Η ΑΝΥΨΩΣΗ
Αν μεθούσαμε όλοι
ώστε κανένας να μην μπορεί να σκεφτεί
για μιαν ώρα έστω
την ώρα εκείνη η γη θ' αλάφρωνε
γιατί όλοι τότε θα αιωρούμασταν
μερικές δεκάδες μέτρα
πάνω από το χώμα
το σκεπασμένο με όπλα
με χρήματα
και με δικογραφίες.
ΤΣΑΚΙΖΕΙ
Πώς διαλύει το βράχο
φουρνέλου φωτιά΄
πώς δρεπάνι θερίζει
και σωρεύει σοδειά΄
πώς φουρτούνα χιμάει
και χαλά το καράβι
και στης θάλασσας τ' άγρια
κρύα βύθη το θάβει΄
κάστρο πώς αντρειωμένο
καταιγίδα γκρεμίζει-
έτσι χτύπημα μοίρας
τη ζωή μας τσακίζει.
Η ΒΑΡΚΟΥΛΑ
Μια βαρκούλα και τριγύρω της τα κύματα.
Πώς ν' αντέξει τέτοια η άμοιρη χτυπήματα…
Όσοι οι άνθρωποι και τόσ' ανοίξαν μνήματα:
μια βαρκούλα-κι από πάνω της τα κύματα.
ΜΙΣΕΜΟΣ
Αλαφροίσκιωτες κυρές
και νέοι μαρμαρωμένοι
για παραμύθια είναι καλοί
μα για την ποίηση ξένοι.
Η ποίηση είναι άστραμμα
σε φονικό λεπίδι-
άξενος είναι μισεμός
γι αγύριστο ταξείδι.
ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
Στο μικρό το λιμάνι
ένα κότερο φτάνει
στο λιμάνι αράζει
την πόλη κοιτάζει.
Με χαρωπά λικνίσματα
της στέλνει χαιρετίσματα
και στοργικά εκείνη
φιλιά γλυκά του δίνει.
ΠΑΙΔΕΥΩ
Είμ' ένα ον διστακτικό κι απίστευτα δειλό
μιαν έκφραση στο πρόσωπο θλιμμένη πάντα έχω
σπάνια, βαριά και βαρετά σα μου μιλούν μιλώ
κι από παρέες ζωηρές κι ευτράπελες απέχω.
Οι φίλοι μου μ' αφήσανε μονάχο από καιρό
και για να διασκεδάσουνε μόνο με πλησιάζουν
γιατί στις απαιτήσεις τους πάντοτε υποχωρώ
καθώς μ’ ενέργειες πρόστυχες φριχτά μ' επηρεάζουν.
Αρπαχτικά κοιτώντας με με βλέμμα κορακίσο
φανταστικά μου βάζουνε προβλήματα να λύσω.
Κι εγώ πολύ προσέχοντας μη κι ίσως τους προσβάλω
κι ιδέα μη θέλοντας καμιά στο νου τους να τους βάλω
τα ψέματά τους τα πολλά πως διόλου δεν πιστεύω,
μ’ ανύπαρκτα προβλήματα τη ζήση μου παιδεύω.
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ
Ιδιοκτήτης επιτέλους
έγινα κι εγώ ακινήτου.
Είναι βέβαια μονάχα
ένα τόσο δα κομμάτι
κι ασφαλώς σπουδαίο δεν είναι
αλλά όμως είναι κάτι΄
επιτέλους ιδιοκτήτης
έγινα κι εγώ ακινήτου.
Επιτέλους! Είν' αλήθεια!
Έχω γίνει γαιοκτήμων!
Ένα οικόπεδο επήρα
γύρω στα τρακόσα μέτρα
χώμα αφράτο-όσο κι αν ψάξεις
δε θα βρεις ούτε μια πέτρα.
Επιτέλους! Ειν' αλήθεια-
έχω γίνει γαιοκτήμων.
Ματαιοδοξία τόση
έκρυβα λοιπόν εντός μου
πόσο χαίρομαι μονάχα
οι δικοί μου το 'χουν δει
(ντρέπομαι να δουν οι ξένοι
ότι κάνω σαν παιδί)-
ματαιοδοξία τόση
έκρυβα λοιπόν εντός μου...
Μ' αφού όλοι αγοράζουν
δε θ' αγόραζα κι εγώ;
Τώρα ξέρω πως κατέχω
τόσο χώμα όλο δικό μου
τόσα μέτρα γης ορίζω
κι όλο λέω στον εαυτό μου:
αφού όλοι αγοράζουν
δε θ' αγόραζα κι εγώ;
Λύπη μόνο με κατέχει
που επλήγωσα τη γη.
Με δοκάρια σιδερένια
που της έμπηξα βαθιά
την εξέσκισα κομμάτια
όπως σώμα τα σπαθιά.
Λύπη μόνο με κατέχει
που επλήγωσα τη γη.
…Και στο βάθος μια απορία:
τι τη θέλω τόση γη;
όλο κι όλο αυτό που θέλω
δύο μέτρα είναι χώμα-
τι τ' αγόρασα διακόσα
και ογδόντα τόσα ακόμα;
Και στο βάθος μι' απορία:
τι τη θέλω τόση γη;
Ο ΚΑΙΡΟΣ
Γέρνουν πια οι χρόνοι πάνω μου βαρείς.
Άγνωρος εστήθη γύρω μου χορός.
Μια φωνή ακούω-μέσα μου θαρρείς-
πέρασ’ ο καιρός-πέρασ’ο καιρός".
Στάθηκαν οι μέρες πια δε συναλλάζουν
κι ένας φόβος γύρω είναι φανερός
και τα πράγματα όλα σαν να μου φωνάζουν-
"Πέρασ' ο καιρός-πέρασ' ο καιρός".
Πλέον δεν αρχίζει τίποτε-το τέλος
έχει σ' όλα δώσει, κρύος, φθονερός,
ένας πικροχάρος όπου σαν Οθέλλος
κράζει τρομερός: "ΠΕΡΑΣ' Ο ΚΑΙΡΟΣ!"
ΤΟ ΡΥΑΚΙ
Μικρός θυμάμαι μου άρεσε μες στο μικρό ρυάκι
που πότιζε τον κήπο μας να ρίχνω ένα χαρτάκι
κι ύστερα στους υδάτινους τ' ακολουθούσα δρόμους
μέχρι που έπεφτε μ' ορμή μέσα στους υπονόμους.
Κλεισμένο μες στο χάρτινο, εφήμερό του ψέμα
να παραδέρνει το 'βλεπα στου ρυακιού το ρέμα
στις λάσπες και στα χώματα της όχθης να χτυπιέται
κύκλους να κάνει, να βουτά, να χάνεται, να σβηέται.
Θα είχα κόψει από νωρίς του βίου μου το νήμα
όμως αυτή η παιδική συνήθεια με κρατάει:
πριν πέσω ανυπεράσπιστος μέσα στ' ογρό μου μνήμα
με λυπημένη κι ήρεμη θέλω μια ειρωνεία
να βλέπω κάθε κύματος καινούργιου τη μανία
καθώς, αναίτια, πριν σβυστεί ,στους βράχους με πετάει.
ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Πάτωμα λίμνη. Βρώμικοι τοίχοι.
Γύρω σκουπίδια. Ο δίπλα βήχει.
Πληγές γιομάτες αίμα και πύο.
Κραυγές οδύνης. Νοσοκομείο..
Τάφος η αίθουσα. Σαβανωμένη
φαντάζει στ' άσπρα η προϊσταμένη.
Οι νοσοκόμες θάνατο φέρνουν
σα στους αρρώστους επάνω γέρνουν.
Από μπροστά μου περνούν κοπάδια
την κεφαλή τους ξώντας την άδεια
γιατρών μπουλούκια-κηφήνων σμήνη-
κι η λιτανεία του τρόμου σβήνει.
Η ΔΙΑΦΟΡΑ
Εστόλιζον τον τάφον του ρόδων σκιαι
που εις πλησίον μνήμα εφύτρωνον.
Αυτό πολύ του εκακοφαίνετο διότι ήλπιζεν
ο θάνατος πως εξισώνει
και πως αφότου σφραγισθούν τα χείλη
ουκ ένι πλέον δούλος ουδ' ελεύθερος
άρσεν και θήλυ.
Κι αν άρσεν δεν τον πείραζε να παραμείνει
όμως τον επηρέαζεν η διαφορά εκείνη-
δεν θα μπορούσε άραγε
ν' ανθούν και εις αυτού τον τάφον ρόδα;
Μα δε βαρυέσαι
δεν άλλαξεν εις μίαν ολόκληρον ζωήν
θα άλλαζεν στο θάνατον η μόδα;
ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΝ ΤΩΝ
Ενδεδυμέναι ένδυμα αγνότητος
και περιχυμέναι αγιότητος σιρόπιον
αι νέαι μας εμφανίζονται εις τας οδούς.
Και βεβαίως τον πίνοντα όπιον
δύνανται ευκόλως να εξαπατούν.
Εις ένα όμως καλόν παρατηρητήν
αρκεί εν βλέμμα των
δια να εννοήσει αλανθάστως
και εις όλην την έκτασίν της
την υποκρισίαν των.
ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα
δε βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τόνε ψάλλει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.
Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί στου δρόμου τη γωνιά
μες στο πηχτό σκοτάδι
γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.
Μόνο που σκέφτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να κλάψει
όταν και μένανε θα βρουν
πεσμένον-ποιος θα κλάψει
το ξυλιασμένο μου κορμί-
δε σκέφτομαι κανένα
γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.
ΛΕΜΕ
Λέμε: «το κερί καίει»
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει "καίει."
Λέμε "ο πατέρας πέθανε"
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει "πέθανε".
Μόνο τριγυρίζουμε
καρφώνοντας τα μάτια
σε πλούσια ντεκολτέ
και σε κνήμες μισόγυμνες και ιλαρές
και κάτι μαύρα μάτια προσκυνούμε
χωρίς ανταπόδοση.
ΤΟ ΘΕΡΙΟ
Μέσα μας ζει ένα θηρίο
ανήμερο, αιμοβόρο ένα θεριό
που αντέχει και στη ζέστη και στο κρύο
κι ακράτητα αγριεύει και στα δυο.
Σ' άλλους ονόματα έχει άλλα
μα όπως θέλουν κι αν το πουν
ίδια τα νύχια του μεγάλα
κι ίδια τις σάρκες μας τρυπούν.
Ίδια τα δόντια του ξεσκίζουν
και οι ματιές του παραλούν
και ίδια όλα τους μουγκρίζουν
και τις χαρές μας καταλούν.
Να το μερέψεις δε μερεύει
μη σου περάσει απ' το μυαλό΄
μες στων ματιών του τα ερέβη
θέση δεν έχει το Καλό.
Και ούτε φίλο να το κάνεις
έχεις ελπίδα-τον καιρό
με την προσπάθεια αυτήνε χάνεις.
Το μουγκρητό του το βουερό
θα χεις απάντηση μονάχη.
Κι έτσι σου μένει να ριχτείς
σ' άνιση κι άπελπη μια μάχη
που θα κρατήσει ολοζωής:
σ' έναν αγώνα που σου κλέβει
και νου και νιάτα και χαρά
και που ανήλεα σε παιδεύει
και σε πονεί κάθε φορά.
ΞΕΝΥΧΤΙ
Πρωί ώρα πέντε
κοιμάται η γάτα
κι εγώ συλλογιέμαι
τα χρόνια φευγάτα.
Η μέρα να τρέχει
δεν έχει αρχίσει
και ξύπνιονε μ' έχει
ο φόβος κρατήσει.
Σχεδόν έχουν φύγει
οι σκιες΄ απομένει
μια μόνο-κυνήγι
την έχω παρμένη,
μ' αυτή με γελάει
μου κρύβεται, παίζει,
στον τοίχο ακουμπάει
πηδά στο τραπέζι..
Φωνή βγάζω: "Μαύρο
πουλί φύγε τώρα
ξεκούραση να 'βρω
στου ύπνου τα δώρα".
Μα όσο αν πασκίσω
ξυπνό θα μ' αφήσει
και μάτι θα κλείσω
μονάχα ως φωτίσει.
ΤΟ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ
Κάποιες φορές αιστάνομαι
σα μελανοδοχείο
που κάποια πέννα μέσα του
βουτώντας ταχτικά
μαύρα αραδιάζει γράμματα
πάνω σε άσπρη κόλλα
μαύρα αραδιάζει γράμματα
σε φύλλα ολολευκά.
Και κάποια μέρα μέσα μου
η πέννα σα χωθεί
μελάνι άλλο δε θα βρει-
θε' να 'χουνε σωθεί
οι στάλες της ολόμαυρης
κι ολόστιφης ζωής μου΄
και κάποιο χέρι νευρικό
θα σπάσει το γυαλί μου.
ΣΑΝ ΤΟ ΧΑΔΙ
Δίπλα σ' υπόγειου σκοτεινού
διαδρόμου τους δυο τοίχους
φέρετρα μαυροκίτρινα
κείτονται σε δυο στοίχους.
Μέσα τους βρίσκονται κορμιά
νεκρά, μισολυωμένα
που λούλουδα τα σκέπουνε
και φύλλα ξεραμένα.
Στα σαπισμένα έχουνε
τα ξύλα αράχνες στήσει
ιστόν γερό και άσπαστο
που έχει όλος γεμίσει
ζωύφια μύρια βρωμερά
που απ' των νεκρών το σώμα
τρέφονται-που πεθαίνουνε
και ζούνε μες στο χώμα.
Κυρτή εκείθε μια γριά
διαβαίνει κάθε βράδυ
κρατώντας μες στο χέρι της
λυχνάρι΄ σαν σε χάδι
ο αγέρας απ' το μαύρο της
το ρούχο ακραγγίζει
των πεθαμένων τα κορμιά
και σαν να τα 'ρεθίζει
αυτά σηκώνοντας αργά
το άσαρκο κρανίο
γελούνε σαν το θέαμα
να ήτανε αστείο.
ΑΠΟΣΤΕΡΟΥΝ
Όταν τις πρώτες της δειλές
ανακαλύψεις κάνει
καθώς τις νύχτες τις θολές
σε θάλασσες απατηλές
η φαντασία λάμνει
καθόλου δεν την παραιτώ
και δίχως ν' αποσταίνω
τα χαλινάρια παραιτώ
όπου πετάει κι εγώ πετώ
κι όπου με πάει πηγαίνω.
Δε με ωθεί η αναμονή
το τέλος της ποιο θα 'ναι-
πάντοτε βγάζει μια φωνή
σαν το θηρίο που πονεί
κι όλα τελειώνουν-πάνε'
μα με κρατάει η θαυμαστή
ρώμη που πρέπει να 'χει
που τη βοηθάει να μην πιαστεί
αιχμάλωτη, ή να κουραστεί
μες στη γιγάντια μάχη
που δίνει μέσα στις φρικτές
αβύσσους των αβύσσων
με αντιπάλους τις ειρκτές
που αποστερούν τους ποιητές
ωραίων παραδείσων.
ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ
Πάντα μου θεέ μου
σ' όλες τις εικόνες
γελαστόν σε νιώθω
μέσα στους αιώνες.
Λάθος θα 'χουν κάνει
τ' άγιο πρόσωπό σου
σοβαρό όσοι φτιάξαν-
δεν είν' το δικό σου.
Μες στη δυστυχία
ο θεός μας γέλιο
πρέπει να σκορπάει
και το ευαγγέλιο
πρέπει τόμος να 'ναι
φίνων ανεκδότων-
πρέπει θε μου να ’σαι
κλόουν εκ των πρώτων.
ΗΓΗΣΩ
Στου τάφου της το χείλος καθισμένη
με συντροφιά τη δούλη σύνοδό της
η Ηγησώ θρηνεί τον εαυτό της
κι ας είν' αιώνες τώρα πεθαμένη.
Στο χέρι δε θα βάλει το απαλό της
το κόσμημα που βλέπει έτσι θλιμμένη
και θα 'θελε και κείνο να πεθαίνει
να το 'χει και στο θάνατο δικό της.
Θρηνεί το μαρμαρένιο της το στήθος
για χάδι που ποτέ δε θα γνωρίσει…
το στόμα για φιλιά που δε θα πάρει...
Κι αυτή δοσμένη στο δικό της βύθος
πικρά θρηνεί για το μαργαριτάρι
το χέρι της που πια δεν θα στολίσει.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αγγελική και Ιφιγένεια
μία δυάδα χαοτική
μες στο μυαλό καμία ένια
α! -Ιφιγένεια-Αγγελική…
Η μια την άλλη συμπληρώνει-
η μια την άλλη αναπληροί
κι η δόλια η φρόνηση πληρώνει
την αμυαλιά την ανθηρή.
Ω! Ιφιγένεια! Ω! Αγγέλω!
Ω! Της ανοίας της χρυσής!
Να δω τη ζήση λίγο θέλω
καθώς τη βλέπετε κι εσείς…
Αγγελική με τόσο βάθος
όσο μια τρύπα στο νερό
Έφη που τόσο έχεις μάθος
όσο το ξύλο το ξερό.
Ω! Ξαδερφούλες μου χαμένες
μέσα στη δίνη των Καιρών!
Ω! Ξαδερφούλες βυθισμένες
σε τέλμα πράσινων νερών!
Ω! Αγγελικούλα μου! Ω! Έφη!
Ω! Ξαδερφούλες μου κενές!
τάχα ποια νύχτα να σας τρέφει
μες στ' άφωτό της το αχανές..
Αγγελική και Ιφιγένεια
κι οι δυο στην ίδια την τροχιά..
Αγγελική και Ιφιγένεια
ανεκδιήγητα στοιχειά…
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Ποτέ μου δεν απόκτησα
σπίτι στη γη επάνω.
Μα έχω σχέδια πολλά
για όταν θα πεθάνω.
Θα 'χω ένα σπίτι τότε εγώ
που όλα θα χωράει.
Η γη σαν μια πετρούλα του
μικρούλα θα μετράει.
Ήλιους θα έχω λαμπερούς
για φώτα΄ και τα βράδια
όχι φτηνούς πολυέλεους
μα ολόγιομα φεγγάρια.
Αντίς χαλιά, στο πάτωμα
θα στρώνω Γαλαξίες.
Κομήτες μες στα βάζα μου
θα έχω για γαζίες.
Κι αν χρειαστώ και της βροχής
τις δροσερές σταγόνες
ωραία νεφελώματα
θα βρέχουν για αιώνες.
(Και θα 'χω για ενθύμιο
φυλάξει σε μιαν άκρη
απ' τη ζωή που 'ζησα 'δώ
μιαν αδικιά-ένα δάκρυ).
Πάρκα του και δωμάτια
αλλέες, σοφίτες, κήποι,
θα 'χουνε όλα τα καλά-
τίποτα δε θα λείπει.
Και στην κρεββατοκάμαρα-
θυμάμαι, ας μην το είπα-
θα 'χω σε μια γωνία της
κομψή μια μαύρη τρύπα.
ΘΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ
Θα ταξιδέψω΄ηρθε η ώρα
τις τελευταίες μου θα μαζέψω
δυνάμεις που 'κρυβα ως τώρα
και πια κινώ-θα ταξιδέψω.
Θα ταξιδέψω όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες των Νότων
θα ταξιδέψω όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες ερώτων.
Θα ταξιδέψω σαν ελέφας
οκνός ανέραστος και μόνος
θα ταξιδέψω σαν ελέφας
προς την καρδιά ενός χειμώνος.
Σαν πριν την ώρα ωριμασμένη
στο δέντρο πάνω μια οπώρα
τώρα θα πέσω-η βλογημένη
να ταξιδέψω έφτασε ώρα.
ΚΑΙ ΑΠΑΛΟΔΑΓΚΩΝΟΝΤΑΙ
Τ’ άγρια ζώα τ’ απόγεμα, μετά ’πο το κυνήγι
ξαπλώνουνε στο πράσινο του δάσους κι αγαπιούνται.
Καθένα με το ταίρι του το αγαπημένο σμίγει
και απαλοδαγκώνονται-και γλυκογρατζουνιούνται.
Και τα δεντράκια σκύβουνε τη νύχτα τις κορφές τους
και σμίγουνε τα φύλλα τους και σμίγουν τα κλαριά τους
και οι καυτές φλογίζουνε οι κουβέντες οι κρυφές τους
το αγέρι που ανύποπτο βρεθεί στην αγκαλιά τους.
Κι εγώ,λιοντάρι γέρικο και δέντρο ξεραμένο
που μια ’λαφίτσαν αγαπώ και μια μικρή μηλίτσα
από τη φαντασία μου μονάχα περιμένω
να πάρω αυτά που μου κρατεί η γλυκειά της αγκαλίτσα.
ΤΑ ΦΥΛΛΑΡΑΚΙΑ
Πέστε-πέστε φυλλαράκια
πέστε, αφήστε τα κλαδάκια
τα παιδάκια καρτερούν
να σας δούνε-να χαρούν.
Ποταμάκι τα νερά σου
κύλα-κύλα τα γοργά σου
δίνε χάρη και δροσιά
στην καμπίσιαν απλωσιά.
Ποταμάκι κύλα-κύλα
πέστε φύλλα-πέστε φύλλα
κάντε χείμαρρο χρυσό
το ποτάμι το μικρό.
Φύσηξε γλυκό αγεράκι
κι ένα πάρε φυλλαράκι
πάρ’ το- ανέβασ’ το ψηλά
στα φτερά σου τα τρελά.
Κι ύστερα ασε το να πέσει-
απαλά-να μην πονέσει
για να παίξουμε τα δυο
να χαρεί κι αυτό κι εγώ.
Πέστε πέστε φυλλαράκια
σας προσμένουν τα παιδάκια
και η γη η καρπερή
το χαλί της καρτερεί.
Κι αν στο κόκκινο ηλιογέρμα
τα κλαδάκια μείνουν έρμα
θα ’ρθει η Άνοιξη και να!
γέννα κι άλλη αρχινά!
Ο ΛΟΧΑΓΟΣ
(Έβρος, «Τρίγωνο», 1974)
Όλοι απορήσαν με του λοχαγού τα λόγια
γιατί τον ξέρανε δειλό:
"Φέρτε ένα τζιπ!
Θα πάω γι αναγνώριση!
Πρέπει να μάθουμε τι κάνει ο εχθρός
Οι σκύλοι στέκουνε απέναντί μας έτοιμοι
να μας ρημάξουν-να μας φαν
και μεις δεν ξέρουμε ακόμα ούτε
πού έχουν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους.
Φέρτε ένα τζιπ!
Θα πάω να μάθω!
Θ’ αφήσω το αυτοκίνητο στην όχθη
θα τρέξω προς το τρίγωνο
θα προχωρήσω προς το πρώτο τους πολυβολείο
ύστερα βόρεια, ώσπου να δω
περνώντας δίπλα-μέσα απ’ τις γραμμές τους
ωσπου να μάθω ό,τι χρειάζεται
να τους τσακίσουμε όταν κοπιάσουν.
Κι αν κάνουν πως με μυριστούν
κι αν μ’ εντοπίσουν
και μου ρίξουνε
α! δεν κιοτεύω εγώ στα τούρκικα τερτίπια
δε με τρομάζει ο κίνδυνος εμένα-οι σφαίρες
ήχος ευχάριστος είναι στ’ αυτιά
όταν γνωρίζω πως προσφέρω στην πατρίδα.
Φέρτε ένα τζιπ!
Θα πάω γι αναγνώριση!"
To ’λεγε τόσο σοβαρά που τον πιστέψαμε.
Ένας επήγε για το τζιπ.
Μα ’κει που περιμέναμε να ’ρθεί, ακούσαμε απ’ το
ραδιόφωνο
πως στη Ζυρίχη είχε υπογραφτεί ανακωχή.
Κι αυτή ’ταν βέβαια η εξήγηση του τόσου θάρρους-
το ’μαθε ο πανούργος λίγο πριν
και βγήκε απ’ τη σκηνή του να μας καταπλήξει.
Ο ΧΑΣΑΠΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
Στο σπίτι όχι-δε χορεύαμε
χασάπικους χορούς. Αυτούς τους γνώρισα
σε κάτι ταβερνάκια μυστικά
σε κάτι ταβερνάκια στενωπά
που όταν έρχονταν η ώρα
που όταν έφτανε η ώρα
που όταν έπρεπε
σηκώνονταν ο άντρας
μέριαζε τις καρέκλες τα τραπέζια και το σύμπαν
και μόνος
άγνοια όλος και άφεση
εχόρευε πατώντας πα’ στο πάτωμα της οικουμένης-
στο άϋλο το πάτωμα του κόσμου εχόρευε πατώντας.
Και μέσα στην αυτάρκεια του κλεισμένος
ήτανε πια ανοιχτός σε όλα
και καλόδεχτος
κι ωραίος
κι αυτός και ο χορός του.
Και ο χορός του γίνονταν θρησκεία
και ο χορός του έχτιζεν απ’ τήν αρχή τον κόσμο
ευθύν κι ατρόμητον
και σταθερόν
κι αντρίκιον
με μέσα του όλα τα καλά και καμιά θέση-
καμία πρόβλεψη
για υποκρισίες γι ατιμίες και για δόλους.
'Έτσι εγνώρισα εγώ-
έτσι εγνώρισα εγώ ετούτον το χορό
που ας τον λέω χορό γιατί δε βρίσκω
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιο καλά
να ζωγραφίσω με μια λέξη την Αγιότητα
να ζωγραφίοω την Αγνότητα με μία λέξη-
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιo καλά-
γιατί άλλο λόγο οι άνθρωποι δεν έχουν
για το Αληθινό.
TO MATΙ
Ένας καθρέφτης έχει μείνει
στην κάμαρά μου μέσα μόνο.
Μες στο γυαλί του αργοσβήνει-
χάνεται χρόνο με το χρόνο
κι όλο ξοδιάζεται η μορφή μου.
Χτες που κοιτάχτηκα δεν είδα
παρά το μάτι το δεξί μου
ν' ανοιγοκλείνει σαν παγίδα
που κάτι τι ζητάει να πιάσει
μέσα στον άδειο τον καθρέφτη
κι άλλο μη βρίσκοντας, με βιάση,
μες στον καθρέφτη το ίδιο πέφτει.
ΛΕΥΚΟ ΠΟΥΛΙ
Λευκό, λευκότατον πουλί
μ’ αφρόν εις τα φτερά του
με πήρεν απαλότατα
στην άσπρην αγκαλιά του
και πέταξεν ανάλαφρα
ψηλά απ’ της γης τα μέρη-
λευκό πουλί, λευκότερον
απ’ τ’ άσπρο περιστέρι.
Κι όλο πετώντας πιο ψηλά
’πο της ζωής τη δίνη
φτάνει στο θόλο τ’ ουρανού
και κει σιγά μ αφήνει.
Κι ως από κει νοσταλγικά
τη γη μας εθωρούσα
μάταια πάνω της να βρω
με πείσμα προσπαθούσα
όρη, κοιλάδες, ποταμούς,
ανθρώπους ή και κτήνη
μον’ εν’ αστέρι έβλεπα
δειλά να τρεμοσβήνει.
Και θαύμασα κι απόρησα
ποια να ’ναι η αιτία
σ’ αυτό τ’ αστέρι το μικρό
τόση να ζει κακία.
ΠΡΩΤΗ ΒΡΟΧΗ
Πρώτη βροχή! Πώς έφυγε
κι αυτό το καλοκαίρι!
Τα χελιδόνια του χειμώνα φτάσανε-
πρώτη βροχή και πρώτο αγέρι.
Κλεισ’ το παράθυρο καλά
και άναψε το τζάκι
ρίξε στο πάτωμα χαλιά
παλτό πα’ στο σακάκι
και τι μ’ αυτό; Θα ζεσταθείς
αλλά το καλοκαίρι
όλου του κόσμου η ζεστασιά
δε φτάνει να το φέρει.
TO ΚΟΥΤΙ
Γυναίκες που δε γνώρισα
και ζούνε σ’ άλλα μέρη
δικό μου περιστέρι
η σκέψη τις κρατεί.
Καμία δεν ξεχώρισα
η κάθε άγνωστή μου
μαιτρέσσα έμπιστή μου
κοντά μου περπατεί.
Ω! Φαντασιά μαστόρισσα!
Πέθανε πια. Σωπάσου.
Ν’ αλαφροπλέκεις στάσου
το λάγνο σου σκουτί.
Τα όσα σου εδώρησα
φέρε μου πίσω δώρα
και τώρα η Πανδώρα
ας κλείσει το κουτί.
ΑΝΟΙΞΗ
Άνοιξη ήρθε. Τρυφερές αναπνοές
τριγύρω κι άγνωροι, χαρούμενοι ήχοι.
Άνοιξη ήρθε. Μα σ’ υπόγειες στοές
το αίμα τους φτύνουν οι ανθρακωρύχοι.
Άγοιξη ήρθε. Μυρωδιές και βρόχια
πόθου απλώνει ο ήλιος ο καθάριος.
Άνοιξη. Μα χωμένος μες στη φτώχεια
δεν τηνε χαίρεται ο προλετάριος.
Άνοιξη. Τ’ ανθισμένο της φουστάνι
την όραση ευφραίνει των πλουσίων.
Άνοιξη. Μα στα βρώμικα δεν φτάνει
τα κτίρια των γραφείων των Δημοσίων.
Άνοιξη-με τη Ρέα και τη Μάριον
οι κεφαλαιοκράτες διασκεδάζουν.
Άνοιξη-κι οι ψυχές των προλετάριων
όχι απ’ αγάπη μ’ από μίσος βράζουν.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Στων κοριτσιών τα χέρια τα λουλούδια
δύο φορές ανθίζουν κι ευωδάνε
και τα κορίτσια τα φιλούν τα πίνουν και μεθάνε.
Στων κοριτσιών τον ύπνο η ιστορία μου
στων κοριτσιών τη λάμψη η ομορφιά μου.
Κορίτσια αλαφρόπιωτα σαν κόκκινο κρασί
κορίτσια βυζανιάρικα κορίτσια μεστωμένα
κορίτσια μαυρομάτικα και γαλανοματένια.
ΚΑΘΩΣ ΠΡΕΠΕΙ
Περιπολία στον ουρανό άρχισε το φεγγάρι.
Δυο κλέφτες βλέπει να βουτάν του φούρνου το ταμείο.
Μια πόρνη παραπέρα στη μέση να ’χουν δύο.
Να χαρτοπαίζουν άγρια στου μπαρ μας το πατάρι.
Και το μικρό κυκλάμινο μες στο γλαστράκι βλέπει
που σ’ έναν ύπνο αλαφρό γέρνει το κεφαλάκι.
Με καλωσύνη το σοφό γελάει το φεγγαράκι
κι ήσυχο λέει φεύγοντας: "όλα είναι καθώς πρέπει".
ΟΙ ΠΑΡΩΠΙΔΕΣ
Θα δεις γυρνώντας δω και κει
όσα ποτέ δεν είδες
αν ένα ωραίο πρωινό
βγάλεις τις παρωπίδες.
Να οι άδικοι που πέρναγαν
για δίκαιοι-τώρα μοιάζουν
ο,τι ειν’ αλήθεια: κλέφταροι
τον κόπο μας που αρπάζουν.
Η κόρη ειν’ η σεμνότυφη
ένα κοινό πορνίδιο
και ο παπάς με το φονιά
μητρώο έχουν ίδιο.
Η σύζυγος η τίμια
στην ατιμία χωμένη
κι η οικογένεια που ευτυχεί-
κρίμα-δυστυχισμένη.
Ο όσιος φαύλος-ο έξυπνος
ηλίθιος-η παιδούλα
μια διεστραμμένη έκρυβε
στα στήθη της ψυχούλα.
To φως σκοτάδι φοβερό.
Αθώος ο ισοβίτης.
Η μάνα για το κέφι της
πουλάει το παιδί της.
Ό,τι εφαινόντανε σοφό
άσοφο τώρα-νάτο!
Ό,τι ωραίο άσχημο.
Ό,τι ν’ αξίζει, σκάρτο.
Μακάριοι όσοι δεν έχουνε
περιέργειες υψηλές
κι έχουν τις παρωπίδες τους
στέριες-παντοτινές.
Ποτέ σας μη τις βγάλετε-
η συμβουλή μου να! τη.
Να μη θελήστε αληθινό
ποτέ να δείτε κάτι.
ΔΙΧΩΣ ΧΑΔΙ
Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή
μονάχος όταν πέφτει το σκοτάδι
μονάχος κι όταν φτάνει το πρωί.
Και δε θυμάμαι να 'ρθε κάποια μέρα
ντυμένη της ελπίδας τη χαρά
και δε θυμάμαι δροσερόν έναν αγέρα
μ’ αγάπη στ’ ανοιχτά του τα φτερά.
Νιώθω μονάχα να με ζώνει ένα βράδυ
κι ενός χειμώνα κρύου η πνοή-
μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι,
δίχως φιλί, κι έτσι περνά η ζωή.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ
Λέω
"να περάσει κι αυτή η μπόρα
και θα δεις!.."
Όμως περνάει κι αυτή η μπόρα
και τίποτα δε βλέπω.
Ούτε πουλιά στον ουρανό
ούτε αστέρια
ούτε το ουράνιο τόξο.
Μόνο σύννεφα
που πάλι βρέχουν.
Και λέω πάλι:
"να περάσει κι αυτή η μπόρα
και θα δεις!.."
Μα πάλι τίποτα.
To κλίμα μου φταίει-είναι ηπειρωτικόν.
ΛΕΥΚΟΤΑΤΟΝ
Λευκότατον το δέρμα της ήτο
και τόσον απαλόν
που ως το δικό μου άγγιζε
βελούδο μ’ άγγιζε θαρρούσα.
Όμως δεν ήτο τόσον η αφή όσον η όρασις
που υπολογίζονταν:
μία υπέροχος λευκότης.
Πάνω του ό,τι ήθελα
να γράψω εμπορούσα
και λες πως άλλαι λέξεις δεν υπήρχον
(πόσον τώρα θλίβομαι δι αυτό)
έγραφα πάντοτε «ΗΔΟΝΗ»
και αποχωρούσα.
ΑΡΡΗΤΟΛΕΠΤΟΠΝΕΥΣΤΙΑ
Τον θεόν ο πτωχός επροσκύνησε
με κατάνυξιν τόσον βαθείαν
κι είχε τόσην στο πρόσωπον έκστασιν
την εικόνα ως εθώρει την θείαν
που απ’ το σκύψιμο μεν του εσκίστηκε
μια σκελέα παλιά που φορούσε
κι εις το χαίνον το στόμα του εχώθηκε
μία μύγα που γύρω πετούσε.
Κι ο γιατρός και ο ράφτης του πήρανε
τόσα χρήματα που εσοφίστη
να καλεί μυγοχάφτη τον πλάστη μας
και ακόμα φτωχών ρουχοσκίστη.
ΙΔΙΑ
Μέσα σε βάρκα δε θα μπει
ξανα ποτέ του πάλι
γιατί έναν τρόμο παρευθύς
νιώθει να τον κυριεύει
και μια κρατεί αβάσταχτη
την κεφαλή του ζάλη
καθώς η βάρκα στα μικρά
τα κύματα χορεύει.
Κι αυτή ας λικνίζεται απαλά
στο γαληνό το κύμα-
κάθε της κίνηση μικρή
σεισμός γι αυτόν μετράει
κάθε της βήμα προς τα μπρος
στο θάνατο ένα βήμα
κάθε της τρίξιμο χαμός
και στον χαμό τον πάει.
Και του θυμίζουν όλα αυτά
της ζήσης του τα πάθη.
Ίδια στη ζωή αισθάνεται
να χάνεται-να σβήνει
ίδιων αβύσσων προσμετρά
τ’ αμέτρητα τα βάθη
και ίδια ούτε στη ζωή
μέσα μπορεί να μείνει.
ΜΙΛΛΥ
Στο Ταό σα βρεθείτε
και αν βαρεθείτε
εγώ που έχω πάει
προπέρσι το Μάη
συστήνω ένα σπίτι-
το σπίτι της Κίττυ.
Πολλές ευκαιρίες
με γλυκές κυρίες
ευχάριστα τρίο
για κυρίους με μπρίο
χαρούμενο σπίτι
το σπίτι της Κίττυ.
Μικρά κοριτσάκια
με άσπρα κορμάκια
παιχνίδια αιθέρια
μ’ ευαίσθητα ταίρια-
απόλαυσης σπίτι
το σπίτι τής Κίττυ.
Γευτείτε τη χάρη
ξενοιάστε απ’ τα βάρη
τον έρωτα νοιώστε
γιορτάστε-ξεδώστε
της Λήθης το σπίτι-
το σπίτι της Kίττυ.
Και όταν η ώρα
θα φτάσει, το κέφι
κι η άφεση η τόση
για σας να τελειώσει
και πριν πια το σπίτι
ν' αφήστε της Κίττυ
να βρείτε τη Μίλλυ
και πέστε της φίλοι
το "γεια σου" από μένα
που λιώνω στα ξένα
μακριά απο το σπίτι-
το σπίτι της Κίττυ.
ΑΚΤΙΝΕΣ ΡΑΙΝΤGΕΝ
Ιδιότητες ακτίνων Ραίντγκεν:
πρώτον-διαπεραστική
ανάλογος του πάχους των σωμάτων
ανάλογος του ποσού των ακτίνων.
To πάχος φταίει των ανθρώπων τάχα
που να τους νιώσω δεν μπορώ
ή μήπως-το χειρότερο-
το ποσόν των ακτίνων μου;
TON OΙKTO
Δεν θα μ’ αγγίξουνε λοιπόν εμένα της αγάπης
τα χάδια τ’ απερίγραπτα που την ψυχή δονούνε.
Λόγια θερμά και τρυφερά ποτέ δε θα ειπωθούνε
για με. Της προσδοκίας μου της μάταιας ο τάπης
που με φροντίδα περισσή από καιοό έχω στρώσει
και για στημόνι έχει φιλιά κι έχει αγκαλιές για υφάδι
θα μείνει απάτητος. Φριχτό θα μείνει ένα ρημάδι
το δώμα μου που στόλισα μ’ ευαισθησία τόση.
Τα παραθύρια του κλειστά θα ’ναι για πάντα όχι ίσως
για να μη βλέπουν μέσα τους τ’ αδιάκριτα τα μάτια
μα ως για τα μικρόσωμα κι αδύνατα πουλάκια
μένει κλειστή κι απρόσιτη μια μακρυσμένη νήσος.
Ποτέ ακριβό ενα άρωμα ωραίας μιας κυρίας
αγορασμένο απ’ το ψυχρό Λονδίνο ή το Παρίσι
τη ντελικάτη του οσμή επάνω δε θ’ αφήσει
στο στήθος της εβένινης μικρής μου Βαλκυρίας.
Κι ούτε ποτέ απ’ τα μικρά που τόσο μ’ αναλώνουν
θα με τραβήξει της βαθιάς αγάπης ο μαγνήτης
για να γνωρίσω της χαράς τα μυστικά μαζί της
που ομορφαίνουν τη ζωή και την ψυχή φτερώνουν.
Μόνο θα στέκω εδώ χλωμός και θα μετρώ τις ώρες
που συντροφιά με το κενό θα κάνουν και με μένα
κι αργά αργά θα φεύγουνε σαν άδεια κάτι τρένα
που σ’ ακατοίκητες, ψυχρές, ξένες πηγαίνουν χώρες.
Και πάντα μέσα εγώ θα ζω σε μια φρικτή ρουτίνα
χωρίς καλά να ξέρω πού-πώς έγινε το λάθος
κι ενώ η φύτρα μου ήτανε η φλόγα και το πάθος
στου μηδενός τον όλεθρο πήγαν κι εγώ και κείνα.
Δε θα μ’ αγγίξουν-όχι-εμε τα χάδια της αγάπης.
Κρύος στο κρύο θα γυρνώ και μαύρος μες στο μαύρο
κι αν ψάξω μίσος μοναχά κι αδιαφορία θα ’βρω
καθώς τον οίκτο θα ’βρισκε αν έψαχνε ο σάκάτης.
ΞΕΝΟΣ
Κάτι μου λεν όταν με βλέπουν τα δεντράκια.
Τα βράδια όταν μες στ’ άλση τους βρεθώ τα σκοτεινά
ψιθυριστά στην ησυχία ακούγονται λογάκια-
κάτι κρυφό η σιγανή φωνή τους μου μηνά.
Κάτι γυρεύουν από μένα οι πετρούλες.
Μόνος καθώς στα έρημα και στ’ άγρια περπατώ
με απαλές, τραγουδιστές με κράζουνε φωνούλες
που δώρο γλυκοπρόσφερτο στη μνήμη μου κρατώ.
Και το νερό φορές φορές το μούρμουρό του
έτσι καθώς μες στ’ άβαθο ρυάκι του κυλά,
το άρωμα και τη δροσιά του δροσερού του χνώτου
μου στέλνει και το σώμα μου χαϊδεύει απαλά.
Αγαπημένα μου τη γλώσσα σας δεν ξέρω
μα μη μ’ αδικοκρίνετε-ψυχή μου, σώμα, νους
δικά σας είναι. Από σας κι αν στη μορφή διαφέρω
αντάμα σελαγίζουμε στους ίδιους ουράνούς.
Ξένος εγώ είμαι στους άλλους τους ανθρώπους.
Αυτό εσείς το ξέρετε από μένα πιο καλά.
Κι ας ειν’ αυτό το ποίημα-δεν έχω άλλους τρόπους
η απόκριση στα λόγια σας που ακούω τα πολλά.
To μίλημά σας κι αν δεν ξέρω τι μου λέει
κι αν ίσως σεις δεν ξέρετε το τι σας λέω εγώ
όμως στον Πόνο μου η αγνή ψυχή σας-ξέρω-κλαίει
και, φίλοι μου, στον Πόνο σας, απέραντα πονώ.
ΑΝΟΙΞΗ
Άνοιξη ήρθε. Τρυφερές αναπνοές
τριγύρω κι άγνωροι, χαρούμενοι ήχοι.
Άνοιξη ήρθε. Μα σ’ υπόγειες στοές
το αίμα τους φτύνουν οι ανθρακωρύχοι.
Άγοιξη ήρθε. Μυρωδιές και βρόχια
πόθου απλώνει ο ήλιος ο καθάριος.
Άνοιξη. Μα χωμένος μες στη φτώχεια
δε τηνε χαίρεται ο προλετάριος.
Άνοιξη. Τ’ ανθισμένο της φουστάνι
την όραση ευφραίνει των πλουσίων.
Άνοιξη. Μα στα βρώμικα δεν φτάνει
τα κτίρια των γραφείων των Δημοσίων.
Άνοιξη-με τη Ρέα και τη Μάριον
οι κεφαλαιοκράτες διασκεδάζουν.
Άνοιξη-και οι ψυχές των προλετάριων
όχι απ’ αγάπη μ’ από μίσος βράζουν.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ
Λέω
"να περάσει κι αυτή η μπόρα
και θα δεις!.."
Όμως περνάει κι αυτή η μπόρα
και τίποτα δε βλέπω.
Ούτε πουλιά στον ουρανό
ούτε αστέρια
ούτε το ουράνιο τόξο.
Μόνο σύννεφα
που πάλι βρέχουν.
Και λέω πάλι:
"να περάσει κι αυτή η μπόρα
και θα δεις!.."
Μα πάλι τίποτα.
To κλίμα μου φταίει-είναι ηπειρωτικόν.
Η ΠΕΙΝΑ
Όταν στ’ αδρά πλοκάμια της γερά μ’ αδράχνει η πείνα
που σύντροφος αχώριστη μου ’χει προσφάτως γίνει
τότε νωρίς ξαπλώνομαι στην πενιχρή μου κλίνη
πως θα ξανάδω βέβαιος τα όνειρα εκείνα
που σ’ ένα κέντρο κοσμικό βρίσκομαι στην Αθήνα
και πάνω στο τραπέζι μου που ’χει πολύ πλατύνει
ο μαιτρ θαυμάσια φαγητά κάθε λογής αφήνει
ενώ ποτάμια αργοκυλούν η μπύρα κι η ρετσίνα.
Αργοκυλούν και μπαίνουνε ίσα στα σωθικά μου
κι ανακατεύονται εκεί με τ’ άλλα φαγητά μου.
Κι απ’ το γεμάτο φαγητό κι οινόπνευμα στομάχι
τόσο η κοιλιά μου η ισχνή αφύσικα φουσκώνει
που το ’δρωμένο χέρι μου στον ύπνο μέσα ψάχει
και της μπιτζάμας τα κουμπιά με βιάση ξεκουμπώνει
ΑΣΕ ME
Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
δε μ’ αρέσει να φορώ καπέλο
δε μ’ αρέσει να φορώ γραβάτα
και παπούτσια τριζάτα.
Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
μισώ κάθε νέο μοντέλο
και θέλω απλά και σκέτα
των σακακιών τα πέτα.
Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
αλλιώς γοργά σε ξαποστέλλω
σιχαίνομαι αρώματα και τέτοια
ρεβέρ και μανικέτια.
ΤΑ ΑΣΤΕΙΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑΚΙΑ
Υπάρχουν κάτι αστεία πλασματάκια
με διάφορα χρώματα
με μικρά περπατούνε βηματάκια
και μυρίζουνε χώματα.
Σηκώνονται νωρίς απ’ το κρεβάτι
γοργά ετοιμάζονται
με βιασύνη μασουλάνε κάτι
στον καθρέφτη κοιτάζονται.
Την κοπριά τους στη γη παραχώνουν
κι όταν φοβούνται
στης γυναίκας τους τη φούστα τρυπώνουν
κι εκεί κοιμούνται.
Όταν περάσει ο φόβος βγαίνουνε δυνατά φωνάζουνε
θυμώνουν, σινεμά πηγαίνουνε
λόγους βγάζουνε.
Ανήλεα τους θερίζουν οι τυφώνες
ταξίματα ορίζουνε
αγίων προσκυνούν εικόνες
την τύχη χους βρίζουνε.
Σε άλλους βαθιά τη μέση λυγίζουνε
το κεφάλι τους σκύβουνε
υποκλίνονται, τους ξεσκονίζουνε
το μίσος τους κρύβουνε
και σ’ άλλους διπλό το φανερώνουν.
Κι όταν τρομάζουν
στης γυναίκας τους τη φούστα τρυπώνουν
κι εκεί φωλιάζουν.
Τη νύχτα σ’ ερημιά όταν βρεθούνε
απ’ το φόβο τους τρέμουνε
κι ασφάλεια όταν αιστανθούνε
γελούν-χορεύουνε.
To κρασί τους ασύδοτα νερώνουν
κι όταν σκιάζονται
στης γυναίκας τους τη φούστα τρυπώνουν
και κουλουριάζονται.
Υπάρχουν κάτι αστεία πλασματάκια
με διάφορα χρώματα
με μικρά περπατούνε βηματάκια
και μυρίζουνε χώματα.
Al NEAΙ ΜΑΣ
Ενδεδυμέναι ένδυμα αγιότητος
και περιχυμέναι αγνότητος σιρόπιον
αι νέαι μας εμφανίζονται εις τας οδούς.
Και βεβαίως τον πίνοντα όπιον
δύνανται ευκόλως να εξαπατούν.
Όμως εις ένα καλόν παρατηρητήν
αρκεί εν βλέμμα των
δια να εννοήσει αλανθάστως
και εις όλην την έκτασίν της
την υποκρισίαν των.
ΧΡΕΟΣ ΙΕΡΟ: ΣΤΟΝ KYPΙO
ΜΑΝΔΑΜΑΔΙΩΤΗ (καθηγητή των γαλλικών στη Σχολή)
To ποίημα που ζητήσατε κύριε Μανδαμαδιώτη
έχω την ευχαρίστηση να σας γνωρίσω ότι
έκατσα βράδυ ως τις τρεις και το ’γραψα- ιδού το!
Κάτι βεβαίως παράξενο συμβαίνει,κι είναι τούτο:
ότι από τότε πέρασαν χρόνια σχεδόν σαράντα.
Όμως ο πόθος να το πω σε σας, μ’ έκαιγε πάντα
κι η φλόγα του μου έλεγε πως κάτι σας οφείλω
όχι όπως σ’ ένα δάσκαλο μα ως σ’ ένα σπάνιο φίλο.
Δειλία όμως άπρεπη κι αιδώς αρρωστημένη
τους δισταγμούς πληθαίνουνε κι η τόλμη αργοπεθαίνει.
Στην κεφαλή μου έπεσε το άλιωτο το χιόνι
και η δική σας κεφαλή κάτω απ’ το χώμα λiώνει.
Σαράντα χρόνια πέρασαν και βρίσκεται ακόμα
το ποίημα στο συρτάρι μου όπως ψυχή σε σώμα.
Μα τώρα νάτο φίλε μου σα μια πνοή ανεβαίνει
και την ψυχούλα σας να βρει ολόισια πηγαίνει.
Καλό ταξίδι σου μικρό ανθί μου μυρωμένο.
Καλό ταξίδι σου μικρό τραγούδι μου θλιμμένο.
Και σεις δεχτείτε φίλε μου αυτό το ποιηματάκι
κι αλήθεια συγχωρείστε με αν τ’ άργησα λιγάκι.
ΙEPΟ ΧΡΕΟΣ (από το γαλλικό)
Του δέντρου μου ξεράθηκε
και το στερνό το κλώνι
μα δεν με νοιάζει-ευτυχείς
δίαβηκαν μου οι χρόνοι.
Γι αυτό απόψε που γλυκά
τ’ αστέρια λαμπυρίζουν
και τα λουλούδια αρώματα
μεθυστικά σκορπίζουν
φτιαξτε ένα λάκκο μοναχό
κι αφήστε με να γείρω
πάντα ο θάνατος νικά
στον τελευταίο γύρο.
Και στην ταφόπετρα βαριά
καθώς θα με σκεπάζει
τα λόγια τούτα γράψετε
καθείς να τα διαβάζει:
"Κείτετ’ εδώ που πάντοτε
πεθύμησε να κείται
γι αυτό και σεις στον τάφο του
δεν πρέπει να θρηνείτε.
Είναί ο ναύτης που γυρνά
σαν πάψει ν’ αρμενίζει-
ο κυνηγός που με πολλά
θηράματα γυρίζει".
ΣΤΟ ΣΚΛΗΡΟ TO ΣΤΡΑΤΟ
Στο σκληρό το στρατό
βήμα σημειωτό
δεν υπάρχει.
Στο σκληρό το στρατό
και σ’ ειρήνης καιρό
είναι μάχη.
Στο σκληρό το στρατό
δε χωρεί δεν μπορώ
ή δε θέλω
στο σκληρό το στρατό
είμαι μέλος κι εγώ
και το ξέρω.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Κατάρες με ζώναν
πλανιόμουν στα σκότη
της ζήσης οι χάρες
πικρό καταπότι.
Ελπίδα δεν είχα
και μ’ έζωνε ο πόνος
αιώνας κυλούσε
ο κάθε μου χρόνος.
Μα τώρα να! δες με!
δεν είμαι πια μόνος-
με σε περιστέρι
χαράς ήρθε κλώνος.
Μου γέλασες κι όλα
διαλύσαν τα σκότη
η κάθε σου σκέψη
και σκέψη μου πρώτη.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Απ’ όσους εις τον δρόμον συναντώ
ελάχιστοι είναι που μ’ αρέσουν-
που θα χαιρόμουν να τους έχω συντροφιά.
Εις χαιρεκάκους λέω καλημέρα
εις ψευδοϋπερηφάνους καλησπέρα
σε βαρετούς ανθρώπους
τους τυπικούς χαιρετισμούς μου λέω.
Ποτέ μου δεν ξεχνώ να χαιρετίσω.
Στα πρόσωπά των χαιρετώ εγώ τον ήλιο
τα βουνά, τ’ αστέρια...
ένα κομμάτι από τη φύση είναι κι αυτοί.
Στα πρόσωπά των βλέπω εγώ τον ήλιο τα βουνά, τ’ αστέρια:
μικροί θεοί κι αυτοί
πώς να τους αγνοήσεις;
TO ΣΩΜΑ
Ό,τι πολύ επεθύμησες ψυχή,
μπροστά σου το ’χεις.
Νάτα τα μάτια με το λάγνο βλέμμα
να τα τα χείλια τα μισά ανοιγμένα
να το γυμνό το σώμα που ωνειρεύθης-
πλήρες επθυμίας ερωτικής
και σπαρταρά το βλέμμα σου ως τ’ αγγίζει.
Να τα τα στήθη τα λαχταριστά
σχεδόν εγγίζοντα το πρόσωπόν σου
να οι μακροί μηροί κι οι ωραίες κνήμες
το πρόσωπο προπάντων το ιδανικό
το παιδικά ωραίο
Νάτο!
μεστό υποσχέσεων ηδονής
κι ερώτων ως σ’ αρέσουν.
Να το το σώμα που ωνειρεύθηκες
Ψυχή.
ΧΙΛΙΑ ΠΟΥΛΙΑ
Ήταν Δεκέμβρης. Φύσαγε αέρας τσουχτερός.
Όπου το μάτι έφτανε πάγος και ξέρα.
Ως και ο ήλιος θάμπωνε ο άλλοτε λαμπρός
στην παγωνιά που γέννησεν η κρύα μέρα.
Ένα πουλάκι αδύναμο-ενα πουλί μικρό
παραδομένο, άρρωστο, ζούσε δε ζούσε-
ένα πουλάκι εκείτονταν στο χώμα το νεκρό
και για βοήθεια ολόκληρο παρακαλούσε.
Λαχταρισμένα το ’κλεισα στα χέρια τα ζεστά
σπίτι το πήγα, το ’βαλα στο τζακι πλάϊ
και να! σε λίγο άνοιξαν τα μάτια τα κλειστά
και το πουλάκι έζησε- λαλεί-πετάει.
Ήρθε η νύχτα. Στου τζακιού την άγια θαλπωρή
εκάθησα και διάλεξα ένα βιβλίο.
Μα κάποια δύναμη έκανε κι αλλάξαν οι καιροί
και όλως έξαφνα άρχισα να νιώθω κρύο.
Είδα τη πόρτα. Πράγματι, φάνταζε ολανοιχτή.
Στο άνοιγμά της στέκονταν αλαφιασμένη
μία μορφή που θα ’λεγα και ωραία και φρικτή-
μία μορφή αποτρόπαια μα και θλιμμένη.
Ήταν φτιαγμένη ολόκληρη από χιόνι και βροχή.
Μαλλιά και νύχια κρύσταλλα που αργοστάζαν
και σαν εντός της να ’κλεινε του αγέρα την ψυχή
αόρατα φυσήματα τηνε τραντάζαν.
Τώρα το δώμα μου έμοιαζε τοπίο πολικό.
Τριγύρω μου όλα γέμισαν πάγο και χιόνι
και στη φωνή της δίνοντας τόνον ειρωνικό
αυτά τα λόγια η ύπαρξη η κρύα απλώνει:
«Μήπως νομίζεις άνθρωπε πως έγινες θεός
κι ότι μπορείς το ριζικό συ να ορίζεις
των όντων, ή να μπλέκεσαι στα πόδια καθενός
και δώρα και χαρίσματα συ να χαρίζεις;
Ξέρεις πως προστατεύοντας ετούτο το πουλί
και μη αφήνοντάς το μου να το παγώσω
απ’ το θυμό μου ακόμα πιο εκρύωσα πολύ
και πιο πολλά τώρα πουλιά θα σκοτώσω;
Μάθε, με τέτοιες πράξεις σου αντίθετα απ’ αυτά
που επιδιώκεις και ποθείς θα πετυχαίνεις
η πράξη σου ένας βούρδουλας στης μοίρας τα γραφτά
και μιας οργής φανέρωμα ως πριν κρυμμένης.
Άσε λοιπόν τα έργα της η φύση τα σοφά
να πράττει. Μην μπερδεύεσαι. Μωρός μην είσαι.
κι ένα πουλί αν δεν μπορείς να βλέπεις που ψοφά
και τόσο είσαι ευαίσθητος, τα μάτια κλείσε.
Υποκριτή, που κάθε σου πολέμου τουφεκιά
χίλια πουλιά πετά στη γη σακατεμένα
το χρόνο μια ή δυο φορές τ’ άδεια μου τα σακιά
τάφους να κάνω εγώ πουλιών άσε και μένα».
TO ΠΑΛΑΙ ΝΕΟI
Λοιπόν οι υποσχόμενοι πολλά το πάλαι νέοι
νάμαστε ολομόναχοι, μικροί και πικραμένοι
ν’ αναπολούμε μια ζωή που διάβηκε χαμένη
αφήνοντας ξοπίσω της συντρίμματα και χρέη.
Να ’μαι λοιπόν κι εγώ εδώ, το πάλαι ποτε νέος
που τόσα περιμενανε οι άλλοι από μένα
και που ποτέ μη κάνοντας εγώ απ’ αυτά ουτ’ ένα
σ’ άλλους το δρόμο άνοιξα για δόξα και για κλέος.
Να ’μαι λοιπόν κι εγώ εδώ, μες στης ζωης το θάμα
την ευτυχία να ζητώ με πόνο και με κλάμα
τους αντιπάλους να μετρώ μ’ ένα μονάχα βλέμμα
και σα σκουλήκια ενώ μπορώ άκοπα να τους λιώσω
να τους θωρώ που μ’ ηδονή μου πίνουνε το αίμα
τα παχουλά τα χείλια τους ρουφώντας κάθε τόσο.
ΜΕΙΣ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ
Για σπίτι μας καλύβι και πεινάμε
και τη χαρά μας έχουν σκοτωμένη
ανίσχυροι στους δρόμους τριγυρνάμε
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.
Στων πλούσιων την καρδιά και το συκώτι
μένει η ευτυχία μας φυλακισμένη
και να τη βρούμε δουλειά μας πρώτη
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.
Και ξέρουμε τον τρόπο-το μαχαίρι
με δύναμη και μίσος θα χτυπήσει
την άναιμη καρδιά σ’ όλα τα μέρη
που άνομος ο πλούτος έχει ανθίσει.
Τα σιχαμένα ύστερα κουφάρια
σε μια φωτιά θα κάψουμε οργισμένη-
μεις οι φτωχοι’του κόσμου τα λιοντάρια-
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.
Η ΠΟΡΝΗ
Δίπλα στο σπίτι μου μια πόρνη μένει.
Τη βλέπω κάθε βράδυ να στολίζεται
με μυρωδιές βαριές ν’ αρωματίζεται
κι έξω απ’ την πόρτα της να περιμένει.
Πολλοί πελάτες έρχονται να τη χαρούνε
με όλους ζωηρά καλησπερίζεται
με όλους ύστερα για λίγο χαριεντίζεται-
όλοι τα ίδια βλέπουνε κι ακούνε.
Μα πάντοτε στις έντεκα τους διώχνει.
Μες στον καθρέφτη της επίμονα κοιτάζεται
τα ρούχα της αλλάζει, ετοιμάζεται
κι όλους εκείνους απ’ το νου αποδιώχνει.
Στις δώδεκα απ’ το σπίτι της περνάει
αυτός που την αγάπη της μοιράζεται.
Στην αγκαλιά του λίγο ξεκουράζεται,
λίγο της μέρας την ντροπή ξεχνάει.
ΠΟΙΗΣΗ
Ευλογημένο μου χαρτί και άγιο μου μολύβι
θεούς σας λέω κι ακριβούς
φίλους κι αγαπημένους.
Μαζί σας λύπη δε χωρεί και σκέψη οργισμένη
χαρά μαζί σας, θαλπωρή,
κι η λύπη περασμένη.
Εσείς μητέρα κι αδερφός
και κόρη αγαπημένη
εσείς αέρας δροσερός σε γη ηλιοκαμένη.
Εσείς δροσιά, εσείς πηγή,
στης έρημου τα πλάτη
σεις της ελπίδας η αυγή
στου σκότους τ’ άγρια βάθη.
Χαρτί μου και μολύβι μου
και τη ζωή χρωστώ σας
και το μικρό καλύβι μου
σας το χρωστώ δικό σας.
Μπορείτε να ’χετε οίηση
και παίνεμα γιατί
χωρίς εσάς η ποίηση
δε θα ’ταν δυνατή.
ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟ
Άφαντο ένα χέρι
μου σβυσε τ’ αστέρι
που οδηγό το είχα
μες στη μαύρη νύχτα.
Ποιος θα μου γελά
τώρα εκεί ψηλά;
Στης ζωής τη δίνη
ποιος χαρά θα δίνει;
Δίχως του να ζω-
όχι-δεν μπορώ
τη ζωή θ’ αφήσω
σαν κι αυτό θα σβήσω.
ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
Μ’ αδημονία, βιασύνη, πάθος,
με ανύπαρκτο στα λόγια μας το βάθος
στα χιλιοπάτητα γνωστά παρτέρια
πατάμε της ζωής-τα καλοκαίρια
ξερό κι ανίδρωτο-σκληρό το χώμα
ολάσπρο τους χειμώνες όλα χρώμα
χειμώνες-καλοκαίρια οι ανθρώποι
καθένας φουσκωτό της μοίρας τόπι.
’δρώνοντας κι ανασαίνοντας με βάρος
χωρίς να ξέρουμε τι είναι το θάρρος
μ’ αδημονία οδεύουμε-τι κρίμα!-
και με βιασύνη τόση σ’ ένα μνήμα.
ΚΑΤΙ ΜΑΥΡΟΙ
Είναι κάτι μαύροι απ’ την Αφρική
που στο απέναντί μας πανδοχείο μένουν-
που σαν κάτι πάντα λες και περιμένουν
δεν κινούν να φύγουν-μένουν πάντα εκεί.
Στου πεζοδρομίου τις λερές τίς πλάκες
σιγοπερπατάνε και βροντογελούν
δύο δυο με λέξεις άγνωστες μιλούν
και τραγούδια λένε που μιλούν γι αγάπες.
Με τους μαύρους μοιάζω: περιμένω κάτι
που ποτέ δε θα ’ρθει’ και να καρτερώ
τόσο έχω μάθει, που για να το δω
θα ’χω όταν πεθάνω ανοιχτό το μάτι.
Ο ΓΙΑΝΗΣ Ο ΝΤΕΛΗΣ
Ο Γιάννης ο Ντελής ο τορναδόρος-
απόψε θα γενεί μεγάλος ντόρος
αν τη γυναίκα του κάποιος πειράξει.
Βόλτα θα βγουν ντυμένοι στο μετάξι.
Μια μάξι της αγόρασε "ντουαλέττα"
με ψεύτικα τριαντάφυλλα στα πέτα
και της το είπε χωρίς περιστροφές:
λεφτά υπάρχουν-χάλα όσα θες.
Αυτή με βλέμμα όλο ηλιθιότητα
στο χέρι της ολόχρυση ταυτότητα
από τη μύτη κάτω μιαν ελιά
και κότσο έκανε τ’ άχερα μαλλιά.
Ο λύκος δέρμα πώς φορά προβάτου
και λύκος παραμένει αποκάτου
έτσι κι η άξεστη χοντρή Μαρία
χωριάτα παραμένει θαυμασία.
Εκείνος με πουκάμισο ανοιγμένο
μέχρι τον αφαλό ξεκουμπωμένο
ζερβόδεξα κοιτάζει με καμάρι
μην κάποιος του πειράξει το θρεφτάρι.
Γελάει τρανταχτά, μασάει στραγάλια,
(μιλώντας τού πετάγονται τα σάλια)
και κάθε τόσο σφιχταγκαλιάζει
τη Μαριγώ του που αναγαλλιάζει.
Γιάννη Ντελή, φίλε μου Γιάννη
"κύριο" το χρήμα δε σε κάνει
και δε σε κάνουνε "κυρία"
οι "ντουαλέττες" σου Μαρία.
Φόρα το τσίτινο φουστάνι
και τα χωριάτικα συ Γιάννη-
σωστά καλλίτερα σκουπίδια
παρά αταίριαστα στολίδια.
ΔΕ ΔΥΝΑΣΑΙ
Την κατάρα βρόντησες κι έβρεξες οργή-
’πανωτές οι συφορές κι η γαλήνη αργεί.
Ρίξε κι άλλον κεραυνό-ρίξε αστροπελέκι
το κορμί που ρήμαξες στο ’να πόδι στέκει.
Ρίξε κακοβούλητε! Ρίξε και τη μαύρη
τη ζωή μου ρήμαξε, μα ποτέ δε θα ’βρει
δίκιωση η κάκια σου: κι αν θα μ’ εξοντώσεις
ένα πράγμα μόνο συ δε θα μου σκοτώσεις:
Πέρασα από δω κι εγώ! Πέρασα κι εγώ!
Λυώσε με-τα ίχνη μου θα ’ναι πάντα εδώ!
Κι όλους αν τους κόσμους σου πύρινη τους φτιάξεις
λάβα καί τον κόσμο μας τονε ξαναπλάσεις
μόριο από τη λάβα σου θα ’μαι για να σκάσεις-
μ’ έπλασες-δε δύνασαι πια να με χαλάσεις.
Η ΥΠΟΨίΑ TOY
Η ημέρα ήτο ωραιοτάτη.
Ο ήλιος
όπως σπανίως εμφανίζεται
ενεφανίσθη
και αν επρόσεχε κανείς
σαν κάτι νέον να υπισχνείτο.
Και εις εμέ τουλάχιστον
τίποτε δεν συνέβη.
Όμως το δειλινό
κάτι σα μια διανόησιν αποκρύψεως συνέλαβε
και τ’ αυτιά μου
σαν κάτι ελαφρά χαμόγελα γύρωθεν συνέλεξαν.
Ίσως αυτό να ήτο το υπεσχεμένο νεον
ή πάλιν να ήτο
mόνη η υποψία του.
ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΩΘΕΙΤΑΙ
Κρυμμένος όπισθεν θάμνου
τας περιπτύξεις των παρηκολούθει.
Αυτό δια τους πολλούς
θα έφερε ηδονήν. Μα όχι.
Κάθε μεταξύ των άγγιγμα
μέθη δι αυτούς αν ήτο
στιγμιαία έστω
δι εκείνον ήτο πόνος και οδύνη επειδή
καλώς εγνώριζεν
ότι τοιουτοτρόπως δεν έρχεται η λήθη-
μάλλον απωθείται.
ΟΛΟ
Τον θάψανε βαθιά στη γη δυο μέτρα
το χώμα ρίξαν
ψάλλαν τις ευχές
και αποσύρθηκαν.
Αυτό ανέμενε κι αυτός-την τελευταίαν
με τους ανθρώπους επαφήν.
Βέβαια θα ’ρχόνταν κάποτε δυο χέρια
στο χώμα πάνω ν’ αποθέσουν τριαντάφυλλα
μ’ αυτό δεν είναι-
δεν μπορείς να το καλέσεις επαφήν.
Τώρα μόνος ήτο. Τριγύρω
πάνω, κάτω, χώμα.
Μα το χώμα δεν μιλά.
Κι αυτό ήταν όλο που επόθησε σα ζούσε
γιατί
όσον παράξενο το πεις
γι αυτόνε τώρα άρχιζε η ζωή.
ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Και σήμερα το ημερολόγιόν μου παραίτησα
ανάνοικτον να κείτεται εις τo συρτάρι
και στίχους πολλούς έγραφα
σκυθρωπός
τα κακά όνειρα αψηφώντας-
και σήμερα
την ποίησιν επροτίμησα
από την ζωήν.
ΜΑΚΡΑΝ
Απομονωμένος εκ των πάντων
και πάντοτε μετ’ αισιοδοξίας προσβλέπων
εις την μόνωσίν του
ως πιστός εις τον θεόν του
αναμένει την λύτρωσιν
μακράν των ανθρώπων
και ψέγει τους κοσμικούς
που διάγουν την ζωήν των διασκεδάζοντες.
Ως πότε όμως;
Θάρθει μια μέρα
που την ζωήν θ’ αποζητήσει των κοσμικών
και πώς εκείνοι θα τον δεχθούν
που τώρα τόσον ασυλλόγιστα τους λοιδωρεί...
ΑΝΙΔΕΟΙ
To φιλάργυρον κοινόν ας ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσε η κωμωδία αυτή.
Στο κάτω κάτω αν δεν εγέλασαν
ο συγγραφεύς ουδόλως είς τούτο πταίει
όλας τας δυνάμεις του έβαλεν αυτός
δια να δημιουργηθούν διάλογοι νέοι.
To φιλάργυρον κοινόν ας ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσε η κωμωδία αυτή.
ΜΟΝΟΣ
Διέσχισα τον μεγάλον δρόμον μόνος όλως
μάτην αναμένων των ανθρώπων ο δόλος
που υπό τα σοβαρά πρόσωπά των εκρύπτετο
να φανερωθεί.
Και ως υπό το βάρος μιας σφοδράς
αμηχανίας εχανόμην
αίφνης ο νους μου εφωτίσθη
και αντελήφθην ότι και ο ιδικος μου ρόλος
δεν ήτο των ανθρώπων ο δόλος-
η αναμονή της φανερώσεώς του-
αλλ’ ως εκείνων,
η δολία συμπεριφορά.
ΘΑ ’ΡΘΕΙ
Κάποτε θα ’ρθει κι ας αργεί του λυτρωμού η ώρα.
Ίσως και αύριo vα ’ρθεί- ίσως να ’ρθει και τώρα.
Μην ψάξεις ίσως να τη βρεις-είναι καλά κρυμμένη
και θα ’ρθει μόνη της αρκεί κανείς να περιμένει.
Ίσως να ’ρθεί σα μιαν αυγή, ίσως σαν άγρια μπόρα.
Ίσως σαν ήλιος. Σα βροχή. Σαν αύρα μυροφόρα.
Μα όπως να ’ρθει θα το δεις-θα ’ναι στο φως λουσμένη.
Θαρθεί-θαρθεί του λυτρωμού η ώρα η βλογημένη.
ΑΡΣΕΝ ΚΑΙ ΘΗΛΥ
Εστόλιζον τον τάφον του ρόδων σκιαί
που εις πλησίον μνήμα εφύτρωνον.
Αυτό πολύ του εκακοφαίνετο
διότι ήλπιζεν
ο θάνατος πως εξισώνει
και πως αφότου σφραγισθούν τα χείλη
ουκ ένι πλέον δούλος ουδ’ ελεύθερος,
άρσεν και θήλυ.
Κι αν άρσεν δεν τον πείραζε να παραμείνει
όμως πολύ τον επηρέαζεν η διαφορά εκείνη-
δε θα μπορούσε άραγε εις αυτού τον τάφον να ανθούν τα ρόδα;
Μα δεν βαριέσαι...
δεν άλλαξεν εις μίαν ολόκληρον ζωήν-
στον θάνατον θα άλλαζεν η μόδα;
ΠΙΣΤΙΣ
Η μέρα αργοκύλησε
κι η νύχτα αρχινά
γεμάτη τρόμο κι ερημιά
σαν πίσσα αναλιωμένη
με ουρανό που προμηνά
ναυάγια και φουρτούνες.
Τα ζώα ετρομάξανε
και τρέμουν τα κλαριά
και μόνη μέσα στη νυχτιά
καμιά ψυχή δε μένει
κι ακούς πιο κει αριά-αριά
να κρώζουν οι κουρούνες.
Νύχτα που κάνει σαν τρελή
να πάλλεται η καρδιά σου
νύχτα που κάνει στεναγμό
τον πιο μικρό σου πόνο
και την ψυχή κάνει βαριά
και την καρδιά ματώνει.
Όμως εμένα θα με δεις-
τι τρέλα αληθινά-
να περπατώ στην ερημιά
παντέρημον και μόνο
και να ζητώ μες στη νυχτιά
εν’ ανθισμένο κλώνο.
ΟΥΤΟΠΙΑ
Ο έρως ο αγνός! Τι ουτοπία!
Να πάρεις μιαν ιδέα του αν θες
στα παλιωμένα ψάξε τα βιβλία-
μην ψάξεις μες στο σήμερα-ψάξε στo χτες.
Ρωμαίοι δεν υπάρχουν κι οι Ιουλιέπες
εγίνανε ανάμνηση θολή
της φούστας τους κοιτάζουνε τις πιέτες
απ’ την δική αγάπη πιο πολύ.
Περάσαν οι καιροί που κάποια λέξη
επλήθαινε τους χτύπους στην καρδιά
και δάκρυ έχει στα μάπα μας να τρέξει
αφότου μας μαλώνανε-παιδιά.
Περάσαν οι αγάπες.Τώρα πόθοι.
Στους δρόμους, στα σοκάκια, στις αυλές.
Αγνή αγάπη πια κανείς δε νοιώθει
κι ο έρως έχει γίνει να τον κλαις.
Μοντέρνα εποχή. Έτσι τη λένε.
Κι αλήθεια αφού το λεν τόσοι πολλοί
κι αφού τη ζουν, τη βλέπουν και δεν κλαίνε
να κλάψω μόνο εγώ δεν ωφελεί.
Μοντέρνα είναι-ναι, η εποχή τους.
Μοντέρνα κι η δικιά μου εποχή.
Μα αν έγινε μοντέρνα κι η ψυχή τους
δεν έγινε η δικιά μου η ψυχή.
Μια μέρα απ’ την αγάπη θα πεθάνω.
Εκείνη δε θα δώσει σημασία.
Και γράψτε εις τον τάφο μου επάνω:
" ο έρως ο αγνός-τι ουτοπία!"
ΜΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ
Μία μικρά παρέκκλισις
από το σύνηθες δρομολόγιον
αξίζει, όσον και να ειπείς’
όσοι δεν επεχείρησαν
αυτοί να καταλάβουν δεν μπορούν.
Κι αν κάποιος το καινούργιο που θα δει
πόνον καλέσει,
χαράν αν άλλος,
όμως αμφότεροι
τον ίδιον άθλον
θα έχουν επιτελέσει-
θα εχουν
το άγνωστον υποψιαστεί.
ΨΗΛΑ
"Πάντα ψηλά!" το έμβλημά του ήτο.
Κι εις όλην την ζωήν του το εφήρμοζεν.
Από απλούς κομπάρσος
πρωταγωνιστής
στης χώρας του είχε γίνει τα πολιτικά.
Και εις τους δικαστάς του όταν τον εδίκαζον
"πάντα ψηλά!" ως συμβουλήν επανελάμβανε.
Και τόσον ήτο πειστικός
και τόσον τους εζάλισεν μ’ αυτά
που για να δείξουν πως επείσθησαν
με την απόφασίν των ψηλά τον έβαλαν.
Αλήθεια, δια μίαν ολόκληρον ημέραν
το σώμα του αιωρείτο-
αν ελογάριασα καλά-
κάπου δυο μέτρα πιο ψηλά
από των άλλων-
των ζωντανών.
ΝΑ ΓΕΛΑΣΕΙ
Κραδαίνοντες τας καλάς των πράξεις
προσήλθον άπαντες
βέβαιοι ότι ο παράδεισος τους αναμένει.
Και όλα ως υπελόγισαν θα εγίνοντο
αν ο υπέρτατος κριτής εκείνην την ημέραν
(καιρό είχε να γελάσει)
δεν αντέστρεφε τους όρους.
Και άπαντες σχεδόν μετέβησαν στην Κόλασιν.
Ιδίως εκεί έβαλε τους καλούς εμπόρους.
Η ΦΡΙΚΤΗ ΓΝΩΣΗ
Περίγελως φαιδρών υπάρξεων
ανύπαρκτών δυνάμεων ενισχυτής
υπάρξεων άδικων η λήθη-
εγώ-πράγμα των άλλων.
Παντογνώστης σύμβουλος
απαραίτητος χορηγός
πρόξενος της σωφροσύνης
στη χώρα της τρέλας,
Και τι για πληρωμή;
Η γνώση της άσκοπης θυσίας
η γνώση του άδικου χαμού
η γνώση της μη ύπαρξης ιδανικών-
η φρικτή γνώση,
ΠΕΝΘΙΜΟΥΣ
Είναι οι άνθρωποι ήχοι καμπάνας
που πένθιμους ήχους σκορπά.
Από το ψηλά στημένο καμπαναριό
στη γη πέφτουν
και ανακλώμενοι ανεβαίνουν στα ουράνια.
Όμοιοι σε όλα διαχέονται και πυργώνουν
τη θέληση της ακοής
ενός όντος παράξενου που ακούγοντας
ασταμάτητα κλαίει-
που ακούγοντας κλαίει.
Γιατί για το θάνατο
οι καμπάνες όλες χτυπούν.
ΤΑΞΙΔΙ
0 Χάρης και ο Γιώργος και ο Νίκος
σα να ’ναι ακόμα ζωντανοί
γι αυτούς μιλά η μητέρα.
Κι αν νεκρούς τους πεις αδίκως
τότε υψώνει τη φωνή
και η ώρα πάει πέρα
που αίμα στάζει και χολή.
Τη μνήμη τους δε ρύπανε
μ’ ευχές που φρούδες πάνε
μόνο για όλους τους μιλεί
λες και ταξίδι λείπουνε
και φτάνουν όπου να ’ναι.
ΜΙΑ ΨΙΛΗ ΒΡΟΧΗ
Μια ψιλή βροχή με σημαδεύει-
αρμυρή σαν αίμα μια βροχή.
Μέχρι τ’ ακρομύχια μου οδεύει
νικητή κουρσάρου ιαχή.
Μια ψιλή βροχούλα που παιδεύει
τη λεπτή ακοή μου τη φτωχή
στη λεπτή την τσίγκινή μου στέγη
φορτικά και πένθιμα ως ηχεί.
ΠΩΣ;
Ο παππούς μέσα πεθαίνει και τ’ αγγόνι παίζει έξω.
Α! θεέ μου! Πώς κρυμμένη η βουλή Σου! Αχ! να τρέξω
τους νεκρούς να τους προφτάσω στο αιώνιο τους ταξίδι
πώς ταιριάζει να ρωτήσω η θανή με το παιχνίδι.
ΠΟΘΩ
Οι λάγνες ν’ αγγίσουν
φωνές των σειρήνων
τ’ αυτιά μου ποθώ.
Στη σκέψη μεθώ
της σκέψης εκείνων
που θα με κρατήσουν
αιώνια σκλάβο.
Ω! ανέκφραστο νάμα!
Ω! Ουράνια πνοή!
Του Χρόνου η ροή
ας κάνει το θάμα
το δρόμο για να ’βρω
και να μαι ο πρώτος
θνητός που αθανάτων
χαρές θα γευτεί.
Θεέ γητευτή
Θεέ των θανάτων
αρκεί τόσος πόνος.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΑΙ ΚΑΦΦΕ
Εφημερίδα καΐ καφέ
πόθε κρυφέ-καημέ κρυφέ
και το πρωί έχει φύγει
το βράδυ με τυλίγει.
Εφημερίδα και καφέ
πόθε κρυφέ-καημέ κρυφέ
και η ζωή έχει φύγει
σκότος βαρύ με πνίγει.
Εφημερίδα και καφφέ
πόθε κρυφέ-καυμέ κρυφέ
α!- και η ζήση η λίγη
χίλιες χαρές ξανοίγει.
ΕΥΠΡΟΣΔΕΚΤΟ
Τ’ όνειρο συναπάντησε στο θαμπογύρισμά του
τον ίσκιο του θανάτου.
Τον γλυκοκαλησπέρισε κι εκείνος του μιλάει
με κάκια του γελάει.
"Πήγαινε στον αφέντη σου και σπρώξ’ τον να προφτάσει
και να διπλοτοιμάσει
-και ας βιαστεί-τα πράγματα του εδικοΰ του κόσμου
σε λίγο θαν’ δικός μου.
Τ’ όνειρο εφτερότρεξε κι εμήνυσε το νέο
στον άντρα τον γενναίο.
Εκείνος τριπλαντάριασε και στον μαντατοφόρο
"ευπρόσδεκτο το δώρο
του λυτρωμού που μου ’φερες",
του ’πε, και συνεχίζει:
"όσο η γη γυρίζει
λυτρωση θα ’ναι ο θάνατος
και πες το του θανάτου-
όλα δεν ειν’ δικά του".
ΜΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΡΙΑ
Με ψάθινο καπέλο στο κεφάλι
θαυμάζουνε οι τουρίστες τα αρχαία.
Απ’ το μπουλούκι εξέκοψε μια νέα
κι ό,τι πριν έφαγε ζητά να βγάλει.
Νόμισε πως θ’ αντέξει, μα γελάστηκε.
Ίσως να ευθύεται ο ήλιος ο καυτός
που τώρα την ταράζει ο εμετός
ή η καημένη φαίνεται κουράστηκε.
Μα οι τρόποι οι καλοί άλλα προστάζουν.
Σκουπίζεται, ευπρεπίζεται και πάει
κι ενώ πονά, δειλά χαμογελάει
στους άλλους που άποροι τηνε κοιτάζουν.
ΤΑ ΒΑΡΕΤΑ
Δε θέλω τις μισόγυμνες γυναίκες του Ιουλίου
που ξεσκεπες ασύδοτα στους δρόμους τριγυρνούν
μοιάζουν ατίθασσα άλογα ενός ίπποφορβείου-
άγρια πουλαρόπουλα που άπρεπα προκαλούν.
Μου αρέσουν oι σε ολόζεσχα ρούχα χειμώνα κρύου
μυστηριακές κι ολόθερμες γυναίκες τυλιγμένες
που λες σ’ ονείρου ζουν θωριά κρυφόπλεχτου και θείου
από το κάθε αντρικό βλέμμα καλοκρυμμένες.
Που σε φορέματα ζεστά τυλίγουν το κορμί τους
κι ανείπωτα θα το χαρείς όταν μαζί τους πας
στου δωματίου σου τη ζεστή φωληά κι εκεί μαζί τους
εδώ κι εκεί τα βαρετά πια ρούχα τους πετάς.
ΕΣΚΑΨΑΝΕ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΜΟΥ
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Εσκάψανε τον Κήπο του Σπιτιού μου.
Τάχα τον Τάφο τους να ετοιμάζουν;
Άλλο δε βάζω τίποτα στο Νου μου
…ή μη για Λίρες τ’ Άνθη του ρημάζουν;..
Κι αν είναι μέσα εκεί για να θαφτούνε
σάμπως Μικρό για Μνήμα του τούς πέφτει-
είναι πολλοί να μην αβασκαθούνε:
λάθεψε αυτός που απ’ όλους τους το εσκέφτη.
Αλλ’ αν εκεί θαφτούν, τι θα ξεπλύνει
ωσάν αυτήν Αποκοτιά-να μιάνουν
τον Τόπο, Ιερό που έχει γίνει,
Θεών, που αυτοί, Χαμένοι, δεν τους φτάνουν;
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ
Το σπίτι που αγάπησα-
κι έχω εγώ χτισμένα
το σπίτι που αγάπησα
το πήραν χέρια ξένα.
Και χρήματα το γέμισαν
και κρύα χρυσά το ντύσαν
και χρήματα το γέμισαν
και κάθε ωραίο τού σβήσαν.
Και κείνο κλαίει και πονεί
και άχαρο όλο μένει-
και κείνο κλαίει και πονεί
και η ψυχή του βγαίνει.
Το σπίτι που μ’ αγάπησε
θλιμμένο με ζητάει
το σπίτι που μ’ αγάπησε
στον τάφο μ’ ακλουθάει.
ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ
Α. Απολιθώματατου παλαιοζωικού αιώνα
1.
Με τέτοια μπόρα, μ’ αστραπές και με βροντές
ίσως δε βγαίνεις και λατρεύεις άλλα είδωλα.
Κι ίσως χαθούμε γιατί οι μέρες βροχερές.
Μα πες στη φίλη-δεν σου γράφω γι’ άλλο τίποτα-
που ’χες μαζί σου, πως οι κνήμες της κοντές
και, η καημένη, θα γεννήσει δύσκολα.
2.
Μέρα ηλιόλουστη, μέρα ηλιόχαρη, μέρα ωραία.
Κι είσαι κοντά μου-και είσαι όμορφη-και είσαι
νέα:
εγώ στο είκοσι, μικρό δωμάτιο αλλά με θέα,
κι εσύ μοιράζοντας με τη μαμά σου το δεκαεννέα.
3.
Αυτά τα «ω! μακριά σου οι ώρες δεν περνάνε!»
αυτά τα «ω! δεν ξέρεις πόσο μου ’λειψες!»
αυτοί οι αβροί περίπατοι σε αλέες ανθισμένες
αυτοί οι γονυκλινείς ερωτικοί μονόλογοι
πώς σβήνουν κι αφανίζονται-πώς λιώνουν
στο πρώτο χτύπημα της φτώχειας στην εξώπορτα…
Αυτά τα «σ’ αγαπώ»
αυτές οι ανταλλαγές ανθέων και δώρων
αρρώστια μια πώς τα διαλύει-
πώς μία πτώχευση τα καταλεί...
αυτά τα ψέματα πώς σταματάνε τότε
κι οι άνθρωποι αυτοί
πηγαίνουνε καθένας στη δουλειά του...
4.
Ποιος είναι ο πρώτος; Ποιος μπορεί να πει
ποιος είναι ο πρώτος που έφτιαξε
τα θαυμαστά μεγάλα έργα;
Ποιος είναι ο πρώτος
που φώτισε τη νύχτα με μια φλόγα
που εζωγράφισε
που έχτισε
που έγραψε
που είπε;
Ω! Αν τιμούμε ήρωες, σοφούς και πρωτοπόρους,
τιμούμε την ατίμητη μικρότητα μας μόνο
και τη ματαιοδοξία μας τιμούμε.
Γιατί κανείς δεν είναι πρώτος-όλα αυτά
έχουνε γίνει κι έχουν ξαναγίνει
σ’ άλλους καιρούς
προτού οι άνθρωποι πλάσουν το χρόνο,
σε άλλους τόπους, σ’ άλλες σφαίρες,
και τούτοι οι στίχοι έχουνε γραφτεί
ποιος ξέρει πόσες πριν φορές
πριν τυπωθούν σε τούτο το χαρτί...
όλα προϋπήρχαν-άνθρωποι
δημιουργοί και πλάστες δεν υπάρχουν.
5.
Στους χρόνους της ειρήνης
οι κρότοι ήταν του κάρου
που έρχονταν πολύχρωμο πάνω στο καλντερίμι
με τραγουδώντας τους αρμούς του.
Στα χρόνια της ειρήνης οι καπνοί
ήταν απ’ τις φωτιές του Αη-Γιαννιού στ’ αλώνια.
Στα χρόνια της ειρήνης το αίμα
μας το θυμίζανε οι κόκκινες σημαίες.
Στα χρόνια της ειρήνης οι πληγές
ήταν αγάπης μόνο.
Μα ήταν οι πληγές βαθιές
και τόσο επονούσαν και δαγκώναν
που λέω καλώς τόνε τον πόλεμο
που καιρό για τέτοια δεν αφήνει.
6.
Η καρδιά μου έσκυψε
και σήκωσε το μαντήλι σου.
7.
Ω! Φωτεινή γραμμή που μες στο σκότιο δώμα
το ίχνος σου αφήνεις
σαν μία νότα απ’ τη μεγάλη συναυλία
σαν μια πετρούλα απ’ την απέραντη οροσειρά,
σαν ένα φύλλο απ’ το ατέλειωτο το δάσος!
Ω! Φωτεινή γραμμή!
Δε θέλω εγώ
δάσος κι οροσειρά και συναυλία.
Αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
που μες στο σκότιο δώμα μου το ίχνος σου αφήνεις-
αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
για να φλογίσεις τη μικρή ζωή μου.
8.
Ύπνε γλυκέ βασιλιά
στα παλάτια σου τ’ άφωτα πάρε με πάλι απόψε.
Στα παλάτια σου τα χιλιοφωτισμένα
οδήγησε με πάλι απόψε.
Και φέρε στο θέατρο σου
τα πιο μαγευτικά σου σκηνικά
τους πιο αστείους κλόουν και θεατρίνους σου
και τ’ ομορφότερο κορίτσι του θιάσου.
Η μέρα ήτανε σκληρή. Μόνον εσύ
τη μνήμη της μπορείς να μου απαλύνεις.
9.
Ο γεωργός στη δεντρόφυτη κοιλάδα
στέκεται και λογαριάζει:
αν τούτη την κοιλάδα είχα σπαρμένη
χίλια κιλά σιτάρι
και κάθε του κιλό μου ’δινε άλλα χίλια
θ’ αγόραζα μ’ αυτά τα δυο της χείλια.
10
Ένα σκότος ο κόσμος
η ζωή ένα μάτι
που γοργά ανοιγοκλείνει
και σφραγίζεται πάλι.
11.
Οι δύσκολοι καιροί δε θα ’ρθουν πάλι.
Αφού η αγάπη αρκείται στο φιλί
η ευεργεσία στην ευγνωμοσύνη
κι ο άνθρωπος σ’ ένα πιάτο φαγητό-
οι δύσκολοι καιροί δε θα ’ρθουν πάλι.
12.
Μέσα στου εργοστάσιου
τον μέγα βρώμιο χώρο
ένα πουλάκι αδύναμο
μπήκε και τρομαγμένο.
Οι άλλοι εθαρρέψανε
γι αυτούς πως ήταν δώρο.
Μα ήταν για με. Ήταν αυτό
που χρόνια περιμένω.
Το εκυνήγησα και να!
τα χέρια μου το κλειούνε.
Μα όσο κι αν παθιάζεται
η ψυχή, και αν το θέλει,
άτεχνα αυτά κι αμάθητα
ως είναι να κρατούνε,
φεύγει από μέσα τους και πα’
σαν γλιστερό ένα χέλι.
Κι ολημερίς εμέτραγα
τ’ αμέτρητα πουλάκια
που απ’ τη ζωή μου πέρασαν,
τα πόθησε η ψυχή μου,
μα κείνα δε σταθήκανε-
ανοίξαν τα φτεράκια
και πέταξαν και χάθηκαν
για πάντα απ’ τη ζωή μου.
Κι ολημερίς εμέτραγα
μες στο πικρό μου δώμα
πόσο πολύ επλήγωσαν
τη ζήση μου τη λίγη
όσοι σταυροί εμπήχτηκαν
μες στο απαλό της χώμα,
σταυροί που ο καθένας τους
πουλάκι που 'χει φύγει.
Ψυχή μου όλο χασίματα
συ έχεις κερδισμένα.
Ότι λαχτάρισες ποτέ
δεν το ’κανες δικό σου.
Όσα βαθιά τ’ αγάπησες
σου έχουν γίνει ξένα
κι ειν’ έξω εκείνα που ’θελες
να έκλεινες εντός σου.
13.
Μες στους αγρίους και βαρβάρους όπου ζω
μες στους κακούς που όλη μέρα τριγυρίζω
βρήκα έναν άνθρωπο σεμνό κι ευγενικό
που είναι τιμή μου και χαρά να τον γνωρίζω.
Όταν ερώτησα ποιο ειν’ το μυστικό
κι είχε απ’ όλους τους εκείνος ξεχωρίσει
μου ’παν ευθύς, πως, στο κεφάλι του, μικρόν,
κάποιος τον είχε μ’ ένα σίδερο χτυπήσει.
Λοιπόν στην πάντα οι θρησκείες οι χαζές
και της παιδείας τα συστήματα τα φρούδα.
Με μία μέθοδο εφεξής απ’ τις πεζές
σπόρο ας σπείρουμε καλού στης γης τη φλούδα.
Καθείς επάνω του ας έχει ένα σφυρί
και μ' ένα αίσθημα αγαλλιάσεως αφάτου
στην κεφαλή με το σφυρί του ας βαρεί
όποιο παιδάκι τρυφερό βλέπει μπροστά του.
14.
Λεν "το γυμνό της το κορμί".
Μα το γυμνό εννοείται όταν λέμε "το κορμί".
Γιατί όταν το κορμί είναι ντυμένο
δεν είναι πια κορμί
μα κάποιο φόρεμα
άλλοτε άλλου χρώματος, ποιότητος, μεγέθους.
Λοιπόν πως είναι το γυμνό της εννοείται
όταν μιλάμε για κορμί.
Αλλιώς θα έπρεπε να λέγαμε πι χι,
«την είδα επιτέλους χτες,
ήταν δυο εξώνυχα παπούτσια,
δυο κνήμες που υψώνονταν σαν κύκνεια φτερά
και τα λοιπά και τα λοιπά,
ένα φουστάνι άσπρο με κίτρινα κουμπιά,
και πάνω απ’ το φουστάνι ένα πρόσωπο
με μάτια σαν... και τα λοιπά,
με χείλη που… και τα λοιπά,
κι ένα καπέλο».
Αυτό θα έπρεπε να ήταν όλο
και ας αφήναμε στην πάντα το κορμί.
15.
Στην ίδια θέση πάντα
και το σκοπό τον ίδιο
έπαιζε στο πιάνο κάθε μέρα.
Χρόνια έτσι.
Ώσπου χτες
αντί τα δάχτυλα του να χτυπούν τα πλήκτρα,
τα πλήκτρα είδα κι αρπάζανε τα δάχτυλά του,
πάνω τους τα κολλούσαν,
και μαζί τους
σε κάθε νότα τα τραβούσαν.
16.
Αυτές οι καμπάνες του βραδιού
μες στην ψυχή μου λες χτυπούν.
Αυτές οι γλυκές καμπάνες του βραδιού
στων ήχων τους τα ύψη με καλούνε.
Αυτές οι καμπάνες της γλυκιάς βραδιάς
με λιώνουν, με σκοτώνουνε, με σβηούνε.
17.
Μια μέρα ο άντρας της της είπε:
«Μιαν άλλη αγαπώ-χωρίζουμε!»
Αυτή ήταν η αρχή.
Μετά ήρθαν τα ξεσπάσματα χωρίς αιτία
-κυρίως στην κόρη της ξεσπούσε-,
το συναγέλασμα με άλλες χωρισμένες
τα κλάματα τα σιγανά
οι αδάκρυτοι οι πόνοι
οι ώρες ανίας, πλήξης, μοναξιάς.
Ύστερα οι "θέραπιστς" με χάπια και υποσχέσεις
οι συμβουλές και οι προτάσεις τέλος
από ευαίσθητους και πρόθυμους κυρίους
(κάποιος ζωγράφος πολύ την ενοχλούσε).
Και κάποια μέρα,
αφήνοντας στην πάντα τη ζωή της
εβρέθηκε γυμνή ανάμεσα σε χρώματα μουντά
σε πίνακες ανάμεσα ημιτελείς
και σε σπασμένα κάδρα ανάμεσα.
Και τότε πια ησύχασε.
(Η κόρη δέχτηκε αμίλητα κι αυτή την εκδοχή).
Τώρα μπορούσε με ακρίβεια να προβλέψει
ποιο θα ’ταν το επόμενο το βήμα
και το επόμενο… και το επόμενο…
Το δύσκολο ήτανε ώσπου την απόφαση να πάρει.
18.
Οι διαλυμένοι γάμοι προμηθεύουν
ερείσματα σε αγάπες
και τροφή
σε όντα πεινασμένα
που τρέφονται με σάρκες ψοφιμιών.
Η μυρωδιά σαπίλας τα έλκει
μίλια μακριά
και πάνε κι επιπίπτουν με μανία
στο άψυχο το σώμα.
Και είναι άξιο απορίας πώς χορταίνουν
με σάρκες δίχως αίσθηση
μ’ αίμα χωρίς ψυχή.
Μα ίσως η απορία περισσεύει.
Τι άλλο απ’ αυτούς κανείς να περιμένει.
Ύαινες μονοσήμαντες.
Ερωτιδείς κενοί.
19.
Σκέψεις του Πλίνιου,
πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι το πρωί.
Λοιπόν ας δούμε πώς έχει το πράγμα.
Είμαι ο Πλίνιος.
Πού βρίσκομαι;
Σ’ ένα κρεβάτι δανεικό
σ’ ένα δωμάτιο μέσα
απ’ όπου διώχνομαι στο τέλος του μηνός
γιατί δεν έχω να πληρώσω.
Φίλοι, κανείς.
Άνθρωποι
που θέλουν να με βλάψουν
εννέα-πρόχειρα μετρημένοι.
Αδιάφοροι για μένα; Όλοι οι άλλοι.
Κάτι ευχάριστο με περιμένει σήμερα;
Όχι.
Υπάρχει κάποιος που να μ’ αγαπά;
Κανένας και καμιά (στο διπλανό διαμέρισμα
πάλι τ’ αντρόγυνο καυγαδίζει).
Εμπρός λοιπόν!
Ας σηκωθώ.
Μία καινούργια μέρα αρχίζει.
20
«Ποιος ειν’ αυτός που μ' αντικρίζει
μες απ’ αυτόνε τον καθρέφτη;
Ποιος που η θλίψη του ορμίζει
μέσα στη νύχτα που αργοπέφτει;
Ποιος ειν’ αυτός που ’χει τα χέρια
σαν αποφόρια κρεμασμένα
και δυο σβησμένα είν’ αστέρια
τα μάτια του τα κουρασμένα;
Ποιος ειν’ αυτός μ’ ένοχο βλέμμα
όπου τολμάει σαν τον κλέφτη
να στήνει το μικρό του ψέμα
σε με αντικρύ-σ’ έναν καθρέφτη;»
21.
Απ’ αυτό το τραπέζι λείπει η αγάπη.
Απ’ αυτή τη ζωή λείπει η χαρά.
Απ’ ό,τι κανείς έχει πάντα λείπει κάτι
όπως απ’ το βάτραχο λείπουν τα φτερά.
22.
Η ζωή η λίγη ειν’ ένας αγώνας
για να βρει καθείς κείνο το κρυφό
που όπως τ’ αβρό έαρ κρύβει ο χειμώνας
έτσι μες στη ζήση μας κρύβεται κι αυτό.
Μα ή το βρει κανένας κείνο το κρυμμένο
που πολύ ζητάει ,είτε δεν το βρει,
ειν’ αδιάφορο ’τι γύρωθε ειν’ κλεισμένο
όπως μες στη μέλισσα είναι το κεντρί.
23.
Πέφτει η βροχούλα απαλά
πέφτει η βροχούλα σιγανή
και για τα σκότη μας μιλά
και μας μιλάει για τη θανή.
Πέφτει η βροχούλα απαλή
πέφτει η βροχούλα σιγανά
τη διψασμένη γη φιλεί
κι αυτή ζωή και φως γεννά.
24.
Για αγέρηδες σφοδρούς που πνέουν στις
ερήμους
για ήρεμα μελτέμια
για σκληρούς βοριάδες κρύους και τσουχτερούς
για τις αύρες που η θάλασσα ξερνά
για λίβες καφτερούς έχω ακούσει.
Μα εμέ σε τούτονε τον άχρωμο τον κάμπο
ο μόνος που με φυσάει αέρας
είν’ ο αέρας που μου στέλνει αυτό το τραίνο
πελώριο και γοργό καθώς περνά.
Εν’ αγριόχορτο είμαι
χωρίς αξία καμιά.
Μα ενόμιζα πως όποιος άνεμος
τύχαινε να με δέρνει
δε θα ’ταν άνεμος συμμετρικός
μεταλλικός και ξένος
σαν τεχνητός.
Τώρα ένα χέρι σπλαχνικό ας με ξεριζώσει
αφού ο θάνατος αυτός ο προγραμματισμένος
που τέσσερες φορές τη μέρα μ’ επισκέπτεται
αλλιώς δεν πρόκειται να σταματήσει-και το ξέρω.
25.
Θέλω να σβήσω το "εγώ" απ' το λεξιλόγιο μου.
Μα πώς αφού ό,τι βλέπω είναι τα μάτια μου
αφού ό,τι ακούω είναι οι χτύποι της καρδιάς μου
πολλαπλασιασμένοι
αφού ό,τι πιάνουνε τα χέρια μου
είν’ η προέκταση τους
κι ό,τι οσμίζομαι δεν είναι πάρα
το άγουρο το χρώμα των ερώτων μου;
Πώς αφού ό,τι γεύομαι δεν είναι
παρά των γευστικών θηλών μου οι πόθοι και οι σχεδιασμοί,
και ό,τι νιώθω
του εγκεφάλου μου είναι οι επιταγές
και τα κελεύσματα;
Πώς
από τον εαυτό μου εγώ ν’ απαλλαγώ;
26.
Μες στο δωμάτιο ήτανε πλήθη
οι επίδοξοι νυμφίοι.
Εσύ σκορπώντας χάρη κι ευωδιά
μπήκες σαν άυλη και κρυστάλλινη-
σαν οπτασία.
Τους προσπέρασες όλους χαμογέλια σκορπώντας
και στο πλάι μου ήρθες κι εστάθης.
Και μου πήρες το χέρι
και το ύψωσες έτσι
σαν ιαχή νικητήρια.
Όλοι βλέπαν.
Και κρυστάλλινη έτσι και άϋλη
κι έτσι σαν οπτασία
αγκαλιά μου σε σήκωσα.
Και το πλήθος εμέριασε να διαβούμε.
Κι έτσι σαν ιαχή νικητήρια
το μυστήριο του έρωτα σ’ όλους μπρος φανερώθη.
Μόνο εγώ απορούσα
πώς τρισμέγιστος όντας
στις μικρές σου λεξούλες χωρούσα
που απαλά με εκύκλωναν
που απαλά με αναμέριζαν
που απαλά με δονούσαν.
Β. Κι άλλα απολιθώματα του παλαιοζωικού αιώνα
α
Μια καλοκάμωτη έρχεται τα βράδια στα όνειρα
μου.
Χυμούς γεμάτη μια μικρή, λαχταριστή μικρούλα.
Σεμνή και χαμηλόβλεπη στριμώχνεται κοντά μου
και στέκει εκεί ολάνθιστη, ευώδης και γλυκούλα.
Κα σ' όλα ένα βάλσαμο σκορπά και μια αθωότη.
Και μπρος μου βλέπω ιδεατά, πυρέσσοντα δυο στήθια
δύο χειλάκια δροσερά στη λάμψη τους την πρώτη
κι ένα κορμί λαγνόπλαστο δώρα γεμάτο πλήθια.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της το πάθος να ’χει
απλώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της της ηδονής τ’ αχνάρι.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να δώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να πάρει.
Όλο το είναι της Φωτιά Λαχτάρισμα και Ζήση.
Όλη η ύπαρξη της Πεθυμιά, και Δόσιμο και Μύρο.
Και ώσπου τα’ όνειρο άλυπο κι ανάλγητο να
σβήσει
γεμάτος είμαι απ’ αυτό κι εγώ και όλα γύρω.
Κι ας με καλεί με όλα της εκτός απ’ τη μιλιά της
κι εγώ τη σάρκα ορέγοντας τη ροδαλή ας λιώνω-
κάποιος αναίτιος δισταγμός με κάνει στης
δροσάτης
της μυγδαλίτσας τους γλυκούς καρπούς να μην
απλώνω.
Νομίζω του ονείρου μου ξέρω τη σημασία.
Λόγο δεν έχω άλλονε κανέναν να ρωτήσω.
Αυτή η ανείπωτα γλυκιά, ονειρώδης παρουσία
ειν’ Ζωή που με καλεί πάνω της ν’ ασελγήσω.
β
Άνθρωποι ρίξτε μια ματιά
τριγύρω σας και δείτε
όσα ο θεός απλόχερα
σας δίνει, και σκεφτείτε.
Λιμοί, σεισμοί, καταστροφές,
πείνα, κατολισθήσεις,
αρρώστιες, πόνοι αβάσταγοι...
Κι αν κάτι θα ζητήσεις
που δε χωρούσε να σταθεί
μέσα στο γύρω χώρο
ο θεός μες στην ανθρώπινη
ψυχή το ’δωσε δώρο.
Φόβος και άγχος μας κρατεί
κι απελπισιά μας δέρνει.
Της νύχτας τα φαντάσματα
τρων ό, τι η μέρα φέρνει.
Κακία ψέμα κι αδικιά,
βία, συκοφαντία,
μίσος και περιφρόνηση
απάτη, προδοσία,
και ολ’ αυτά κι άλλα πολλά
η θεϊκή η κρίση
στον λογικό τον άνθρωπο
έχει σοφά χαρίσει.
Έτσι λοιπόν πρέπει και σεις
στους άλλους τους ανθρώπους
με του θεού να φέρεστε
τους ταιριαστούς τους τρόπους.
Δώστε μαχαίρι και φωτιά
σ’ όποιον θα δείτε μπρος σας
και μη φροντίζετε άλλονε
παρά τον εαυτό σας.
Πολέμους κάντε φονικούς
και κάθε εχθρό αφανίστε
κι ύστερα το μαχαίρι σας
στο φίλο σας γυρίστε.
Κλέψτε του αδύνατου το βίος
και πάρτε του απ’ το στόμα
ό, τι με δάκρυα έβγαλε
και κόπους απ’ το χώμα.
Λεφτά αποκτήσετε πολλά
κι όσα μπορείτε πλούτη
κι ας έχετε για είκοσι
ζωές όπως ετούτη.
Άνθρωποι πράττοντας αυτά
κι η ορμή αν δε σας λείψει
ο θεός που σας τα δίδαξε
γενναία θα σας αμείψει.
Όπως οι λύκοι ορμούν στ’ αρνιά
και σεις γινείτε λύκοι
αν θέτε να ’στε άτρωτοι
από τη Θεία Δίκη.
γ
Αυτό που η αίσθηση μόνο κρατεί
κι αδύνατο είναι τα λόγια να εκφράσουν
αυτό πρέπει να ’ναι για ένα ποιητή
το ύψος που οι στίχοι του πρέπει να φτάσουν.
Κι ούτε είναι απαραίτητο Θριαμβική
υφή ή ουσία να έχει το ποίημα.
Μα ειν’ απαραίτητη η μουσική-
κι αυτό είναι πάντα το δύσκολο βήμα.
δ
The rabble… “Laertes King!...”
(SHAKESPEARE, HAMLET, ACT 4, SCENE 5, PAGE 5)
Μπορεί ένας δίκιος βασιλιάς τη ζωή του ν'
αναλώσει
στην ευτυχία των πιστών, ως τους θωρεί, υπηκόων
μα τέλος, όπως πάντοτε, τα φίδια θενά νιώσει
να σφίγγουνε το σώμα του, σαν άλλος Λαοκόων.
Ακόμα κι αν στη χώρα του όλοι θα ευτυχούνε
πάντα απ’ αυτόνε το λαό θα βγει ένας εθνεγέρτης
κι οι άδικοι αλαλαγμοί στ’ αυτιά του θ’ αντηχούνε:
"Λαέρτης! Λαέρτης βασιλιάς! Για βασιλιάς Λαέρτης!..."
ε
Superviser Isabel
Σε βλέπω αντίκρυ και κινώ να σ’ ανταμώσω
μα ένας τοίχος αόρατος το δρόμο μου μου
φράζει.
Κι είναι ψηλός και δυνατός φτιαγμένος τόσο
που κάθε μου προσπάθεια πάνω του πάντα
σπάζει.
Και πιάνω εδώ πέτρες πολλές-μικρές συνήθειες
και πιάνω άσπρη άσβεστο-αυτές που ’χες
γνωρίσει-
και πιάνω πρόκες παρεκεί-αγωνίες βύθιες
τσιμέντο απροσπέλαστο-κάτι άγνωστα μου μίση.
Κι ένα κομμάτι πιο σκληρό κι από τ’ ατσάλι-
οι προσδοκίες οι τρανές κι οι φαντασίες κι οι
πόθοι-
που όσες φορές κι αν ζήσουμε, πάλι και πάλι
καθείς με τρόπο απόλυτο ιδιαίτερα θα νιώθει.
στ
Άθροισμα σαρκών και οστέων είμαι
δίχως τίποτε πάνω τους να τραβάει το μάτι.
Προεξοχές ανώμαλες που απωθούνε
εντυπώματα ανάρμοστα που ασχημαίνουν.
Ξένος προς ότι θυμίζει καλαισθησία
γέννημα και λεία ζοφερής ώρας
μέλη δυσανάλογα προς ό,τι αρέσει
κορμί δυσανάλογο προς ό,τι ελπίζει.
Κόσμημα τέλειο ενός άλλου κόσμου
φλάμπουρο ανίκητο άλλης ιδέας
ελπίδες και πάθη όπου δεν πρέπει
ερείσματα όπου θέση δεν έχουν.
Μόνη μου ελπίδα εδώ που στέκω,
ξένες-βάρβαρες λέξεις εγώ ν’ αρθρώσω,
κάτοχος να γίνω της εντόπιας αξίας
και, σαν άλλος εγώ, να σ' αγοράσω.
ζ
Χτες τέτοια ώρα ήσουν εδώ.
Τα μάτια σου κοιτάζαν
τα μάτια μου και τα ’καιγαν,
τα λιώναν και τα σφάζαν.
Καταλαβαίνεις βέβαια
πως χτες δεν εγινόταν
να σου μιλήσω. Ασφαλώς
αυτό θα το ’κανα όταν
σ’ έβρισκα μόνη, ή, το πολύ,
με μια σου φιλενάδα.
Αλλ’ από χτες που έφυγες
πάλι δε σε ξανάδα.
Κι ίσως να μη σε ξαναδώ.
Άλλα μου έλεγε όμως
καθώς τ’ αυτί σου έψαυε
ο αλάθητός σου ώμος.
Άλλο μου βροντοφώναζαν
καθώς ηχούσαν τέλεια
τη χλαλοή σκεπάζοντας
τα πρόστυχα σου γέλια.
Άλλα μηνύματα εχτές
μου ’στελνε το κορμί σου
τ’ ώριμο αυτό κι αδάγκωτο
μήλο του παραδείσου.
Με άλλες μού ’λεγαν φωνές
τ’ αναίσχυντα σου πόδια
πως είναι η στράτα που φρουρούν
ελεύτερη από ’μπόδια
επιητώντας εύσαρκα,
με λιγωμένη αυθάδεια
όσα μες στ’ άδεια χέρια μου
φτεροκοπούσαν χάδια.
Κι όλη ακκιζόσουν, σειόσουνα,
τανυόσουνα, ελυγούσες,
λες και σ’ αόρατης χαράς
τα δίχτυα σπαρταρούσες.
… Σήμερα επερίμενα
να ξαναδώ στη θέση
που τώρα στέκεται κενή
το σώμα που μ’ αρέσει.
Μα δεν το βλέπω και βαριά
με κυβερνάει μια ζάλη:
όπως εχτές μου το ’ταζες
κρίμα-δεν ήρθες πάλι.
Δεν ήρθες-λίγο η χαρά
θα λυπηθεί η καμένη
δεν ήρθες-λίγο η λύπη μου
θα ’ναι πιο λυπημένη.
η
(The superintendent: each theater excellency, is built for one play and one play only.)
Κάθε δεντρί για ένα ειν’ άνθος.
Κάθε κορμί για μια φωτιά.
Κάθε ψυχή για ένα πάθος.
Για έναν μόνον η πρωτιά.
Για ένα στόλισμα η γιρλάντα
για ένα αγρίμι η μονιά
για έναν Δόγη η Ινφάντα
για ένα λεφτό η νια χρονιά.
Για ένα σύννεφο το δείλι
για ένα δάκρυο η αυγή
για ένα φίλημα τα χείλη
για ένα αντίο το πρωί.
θ
Όπως με μια μονάχα γέννηση
γεννάει πολύδυμα μια μήτρα,
από μεγάλη λεν μια έκρηξη
δημιουργήθηκε το σύμπαν.
Και με τεράστιες λεν, ταχύτητες,
απομακρύνονται αλλήλων
αστέρες νάνοι, αστέρες γίγαντες
και τα συστήματα των ήλιων.
Και στη ζωή τα ίδια γίνονται.
Μετά τη γέννα τους, καθένα
τ’ αδέρφια όλο απομακρύνονται
ώσπου μια μέρα να ’ναι ξένα.
ι
(Του Γουσταύου Φλωμπέρ)
Πενήντα δύο σφαίρες δέχτηκε
και δεν τον πλήγωσε καμία.
Μα σ’ άλλου είδους φασαρία
ο γερο-αρκούδος τώρα μπλέχτηκε.
Μια μαχαιριά κάτω τον ξάπλωσε.
Κι αν τώρα ξέρω για τις σφαίρες
ειν’ επειδή στις δυο του χέρες
πάνω πεθαίνοντας τις άπλωσε…
ια
Δε θα ξανάρθω να σε δω
και ας το θέλω τόσο.
Την τελευταία εικόνα σου
δε θέλω να προδώσω.
Θέλω ως αυτήνε τη νυχτιά
σ’ είδα να σε κρατήσω
όταν στα χρόνια που θα ’ρθουν
γυρνά η μνήμη πίσω.
Πάνω στον σκούρο καναπέ.
Πίσω μισογερμένη.
Σε κάμψη κνήμες και μηροί.
Γύρω τους κλειδωμένη
η ποθαγκάλη των χεριών.
Να διίστανται λιγάκι
οι θείες κνήμες, κι από κει
σα δροσερό ανθάκι
να ξεπροβάλει θριαμβικό
το τρυφερό σου αιδοίο
σπαργούν, αυθάδες, καφτερό
και σαν βελούδο λείο.
Και με καλούσε ως με καλεί
στη μνήμη μου και τώρα
να τ’ αλαφρώσω απ’ τα βαριά
και ακριβά του δώρα.
Όχι. Δε θα ’ρθω να σε δω
και τ’ όνειρο να σβήσει-
η μνήμη ως ’κείνη τη βραδιά
Σ’ είδα θα σε κρατήσει.
ιβ
Το σάλι σου είναι ζωντανό
κι ερχότανε κοντά μου.
Κι ας μου ερχόταν ορφανό
ζέσταινε την καρδιά μου.
Κάθε μου ’λεγε νιο μυστικό σου
μ’ αγαπούσε κι ας ήταν δικό σου.
Μου ’λεγε ποιόνε αγαπάς
πότε είσαι λυπημένη
πού κάθε βράδυ θε να πας
και ποιος σε περιμένει.
Και μαζί του όταν συ είχες φύγει
της μονάξας μας δέρναν τα ρίγη.
Μα τώρα μου ’φυγε κι αυτό
και μόνος μου θα μείνω.
Τώρα-για σένα τι κακό-
δε σ’ αγαπά και κείνο.
Και ξεφεύγει απ’ τους άσπρους σου ώμους
και μονάχο του παίρνει τους δρόμους.
ιγ
«Cancers need lot of affection…»
Κι αν δεν την έχουν τι τους μένει;
Και τι θα πρέπει πια να κάνουν;
Αν δεν την έχουν ένα μένει:
(without affection) να πεθάνουν.
ιδ
Ωραία πουν’ η αγάπη μου γεμάτη καλοκαίρι!
Δεμάτι το κορμάκι της και δρέπανο το χέρι
κι ο λίβας της ανάσας της δε στέλνει κατά μένα
τα ολόχρυσα μαλλάκια της μα στάχυα μεστωμένα.
Τα ποδαράκια της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες.
Τα μπράτσα ολαξεσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες.
Κι ο κόρφος της-α! ο κόρφος της!-δυο φρέσκες θυμωνίτσες
μ' ακόμα εντός τους τις μικρές πρωινές δροσοσταλίτσες.
Το φουστανάκι μια κολλά στο σώμα και με λιώνει
μια πλαταγίζει και πετά, μια πέφτει και διπλώνει-
βρε αγεράκι πονηρό τι πρόφαση ήβρες πάλι
για να χαρείς της θερινής κοπέλας μου τα κάλλη;..
Το κεφαλάκι της γυρνά και στα ουράνια νεύει
βλέπει τον ήλιο και γελά, τ’ αστέρια και χορεύει
τη βλέπει ο ήλιος και γελά και πιότερο φλογίζει
βλέπει να νταβραντίζεται κι ο πόθος τον ζαλίζει.
Στων λογισμών μου τα νερά,στου νου μου τ’
ακρογιάλια
στιλβώνει το κορίτσι μου τα κρύφια του τα
οπάλια.
Εκεί βουτάει αποβραδίς και λούζεται το γιόμα
εκεί ομορφαίνει το καυτό και ρόδινό της στόμα.
Ωραία πουν’ η αγάπη μου τώρα το καλοκαίρι!
Σαν σε μιαν έρμη εκκλησία το μοναχό αγιοκέρι.
Σαν πεταλούδα, σαν ανθός, σα νύφη στολισμένη.
Ωραία πουν’ η αγάπη μου στα θερινά ντυμένη!
ιε
Τώρα που μέσα βρίσκομαι στη θέρμη και στην
κάψα
του θέρους, αν μου μίλαγε κανένας για το χιόνι
για νύχτες χειμωνιάτικες, για της βροχής την
κλάψα,
κάποια το νου του αρρωστιά θα ’λεγα ότι τον ζώνει.
Θα ’λεγα πως μου μίλαγε για κάποιο παραμύθι
που η αρρωστημένη του έπλασε φαντασία,
ή που νεκρό τ’ ανάσυρε απ’ των καιρών τα βύθη
ώστε δεν κλείνει μέσα του καμία πια αξία.
Έτσι συμβαίνει και με σε. Προτού να σε γνωρίσω
δε ζούσα. Δεν υπήρξανε για μένα ώρες άλλες.
Ύπαρξη μου ειν’ αδύνατο δίχως σου να νοήσω
κι άλλες από τα δάκρια μου να υποθέσω στάλες.
ιστ
«O Carsilago de la Vega, ποιητής (1503-1536), παντρεμένος με τη Donna Elena, αλλά πάντοτε ερωτευμένος με την πορτογαλίδα κυρία
επί των τιμών της βασιλίσσης donna Isabel Freire…»
O Carsilago de la Vega
όπου αξίωμα είχε μέγα
είχε για νόμιμη γυναίκα
τη Donna Elena.
Μα ήταν πάντα ερωτευμένος
με τη ’sabela ο καημένος
που ’λειπε πάντοτε στα ξένα-
τα πικραμένα.
Κύριε Vega τι απαίσια
τι φοβερή υποκρισία-
ποιητής εσύ πώς το μπορούσες
και απιστούσες;
Και πάλι πες μου σε καλό σου
τι σκαρφιζόταν το μυαλό σου
τόσο μακριά που τις κρατούσες
όταν αργούσες;
ιζ
-Πουλί λαλείς και κελαδείς
για της αγάπης πάθη.
Μα έλα, ξέρεις να μου πεις
τι είναι η αγάπη;
-Ειν’ εν’ απότομο, βαθύ,
αγύριστο φαράγγι
μέσα όποιος έμπει θα χαθεί-
μαύρο τον τρώει κοράκι.
ιη
Τζούλια
Με ξεβαμμένο μπλε
και τσιγάρο στο στόμα,
γριά
κι αγαπιέσαι ακόμα.
ιθ
Χτες το βράδυ ο ύπνος δε μ' έπαιρνε,
στη σκέψη μου είχες χωθεί
Ο πόνος κοντά του με γύρευε
ολόκληρος του είχα δοθεί.
Επάνω σερνόμουν στο στρώμα μου
σαν κάποιος που κρίμα βαρύ
παιδεύει. Και ήταν το στρώμα μου
βαριά φυλακή τρομερή.
Και είναι αλήθεια-αμάρτησα.
Στο δείλι εχτές το μελί
τις πίκρες σου όλες τις άρτυσα
και δε σου επήρα φιλί.
κ
Συ τρύπησες το χέρι σου στ' αγκάθια
το χέρι μου επόνεσε ευθύς.
Παθαίνω του κορμιού σου όλα τα πάθια
όπου είσαι κι όπου ήθελε βρεθείς.
Αλλ' αν είναι δικοί μου οι πόνοι σου όλοι
δεν είναι του κορμιού σου οι χαρές
θολώνεις της χαράς το περιβόλι
τις πίκρες σου μου δίνεις καθαρές.
Σε άλλονε χαρίζεις το φιλί σου
σε άλλον τις γλυκές σου τις ματιές
για κείνον οι χαρές του παραδείσου
της κόλασης για μένα οι φωτιές.
Γ. Απολιθώματα του καινοζωικού αιώνα
I
Τα κρυφά
Δε θα φύγω τη μοίρα των κοινών των ανθρώπων
κι η κατάληξη θα ’ναι της αθλίας ζωής μου
και θα είναι η ύστατη ζωοδότρα ελπίς μου
να ταφώ σ’ αναπαύσεως χλοερόν ένα τόπον.
Των μικρών των ανθρώπων δε θα φύγω τη μοίρα
ξεχασμένος απ’ όλους μες στο τέρμα του βίου
σ’ ενός βρώμιου θα στέκω και στενού καφενείου
κάποια θέση ενώ θα ’ναι όλες άδειες τριγύρω.
Των άσημων ανθρώπων θ’ ακλουθήσω τα ίχνη
το μικρό μου το βήμα δίχως αύριο θα σέρνω
κάθε μέρα το σώμα πιο πολύ θα το γέρνω
ως να γίνει ένας δείχτης προς το χώμα να δείχνει.
Των μυριάδων χιλιάδων κι εγώ θα ’χω την τύχη
σαν κι εγώ να ’χω ζήσει μια χαμένη ζωή
και θ’ αφήσω σαν όλους τη στερνή μου πνοή
με τον ίδιο εκείνων μετρημένο τον πήχυ.
Απ’ τα δίχτυα του ολέθρου ίσως μόνο με σώσουν
κάποιοι ανώριμοι, στείροι και παρείσακτοι στίχοι
που θα χτίσουνε γύρω μου κάτι απόρθητα τείχη
τα κρυφά νοήματα τους αφού πριν φανερώσουν.
II
Ανίατη
Οι ωκεανοί δεν έχουνε νερό μα αίμα
και τα φαράγγια βαθιές είναι πληγές
στης γης το σώμα.
Και σπυριά κακόφορμα τα όρη και οι λόφοι.
Μια στρογγυλή αρρώστια όλη η γη μας
που απέλπιδα γυρνάει μες στα χάη
μάταια ζητώντας γιατρειά
γι ανίατη μια αρρώστια.
Εμείς μικρόβια πάνω της
με τ’ άλλα ζώα-τ’ αδέρφια μας μικρόβια-
εμείς μικρόβια πάνω της
το αίτιο του κακού.
Μαζί της ταξιδεύοντας το μόνο βέβαιο είναι
πως η γιατρειά θα έρθει όταν
χαθούμε και οι δυο μαζί-
και μείς και κείνη.
III
Το τρίτο
Με εκπομπές πνευματικού περιεχομένου
το τρίτο πρόγραμμα μας προσκαλεί
ν’ ανοίξουμε του ραδιοφώνου του καημένου
το προδομένο απ’ την τι-βι κουμπί
και να γευτούμε κάτι πιο ωραίο
που την ψυχή θα τέρπει αληθινά.
Αλλά και το προσκάλεσμα το νέο
τίποτα το καλό δεν προμηνά.
Πάλι ο εργάτης καιρό δε θα 'χει
πάλι ο υπάλληλος θα βαριεστά
κι ο γεωργός πάλι θα ψάχει
να δει ο σπόρος του αν βαστά.
Και οι γυναίκες οι καημενοΰλες
μια με την άλληνε θα συζητούν
ή, κουρασμένες νοικοκυρούλες,
θα ψευτοπλέκουν και θα κεντούν.
Έτσι το τρίτο θα παραμένει
σαν απροσπέλαστη βουνοκορφή
που θα ’χει μέσα της βαθιά θαμμένη
χρυσή μια φλέβα, όμως κρυφή.
IV
Στον εαυτό μου
Θεέ γιατί να μη με κάνεις ψεύτη
στις πράξεις, στις ιδέες, στη θεωρία
ανήλεα η φωνή μου η στεντορεία
σ’ ανθρώπους και σε πράγματα να πέφτει…
Γιατί σ’ απύθμενα να πέφτω βάθη
κάθε φορά το στόμα που θ’ ανοίξω
ζητώντας την αλήθεια να μη θίξω
ούτε με αθέλητα του λογού λάθη;
Γιατί τις πράξεις μου να θέλω δίκιο
και δράση αψεγάδιαστη να διέπει
γιατί το νου μου εμένα να μην τέρπει
λόγος κακός κι ύφος ανοίκειο;
Κι αφού των άλλων κουβαλώ τις τύψεις
αμνός εγώ εν μέσω των λεόντων
κι αφού με στέρησες άλλων προσόντων
και δεν εδέησες να μου χαρίσεις
χαρίσματα αδίστακτου ατόμου,
τουλάχιστο ας γίνονταν να μπορούσα
το ψέμα το γλυκό να ιστορούσα
όχι σε άλλους μα στον εαυτό μου.
V
Στο κενό
Αγάπη χίμαιρα που υπάρξεις λοιδορείς
που οι φτωχές προσμένουνε από σένα λυτρωμό-
αγάπη χίμαιρα φριχτή, αλήθεια πώς μπορείς
και τέτοιο ένα φέρσιμο κρατείς σκληρό κι ωμό;
Ζωή που πλέκεις φαντασιές για τους θνητούς
πολλές
γιατί τη μεγαλύτερη, τόσο λαχταριστή,
και ποθητή την έκανες που όλοι τη θέλουν, λες
ότι μαζί της κι η χαρά σ’ αυτούς θα χαριστεί;
Και πόνε συ, γιατί φορές γελιέσαι τάχα εμπρός
σε κάτι μέγα, που θαρρείς πως ειν’ η αγάπη, ενώ
αυτό ειν’ ενός κύματος ο ταπεινός αφρός
που σ’κώνει ένα φάντασμα ως πέφτει στο κενό;
VI
Ανέτοιμους
Ανέτοιμους μας βρήκε ο χειμώνας
με δίχως ξύλα για τη ζεστασιά.
Η νύχτα να μετράει για αιώνας
με μόνη μας παρέα τη μοναξιά.
Έρμους των γερατειών μας ήβρε η δίνη
χωρίς το ψέμα ενός παραμυθιού.
Μονή μας προσδοκία η γαλήνη
ύπνου ενός αιώνιου και βαθιού.
Συνέχεια με αλλα ποιήματα
Ο ΗΝΙΟΧΟΣ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Πάει ο Πολύζαλος και τ’ άλογο.
Πάει και τ’ άρμα.
Οι Φαιδριάδες τ’ αφανίσανε.
Μας έμεινε ο ονειρικός Ηνίοχος
με τα σκεπτόμενα μάτια
μεσόκληρος δυο εποχών
γαλήνια ακίνητος μετά από τον αγώνα
θριαμβευτής
να οδηγεί αόρατο εν’ άρμα.
Ίσως την Τέχνη παραπέρα.
Άρνηση
Λοιπόν χωμάτινοι είμαστε
ψεύτικοι και φθαρτοί
η ύπαρξή μας ελαφρό
στον άνεμο χαρτί.
Λοιπόν νεκροί λογιούμαστε
προτού να γεννηθούμε
σα φαντασίες διαβαίνουμε
σαν ίσκιοι ψευτοζούμε.
Λοιπόν θολά μηδενικά
κι ανύπαρκτες υπάρξεις
στη γη σκυφτά βαδίζουμε
πυκνά σε παρατάξεις.
Τα λιπαρά εδέσματα
λοιπόν πολύ μας βλάπτουν
και τα υλικά τα νάιλον
το δέρμα μας εξάπτουν.
Ψευτοϋπάρχουμε λοιπόν
κι όλα τα ωραία λόγια
και τα μνημειώδη έργα μας
γελοία είναι διόδια
για να περάσουμε από μιαν
ανυπαρξία σ’ άλλη.
Τι λογική υπέροχη
και τι σοφία μεγάλη...
Ας συνεχίσουμε λοιπόν
να γράφουμε ιστορία
τη ζοφερή ας τραβήξουμε
και πια γνωστή πορεία.
Ας ξεχωρίζουμε τροφές
κομμένα τα τσιγάρα
στο κρύο ας φυλαγόμαστε,
κρέατα μόνο σχάρα.
Ας γράφουμε ποιήματα
κι ας παίρνουμε σπουδές
ας θεωρούμε καταγής
το φτύσιμο αγενές
και κτίρια ας υψώνουμε-
Κήπους και Παρθενώνες-
ω! ναι, αυτά αναμφίβολα
θα μένουν στους αιώνες.
Κι ας προσπαθούμε-η καλή
προσπάθεια ωφέλεια φέρνει
με των καλών η ζυγαριά
το δίκιο πάντα γέρνει.
Μα ποιών καλών; και ποιών κακών;
Μνημεία ποια; ποιοι Κήποι;
Και ποια αισθήματα-χαρά
ποια τάχα και ποια λύπη;
Τ’ ειν’ όλα τούτα; Πλάσματα
μιας φαντασιάς κενής.
Ποτέ-ποτέ και πουθενά
δεν έζησε κανείς.
Ποτέ κανείς δεν έζησε
κανείς δεν εγεννήθη
κανένας δεν επέθανε.
Άναρχος μόνο λήθη
παντού. To "είναι" τίποτα
το "κάπου" πουθενά-
όλα απουσίες, έλλειψες
κι αιώνια κενά.
Κατάφαση
Όχι! Δεν είναι-δεν μπορεί
να είναι αυτή η μοίρα
τόσων υπάρξεων ευγενών
να ’ναι κακή και στείρα
σειρά πανσόφων ιδεών.
Δεν ημπορεί να μοιάζει
το μέγα θάμα της ζωής
σαν το χοντρό χαλάζι
που λιώνει κι αργοχάνεται
κι ανίστορα κυλά-
του ανθρώπου άλλο η μοίρα του
μερίδιο του φυλά.
Δεν το μπορεί να χάνεται
για πάντοτε να σβήνει
ό,τι το ανθρώπινο στοιχειό
μέσα βαθιά του κλείνει.
Τόσες ιδέες φωτεινές
τόση αγάπη-τόση
ευγένεια που παντού φτερά
στον κόσμο έχει απλώσει
τόσα αισθήματα αργυρά
τόση χρυσή σοφία
δεν ημπορεί ποτέ παρά
να μείνει αιωνία.
Δεν ημπορεί σ’ απέραντα
φριχτής αβύσσου χάη
να καταβαραθρώνεται
κι ανώφελα να πάει
τόση ζωντάνια, τόση ορμή.
Τέτοια φρικτή θυσία
ποιος θα την έστεργε θεός
παρά σαν προδοσία;
Δεν ημπορεί τόσο φτηνό
κι άδοξο τέλος να ’χει
τ’ ανθρώπινο δημιούργημα
μετά από τέτοια μάχη.
Δεν ημπορεί-κάπου ψηλά
κάτι θα πρέπει να ’ναι
που μάτια δεν το βλέπουνε
και ας καλοκοιτάνε,
που δε θ’ αφήσει να χαθεί
για πάντα η ύπαρξή μας-
που σ’ ένα μέρος μυστικό
θα κρύψει τη ζωή μας
σαν η φρικτή συντέλεια
του κόσμου μας θα ’ρθεί-
που-όχι- ποτέ δε θ’ άφηνε
το είναι μας να χαθεί.
Μέγα ένα χέρι στοργικό
ψηλά θα μας σηκώσει
κι από τη λάβα που κυλά
τον άνθρωπο θα σώσει.
Και φιλικά, προσεχτικά
την όμορφή μας ζήση
σε μονοπάτια όμορφα
σιγά θα την αφήσει.
Ψηλά στις κορφές
Ψηλά στις κορφές
τραγούδια πετούνε
τραγούδια ανασαίνουν
ψηλά στις κορφές.
Καθάριες φωνές
στα όρη μιλούνε
στα ουράνια ανεβαίνουν
καθάριες φωνές.
Τραγούδι ρυακιού
στη γη κατεβαίνει
γλυκά μας μεθάει
τραγούδι ρυακιού.
Πουλιού η φωνή
καρδιές ανασταίνει
μ’ αστέρια μιλάει
πουλιού η φωνή.
Λαμιώτισσα
Για πες μου πού δουλεύεις
περιστεράκι μου
για πες μου πού δουλεύεις
κυπαρισσάκι μου.
Αν είσαι χαρτορίχτρα
να δω τη μοίρα μου
αν είσαι σερβιτόρα
να πιω τη μπύρα μου
μανικιουρίστα αν είσαι
να δεις τα νύχια μου
ψυχίατρος, ν’ ανοίξω
σε σε τα μύχια μου.
Κι αν είσαι νοσοκόμα
γλυκιά λαμιώτισσα-
κι αν είσαι νοσοκόμα
τρέξε κι αρρώστησα.
Εις χουν...
Κι αν έχεις πάει στο Παρίσι
κι αν βίλλα εξοχική σου χουν χαρίσει
μ’ αγάλματα στον κήπο και αλέα
για να κουτσομπολεύεις με παρέα
κι αν σ’ έχουν για τον κήπο σου βραβεύσει-
χους ει και εις χουν απελεύσει.
Στους παγετώνες του βορρά κι αν πήγες
κι οι αναμνήσεις σου δεν είναι λίγες-
το βόρειο σέλας θαύμασες πολύ
μια Εσκιμώα σου δωσε φιλί
κι αν έλκυθρο ταράνδου έχεις ιππεύσει-
χους ει και εις χουν απελεύσει.
Αν είδες από πρώτο χέρι
τα θαυμαστά της γης τα μέρη
κι αν έντονη έχεις ζήσει μια ζωή
τίποτα δε σε σώζει-ένα πρωί
στον τάφο το κουφάρι σου θα οδεύσει:
χους ει και εις χουν απελεύσει.
Η κορνίζα
Μια κορνίζα κρεμασμένη
κι ένα ποίημα ερωτικό
μια φωτιά είναι κρυμμένη
και καλό διεγερτικό.
Κι όταν μπαίνουν οι κοπέλες
και το ποίημα διαβάζουν
όσες μέσα γράφει τρέλες
με χαρά τις δοκιμάζουν.
Μα η καινούργια μου κοπέλα
την κορνίζα την πετά
και "εγώ ποίημα κι εγώ τρέλα"
λέει ως λάγνα με κοιτά.
To καπέλο
Τραβάει το κατσίκι της
μ’ αυτό πισωγυρίζει
χόρτο μοσκομυρίζει
και ξελιγώνεται.
Τα βάζει με την τύχη της
που αντί κυρία να ’ναι
γι αυτήνε να πονάνε
πρωί σηκώνεται
και τρέχει να βοσκήσει
στον κάμπο ξένα γίδια
άγρια να τρώει απίδια
γυμνούλα να γυρνά.
Όχι-άλλο δεν αντέχει
θα κατεβεί στην πόλη
και τη ζωή της όλη
ωραία θα περνά.
Με μόδες θα περνάει
με κρέμες και κραγιόν
κολιέ και μενταγιόν
θα χει φανταχτερά
και κάτι που μεθάει
καθώς το σκέφτεται
(γι αυτό προσεύχεται)
καπέλο και φτερά.
Τα μακρινά
Σαν να πετώ σε ουρανού
καινούργιου τους αιθέρες
σαν πια να μην υπάρχουνε
οι νύχτες και οι μέρες.
Σαν να σταμάτησε η ροή
του χαροκλέφτη χρόνου
και σαν η αίσθηση η καυτή
να χάθηκε του πόνου.
Σαν των κρυφών των λογισμών
να στέρεψε η πηγή
κι οι μαχαιριές στα σώματα
δεν κάνουνε πληγή.
Σα σ’ άνθρωπων παράξενων
τη γη να ’χω βρεθεί
που πάνω της μιαν άφατη
γαλήνη έχει χυθεί.
Σαν να μη ζω πια στων στιγμών
τα δίχτυα που τρομάζουν
και πόσο-α πόσο μακρινά
τα χτεσινά μου μοιάζουν.
Να πλύνω
Σαν με τραβά η στενοχώρια
και με κατέχει ο θυμός
της φαντασιάς στενεύουν τα όρια
της λογικής φράζει ο ηθμός.
Με βιάση μια τότε ξεχύνω
πα’ στο χαρτί το καθαρό
ποτάμια γράμματα, να πλύνω
το νου με κάτι δροσερό.
To δροσερό εδώ οι λέξεις
που σαν παιδιά χοροπηδούν
και που μαζί σου όσο τ’ αντέξεις
δε σώνουν να παιζογελούν.
Σιγά οι ιδέες ξανανιώνουν
και αποδιώχνονται οι καημοί
και πάλι οι σκέψεις ξεδιπλώνουν
πάλι καπνίζουν οι βωμοί.
Κι από τον πόνο απομένει
κι εκείνη μόλις αισθητή
μικρή μια θλίψη προορισμένη
κι αυτή γοργά να ξεχαστεί.
Τα δυο φιλιά
Περίμενε και θα ’ρθουν δυο φιλιά
θα ρθούν από μακριά για σένα
στην καυτερή τους την αγκαλιά
να σε τυλίξουν λαχταρισμένα.
To ’να της άγριας αγάπης θα ‘ ναι
τ’ άλλο του θάνατου το κρύο φιλί
κι έτσι τα δυο καθώς θα σε πονάνε
πες αν μπορείς ποιο καίει πιο πολύ.
Γυρισμός
Του γυρισμού η ευτυχία το βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της δουλειάς
του θάνατου η λύτρωση ένα βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της ζωής.
Τουλάχιστο
Αν είσαι πάνω και μας κοιτάζεις
λαών τις μοίρες και αν χαράζεις
τότε αλίθωρος πρέπει να ’σαι
μεγαλοδύναμε, ή να κοιμάσαι.
Αν είσαι πάνω και μας κοιτάζεις
ζωές ολόκληρες κι αν ρημάζεις
τότε φιλεύσπλαχνος διόλου δεν είσαι
μεγαλοδύναμε κι ας θεωρείσαι.
Αν είσαι πάνω και μας κοιτάζεις
κι αν έχεις δύναμη να διατάζεις
κι είσαι καλός, πάψε να παίζεις
και τους πιστούς σου να περιπαίζεις.
Μεγάλωσέ μας-δυνάμωσέ μας
δώσε ν’ αντέξουμε στα φοβερά
τ’ άγρια αστραπόβροντα που πανωθέ μας
εξαπολύεις τα φοβερά.
Μ’ απ’ όλα πιότερο αν είσαι αλήθεια
κι αν έχεις άντρα καρδιά στα στήθια,
σε μας τους άντρες δώσε καρδιά
τα χρέη να σ’ κώσουμε τα φοβερά
που συ μας έταξες να βαστούμε.
Μ’ ακόμα αν ίσως-άκου κι αυτό-
μες στη ζωή μας να κουραστούμε
ή να κιοτέψουμε το ’χεις γραφτό,
χωρίς καθόλου να στο ζητήσει,
σε τέτοιον άντρα-δεν είναι δίκιο;-
που συ του στέρησες μια αντρίκια ζήση
δώστου τουλάχιστο θάνατο αντρίκιο.
Στη Γαλήνη
Από κει όπου ήρθα θα πάω
ως ποτέ να μην είχα
εις τη γη πάνω υπάρξει.-
την ψυχή της ταράξει.
Όλα είναι στην τρίχα
και γι αυτό δε ρωτάω.
Θα βρεθώ σ’ ένα τόπον οικείο
σα βρεθώ στη Γαλήνη
και στο κρύο του Τίποτα
και θα πίνω ηδύποτα
από της Λήθης την κρήνη
σ’ ένα κύπελλο λείο.
Της Πλάνης
Ο ουρανός μου βρέχει αίμα
χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο μου κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’ ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής μου τ’ άθλιο ψέμα.
Μα με τσιμέντο έχει πετρώσει
κι έχει με σίδερο πλαστεί
της Πλάνης τ’ άγριο πουλί
και ίδια ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά έχει σκεπαστεί
που ολόγυρά του έχει απλώσει.
Καμιά φορά
Καμμιά φορά δεν ειν’ νερό οι χοντρές σταγόνες
που μανιασμένα μαστιγώνουνε τη γη
αλλά τα δάκρυα των φτωχών που για αιώνες
συνάζονται και πέφτουνε χτυπώντας μας μ’ οργή.
Όλα φθορά
Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μια αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.
Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
ο βίος είναι μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.
Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία,
όλα στο κόστος-μικρή αξία.
Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
προς δύο μέτρα χώμα νωπό
κι όλη η ζωή μας μία οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.
Όπου μας πάνε
Χωρίς ν’ ανήκουμε σε μιαν ομάδα
χωρίς κουρτίνες στα μάτια εμπρός
της σκέψης άσβηστη πάντοτε η δάδα
το δόγμα αιώνιος για μας εχθρός.
Χωρίς δεσμεύσεις και παραζάλη
το δρόμο παίρνουμε τον καθαρό
κι αν λάθος κάνουμε πάλι και πάλι
δρόμο αλλάζουμε με τον καιρό.
Πολλές προτάσεις να ενταχτούμε
σε κάποια φόρμα ελκυστική
στραβά τα ίσια για να δεχτούμε
και να μη μένουμε και νηστικοί.
Όμως ελεύθερο το πνεύμα να ’ναι
άλλη ωραιότερη δεν ειν’ χαρά.
Ζητιάνοι να μαστε κι όπου μας πάνε
τα όνειρά μας τα καθαρά.
Ο τυφλός
Είμαι ένας "τυφλός", δίχως "χέρια".
Γεννήθηκα έτσι.
Οι άλλοι μ’ "αγγίζουνε" λένε,
με «βλέπουν"
και μου λεν ιστορίες
για ανθρώπους με "χέρια"
για ανθρώπους με "μάτια"
και μου λεν πως υπάρχει ένα κάτι
που ονομάζουνε "φως"
που επαίρονται ότι
μόνο εκείνοι μπορούνε να ξέρουν.
Α! Εκείνο που αυτοί δε γνωρίζουν
Α! Εκείνο που αυτοί αγνοούνε
είναι ότι εγώ μες στο φως όλος πλέω
και τα χέρια τους όλα
πως κρατώ μες στα χέρια μου.
Ο βωμός
Σαν τους αρχαίους έλληνες έχω κι εγώ υψώσει
ένα βωμό στη μέγιστη την άγνοια μου την τόση
ένα βωμό που τον κρατώ μες στην ψυχή βαθιά μου-
ένα βωμό στο Άγνωστο και Μέγα ποίημά μου.
Υπάρχει ο άγνωστος θεός-όλα μου το φωνάζουν
και όλοι οι άλλοι μου θεοί το δρόμο του ’τοιμάζουν;
ξέρω, σε κάποιο γύρισμα του βίου μου του φαύλου
θα γροικηθεί λυτρωτική η φωνή του Θείου Σαύλου.
Αυτή που αγαπάω
Αυτή που αγαπάω
μαζί μου περπατάει
αυτή που αγαπάω
μ’ αγγίζει-με φιλάει.
Αυτή που αγαπάω
με γλύκα μου μιλάει
αυτή που αγαπάω
στ’ αστεία μου γελάει.
Αυτή που αγαπάω
στα μάτια με κοιτάει
μα, αυτή που αγαπάω,
αλί-δε μ’ αγαπάει.
Τώρα
(στη Βασιλική)
Ας πέθαινα τώρα
που ο ήλιος σκορπά, τόσο λάμπος.
Ας πέθαινα τώρα
που άνθη γεμάτος ο κάμπος.
Ας χάνομουν τώρα
στο κύμα βαθιά το ζεστό κι απαλό
που έτσι με πνίγει
καθώς το γλυκό σου το στόμα φιλώ.
Ας έσβηνα τώρα
στου έρωτα μέσα τη θείαν ορμή
που όταν τ’ αγγίζω
με βια ξεχειλίζει τ’ ωραίο σου κορμί.
Ας έλιωνα τώρα
μες σ’ ό,τι απρόσμενα έτσι ποθώ-
πριν τ’ όνειρο σβήσει
βαθιά στον αιώνιο τον ύπνο ας δοθώ.
Ας πέθαινα τώρα
που τρόμος τον ύπνο δεν κόβει.
Ας πέθαινα τώρα
που έχουν πεθάνει όλοι οι φόβοι.
Μη γεράσεις ποτέ
Μη γεράσεις ποτέ.
Μην αφήσεις το χρόνο ν’ ασπρίσει τα μαύρα μαλλιά σου.
Μη γεράσεις ποτέ.
Και ποτέ μια γυναίκα πως δε βρήκε ζεστή τη θερμή αγκαλιά σου
μην αφήσεις να πει.
Μη γεράσεις ποτέ.
Η παιδιάστικη φλόγα των ματιών σου ποτέ ας μη σβήσει
κι ότι όλες τις χάρες της ζωής έχεις ζήσει
ποτέ μην το πεις.
Όταν σκύβεις ποτέ
μη σε σπρώχνει το βάρος κάποιας άθλιας καμπούρας
και τα δυο σου τα χέρια
μη γνωρίσουν ποτέ
τη λαβή της μαγκούρας.
Σκύβε μόνο σα θέλεις
λουλουδάκια να κόψεις σε κοπέλα να πας
και μαγκούρα να παίρνεις
μοναχά όταν θέλεις μαγκουριές να σκορπάς.
Αλλ’ απ’ όλα πιο πάνω
μια να είναι η ελπίδα-μια να είναι η ευχή σου-
να μη δεις μια ρυτίδα
να χαράζει κρυφά την ψυχή σου.
Κι αν θα δεις κάποια μέρα
πως αμφίβολες γνώμες σου ζαλίζουν τη σκέψη
κι ότι άλλα πιστεύει η ψυχή
απ’ αυτά που χε πρώτα πιστέψει-
κι αν θα δεις κάποια μέρα
πως αδύνατο είναι όλα τούτα να κάνεις
μη διστάσεις ποτέ-
το καλλίτερο είναι στη στιγμή να πεθάνεις.
Επί του πιεστηρίου
Μια τέτοιου είδους ταραχή
πρώτη φορά τη νιώθω...
Τι χτύποι εκείνοι της καρδιάς!
Τι χλώμιασμα! Τι μέθη!
Πώς γίναν κρύα τ’ άκρα μου!
Πώς μ’ άδραξεν η ζάλη!..
Και τέλος όταν μπόρεσα
πάλι να κυριαρχήσω
στον εαυτό μου-τι αλλαγή
μέσα μου είχε γίνει-
πώς μ’ είχε κάνει ο έρωτας
παντοτινό του σκλάβο!
To κομμάτιασμα του Ορφέα
"Παρ’ το μαχαίρι!
Κόψ’ του το κεφάλι!
Χώρισ’ το από το σώμα
που γυναίκα καμιά να το χαρεί δεν είχε αφήσει
αφότου έχασε την Ευρυδίκη. Κόψ’ το!
Βαθιά του χώσε το μαχαίρι!
Και μες στην κίνησή σου όλη βάλε
την πίκρα που μας είχε ποτισμένες:
να τον ποθούμε μεις κι αυτός να φεύγει
κι ανέραστος να μένει
λες κι από μας καμιά γυναίκα η Κύπρι
με ωραίο σώμα δεν επροίκισε
και δεν της έχει δώσει τέχνες
και νάζια της γλυκιάς αγάπης.
Βάλε στο χέρι την εκδίκησή μας
γιατί απρόσεχτες μας είχε αφήσει.
Απρόσεχτη να μένει η γυναίκα...
και πώς ο κόσμος μας θα προχωρήσει;
πώς τ’ άλλο το πρωί θα έβγει ο ήλιος;
πώς θα λαλήσει στο κλαρί τ’ αηδόνι;
Χτύπα λοιπόν! Του πιάνω τα μαλλιά του
και τούτη βάνω τη μεγάλη πέτρα
κάτω απ’ τον ασπροκέρινο λαιμό του.
Α! Έτσι! Να λοιπόν η κεφαλή σου
που τέτοια σου λεγε να πράττεις έργα.
Χείλη αφίλητα...
μαλλιά και στήθη αχάϊδευτα
απ’ του έρωτα το χάδι...
Τι να σας πω;..
Να πάτε να χαθείτε;
Χαμένα ήσασταν και πριν και τώρα.
Χαμένο ό,τι δε βρίσκει την αγάπη.
Δος το μαχαίρι.
Βγάλ’ του το μανδύα-όσα κομμάτια του χουν απομείνει από το ξέσχισμα που με τα νύχια του εκάμαμε
όσο ακόμα εκείνος ζούσε.
Γύμνωσ’ το στήθος του που σαν μια πέτρα
έχει αναίσθητο πια τώρα μείνει.
Γύμνωσ’ το να το δούμε τώρα κάνε
γιατί τις πλάτες του ξέραμε μόνο.
Γύμνωσ’ το στήθος του να το ξεσκίσω
και να του ξεριζώσω την καρδιά του...
Καρδιά κι αυτή... κρυότερη απ’ το χιόνι...
Βράχος αν ήτανε θα με κοιτούσε
όταν γυμνή εφάνηκα μπροστά του
τάχα τα ρούχα μου πως είχα χάσει.
Τρίχες πυκνές... κατάμαυρες... λες θέλουν
και πεθαμένον να μας τόνε κρύψουν...
Πάρε το χέρι σου…
Να! Πάρ’ την πρώτη!
Να και τη δεύτερη!
Να και την τρίτη!
Μία για κάθε όχι σου σε μένα.
Ζεστό κι αχνίζει το κορμί του ακόμα…
Ζέστα κι αχνός που όσο κι αν ποθούσα
δεν μπόρεσα ποτέ μου να τα νιώσω.
Πάρε και τούτη! Αντίσταση πια τώρα
δε θα μου φέρεις. Ότι θέλω κάνω
απάνω στο δικό μου πια κορμί σου.
Να η καρδιά...
φέρε και το κεφάλι...
Ας γίνουνε ψαριών τροφή τα δυο τους
στη θάλασσα-στο κύμα τα πετάω..."
Στην πρώτη
Υπέροχο βράδυ.
To βιβλίο γυρισμένο στην πρώτη του σελίδα.
To φεγγάρι στην πρώτη του λάμψη.
Η θάλασσα στην πρώτη της μαγεία
και συ κλεισμένη στην πρώτη σου αγνότητα.
Με ζώα
Παλιά για να ’βρεις αγκαλιά
παλιά για να ’χεις δυο φιλιά
με την ντροπή είχες να παλέψεις
και τα φιλάκια να τα κλέψεις.
Πριν απ’ τη φλόγα των μελών
είχες τη φλόγα των παρειών
την απαλή πρώτα να σβήσεις
προτού την άλλη να τρυγήσεις.
Μα τη δική της πεθυμιά
’μένα δεν έστερξε καμιά
με τη δική της να ταιριάξει-
ερωτικά να με κοιτάξει.
Τώρα οι κοπέλες η ντροπή
ούτε που ξέρουν τι θα πει
και σαν τα ζώα ζευγαρώνουν
αμέσως μόλις ανταμώνουν.
Έξαψη μόνο την παρειά
την κοκκινίζει τώρα πια
και αγριάδα κι αντροσύνη
σεμνότη και ντροπή έχουν γίνει.
Έτσι γυναίκειο χάδι εγώ
ούτε και τώρα δεν τρυγώ.
Κι ούτε καμιά προσπάθεια βάνω:
με ζώα τι έρωτα να κάνω.
Απ’ το χώμα
Τι θες το γέλιο άνθρωπε
αφού δεν ξέρεις πότε
και πόσο πρέπει να γελάς…
τη λύπη άφησέ την
αφού λυπάσαι πράγματα
που λύπη δεν αξίζουν...
Χαρά, θυμό, αφοσίωση,
έκπληξη, αδιαφορία,
πέταξ’ τα αφού δεν έμαθες
σε ποιόνε να τα δείξεις.
Ύστερα τα Ιδια πρόσωπα
που τώρα αξιζουν τούτο
αύριο τ’ άλλο απαιτούν
και πάει πια χαμένο
κι άπρεπο μοιάζει όποιο πριν
αίσθημα είχες νιώσει.
Κάθισε μόνος στη γωνιά
του δωματίου σου κι άσε
ό,τι αισθάνεσαι, εκειδά
στους τοίχους να χτυπάει-
στο πάτωμα να σέρνεται
να πίνεται απ’ το χώμα.
To κάτεργο
Όσο περσότερο με αγνοεί
τόσο μ’ανάβει το μεράκι
να τήνε δω ένα πρωί
για με να λιώνει σαν κεράκι.
Μα είμαι σίγουρος σα γίνει αυτό
πως τότε εγώ εκείνος θα ’μαι
που την καλή μου θ’ αγνοώ-
ναι, έτσι σίγουρα θε’ να ’ναι.
Λοιπόν μου φαίνεται πως μια
σκλαβιά ειν’ η αγάπη-τίποτ’ άλλο
και πως δεν ειν’ ο έρωτας παρά
μόνο ένα κάτεργο μεγάλο.
Σας ξέρω
Για σας ξέρω πριν έρθετε
γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω.
Ξέρω για σας πριν τα καλέσματα μου στείλουν
οι ανάπηροι αντάρτες
πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός
ηχήσει άπνους
πάνω απ’ τη στάχτη των ιδανικών μας.
Για σας που πολεμήσατε
τον ίδιο εχθρό πριν από μένα
ξέρω πολλά:
ήμουν το βάρος στο σφυρί κι η κόψη στο δρεπάνι.
Χιόνι στον Ισημερινό
Πρωτόειδωτες μέρες ξανοίγουν μπροστά μου.
Οι παλιές σε σκότος βαθύ βυθισμένες.
Ημέρες λαμπρές μου σμιλεύουνε τώρα οι αιθέρες-
ημέρες που σ’ άσβηστα φώτα λουσμένες
με μύρα χαράς κι ευτυχίας με πνίγουν.
Εγώ είμ’ εκείνος που ακόμα
ως χτες στο χαμό ήμουν δοσμένος;
που μες στο ζεστό καλοκαίρι
τον κρύο χειμώνα είχα ταίρι;
Εγώ ειμ’ αυτός που ως τα χτες ήμουν ξένος
σε κάθε ανθηρό και χαρούμενο γιόμα;
Ας λείψει λοιπόν από μπρος μου
ας φύγει για πάντα από μένα
η λύπη. Η κρήνη ας στερέψει
του Πόνου-η Χαρά ας με στέψει
και όσα έχω δάκρυα ως τώρα χυμένα
ζωή τόσες μέρες ευφρόσυνες δος μου.
Ολόπικροι
Και τι έγινε η χλόη η χτεσινή;
Μαυρίλα τώρα-χάλασμα σε γη και σ’ ουρανό.
Και τι έγινε το δέντρο μας που ορθώνονταν τρανό
και που ’ναι η θωριά του η γιορτινή;
Τ’ άνθη του που θερμαίναν την καρδιά
ποιος κρύος τα εσκόρπισε αέρας σαρωτικός
ποιος μανιασμένος δαίμονας σαν νύχτα σκοτεινός
του γύμνωσε από φύλλα τα κλαδιά;
Και άραγε ποια ώρα μισερή
έτσι σε πήρε απρόσμενα μακριά από με καλή μου
κι αχάριστο μαραίνεται στο στόμα το φιλί μου
κι ολόπικροι με βρήκανε καιροί;
Απ’ το Πλατύ
Μια μαυρομάτα απ’ το Πλατύ
γεμάτη νάζι περπατεί.
Με το νου χαδολογιέται
και κουνιέται και λυγιέται.
Ας την έφερνε κοντά μου
ως εφύσα θε μου ο μπάτης
κι ας γινόνταν και δικά μου
τα γλυκοκουνήματά της.
Μια μαυρομάτα απ’ το Πλατύ
ρόδα σκορπά όπου πατεί.
Με το μύρο τους πλανιέται
κάποιος νιος κι αποκοιμιέται.
Irises (Van Gogh)
Και βέβαια οι ίριδες ανθίζουνε το Μάη
στου Αγίου Παύλου της Μωσόλ το μοναστήρι
κι όταν κανείς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο κοιτάει
ένα πολύχρωμο θα δει μπροστά του πανηγύρι.
Μα του ζωγράφου η ματιά τις ίριδες τις θέλει
μες σ’ ένα γκρίζο πήλινο χωριάτικο κανάτι
και από κει τα φύλλα τους να υψώνονται σα βέλη
και λυπηρά μηνύματα να στέλνουνε στο μάτι.
Τις θέλει να στριμώχνουνε τ’ αβρά στηρίγματά τους
μες στου δοχείου το στενό καμπυλωμένο στόμιο
θέλει κρυμμένη να κρατεί εκεί μέσα τη χαρά τους
σε σχήματα που ουτ’ ένα τους με τ’ άλλο δεν είν’
όμοιο.
Και θέλει τ’ άνθη τα μαβιά να γέρνουν κουρασμένα
και να γεμίζουν την ψυχή με πένθιμες εικόνες
και θέλει τα να μοιάζουνε πουλάκια πεθαμένα
κι ελπίδες που τις σκέπασαν της λησμονιάς οι
σκόνες.
Και κάποιο ανθάκι εκεί δεξά, ψηλά ψηλά το στήνει
και με ποτάμια αιμάτινα στολίζει τη θωριά του
κι είναι σαν η ύστατη ζωή στ’ άνθος αυτό να σβήνει
ή σαν το φάντασμα εκεί να στέκει του θανάτου.
Καίγονταν
Δωμάτιο αγαπημένο
του έρωτά μου κόνεμα και καταφύγιο
του έρωτά μου του θερμού φωλιά
φωλιά του έρωτά μου του άγριου και του γλυκού
και του πικρού και του στιφού έρωτά μου
δωμάτιο του έρωτά μου
με το μικρό κρεβάτι στη γωνιά
το κομοδίνο και τη σταχτοθήκη
το τραπεζάκι με το ράδιο
και την καρέκλα όπου έβαζε
και την καρέκλα όπου απίθωνε
και την καρέκλα όπου έβγαζε
τα ρούχα της η αγαπημένη
και κάθε μέρα έπρεπε άλλη καρέκλα
στη θέση της παλιάς να βάζω
γιατί εκείνη ή καίγονταν στην επαφή
ή πέταγε μαζί τους στα ουράνια.
Αρκεί να ξέρεις
Ντύσε όπως θέλεις την επιθυμία
Βάλτης φορέματα φτηνά ή επιτηδευμένα
βάλτης αρώματα λεπτά ή όπως των πορνών
(ντύστηνε ακόμα μ’ ένα φόρεμα "αγάπης"
αν τόσο είσαι διεφθαρμένος)
βάλτηνε να ξαπλώσει στη βρωμιά τη γουρουνίσια
ή στη χλιδή παράδωσέ την-
αυτά ποικίλλουνε κατά τις περιστάσεις
και τις δυνατότητες του καθενός.
Αρκεί να έχεις πάντα στο μυαλό σου
πως η Επιθυμία είναι μια κι η ιδια πάντα
είτε έτσι τήνε ντύσεις είτε αλλιώς
εδώ είτε αν τη βάλεις είτε παραπέρα.
Αρκεί να ξέρεις ότι όλα αυτά είναι ψιμύθια φτιασιδώματα και τσιριμόνιες
κι ότι η Επιθυμία στέκει από κάτω τους
αλύγιστη ασυμβίβαστη και πάντα καθαρή-
λίγο αηδιασμένη μόνο από τα μασκαρέματα-
αρκεί να ξέρεις ότι κάτω απ’ όλα αυτά στέκει ο πόθος
όπως μια τίγρις πεινασμένη στέκει
κάτω από μία χούφτα χαρτοπόλεμο.
Αρκεί να ξέρεις...
Αδρό
Δεν είναι που δε σ’ έφεραν οι κάμποι
τα πέλαγα κι η άμμος της ερήμου
δεν είναι που η χάρη σου για να ’μπει
εγκρέμισα τους τοίχους της ζωής μου .
Δεν είναι που προσμένοντας εσένα
δε γνώρισα χαρά καμίαν άλλη
ουτ’ είναι που ακλουθώντας με η πέννα
για σε μονάχα εβάλθηκε να ψάλλει.
Μα είναι που του Χρόνου το ατλάζι
καθώς θα δειλοστέκεις από πίσω
παχύπλεχτο κι αδρό θα σε σκεπάζει
και πια, αγάπη, δε θα σε γνωρίσω.
Με πατούνε
Μακριά από τους ανθρώπους δεν τολμάω
τους άσπλαχνους κι αδίσταχτους να ζήσω
μακριά από τους ανθρώπους που αγαπάω
δε γίνεται να φύγω-να χωρίσω.
Κι αφού στην κεφαλή τους δε με θε’ νε
και λεν ότι στη μέση τους στενεύω
κι αφού και στην καρδιά τους όπως λένε
αντί να τη μερεύω την παιδεύω
στο πέλμα τους μονάχα το τριζάτο
εβρήκα να κρυφτώ-κι ως περπατούνε
και φέρνουν τον πλανήτη άνω κάτω
με λιώνουν-με σκοτώνουν-με πατούνε.
To χορτάρι
Η πέτρα περφανεύονταν
στ’ άγουρο χορταράκι:
"Χρόνια χιλιάδες μ’ έπλασαν.
Σε τούτο το ρυάκι
που τώρα μέσα βρίσκομαι
χιλιάδες πάλι χρόνια
για να χαθώ χρειάζονται.
Σύ μες στην καταφρόνια
της μονοετούς σου ύπαρξης
για λίγο θε να ζήσεις
κι ύστερα θέλεις η δε θες
απ’ τη ζωή θα σβήσεις."
Κι έτσι στην πέτρα απάντησε
το πράσινο χορτάρι:
"Και αν το θέρος φεύγοντας
μαζί του θα με πάρει
όμως η άνθινη Άνοιξη
πάλι θα μ’ αναστησει
όταν με τ’ άγια μάγια της
τις ρίζες μου ποτίσει.
Κι έτσι ατέλειωτα θα ζω
για πάντα κάθε χρόνο
όταν θα μένει από σε
η ανάμνησή σου μόνο.
Κι ακόμα ετούτο άκουσε-
οκνό εγώ δε μένω
και δεν αντριεύω δέχοντας
στη ράχη μου ό,τι ξένο
θα τύχει ν’ αποθέσουνε
διαβαίνοντας οι άλλοι
όσο κι αν είναι αυτοί μικροί
όσο κι αν ειν’ μεγάλοι.
Εγώ μοχθώ ασταμάτητα
κι ακούραστα δουλεύω
και με του σκότους τα θεριά
ολοζωής παλεύω
κι ό,τι οι αιώνες πάνω σου
σιγά σιγά αποθέτουν
κι άβουλη έτσι κι άτολμη
κι άζωη σε συνθέτουν
τα παίρνω εγώ μονάχο μου,
τα τρίβω, τα μερεύω
τ’ αλέθω μες στις ρίζες μου,
τα σκίζω, τα παιδεύω
τα πελεκώ ν’ ασπρίσουνε
τα λιάζω να ξανθίνουν
τα πλένω με τα δάκρυα μου
κι αφού δικά μου γίνουν
με κείνα τ’ ανεμότρεμο
λιανό κορμί μου χτίζω
και μόνο μου ανασκώνομαι
και μόνο μου καρπίζω»
Σβηστά
-Γιατί σε χάδι δεν απλώνεις
χέρι; Γιατί στόμα πικρό
όταν μιλάς μόνο πληγώνεις;
Λόγο γιατί δε λες γλυκό;
Τόσα θερμά η ψυχή που κλείνει
τάχα γιατί να μην τα λέει;
Γιατί χαρά ούτε σ’ άλλους δίνει,
γιατί κι αυτή στο δάκρυ πλέει;
Φωνή γιατί βραχνή να βγαίνεις;
Μάτι γιατί κοιτάς σκληρά
και την ψυχή δεν αλαφραίνεις
και την καρδιά πονάς βαθιά;
-Φόβος μας δένει και μας έχει
σφιχτά, αμίλητα, κλειστά.
Φόβος μεγάλος μας κατέχει
και μας κρατεί κεριά σβηστά.
-Σπάστε το φόβο. Κλείσετέ τον
αυτόν αντίς σας φυλακή
κι εκεί για πάντα αφήσετέ τον
και σεις εβγείτε από κει.
Και αντηχήστε μες στη ζήση
την απαλόσυρτη φωνή
και αδερφώστε με τη φύση
που λείποντάς της σεις πονεί.
-Σώπασε μη σ’ ακούσει ο φόβος
και μας κλειδώσει πιο βαθιά
και το σκοτάδι γίνει ζόφος
και μας λιανίσουν τα σπαθιά.
Σώπα και κάθισε μαζί μας
ως να ’ρθει η ώρα η στερνή
που τότε μόνο η φυλακή μας
λεύτερος κάμπος θα γενεί.
Τότε-α-τότε ό,τι κλειούμε
στα σωθικά μας-ό,τι κλεις
πλέρια τριγύρω θα σκορπούμε
κι όλα μ’ αγάπη θα φιλείς.
Σώπα! Πολλά ’χουμε μιλήσει.
Τα λόγια ετούτα τα στερνά
ας είναι που έχουμε ψελλίσει.
Σώπα! Ο φόβος κυβερνά!
Η κατάκτηση
Γη τόσα χρόνια προσπαθώ
δική μου να σε κάνω
μα δεν μπορώ. Μες στο υγρό
στοιχείο σου σαν μπαίνω
ή θα ’μαι καρυδότσουφλο
στα κύματά σου επάνω
ή κρύο θα ’ναι και απέ
αμέσως αρρωσταίνω.
Αν στα βουνά σου ν’ ανεβώ
ο δόλιος προσπαθήσω
πρέπει καλά να με φυλάει
ο φύλαξ άγγελός μου
γιατί έτσι και στα βράχια σου
τα μυτερά γλιστρήσω
δε με γλιτώνει απ’ αυτά
η τύχη όλου του κόσμου.
Κι όλα το ίδιο: σα βρεθώ
μες σ’ έρημο διψάω,
στα χιόνια και στους πάγους σου
αμέσως ξεπαγιάζω,
στο φως του ηλιού σου καίγομαι,
κι αυτό που ’ναι να φάω
πρέπει από μέσα σου με ιδρώ
και μ’ αίμα να το βγάζω.
Απ’ τα δεντράκια θέλησα
που πάνω σου φυτρώνουν
ν’ αρχίσω την πολύπαθη
για με κατάκτησή σου-
με τις ριζούλες που γερά
στα σπλάχνα σου απλώνουν
να στείλω σήματα ζεστά
για με μες στην ψυχή σου.
Μα οταν πάνω τους βρεθώ
και πάω να τους μιλήσω
φυσάς και ο αέρας σου
με στελνει κάτω πάλι
και πάνω σου αναγκάζομαι
πάλι να περπατήσω
κάπου αφού πρέπει να πατώ
και γη δεν έχω άλλη.
Κι έτσι τα χρόνια φεύγουνε-
συ μια κακή ερωμένη
που απρόθυμα με ανέχεσαι
κι εγώ ένας άθλιος πλάνης
που πρέπει τα καπρίτσια σου
όλα να υπομένει
και από πριν να σου σχωρνά
ό,τι κακό κι αν κανεις.
Κάτι μου λέει όμως πως
η μέρα πλησιάζει
που τέλος το αβάσταγο
θα πάρει αυτό παιχνίδι
πως να! σε λίγο η κακιά
η μοιρα μου αλλάζει
καθώς το δέρμα το παλιό
αλλάζει ένα φίδι.
Κάτι μου λέει πως γρήγορα
σε μένα συ θα δώσεις
τη χάρη της κατάκτησης
ολόκληρης της Πλάσης:
τα ωχρά και κρύα χέρια σου
σε μένα πως θ’ απλώσεις
και το νεκρό μου το κορμί
με πάθος θ’ αγκαλιάσεις.
Ελε(ει)νότατες
Ήθελα να ’ξερα γιατί όλοι οι ποιητές
γράφουν κι από ’να ποίημα για την Ελένη-
μια πόρνη εκεί...
κι αφήνουν ατραγούδητες τόσες Ελένες άλλες-
τι λέω Ελένες...Ελε(ει)νότερες...
Ελε(ει)νότατες μπορώ να πω...
Ασφυκτικά
Βλέπω τις μέρες που εμπρός-
εμπρός μου στέκουν κι όχι πίσω.
Εκείνες είναι ο εχθρός-
αυτές μπροστά μου θ’ απαντήσω.
Για κείνες θρήνος από πριν
αρμόζει-θρήνος από τώρα.
Σε κείνες ζουν όλα τα "πλην"
και τα θεριά τα χαροβόρα.
Σ’ όλες τις μέρες της ζωής
ήτανε τ’ άγρια μοιρασμένα
μα σα μια μέρα σβήσει, ευθύς
όσα θεριά κρατεί κρυμμένα,
στου μέλλοντος θα στριμωχτούν
τις άφαντες ακόμα μέρες
και τώρα οι μέλλουσες κρατούν
και κείνων όλων τις φοβέρες.
Κι όλο και πιο ασφυκτικά
γεμίζει πόνο κάθε μέρα
κι όλο και πιο αναιμικά
έχουμε μεις φως και αέρα.
ώσπου τη μέρα τη στερνή
ασήκωτο μολύβι ο Πόνος
λάμα στο στήθος να χωθεί
και να σωθεί για μας ο Χρόνος.
Με ρόδα
Με ρόδα σου στολίζω μυρωμένα
τα μακριά μαλλια τ’ αγαπημένα.
Χάρου! Ευφραίνου! Βέλος η ομορφιά σου
στο τόξο του παμφάγου Χρόνου. Βιάσου.
Ούτε για πάντα θα ’χεις στολισμένα
με ρόδα τα μαλλιά σου, ούτε εμένα.
Γύρνα δεξά σου κοίτα, έρχεται άλλη
το σκήπτρο από τα χέρια σου να πάρει
και στέμμα της το στέμμα σου να βάλει.
Και γύρισε ζερβά και κοίτα πάλι
τον μαύρο λαοβόρο καβαλάρη
που έρχεται και τους δύο μας να πάρει.
Μάτζυ
Όταν εσύ κι εγώ ήμασταν νέοι Μάτζυ
όλα τελούνταν μες στο αίμα μας.
Όταν εγώ κι εσύ Μάτζυ φιλιόμασταν
έλαμπε διπλά ο ήλιος.
Όταν εσύ κι εγώ Μάτζυ στα μάτια κοιταζόμασταν
η γη φλεγόταν και πετούσε το παλτό της.
Όταν εγώ κι εσύ ήμασταν ερωτευμένοι Μάτζυ
ο Έρωτας εμάθαινε από μας.
Χαμένη
Γελώ με τις γυναίκες που αποστρέφουν
το πρόσωπο από μένα σα με δουν
καθώς απ’ τη δουλειά τους επιστρέφουν
ή σαν καθώς πηγαίνουν να εργαστούν.
Σε κάποιο απροσδόκητο φανάρι
καθώς πατούν του φρένου το πεντάλ
γυρίζουν προς το μέρος μου με χάρη
το πρόσωπο το round ή το oval.
Αλλά το πρόσωπό μου όταν δούνε
που γέρικο και άσχημο ειν’ πολύ
αμέσως το δικό τους το γυρνούνε
λες ίσως και τους πρόσφεραν χολή.
Και να ’μαι τυχερος πολύ θα πρέπει
αν τύχει να προλάβω και να δω
τ’ ωραίο προσωπάκι που με βλέπει-
που στρέφει έστω για λίγο προς τα δω.
Και πια πικρά γελώ-τι άλλο μένει
για καποιονε που πια δεν καρτερά-
για κάποιονε που ξέρει πως χαμένη
γι αυτόν είναι του έρωτα η χαρά.
Φαντάσου τα
Έλα ζωγράφε και ζωγράφισε
τα χείλη της τα ωχρά
σα φύλλα πεταμένα στο ποτάμι πολυκαιρινά
και τα μικρά της χέρια
που αφημένα στο λευκό σεντόνι πάνω
μοιάζουν κουπιά μικρής χρυσής βαρκούλας κουρασμένα.
Όμως ζωγράφε μη ζωγραφίσεις
αντίς για χείλια τους τρελούς σωρούς
των μύριων μου φιλιών που τα σκεπάζουν
κι αντίς για το δικό της δέρμα
το χνούδι του δικού μου του κορμιού
που τηνε ντύνει.
Και μέριασε για λίγο
τη λάβα της λατρείας μου
τα μάτια της για να ’βρεις.
Τα στήθη της ζωγράφε
φαντάσου τα μονάχα
και ζωγράφιστα σα ρόδα
σα ρόδα μυρωμένα
σα ρόδα του πρωιού ατίθασα
σα ρόδα του πρωιού μισανοιχτά.
KASSRA
Αγκαλιασμένοι οι δυο μας-τι ενώνει
τα δυο κορμιά-ποια φλόγα τα πυρώνει
λιώνοντας τ’ άλλως άλιωτα τα χιόνια
που την ψυχή θα πάγωναν αιώνια;
Τι άντριωμα να παίρνουν έτσι αντάμα
και τ’ άπαυτο αλλιώς παύουνε κλάμα
ποιες δύναμες, χαμένες μοναχές τους
ξαναγεννάν, δεμένες, τις ορμές τους;
Στοιχειά ποια χωρισμένα μες στην Πλάση
έχουν σ’ αυτό το αγκάλιασμα μονιάσει;
Λεπίδα με μανία ποια καρφώθη
στου Πόνου το κορμί κι αυτό ξαπλώθη;
Ποιοι κόσμοι ευτυχισμένοι να γεννιούνται
στα στήθη δυο ανθρώπων που αγαπιούνται-
ποια θεία να ’ναι κλέη ταιριασμένα
στα δύο μας κορμιά τ’ αγκαλιασμένα…
Καθώς περπατούσες
Καθώς περπατούσες στ’ ολάνθιστο δείλι
«ποια μοιρα» ρωτούσαν «σε μας έχει στείλει
τον άγγελο ετούτο;»
(κυρά της Ντροπής
μην το πεις-
μην το πεις)
Σε ραίναν με ρόδα,σε ραίναν με μύρα
και λέγαν «γιατί ’ναι χυμένα τριγύρα
μια τέτια γαλήνη;»
(κυρά της Σιωπής
μην το πεις-
μην το πεις)
«Και κείνος ο σκύλος πιστά που ακλουθάει
γιατί τις πετρούλες που εκείνη πατάει
σκυφτός τις μυρίζει;»
(κυρά της Ντροπής
μην το πεις-
μην το πεις)
To ξέρεις-δε μύριζα μα κρύφια φιλούσα
τα ίχνη που άφηνες κυρα-Περπατούσα
(κυρά της Αγάπης-
κυρά της Σιωπής
μην το πεις-
μην το πεις).
Η αγάπη
Στον τάφο τον χρονίτικο στέκει γλυκιά κοπέλα. Μοσκοβολάει γαρύφαλλο-μοσκοβολάει κανέλλα.
To χείλι σταφιδόμοιαστο. Το μάτι στερεμένο.
Και λες το στόμα που μιλεί κι αυτό στη γη θαμμένο.
«Καλέ μου αν αδάκρυτο εκράταγα το μάτι
στο ίδιο τώρα θα ’μουνα μαύρο της γης κρεβάτι.
Όμως καλέ μου έκλαψα ένα χρόνο νύχτα μέρα.
Του μισεμού σου μ’ έφαγε-με λιάνισεν η ξέρα.
Απ’ το βαρύ το χτύπημα δεν το μπορώ να γιάνω. Άδειασε ό,τ’ είχα μέσα μου κι ακόμα πόνο βγάνω.
Πα’ στης αγάπης την πληγή ο Πόνος άνοιξε άλλη-
μετρώ τες και ζαλίζομαι ποια είναι η πιο μεγάλη.
Αλλ’ απ’ το σώμα που ’ξερες ό,τι έχει απομείνει
κείνη η φωτιά που το ’καιγε ακόμα αυτή το ψήνει-
καλέ μου απόψε το κορμί αυτό θα παραδώσω
σε άλλου χάδια και φιλιά. Μα δε θα σε προδώσω.
Φωλιά μια είμαι αδειανή. Ένα κερί σβησμένο.
Φλογίτσα είμαι άθερμη και άφρι μαυρισμένο.
Είμαι το ντύμα του φιδιού, του τζίτζικα το ντύμα.
Δικά σου φίδι, τζίτζικας-όχι-δεν έχω κρίμα.
Χαμένο ένα κι άψυχο κουφάρι θα κρατήσει
εκείνος που τα χείλια μου απόψε θα φιλήσει.
Σχώρα καλέ το σάρκινο κορμί που ζει ακόμα
και το που λόγια ετόλμησε τέτοια να πει το στόμα.»
«Πίστη γλυκιά πασκίζοντας να κάνει την ελπίδα
όταν τον ρώταες όνομα και κύρη και πατρίδα
ο ξένος που επόθησες ο καινουργιοφερμένος
να μην τρομάξεις, ψέματα σου ’λεγε ο καημένος.
Με αρώματα εμπέρδευε της σάρκας τη σαπίλα
και μακριά σου εστέκονταν κάθε που σου εμίλα
να μην ιδείς τα χέρια του άσπρα κοκαλωμένα
να μην ιδείς τα μάγουλα με χώμα λερωμένα.
Αν μια φορά πόναγες συ, διπλοί οι δικοί μου πόνοι.
Το ξύλο βάρκα έκανα, πανάκι το σεντόνι
και πότε αψύς πότε γλυκύς φυσώντας με ο πόθος
να ’μαι! αντίς μέσα ξαπλωτός πάνω στη γης ολόρθος.
Κι ανέχαρη αγαπούλα μου, κι απέλπιδη σε βρήκα.
Μα να! ελπίδα και χαρά σου φέρνω εγώ για προίκα:
αχ! αηδονάκι μου χλιβό! αχ! μαραμένο δάσο!
εγώ απόψε… εγώ... εγώ... εγώ θα σ’ αγκαλιάσω!»
Αγάπη
Τ’ ειν’ η ζωή;" ερώτησα το βιαστικό αγέρι.
«Εγώ όλο τρέχω-εγώ φυσώ, εγώ περνάω μόνο.
Ρημάζω, καίω, καίγομαι, γκρεμίζω, ξεριζώνω
και τα πετούμενα κρατώ μες στ’ απαλό μου χέρι.»
Ερώτησα τη θάλασσα τ’ είν’ η ζωή να μάθω.
"Εγώ τα γοργοτάξιδα καράβια σου βυθίζω
εγώ ανταριάζω και χτυπώ, θυμώνω και αφρίζω
και το νερό ζυμώνοντας ψάρια και φύκια πλάθω."
Στο χώμα που στη ράχη του όλα γερά κρατάει
στράφηκα και απόκριση ζητώ στο ρώτημά μου-
"Η απόκριση δε βρίσκεται στα χείλη τα δικά μου
μα ρώτησε τον πλάστη μας που όλα τ’ απαντάει."
Και στράφηκα τριγύρω μου: "Όπου κι αν είσαι πες μου
Πλάστη, τι είναι η ζωή που όρισες να ζήσω;
δώσε μου την απάντηση που μόνος μου δε βρίσκω
και που κρατάει μέσα της τις χάρες τις κρυφές μου".
Αμέσως κάθε θόρυβος, κάθε φωνή εστάθη.
Και στη σιωπή που άφησε το τέλος της μιλιάς μου
μού αποκριθήκαν απαλά οι χτύποι της καρδιάς μου: "Αγάπη είναι η ζωή… Αγάπη... Αγάπη... Αγάπη..."
Η σκάλα
Ακουμπισμένη σ’ ενός τοίχου
ή σε μιας υπολήψεως την επιφάνεια
γερτή, φέγγουσα και διάτρητος
στην ίδια πάντα θέση
αναμένει και υπομένει.
Αειθαλής και φυλλοβόλος
το άνω και το κάτω συνδέουσα
τη πτώσιν και την άνοδον γεφυρούσα
σοφή καί επαϊουσα
πάντοτε εκεί στέκει.
Όταν δεν εργάζεται
τα χέρια της επιδέξια ξεχωρίζουν
ισοπαχείς δέσμες ξανθών τριχών
και με χρυσά πιαστράκια τις στερεώνουν
στου μεταλλικού κρανίου της την επιφάνεια.
Και όταν ένα μικρό παιδί πάει ν’ ανέβει,
σκύβει,
το παίρνει από το χέρι και αυτή
τα βήματά του τρυφερά οδηγεί.
Αυτά τα μάτια
Ένα σημάδι στον λευκό λαιμό...
το δεξιο της μάτι μαυρισμένο...
Πρέπει να τονε διώξει τον αλήτη
πρέπει ν’ απαλλαγεί.
Μόνο τα μάτια του ας μην είχανε αυτό το χρώμα…
Πονάν ακόμα τα πλευρά της
και ο τρυφερός γλουτός
σε κάθε βήμα τηνε πονεί.
Τα χέρια του χτυπούνε όπου βρουν όταν θυμώνει
κι απ’ τις φωνές του σειέται η γειτονιά.
Τι λόγια πίστης και υποτακτικά
τι παρακάλια δεν του κάνει…
Κι ούτε φωνή δε βγάζει όταν τη χτυπά.
Της το ’χει απαγορέψει.
Μα τίποτε αυτόνε δεν τον σταματά
λες η σιωπή της τον εξαγριώνει.
Ω! Και τι δρόμο θα ’χε τώρα πάρει
αν δεν την αγκαλιάζανε αυτά τα χέρια
με όσην τέχνη τη χτυπούν...
To μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού της
σπασμένο απ’ το μεγάλο μακελειό
’δω και τρεις μήνες.
Για τα καλά τότε είχε πάρει την απόφαση
του χωρισμού.
Και θα την κράταγε και τότε
αυτά τα μάτια να μην ήταν μόνο
τα μελιά..
Σίμωνες
Στρατιώτες λογχοφόρους θέλω εγώ
δε θέλω Σίμωνες στην άγρια μάχη.
κι ούτε με ψεύτικες ελπίδες ζω-
ξέρω: ανάσταση για μένα δεν υπάρχει.
Όχι πως Σίμωνες δεν έψαξα να βρω
ή δεν επάσκισα τις λόγχες ν’ αποφύγω
όμως μονάχος σέρνω ακόμα το σταυρό
κι οι λογχισμοί πληθαίνουν λίγο λίγο.
Ποιος ξέρει-ίσως μέσα μου να κλείνω
τη δύναμη που θα ’ρθει να με σώσει
που θα με κάνει τις πληγές να υπομείνω
και ίσως ίσως το σταυρό μου να σηκώσει.
Όχι! Δε θέλω Σίμωνες εγώ!
Μονάχος το σταυρό μου θε’ να στήσω
μονάχος μου διπλά θα σταυρωθώ
κι ενα Χριστό δικό μου θ’ αναστήσω.
Εκστατικές
Κάτι παλιές αγάπες μου θυμάμαι.
μικρές αγάπες τότε κι έπαιζα μαζί τους.
Σε κάτι νόστιμες μικρές θυμάμαι
λόγια ερωτικά ψιθύριζα κι εκείνες
εκστατικες ακούγαν κι άφωνες μέναν
ανάμεσα σε δυο φιλιά.
Φαινεται πως θα τα ’λεγα καλά
φαίνεται πως θα ήμουν πειστικός.
Τώρα εκείνες οι μικρές μου περιπέτειες
εκείνες οι μικρές αγάπες μου
πώς με τα χρόνια
αντίς να ξεχαστούν
θεριεύουν
και πώς γυρεύουν
στης μοναξιάς τις ώρες να γυρνούνε
κι εκδίκηση να παίρνουνε-
να με τυραννούνε...
Στο Γιάννη
(φίλο απόστρατο αξιωματικό, που πέθανε στο L. Α. -στην ξενιτιά)
Γιάννη, χρυσές οι θύμησες που φεύγοντας αφήνεις.
Να ’ταν κακές, να ’ταν πικρές, να ’ταν φαρμακεμένες
θα σβηούσαν-μα σταλάματα μελίρροης είναι κρήνης
κι έρωτας Κάλλους κι Αρετής τις έχει γεννημένες.
Κι έτσι τρανές κι ως δε βολεί-κι ας θέλουν-να κρυφτούνε
στολίδι του ο κόσμος μας τις έκανε δικό του
και σαν αστέρια λάμπουνε-σαν άνθη ευωδούνε
κι αυτός που νιώθει, απαντοχή τις έχει και σκοπό του:
Ευαισθησία, σεμνότητα, ευγένεια, τιμιότη,
αγνότητα και αρετή και ηθική και κρίση,
κι ανάμεσό τους ρήγισσα και σ’ όλες ολοπρώτη
η Ανθρωπιά, που δίχως της τρόμο γεμάτη η ζήση.
Και κάτεχες την αρετή την πιο βαριά του άντρα:
να ’ναι μονάχη ολοζωής έγνοια σου το καθήκον
είτε κει πέρα, στο στρατό-μες στων αμνών τη
μάντρα-
ή στο εργοστάσιο, εδωδά, μες στη μονιά των λύκων.
Γιάννη, με βιάση έφυγες σαν κάποιος εκεί πέρα
να ’χε από την ακοίμητη έγνοια σου ξάφνω χρεία.
Όμως για μας, σα μίσεψες, σκότισε εδώ η μέρα
και η χαρά είναι πιο πικρή κι η νύχτα είναι πιο κρύα.
Στο δέντρο πάνω του Καλού ανατρίχιασαν τα φύλλα
ή Λεβεντιά τ’ ολόρθο της έσκυψε λίγο σώμα
άδειασε η κούπα η αργυρή που Ελπίδα πριν ’ξεχείλα
και η Φιλία δε μετρά πιο πάνω από το χώμα.
Έφυγες Γιάννη. Σύντροφος, παιδιά και συγγενείς σου,
εικόνα σ’ έχουν στην ψυχή κι όχι στο μάτι τωρα.
Κι οι φίλοι, που το δάκρυ τους εστέρευε μαζί σου,
κάθε τους θλίψη θάνατος-κάθε βροχούλα μπόρα.
Θα γίνω άραγε
Θα γίνω άραγε τόσο μεγάλος
που να πάψω να ονειρεύομαι;
Θα ’ρθει καιρός που τ’ άλογα
θα ’χουνε χάσει τα φτερά
και θα πατάνε γερά στη γη;
Που τα ρυάκια
δε θα μουρμουρίζουνε τραγούδια
τρυφερά κι ανείπωτα στο κύλισμά τους
αλλ’ άχρωμα θα τρέχουν τα νερά;
Που τα χωράφια θα ’ναι χρήσιμα
για να μας τρέφουν μόνο
και τ’ αγριολούλουδα εντός τους περιττά;
Κι άραγε θα ’ρθει ο καιρός τα δυο σου χείλη
να ’ναι δυο χείλη μόνο και τα δυο
εξαίσια σου τα μάτια
δυο μάτια να ’ναι μόνο γαλανά;
Μια δύση
Μια δύση πέραθε αργογέρνει
πάνω απ’ του λόφου με τα πεύκα
την απαλόκυρτη γραμμούλα-
μια δυση πέραθε αργογέρνει.
Πορφυροντύνονται τα ουράνια
από τις αιμάτινες τις φλόγες
που πυρπολούν την Οικουμένη-
πορφυροντύνονται τα ουράνια.
Α! Μιαν ακτίνα μες στο λάμπος
το ερυθρό κι εγώ να ήμουν-
στο ερυθρό κι εγώ να ήμουν
το λάμπος μέσα μιαν ακτίνα...
Ή συννεφάκι πυρωμένο
ντυμένο κόκκινο μανδύα
να ’μουν εγώ μέσα στη δύση-
σύννεφο να ’μουν πυρωμένο…
Τώρα μια σκια μικρούλα είμαι
μες στου φωτός την πανδαισία-
μέσα στις λάμψεις των σελάτων
τώρα μια σκια μονάχα είμαι.
To ποτάμι
Κυλάει το ποτάμι. Ακώ τη βουή του.
Τι δέντρα… τι πέτρες θα σέρνει μαζί του...
Ακώ τη βουή. Τα νερά του βογκάνε
μουγκρίζουν... βουϊζουν... τι άγριο που θα ’ναι...
Οι άνθρωποι γύρω αδιάφοροι πάνε
γελούν, διασκεδάζουν, μισούν, αγαπάνε...
Και φτάνει εκείνο θολό στην ορμή του
κι αυτούς όπως όλα να πάρει μαζί του.
To φως ποιας αυγής δε θα λάμψει για κείνους;
To φως ποιας αυγής δε θα δει πάλι κρίνους
καθώς όλα θα ’ναι για πάντα χαμένα;
Ποτάμι, πριν σβήσεις του νου τους φλογίνους
πυρρούς ποταμούς, που γεννήσαν και σένα
τη νέα τους πάλι προφήτεψε γέννα.
Αδιάκοπο
Όταν εβγήκε με τα ψώνια
(πυκνά τα ολόξανθα μαλλιά της)
έβαλε κάτω τη σακούλα
(άσπρα τα πόδια τα κομψά της)
και γύρισε και με φωνάζει
(απαλοχάϊδευτη η φωνή της):
"έλα να δεις κάτι αστείο..."
(τα μπλε τα μάτια της μαγνήτης).
Πήγα. Κι ανοίγει τη σακούλα
(σαν να την άνοιξε πνοούλα)
"Κοίτα", μου λέει, "μια πεταλούδα"
(μ’ άλλο αυτό ήτανε που ’δα).
Και αστειεύτηκε-μου λέει:
"Πάλι καλά, δε με χρεώσαν…"
Σηκώθη. Έφυγε. Γι αυτήνε
φεύγοντας όλα ετελειώσαν.
Για μένα ούτε είχε αρχίσει
ούτε και κάτι είχε τελειώσει:
αδιάκοπο είναι το μεθύσι
ώσπου στο τέλος με σκοτώσει.
To πουλάκι
Ξέρω ένα πουλάκι
μες σ’ ένα κλουβί
θέλει να πετάξει
και σε με να ’ρθεί.
Σύρματα μεγάλα
μου το σταματούν
τα μικρά φτεράκια
πάνω τους χτυπούν.
Κάθε σύρμα έχει
όνομα ηχηρό
κι ένα τείχος πλέκει
γύρω του γερό-
ήθη, κοινωνία,
λογική, αιδώς
κι ανοιχτή ούτε μία
δεν υπάρχει οδός.
Κι αν το ράμφος ξένει
τοίχους και σκεπή
άθικτη απομένει
πάντα η φυλακή.
Ξέρω ένα κλουβάκι
κρύο, μεταλλικό
το μικρό πουλάκι
να λαλεί ακώ
βλέπω το κορμί του
νοιωθω την ψυχή
βλέπω την ορμή του
σε τ’ εμέ να ’ρθεί.
Αχ! Γιατί να υπάρχει
τέτοια κατοχή
και το σύρμα να ’χει
δούλη μια ψυχή;
Αχ! Να μεγαλώσει
Αχ! Να μεγαλώ-
δύναμη να πάρει
τ’ απαλό φτερό
δυο χρονάκια ακόμα
κι αχ! να πεταχτεί
το μικρούλι σώμα
έξω απ’ το κλουβί
κι αχ! και κοινωνία
ήθη, λογική,
σα θα βγει με βία,
να τ’ αφήσει εκεί
Και σε με σα θα ’ρθει
και σα ’ρθεί εδώ
για στολίδι να ’χει
μόνο την αιδώ.
Α! Δυο χρόνια ακόμα
κι α! τρελή χαρά
ξέφραγοι όλοι οι δρόμοι
κι όλα φεγγερά.
Και θα λοιδωρούμε
μ’ έρωτα κραυγές
όσους να χαρούμε
δεν αφήναν χτες.
Και θα ζούμε αιώνια
με γλυκό φιλί
τ’ ανθηρά μου κλώνια
και το αβρό πουλί.
SIEN WITH CIGAR IN WHITE DRESS SITS NEXT TO STOVE ON THE FLOOR
(Van Gogh)
Λοιπόν Σιέν αυτό ήτανε το τέλος της ζωής σου
δίπλα στη σόμπα καθιστή,επάνω στις σανίδες
μιας πάλης τα γυρίσματα να σκεφτεσαι ανίσου
κι ενός βιβλίου τις μελανές και άγραφες σελίδες.
Κι αν τα μαλλιά σου έχουνε μαύρο ακόμα χρώμα
μα η ματιά δεν ξεγελά κι η όψη του προσώπου
κι όσα κραυγάζει τραγικά το σφραγισμένο στόμα
για μια ήλικία μοναχά μιλούν-γι αυτήν του
ανθρώπου.
Σιέν-Σιέν αυτό λοιπόν-αυτό είναι το τέλος;
ένα τσιγάρο μοναχά η μόνη σου συντρόφια
κι αυτό χωμένο άτονα στα χέρια σου σαν βέλος
μέσα σε σάρκες άζωες-σε περιστέρια ψόφια...
Σιέν, σε λίγο η νυχτιά θα μπει στην κάμαρά σου
και ό,τι η μέρα βιαστική δε σ’ άρπαξε περνώντας
αυτή θ’ αρπάξει. Μα εμάς για πάντα η ζωγραφιά σου
θα μας ζεσταίνει την καρδιά θλιμμένα τραγουδώντας.
To τσάϊ
Αυτό το τσάϊ που δίνεται απόψε
δεν είναι τσάι απ’ τα συνηθισμένα
όπου ανταλλάσσονται απόψεις για τη μόδα
κι οι τελευταίες συζητούνται ειδήσεις.
Αυτό το τσαϊ συνωμοσίες εκκολάπτει
ματιές με τις ματιές συνεννοούνται
φίδια γλιστράνε από στόμα σε αυτί
κι ανάμεσα σε δυο γουλιές του χύνεται αίμα.
Αυτο το τσαϊ μιαν επανάσταση γεννάει.
Έχουνε οι κοιλόπονοι αρχίσει
κι όλοι γνωρίζουν για τη γέννα
εκτός από τους αμφιτρύωνες βιαστές.
Εμπρός!
Εμπρός!
Στα κουπιά!
Να φύγουμε!
Να ξανοιχτούμε!
Ν’ αρμενίσουμε!
Πάντα υπάρχει ελπίδα
να μας εβρεί μια τρικυμία που θα σπάσει
του καραβιού τα ξάρτια και θα σκίσει τα πανιά.
Που το τιμόνι μας θα κομματιάσει
και το καράβι θα τσακίσει
πάνω σε βράχους κάποιους άγνωστους.
Κι αν θα γλιτώσουμε ίσως βρούμε εκεί
τις μέρες που δεν είχαμε ποτέ μας
και τη ζωή που μέχρι τώρα μόνο εποθούσαμε
χωρίς να τήνε ζήσουμε ποτέ.
Να τα πίνω
Ξέρω οπωσδήποτε πως με γελάνε
ότι χολή αντί νερό θα μου προσφέρουν
κι όξος
και θα πεθάνω αδόξως
δεμένος πάνω στο σταυρό
που πυρωμένοι κεραυνοί χτυπάνε.
Ξέρω οπωσδήποτε. Αλλά για μένα
είναι η μόνη εκλογή.
Όξος-χολή να δίνω
δεν ξέρω. Να τα πίνω
μόνο μπορώ σ’ αυτή τη γη
που όλα της μου είναι μακρινά και ξένα.
Όπως το τρένο
Όπως το τρένο μπαίνοντας στον έρημο σταθμό
δίνει ζωή σ’ αντάλλαγμα για τη φιλοξενία
έτσι της θείας Ποίησης η ιερή μανία
δίνει ζωή στον πένθιμο της ζήσης μου ρυθμό.
Ξέρει...
Αυτό το παιδί δεν κάνει για στρατιώτης.
Τα βέλη που εκτοξεύει δεν σκοτώνουν
μα πυρπολούν.
Στην πάλη όταν αδράξει τον εχθρό
αυτός θα σπαρταράει από πόθο
στην αγκαλιά του
κι όταν μια διαταγή θα πάρει
την εκτελεί τόσο γλυκά...
Ακούστε μια τριαντάχρονη
που ξέρει ζωντοχήρα
κι αυτά τα ρούχα βγάλτε τα από τούτο το παιδί.
Άλλες πατρίδες κι άλλες μάχες του ταιριάζουν.
Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω
Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω
καμμιά στιγμή της νύχτας ή της μέρας.
Όπως τον μαύρο εκατάτρωγεν Οθέλλο
της ζήλειας το αδηφάγο, απαίσιο τέρας
έτσι και μένα θέλω να κατέχει
για πάντα η στιγμή η ευλογημένη
του τέλους. Και η σκέψη μου να τρέχει
μόνο σ’ αυτήν. Για τ’ άλλα να ’ναι ξένη.
Ποτέ δε θα θελήσω ν’ αποτρέψω
το νου από του θάνατου την ώρα
όταν τη δω μ’ αγάπη θα της γνέψω
έχω καιρό σκοτώσει την Πανδώρα.
Κάθε ημέρα θέλω να μυρίζω
θανάτου ευωδιές εις τον αέρα
κάθε ημέρα θέλω να σαπίζω
και να πεθαίνω θέλω κάθε μέρα.
Σ’ ενός υπόγειου σκοτεινού
Σ’ ενός υπόγειου σκοτεινού
διαδρόμου τους δυο τοίχους
φέρετρα μαυροκίτρινα
κείτονται σε δυο στοίχους.
Μέσα τους βρίσκονται κορμιά
νεκρά, μισολιωμένα.
Ξερά λουλούδια πού καί πού
και φύλλα μαραμένα
τα φέρετρα σκεπάζουνε.
Αράχνες έχουν στήσει
ιστόν αραχνοϋφαντο
κι έχουνε φυλακίσει
μύρια ζωύφια βρωμερά
που απ’ των νεκρών το σώμα
τρέφονται-που πεθαίνουνε
και ζούνε μες στο χώμα.
Κυρτή εκείθε μια γριά
διαβαίνει κάθε βράδυ
κρατώντας εις το χέρι της
λυχνάρι΄ σαν το χάδι
ο αγέρας απ’ το μαύρο της
το ρούχο ακραγγίζει
των πεθαμένων τα κορμιά
και λες τα ερεθίζει,
αργά το άσαρκο αυτά
σηκώνοντας κρανίο
γελούνε σαν το θέαμα
να ήτανε αστείο.
Πρωί ώρα πέντε κοιμάται η γάτα
Πρωί ώρα πέντε κοιμάται η γάτα
κι εγώ συλλογιεμαι τα χρόνια φευγάτα.
Η μέρα να τρέχει δεν έχει αρχίσει
και ξύπνιονε μ’ έχει ο φόβος κρατήσει.
Σχεδόν έχουν φύγει οι σκιες-απομένει
μια μόνο-κυνήγι την έχω παρμένη
μ’ αυτή με γελάει. Μου κρύβεται, παίζει,
στον τοίχο ακουμπάει, πηδάει στο τραπέζι.
Φωνή βγάζω: "μαύρο πουλί, φύγε τώρα
ξεκούραση να ’βρω στou ύπνου τα δώρα..."
Μα όσο αν πασκίσω ξυπνόν θα μ’ αφήσει
και μάτι θα κλείσω μονάχα ως φωτίσει.
Φυλακισμενον μ’ έχουν στου λίκνου μου τη στρώση
Φυλακισμενον μ’ έχουν στου λίκνου μου τη στρώση
και δεν μπορώ πιο πέρα εγώ να μπουσουλήσω.
Του Χάους τ’ άγρια βύθη γυρνώ και βλέπω πίσω
ψάρια και φύκια γύρω μ’ έχουνε περιζώσει.
Φυλακισμένον μ’ έχουν στης πόλης μου τους δρόμους
και δεν μπορώ πιο έξω το βήμα μου να σύρω
ονείρων σαπισμένα κορμιά βρωμούν τριγύρω
μπροστά και πίσω βλέπω χίλιες χιλιάδες τρόμους.
Φυλακισμένον μ’ έχουν στης γης την καμπυλότη
κι αδύνατο ν’ ανοίξω φτερά για παραπέρα.
Μπροστά μου καταισχύνη' άρπυιες στον αέρα
πίσω μου μια χαμένη- καρβουνιασμένη νιότη.
Φυλακισμένον μ’ έχουν στου Σύμπαντος τα χάη.
Στου Άπειρου λιμνάζω τα σκότη. Εμπροστά μου
ξέρω-καλά μυριάδες και όλα εδικά μου.
Κινώ, αλλά ο Κύκλος-Φρουρός με σταματάει.
Σαν πρόσωπα μου μοιάζουνε
Σαν πρόσωπα μου μοιάζουνε
τα φύλλα των βιβλίων
που σοβαρά κοιτάζουνε
αυτούς που τα διαβάζουν.
Άλλοτε άλλα μοιάζουν
με πρόσωπα αγίων
που βλοσυρά κι αμίλητα
μετράν την αμαρτία,
άλλοτε με αφίλητα
πρόσωπα κοριτσιών
που βόλτα ομαδόν
βγήκανε στην πλατεία.
Κι έκπληξη άλλα μοιάζουνε
να ’χουν ή απορία
καθώς θωρούν να ψάχουνε
μέσα τους κάτι όντα
με ανύπαρκτα προσόντα
για τέτοια ιστορία.
Τόσο ήρθε απροσδόκητα
Τόσο ήρθε απροσδόκητα
ετούτη η καταιγίδα
όπου καμιά φροντίδα
δεν πήραμε-ανόητα
μέσα της θα χαθούμε.
Σε ποιών αιώνων τ’ άδυτα,
σε ποιες πτυχές του Χρόνου
οι ρίζες της απλώνουν
κι οι κλάδοι της ανάλγητα
τη ζήση μας χτυπούνε;
Αν δεν την βρίσκεις πουθενά την ευτυχία
Αν δεν την βρίσκεις πουθενά την ευτυχία
δεν είναι που καλά δεν έχεις ψάξει
ή δεν την είχες όταν πέρασε αρπάξει
ή σ’ έχει τάχα αλώσει η δυστυχία.
Δεν είναι που δεν έχεις ησυχία
καλά να ψάξεις-ή δεν έχεις τάξη-
η που τη ζήση σου έχεις ρημάξει
ή τ’ απαιτούμενα σου λείπουν εργαλεία.
Μάθε το-δεν υπάρχει η ευτυχία.
Χάνεις το χρόνο σου γι αυτήν να ψάχνεις
και νοσηρή διαπράττεις μια μοιχεία
όταν ζητάς στη δυστυχία σου ν’ απιστήσεις
και άλλη ερωμένη ν’ αποκτήσεις
και σύντομα έτσι καμιά δε θα ’χεις.
Να ’χα την τύχη να μαχόνταν
Να ’χα την τύχη να μαχόνταν
για με μια μέρα δυο καρδιές
και η νικήτρα να ερχόνταν
και να με γέμιζε αγκαλιές...
Να ’χα την τύχη των ωραίων
και λαλιστάτων νεαρών-
να ’χα την τύχη να ’μαι ο λέων
εν μέσω τόσων λεαινών...
Να ’χα την τύχη να διαλέγω
με ποιαν θα μ’ έβρισκε η νυχτιά
κι άλλων τα κλέη να μη ζηλεύω
στου έρωτα το στίβο πια...
Όταν οι λέξεις στο χορό
Όταν οι λέξεις στο χορό
μια ηδονή ο χορός τους
που αν δεν τελειώσει δεν μπορώ
να λείψω από μπρος τους.
Λεξούλες που αβρότατες
θυμίζουνε νυφούλες
λεξούλες ιλαρότατες-
χαρούμενες λεξούλες,
λέξεις που μαγνητίζουνε
όποιονε τις κοιτάζει,
λέξεις που σε ζαλίζουνε
με το γλυκό τους νάζι.
Λέξεις γεννήτρες ηδονών
λέξεις γεννήτρες πόθων
λέξεις αμίλητων φωνών
λέξεις ερώτων νόθων
λεξούλες ευωδιάζουσες
όλο δροσιά γεμάτες
λέξεις ελευθεριάζουσες
λέξεις κομψές-σικάτες.
Κι είναι κάτι λέξεις
με βαθιά νοήματα
που μ’ αυτές να παίξεις
θέλεις βοηθήματα.
Κι είναι κάτι λέξεις
γαλιφιές γεμάτες-
για να τις προσέξεις
τρίβονται σα γάτες.
Πάμε σε κείνο το παλιό το σπίτι αφού το θες
Πάμε σε κείνο το παλιό το σπίτι αφού το θες
ξεσκόνιστο, ξαράχνιαστο, κι αφού το καθαρίσεις
(όλες του ξέρεις τις γωνιές, τις τρύπες τις κρυφές,
τους τοίχους του, τις σκάλες του, του δάπεδου τις κλίσεις),
ας μπούμε μέσα όπως παλιά, να ξαναθυμηθούμε
του γέλιου το ανθομύρισμα και το γλυκό μεθύσι
και τους καιρούς που δίναμε-να δείξουμε πως ζούμε-
μια μαχαιριά μες στην πληγή που πήγαινε να κλείσει.
Προτού όμως μπω, θα ’θελα συ να μπεις πριν από μένα
και να μαζέψεις γρήγορα πάνω απ’ τις πολυθρόνες
και από τ’ άλλα έπιπλα τ’ άσπρα τους τα σεντόνια
που για τις σκόνες βάλαμε σα φύγαμε πριν χρόνια-
ως τα θωρώ μου μοιάζουνε φαντάσματα που αιώνες
γυρνώντας, εβαρέθηκαν κι εκάτσαν κουρασμένα.
Συζητήσεις αξιόλογες δε θα γίνουνε μάλλον
Συζητήσεις αξιόλογες δε θα γίνουνε μάλλον
θ’ ακουστούν μόνο διαφορες για το ζήτημα γνώμες
και ζητώντας ναζιάρικα χίλιες δύο συγνώμες
οι "αρμόδιοι" συνάδελφοι μ’ ένα ζήλο μεγάλον
θα μιλήσουν για σπούτνικ και για ιπτάμενους δίσκους,
για σημεία και τέρατα που συμβαίνουν στα ουράνια,
για θολά νεφελώματα, για φαινόμενα σπάνια,
για εκλείψεις που οφείλονται σε τεράστιους ήσκιους.
Κι ενώ τέτοια θα λέγονται και θα χαίρονται όλοι
κάποιος μέσα στην αίθουσα το κενό θα μετράει
όχι κάποιου διαστήματος αχανούς μες στα χάη
μα της ίδιας της άχαρης και φριχτής ύπαρξής του
που ενώ έχει μέγεθος ουρανού παμμεγίστου
απορεί πώς χωράει στη μικρή τους την πόλη.
Ωραία ανθάκια που ’χει η λεμονιά,
Ωραία ανθάκια που ’χει η λεμονιά,
λευκά, σεμνά παρθένα, μυρωδάτα...
του κήπου ευωδά κάθε γωνιά
κι ειν’ άνοιξη τα στήθη μου γεμάτα.
Ωραία! Όμως τι ξυνούς
και ασχημόγευτους καρπούς που δίνει...
Γι αυτό κι εγώ την παρομοιάζω εκείνη
με λεμονιά-και τους καρπούς της με ’κεινούς.
Αλήθεια ίδια κι όμοια κι η καλή μου
ενώ ανθός φαντάζει ονειρεμένος
η ώρα σα ’ρθει να πάρει το φιλί μου
σαν της το δώσω φεύγω ξινισμένος.
Νιώθω στη γη να πέφτω σάμπως
Νιώθω στη γη να πέφτω σάμπως
πια τα φτερά μου δεν πετάνε
το σώμα μου σε λίγο ο κάμπος
κι η χλόη του θα το κρατάνε.
Νιώθω τις ρίζες μου να έλκονται κάτω
μες στο βαθύ και πλούσιο χώμα
και λέω θα φύγω πριν τη Μάτω
με το στραβό λοξό το στόμα.
Νιώθω να ωθούμαι προς τον πάτο-
καθώς ναυάγιο-της θαλάσσης
όπως βουλιάζει μες στον κάδο
χάρτινες βάρκες ο Θανάσης.
Κι αχ! νιώθω σαν ψυχή που φεύγει
και που χωρίζει από το σωμα
θεέ μου αχ! γιατι δε βγαίνει
και βασανίζομαι ακόμα...
Ψυχομαχάει παράξενα ο γέροντας γιατρός.
Ψυχομαχάει παράξενα ο γέροντας γιατρός.
Κάτι βαθιές αναπνοές
παίρνει, κατόπιν παύση
λες ότι τώρα είναι πια στα σίγουρα νεκρός.
Όμως σε λίγο άλλη μιαν αναπνοή θα πάρει
σα να ’χει μέσα του ψυχές
πολλές για ν’ αναπαύσει.
Όλα όσα πα’ στους ώμους του είχε σηκώσει βάρη
τον είχαν κάνει σιωπηλόν και ζούσε δίχως φίλους
και στις στιγμές του τις στερνές
που δύσκολα γυρίζουν
δε βλέπει να ’ναι μια ψυχή κοντά του. Εις τους στύλους
της κλίνης του στηρίζονται-φοβούμενα μην πέσουν-
κάτι γραϊδια τις φρικτές
ώρες του που γεμίζουν
τα παλαιά ενθυμούμενα, που πάντοτε αρέσουν.
Της άνοιξης δε μ’ άγγιξεν εφέτος το μεθύσι
Της άνοιξης δε μ’ άγγιξεν εφέτος το μεθύσι
ούτε το ηλιοβασίλεμα καθώς
ο ηλιος κουρασμένος κι ερυθρός
βουτάει μέσα στη θάλασσα να σβήσει.
Τις μέρες που ήτανε να βγω να δω τα χελιδόνια
εμένα με βασάνιζε η φωνή
κι έκανε την καρδιά μου να πονεί
απ’ της γαζίας που ’βγαινε τα κλώνια.
Και η φωνή μου έλεγε για κάποιαν αγριεμένη
φλόγα, που θα ’ρθει βιαστική
και σε μια κλίνη νεκρική
θα κλείσει όλη τη σάπιαν οικουμένη.
Και για το θάμα του νερού, μου ’λεγε, που δε θα ’χει
ρώμη να σβήσει τη φωτιά
που θα θεριεύει απ’ το νοτιά
και που θα καίει το δάσο σαν το στάχυ.
Κι έτσι με φόβο και ντροπή η άνοιξή μου
πήγε. Και θα θυμάμαι παγερή
μιαν άνοιξη, που ανήλεοι καιροί
την πήραν και την έχασαν για πάντα απ’ τη ζωή μου.
Περιβολή δεν είναι αυτή
Περιβολή δεν είναι αυτή
που ’χω. Δεν ειν’ για μένα
να τριγυρνώ μέρα γιορτή
με ρούχα μπαλωμένα.
Θ’ αλλάξω ρούχα-ντεμοντέ
ήμουνα μέχρι τώρα
θα κάνω αμέσως ντε και ντε
στον εαυτό μου δώρα:
κοστούμια, γάντια και παλτά
με δέρμα στους αγκώνες
θα τα πετάξω τα παλιά -
γραβάτες, κάλτσες, ζώνες.
Έτσι θα γίνομαι δεκτός
σε όλες τις παρέες
και θα φαντάζω αρεστός
στις όμορφες τις νέες.
Κι ίσως ντυμένος έτσι δα
με κέφι και με μόδα
ν’ αλλάξω μέχρι και μυαλά
και να γυρίσει η ρόδα.
Αγριοφωνάρες και φασαρία
Αγριοφωνάρες και φασαρία
από το διαμέρισμα το διπλανό.
Η διπλανή μου έχει κυρία
καυγάν ανάψει έναν τρανό.
Τον σύντροφό της κατηγοράει
για μια απιστία. Όρκους αυτός
παίρνει πως πάντα την αγαπάει
κι ο τόνος του είναι σπαραχτικός.
Σε λίγο ξέρω-εκείνη θα ’χει
στ’ άσπρα τα χέρια ένα πλεχτό
κι αυτός στο δρόμο πάλι θα ψάχει
για το καινούργιο του ορεχτικό.
Μια ιδέα φρικώδικη μου ’ρθε στο μυαλό
Μια ιδέα φρικώδικη μου ’ρθε στο μυαλό
πως η ποίηση κάνει ό,τι η βακτηρία-
πως βοηθάει τον άνθρωπο να ’ναι απαλό
το περπάτημά του μες στην ιστορία.
Πως σηκώνει λίγο από το βαρύ φορτίο
κι αλαφρώνει έτσι κάπως τη ζωή
κρύβοντας το βάρβαρο και τραχύ τοπίο
πίσω από ανάλαφρη μια περιγραφή.
Στο σπίτι μέσα κλάματα και θρήνοι.
Στο σπίτι μέσα κλάματα και θρήνοι.
Πενθούν για μία κόρη πεθαμένη.
Στο διπλανό το σπίτι που ένας τοίχος
από το πρώτο το χωρίζει
γέλια τραγούδια και χαρές-
το γιο τους τον μονάκριβο παντρεύουν.
Και πήγε ένας κουμουνιστής
και γκρέμισε τον τοίχο.
Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή
μονάχος όταν πέφτει το σκοτάδι
μονάχος κι όταν έρθει το πρωί.
Και δε θυμάμαι να ’ρθε κάποια μέρα
ντυμένη της ελπίδας τη χαρά
και δε θυμάμαι δροσερόν έναν αγέρα
μ’ αγάπη στ’ ανοιχτά του τα φτερά.
Νιώθω μονάχα να με ζώνει ένα βράδυ
κι ενός αέρα κρύου η πνοή-
μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή.
Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας
Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας
ανίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν
κι αντί του οίνου της θείας Κοινωνίας
θα ’θελε το ποτήριον να ’ναι πλήρες ηδονής.
Μα δεν τον έστειλε κανείς
μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας-
και εμόνασε. Φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν
μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι τας αμαρτίας.
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες που σβήνουν
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες που σβήνουν
και χάνονται και ίχνη δεν αφήνουν
μια αίσθηση ευτυχίας ώρες ώρες
έξαφνα εντελώς φερμένη
κι ύστερα πάλι για καιρό χαμένη.
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες σαν μπόρες
που το βάλσαμό τους χύνουν
και τη ζωή μας λίγο απαλύνουν.
Μικρότατη η πόλις μας-χωριό σχεδόν.
Μικρότατη η πόλις μας-χωριό σχεδόν.
At συζητήσεις μεταξύ ετεροφύλων
παρεξηγούνται αμέσως.
Μια καλησπέρα παίρνει ερμηνείας διαφόρους
και πάντοτε ερωτικαί
νομίζονται αι σχέσεις αι πιο απλαί.
Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή
και μέγα κώλυμα δια τους ερωτευμένους:
μόνο μπορούν να βλέπονται από μακράν
και τότε ακόμα τάχα αδιαφόρως.
Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή
τι συναντήσεις έτσι να κλειστούν
τι έρωτες να γίνουν
και πώς να πάει μπροστά αυτή η πόλις...
Καθώς την άχαρη ζωή μας ζούμε
Καθώς την άχαρη ζωή μας ζούμε
στης γης τη φλούδα πάνω κολλημένοι
αθέατοι μας κοιτούν οι πεθαμένοι
και μας μιλούν χωρίς να τους ακούμε.
Μας λεν για τη γαλήνη που θα βρούμε-
για την τρανή χαρά που μας προσμένει
όταν απ’ τη ζωή μας προδομένοι
στην αγκαλιά του Χάρου θα βρεθούμε.
Κι ενώ εμείς ανύποπτοι περνούμε
μία ζωή που ο πόνος διαφεντεύει
εκείνοι διαπερνούνε τα ερέβη
αδιαφόρως.
και βοηθοί μας στέκουν αντικρύ μας
και τρυφερά τις ώρες που πονούμε
μας παραστέκουν οι καλοί νεκροί μας.
Λέμε το κερί καίει
Λέμε το κερί καίει
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει καίει.
Λέμε ο πατέρας πέθανε
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει πέθανε.
Μόνο τριγυρίζουμε καρφώνοντας τα μάτια
σε πλούσια ντεκολτέ
και σε γάμπες μισόγυμνες και ιλαρές
και κάτι μάτια προσκυνάμε
χωρίς ανταπόδοση.
Όσα σου δώσω κι αν φιλιά
Όσα σου δώσω κι αν φιλιά
και αν σου χάριζα όσα χάδια
πάλι η μεγάλη μου αγκαλιά
ούτε και τότε δεν είναι άδεια.
Μ’ άλλα φιλιά και με καυτά
χαδάκια νέα τη γεμιζεις
όταν τη λάγνα σου ματιά
μόνον επάνω μου γυρίζεις.
Απ’ το αβάσταγο αυτό
μαρτύριο εγώ δε θα γλιτώσω
πλην αν τα μάτια σου τα δυο
κλείσω για πάντα-αν σε σκοτώσω.
Δεν είναι που δε σ’ έφεραν οι κάμποι
Δεν είναι που δε σ’ έφεραν οι κάμποι
τα πέλαγα κι η άμμος της ερήμου.
Δεν είναι που η χάρη σου για να ’μπει
εγκρέμισα τους τοίχους της ζωής μου.
Δεν είναι που προσμένοντας εσένα
δε γνώρισα χαρά καμίαν άλλη
ούτε είναι που ακλουθώντας με η πέννα
για σένα μόνο εβάλθηκε να ψάλλει.
Μα είναι που του Χρόνου το ατλάζι
καθώς θα δειλοστέκεις αποπίσω
παχύπλεχτο κι αδρό θα σε σκεπάζει
και πια, Αγάπη, δε θα σε γνωρίσω.
Αη-Νικόλας. Επιτάφιος. Η σεπτή περιφορά.
Αη-Νικόλας. Επιτάφιος. Η σεπτή περιφορά.
Τόσο ωραία Επιτάφιος πρώτη μ’ άρεσε φορά.
Γιατί σ’ ένα απ’ τα κορίτσια που κρατούσαν τ’ άγια σκεύη
εξεχώρισα των μαύρων των ματιών σου τα ερέβη.
Με το κόκκινο φουστάνι το μετάξινο ντυτή
συ δεν ήσουν σ’ Επιτάφιου αλλά σ’ Έρωτα γιορτή.
Και ποιος λίγη έστω λύπη για το Θειο Δράμα νιώθει
αν χορεύοντας μπροστά του περπατούνε χίλιοι πόθοι...
Έτσι εγίνει και με μένα. To κορμάκι το χυτό
διαγραφόνταν από κάτω από τ’ άμφιο το λιτό
και με άφηνε να βλέπω τα όμορφά σου ποδαράκια
τη μεσούλα, τους γοφούς σου, την κοιλίτσα, τα στηθάκια...
Τα ματάκια σου κοιτούσαν έτσι αθώα το Σταυρό
που μπορώ τέτοια αθωότη μόνο ψεύτικη να βρω.
Και κλεισμένα τα χειλάκια σε κατάνυξη μια τόση
σαν η έκσταση να τα ’χε της Αγάπης μαρμαρώσει.
Μεγαλύτερο μαρτύριο το δικό μου ή του Χριστού;
Μεγαλύτερη ευτυχία η δική μου ή του πιστού;
Ποιος μπορεί να πει; Κανένας. Μόνο εγώ. Αλλά σωπαίνω
και πεθαίνω κάθε μέρα και ποτέ δεν ανασταίνω.
Ποίηση διαβάζουμε και αγωνιούμε
Ποίηση διαβάζουμε και αγωνιούμε
μη όλο το βάθος της δεν αιστανθούμε.
Και γράφουμε... και συλλαβές μετράμε…
αλλ’ άδικα το χρόνο μας χαλάμε.
Από το άλφα της μέχρι το ωμέγα
η ποίηση όλη μ’ ό,τι κλείνει μέγα
στης Λώρας ήταν μέσα τη φωνίτσα
όταν της τράβηξα την κορδελίτσα.
Χαράστους όσους η ζωή αξιώνει
και τέτοιαν αίσθηση τους φανερώνει:
να γεύονται έστω λίγες εδώ κάτου
σταγόνες απ’ τη δρόσο του Θανάτου.
To μικρό το παραθύρι
To μικρό το παραθύρι
η καλή μου το ’χει γείρει-
δεν ανοίγει να τη δω
και σα ρόδο αργομαδώ.
Ολη νύχτα θα κρατήσει
το μαρτύριο που ’χει αρχίσει
σαν εικόνα μαγική
ναν’ αυτή κρυμμένη εκεί.
Να ’χα ένα αεροπλάνο
και ν’ ανέβω εκεί πάνω
και να κάνω γης Μαδιάμ
το κονάκι της μαντάμ.
Παραθύρι να μη μείνει
και να μην μπορεί πια εκείνη
απ’ τα τζάμια τα θολά
μετ’ εμένα να γελά.
Δεν έχει ωραίες και μπλε βλεφαρίδες
Δεν έχει ωραίες και μπλε βλεφαρίδες
δεν τρέχει απ’ τα χείλια της μέλι
φωτός δε σκορπούν τα μαλλιά της αχτίδες
και νέος κανείς δεν τη θέλει.
Δεν έχει ωραία φωνή δε γελάει
με όσο και έξυπνο αστείο αν πω
μα είναι αυτη που βαθιά με μεθάει-
μα είναι αυτή που τρελά αγαπώ.
Κοινότατο χρώμα τα δυο της τα μάτια
το δέρμα της άνυδρο χώμα
δε χτίζει ο νους σαν τη βλέπει παλάτια
και ρόδα δε φέγγουν στο στόμα.
Μα ουτ’ ένα από τούτα για με δε μετράει
και δίχως καθόλου εγώ να ντραπώ
σας λέω-η αγάπη γι αυτήν με μεθάει
σας λέω πως μόνο αυτήν αγαπώ.
Λέει να μη μας έπιανε κείνη η βροχή στο δρόμο
Λέει να μη μας έπιανε κείνη η βροχή στο δρόμο
μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά στο σπίτι μέσα.
Οι στάλες να μη χτύπαγαν γερά στη λαμαρίνα
αλλά απαλά στα κόκκινα χνουδάτα κεραμίδια.
Και μεις να τις ακούγαμε όχι άβολα καθόντας
στου αυτοκινήτου τις ψυχρές τις θέσεις χωρισμένοι
παρά γυμνοί, μέσα σε μια κουβέρτα στο κρεβάτι,
πυρροί απ’ τη θέρμη τ’ άψυχα κορμιά μας που θα δίνουν
καθώς μέσα στου έρωτα θα ψήνονται τη φλόγα.
Μα από την άλλη... στη γλυκιάν αγάπη αφημένοι
έτσι... τελείως αναίσθητοι... τι κάθομαι και λέω-
ή έβρεχε ή δεν έβρεχε ποιος τότε θα γνιαζόνταν;
Βλέπεις τον άντρα αυτόν τον κακομοίρη
Βλέπεις τον άντρα αυτόν τον κακομοίρη
που πάνω στην ανάγκη του στηρίζεται-
που στην οδύνη του έχει πάνω γείρει;
Κάτω από μια γυναίκα υποταγμένος
πονάει απ’ αυτήν και βασανίζεται
και υποφέρει σαν εσταυρωμένος.
Κάνει ό,τι πει, πηγαίνει όπου τον στείλει,
τον βρίζει, τον χτυπάει με βαναυσότητα-
το άρσεν-ένας δούλος για το θήλυ.
Κι όλα γιατί; Γιατί σ’ αυτόν το βράδυ
τα πόδια της θ’ ανοίξει με οικειότητα:
τι κρίμα, μια ζωή για ένα χάδι...
Είμαστε ποταμάκια
Είμαστε ποταμάκια
χωρίς νερό
είμαστε σαν πουλάκια
χωρίς φτερό.
Κακόβουλο κοράκι-
τάχα γιατί
φτερά μας και νεράκι
μας τα κρατεί.
Βουνάκια δασωμένα
δε θα μας δουν
ζωάκια διψασμένα
αχ! δε θα πιουν.
Οι επαναστάσεις που δεν πέτυχαν
Οι επαναστάσεις που δεν πέτυχαν
δεν έχουν πάει στα χαμένα
πείρα στην πείρα μας προστέθηκαν
τα ιδανικά τα ματωμένα.
Η ορμή κι η νιότη μας ετράνωσαν
από του δίκιου τη λαχτάρα
και τα κορμιά μας διπλατσάλωσαν
μές στου αγώνα τη λαχτάρα.
Κι αν πεις του μίσους μας του ασίγαστου
η πρωτινή του αντρώθη αξιότη
για να λιανίσουν οι λεπίδες του
της ανθρωπιάς κάθε προδότη.
Λοιπόν ας ζώσουμε όλοι τ’ άρματα
κι ας πολεμήσουμε τον πλούτο
της προσδοκίας μας τα νάματα
βούρδουλα ας κάνουμε και κνούτο.
Εμπρός! Κι αν ίσως η ανάσταση
ούτε από μας δεν είναι να ’ρθει
μα κι η δική μας επανάσταση
όπως κι οι άλλες, δεν εχάθη.
Ξημέρωμα
To φως του λαμπτήρα ξάφνω
την εξουσία του χάνει.
Φέγγει ακόμα, μα νιώθει-
ο βασιλιάς έρχεται και θαμπωμένο
μπροστά του αναπότρεπτα θα υποκλιθεί.
Θορυβώδη ποδοβολητά στρατιών ακτίνων
που από μακριά γρήγορα φτάνουν
κάνουν να τρέμει και πελιδνό να γίνεται
κάθε αναμμένο. Από το μέτωπο της φωτιάς
το στέμμα κατρακυλάει
ψυχρό κιόλας.
Ορθοί στο κρύο και στη μονάξα
Ορθοί στο κρύο και στη μονάξα
ρούχα ντυμένοι φτωχά η μετάξια
δυστυχισμένων ένα κοπάδι
ζητούν οι άνθρωποι ένα χάδι.
Η καταφρόνια κι η ερημία
σκέπουν τη μαύρη τους ερημία-
όντα πανάθλια, ρημαγμένα,
όντα στον πόνο παραδομένα.
Και τώρα πες μου πάνσοφε, μέγα
πες μου το άλφα συ και το ωμέγα
γιατί τον άνθρωπο έχεις πλάσει
σε μιαν απάθρωπη έτσι πλάση;
Ποιο λόγο είχες και ποιαν αιτία
για μία πράξη τόσο απαισία-
γιατί να υπάρξουνε τέτοιες ξένες
σκιες μονάχες-δυστυχισμένες;
Κι όταν πεθάνουμε
Κι όταν πεθάνουμε
τα χρόνια πώς θα φύγουν από μέσα μας;
Οι τόσες μέρες
που στους πόρους της ζωής μας έχουν σωρευτεί
πώς μας αφήνουν;
Οι ώρες που στριμώχνονται κάτω απ’ το δέρμα μας
επιτακτικές
που στροβιλίζονται σε κάθε κίνησή μας περιττή-
οι ώρες αυτές πώς φεύγουν από πάνω μας
σαν έχουν πάψει πια να μας μετράνε;
Μόvo για το τελευταίο δευτερόλεπτο ξέρουμε:
όταν η σειρά του έρθει να ’μπει
το πόδι απλώνει
διστάζει
λίγο κοιτάζει δεξιά κι αριστερά
καταλαβαίνει ξαφνικά
και πανικόβλητο απομακρύνεται
(αμέσως βρίσκει άλλη σειρά
μπαίνει στο τέλος κι αναμένει).
Εμείς στο μεταξύ
όταν το δούμε ανέκκλητα να φεύγει
σφαλίζουμε καλά την πόρτα
κι έτσι όπως είμαστε γεμάτοι
και σαν τυμπανιαίοι
από χρόνο σεσηπότα
πηδάμε στη λεκάνη τη λευκή για πολτοποίηση.
Κι είναι δουλειά δική της τα παραπέρα.
Η φωτογραφία
Γελάστε λιγάκι-πιέστε το στόμα
οι δυο του γωνίες ν’ ανέβουν ψηλά
εμπρός, προσπαθήστε-λιγάκι ακόμα
το πρόσωπο πρέπει εδώ να γελά.
Ξεσφίξτε τα μάτια που τώρα σκληραίνουν
το βλέμμα τους κάντε το κάπως γλυκό
αφήστε τους μυ’ς των παρειών που βαθαίνουν
να πέσουν-το δέρμα να μοιάζει απαλό.
Οι ζάρες αυτές των ματιών-του μετώπου
βοηθείστε λιγάκι να φύγουν... εμπρός!
σκεφτείτε πως είστε στα δώματα όπου
ο ήλιος της νιοτης σας φέγγει λαμπρός.
Τα μάτια... οι ζάρες… το φως... το γελάκι
ωραία! προσέξτε-το στόμα κλειστό!
κοιτάξτε ’δω πέρα-θα βγει το πουλάκι...
τελειώσαμε! ωραία-θερμά ευχαριστώ.
Η διάλεξη του Βούδα
Ο Βούδας στέκει συλλογισμένος
η διάλεξη έπρεπε να ’χει αρχίσει
μα έλειπε ο Άναντα-δίχως ’κείνον
δεν εγινότανε να προχωρήσει.
Στέλνει τον Μάντζουρσι να τον έβρει
κι όσο πιο γρήγορα να τονε φέρει
γιατ’ ήταν φίλος πρώτος του Βούδα
κι ο πιο υπάκουος ακόλουθός του.
Τώρα η Μάντενκα, πόρνη απ’ τις πρώτες
μαζί κι η όμορφη κόρη της Ψίτα
τον Άναντα είχανε βάλει στη μέση
και το γλεντούσανε οι τρεις παρέα.
Βέβαια ο Άναντα "άθελά του"
τάχα εβρέθηκε με τις πόρνες
κι είπε στον Μάντζουρσι πως με μάγια
εχθροί τον είχανε κάποιοι μαγέψει.
Τα μάγια ο Μάντζουρσι αμέσως λύνει
και πάει τον Άναντα πάλι στο Βούδα.
«Α! Επιτελους!» κάνει ο Βούδας,
«μπορώ τη διάλεξη τώρα ν’ αρχίσω!»
Η ελαφρά μουσική που ασταμάτητα παίζει το ραδιόφωνο
Η ελαφρά μουσική που ασταμάτητα παίζει το ραδιόφωνο
σε μιαν απελπισμένη προσπάθεια εκτονώσεως
έρπει στο πάτωμα
και σκαρφαλώνει ως τ’ αυτιά
ματώνοντας με τα δόντια της το κορμί μου.
Μερικές νότες σκαλώνουν για λίγο
στις χαραγματιές του δαπέδου
ενώ οι διπλανές προχωρούν κανονικά.
To ακουστικό αποτέλεσμα είναι τότε συγκεχυμένο.
Έαρ αντίξοον και κνησμώδες
Έαρ αντίξοον και κνησμώδες
έαρ αντίστροφον και δυσώδες
έτσι το έαρ μου κατάντησες
και γιατρειά δε βρίσκεται γιατί
πληθυντικό το έαρ δεν έχει.
Ενικόν λεπτεπίλεπτον και πρισματικόν έχει.
Χρονια στην πλάτη σου με κουβαλάς
Χρονια στην πλάτη σου με κουβαλάς
και, γη μου, αγόγγυστα με σεργιανίζεις'
για με θερμίδες εσύ χαλάς
και τ’ οξυγόνο σου χαλαλίζεις.
Μα η ώρα έφτασε τώρα κι εγώ
αυτά που μου ’δωσες να στα ξοφλήσω
κι άκοπα όσα τώρα τρυγώ
η ώρα ήρθε να πάρεις πίσω.
Όπου και να ’ναι απαρατώ
και σεργιανίσματα και οξυγόνο
κι εγώ στην πλάτη θα σε κρατώ
και ανταλλάγματα δε θ' αξιώνω.
Αν είχα βρει κάτι ακτίνες
Αν είχα βρει κάτι ακτίνες
που να τρυπάνε τις κουρτίνες
θα ’βλεπα μέσα στα σπιτάκια
της γειτονιάς τα κοριτσάκια
πώς ξαναμμένα μέσα μπαίνουν
πώς τη σκαλίτσα ανεβαίνουν-
πώς στο μικρό το δωματιάκι
πάνε να κάτσουνε λογάκι.
Πως στον καθρέφτη καμαρώνουν
τ’ άσπρο κορμάκι όταν γυμνώνουν
και πώς λυγίζουνε τη μέση
να πάρουν κάτι που έχει πέσει.
Έτσι αβρά κι έτσι αγνούλια
πώς τα στηθάκια τα μικρούλια
ψαύουν γλυκά-στα ριζομήρια
χαδάκια πώς χαρίζουν μύρια.
Σε ζητώ στους ανέμους που φύγαν.
Σε ζητώ στους ανέμους που φύγαν.
Σ ζητώ στους ανέμους που θα ’ρθουν.
Σε ζητώ στου πιο ήπιου κυκλάμινου το άρωμα.
Σε ζητώ στον πιο φιλάσθενο ήλιο.
Σε ζητώ στου ξύλου την ελαστικότητα.
Σε ζητώ στο χαρτί που μέσα του γράφω
επάλληλες ουτιδανές συστοιχίες.
Σε ζητώ στην ανάμνησή σου.
Σε ζητώ στης Ηρώς το οφιοειδές σχήμα.
Σε ζητώ στης ανέμης το νήμα.
Σε ζητώ στο φως.
Πουθενά δεν είσαι.
Κάποτε βλέπω παρόμοιες εικόνες.
Για λίγο ξεγελιέμαι και ετοιμάζω τις κληματόβεργες.
To αρνί κοντά μου το μαχαίρι επίσης.
και μέσα μου η κόκκινη μπογιά-
του ισχνού επάρματός σου το χρώμα.
Μοσχοκάρυα και φρύγανα ευωδιάζοντα
Μοσχοκάρυα και φρύγανα ευωδιάζοντα
το καλάθι της ανεπαρκείας σου πλήρες.
Αρώματα, σχήματα, χρώματα χαριέντως συγχέεις.
Ανέμελη και άδολη, αγνοείς
πού τα μοσχοκάρυα και πού τα φρύγανα ν’ αποδώσεις.
Αστεϊζόμενη χαρίζεις τα πάντα-και το καλάθι μαζί.
Α! Μέρες κι αυτές της δωρεάς!
Α! Μέρες του σκορπίσματος και της ωραίας νιότης!
Α! Μέρες που ανέφελες κι ανέγνοιαστες διαβαίναν!
Α! Πρωτοξύπνητη, γλυκιά, λουλουδιασμένη ζήση!
Α! Που και πέτρα να ’σπερνες σου ήθελεν ανθίσει!
Α! Μυστικόπιοτες βραδυές!
Α! Πάλλουσες πρωϊες!
Α! Ηλιογέρματα ερυθρά-σαν όνειρο-σαν ψέμμα!
Α! Λουλουδόπνιχτες αυγές!
Α! Πόδια φτερωμένα!
Τόσο ειν’ ο άνθρωπος αδύναμος
Τόσο ειν’ ο άνθρωπος αδύναμος
που δεν μπορεί να ζήσει μόνος-
για ζωή στα πέρατα του σύμπαντος
ψάχνει αδιακόπως κι επιμόνως.
Τόσο φοβάται που ζητάει
παρέα να ’βρει μες στα χάη
και με αγωνία όλο γυρεύει
φως μες στης νύχτας τα ερέβη.
Μ’ άλλα η Μοίρα έχει ορίσει
έχει πολύ περιορίσει
τη δυνατότητα για κάτι
πέρα από κει που φτάνει μάτι.
"Άνθρωπε", λέει, "όλα κάνε τα
θα ’ναι αφιλόξενη η γη σου
τότε θα νοιώσεις μόνον άνετα
φίλη αν εμένα έχεις πιστή σου".
Λυπητερή έτσι μια μοίρα
Λυπητερή έτσι μια μοίρα
μ’ έχει αλύπητα μοιράνει
κι όλα της ζήσης μου τα μύρα
έχει αλύπητα μαράνει.
Ο,τι κι αν έπιασα να χτίσω
κομμάτια κείτεται στο χώμα
ό,τι επάσκισα να κλείσω
μένει ανοιχτό σα δράκου στόμα.
Και μιαν αγάπη που ’χα δέσει
με πασχαλόκλαδα και κρίνα
μες στο βυθό μου έχει πέσει
κι αυτή και πάνω της εκείνα.
Και μια χαρά που ’χα σταυρώσει
με της λεβάντας το κλωνάρι
τα χέρια η θλίψη έχει απλώσει
κι όλη από με την έχει πάρει.
Α! Λυπηρή έτσι μια μοίρα
μ’ έχει αλύπητα μοιράνει
κι όλα της ζήσης μου τα μύρα
έχει αλύπητα μαράνει.
Θα ψάξω να ’βρω ποια βουκέντρα-
Θα ψάξω να ’βρω ποια βουκέντρα-
ποιος λόγος να ’βρω μυστικός-
ανάγκη ποια κεντάει τα δέντρα
κι αυτά υψώνονται στο φως.
Ποιο στου πουλιού το αιθέριο σώμα
το σαν ιδέα ελαφρό
την εντολή χαράζει στόμα
και πλέει το σκάφος το μικρό.
Βαθιά στου νου μου τις σελίδες
ποια βια θα ψάξω-ποια ορμή
ρίχνει στης ζήσης τις λεπίδες
βορά του ανθρώπου το κορμί.
Και μες στη μήτρα των αιώνων
που τη δονούν μύριοι αχοί-
στη Νύχτα, θα ’βρω όλων των Πόνων
και κάθε Ανάγκης πρωταρχή.
Νύχτα. Στο σκοτάδι της χαμένος
Νύχτα. Στο σκοτάδι της χαμένος
μες στου αλσυλλίου τις σκιες
που μαγίστρες μοιάζουνε γριές
κάποιος πικροκλαίει στη γη πεσμένος.
Κάποιος κλαίει πάνω στο χορτάρι.
Σφίγγουνε τα χέρια του τη γη.
Κάτι να της δώσει προσπαθεί;
Κάτι από κείνηνε να πάρει;
Σχίζουν οι λυγμοί του το σκοτάδι.
Στ’ άπονα τα χώματα χτυπούν.
Οι ψυχές ξυπνούνε και ακούν
μες από τον άπελπο τον Άδη.
Τάχα στο αλσύλλιο ποιος να κλαίει
ποιος στην ησυχία τη βραδινή-
ποιος μες στη νυχτιά τη σκοτεινή
δέεται στον Πλάστη-και τι λέει;
Τι ξιπασιά! τι περηφάνια! τι αμυαλιά! τι εγωισμός!
Τι ξιπασιά! τι περηφάνια! τι αμυαλιά! τι εγωισμός!
τι προσβολή για τα ουράνια! τι καυχησιάρικος θεσμός!-
τι εγωισμός κι αλαζονεία οι προσευχές για τους νεκρούς!
λες και ανάγκη έχουν καμίαν αυτοί από μας τους ζωντανούς!.
"Νεκροί" λέω ’γω, "όπου κι αν είστε κι όποια κι αν έχετε
θωριά
εσείς τους ζώντες ελεήστε-σώστε-γλιτώστε απ’ τα θεριά.
Νεκροί αδερφοί που δε σας φτάνει καμιά φωνή-καμιά
φωτιά
κιώστε το δρόμο που μας βγάνει στην ακριβή σας τη μονιά".
Ο κόσμος είναι σίγουρο
Ο κόσμος είναι σίγουρο
δε θα καταστραφεί.
το τελευταίο ποίημα
αν πρώτα δε γραφτεί.
Την ύπαρξή του ο κόσμος μας
λοιπόν τηνε χρωστάει
στους ποιητές-αν λείψουνε
αυτοί, κι εκείνος πάει.
Γι αυτό μην τους πιέζετε
και βιαστικοί μην είστε
μόνο να τους φωνάζετε:
"αργήστε φίλοι! αργήστε!"
Στενότης χώρου και χρημάτων
Στενότης χώρου και χρημάτων
αμείλικτα τον περιζώνει.
Η θέα ανάρμοστων πραγμάτων
την περηφάνια του πληγώνει.
Δεν έχει χώρο για το μπάνιο
κι έχει σκουριάσει το κρεβάτι...
...Θα πάρει ένα δάνειο...
μ’ αυτό θα κάνει κάτι...
Των φαγωμένων του ενδυμάτων
δύσκολα πια μετριούνται οι χρόνοι.
Η ζήση του εκατό θανάτων
την ευτυχία λες ξεπληρώνει.
Όμως με ύφος αρειμάνιο
βλέπει τριγύρω του το μάτι.
Θα πάρει ένα δάνειο.
Μ’ αυτό θα κάνει κάτι.
Βάλε της λύπης φόρεμα μαύρο
Βάλε της λύπης φόρεμα μαύρο
στο σώμα΄ βάλε πόνο κρυφό
να σκέπει κάθε χρυσή χαρά σου-
σκόρπα μελάνιασμα στον αφρό.
Βάλε καλή μου στο μάγουλό σου
που φέγγει ολόγλυκα σαν αυγή
λάσπης σημάδι, φόρα στο πόδι
αιματωμένη, λερή πληγή
Και vτύσου ρούχα βαριά να σκέπουν
τ’ όμορφο στήθος σου το γλυκό
να μην προβάλει΄ τύλα μ’ αγκάθια
της ομορφάδας σου τον ανθό.
Τι έμαθα, μου ’πανε, διάβασα, είδα,
πως καβαλάρης περνάει στητός
κι όπου λουλούδι δισμυρισμένο
και όπου πέρφανος χρυσαετός,
κι όπου βασίλειο ευτυχισμένο
κι όπου κορίτσι όπως εσύ
μαραίνει, κόφτει, χαλάει, θάφτει,
σκοτώνει αγάπη μου χρυσή.
Τόσο ομορφούλα-κρύψου-σκεπάσου!
τόσο λαμπρούλα-κρύψου-πω πω
κρύψου-σκεπάσου-βάλε καλή μου
άσχημη να ’σαι τάχα σκοπό.
Αχ! Τόσο όμορφη... φοβάμαι... τρέμω...
ξεγέλασέ τον κοίτα πώς κλαιν
τα μάτια, κι άκου τα’ άθλια μου χείλια:
τον καβαλάρη Χάρο τον λεν.
Galina...
Αν ήξερες Galina
πώς φέγγει ο ήλιος κάθε πρωί...
Τα ξανθά μαλλιά των μικρών κοριτσιών παίρνει
και μ’ αυτά υφαίνει το στεφάνι του.
Τον πόνο παίρνει των ευκάλυπτων
φλόγα τον κάνει
και μας πυρπολεί.
Με τις εκτεταμένες αγωνίες μας αχτίδες μας τοξεύει.
Από τη φλόγα μας καιγόμαστε
Galina…
Bowbird
Πήρα μικρά γεροδεμένα ξυλαράκια
κι έφτιαξα μία πρόσοψη φωλιάς
έτσι που ο ήλιος πάνω της να ισκιάζεται.
Ύστερα μάζεψα τις πιο πολύχρωμες μικρές
γυαλιστερές και στρογγυλές πετρούλες που εβρήκα
και μπρος τις έβαλα στο χώρο της φωλιάς
μ' αυτό τον τρόπο φτιάχνοντας ένα πολύχρωμο
λαμπρό, ωραίο ψηφιδωτό.
Έχουμε τώρα μια σκηνή θεάτρου
με δάπεδο καθώς σας είπα
και τη φωλιά από πίσω της για σκηνικό.
Τι μένει τώρα;
Oι χορευτές κι οι θεατές
(δε συνηθίζω να επαίρομαι αλλά
τι ομορφιά που έχει αυτή η σκηνή!.
Αρκεί μονάχα να σας έλεγα ότι φορές
θα ’θελα να ’μουν θηλυκό
για να μπορώ να χαίρομαι τέτοιες εικόνες
συχνότερα και, βέβαια
με κάποιαν ποικιλία…)
Ο χορευτής λοιπόν εδώ θα ειμ’ εγώ.
Με μια ετικέτα που κατέχω άριστα
κι εγώ δεν ξέρω πώς
θ’ αρχίσω να λυγώ, να σκύβω, να υποκλίνομαι,
να τρέχω δεξιά κι αριστερά με χάρη
με νόημα να γέρνω μπρος και πίσω
ν’ ανοίγω τα φτερά σαν τάχα να ίπταμαι
απότομα να στρέφω, να τεντώνομαι,
κι ένα σωρό να κάνω ακόμα ανόητες τέτοιες φιγούρες.
Και ολ’ αυτά για να μπορεί το θηλυκό-που τώρα
που σας μιλώ στέκει απέναντι και βλέπει-
για να μπορεί το θηλυκό
να μαγευτεί απ’ τ’ ωραίο θέαμα
και να ’ρθει στη φωλιά μου επιτέλους.
Λοιπόν θαυμάστε με και σείς-η επίδειξη αρχίζει.
Ποια κίτρινη περγαμηνή να περιγράψω
Ποια κίτρινη περγαμηνή να περιγράψω
και πώς-ο ανίδεος εγώ-ο πεπτωκός;
Πότε είδα χρώματα εγώ εκτός από το μαύρο
και, ενδεχομένως, το μαβί...
Ποια κίτρινη περγαμηνή να περιγράψω
και τις γωνίες της πώς ν’ ασπαστώ
πώς να ιάνω τα πληγωμένα γόνατά της-
τ’ αρχαία νοήματά της πώς να εξαντλήσω;
Πως να περιγράψω κύκλους εγώ
ο άβουλος
που σ’ ένα τετράγωνο κείμαι ολοζωής
σ’ ένα τετράγωνο αδέκαστο και αυστηρό...
Και πάλι αυτά τα γράμματα ο αγράμματος εγώ
αυτά τα σήματα του νου
αυτά τα επιδόρπια νάματα
αυτά τα ανήκουστα σπαθιά τα αιχμηρά
αυτά τα αιώνια φύλλα
αυτά τα συμπαντικά νήματα
αυτά τα αεί υπάρχοντα
αυτά
αυτά
αυτά
πώς εγώ ν’ αγγίξω παίζοντας;
Αυτή την κίτρινη περγαμηνή
αυτή τη φλέγουσα εικόνα
διώξτε την από κοντά μου-
από μένα πάρτε την μακριά.
Άλλα σταθμά θα τη μετρήσουν
κι άλλα στολίδια θα να μπουν προμετωπίδα
στην καρδιά της
την ατελέσφορη.