι σου ν' αλλάξεις..."





ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Στο καφενείο καθισμένος
δύο ζευγάρια απέναντί μου.
Τι θα γινόταν τάχα όταν-
αν το 'χα αυτό στη μπόρεσή μου

το δαχτυλάκι μου κουνώντας
τους άντρες άλλαζα αμοιβαίως;
Δεν είναι δύσκολο να ξέρω'
όταν στη γριά πήγαινε ο νέος

θα καλοδέχονταν εκείνη
την αλλαγή και θ' απαιτούσε
χαρά γεμάτη κι ευτυχία
το πράγμ' αυτό να διαρκούσε.

Η νέα τώρα με το γέρο
θα εξαρτούσε από το χρήμα
ποιο-προσεγμένα καμωμένο-
το επόμενό της θα 'ταν βήμα.




ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Αφού όσο κι αν προσπάθησα δε θέλεις να με δεις
στη ράχη της γατούλας σου έδεσα ένα γράμμα
να σου το φέρει. Πες αν θες πως είμαι αναιδής
μα πια δεν έλπιζα παρά μονάχα σ' ένα θάμα.

Τώρα κι εγώ δεν ξέρω τι το 'πιασε το γατί
κι αντί να 'ρθεί στο σπίτι σου πήγε σε σπίτι άλλο
κι αντί να 'ρθεί σε σένανε το γράμμα που κρατεί
στα χέρια εκείνου έπεσε που 'χει τον παπαγάλο.

Κι ο παπαγάλος έπιασε-το άτιμο πουλί
και στη μαμά σου πρόφτασε πως σ' έχω φιλημένη.
Πες της μωρό μου σα βαρεί να μη βαρεί πολύ
και να μην είν’ άλλη φορά η σανίδα της βρεγμένη.