Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

 Η απάντηση στο ερώτημα λοιπόν αν πρέπει κανείς να καταστρέφει την πατρίδα,εξαρτάται από το τι εννοεί κάποιος λέγοντας πατρίδα.

Τι είναι λοιπόν πατρίδα;
Ο τόπος των προγόνων μου;
Το μέρος όπου γεννήθηκα;
Το μέρος όπου μεγάλωσα;
Όχι λοιπόν,λάθος είναι όλα αυτά και ένα ένα,και όλα μαζί για να ορίσουν τι είναι πατρίδα.
Και ας πάρουμε ένα από τα τρία στην τύχη,ξέροντας από πριν,πως ό,τι θα πούμε για αυτό,ισχύει και για τα τρία αυτά μαζί,και ενδεχομένως και για άλλα.
Ας πούμε λοιπόν ότι πατρίδα λέγοντας,ο Καραμανλής εννοεί τον τόπο όπου έζησαν οι πρόγονοί μου.
Ένα παιδί  λοιπόν που ζει σε έναν τόπο όπου εζούσαν και οι πρόγονοί του,δεν πρέπει να καταστρέφει την «πατρίδα» του,μας λέει ο Καραμανλής.
Ας πάρουμε λοιπόν ένα παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα από έλληνες γονείς και που μεγαλώνει στην Ελλάδα.
Το παιδί αυτό μεγαλώνει ζώντας μια δυστυχισμένη ζωή και χωρίς να μάθει γράμματα.
Μεγαλώνει.
Ζητάει δουλειά και δε βρίσκει.
Αρρωσταίνει και δεν μπορεί να πάει στο νοσοκομείο.
Πατρίδα λοιπόν κατά τον Καραμανλή,είναι για κάποιον το να έχει γεννηθεί στον τόπο των προγόνων του,να γεννηθεί και να μεγαλώσει εκεί,να ζει σα δούλος και να πεθαίνει σαν ζητιάνος,να υποφέρει σε όλη του τη ζωή,να του ρουφάνε το αίμα οι τρακόσοι της Βουλής και οι μπράβοι τους,να καίγεται στις πυρκαγιές,να σκοτώνεται στους δρόμους,να φηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια και να λέει το ψωμί ψωμάκι (τη στιγμή που άλλοι μέσα στην ίδια «πατρίδα» ζούνε σαν βασιλιάδες.)
Για μένα λοιπόν,αυτή δεν είναι πατρίδα.
Πατρίδα είναι για κάποιον ό,που έχει δουλειά,, δεν του ρουφάνε το αίμα οι καραμανλοπαπαντρεομητσοτακικές κλίκες και οι λακέδες τους,ό,που ζει με αξιοπρέπεια,ό,που αποφασίζει ο ίδιος για το παρόν του και για το μέλλον του και όχι τρακόσα παλιοτόμαρα,ό,που σβήνει τις πυρκαγιές χωρίς αυτές να τονε κάψουνε,ό,που κανείς δεν κλέβει τον άλλονε ατιμώρητα, ό,που συμμετέχει στην απόλαψη του πλούτου που παράγει,με λίγα λόγια δηλαδή,πατρίδα για κάποιον είναι το μέρος όπου γεννιέται η ψυχή του-και μια ζωή όπως αυτή που περνάνε όλοι οι έλληνες,είναι μια ζωώδης ζωή,και όπως είναι γνωστό σε όλους,τα ζώα δεν έχουν (ανθρώπινη) ψυχή.
Και επειδή κανένας έλληνας δεν έχει ψυχή,κανένας δεν έχει πατρίδα. Και άραγε δεν έχει νόημα το ότι δεν πρέπει κανείς (έλληνας) να καταστρέφει την πατρίδα του,μιας και οι έλληνες δεν έχουνε πατρίδα.






ΠΑΤΡΙΔΑ...

Βρε τι ζωή εγώ τραβώ! Τι μοίρα μου ειν’ γραμμένη!
Τι χάλι απ’ όλην μόνο εγώ έχω την οικουμένη!
Τι έκανα και πάνω μου τα βάσανα όλα πέσαν;
Τι και του κόσμου τα δεινά όλα σε μένα δέσαν;
Ποιανού πληρώνω η έρημη εγώ τις αμαρτίες;
Ποιανού με δάκρυα εγώ ξεπλένω τις κακίες;
Ποιος θεός με καταράστηκε δυστυχισμένη να ’μαι,
Και όμορφο ούτε όνειρο να βλέπω σαν κοιμάμαι;
Χαζός ποιος με σπερμάτισε κι έχω λωλούς γεννήσει;
Τον ήλιο μου ποιος σκότισε και πάντα βλέπω δύση;
Φαρμάκι ποιος επότισε πικρό τον ουρανό μου
Κι ως κι η βροχή πέφτει πικρή στο χώμα το δικό μου;
Σε ποιο γραμμένο είναι χαρτί φαρμάκια όλο να πίνω
Και λύπης μόνο δάκρυα στο χώμα μου να χύνω;
Μάγισσα ποια ξεδόντιαστη φριχτά με καταράστη
Και της χαράς μου η Άνοιξη με λύπη εσκεπάστη;
Κι αχ! ποιον να έβρω για να πω τον που με καίει πόνο;
Κι αχ! πού να έβρω ξεγνιασιάς στην έρημό μου κλώνο;
Να  κρύψω πού την που έχω εγώ γι άλλες πατρίδες ζήλεια
Που άνθη έχουν στα μαλλιά και γέλιο έχουν στα χείλια;
Και που να πάω να κρυφτώ για τη ντροπή που νιώθω
Που αν και χρυσή έχω κλωνά φτηνά κουρέλια κλώθω;

Αχ! Τόσες είναι οι πληγές που μου τρυπούν τα στήθια
Που πρώτη θα ‘θελα φορά να μη μιλώ αλήθεια
Και ψέμματα να ήτανε όσα εδώ αραδιάζω,
που αναθυμώντας τα βαθιά κι απέλπιδα σπαράζω.
Όμως δεν είναι. Να,εδώ,πεσμένο το μαχαίρι
Που λίγο πριν το εκράταγε κακόβουλο ένα χέρι,
Και να η πληγή στα στήθια μου που έχει αυτό ανοίξει!
Να το αίμα από παλιές πληγές που πάει να με πνίξει.
Και να! το βόλι ιδέτε αυτό που έχει ξεκινήσει
Και που στον Άδη έχει σκοπό ευθύς να με βυθίσει.
Κι εγώ θωρώ χωρίς ψυχή και δίχως μάτι βλέπω
Να με χτυπούν όσοι μ’ αγνή κι άδολη αγάπη σκέπω-
Κι εγώ θωρώ δίχως ψυχή μες απ’ τα δ’άκρυά μου
Να με χτυπούν όχι εχθροί,μα τα ίδια τα παιδιά μου...

Χρόνια καμμιά διακοσαριά προτού το άθλιο Τώρα,
Ρωσογαλλοάγγλοι έφτιαξαν μία καινούργια χώρα-
Εμένα-κι αποφάσισαν Ελλάδα να με πούνε
Κι έλληνες όσους πάνω μου δυο αιώνες τώρα ζούνε.
Φτώχεια τον τόπο μου έδερνε καθώς και τώρα΄ κι ήταν
Οι κοτζαμπάσηδες αυτοί που τρώγανε την πίττα,
Κι απόκοντα οι κλέφταροι που φέραν Φαναριώτες
Καθώς όταν ο κόκκορας λαλεί έρχονται οι κόττες,
Για να περιδρομιάσουνε κι αυτοί και να μου κλέψουν
Τα λίγα που είχα τα καλά και για να με παιδέψουν.
Και μέσα σ’ όλους πρώτος τους ήρθε ο Μαυροκορδάτος
Για πλιάτσικο πανέτοιμος και γι αρχηγία κεφάτος.
Κι αιματοκύλισεν αυτός τ’ άμοιρα τα παιδιά μου-
Καρπούς τού με τη λεφτεριά μονάκριβού μου γάμου.

Και των παιδιών μου άρχισε ο χωρισμός σε κόμματα
Που –τι ντροπή!- ξένων χωρών επήρανε ονόματα
Και αγγλικό και γαλλικό και ρώσικο ελέγονταν-
Και η καρδιά μου τ’ άκουγε και μυστικά μού εκλαίγονταν.

Το ’κοσιοχτώ μου στείλανε κείνο τον Καποδίστρια
Για κυβερνήτη,που με βια τον φέραν-απ’ την Ίστρια
Λες και δεν είχα εγώ παιδιά να γίνουν κυβερνήτες
Και ξένον να μου στείλουνε θα ’πρεπε οι προξενήτρες.
Κι όταν αυτόν τον σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι,
άλλοι μονάρχες ήτανε να μου ερθούνε νέοι.
Έτσι,τον Όθωνα εδώ μού στείλαν οι Δυνάμεις.
Τονε μισούσα-μα μικρή σαν είσαι τι να κάμεις;
Τον ακλουθούσαν Βαυαροί. Και μες σε λίγα χρόνια
σαν Βαυαρή με κάνανε. Στων δέντρων μου τα κλώνια
για τριανταδυο όλες χρονιές πουλάκια κελαδούσαν
που όχι γλώσσα ελληνική,μα Βαυαρή ελαλούσαν.
Κι ό,τι εκάναν θέλανε στα χώματά μου οι ξένοι
Λες κι οι έλληνες πως ήτανε όλοι τους πεθαμένοι
ή πως δεν είχανε ψυχή να διώξουνε τους ξένους
παρά τους ανεχόντουσαν καπηλευτές του Γένους.
Και μεταξύ τους τρώγονταν οι έλληνες οι φαύλοι
Ποιος πιότερο των Βαυαρών θ’ ανέχονταν το χάλι,
ενώ τους εκλέβανε αυτοί κι οι ντόπιοι τους προδότες
Τη συμφωνία της ζωής και της χαράς τις νότες.

Ύστερα τον Γεώργιο Πρώτο μού κουβάλησαν
Και στον ισχνό το σβέρκο μου δραγάτη τον κάθισαν.
Και συμμαχίες ανίερες,και πλούτος κλεψιμέϊκος
Κάναν τού κάθε κλεφταρά ο βίος να ‘ναι μπέϊκος,
Και να πληθαίνουν οι πολλοί,και να πλουτούν οι λίγοι.
Αχ! τι ντροπή μου ένιωθα η δόλια να με πνίγει
Που ενώ έδενα καρπούς να φάνε οι δικοί μου
Άλλοι αυτούς να καλοτρών μοίρα ήτανε κακή μου!
Σαράντα χρόνια έκατσε ο βασιλιάς στο θρόνο
Κι εγώ εκακοπάθαινα δεινά χρόνο το χρόνο.
Τα χρόνια αυτά,με δυο αυτοί που έκαναν Συνθήκες,
Οι Ξένοι,μέσα εβγάλανε από τις αποθήκες
Μακεδονία κι Ήπειρο,σε μένα τις προσθέσαν,
Και σαν κοράκια πάνω μου κατόπι αμέσως πέσαν,
Κλέβοντας με τους φίλους τους-τους ντόπιους τους λακέδες-
Ως και τους που Χριστούγεννα έφτιαχνα κουραμπιέδες.
Κι ενώ οι Μεγάλες Δύναμες μ’ είχανε μεγαλώσει,
Τον τίτλο Εθνάρχη σ’ έλληνα κάποιονε είχαν δώσει.
(πότε θα πάψουν τάχατες οι γιοι μου να προσμένουν
από άλλους την πατρίδα τους-εμένα- ν’ αβγαταίνουν,
ως πότε αυτοί τη μοίρα τους στα χέρια δε θα παίρνουν-
και μες σε ξένης ζυγαριάς το δίσκο θε’ να γέρνουν;)
Καλλίτερα κι άλλα να μη μου πρόσθεταν εδάφη
Κι οι μαύροι ας τα έτρωγαν της μάνας Γης οι τάφοι
Παρά που δίνοντάς τα μου πιότερα μού ζητούσαν
Και τα παιδιά μου έβλεπα που πιο εδυστυχούσαν.
Κάλλιο μικρό το σπίτι μου κι εύτυχα τα παιδιά μου
Παρά διπλάσια εγώ,κι αυτά να δυστυχούν κοντά μου.
Μα δε με ρώταγε κανείς... οι πλούσιοι κυβερνούσαν
Και ό,τι  εγώ τους έδινα,στους ξένους το πουλούσαν.
Κι εγώ τι τάχα θέλατε να κάνω; Τα φτωχά μου
Να προστατέψω τα παιδιά,ή να τ’ αφήσω χάμου
Να τα πατούν τα πλούσια και τα καλοβαλμένα
Σα να μού ήταν άγνωστα και φορτικά και ξένα;
Μα ό,τι κι αν μου λέγατε,δε θ’ άφηνα ποτέ μου
Τ’ άμοιρα τέκνα μου στη βια όποιου έρχονταν ανέμου.
Πάντα γι αυτά θα πόναγα και θα παρακαλούσα
Στις μυστικές μου προσευχές,και πάντα θα ζητούσα
Από τη μάνα μου τη Γη ευχή καλή να βρουνε
Και μ’ αξιοπρέπεια πάνω μου και μ’ ευλογιά να ζούνε.
Έτσι δεν κάνει μια καλή,πονετική μητέρα,
Ή άλλα παιδιά μην αγαπά κι άλλα τα κάνει πέρα;

Και ήρθε η ώρα κι η Τουρκιά το μέλλον της να φτιάξει
Και μες στο χάος της κι αυτή λίγη να βάλει τάξη-
Κι ήρθε η ώρα κι η Τουρκιά να δει το σπιτικό της
Και να μαζέψει μέσα του ό,τ’ ήτανε δικό της
Και να κρατήσει μόνο αυτούς που της σταθήκαν φίλοι.
Και όποιους άλλους από κει που ήρθαν να τους στείλει.
Και έδιωξε τους έλληνες από τη Μικρασία
Που επερνούσανε ζωή ως τότε εξαισία,
Και πρόσφυγες μού ήρθανε ζητώντας να τους ζήσω.
Τους δέχτηκα-τι να ’κανα; Να τους γυρίσω πίσω;
Κι αρχίσανε να τρώγωνται οι νέοι με τους παλιούς μου
Κάτι που ούτε το ’βαζε ο καψερός ο νους μου.

Μετά ο παγκόσμιος πόλεμος ο πρώτος με χτυπάει
Κι εικοσιέξη πιο μετά,ο δεύτερος ξεσπάει.
Κι οι γερμανοί με πάτησαν. Και τα παιδιά μου δώσαν
Τον πιο καλό τους εαυτό. Κι έτσι με λευτερώσαν.
Κι αντίς ετούτη τη στιγμή να μείνουν ενωμένοι,
Το δρόμο αυτοί εστρώσανε για να ‘ρθουνε οι ξένοι:
Ο Παπαντρέας,ο παππούς του σημερνού «Γιωργάκη»,
Αιματωμένα ακόμα εγώ ενώ φορούσα ράκη
Κι ενώ το αίμα έτρεχε απ’ τις πληγές μου σκόμα,
Κι από τους πόνους έσκουζα,μου έφραξε το στόμα,
Με αλυσόδεσε,και πια,σαν πράγμα ένα να ’μουν,
Στους άγγλους με παράδοσε για να με αποκάμουν.
Και για ό,τι μου ’καμε κακό οι άγγλοι τονε πληρώσαν-
μια χρυσοφόρα,αιμόσταχτη,πρωθυπουργία του δώσαν.

Αργότερα ο Καραμανλής πρωθυπουργός εγίνη.
Το πιο απ’ όλα τρύπιο μου ήταν αυτό λαγήνι.
Πίσω από κάρρο μ’ έδεσε,το άλογό του έδερνε,
Κι ως Αχιλλέας τον Πάτροκλο κύκλους τριγύρω έσερνε,
Έτσι κι αυτός με γύριζε ώστε ο λαός να μάθει
Τι αν να μιλήσει θα ’θελε του έμελλε να πάθει.
Και όλο επαναλάβαινε σα μέσα σε μεθύσι,
Κι ως να βραχνιάσει απ’ τις φωνές: «ανήκουμε στη Δύση!»
Αυτός ανήκε. Και αυτοί που τον χρυσοπληρώναν.
Κι όσοι γλεντώντας πάνω μου,εμένανε χρεώναν.

Και το Λαμπράκη εσκότωσε και μου ’φερε τη χούντα.
Κι ενώ το Κάντο Γκενεράλ έγραφε ο Νερούντα
Εγώ με άλλους γκενεράλς να πολεμήσω είχα
Για να ξανάβρω τον αυτοί που μού εκόψαν βήχα.

Όμως κρατούσανε καλά. Κι όσο κι αν προσπαθούσα
Τίποτα εναντίον τους να κάνω δεν μπορούσα.
Ώσπου η Μεγάλη έκρινε Δύναμη-η Αμερκάνα-
Ότι πολύ οι στρατηγοί αυτοί το παρακάναν
Και λεύτερη αποφάσισε και πάλι να μ’ αφήσει,
Πλέον αφού τσιράκι της με είχε κάνει η Δύση.
Και τότε είναι που ’ρθανε κάποιοι μου καιροσκόποι,
Που βλέποντας πως στη δεξά δε μέναν άλλοι τρόποι,
Μες στο Πολυτεχνείο μου εμπήκαν και φωνάζανε
Πως θα με λευτερώσουνε και ότι θα με αλλάζανε.

Και όταν επήραν εντολή οι στρατηγοί να φύγουνε,
Αυτοί σε μία πασοκική σημαία με τυλίγουνε
Και με πρωθυπουργό το γιο ’κεινού του Παπαντρέου
Σε βάλτου μ’ έριξαν ενός τις βρώμιες λάσπες νέου.
Κι η πρωθυπουργοποίηση του τύπου εκείνου ήτανε
Η πληρωμή του που άφησε και πάνω μου στρωθήκανε
Οι φράγγοι κι οι αμερικανοί που νέοι αφέντες γίναν
Και του λαού το αίμα μου αχόρταγα επίναν
Για συνεταίρους παίρνοντας του Παπαντρέου την κλίκα
Που κι απ’ τους ξένους πιο πολύ αχόρταγους τους βρήκα.

Κι ο νέος Παπαντρέου,αυτός,βορά με είχε ρίξει
Στους σκύλους που την όρεξη για χρήμα είχε ανοίξει
το ότι εκείνοι τάχατες τη χούντα είχανε ρίξει.
Και κατακλέψανε κι αυτοί τον ίδρω και το αίμα
Των τίμιών μου των παιδιών΄και σ’ ένα μόνο γνέμα
Του βρωμερού τους αρχηγού τα πάνω φέρναν κάτω
Ώσπου σε βούρκου ενός βαθιού με ρίξανε τον πάτο.



Και από τότε μένω εκεί. Και μακριά στεκόντας
Μη απ’ τις λάσπες λερωθούν,και ξαναμμένοι όντας,
Παλεύουν τώρα οι αρχηγοί των δυο τρανών κομμάτων-
Που ζουν και που πλουταίνουνε απ’ τη σύληση πτωμάτων-
Να με τραβήξουν και νεκρή στη βάρκα τους καθένας
Και να με φάνε ή μαζί ή ίσως κι ένας ένας.

Ο ένας είναι ο εγγονός του πρώτου Παπαντρέου
Και γιος του δεύτερου. Γερά κι αυτός αρματωμένος
Με υποσχέσεις,με ψευτιές και με αδηφαγία
Να κυβερνήσει αποζητά τη γη μου την αγία.
Ο δεύτερος,ειν’ ανηψιός του δεξιού εκείνου
Του βρωμερού Καραμανλή,του μόνου υπευθύνου
Για την κατάντια όπου ζω κι αυτός μου ’χει φερμένη
μια χώρα καταγέλαστη να ’μαι στην οικουμένη.
Αυτοί λοιπόν τώρα οι δυο την ψήφο θέλουν να ’χουν
Από κεινούς που για φαϊ μες στα σκουπίδια ψάχουν.

Και δέστε όσοι έχετε τα μάτια για να βλέπουν,
Κι όχι το φύλο μοναχά το άλλο για να έλκουν-
Δέστε,Παιδεία ειν’ αυτή;Είναι αυτή Υγεία;
Έχω εγώ ισότητα; Δε ζω στην αδικία;
Παιδιά δεν έχω που άλλα τους τρων με χρυσά κουτάλια
Κι άλλα-φτωχά μου!-που πεινούν,ντύνονται με ρετάλια,
Ψάχνουνε κάτι για να φαν στων σκουπιδιών τη βρώμα,
Αντί της ζωής το ρόδινο ωχρό έχουν το χρώμα,
Διασκέδαση δε βλέπουνε καθόλου στη ζωή τους
Κι όπως στη φτώχεια είναι γραφτό,τρώγονται μεταξύ τους;

Πέστε μου,ποιον από τους δυο θα πρέπει να ψηφίσουν
Αφού να τους αγγίσουνε μονάχα θα βρωμίσουν;

Αχ! Οι άνθρωποι του τόιπου μου! Θύτες και θύματα όλοι
Ένας να έχει κι ο άλλος τους να κλέβει πορτοφόλι!...
Κουτοί οι μέν,κουτότεροι οι άλλοι,ένας κι άλλος:
Κουτός και όποιος κλέβεται,αλλά και πιο μεγάλος
Αυτός που κλέβει. Ο δυστυχής!δεν ξέρει η ευτυχία
Πως αν δε σκέπει ολουνούς,τότε είναι δυστυχία.
Κουτά και δύστυχα παιδιά εγέννησα ωιμένα
Που και αυτά κακοπερνούν και θλίβουνε κι εμένα.
Α! Όσο περισσότερο τον άνθρωπο γνωρίζω
Τόσο τα ζώα αγαπώ που τρέφω και ταγίζω.
Γιατί αυτά απ’ της λογικής δεν ήπιαν τις πηγές
Κι έτσι απ’ αυτά δεν καρτερώ ενέργειες λογικές.

Λοιπόν τραβάτε όλοι εσείς στην κάλπη να ψηφίστε.
Το τελευταίο της ντροπής το μόριο αψηφήστε.
Διαλέξτε τον καινούργιο σας αφέντη και δυνάστη.
Έτσι αφού το έκρινε η βούληση του Πλάστη,
Τραβάτε. Σας βαρέθηκα χαμένα μου ανθρωπάκια!

Μα όμως ορκίζομαι στο φως που κι είδατε και είδα,
Πως ούτ’ εγώ έχω πια παιδιά,ούτε και σεις πατρίδα.