Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022


ΘΕΟΣ-ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ-ΕΒΡΑΙΟΙ
(γραμμένο στην Αμερική για το γιορτασμό των 3000 χρόνων της Ιερουσαλήμ)

Ιερουσαλήμ!
Μεθυσμένη με κίτρινα χρώματα του ήλιου δεν θα μπορούσα να σε δω.
Γυμνή Λευκή είσαι.
Μέσα στις φλέβες σου το αίμα τρέχει των παιδιών σου
που σκορπισμένα στις γωνιές της γης χάθηκαν για την πίστη σου.
Χαμογελά ο Θεός μέσα στο χαμογέλιο σου
Και τις χειμωνιάτικες μέσα τις νύχτες
ήρεμα ζυγιάζεται στα βλέφαρα σου πάνω
όταν στου ύπνου αφήνονται αυτά την ευλογία.

Θεός-Ιερουσαλήμ-Εβραίοι.
Αδιαίρετη τριάδα. Δίχως της
Ο κόσμος άνθος άοσμο.
Πληγή η πίστη.
Και η αυγή κάθε φορά θα ’θελε νέο αίμα.

Ιερουσαλήμ
Πρώτη εσύ
Σαν το πρωί εχάραζε του ανθρώπου
Απ’ τον βαθύ τον ύπνο εσηκώθης
Κι αίσθηση βάζοντας και πνεύμα αντήλιο
Το αιώνιο φως είδαν τα μάτια σου
Και το αιώνιο σκότος.
Και φύλαγμα τα κράτησες ατίμητο
Ώστε όποιος θέλει να ’ρχεται σε σένα
Από πού έρχεται να βλέπει
Και να νιώθει πού πηγαίνει.

Εννιά χιλιάδες χρόνια πριν
το χώμα σου γεννούσε χλόη και λουλούδια.
Δέντρα εφύτρωνε.
Ζώα εμεγάλωνε.
Κι ανθρώπους έπλαθε
που κουβαλώντας το φορτίο τους έσπρωχναν τη ζωή
κι άφηναν απογόνους ετοιμάζοντας
χωρίς κι αυτοί οι ίδιοι να το ξέρουν
 τη ζύμη που θα πλάθονταν το σώμα σου.
Τη ζύμη που θα σου γινόνταν μάτια που θα βλέπανε
Τη ζύμη που θα σου γινόντανε αυτιά ν’ ακούνε
Τη ζύμη που θα σου γινόνταν στόμα να μιλάς.
Εννιά χιλιάδες χρόνια πριν
πιασμένα μες στου άδοξου τα βρόχια
τη δόξα σου ετοιμάζανε τα κάποτε παιδιά σου.

Και οι αιώνες πέρασαν.
Κι ήρθαν οι ισραηλίτες.
Κι οι πατριάρχες σου Αβραάμ Ισαάκ και Ιακώβ.
Κι υφάνανε τον τάπητα για να διαβεί ο Ένας
και στρώσανε τον τάπητα για να πατήσει ο Ένας
για να πατήσει ο Μωυσής,
ο ήρωας του λαού σου
που ο θεός τον διάλεξε να σώσει το λαό του
και το θεό του Ισραήλ να κάνει θεό του κόσμου.

Μετά ο Ελιμέλεχ…
Κι ο Χελαιών…
Κι η Ρουθ…
Κι η Νοεμίν.
Κι η απόφαση που έκανες τη Ρουθ να πάρει
μπαίνοντας οδηγός μες στην καρδιά της
και στο γυναίκειο της το ένστικτο μπαίνοντας συ μπροστάρισσα,
ποτέ απ' τη Νοεμίν να μη χωρίσει...
Και ο Βοόζ που έστειλες τη Ρουθ να συναντήσει...

Κι ο Βοόζ γεννάει τον Ωβήδ.
Κι εκείνος τον Ιεσαί.
Κι αυτός γεννάει τον Δαυίδ, τον βασιλέα-Προφήτη
που απ' τις εικόνες των Καιρών ήρθε για να σε βγάλει  και μες στο φως αθάνατη κι ολόρθη να σε δώσει.

Και μες στο φως του πρωινού διπλόλαμψε το φως σου χαριτωμένο απ’ του θεού σου το ελεήμον χέρι.
Και μπήκες Ιερουσαλήμ και στων θνητών τον κόσμο
φέρνοντας απ’ τους θείους σου τους κόσμους χίλιες χάρες
που απλόχερα σ’ όποιον μπορεί να πάρει τις σκορπίζεις.

Κι έγινε η Ιερουσαλήμ του κόσμου η πρώτη πόλη
σε ομορφιά, σε δύναμη, και σε χαρές και πλούτη.
Και προσευχήθη ο Δαυίδ στον Κύριο και είπε:
«Κύριε, με ξεχώρισες
μες από το λαό σου
για να του γίνω βασιλιάς.
Μου οδήγησες το χέρι
και τον Γολιάθ ενίκησα.
Κι απ’ τον Σαούλ διωγμένος
μου ’δωσες σπήλιο να κρυφτώ,
δροσό νερό να πίνω
και φαγητό για να τραφώ.
Και του Σαούλ μου έδωσες το θρόνο
κι οδήγησες και βήμα και μυαλό μου
και τους εχθρούς του Ισραήλ, Κύριε,
έχω νικήσει όλους.
Όλα καλά μου τα ’κανες
Μα κι ένα μου ’χεις κάνει
Κακό μεγάλο Κύριε.
Μου πήρες τον Αβεσσαλώμ.
Εσπάραξε η καρδιά μου.
Νύχτες στο δάκρυ πνίγηκα
Μέρες στη δυστυχία.
Και μες στον πόνο τον βαθύ-
Εσύ το ξέρεις πρώτος –
Ο θολωμένος μου ο νους
Ετόλμησε και είπε
Λόγια βαριά ενάντια σου.
Ναι, Κύριε, σε βλαστήμησα.
Σα δίκοπο βαρύ σπαθί
Και σαν αστροπελέκι
Τότε σε μένα Κύριε
Ο λόγος σου είχε πέσει.
 Και μου ’πες: Ζούδι βρωμερό
Ποιος είσαι συ που εμένα
Θα μάθεις ποιόνε στη ζωή
Να πάρω και ν’ αφήσω;
Ένας ακόμη λόγος σου
Και παίρνω κι από σένα
Δόξες και πλούτη και τιμές
Και το λαό σου ρίχνω
Στη δυστυχιά και στο χαμό.
Και στο αιώνιο το πυρ
Να καίεσαι θα σε βάλω
Μακριά ’π’ το γιο σου όχι για δυο
Η' για δεκάδες χρόνια
Αλλά για πάντα.

Όλα καλά μου τα ’κανες Κύριε-
Κακό κανένα.
Δος μου και τούτο Κύριε
Κι ας ειν’ το τελευταίο:
Αξίωσέ με Κύριε
Ναό έναν να φτιάξω
Για να σε υμνούμε μέσα του
Κι εγώ και ο λαός μου
Κι όσοι έρχονται κατόπι μας.»

Κι έστειλε ο Κύριος άγγελο
Στ’ όνειρο του Δαυίδ
Κι αυτά είπε ο άγγελος
Στον βασιλέα Προφήτη:
«Ευλογημένος ο λαός
Είναι των Ιουδαίων.
Ευλογημένος πρώτος συ
Ανάμεσα τους είσαι.
Γιατί από σε νικήθηκαν
Των εθνικών τα πλήθη
Και του Κυρίου τ’ όνομα
Και του Κυρίου η χάρη
Σ’ όλη τη γη θα δοξαστεί
Δαυίδ, με το λαό σου.
Όμως δεν πρέπει το ναό
Να χτίσει του Κυρίου
Άνθρωπος που με πόλεμο
Πέρασε τη ζωή του.
Έργο του γιου σου ο ναός
Θα ’ναι-του Σολομώντα
Που ειρήνης θα ’ναι βασιλιάς.»

Και να που χρόνια ύστερα
στο θρόνο καθισμένος
Όπου καθόνταν ο Δαυίδ,
Κάθεται ο Σολομώντας.

Είναι μια μέρα λαμπερή. Ο Σολομών,
Ο μέγας βασιλέας,
Ξαπλώνει πάνω στο ανάκλιντρό του
Κάτω απ’ τις χουρμαδιές που μες στον κήπο
Ψηλές ορθώνονται του παλατιού του.
Ζερβοδεξά του στέκονται στρατιώτες
Λαμπρόντυτοι και δόρατα οπλισμένοι
Κι έτοιμοι κάθε μια να εκτελέσουν
Του μέγα βασιλιά επιθυμία.
Μαύροι υπηρέτες που κρατάν βεντάλιες
Από πολύχρωμα φτερά φτιαγμένες
Δροσίζουνε τον γύρω του αέρα.
Απ' τον ψηλό κι ολόχρυσό του θρόνο
 Μπορεί ο μέγας βασιλιάς να βλέπει
Ν’ απλώνεται η πόλη του μπροστά του-
Η Ιερουσαλήμ-με τους καθάριους
Τους στριφογυριστούς στενούς της δρόμους
Και τις συστάδες από κυπαρίσσια
Που το βαθύ το πράσινο τους χρώμα
Με τ’ ωχροκίτρινο είν’ αδερφωμένο
Τους απαλόκυρτους που ντύνει τρούλους.
Στον αρχιυπηρέτη του γυρνάει
Και λέει ο βασιλιάς: «τράβα Μπινάΐα
Μέσα στο δώμα μου όπου όλους κρύβω
Τους πιο αγαπημένους θησαυρούς μου
Και που μονάχα συ απ τους υπηρέτες
και άδεια έχεις και κλειδί να μπαίνεις
Και φέρε το μονάκριβο διαμάντι
Που μέσα του μπορώ καθώς κοιτάζω
Να βλέπω ό,που γυμνό δε φτάνει μάτι.
Την πόλη μου θα δω και το λαό μου.»

Κι έφερε το διαμάντι του στο μάτι
Και πεντακάθαρα όληνε είδε
Την Ιερουσαλήμ και τη ζωή της.
Τους δρόμους είδε τους μεγάλους που φιδίσια
Ως κι έξω απ’ τα τριπλά τραβούσαν τείχη.
Μες στης μεγάλης αγοράς τους ίσκιους
Τις ασπροφόρετες είδε φιγούρες
Των γαϊδουρολατών που οδηγούσαν
Τα φορτωμένα τους τα γαϊδουράκια
Ανάμεσα απ' των μαγαζιών τους στοίχους
Κι απ’ όσους αγόραζαν και πουλούσαν.
Ρόμπες πολύχρωμες ντυμένοι ανθρώποι
Σπρώχναν βαδίζοντας απάνω κάτω.
Μπροστά στους πάγκους που ήτανε γεμάτοι
Με εμπορεύματα καλοαπλωμένα
Κάθονταν πωλητές που από τα ρούχα
Τραβούσαν τους ανθρώπους που περνούσαν
Για να τους κάνουν το εμπόρευμα τους
Να δουν, να ενδιαφερθούν και ν' αγοράσουν.
Ξένοι έμποροι πολύχρωμα ντυμένοι
Λογιών λογιών ξεφόρτωναν καλούδια
Απ’ τις γονατιστές τους τις καμήλες
Και μπρος στα μάτια έφερναν των ντόπιων
Κυματιστά μεταξωτά μαντήλια,
Χαλιά, δοχεία χρωματιστά, διαμάντια,
Πουλιά με χρώματα του ουράνιου τόξου,
Μικρά χαριτωμένα πιθηκάκια,
Ελεφαντόδοντο… Κι οι γύρω ανθρώποι
θαυμάζανε… και βλέπαν… και ρωτούσαν
Με σημασία σειώντας τα κεφάλια
Και άπαυτα τα χέρια τους κινώντας.
Και παζαρεύανε...και αγόραζαν...
Ενώ σκύβοντας λίγο οι νεροπώλες
Χαμήλωναν τα γίδινα τ’ ασκιά τους
Από νερό που φούσκωναν γεμάτα
Και πότιζαν εμπόρους και πελάτες.

Ξάφνω στης αγοράς το μέρος μπήκε
Με την καμήλα του ένας καμηλιέρης.
Και η καμήλα εκούτσαινε σα να ’χε
Δρόμο πολύ κάνει ως εδώ να φτάσει.
Ο καμηλιερής σταματάει το ζώο
Το γονατίζει, και από τις δυο
Ανάμεσα τις φουσκωτές καμπούρες
Ένα χαλί τραβάει και κατεβάζει
Και μπρος του, πα’ στο χώμα το απλώνει.
Και είχε το χαλί θαυμάσιο χρώμα.
Κι είχε παράξενα πάνω του σχέδια.
Κι έβλεπε ο Σολομών. Όλοι από γύρω
Τα εμπορεύματα τ’ αφήσαν τ’ άλλα
Και το χαλί επήγαν και θαυμάζαν-
Το βλέπαν, τ' ακουμπούσαν, το χαΐδεύαν.
Μα ως εκεί. Κατόπιν ένας ένας
όταν μαθαίνανε ποια η τιμή του
Φεύγαν ν’ αφήσουνε τόπο στους άλλους.

Ο βασιλιάς καλεί ένα στρατιώτη
Και να του πάει εκεί τόνε διατάζει
Τον έμπορο μαζί με το χαλί του.

Σε λίγο ο έμπορος ήταν μπροστά του.
Ναι. Η τιμή ήταν του χαλιού μεγάλη:
Χρυσά φλουριά εξήντα ήταν χιλιάδες.
Κι ο έμπορος απλώνει το χαλί του
Στου παλατιού το αστραφτερό το δώμα.
Και του χαλιού η λάμψη πιότερη ήταν
Και είχε γράμματα γραμμένα πάνω
Που άγνωστα ενώ ήταν για τους άλλους
όμως τα γνώριζε ο Σολομώντας
Γιατί όλες ήξερε αυτός τις γλώσσες
Κτηνών, πουλιών, ανθρώπων και δαιμόνων.
Κι ο βασιλιάς χλωμιάζει σαν τα βλέπει
Και μια κραυγή του βγαίνει από το στόμα.
«Γνωρίζω αυτά τα σχέδια» ψιθυρίζει.
Και «πού το βρήκες το χαλί ετούτο;»
Ο βασιλιάς τον έμπορο ρωτάει.
«Περνούσα χτες απ’ τον μεγάλο δρόμο.
Ήτανε νύχτα. Μια φωνή ακούω:
Μέριασε κείνη τη μεγάλη πέτρα.
Ένα χαλί θα έβρεις από κάτω.
Πάρτο και πήγαιν’ το στην αγορά σας.
Κι εξήντα πουλά το χρυσά χιλιάδες-
Ούτε πιο κάτω ούτε παραπάνω
Γιατί αλλιώς κακό μεγάλο θα ’βρεις.
Κι όποιος το πάρει πάνω του ας ανέβει
Και κείνο θα τον πάει όπου ξέρει-
Και κείνο θα του δείξει ότι πρέπει.
Και το χαλί φωνή δίκη του θα ’χει.»

Στο θρόνο του ο βασιλιάς καθίζει.
« Του Ασμοδάι ειν’ το χαλί ετούτο-
Του βασιλιά κι αφέντη των δαιμόνων.
Τράβα να σου μετρήσουν τα λεφτά σου.
Και όλοι εσείς τραβάτε να ησυχάστε.
Αφήστε με. Να μείνω θέλω μόνος.»
Και φύγαν όλοι. Κι έμεινε μονάχος
Με το θαυματουργό χαλί μπροστά του
Ο Σολομών, ο Μέγας βασιλέας.
«Λοιπόν καθώς το βλέπεις φύγαν όλοι.
Τί Ασμοδάι θέλεις από μένα;»
«Ω! Κάτι απλό γυρεύω βασιλιά μου.
Να ’ρθεις μαζί μου και να πάμε οι δυο μας
Να δούμε κάτι που αλήθεια αξίζει.»
«Τα λόγια τα πολλά σου άφησε τα
Και πες μου καθαρά το τι γυρεύεις.»
«Καλά σε ξέρω βασιλιά. Και ξέρω
ότι στον πειρασμό μου δε θ’ αντέξεις.
Δειλός δεν είσαι και δε θα θελήσεις
Τον όποιο κίνδυνο να τον ξεφύγεις.
Ξέρω πως σίγουρα θα ’ρθείς μαζί μου.
Έλα λοιπόν και θα στα πω στο δρόμο».
« Μιλάς με το σοφό το Σολομώντα
Και ξέρεις πως πριν κάνω ή πριν πω κάτι
Το ’χω πολύ σκεφτεί. Κι αν τη σοφία
Η τόλμη πρέπει να την αψηφήσει
Εγώ είμαι κείνος που θ’ αποφασίσω.
Πες μου λοιπόν τι θέλεις από μένα».
« Αύριο βασιλιά είναι για σένα
 Και για την πόλη και για το λαό σου
Η πιο μεγάλη της ζωής σας ώρα.
Αρχίζεις το ναό αύριο να χτίζεις
Που μέσα του και συ και ο λαός σου
Τον ένα θα λατρεύετε θεό σας.
Έλα μαζί μου. Θέλω να σου δείξω
Τι ο ναός καταστροφές θα πάθει
Και ο λαός μαζί του-και η πόλη
Που να λαμπρύνεις θέλεις χτίζοντας τον.
Κι όταν θα δεις πόσο κακό θα κάνεις
Αντίς καλό σ’ ο,τι έχεις αγαπήσει
Τότε τη γνώμη σου θ’ αλλάξεις ίσως
Και το ναό σου τότε δε θα χτίσεις.
Μπορεί και μια φορά μες στη ζωή του
Ενα καλό ένας δαίμονας να κάνει.»
«Κι ας είναι αυτό που είπες μια βλαστήμια,
Κι ας μη καλό προσμένω από σένα
Όμως θα ’ρθω μαζί σου Ασμοδάι-
Θ’ ανέβω-ναι-απάνω στο χαλί σου.
Γιατί σοφότερος απ’ ό,τι τώρα
Θα’ μαι απ’ το ταξίδι σα γυρίσω.
Πάμε λοιπόν. Μα θα φανείς εμπρός μου
Ή μες από τ’ ωραίο αυτό χαλί σου
Θα συζητάς με μένα στο ταξίδι;»
«Το προτιμάω αυτό. Γιατί το βάρος
Του δαίμονα, ουτ’ ο δαίμονας ο ίδιος
Δε θα γινότανε να το βαστάξει.
Ανέβα πάνω βασιλιά. Κινάμε.»

Και το μεγάλο αρχίνισε ταξίδι.
Κι ενώ φαινόταν το χαλί πως τρέχει
Δεν έτρεχε αυτό, παρά τ’ αστέρια
Τα σύννεφα και τα πουλιά ετρέχαν.
Κι ο Ασμοδάι εμίλησε και είπε:
«Κοίταξε πως ερήμωσε ο ναός σου
Που για να τόνε χτίσεις έχεις φέρει
Κέδρους από το Λίβανο, και χτίστες
Απ’ το βασίλειο πήρες της Σιδώνας.
Ουτ’ εκατό δεν επεράσαν χρόνια
Στη γη επάνω αφότου έχεις πεθάνει,
Και κοίτα πώς ερήμωσε ο ναός σου.
Κι άλλους ναούς οι ιερείς του εχτίσαν
Κι άλλους θεούς μέσα σ’ αυτούς λατρεύουν .
Κι ο Σολομών εκοίταξε και είδε.
Κι είδε ιερείς Εβραίους να προσφέρουν
Στην Αστορέθ θυσίες και στη Βάαλ.
«Η Ζεζαμπέλ, η νέα βασίλισσα σας
Και τους θεούς μαζί της έχει φέρει
Που οι συμπατριώτες της λάτρευαν
Στην Ασσυρία πέρα-στη Σιδώνα».
Κι ο Σολομώντας είπε: «Το θεό μας
Που ο περιούσιος είμαστε λαός του
Που από την Αίγυπτο μας έχει βγάλει
Που μας βοήθησε κράτος μεγάλο
Και σεβαστό απ’ όλους να γινούμε-
Το θεό αυτό λησμόνησε ο λαός μου;
Κατέβασε με κάτω Ασμοδάι.
Θα τους μιλήσω. Θα τους  συνεφέρω.
Κι αν όχι, με τα ίδια μου τα χέρια
Τα βρωμερά είδωλά τους θα γκρεμίσω
Σαν άλλος Μωυσής.» Ευθύς αμέσως
Στο χώμα το χαλί κάθισε επάνω.
Με λάμπον βλέμμα και ταχύ το βήμα
Ο βασιλιάς επάτησε στο χώμα
Και μπρος στους άνομους ιερείς εστάθη:
«Στην Αίγυπτο πληγές ποιός είχε δώσει;
Το Μωυσή ποιός έσωσε απ' το κύμα;
Στην έρημο ποιός μας ετάισε μάννα;
Ποιός χώρισε τη θάλασσα στη μέση
Κι οι προγονοί σας ως εδώ έχουν έρθει;
Κι οι πατεράδες σας ανόητοι ήσαν
Που το ναό το μέγα έχουν χτίσει
Που τώρα έχετε σεις εγκαταλείψει
Και θυσιάζετε, μωροί, στη Βάαλ;»
Μα δεν τον άκουσε κανείς ιερέας.
Με σεβασμό τη Βάαλ προσκυνούσαν
Και σκόρπιζαν στην Αστορέθ σιτάρι.
Ο Σολομώντας αγριεμένος τότε
Το χέρι άπλωσε, και στο χρυσό τους
Ορμάει το ξόανο για να το ρίξει.
Μα πέρασε το χέρι του από μέσα
Κι ακέριο είχε το ξόανο απομείνει.
Τότε κατάλαβε ο Σολομώντας-
Δεν ήταν παρά μόνο ένας ίσκιος.
«Είναι αργά να κάνεις κάτι τώρα.
Εκείνο που μπορείς να κάνεις μόνο
Είναι το ναό αυτόν να μη τον χτίσεις».
«Κι αν μερικοί ιερείς μας μωραθήκαν
Μα δε μπορεί-κάποιος θα τους βοηθήσει
Να ξαναβρούνε το σωστό το δρόμο.
Αν θες να συνεχίσει το ταξίδι
Όλα να μου τα δείξεις Ασμοδάι».
Αλλιώς με κοροϊδεύεις και δεν πρέπει.
Εμπρός λοιπόν. Έτσι αυτό τ’ αφήσαν
όσοι πιστεύαν στο θεό ακόμα;
Αδύνατο-τον ξέρω το λαό μου».
«Κανένας τίποτα δεν είχε κάνει.
Όλοι τη νέα κατάσταση δεχτήκαν
Κι όλοι στα είδωλα παραδόθηκαν».
Και μια φωνή ακούστη γυναικεία:
«Ψέμα! Οχι Σολομών! Δεν έγινε έτσι!
Αν μερικοί ιερείς παρασυρθήκαν
Δεν έσβησε η φλόγα απ’ το λαό σου.
Τον ένα το θεό δε τον ξέχασαν.
Πες την αλήθεια αχρείε Ασμοδάι…»
Και η ψυχή του δαίμονα εταράχτη:
«Ποιος τόλμησε και πάνω έχει ανέβει
Χωρίς να το θελήσω στο χαλί μου;»
Και του απάντησε ο Σολομώντας:
«Εγώ καλά γνωρίζω τη φωνή της-
Τα λόγια αυτά τα είπε η Αλήθεια.
 Ξεχνάς πως δικαστής είμαι Ασμοδάι;
Και τόσο αγαπάω την Αλήθεια
Και τόσο τη γυρεύω κάθε μέρα
Που με συνήθισε τέλος κι εκείνη
Και δε χωρίζεται από κοντά μου.
Και μένανε ακολούθησε-όχι εσένα
Στο που αποφάσισα να ’ρθω ταξίδι.
Πες μου λοιπόν αλήθεια Ασμοδάι,
Έμεινε στην ασέβεια ο λαός μου;»
Και είπε ο Ασμοδάι χολωμένος:
« Σ’ ένα χαλί εγώ με την Αλήθεια…
Ας είναι. Ανέβα πρώτα στο χαλί μου
Και να κατέβεις πάλι μη ζητήσεις
Αφού είδες με τα ίδια σου τα μάτια
Ότι για κείνους ένας ίσκιος είσαι.
Να τι λοιπόν εγίνηκε με τούτα».
Και μπρος στου βασιλιά ήρθαν τα μάτια
Εικόνες ιλαρές κι ελπιδοφόρες
Που απαλοχαΐδέψανε τ’ αυτιά του.
Λόγια που μέλι λες και φως εστάζαν.
Κι είδε Προφήτες που τους βασιλιάδες
Για τ’ άνομά τους έργα κατακρίναν.
Και «πες μου» ρώτησε τον Ασμοδάι,
Ξαναγυρίσαν στη σωστή την πίστη
Οι άνομοι ιερείς και ο λαός μου;
«Σωστή… Μα όμως ναι, ξαναγυρίσαν.
Κι απ’ τους Προφήτες δυο, οι πιο μεγάλοι
Ο Ισαΐας κι ο Ιερεμίας
Είναι που κάναν την πρωτεύουσα σας-
Την Ιερουσαλήμ, την πόλη εκείνη
Που συ με το ναό είχες λαμπρύνει
Πνευματικό και ηθικό να γίνει
Κέντρο του δυτικού κατόπι κόσμου.
Μα έλα δες τι έπαθε κατόπι
Η Ιερουσαλήμ και ο λαός σου
Και ο ναός που θέλεις συ να χτίσεις.
Ενώ τη γνώμη σου αν την αλλάξεις
Τότε μην έχοντας που ν’ ακουμπήσει
Η πίστη του λαού σου θα μαράνει
Και δύναμη δε θα ’χει να πιστεύει
Στον ένα και μοναδικό θεό του.
Κι ένα θα γίνει τότε ο λαός σου
Με τους Σιδώνιους ή τους Βαβυλώνιους
Ή με τους Τύριους ή με τους Αιγύπτιους.
Και σα φυλή θα σβήσουν οι Εβραίοι.
Και δε θα υποφέρουν εξορίες
Κατατρεγμούς και βάσανα και πίκρες.»
«Πάλι εξορίες είδε ο λαός μου;»
«Κοίτα και δες με τα ίδια σου τα μάτια».
 Και το χαλί μετέωρο εστάθη
Και φανερώθηκαν στον Σολομώντα
Φρίκης σκηνές κι εφιαλτικά τοπία.
Καμένη πέρα πέρα όλη η πόλη-
Τείχη, ναός, παλάτι, αφανισμένα.
Τίποτα ορθό δεν έχει απομείνει.
Δεν ξεχωρίζανε ούτε οι δρόμοι
Οι πριν γεμάτοι από τους εμπόρους
Κι απ’ τις εξωτικές τους τις πραμάτειες.
Και μια σειρά ατελείωτη ανθρώπων
Στο δρόμο βρίσκονταν της εξορίας
Κακόπαθοι και ταλαιπωρημένοι.
Άπλωσε προς το μέρος τους το χέρι
Σαν να ’θελε βοήθεια να τους δώσει
Ή, ο βασιλιάς, να τους παρηγορήσει.
Μα εθυμήθηκε πως μάταιο ήταν
Και μόνο ρώτησε τον Ασμοδάι:
«Και ποιος τα έχει κάνει όλα τούτα;»
«Οι Βαβυλώνιοι και ο βασιλιάς τους-
Ο δοξασμένος Ναβουχοδονόσωρ.
Και εξορία εβδομήντα χρόνια
Στη Βαβυλώνα έμεινε ο λαός σου».
 «Αγαπημένε δύστυχε λαέ μου!
Αλλά εμπρός. Ας πάμε από δω πέρα.
Τέτοιο κακό να βλέπω δεν αντέχω.»
«Κι άλλα θα δεις-όρεξη μόνο να ’χεις».
 Και το χαλί επήρε δρόμο πάλι.
Και της Αλήθειας η φωνή ακουστή:
«Στάσου εδώ να δει ο βασιλιάς μου».
Κι εστάθη το χαλί. Κι ο Σολομώντας
Είδε να βόσκει στο παχύ χορτάρι
Μαζί με τ’ άλογα και με τα βόδια
Κι άνθρωπος ένας. Κι είχε μια κορώνα
 Επάνω στο σκυμμένο του κεφάλι.
«Ποιος ειν’ αυτός που τρώει το χορτάρι
 Σκύβοντας σαν τα ζώα το κεφάλι;»
 Κι ο Ασμοδάι άκεφα του είπε:
«Ο βασιλιάς ο Ναβουχοδονόσωρ
Έτσι ο θεός τον έχει τιμωρήσει
Για το κακό που ’κανε στο λαό σου.
Ας προχωρήσουμε όμως παραπέρα…
 Και να! η πόλη σου παραδομένη
Σε χέρια εχθρών που ήρθαν απ’ τη Δύση.
Και δες και το ναό σου στολισμένον
Με αγάλματα θεών για σένα ξένων.
Είδωλα στήσαν μέσα στο ναό σου:
Θα χτίσεις ναό να καταντήσει έτσι;»
Και μες στον ίδιον είδε το ναό του
Αγάλματα θεών γι αυτόνε ξένων.
Και τους ιερείς του να τους προσκυνάνε
Μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο το ναό του!   
Και «Ασμοδάι», ο βασιλιάς ρωτάει,
«Ποιοί άνθρωποι τους θεούς αυτούς πιστεύουν
Και πώς ως την Ιερουσαλήμ έφτασαν;»
«Έλληνες στους θεούς αυτούς πιστεύουν
Κι αυτοί οι ίδιοι ως εδώ τους φέραν».
«Κι οι έλληνες αυτοί πες μου, τί είναι;»
«Ειν' άπιστος λαός που ’κανε πέρα
Την πίστη σε θεούς και που πιστεύει
Στον άνθρωπο και στο μυαλό του μόνο.
Και στη φιλοσοφία ψάχνουν να ’βρουν
Ποια η ουσία κι ο προορισμός τους.
Κι είναι πασίγνωστοι σόλο τον κόσμο
Γιατ’ η Μωρία, με της εξυπνάδας
Κι αυτούς και τις ιδέες και τα γραφτά τους,
Τους έχει στεφανώσει το στεφάνι».
Κι οΣολομών χλωμός ξαναρωτάει:
«Εβγήκε κι απ’ αυτή την περιπέτεια
Και σώθηκε-και στάθηκε ο λαός μου;»
«Να ο Ματαθίας! Ένας ιερέας.
Αυτός ειν’ η αρχή για ότι εγίνη,
Και η απάντηση στο ρώτημα σου.
Κι ο βασιλιάς τον ιερέα βλέπει
Γέροντα κι ασπρισμένον απ’ τα χρόνια
Που στους κατακτητές έτσι μιλάει:
«Οχι. Δε θυσιάζω στους θεούς σας.
Ένας θεός υπάρχει μονο-ο Κύριος.
Και μοναχά σε κείνον θα προσφέρω
Όχι σιτάρι μόνο και λιβάνι
Αλλά κι αυτή την ίδια τη ζωή μου.
Κι αν όχι σήμερα εγώ εδώ πέρα,
Μα κάποιοι άλλοι γρήγορα θα διώξουν
Απ’ τό Ισραήλ κι εσάς και τους θεούς σας.»
Κι αμέσως οι άπιστοι τον θανατώνουν.
Οι γιοί του όμως πρόλαβαν και φύγαν
Και διώξαν τους εχθρούς-οι Μακκαβαίοι.
Κι είμαστε ακόμα εφτακόσια χρόνια
Περίπου ύστερα απ’ τό θάνατο σου.
Μα να! θα σκίσω ακόμα ένα πέπλο
Και πάνω στη σκηνή της ιστορίας
Θα δεις το φοβερότερο απ’ όλα.»
Ιδού!» Κι ευθύς αναμεράει ο ζόφος
Και βλέπει ο Σολομών μες στο ναό του.
Κι αγριεμένους βλέπει στρατιώτες
Να σφάζουν τους ιερείς μες στο ναό του
Την ώρα που εκείνοι ιερουργούσαν.
Αίματα γέμισε ο τόπος όλος.
Και πάνω στα αίματα κείνα πατώντας
Ο αρχηγός εμπήκε των απίστων
Μες στου ναού τα Άγια των Αγίων.
«Αυτή ο πατέρας σου έχτισε την πόλη
Κι αυτήν εσύ απόρθητη έχεις κάνει.
Κι αυτονε το ναό θέλεις να χτίσεις.
Που θα τον βεβηλώνει ο κάθε ξένος.»
«Πάμε να φύγουμε απ’ αυτή τη φρίκη».
«Να φύγουμε. Αλλά μακριά δεν πάμε.
Μονάχα λίγα χρόνια παραπέρα.
Να η πόλη σου απη τήν αρχή χτισμένη
Και να ο ναός σου πάλι ορθωμένος»
Αλλά για δες μπροστά μπροστά και πάνω
Με τα φτερούγια του τι τον σκεπάζει».
 «Ένας αητός!». «Ναι. Είναι των Ρωμαίων.
Ενας λαός ελληνομαθημένος.
Και να ο αητός τους πάνω στο ναό σου-
Σύμβολο της ισχύος των απίστων.
Εκεί ολόχρυσο τον έχουν στήσει
Για να μη μένει πια καμιά ελπίδα
Για το λαό σου πως ποτέ θα κάνει
Ο,τι αυτός στη χώρα του θελήσει».
«Κι έτσι ο ναός μου στο εξής θα μείνει;»
«Σου λέω, για να προλάβω την Αλήθεια,
 Οι Φαρισαίοι τον αητό πως ρίξαν.
Κι οι άπιστοι αμέσως τους σκοτώσαν.
Μα έλα τώρα. Θα σε πάω κάπου
Και πες μου αν το μέρος το γνωρίζεις.
Πέτα λοιπόν χαλί μου λίγα χρόνια
Και στάσου… εδώ! Και πες λοιπόν
Τί βλέπεις τώρα Σολομώνα;»
«Κάτι που δε μπορώ να εξηγήσω.
Η Ιερουσαλήμ βεβαίως αυτή ’ναι.
Όμως στη θέση βλέπω του ναού μου
Άλλος ναός να είναι υψωμένος.

Αλλά κι οι άνθρωποι μέσα στην πόλη…
Οι άνθρωποι… δεν είναι Ισραηλίτες…
Αυτό λοιπόν το τέλος ήταν όλων;»
 «Απαγορεύεται στους Ιουδαίους
Μέσα στην ίδια τους να μπουν την πόλη.»
«Λοιπόν δε χάθηκαν οι Ισραηλίτες.
Ας έχει δόξα τ’ όνομα Κυρίου.»
«Υπάρχουν. Και γυρίσανε και πάλι
Και στην Ιερουσαλήμ και πάλι εμείναν.
Μα πάλι ξένοι στο ίδιο τους το σπίτι.
Τώρα, διακόσια χρόνια παρά πέρα
Χριστιανική η Ιερουσαλήμ εγίνει.»
 «Τ’ είναι Χριστιανική; Κακό ποιο άλλο
Την πόλη εχτύπησε και το λαό μου;»
«Ένας προφήτης από τους δικούς σας-
Χριστός-καινούργια έφτιαξε θρησκεία.
Αιρετικός. Κι ανεύθυνα φερόταν:
Στη γη των πάγων βρέθηκε, κι εκείνος
Φλόγα ζητούσε από τους ανθρώπους-
Ζήτησε απ’ τούς ανθρώπους ν’ αγαπούνε.»
«Στις τύψεις ήθελε να τους βυθίσει;»
«Και την τοκογλυφία είχε εξορκίσει…»
«Αν τέτοια κι άλλα έχεις να μου δείξεις
Καλλίτερα ας τελειώσει το ταξίδι.
Πολλές οι συφορές που ’δα ως τώρα.
Δε θέλω κι άλλες σαν και τούτες να ’δω.»
«Πολλά θα μπόρεια να σου δείξω ακόμα
Κι ας έχω παραλείψει κι άλλα τόσα.
Μα θα σου πω εγώ μόνο με λόγια
Των συφορών ποια ήταν η συνέχεια
Που χτύπησαν τον άτυχο λαό σου.»
«Κι ως ποιόν καιρό τάχα θα μου ιστορήσεις;»
«Ως τρεις χιλιάδες χρόνια από την ώρα
Που ’χεις τα μάτια σου τα γήινα κλείσει».
«Μέχρις εκεί πηγαίνουν σου οι γνώσεις;
Ο αρχιδαίμονας άλλα δεν ξέρει;»
«θα πάω μέχρι τότε, γιατί τότε
είναι που  γράφονται οι στίχοι ετούτοι-
Και μάλιστα όπως βλέπεις με βιασύνη
Το γιορτασμό ζητώντας να προλάβουν
Των τριών χιλιάδων χρόνων από τότε
Που απ’ τον Δαυίδ η Ιερουσαλήμ εχτίστη.
Και δε σου λέω παρά μόνον ότι
Ο συγγραφέας τους να πω μου λέει.»
«Και ποιος του είπε να με ζωντανέψει
Και μαζεμένες τόσες να μου δώσει
Σαν που άλλες δεν ξανάχω ζήσει πίκρες;
Μην ετοιμάζεσαι να μου απαντήσεις.
Ξέρω καλά τους τέτοιους ποιητάδες.
Είχα γνωρίσει κάποιους από δαύτους.»
«Μετά 'π’ τους Χριστιανούς ήρθαν οι Πέρσες.   
Και ύστερα οι Άραβες σας πήραν.
Κατόπιν ήρθαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι
Και οι Οθωμανοί κατόπι Τούρκοι...»
«Όμως για λίγο το τρεχαλητό μας
Ας σταματήσουμε το φρενιασμένο
Γιατί έτσι γρήγορα καθώς πετάμε
Κάτι παράξενο είδα εκεί κάτω.
Τ’ είναι οι φωτιές αυτές που δε ζεσταίνουν
Αλλά κρυώνουν Ασμοδάι τον κόσμο;
 Κι αντίς για φως σκορπίζουν γύρω σκότος;»
 «Είναι η Ευρώπη που γαλουχημένη
Με των Ελλήνων τις σοφές ιδέες
Τα ιερά σου καίει τα βιβλία.»
«Των Ισραηλιτών;» «Ναι. Των Εβραίων.
Κι είναι ο δέκατος έκτος αιώνας.»
«Ω, Πόσο την Ευρώπη τη λυπάμαι!»

«Λύπη γι αυτήν αντί για μίσος δείχνεις;
Τέλος. Ας συνεχίσουμε. Πού ήμουν;»
«Για Οθωμανούς κάποιους μιλούσες Τούρκους.»
«Ναι. Κι όλοι εκείνοι οι κατακτητές σας
Είναι λαοί εσύ που δεν τους ξέρεις.
Φερμένοι απ’ την Ανατολή είναι.
Και ο καθένας έχει το θεό του.
Και μες στην Ιερουσαλήμ καθένας
Ναό μεγάλο εχτίζαν στο θεό τους
Κι όλοι οι λαοί έχουν καθένας πάρει
Από την πόλη σου ένα κομμάτι
Και μέσα κει λατρεύουν τους θεούς τους.
Και πήρανε τα μάτια τους οι Εβραίοι
Και σκόρπισαν στης γης την κάθε άκρη
Αλλά παντού ήσαν κυνηγημένοι.
Ώσπου, διακόσια χρόνια πριν το τέλος
Που η δήγηση μετράει που σου κάνω,
Μια δημοκρατική στον κόσμο χώρα
Είδε με μάτι καθαρό τριγύρω
Κι ανάμεσα σε τόσα που ’χει κάνει
Που αλλάξανε του κόσμου σας την όψη
Και κάτι έκαν’ ακόμα που και κείνη
Και το λαό σου έχει ωφελήσει:
Δέχτηκε και τα τέκνα του λαού σου
Ισότιμοι πολίτες της να είναι
Με τα υπόλοιπα δικά της τέκνα.
Και τώρα ήρθε η ώρα να σε πάω
Και στο παλάτι πάλι να σ’ αφήσω.
Έχεις μεγάλη απόφαση να πάρεις
Ύστερα απ’ όσα σου ’χω δείξει απόψε.
Πριν όμως απ’ αυτό, κάτι ακόμα.
Γιατί δεν πρέπει να νομίσεις ίσως
Πως κάτι άλλαξε για το λαό σου
Μετά από την απόφαση εκείνης
Της κοσμοκρτάτειρας της χώρας
Όπου πολίτες της σας έχει κάνει.

Έλα να δεις τι πριν πενήντα χρόνια
Μες στην καρδιά εγίνη της Ευρώπης
Όπου οι Εβραίοι διωγμένοι εβρεθήκαν.
Και ξέρεις από ποιούς; Όχι από κείνους
Που μίσος ο θεός τους τους προστάζει
Αλλ’ απ' τους Χριστιανούς που ο θεός τους
 Αγάπη-γιά φαντάσου-τους ζητάει».
Και κοίταξε-και είδε ο Σολομώντας
Φούρνους που καίγαν μέσα τους Εβραίους.
Κι είδε Εβραιόπουλα σκελετωμένα.
Κι είδε στρατόπεδα τρόμου και φρίκης.
Και είδε ένα σταυρόν ανθρωποκτονο
που διάλεγε και σκότωνε Εβραίους.
Ο Σολομώντας έκλεισε τα μάτια.
Και όταν τ’ άνοιξε ήταν και πάλι
Μες στο παλάτι του. Κ ι είχε μπροστά του
Τ’ ωραίο το χαλί .Και του ’πε κείνο:
«Είδες το τι θα πάθουν οι Εβραίοι
Από την πίστη τους κι απ' το ναό σου.
Τώρα η απόφαση δική σου είναι.»
Και μίλησε και η Αλήθεια κι είπε:
«Ότι είπε ο Ασμοδάι αλήθεια είναι.
Κι άλλα κακά υπάρχουν που δεν είπε.
Πρέπει λοιπόν να ξέρεις Σολομώντα
Πως μες στις τόσες τούτες δυστυχίες
Ποτέ δεν έχει πάψει ο λαός σου
Να πολεμάει για τη λευτεριά του.
Κι ακόμα πως την πίστη στο θεό σας
Τον ένα, τον αληθινό κι αιώνιο
Άσβηστη πάντοτε τηνε κρατάει
Όπου εξόριστο τον έχει στείλει
Το μένος των ανθρώπων για να ζήσει.
Και ο θεός μονάχα ξέρει πόσο
Περσότερο εγώ εκείνη είμαι
Που ’ναι το γνιάσιμό μου αυτή η πίστη
Από τον κόσμο ετούτο να μη λείψει.
Γιατί το μόνο που μαζί με άλλα
Μες στην ουσία του έχει εμένα,
Ειν' η θρησκεία του Ισραήλ. Κι η ιδέα
Αν λείψει του θεού από τον κόσμο
Πάω κι εγώ μαζί μ’ αυτήν χαμένη.
Γιατί-ας ειν’ καλά ο Ασμοδάι
Έχει στο ψέμα στρέψει τους ανθρώπους
Κι ειν’ ένα ψέμα η ζωή τους όλη
Κι ό,τι μέσα σ’ αυτήν ανθεί και θάλλει.
Ως κι η αντίληψη τους για τον κόσμο
Από πολλά είναι φτιαγμένη ψεύδη.
Έχουν δυο μάτια-λεν υπάρχει Χώρος.
Έχουνε μνήμη-λεν υπάρχει Χρόνος.
Σκέπτονται-συμπεραίνουν πως υπάρχουν.
Όμως ας σταματήσω τα δικά μου.
Ο, τ ι είχα να σου πω θαρρώ το είπα.»
Κι ο βασιλιάς ο Σολομώντας είπε:
«Ψόφιο σκυλί κανένας δεν κλωτσάει.
Δεν έχω ανάγκη για μεγάλη σκέψη
Ώστε να πάρω την απόφασή μου.
Πριν όλα αυτά μου δείξεις Ασμοδάι
Μπορεί και κάτι άλλο να γινόταν
Και τελευταία στιγμή ν’ άλλαζα γνώμη.
Τώρα όμως γνώμη διόλου δε θ’ αλλάξω.
Αφού ο ναός βοηθάει το λαό μου
Την πίστη του ακέρια να κρατήσει
Τότε οπωσδήποτε ο ναός θα γίνει.
Μου σπάραξε η καρδιά με όσα είδα
Βάσανα να περνάει ο λαός μου.
Μα τι τιμή! Τι κλέος και τι δόξα
Να ’ναι στη  γη επάνω ο λαός μου
Ο μόνος που ’χει τη μεγάλη ευθύνη
Του θείου να συντηρεί αυτός τη φλόγα.
Στη γη επάνω οι Ισραηλίτες
Πρέπει να υπάρχουνε και θα υπάρχουν
Όσες Ελλάδες κι αν τις πολεμήσουν
Κι όσοι Ρωμαίοι το ναό τους κάψουν.
Κι όπως το κλάδεμα κάνει το δέντρο
Πιο δυνατό και νέο κάθε χρόνο,
Έτσι και το κυνήγι που μας κάνουν
Την ύπαρξη μας θα την ξανανιώνει.
Κρίμα που η πόλη μου είναι χωρισμένη
Ανάμεσα σε λαούς που έχουν στήσει
τα ιερά τους μέσα της καθένας.
Μ’ από την άλλη-ω! τι μεγαλείο
Μια μόνο πόλη σ’ όλονε τον κόσμο
Να θεωρούνε άξια οι θρησκείες
Για να την κάνουν άντρο των θεών τους-
Κι ας είναι ψεύτικοι όπως και κείνες,
Μα ειν’ ότι θαρρούν για πιο ιερό τους.
Και ναι! Στην πόλη μου το διαφυλάττουν!
Θα χτίσω το ναό μου Ασμοδάι.
Ναός και Ιερουσαλήμ κι Εβραίοι
Είναι αχώριστη μία τριάδα,
Και το ’να παίρνει δύναμη από τ’ άλλα
Κι όλα μαζί κρατούν ορθό τον κόσμο.
Α! Ο Εβραίος όταν πολεμάει
Δεν πολεμάει για τη δική του μόνο
Μα για του κόσμου όλες τις πατρίδες.
Α! Να μπορούσα ότι εντός μου νιώθω
Να το ’κανα αίσθημα του καθ' Εβραίου…
Έλα Ασμοδάι, πάρε το χαλί σου
Και τράβα στο καλό. Όχι, συγνώμη,
¨Και τράβα στο κακό¨ να πω θα πρέπει.
Σ’ ευχαριστώ για όσα μου ’χεις μάθει».
Κι είπ’ ο Ασμαδάι: «Γεια σου Σολομώντα
Που ζω από σε και συ ζεις από μένα.»
Και το χαλί άλλη κουβέντα δίχως
Σηκώθηκε και πέταξε στο ζόφο.
Κι ο Σολομών ετράβηξε για ύπνο-
Πολλά είχε αύριο να κάνει αλήθεια.