Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

1.

Δε θα φύγω τη μοίρα των κοινών των ανθρώπων
κι η κατάληξη θα !ναι της αθλίας ζωής μου
και θα είναι η ύστατη ζωοδότρα ελπίς μου
να ταφώ σ' αναπαύσεως χλοερό ένα τόπον.

Των μικρών των ανθρώπων δε θα φύγω τη μοίρα
ξεχασμένος απ’ όλους μες στο τέρμα του βίου
σ’ ενός βρώμιου θα στέκω και στενού καφενείου
κάποια θέση ενώ θα 'ναι όλες άδειες τριγύρω.

Των άσημων ανθρώπων θ' ακλουθήσω τα ίχνη
το μικρό μου το βήμα δίχως αύριο θα σέρνω
κάθε μέρα το σώμα πιο πολύ θα το γέρνω
ως να γίνει ένας δείχτης προς το χώμα να δείχνει.

Των μυριάδων χιλιάδων κι εγώ θα 'χω την τύχη
σαν κι εγώ να ’χω ζήσει μια χαμένη ζωή
και θ’ αφήσω σαν όλους τη στερνή μου πνοή
με τον ίδιο εκείνων μετρημένο τον πήχυ.

Απ' τα δίχτυα του ολέθρου ίσως μόνο με σώσουν
κάποιοι ανώριμοι, στείροι και παρείσακτοι στίχοι
που θα χτίσουνε γύρω μου κάτι απόρθητα τείχη
τα κρυφά νοήματα τους αφού πριν φανερώσουν.




2.
Ανίατη
Οι ωκεανοί δεν έχουνε νερό μα αίμα
και τα φαράγγια βαθιές είναι πληγές
στης γης το σώμα΄
σπυριά κακόφορμα τα όρη και οι λόφοι.

Μια στρογγυλή αρρώστια όλη η γη μας
που απέλπιδα γυρνάει μες στα χάη
μάταια ζητώντας γιατρειά
γι ανίατη μι' αρρώστια.
Εμείς μικρόβια πάνω της
με Τ’ άλλα ζώα-τ' αδέρφια μας μικρόβια-
εμείς μικρόβια πάνω της
το αίτιο του κακού.

Μαζί της ταξιδεύοντας το μόνο βέβαιο είναι
πως η γιατρειά θα έρθει όταν
χαθούμε και οι δυο μαζί-
και μείς και κείνη.



3.
Το τρίτο
Με εκπομπές πνευματικού περιεχομένου
το τρίτο πρόγραμμα μας προσκαλεί
ν' ανοίξουμε του ραδιοφώνου του καημένου
το προδομένο απ' την τι-βι κουμπί,

και να γευτούμε κάτι πιο ωραίο
που την ψυχή θα τέρπει αληθινά.
Αλλά και το προσκάλεσμα το νέο
τίποτα το καλό δεν προμηνά.

Πάλι ο εργάτης καιρό δε θα 'χει
πάλι ο υπάλληλος θα βαριεστά
κι ο γεωργός πάλι θα ψάχει
να δει ο σπόρος του αν βαστά.

Και οι γυναίκες οι καημενοΰλες
μια με την άλληνε θα συζητούν
ή, κουρασμένες νοικοκυρούλες,
θα ψευτοπλέκουν και θα κεντούν.

Έτσι το τρίτο θα παραμένει
σαν απροσπέλαστη βουνοκορφή
που θα 'χει μέσα της βαθιά θαμμένη
χρυσή μια φλέβα, όμως κρυφή.



4.
Ελλάδα
«Ελλάδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει…»
Σε περασμένους χρόνους, σε καιρούς αλλοτινούς,
σε μι άλλη γη,
ίσως υπήρχε μία χώρα που την έλεγαν Ελλάδα.
Μα πόσο μακριά από δω; Ποιος ξέρει...
Και πόσο πέρα από το τώρα...
Και επαράδωσε σε μας ο μύθος
αυτή την αίσθηση πατρίδας
φανταστική κι απόκοσμη,
άοσμη και φευγάτη.
Ίσως.
Σα μύθο τη δεχόμαστε και μεις
που δεν πιστεύουμε τους μύθους.





σα μύθο τη δεχόμαστε και μεις
που δεν πτοούμαστε από μύθους,
Σε περασμένα χρόνια
σε καιρούς αλλοτινούς
λέγεται ότι ζούσαν άνθρωποι εκεί,
που ήσαν φίλοι μας, γνωστοί μας,
που ήσαν συγγενείς μας.
Άνθρωποι που μας είχαν αγαπήσει.
Και λέγεται ότι ακόμα υπάρχουνε και ότι
μας αγαπάνε και μας σκέφτονται ακόμα.
Μα ξέρουμε ότι αυτά είναι παραμύθια.
Πως τέτοια χώρα δεν υπάρχει
πως είναι μόνο ένα όνειρο.
Ένα κενό στη φαντασία που πληρώνεται
αυτόματα
με υπολείμματα συμπαντικών αντίποδων.
Κι οι άνθρωποι του είναι κούφια πλάσματα,
εικόνες απρόσωπες,
πλάσματα ανύπαρκτα, υποθετικά,
καθένας τους μια ατέλεια και μιαν έλλειψη.
Εμείς τουλάχιστον
δεν ξέρουμε καμιά Ελλάδα
και βέβαια ποτέ δεν ήμασταν εκεί
ούτε και φύγαμε απ! αυτήν
για να 'ρθουμε εδώ. Εμείς
εδώ πάντοτε ζούσαμε
και ζούμε.






5.
Στον εαυτό μου
Θεέ γιατί να μη με κάνεις ψεύτη
στις πράξεις, στις ιδέες, στη θεωρία
ανήλεα η φωνή μου η στεντορεία
σ' ανθρώπους και σε πράγματα να πέφτει…
Γιατί σ' απύθμενα να πέφτω βάθη
κάθε φορά το στόμα που θ' ανοίξω
ζητώντας την αλήθεια να μη θίξω
ούτε με αθέλητα του λογού λάθη;

Γιατί τις πράξεις μου να θέλω δίκιο
και δράση αψεγάδιαστη να διέπει
γιατί το νου μου εμένα να μην τέρπει
λόγος κακός κι ύφος ανοίκειο;

Κι αφού των άλλων κουβαλώ τις τύψεις
αμνός εγώ εν μέσω των λεόντων
κι αφού με στέρησες άλλων προσόντων
και δεν εδέησες να μου χαρίσεις   

χαρίσματα αδίστακτου ατόμου,
τουλάχιστο ας γίνονταν να μπορούσα
το ψέμα το γλυκό να ιστορούσα
όχι σε άλλους μα στον εαυτό μου.




6.
Της εκκινήσεως
Κι άλλη μια στάσις.
Πόσο τάχα θα κρατήσει;
Πόσο θα τριγυρίζω άσκοπα κι επώδυνα
ανάμεσα σ! ενός σταθμού
που δεν είναι ο προορισμός μου
τους θορυβώδεις μικροπωλητές;

Ως πότε μ' άγνωστους ανθρώπους
άγνωστες κουβέντες θ* ανταλλάσσω;

Πότε ο σταθμάρχης μου
θα πει απ' το μεγάφωνο πως φεύγουμε;
Πότε το τράνταγμα θα νιώσω
της εκκινήσεως;







7.
Στο κενό
Αγάπη χίμαιρα που υπάρξεις λοιδορείς
που οι φτωχές προσμένουνε από σένα λυτρωμό-
αγάπη χίμαιρα φριχτή, αλήθεια πώς μπορείς
και τέτοιο ένα φέρσιμο κρατείς σκληρό κι ωμό;

Ζωή που πλέκεις φαντασιές για τους θνητούς
πολλές
γιατί τη μεγαλύτερη, τόσο λαχταριστή,
και ποθητή την έκανες που όλοι τη θέλουν, λες
ότι μαζί της κι η χαρά σ' αυτούς θα χαριστεί;

Και πόνε συ, γιατί φορές γελιέσαι τάχα εμπρός
σε κάτι μέγα, που θαρρείς πως ειν' η αγάπη, ενώ
αυτό ειν' ενός κύματος ο ταπεινός αφρός
που σ’κώνει ένα φάντασμα ως πέφτει στο κενό;



8.
Ανέτοιμους
Ανέτοιμους μας βρήκε ο χειμώνας
με δίχως ξύλα για τη ζεστασιά.
Η νύχτα να μετράει για αιώνας
με μόνη μας παρέα τη μοναξιά.

Έρμους των γερατειών μας ήβρε η δίνη
χωρίς το ψέμα ενός παραμυθιού.
Μονή μας προσδοκία η γαλήνη
ύπνου ενός αιώνιου και βαθιού.





 9.

Νύχτα α'
Ηχεί σιγά ηχεί απαλά ηχεί απελπισμένα
μέσα στης νύχτας τη σιγή του θανάτου το βήμα
που νικητήρια περπατεί κι έρχεται κατά μένα
καθώς γαλήνιας θάλασσας ξεψυχισμένο κύμα.

Έρχεται και μυρίζει με-και με καλοξετάζει
να δει αν κιόλας πέθανα ή ανασαίνω ακόμα.
Τέλος από την τσέπη του το καθρεφτάκι βγάζει,
και με κινήσεις ήρεμες μου το κολλάει στο στόμα.

Κι αμέσως πάλι το τραβά και μια ματιά του ρίχνει.
Κι ως βλέπει της ανάσας μου πάνω του τη θαμπάδα
που στις στρατιές των ζωντανών ότι μετρώ του δείχνει
τραβάει το άπονο σπαθί με την ψυχρή γυαλάδα,

και μες στον κρύο κι έρμο μου με σαβουρντάει τον τάφο.
Και πεθαμένος από κει το ποίημα τούτο γράφω.






10.
Νύχτα β΄

Από τις άκρες των βλεφάρων κρατημένη
Ανακλάται σε κάτοπτρα ματιών που
Γι αυτά αθέατη είναι, γιατί στην ψυχή τους
Έχει αυτή, από άρνηση γενεών σβηστεί.

Σκύλου αλύχτισμα που αρχή δεν έχει.
Πράγματα του δωματίου μεταποιημένα
Στα πρώτα τους πρόσωπα: δέντρο,
Φλέβα της γης, όνειρο.

Μια θάλασσα μαύρου, που δεν ξέρει
Τι, με τον εαυτό της παίζοντας,
Από τα τριχωτά σκέλη της, γελώντας,
Δώρο στον εαυτό της να κομίσει.

Νύχτα-που μ’ ένα νεύμα, χαριστικό
Του πεθαμένου κεφαλιού της, επιτρέπει
Σε ήλιους, κάποιες από τις ερήμους της
Ετοιμοθάνατοι, σερνάμενοι να διασχίζουν.