ΞΕΝΟΣ
Κάτι μου λεν όταν με βλέπουν τα δεντράκια.
Τα βράδια όταν μες στ' άλση τους βρεθώ τα σκοτεινά
ψιθυριστά στην ησυχία ακούγονται λογάκια-
κάτι κρυφό η σιγανή φωνή τους μου μηνά.
Κάτι γυρεύουν από μένα οι πετρούλες΄
μόνος καθώς στα έρημα και στ' άγρια περπατώ
με απαλές, τραγουδιστές με κράζουνε φωνούλες
που δώρο γλυκοπρόσφερτο στη μνήμη μου κρατώ.
Και το νερό φορές φορές το μούρμουρό του
έτσι καθώς μες στ' άβαθο ρυάκι του κυλά,
το άρωμα και τη δροσιά του δροσερού του χνώτου
το στέλνει και το σώμα μου χαϊδεύει απαλά.
Αγαπημένα μου τη γλώσσα σας δεν ξέρω
μα μη μ' αδικοκρίνετε-ψυχή μου, σώμα,νους
δικά σας είναι' από σας κι αν στη μορφή διαφέρω
αντάμα σελαγίζουμε στους ίδιους ουράνούς.
Ξένος εγώ είμαι στους άλλους τους ανθρώπους.
Αυτό εσείς το ξέρετε από μένα πιο καλά.
Κι ας ειν' αυτό το ποίημα-δεν έχω άλλους τρόπους
η απόκριση στα λόγια σας που ακούω τα πολλά.
To μίλημά σας κι αν δεν ξέρω τι μου λέει
κι αν ίσως σεις δεν ξέρετε το τι σας λέω εγώ
όμως στον Πόνο μου η αγνή ψυχή σας-ξέρω-κλαίει
και, φίλοι μου, στον Πόνο σας, απέραντα πονώ.
ΤΑ ΦΥΛΛΑΡΑΚΙΑ
Πέστε-πέστε φυλλαράκια
πέστε, αφήστε τα κλαδάκια
τα παιδάκια καρτερούν
να σας δούνε-να χαρούν.
Ποταμάκι τα νερά σου
κύλα-κύλα τα γοργά σου
δίνε χάρη και δροσιά
στην καμπίσιαν απλωσιά.
Ποταμάκι κύλα-κύλα
πέστε φύλλα-πέστε φύλλα
κάντε χείμαρρο χρυσό
το ποτάμι το μικρό.
Φύσηξε γλυκό αγεράκι
κι ένα πάρε φυλλαράκι
πάρ’ το- ανέβασ’ το ψηλά
στα φτερά σου τα τρελά'
κι ύστερα ασε το να πέσει-
απαλά-να μην πονέσει
για να παίξουμε τα δυο
να χαρεί κι αυτό κι εγώ.
Πέστε πέστε φυλλαράκια
σας προσμένουν τα παιδάκια
και η γη η καρπερή
το χαλί της καρτερεί.
Κι αν στο κόκκινο ηλιογέρμα
τα κλαδάκια μείνουν έρμα
θα 'ρθ' η Άνοιξη και να!
γέννα κι άλλη αρχινά!
Ο ΛΟΧΑΓΟΣ
(Έβρος, «Τρίγωνο», 1974)
Όλοι απορήσαν με του λοχαγού τα λόγια
γιατί τον ξέρανε δειλό:
"Φέρτ' ένα τζιπ!
Θα πάω γι αναγνώριση!
Πρέπει να μάθουμε τι κάνει ο εχθρός
Οι σκύλοι στέκουνε απέναντί μας έτοιμοι
να μας ρημάξουν-να μας φαν
και μεις δεν ξέρουμε ακόμα ούτε
πού έχουν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους'
Φέρτ' ένα τζιπ!
Θα πάω να μάθω!
θ' αφήσω το αυτοκίνητο στην όχθη
θα τρέξω προς το τρίγωνο
θα προχωρήσω προς το πρώτο τους πολυβολείο'
ύστερα βόρεια, ώσπου να δω
περνώντας δίπλα-μέσα απ' τις γραμμές τους
ωσπου να μάθω ό, π χρειάζεται
να τους τσακίσουμε όταν κοπιάσουν.
Κι αν κάνουν πως με μυριστούν
κι αν μ' εντοπίσουν
και μου ρίξουνε
α! δεν κιοτεύω εγώ στα τούρκικα τερτίπια"
δε με τρομάζει ο κίνδυνος εμένα-οι σφαίρες
ήχος ευχάριστος είναι στ' αυτιά
όταν γνωρίζω πως προσφέρω στην πατρίδα.
Φέρτ' ένα τζιπ!
Θα πάω γι αναγνώριση!"
To 'λεγε τόσο σοβαρά που τον πιστέψαμε,
Ένας επήγε για το τζιπ.
Μα 'κει που περιμέναμε να 'ρθεί, ακούσαμε απ' το
ράδιο
πως στη Ζυρίχη είχε υπογραφτεί ανακωχή.
Κι αυτή 'ταν βέβαια η εξήγηση του τόσου θάρρους-
το 'μαθε ο πανούργος λίγο πριν
και βγήκε απ' χη σκηνή του να μας καταπλήξει.
Ο ΧΑΣΑΠΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
Στο σπίτι όχι-δε χορεύαμε
χασάπικους χορούς. Αυτούς τους γνώρισα
σε κάτι ταβερνάκια μυστικά
σε κάτι ταβερνάκια στενωπά
που όταν ερχονταν η ωρα
που όταν έφτανε η ώρα
που όταν έπρεπε
σηκώνονταν ο άντρας
μέριαζε τις καρέκλες τα τραπέζια και το σύμπαν
και μόνος
άγνοια όλος και άφεση
εχόρευε πατώντας πα' στο πάτωμα της οικουμένης-
στο άϋλο TO πάτωμα του κόσμου εχόρευε πατώντας.
Και μέσα στην αυτάρκεια του κλεισμένος
ήτανε πια ανοιχτός σε όλα
και καλόδεχτος
κι ωραίος
κι αυτός και ο χορός του.
Και ο χορός του γίνονταν θρησκεία
και ο χορός του έχτιζεν αη' τήν αρχή τον κόσμο
ευθύν κι ατρόμητον
και σταθερόν
κι αντρίκιον
με μέσα του όλα τα καλά και καμιά θέση-
καμία πρόβλεψη
για υποκρισίες γι ατιμίες και για δόλους.
'Έτσι εγνώρισα εγώ-
έτσι εγνώρισα εγώ ετούτον το χορό
που ας τον λέω χορό γιατί δε βρίσκω
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιο καλά
να ζωγραφίσω με μια λέξη την Αγιότητα
να ζωγραφίοω την Αγνότητα με μία λέξη-
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιo καλά-
γιατί άλλο λόγο οι άνθρωποι δεν έχουν
για το Αληθινό.
TO MATΙ
Ένας καθρέφτης έχει μείνει
στην κάμαρά μου μέσα μόνο.
Μες στο γυαλί του αργοσβήνει-
χάνεται χρόνο με το χρόνο
κι όλο ξοδιάζεται η μορφή μου-
χτες που κοιτάχτηκα δεν είδα
παρά το μάτι το δεξί μου
ν' ανοιγοκλείνει σαν παγίδα
που κάτι τι ζητάει να πιάσει
μέσα στον άδειο τον καθρέφτη΄
κι άλλο μη βρίσκοντας, με βιάση,
μες στον καθρέφτη το ίδιο πέφτει.
ΠΡΑΒΙ
Τέσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες.
Μακριά 'πο χάδι κι αγκαλιά
κι από γνωστό και φίλο'
σκελετωμένα χέρια-άσαρκο κορμί
ώρες βαριές-πικρό ψωμί
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
που χάνεται η προσευχή
πριν φτάσει στο Θεό
που ο Διάβολος τον ρήμαξε
με τ' αγκαλιάσματά του-
με τα φριχτά του χέρια-
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
τεσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες.
ΛΕΥΚΟ ΠΟΥΛΙ
Λευκό, λευκότατον πουλί
μ' αφρόν εις τα φτερά του
με πήρεν απαλότατα
στην άσπρην αγκαλιά του
και πέταξεν ανάλαφρα
ψηλά 'π' της γης τα μέρη-
λευκό πουλί, λευκότερον
απ' τ' άσπρο περιστέρι.
Κι όλο πετώντας πιο ψηλά
'πο της ζωής τη δίνη
φτάνει στο θόλο τ' ουρανού
και κει σιγά μ' αφήνει.
Κι ως από κει νοσταλγικά
τη γη μας εθωρούσα
μάταια πάνω της να βρω
με πείσμα προσπαθούσα
όρη, κοίλάδες, ποταμούς,
ανθρώπους ή και κτήνη'
μον’ εν' αστέρι έβλεπα
δειλά να τρεμοσβήνει.
Και θαύμασα κι απόρησα
ποια να 'ναι η αιτία
σ' αυτό τ' αστέρι το μικρό
τόση να ζει κακία.
ΑΝΑ!Τ!Α
Μικρός θυμάμαι χάρτινο που 'φπαχνα ένα βαρκάκι,
TO έριχνα στου κήπου μας το βιαστικό ρυάκι,
κι ύστερα στους νερένιους του τ! ακολουθούσα δρόμους
μέχρι που έπεφτε μ' ορμή μέσα στους υπονόμους.
Κλεισμένο μες στο χάρτινο εφήμερό του ψέμα
να παραδέρνει το 'βλεπα στου ρυακιού το ρέμα
στις λάσπες και στα χώματα της όχθης να χτυπιέται,
κύκλους να παίρνει, να βουτάει, να χάνεται, να σβηέται.
Θα είχα κόψει από νωρίς του βίου μου TO νήμα'
όμως εκείνη η παιδική συνήθεια με κρατάει-
πριν πέσω ανυπεράσπιστος μέσα στ' ογρό μου μνήμα
με λυπημένη κι ήρεμη θέλω μια ειρωνεία
να βλέπω κάθε κύματος καινούργιου τη μανία
καθώς, αναίτια, πριν σβυστεί, στους βράχους με πετάει.
ΠΡΩΤΗ ΒΡΟΧΗ
Πρώτη βροχή! Πώς έφυγε
ΚΙ αυτό το καλοκαίρι!
Τα χελιδόνια του χειμώνα φτάσανε-
πρώτη βροχή και πρώτο αγέρι.
Κλεισ' ΐο παράθυρο καλά
και άναψε το τζάκι'
ρίξε στο πάτωμα χαλιά
παλτό πα' στο σακάκι'
μα τι μ' αυτό; Θα ζεσταθείς
αλλά το καλοκαίρι
όλου του κόσμου η ζεστασιά
δε φτάνει να TO φέρει.
ΓΚΡΙΖΟ
Στου παλιού σταθμού την άκρη περιμένοντας το τρένο
δύο άθλιους κοιτάζω νυσταγμένους επιβάτες
στις βρεγμένες τις καρέκλες να κουρνιάζουνε σα γάτες
και τις ράγες να κοιτάνε μ' ένα ύφος λυπημένο.
Έχουν ρούχα λερωμένα με βρωμιές κάθε λογής
και τ' αδύνατά τους πόδια στο μπετόν γυμνά πατάνε-
εν' αγίνωτο καρπούζι τώρα βγάζουνε να φάνε
δυνατά για να τ' ανοίξουν το χτυπούνε καταγής).
Σαν τελειώσουν το φαί τους, με ζουμιά περιχυμένες
λίγες φλούδες μένουν χάμου μέχρι έξω φαγωμένες
ενώ γρήγορα στον ύπνο χορτασμένοι αυτοί το ρίχνουν.
Κι έτσι ως είναι ταιριασμένοι oι δεξές γροθιές τους δείχνουν
του ενός προς άδικο έναν ουρανό με χρώμα γκρίζο
και του άλλου προς εμένα πούρο Αβάνας που καπνίζω.
ΔΕΥΤΕΡΑ
Κάθε Δευτέρα στη δουλειά πηγαίνοντας φοβάμαι
για το ρεπό της Κυριακής πως πρέπει να πληρώσω-
πως λόγο σ' έναν άτεγκτο κριτή πρέπει να δώσω
για δύο ώρες πιο πολύ που, Κυριακή, κοιμάμαι.
Αφήνοντας απείραχτα τα δυο βρασμέν' αυγά μου
φεύγω νωρίς για τη δουλειά, νωρίς εκεί πηγαίνω,
και τη φωνή του διευθυντή ν' ακούσω περιμένω
ενώ σωροί από χαρτιά στοιβάζονται μπροστά μου.
Μα ως πάντοτε και σήμερα τίποτα δε συμβαίνει.
Η μέρα όσο προχωρεί σαν πάντοτε βαραίνει
σαν πάντοτε λαλίστατο έρχεται το γκαρσόν
KL απ' το γραφείο το διπλανό θ1 ακούσω όπου και να
'ναι
τον ήχο που στο πάτωμα κάνει το τιρμπουσόν
όταν, αφού ανοίγουνε τις σόδες, το πετάνε.
Ο ΚΑίΡΟΣ
Γέρνουν πια οι χρόνοι πάνω μου βαρείς'
άγνωρος εστήθη γύρω μου χορός'
και φωνή ακούω-μέσα μου θαρρείς-
"πέρασε ο καιρός! -πέρασε ο καιρός!"
Στάθηκαν οι μέρες- πια δε συναλλάζουν
κι ένας φόβος γύρω είναι φανερός
και τα πράγματα όλα σα να μου φωνάζουν
"πέρασε ο καιρός! -πέρασε ο καιρός!".
Πλέον δεν αρχίζει τίποτε' το τέλος
έχει σ' όλα δώσει, κρύος, φθονερός,
ένας πικροχάρος,όπου σαν Οθέλλος
κράζει τρομερός:"ΠΕΡΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ!".
ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ
Πάντα μου θεέ μου
σ' όλες τις εικόνες
γελαστόν σε βλέπω
μες απ' τους αιώνες.
Λάθος θα 'χουν κάνει
τ' άγιο πρόσωπό σου
σοβαρό όσοι φτιάξαν-
δεν ειν' το δικό σου.
Μες στη δυστυχία
ο θεός μας γέλιο
πρέπει να σκορπάει
και το ευαγγέλιο
πρέπει τόμος να 'ναι
φίνων ανεκδότων-
πρέπει θε μου να 'σαι
κλόουν εκ των πρώτων.
MAPIA
Οι μέρες φύγαν όμορφες κι απλές.
Κανείς δε ρώτησε για τη Μαρία΄
αυτές οι νύχτες για διαχύσεις τολμηρές
μόνο και γι αγκαλιές ειν' ευκαιρία.
Σαν όλοι νσ 'ξεραν πού έχει πάει
σα να μην έφυγε ποτέ ακόμα
και σαν το χώμα να μη σφαλάει
το λουλουδένιο της το στόμα.
Χάρμα οι μέρες στο καταφύγιο.
Κεφάτη κι εύθυμη η παρέα.
Τα βράδια ένα κηροπήγιο
δημιουργεί ατμόσφαιρα ωραία.
Κι αν κάποιος ρώταγε "τι έγινε η Μαρία",
θα τιναζόμασταν ξαφνιασμένοι
και μετά για την αυριανή πεζοπορία
θα κουβεντιάζαμε μουδιασμένοι.
ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ
Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα.
Τον κόπο μας καρπώνονται, το μόχθο μας τρυγάνε
και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμα
νόμους εφτιάξαν και μ' αυτούς ωραία μας κυβερνάνε.
Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους
κάτω από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων
στολίδια και αρώματα γεμίζουν το'κορμί τους
κι όρθιοι να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον.
Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει
να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ' τους ανθρώπους
γιατί εκτός απ' το λαιμό, το πόδι και το χέρι
και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά τους τρόπους.
Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν:
προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια-
οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα 'χουν
αιώνες κι αν περάσουνε, τα μάτια γουρουνίσια.
ΟΙ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΣ
Οι μαυροφόρες οι κοντές
οι λίγο γιοματούλες
όσο βαρύ το πένθος τους
τόσο θερμή η ματιά τους
τόσο βαθύ το φίλημα
τόσο γλυκό το χάδι.
Και τόσο-όταν γδύνονται
να πέσουν στο κρεβάπ-
τόσο αισθάνονται αλαφρές
που βγάλαν τόσο βάρος
που όλο ναζάκια κάνουνε
κι ανάλαφρα παιχνίδια.
ΝΟΣΤΑΛΠΑ
Τα κρύα μας θυμώνουνε
μας τυραννούν τα χιόνια
οι νύχτες άγριες έρχονται
και λες κρατούν αιώνια.
Γλιστρίματα, σπασίματα
κι αρρώστιες χίλιες δύο
κάθε χειμώνα κάνουνε
το σπίτι φαρμακείο.
Χρήματα για τη θέρμανση
για ρούχα, για ομπρέλες
A! to χειμώνα χίλιες δυο
βυζαίνουν μας αβδέλλες.
Και όλοι ενώ πασκίζοντας
λίγο να ζεσταθούμε
TO καλοκαίρι το ζεστό
με λύσσα νοσταλγούμε,
όταν θα 'ρθεί ,ανάποδον
αρχίζουμε αγώνα:
«Άχου! Τι ζέστη φοβερή!»:
ζητούμε το χειμώνα.
ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ
Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε-
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε
ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη
μία νέα-αλέγρα ζήση'
μακριά να μας κρατήσει
απ' τα χώματα
ν' απλωθούμε-ν' ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα'
να φουσκώσουνε τα στήθια
όλο φλόγα κι όλο αλήθεια'
ν' αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένια
πια να ζήσουμε.
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΙ
Ανέραστοι κι ανήδονοι θα πάμε
στου Άδη τ' ανεπίστροφα παλάτια.
Μ' ακόρεστο έναν πόθο θα κοιτάμε
τις γελαστές διαβόλισσες στα μάτια.
Μα ελπίδα ουτ' εδώ για χάδι θα 'χει'
για ηδονικές στιγμές καιρός δε μένει'
για πράγματ' άλλα δίνουνε μάχη
οι αγαπητοί μας οι πεθαμένοι.
Τουλάχιστο στου πόνου το κρεβάτι
ετοιμοθάνατοι,ας προσπαθήσουμε-
για να 'χουμε και μεις να λέμε κάτι-
της νοσοκόμας τα οπίσθια να τσιμπήσουμε.
TO ΚΟΥΤΙ
Γυναίκες που δε γνώρισα
και ζούνε σ' άλλα μέρη
δικό μου περιστέρι
η σκέψη τις κρατεί.
Καμία δεν ξεχώρισα'
η κάθε άγνωστή μου
μαιτρέσσα έμπιστή μου
κοντά μου περπατεί.
Ω! Φαντασιά μαστόρισσα!
Πέθανε πια. Σωπάσου.
Ν' αλαφροπλέκεις στάσου
το λάγνο σου σκουτί.
Τα όσα σου εδώρησα
φέρε μου πίσω δώρα
και τώρα η Πανδώρα
ας κλείσει το κουτί.
ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ
Όταν πεθάνω, η στερνή μου η ώρα όταν θα 'ρθει
και θαρθ' η ώρa η ψυχή ν' αφήσει το κορμί μου
κανείς δε θέλω απ’ τους ανθρώπους να το μάθει-
αυτή ‘ν’ η πεθυμία η στερνή μου
Στο λείψανό μου επάνω κανείς δε θέλω να κλάψει
δεν το θέλω το ψεύτικο δάκρυ-ας κλάψ' η βροχή'
και το άψυχο σώμα κανείς να μη θάψει-
ας το λιώσουν του χρόνου οι τροχοί.
Θέλω να 'μαι μονάχος κει που θα 'μαι πεσμένος
και ποτέ μην ακούσω μιαν ανάσα-μια λέξη'
απ' τα βάθη του Άδη θα κοιτάζω κρυμμένος
γιατί εκείνο το μέρος το ‘χω ο ίδιος διαλέξει.
Θα με φαν τα κοράκια' μα καλύτερο θα 'ναι
παρά μόνο για λίγο το κορμί μου ν' αγγίσουν
των ανθρώπων τα χερια΄
θα τα βλέπει η ψυχή μου που χορτάτα πετάνε
και θα χαίρει μαζί τους μοναχή της καθώς
θ' ανεβαίνει σr' αστέρια.
Κι αν κανείς θα νομίσει ότι τούτα που γράφω
δε θα πρέπει να γίνουν και με θάψει και έστω
ένα δάκρυ αν χύσει
μια κατάρα θε να 'βγει απ' τον άδικο τάφο
και στη μαύρη αγκαλιά της τον προδότη θα κλείσει.
Ay μπορούν τα κοράκια και γι ανθρώπους να κλαίνε
τότε αυτά ας με κλάψουν
και τα κόκκαλα ας θάψουν αφού πρώτα τις σάρκες
με το ράμφος ξεσχίσουν'
φτάνει μόνο τα χέρια όσων λένε ανθρώπους
το κορμί μου μη 'γγίσουν
γιατί αλήθεια δεν ξέρω τι μπορεί να ξεπλύνει
ό,τι εκείνοι βρωμίσουν.
ΜΟΝΗ ΤΗΣ
Τ' άσπρα ροδοπέταλα πέταξε η νυφούλα
και μονάχη κλείστηκε μες στην καμαρούλα.
Βγάζει τα νυφιάτικα μόνη της ξαπλώνει
μόνη της σκεπάζεται στο διπλό σεντόνι.
Ο καλός της σύννεφο-σκάλα του νερού-
σύννεφο κι απόβροχο του μεσημεριού.
Ο καλός της γέρακας και ψηλά πετάει'
μ' άλλους συνταιριάζεται γέρακες και πάει.
Γάμος με το σύννεφο και με το γεράκι
γάμος με το πέλαγο και το αγεράκι-
με το βαριοσύννεφο γάμος δε στεριώνει
κι η ροδονυφούλα μας μόνη της ξαπλώνει.
ΘΕΟΣ ΜΑΚΕΛΛΕΥΤΗΣ
Ένας θεός μακελλευτής χρειάζεται 'δω πέρα
που να κρατεί στο χέρι του μεγάλη μια μαχαίρα
να πελεκάει ζερβόδεξα το θεϊκό του χέρι
κι όλα του κόσμου τ' άχρηστα να κόψει σάπια μέρη.
Και γύρω γύρω κόβοντας την πλάση του,
ν' αφήσει
μονάχα τον πυρήνα της κι αυτός να ξανανθίσει.
Και τέτοια να ‘ναι η ευλογιά που στ' άνθισμα θα δώσει
που ένα κλαδί μόνο να βγει κι άλλο να μη φυτρώσει.
Του Πόθου να 'ναι το κλαδί τα φύλλα της Αγάπης
κι ηδονικούς γλυκούς καρπούς να χαίρεται ο διαβάτης.
Και όλα να 'ναι ηδονικά κι Έρωτας όλα να 'ναι
καθώς οι κύκλοι της ζωής αιώνιοι θα κυλάνε.
Ένας θεός που σ' όλα του να μοιάζει του Θανάτου-
ένας θεός μακελλευτής χρειάζεται 'δώ κάτου.
ΧΩΡΙΣ ΣΚΟΠΟ
Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μι' αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.
Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
η ζήση πόνος-μονάχα πόνος'
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.
Μικρά-μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
τιμιότη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία
όλα στο κόστος-μικρή αξία.
Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
προς δύο μέτρα χώμα νωπό'
κι όλη η πορεία μας μια Οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.
ΑΝΟΙΞΗ
Άνοιξη ήρθε' τρυφερές αναπνοές
τριγύρω κι άγνωροί, χαρούμενοι ήχοι.
Άνοιξη ήρθε' μα σ' υπόγειες στοές
το αίμα τους φτύνουν οι ανθρακωρύχοι.
Άγοιξη ήρθε' μυρωδιές και βρόχια
πόθου απλώνει ο ήλιος ο καθάριος'
Άνοιξη' μα χαμένος μες στη φτώχεια
δε τηνε χαίρεται ο προλετάριος.
Άνοιξη' τ' ανθισμένο της φουστάνι
την όραση ευφραίνει των πλουσίων΄
Άνοιξη' μα στα βρώμικα δε φτάνει
τα κτίρια των γραφείων των Δημοσίων.
Άνοιξη-με τη Ρέα και τη Μάριον
οι κεφαλαιοκράτες διασκεδάζουν.
Άνοιξη-και οι ψυχές τωγ προλετάριων
όχι απ' αγάπη μ' από μίσος βράζουν.
ΠΑΝΤΑ
Πάντα έρχεται ο θάνατος
κι αφού κανείς αθάνατος
όλοι τα μάτια κλείνουν.
Γυρνά του χρόνου ο τροχός
κι ή πλούσιος είναι ή φτωχός
όλοι μια μερα αφήνουν
την τελευταία τους πνοή.
Μια δροσερή αναπνοή
σκορπούσαν κι ένα μύρο-
τώρα κλειστά τα στόματα
και τυμπανιαία πτώματα
βρωμιές σκορπούνε γύρω.
ΣΩΠΑΙΝΕΙ
Όταν ο θάνατρς χτυπά την πόρτα του σπιτιού μας
και μας στερεί από πρόσωπο σ' όλους αγαπητό
σαν ένα σύννεφο βαρύ να θάμπωσε το νου μας
βγαλμένο απο 'να χάλκινο τεράστιο θυμιατό.
Σαν τα κορμιά μας τα ορθά πεσμένα τώρα να 'ναι
και η καυτή ανάσα μας να βγαίνει παγερή'
τα μάτια με απόκοσμες εικόνες πλημμυράνε
κι άλλοι σα να 'ρθαν ξαφνικά, παράξενοι καιροί.
Όταν ο θάνατος χτυπά το κάθε τι σωπαίνει'
και μεις στην τέλεια σιωπή απρόοπτα μικροί
μένουμε ακίνητοι, βουβοί, σα να 'μαστε χαμένοι
λες πως εμείς κειτόμαστε στο φέρετρο νεκροί.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Στων κοριτσιών τα χέρια τα λουλούδια
δύο φορές ανθίζουν κι ευωδάνε
και τα κορίτσια τα φιλούν τα πίνουν και μεθάνε.
Στων κοριτσιών τον ύπνο η ιστορία μου
στων κοριτσιών τη λάμψη η ομορφιά μου.
Κορίτσια αλαφρόπιωτα σαν κόκκινο κρασί
κορίτσια βυζανιάρικα κορίτσια μεστωμένα
κορίτσια μαυρομάτικα και γαλανοματένια.
ΚΑΘΩΣ ΠΡΕΠΕΙ
Περιπολία στον ουρανό άρχισε το φεγγάρι.
Δυο κλέφτες βλέπει να βουτάν του φούρνου το ταμείο'
μια πόρνη παραπέρα στη μέση να 'χουν δύο'
να χαρτοπαίζουν άγρια στου μπαρ μας το πατάρι.
Και το μικρό κυκλάμινο μες στο γλαστράκι βλέπει
που σ' έναν ύπνο αλαφρό γέρνει TO κεφαλάκι.
Με καλωσύνη το σοφό γελάει το φεγγαράκι
κι ήσυχο ?\έει φεύγοντας: "όλα είναι καθώς πρέπει".
Η ΣΦΑ!ΡΑ
Με χαρά θα δεχόμουνα μία σφαίρα στο στήθος.
Θα με πήγαιναν γρήγορα στο ζεστό χειρουργείο
κι οι γιατροί θα με άνοιγαν βιαστικοί ως συνήθως
μες στις σάρκες μου χώνοντας το μαχαίρι το κρύο.
Με χαρά θα δεχόμουνα μία σφαίρα στο στήθος.
Συγγενείς, γνωστοί, φίλοι,να με δούνε θα 'ρχόνταν
και η έγνια για όλόκληρο κείνο θα 'μουν το πλήθος
ενώ η πριν ύπαρξή μου στην αφάνεια χανόταν.
ΟΙ ΠΑΡΩΠΙΔΕΣ
Θα δεις γυρνώντας δω και κει
όσα ποτέ δεν είδες
αν ένα ωραίο πρωινό
βγάλεις τις παρωπίδες.
Να οι άδικοι που πέρναγαν
για δίκαιοι-τώρα μοιάζουν
ο,τ' ειν' αλήθεια: κλέφταροι
τον κόπο μας που αρπάζουν.
Η κόρη ειν' η σεμνότυφη
ένα κοινό πορνίδιο
και ο παπάς με το φονιά
μητρώο έχουν ίδιο.
Η σύζυγος η τίμια
στην ατιμία χωμένη
κι η οικογένεια που ευτυχεί-
κρίμα-δυστυχισμένη.
Ο όσιος φαύλος-ο έξυπνος
ηλίθιος-η παιδούλα
μια διεστραμμένη έκρυβε
στα στήθη της ψυχούλα.
To φως σκοτάδι φοβερό.
Αθώος ο ισοβίτης.
Η μάνα για το κέφι της
πουλάει το παιδί της.
Ό,τι εφαινότανε σοφό
άσοφο τώρα-νάτο!
Ό,τι ωραίο άσχημο.
Ό,τι ν' αξίζει, σκάρτο.
Μακάριοι όσοι δεν έχουνε
περιέργειες υψηλές
κι έχουν τις παρωπίδες τους
στέριες-παντοτινές.
Ποτέ σας μη τις βγάλετε-
η συμβουλή μου νάτη.
Να μη θελήστε αληθινό
ποτέ να δείτε κάτι.
ΔΙΧΩΣ ΧΑΔΙ
Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή'
μονάχος όταν πέφτει το σκοτάδι
μονάχος κι όταν φτάνει το πρωί.
Και δε θυμάμαι να 'ρθε κάποια μέρα
ντυμένη της ελπίδας τη χαρά'
και δε θυμάμαι δροσερόν έναν αγέρα
μ' αγάπη στ' ανοιχτά του τα φτερά.
Νιώθω μονάχα να με ζώνει ένα βράδυ
κι ενός χειμώνα κρύου η πνοή-
μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι,
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή.
ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Στη χώρα των λουλουδιών
μια μέρα καλεσμένος βρέθηκα
των κρίνων.
Πολλά λουλούδια έβλεπα να περπατούν στους δρόμους'
βιολέτες αγκαλιά με γιασεμιά
γλαδιόλες να κρατούν κυκλάμινα απ' το χέρι
ορτανσίες, υάκινθους…
To φόβο μου έδιωχνε η προστασία των κρίνων
αλλιώς αμέσως θα είχα φύγει
γιατί παράξενα πολύ εφέρνονταν
τ' αγαπημένα μας λουλούδια:
ανθρώπους κόβαν
τους εμύριζαν
και μ' ένα μορφασμό αηδίας
τους πετούσαν.
Μερικά ακόμα τους πατούσαν.
ΜΠΟΡΕ!
Μπορεί να 'ρθουν καθώς κοιμάμαι
ονειρικοί εφιάλτες με άμφια τρόμου
ντυμένοι κι έτσι ανέμελος ως θα 'μαι
πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρό μου,
να με τρομάξουν-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.
Πάλι μπορεί ανθρώπινοι ήχοι
αρπαχτικά τριγύρω να στείλουν όρνια
να με τρυπήσει το κρύο τους το νύχι
να με σκεπάσουν βροχές και χιόνια
και να τρομάξω-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.
Φέρτε θεοί τον ύπνο εκείνο
που τελειωμό δεν έχει-όπου λειμώνες
φρικώδεις δεν υπάρχουν και να μείνω
κάνετ' εκεί στων αιώνων τους αιώνες-
να μην τρομάξω και ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης-να μην ξυπνήσω.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ' ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.
Εμείς παιζογελούμε σαν παιδάκια
και για τα μέλλοντα φροντίζουμε πολύ'
σε σκοτεινά πλανιόμαστε σοκάκια
και παραδέρνουμε γυρεύοντας φιλί.
Κι χρόνος σιωπηλά μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ' ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.
ΣΤΗ ΔΡΟΣΙΑ
Τα λούλουδα μυριάνθισαν στον κάμπο
κι ο ήλιος γιορτινός τα στεφανώνει.
Πνιγμένα στη χαρά του τρελομάη
τα βλέπω κι η χαρά μου μεγαλώνει.
Ανθάκια δροσερά-άνθη του Μάη
αδέρφι σας πώς θά 'θελα να ήμουνα κι εγώ
την ομορφιά που δίνετε να δίνω
και στη δροσιά που κολυμπάτε να πνιγώ!
ΑΣΕΒΕΙΑ
Ακόμα και την ώρα εκείνη ο πόθος σε κατείχε.
Μα δεν είσαι άνθρωπος εσύ;
Άλλο από ηδονήν δεν ξέρεις;
Στο τέλος ήτο σύζυγός σου' ώφειλες
έστω τυπικώς
λίγο να δείξεις θλίψιν.
Τώρα ο κόσμος τι θα πει
που σ' έβλεπε να μου γελάς
την ώρα που τον θάφταν-
με σημασία να μου γελάς
και μ' ένα βλέμμα να με βλέπεις
πάθος γεμάτο...
ΠΛΑΝΗ
Πολλές φορες γυρίζοντας απ' τον περίπατό μου
κι ο νους ενώ σ' απόκρυφους έρωτες μ' οδηγάει
κι απ' αγκαλιά σε αγκαλιά και σε φιλί με πάει
μία μικρούλα συναντώ εις τα μισά του δρόμου.
Μ' αντιπερνά νωχελικά με λικνιστό ένα βήμα
και μου λιγώνει την καρδιά καθώς γεμάτη νάζι
τα μάτια μισοκλείνοντας στα μάτια με κοιτάζει
και κάποιας σπάνιας ευωδιάς μου στέλνει ένα κύμα.
Από τον πόθο φλέγεται καθώς εγώ κι εκείνη
(μιλά το πράγμα μόνο του) να πάρει τα φιλιά μου
στην, ως την πλάθει, τρυφερή να γείρει αγκαλιά μου
και κει κλεισμένη ερωτικά αιώνια να μείνει.
Αυτό μαντεύοντας κι εγώ, έχω καιρόν αρχίσει
τα πονηρά μισόλογα, τις μικροϋποκλίσεις
τις σιγοκαλησπέρες μου' αλλ' οι αντααποκρίσεις
από την άλλη τη μεριά σα να 'χουνε αργήσει.
Σε κάποιον φίλο τα 'λεγα χτες στο λεωφορείο.
Και -σύμπτωση- την ήξερε "αυτή την κακομοίρα":
γέροι και άρρωστοι γονείς, δύο παιδιά και χήρα'
και για να ζήσει εργάζεται σ' ένα βυρσοδεψείο.
Τα μάτια τα μισόκλεινε λοιπόν γιατί νυστάζει.
Νωχελικά δε βάδιζε, μα βαριοκουρασμένα'
Κι η μυρωδιά που εξωτική μου φαίνονταν εμένα
από κανένα θα 'ναι υγρό στα δέρματα που βάζει.
ΟΙ ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ
Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας
δεν είναι παρ' αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί:
λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας
τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή.
Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές
και εξυμνούν τις χάρες τους σαν να 'τανε γυναίκες
από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές
που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες.
Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική
στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους
ισογείων
και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική
μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων.
Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλα
με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή,
και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη
βδέλλα
κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί.
ΚΟΜΟΤΗΝΗ
Όταν του στείρου πέλαγου των πόθων η πλημμύρα
με τα μικρά της κι ύπουλα με ζώνει κυματάκια
μονάχος βγαίνω στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια
της πόλης όπου άγνωστον με πέταξεν η μοίρα.
Καθώς τα μάτια δω και κει μηχανικά γυρίζω
κάτι θολές βλέπω μορφές στα τζάμια να κολλάνε
και μ' ένα βλέμμα ανέκφραστο τους δρόμους να
κοιτάνε
λες και μαγνήτης τις τραβά το χρώμα του το γκρίζο,
Σα ζωγραφιές νοσταλγικές μοιάζουν και λυπημένες
που ο χρόνος τους επέρασε κι είναι μισοσβησμένες'
και τόσο είναι θλιβερές που λες πως όταν βρέχει
δεν ειν' οι στάλες της βροχής στα τζάμια που κυλάνε
αλλά το δάκρυ απ' τα θολά τα μάτια τους που τρέχει
καθώς αυτές ακίνητες τους δρόμους τους κυττάνε.
ΔΙΑΦΥΓΗ
Μ' ευθύνη και με φόβο φορτωμένοι
μες στης ζωής βαδίζουμε το δρόμο'
τετράγωνο-κοφτό το μαύρο γένι
και η ψυχή μας γεμάτη τρόμο.
Η γη στο γύρισμά της μας ζαλίζει.
Ωχροί πολύ ξερνούμε καθε τόσο
κι ύστερα πιάνουμε το μετερίζι
και κάνουμε και πάλι τον καμπόσο.
Για όλα έχουμε τρόπο' και μονάχα
για τη φρικτήν όταν ακούμε ώρα
πως δεν προσέχουμε κάνουμε τάχα
ή γράφουμε ποιήματα-όπως τώρα.
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Αγάπη, μυστηριώδικο πουλί
ενός χαμένου η άβρετου παράδεισου-
αγάπη τα παιδιά σου-ο πόνος κι η χαρά
-πώς παίζουνε μαζί μου κάθε μέρα…
Ας ήτανε καλή μου να μπορώ
τις χάρες σου να γεύομαι μονάχα'
οι πόνοι σου αβάσταχτοι μου μοιάζουν
και με λιώνουνε κάθε φορά.
Κυρά-θεά-Βασίλισσα-Μοίρα Καλή
τις πιο γλυκές στιγμές σου όταν μου δίνεις
και τότε ακόμα-δεν μπορώ αλλιώς-
θεριό σε λέω Αγάπη και φωτιά.
TO ΦΥΤΟ
Ένα μικρούτσικο φυτό
κορόιδευε τη γλάστρα
που το 'θρεφε' της έλεγε
πως τάχα θα μπορούσε
δίχως εκείνη, τη μικρή,
μεγάλο αυτό, να ζήσει.
Η γλάστρα δεν εθύμωνε.
Κυρία μυαλωμένη
χαμογελούσε μοναχά
και του 'λεγε θλιμμένη:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ κι εσύ θα ξεψυχήσεις."
Μα το φυτό δεν πίστευε τις τετοιες εξηγήσεις.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός
ως που 'ρθε κάποια μέρα
κι έσπασε η γλάστρα η μικρή'
το χώμα της εχύθη
και το μικρούτσικο φυτό
επρόλαβε μονάχα
να θυμηθεί προτού χαθεί
τη γλάστρα να του λέει:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις",
Κι αλήθεια τούτη τη φορά
δεν είχε αντιρρήσεις.
A! NEA! ΜΑΣ
Ενδεδυμέναι ένδυμα αγιότητος
και περιχυμέναι αγνότητος σιρόπιον
αι νέαι μας εμφανίζονται εις τας οδούς.
Και βεβαίως τον πίνοντα όπιον
δύνανται ευκόλως να εξαπατούν.
Όμως εις ένα προσεκτικόν παρατηρητήν
αρκεί εν βλέμμα των
δια να εννοήσει αλανθάστως
και εις όλην την έκτασίν της
την υποκρισίαν των.
TO ΑΓΝΩΣΤΟ
Μιαν άγνωστη περίμενα
και μ' έπνιξε η χαρά μου
όταν την είδα να 'ρχεται
να στέκεται κοντά μου.
Μου μίλησε-της μίλησα
της πρότεινα να μείνει'
δέχτηκε, κι έτσι γνώρισα
την άγνωστην εκείνη.
Αλλά το βράδυ-συφορά-
την έδιωξα-και φεύγει;
δεν ήθελα την άγνωστη'
το Άγνωστο με θέλγει.
TOY ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Η ΒΡΟΧΗ
Μ' αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή
τα γκρίζα της φτερά καθώς απλώνει'
μ' αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή
κι ας διώχνει απ' τη φωλιά το χελιδόνι.
Μ' αρεσει του Φθινόπωρου η βροχή
των δέντρων τα κλαδιά κι ας τα γυμνώνει΄
Μ' αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή-
ποτίζει την αγάπη μας και κείνη μεγαλώνει.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ
Λέω
"να περάσει κι αυτή η μπόρα
και θα δεις!.."
Όμως περνάει κι αυτή η μπόρα
και τίποτα δε βλέπω.
Ούτε πουλιά στον ουρανό
ούτε αστέρια
ούτε το ουράνιο τόξο.
Μόνο σύννεφα
που πάλι βρέχουν.
Και λέω πάλι:
"να περάσει κι αυτή η μπόρα
και θα δεις!.."
Μα πάλι τίποτα.
To κλίμα μου φταίει-είναι ηπειρωτικόν.
ΛΕΥΚΟΤΑΤΟΝ
Λευκότατον
το δέρμα της ήτο
και τόσον απαλόν
που ως το δικό μου άγγιζε
βελούδο μ' άγγιζε θαρρούσα.
Όμως δεν ήτο τόσον η αφή όσον η όρασις
που υπολογίζονταν:
μία υπέροχος λευκότης.
Πάνω του ό,τι ήθελα
να γράψω εμπορούσα'
και λες πως άλλαι λέξεις δεν υπήρχον
(πόσον τώρα θλίβομαι δι αυτό)
έγραφα πάντοτε ΉΔΟΝΗ"
και αποχωρούσα.
ΑΡΡΗΤΟΛΕΠΤΟΠΝΕΥΣΤΙΑ
Τον θεόν ο πτωχός επροσκύνησε
με κατάνυξιν τόσον βαθείαν
κι είχε τόσην στο πρόσωπον έκστασιν
την εικόνα ως εθώρει την θείαν
που απ' το σκύψιμο μεν του εσκίστηκε
μια σκελέα παλιά που φορούσε
κι εις το χαίνον το οτόμα του εχώθηκε
μία μύγα που γύρω πετούσε.
Κι ο γιατρός και ο ράφτης του πήρανε
τόσα χρήματα, που εσοφίστη
να καλεί μυγοχάφτη τον πλάστη μας
και ακόμα φτωχών ρουχοσκίστη.
ΜΕΛΙ
Περνάν οι τουρκογύφτισσες να παν στο πανηγύρι.
Οι φούστες ανεμίζουνε' οι μπούστοι αφροφουσκώνουν΄
ανάλαφρο περπάτημα τα ποδαράκια απλώνουν
και μια δροσιά ξεχύνεται στο καυτερό λιοπύρι.
Περνάν οι τουρκογύφτισσες κι όπου το μάτι γείρει
βλέπει χεράκια μελαψά σαν πλόκαμοι ν' απλώνουν
και κόρφους ασημόχρυσους που πόθους ξεσηκώνουν-
πόθους που μοιάζανε νεκροί και που φαντάζαν στείροι.
Πετράδια ψεύτικα τ' αυτιά και το λαιμό στολίζουν
κι έρωτες στα φιδίοια τους μαλλάκια παιχνιδίζουν
Kι όταν TO λάστιχο κορμί ξεδιάντροπα λυγάνε
μοιάζουν θεές της ηδονής και της χαράς αγγέλοι
που αν τα δροσάτα χείλια τους δαγκώσεις στάζουν
μέλι
και ζαχαρένιες σαϊτιές τα μάτια τους πετάνε
ΝΑ 'ΜΟΥΝΑ
Θα ‘θελα ένας να 'μουνα απ' αυτους τους
μικρεμπόρους
που στις γιορτές πηγαίνουνε-που παν στα πανηγύρια
και τις σκηνές τους στήνουνε στους ακαλύπτους
χώρους.
Που έξη στο δεκάρικο πουλάνε τα ποτήρια,
πoυ λουλουδιών παράξενων ττουλάνε κάτι σπόρους
και μύρια όσα κρύβουνε τα ράφια τους μυστήρια.
Που λαμπερές κι αστράφτουσες λάμπες ασετυλίνης
κάνουν να φέγγουν πιο πολύ τα χαρωπά τους μάτια'
που τ' αη-Γιανιού και τ' αη-Λια και της αγια-Ειρήνης
την τιποτένια διαλαλούν φτηνή τους την πραμάτεια
ενώ με χέρια τα φτερά μιας τέτοιας πλάνας δίνης
υψώνουν μες στη μνήμη μας μαγευτικά παλάτια.
Και θα 'θελα σα λείψουνε και οι στερνοί διαβάτες
και μετρηθεί και η στερνή δραχμούλα στο κανάτι
δίπλα εκεί, πίσω απ' τις δυο τις κρεμαστές φλοκάτες
με τη βοηθό μου τη μικρή και μαυροτσινοράτη-
που τόσους μαγνητίσανε τα μάτια της πελάτες-
γλυκό να στήσουμε χορό απάνου στο κρεβάτι.
ΧΙΛΙΟΚΟΥΡΣΕΥΤΑ
Α! Ζωή ξεγελάστραί
Πώς τους νιους ξεγελάς μη σ' αφήσουν
αν κακιά και σκληρή σε νομίσουν!
Ουρανούς τάζεις κι άστρα
και κουράγιο τους δίνεις
για να βρουν κάποιο λόγο να ζήσουν
το σκοτάδι σου φως να γεμίσουν
μαύρη νύχτα μη μείνεις.
Α! Ζωή ξεγελάστρα!
ειν' αργά όταν πια εννοήσουν
κι όλοι μοιάζουν τα μάτια πριν κλείσουν
χιλιοκούρσευτα κάστρα.
ΙΔΙΑ
Μέσα σε βάρκα δε θα μπει
ξανα ποτέ του πάλι
γιατί έναν τρόμο παρευθύς
νιώθει να τον κυριεύει
και μια κρατεί αβάσταχτη
την κεφαλή του ζάλη
καθώς η βάρκα στα μικρά
τα κύματα χορεύει.
Κι αυτή ας λικνίζεται απαλά
στο γαληνό το κύμα-
κάθε της κίνηση μικρή
σεισμός γι αυτόν μετράει'
κάθε της βήμα προς τα μπρος
στο θάνατο ένα βήμα'
κάθε της τρίξιμο χαμός
και στον χαμό τον πάει.
Και του θυμίζουν ολ' αυτά
της ζήσης του τα πάθη'
ίδια στη ζωή αισθάνεται
να χάνεται-να σβήνει΄
ίδιων αβύσσων προσμετρά
τ! αμέτρητα τα βάθη
και ίδια ούτε στη ζωή
μέσα μπορεί να μείνει.
ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΣ
Κι αν περνώντας απ! το πλάι
καλημέρα δε μας λες
τι μας λες τι μας λες
Κι αν ξεχνάς κάτι κουβέντες
που ελέγαμε τρελές
τι μας λες τι μας λες.
Κι αν εσΰ γελάς σαν κλαίω
κι αν γελάω εγώ σαν κλαις
τι μας λες τι μας λες
αν εσύ με διώχνεις μία
με γυρεύουνε πολλές
τι μας λες τι μας λες.
ΨΥΧΡΗ
Του χρόνου σκέφτομαι
τέτοιον καιρό πού θα 'μαι..
σε ποιας μικρής την αγκαλιά
θα κοιμάμαι..
θα είναι. όμορφη; θα 'ναι θερμή;
κοκέτα; και θα ξέρει
το άρωμα να βάζει που της πάει;
Μεγάλα λόγια όμως δε λέω.
Προβλέψεις δε θα κάνω πια.
Ό,τι μου τύχει'
γιατί τα ίδια έλεγα και πέρσι
κι ενώ εδιάλεγα ένα χρόνο
μου έτυχε για φέτος η Μαρία:
άσχημη και στον έρωτα ψυχρή
Ό,τι μου τύχει.
ΜΙΛΛΥ
Στο Ταό σα βρεθείτε
και αν βαρεθείτε
εγώ που έχω πάει
προπέρσι το Μάη
συστήνω ένα σπίτι-
το σπίτι της Κίττυ.
Πολλές ευκαιρίες
με γλυκές κυρίες
ευχάριστα τρίο για
κυρίους με μπρίο
χαρούμενο σπίτι
το σπίτι της Κίττυ.
Μικρά κοριτσάκια
με άσπρα κορμάκια'
παιχνίδια αιθέρια
μ' ευαίσθητα ταίρια-
απόλαυσης σπίτι
το σπίτι τής Κίττυ.
Γευτείτε τη χάρη
ξενοιάστε απ' τα βάρη
τον έρωτα νοιώστε
γιορτάστε-ξεδώστε
της Λήθης το σπίτι-
το σπίτι της Kίττυ.
Και όταν η ώρα
θα φτάσει, το κέφι
κι η άφεση η τόση
για σας να τελειώσει
και πριν πια το σπίτι
ν' αφήστε της Κίττυ
να βρείτε τη Μίλλυ
και πέστε της φίλοι
το "γεια σου" από μένα
που λιώνω στα ξένα
μακριά απο το σπίτι-
το σπίτι της Κίττυ.
Η ΒΑΛΑΝΙΔΪΑ
Στην αυλή του φτωχικού μας
όπου παίζαμε παιδιά
έχει μόνη απομείνει
μια γριά βαλανιδιά.
Και θυμάται λυπημένη
τη ζωή της την παλιά
στη δροσιά της τα παιδάκια
στα κλωνιά της τα πουλιά.
Στις ζημιές μας καταφύγιο
του σniτιού μας φυλαχτό
και τα φύλαγε και κείνη
όταν παίζαμε κρυφτό.
Χτες επήγα και την είδα'
όταν μ' είδε τι χαρά!
και πώς γέμισαν με δάκρυα
τα κλωνιά της τα ξερά!
Κι όταν πήγαινα να φύγω
με θλιμμένη την καρδιά
κι ως για τελευταία τώρα
τηνε κοίταξα φορά
είδα πάνω της ν' ανθίζει
ένα πράσινο κλαδί:
είχε γίνει πάλι νέα
κι εγώ ήμουνα παιδί.
ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Τα κίτρινα τα πρόσωπα αυτού του κάδρου
όπου φιλούν τα πόδια του Ισαύρου
λες κι έχουν μέσα τους κάποιαν αρρώστια-
χτικιό σάν να τους τρώει τα εντόσθια.
Η επιφάνεια του τζαμιού η λεία
η σιγανή που πάνω του σπάζει ομιλία
τα πρόσωπά μας καθρεφτίζει τα ωραία
καθώς οι δυο κοιτάζουμε παρέα.
Ολύμπια ηρεμία στο Μουσείο.
Στου φύλακα το μέτωπο το θείο
μονάχα μία μύγα περπατάει
τριγύρω όταν βαριέται να πετάει.
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Χωρίσαμε αθόρυβα
χωρίς σκηνές και κλάματα
χτες που επέρασ' η νυχτιά
και ήρθαν τα χαράματα.
Λυπήθηκες-λυπήθηκα
μ' αρέσει να το λέω
πως είμαι άνθρωπος κι εγώ-
κι ότι μπορώ και κλαίω.
Εδώσαμε τα χέρια μας
σαν να 'μαστε δυο φίλοι
που σ" άλλο μέρος η ζωή
βουλήθηκε να στείλει.
Εσκύψαμε στη μοίρα μας
κι οι δύο το κεφάλι'
ποιος θα μπορούσε άραγε
στο νου του να το βάλει...
όποιος μας έβλεπε πιο πριν
να! χτες το βράδυ ακόμα
θα προτιμούσε να κλειστεί
για πάντα του το στόμα
παρά να έλεγε για μας
ότι μας λείπει κάτι-
τα 'χαμε όλα: τη χαρά
να λάμπει μες στο μάτι.
Γιατί χωρίσαμε λοιπόν;
ποια ήταν η αιτία;
ίσως να ήτανε πολλές
μα ίσως και καμία'
μα κι αν πονέσαμε πολύ
ή μόνο αν δακρύσαμε
αν μας αφήκεν η χαρά
κι αν τέλος εχωρίσαμε
να 'στε γι αυτό περήφανη
ωραία μου κυρία-
αν κι άνθρωποι εγράψαμε
μι' ανθρώπινη ιστορία.
ΕΑΣΟΝ
"'Εαρ: άνοιξις.
Έασον: προστακτική του ρήματος εάω-εώ,
Τηλικούτος,."
έκλεισε το βιβλίον.
Αυτό το "έασον"
πολύ του ήρεσεν.
Αληθώς
ήτο ό,τι επί τόσον χρόνον ανεζήτει.
"Αφήνω" δεν του ήτο αρεστόν'
μα "έασον" θαυμασίως εις πάντα ήρμοζεν.
Κατά πρώτον έασε τον θεόν
(τούτο αρκούντως τον εδυσχέρανε}'
τα υπόλοιπα ήσαν εύκολα:
έασε τα μαθήματά του(πολύ τον εβασάνιζαν)
έασε τον θάνατον,
τας συνηθισμένας ηδονάς,
την συνείδησίν του.
Τίποτε πλέον δύσκολον δεν ήτο
με την θαυματουργόν αυτήν λέξιν ως όπλον
διότι την ησθάνετο ως ιδικήν του
και ως εκ τούτου την εχειρίζετο
όσον ουδείς ηδύνατο
αποτελεσματικώς.
ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ
«Στον ίδιο παρονομαστή".
ποτέ δεν είχε νιώσει τι σημαίνει
η έκφραση αυτή.
Σήμερα μόνο και μόλις σήμερα
τον πόνο ένιωσε που στη φωνή εξεχώριζεν εκείνων
όταν τη φράση αυτή εξεστόμιζαν.
"στον ίδιο παρονομαστή"!
κατάλαβε τουλάχιστο
μια φράση παραπάνω τι σημαίνει.
Είναι και τούτο κάτι
για όσους βρίσκονται ανελέητα
στον ίδιο πάντα παρονομαστή.
ΑΚΤΙΝΕΣ ΡΑΙΝΤΓΚΕΝ
Ιδιότητες ακτίνων Ραίντγκεν:
πρώτον-διαπεραστική
ανάλογος του πάχους των σωμάτων
ανάλογος του ποσού των ακτίνων.
...To πάχος φταίει των ακτίνων τάχα
που να νιώσω τους ανθρώπους δεν μπορώ
ή μήπως-το χειρότερο-
το ποσόν των ακτίνων μου;
ΕΙΣ NEON ΓΕΡΟΝΤΑ
ΈίΣ NEON ΓΕΡΟΝΤΑ"
ήτο η αφιέρωσις.
Και πάντοτε δι εμέ
αναπάντητον παραμένει το ερώτημα:
το "NEON" ή το ΤΕΡΟΝΤΑ"
είναι το ουσιαστικόν;
Τινές υποστηριζουν
πως ανάξιον λόγου το θέμα είναι.
Θαυμάζω την αξιολύπητον πεποίθησιν των
(τουλάχιστον δεν αγωνιούν).
Όμως εγώ να διερωτώμαι δεν θα παύσω
διότι
όσον και να ειπείς
και αι δύο εκδοχαί είναι πιθαναί.
Και νεαρούς, την ψυχήν γέροντας,
ευρίσκεις,
και νεαρούς την ψυχήν, γέροντας,
ομοίως.
ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΤΙΣ ΕΞΗ
Περίφροντις ασθμαίνεις αμυνομένη.
Ανάκλασις κατόπτρων ερυθρών αι ζέουσαι εναντιώσεις σου.
Κάθε πρωί η ημέρα
σε ένα εμβρόντητο πανέρι σε αποθέτει
και σε περιφέρει ανέκφραστον και ηδείαν.
Θάμβος και ίλιγγος σε διαπερνούν δι ολίγον
όταν με τα γυμνά ξίφη μας διασταυρούσαι.
Τα όρη ανατείνονται τανύοντα τα υπόγεια πόδια των
και σε φιλούν διερχομένην.
Εσύ τότε γελάς.
Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχεις.
Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα
σε ραίνουν.
Εξ ου η δρόσος της φωνής σου
εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους
που από τ' ακροδάχτυλα των κάτω άκρων σου αναβλύζοντα
ξεδιψούν την απελπισία μας.
Ανάρμοστη κίνησις δεν υπάρχει στο πλησίασμά σου.
Αρμονικά όλα τα ιστία σου δένουν.
Η θάλασσα την γαλήνη σου εκφράζει κοπάζουσα.
Δεν είσαι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος,
μα και το στήριγμά της.
Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων
τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα,
το άνοιγμα των χεριών σου μιμούνται όταν
το μέγεθος του αλιεΰματός σου ελαστική περιγράφεις
(πάραυτα τα αλιεύματα μεγεθύνονται υπερβάλλοντα
την κατάδειξιν)΄
και αυτό το γνωρΐζεις,
αλλά προσποίείσαι εσωστρεφή απορίαν.
Η συντροφιά διαλύεται περίπου στις έξη.
Στις εφτά όλοι σχεδόν έχουν κοιμηθεί.
Ιδίως όσοι αύριο έχουν δουλειά.
Αγρυπνώσα τους παραστέκεις.
ΘΑ ΚΟΠΕΙ
Πατά γυμνός σε πετρώδη εδάφη
μακριά 'πο ήλιου φως
και κύκλους μέσα στο σκότος γράφει
σα λύκος μοναχός.
Οσμήν εχάρισε μόνο η φύση
στο σώμα το σκυφτό
και όπου κάπου του Έρωτ' ανθίσει
το ρόδο το γλυκό
ταχύς πετά ο Πανικός της Αγάτιης
σαν σκότους αστραπή
κσι πριν χαρεί δροσιά ο διαβάτης
το άνθος θα κοπεί.
ΖΕΝΤΑ
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
To. τύμπανο ηχεί μες στη νύχτα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
To τύμπανο ηχεί μες οτη ζούγκλα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
To τύμπανο ηχεί λυπημένα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε τ' απόβραδο.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε με ρόδα στα χείλη.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε καλώντας εσένα.
Τραμπί Τραμπ! Τραμπ!
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
TON OΙKTO
Δε θα μ' αγγίξουνε λοιπόν εμένα της αγάπης
τα χάδια τ' απερίγραπτα που την ψυχή δονούνε,
Λόγια θερμά και τρυφερά ποτέ δε θα ειπωθούνε
για με' της προσδοκίας μου της μάταιας ο τάπης
που με φροντίδα περισσή από καιοό έχω στρώσει
και για στημόνι έχει φιλιά κι έχει αγκαλιές για υφάδι
θα μείνει απάτητος' φριχτό θα μείνει ένα ρημάδι
το δώμα μου που στόλισα μ' ευαισθησία τόση.
Τα παραθύρια του κλειστά θα 'ναι για πάντα όχι ίσως
για να μη βλέπουν μέσα τους τ' αδιάκριτα τα μάτια
μα ως για τα μικρόσωμα κι αδύνατα πουλάκια
μένει κλειστή κι απρόσιτη μια μακρυσμένη νήσος.
Ποτέ ακριβό εν' άρωμα ωραίας μιας κυρίας
αγορασμένο απ' το ψυχρό Λονδίνο ή το Παρίσι
τη ντελικάτη του οσμή επάνω δε θ' αφήσει
ΣΤΟ στήθος της εβένινης μικρής μου Βαλκυρίας
κι ούτε ποτέ απ' τα μικρά που τόσο μ' αναλώνουν
θα με τραβήξει της βαθιάς αγάπης ο μαννήτης
για να γνωρίσω της χαράς τα μυστικά μαζί της
που ομορφαίνουν τη ζωή και την ψυχή φτερώνουν.
Μόνο θα στέκω εδώ χλωμός και θα μετρώ τις ώρες
που συντροφιά με το κενό θα κάνουν και με μένα
κι αργά αργά θα φεύγουνε σαν άδεια κάτι τρένα
που σ' ακατοίκητες, ψυχρές, ξένες πηγαίνουν χώρες.
Και πάντα μέσα εγώ θα ζω σε μια φρικτή ρουτίνα
χωρίς καλά να ξέρω πού-πώς έγινε το λάθος
κι ενώ η φύτρα μου ήτανε η φλόγα και το πάθος
στου μηδενός τον όλεθρο πήγαν κι εγώ και κείνα.
Δε θα μ' αγγίξουν-όχι-εμε τα χάδια της αγάπης.
Κρύος στο κρύο θα γυρνώ και μαύρος μες στο μαύρο
κι αν ψάξω μίσος μοναχά κι αδιαφορία θα 'βρω
καθώς τον οίκτο θα 'βρισκε αν έψαχνε ο σάκάτης.