Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Ξαπλώνει ο γέροντας στ’ άσπρα σεντόνια
πάνω τους δε γνωρίζεται η ζωή του
άγραφη του την άφησαν τα χρόνια
χωρίς καρπούς εμείναν οι ανθοί του.

Γύρω του κόρες, νύφες, γιοι, εγγόνια
να σβήσει περιμένουν η ζωή του
λες τα δικά τους άλλα είναι κλώνια
και δε θα σβήσουνε κι αυτοί μαζί του.

"Κόσμοι μου, αστέρια μου, σύμπαντα, χάη
ακόμα η καρδιά μου όσο χτυπάει
ωϊμένα-θα σας ζω και θα με ζείτε
ύστερα ούτε φως-σκοτάδι μήτε.
Κόσμοι, αστέρια μου, σύμπαντα, χάη ,
σας έπλασα, σας χάλασα και πάει..."



Της Μοναξιάς δούλος και υπήκοος
των ψιθύρων Της μάρτυς αυτήκοος
την ύπαρξή μου Της έχω δώσει.
Έχω στα πόδια Της απιθώσει

ασημικά-σμάλτα-μαλάματα  
της ζωής χαμογέλια κάι κλάματα
στους κηπαγρούς Της κλαίουσες ιτέες
κείνται οι ωραίες μου οι ιδέες.

Σε ικεσία θερμή εκτείνονται
των χεριών μου οι μυ’ς και ξεχύνονται
απ’ τους αρμούς τους χιλιάδες δώρα.
Φρούτα από δέντρα ελπιδοφόρα

της μοναξιάς θέλγουν τα πέλματα
ως του νου μου διασχίζει τα τέλματα-
στη Μοναξιά μου εγώ προσφέρω
μύρα και αρώματα που ξέρω.

Και προσδοκώ δειλά και υπάκουα
να μου χαρίσει όλα όσα άκουα
να ’ναι δικά Της-να μ’ αγαπήσει-
πάντα κοντά Της να με κρατήσει.





Γυναίκες ποταμός. Κι εγώ στην όχθη
να μην μπορώ ούτε νύχι να ογράνω  
οι χάρες του μακραίνουν σαν τις φτάνω  
βαρύς μέσα μου ο πόθος εμαζώχτη.

Τ’ αυτιά μου ηδονικοί τρυπούνε ρόχθοι
που αντηχάει το ρέμα το αφροπλάνο  
και μ’ εμποδά η λαχτάρα ν’ ανασάνω
κι οι ερωτογόνοι με τυλίγουν μόχτοι.

Άθλιος… με ρήμαξεν αυτό το ρέμα!
Νεκρές οι ελπίδες μου κείτονται χάμου
...πάλι... μπορεί-κι ας μουγκανίζει το αίμα
που χάνει τη γιορτή-μπορεί η χαρά μου
γι άλλην, τρανή γιορτή να με φυλάει:
ποιος ξέρει αυτό το ρέμα πού τραβάει...


Σπίτια εμείς δε χτίσαμε ψηλά
και δε στιβάσαμε σωρούς το χρήμα
στη ζήση επορευτήκάμε δειλά
και ψυχής πληγή κάθε μας βήμα.

Λόγια δεν είπαμε πολλά εμείς
ούτε ορεχτήκαμεν εγκόσμια φήμη
και δόξα δεν εδρέψαμε στιγμής
και δεν ποθήσαμε πρόσκαιρη μνήμη.

Εμείς στο Λόγο εδώσαμε φωνή
και μ’ Αίσθησιν εντύσαμε τη γνώση
με φως παντρέψαμε την ηδονή
κι έχουμε εμείς Φτερά στη σκέψη δώσει.

Σε σφαίρες πάνσεπτες, ιδανικές,
εκεί κάναμε εμείς περιουσία-
εδώ αψηφώντας ποταπές χαρές
έχουμε εκεί κερδίσει αθανασία.






To τελευταίο ρόδο του καλοκαιριού
To τελευταίο ρόδο του καλοκαιριού
λερό και μαραμένο κι άοσμο πια
το τελευταίο ρόδο του καλοκαιριού
ο τελευταίος εκπρόσωπος μιας γενιάς που έφυγε
ο τελευταίος επιζών του θιάσου.

Και κανένας
το τελευταίο ρόδο του καλοκαιριού
δεν κόβει
κανένας το χέρι δεν απλώνει
λες και την κίνηση αναμένει αυτήνε το φθινόπωρο
για να κινήσει να 'ρθει.






Η φωτεινή γραμμή

Ω! φωτεινή γραμμή
που μες στο σκότιο δώμα
το ίχνος σου αφήνεις
σαν μια νότα απ’ τη μεγάλη συναυλία
σαν μια πετρούλα απ’ την απέραντη οροσειρά.
σαν ένα φύλλο απ’ το ατέλειωτο το δάσος.

Ω! φωτεινή γραμμή
δε θέλω εγώ δάσος κι οροσειρά και συναυλία
αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
που μες στο σκότιο δώμα μου το ίχνος σου
αφήνεις
αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
για να φλογίσεις τη μικρή ζωή μου.





Να τήνε νιώσω

Είναι ο καιρός της Άνοιξης!
Ε! Παλιοχιόνια λιώσετε πια!
Ε! Κρύα και βροχές για λιγοστέψτε!
Δε θέλω να μου κάψετε της μυγδαλίτσας τ’άνθη.
Δε θέλω να με κλείνετε στο σπίτι
και λάσπες να γεμίζω σαν πηγαίνω να τη δω.
Ε! Παλιοχιόνια!
Ε! Κρύα και βροχές-πηγαίνετε-
την άνοιξη αυτή πρέπει να τήνε νιώσω.




Τα πουλιά ξαναγυρίζουν

Τα πουλιά ξαναγυρίζουν
σπάζοντας με το ράμφος τους
τις τελευταίες αιχμές του χειμώνα
και διώχνοντας με τα φτερά τους
τις τελευταίες συνέπειες της απρονοησίας.

Τα πουλιά ξανάρχονται ζωηρά και αεικίνητα
χρώματα ευτυχίας φορώντας
(μερικά στο ταξίδι έχουν πεθάνει)
και τιτιβίζοντας χαρούμενα.






Ο ύπνος

Ύπνε γλυκέ βασιλιά
στα παλάτια σου τα φωτεινά
πάρε με πάλι απόψε
στα παλάτια σου τα χιλιοφωτισμένα
οδήγησέ με πάλι απόψε.
Και φέρε στο θέατρό σου
τα πιο μαγευτικά σου σκηνικά
τους πιο αστείους κλόουν και θεατρίνους
και τ’ ομορφότερο κορίτσι του θιάσου σου.
Η μέρα ήτανε σκληρή-μόνον εσύ
τη μνήμη της μπορείς να μου απαλύνεις.





Η ζακέτα

Αυτή η ζακέτα με το κόκκινο βαθύ
και τα τετράγωνα τα μπλε τα ξεβαμμένα
είναι λουλούδι της αγάπης μου κι ανθεί
και κάθε νύχτα ευωδά μόνο για μένα.

Αυτή η ζακέτα η αφημένη στη γωνιά
ώσπου η βάρδια η βραδινή να τελειώσει
δεντρί του πόθου κι έχει ολάνθιστα κλωνιά
πάνω στο έρμο το κορμάκι μου απλώσει.

Αυτή η ζακέτα που γυναίκεια ζεστασιά
και ποθαρώματα βαριά είναι ποτισμένη
την παγερή μου θα τυλίξει μοναξιά
και φλογισμένη θα μου γίνει ερωμένη.






Στη σκοτεινή σπηλιά

Δε θέλω εγώ ενός ηλιού μόνο την καλημέρα
δε θέλω εγώ μιας μοναχά γυναίκας το φιλί.
Εγώ είμαι φως μέσα στο φως κι αγέρας στον αγέρα
εμένα το σελάγισμα του Απείρου με καλεί.

Ο εραστής δεν είμαι εγώ της μιας νυχτιάς και μόνο
εγώ δεν είμαι μοναχά μιας πόρτας το κλειδί
εγώ φωτιά μες στη φωτιά και πόνος μες στον πόνο
κι από το δέντρο δε ζητώ μονάχα ένα κλαδί.

Δεν είμ’ εγώ ένα μικρό ρυάκι που κυλάει
το λιγοστό νεράκι του πάνω στην έρμη γη
εγώ είμαι ο μόνος χείμαρρος που ακράτητος
ορμάει
εγώ κι η θάλασσα-εγώ κι η αστείρευτη πηγή.

Δε θέλω το κελάδημα ενός μονάχα σπίνου
της φτερωτής εγώ ζωής γυρεύω τη μιλιά
δεν ψάχνω για το λούλουδο και τ’ άρωμα του
σκίνου:
το πρώτο θέλω φύτρωμα στη σκοτεινή σπηλιά.





Κάποτε

To χέρι που έτσι άγνωστους μας έχει εδώ πετάξει
ποια υπηρετούσε δύναμη-σε ποιαν υπάκουε τάξη;
Κι είχε σκοπό κανένανε ή έτσι τάχα ασκόπως
να ’ναι για μας πικρή γωνιά όρισε κάθε τόπος;

Ξένοι στη γη επάνω αυτήν, ξένοι στο σύμπαν όλο
στης ύπαρξής μας ξένοι εμείς το ψέμα και το
δόλο
ξένοι ως και για το θάνατο που όλο μας πεθαίνει
ξένοι στον ήλιο και στο φως-στην ίδια ουσία μας ξένοι.

Δικοί σε ποιου άρα σύμπαντος το μέτρο και την κλήρα;
Γνώριμοι εμείς σε ποια βουλή; σε ποιαν οικείοι
μοίρα;
Πουλιών ποιανών τάχα φτερά φτερά θα ’ναι δικά
μας;
Ποιου νου αλαφροπέταγμα; Χαρά ποια-ποια χαρά μας;

Αν κάτι υπάρχει πιo βαθύ από του νου τα βύθη-
αν κάτι υπάρχει πιo πικρό απ’ του έρημου τα στήθη
στην παντοδυναμία του τάχα θα ευδοκήσει
σε κόσμο έναν φιλικόν κάποτε να μας ζήσει;






Οι μύγες

Βράδιασε΄ πάψαν να πετάν οτο δωματιό μου οι
μύγες.
Κρυφτήκανε στα μυστικά μέρη που εκείνες ξέρουν
στα μέρη που τις οδηγάει της μοίρας τους ο δρόμος.

Μα σαν το φως ανάψω να! οι μύγες ξεγελιούνται
μέρα πως έφτασε θαρρούν και τριγυρίζουν πάλι
στου δωματίου μου τον θολό και πνιγηρόν αέρα.

Έτσι κι εμάς μας ξεγελάει κάποιας ελπίδας λάμψη
και βγαίνουμε από τα κρυφά και ήσυχά μας μέρη
και κύκλους κάνουμε πολλούς που άδικα μας
κουράζουν.

Και η πανάρχαια φωνή που νέοι δεν την ακούμε
τώρα τ’ αυτιά μας τα τρυπά καθώς φωνάζει: "αυτό
’ναι-
ξεγέλασμα ένα η ζωή καινούργιο κάθε μέρα".





Εδώ δέστε!

Μη βλέπετε τα σίδερα που με κλείνουν.
Κι αν είπα, λόγια είναι και πετάνε.
Κι αν έκανα, εικόνες είναι και ξεχνιούνται.
Εδώ δέστε!
Μέσα εδώ!
Στο στήθος μέσα!

Εδώ
λεύτερα η Φύση ιερουργεί.
Εδώ μέσα ούτε σκοτωμοί ούτε κλεψιές
εδώ μέσα λόγια δεν υπάρχουν καταστροφικά…
εδώ μέσα που το σώμα λείπει
δύναμη καμία δεν μπορεί
την καλοσύνη να λυγίσει.

Είμαι καλός.
Μα σεις κοιτάξατε κει που δεν είμαι.


Ένας καπνός

Να το κερί. Το βλέπω καθώς λιώνει
φωτίζοντας αχνά την κάμαρά μου.
Κάποιο αόρατο για τη ματιά μου
το κόβει αργά και σταθερά πριόνι.

Και όλο λιγοστεύοντας δω χάμου,
χαρτιά μου δείχνει, ξύλα, ένα κασόνι...
να! τώρα του θερμού του γάμου
η σμίξη με τη φλόγα τελειώνει.

Δυο λαμπυρίσματα προτού να σβήσει
και τέλος. Σαν μια σκότους δίνη
στο δωμάτιό μου ένας καπνός θα πλέει
ενώ από μένα μοναχά θα μείνει
μιαν απουσία, πως πέθανα να λέει
χωρίς να έχω τίποτα φωτίσει.





Πού;

Πού θα μείνω απόψε; που θα κοιμηθώ;
Πού θα γείρω απόψε το κυφό κορμί μου
ώστε αύριο πάλι πρωί να σηκωθώ
και να συνεχίσω την πικρή ζωή μου;

Λύπη αντί για στρώμα, για κουβέρτα οργή,
για κρεβάτι πόνο και για μαξιλάρι
των ανθρώπων θα ’χω την κατακραυγή-
κι αντίς ύπνο ο Χάρος θα ’ρθει να με πάρει.

Με τη συντροφιά του η νύχτα θα διαβεί
σ’ εφιάλτες μέσα και σ’ ονειροδίνες
κι η σκληρή θα μ’ έχει πάλι χαραυγή
για τις νιες της μέρας έτοιμον οδύνες.

Να ’ταν μες στους ζόφους της απελπισιάς
μιαν αχτίδα ελπίδας κάπου να φαινόταν
ή, όπως συνηθιέται μέρες αποκριάς
με χαράς μια θλίψη ρούχα να ντυνόταν...






Απ’ ώρα σ’ ώρα

Κανένα πλέον δεν προσμένω χέρι
να 'ρθεί στον πυρετό μου τον βαρύ
κι ήρεμο κι απαλό σαν περιστέρι
μιαν αύρα να μου φέρει δροσερή.

Ήχο δεν καρτερώ αγαπημένο
των βόγγων να σκεπάσει τη βοή
και φως κάποιου ηλιού δεν περιμένω
να φέρει στη νυχτιά μου το πρωί.

Ποτέ ούτε ήρθανε ούτε θα 'ρθούνε
τα φλογερά της φαντασιάς πουλιά
μονάχα μέσα στ’ όνειρο ηχούνε
τα ποθητά τους χάδια και φιλιά.

Μα τώρα ως και του ονείρου έσβυσε τ’ άστρο.
Ξυπνός κι ακίνητος στέκω καθώς
βιγλάτορας που βλέπει πως το κάστρο
το ρίχτει απ’ ώρα σ’ ώρα ο εχθρός.





Ομίχλη

Ο γερο-πόρνος ουρανός την κόρη του ομίχλη
όταν πως άντρα ορέγεται θα δει, πάνω τη ρίχνει
σ’ ένα της γης ψηλό βουνό. Αυτή την κορυφή του
κυκλώνει και τον έρωτα χαίρεται κει μαζί του.

Κι ενώ γλυκά στην κορυφή τα πόδια της ανοίγει
τα βουνοπλάγια μια δροσιά ολόφλογη τυλίγει
χιλιάδες χέρια στου βουνού κολλάνε τα φαράγγια
 και παίρνει αμέτρητα φιλιά η κάθε του μισγάγγεια.

Και το βουνό την άξαφνη την ηδονή τρυγάει
και του κορτσίστικου κορμιού κάθε σταλιά ρουφάει.
Τα σπλάχνα του ανταριάζονται, βαριοβροντά η
καρδιά του
κι οι ρίζες του τραντάζονται λες θα το ρίξουν
κάτου.

Φωνές γλυκές του δάσους του τα ζώα ξεφωνίζουν
χωρίς να ξέρουνε κι αυτά γιατί έτσι ευτυχίζουν
το νάμα ογκώνει των πηγών, και τα δεντρά και κείνα
γλυκούς ξεχύνουνε χυμούς-δάκρια, οπούς, ρετσίνα.

Κι όλα έχουν γίνει του βουνού και της ομίχλης
δώρα
και της ομίχλης οι χαρές και του βουνού είναι
τώρα.
βουνό κι ομίχλη ένας καημός, μια φλόγα, ένα σώμα,
γη κι ουρανός βυζί βυζί φιλί και στόμα στόμα.

Κι όταν βυζάξει ό,τι μπορεί με τ’ άσπρα της
πλοκάμια
κι όταν στερέψουν τ’ αφριστά του πόθου της ποτάμια
η θυγατέρα τ’ ουρανού με βήμα ζαλισμένο
το σώμα αφήνει του βουνού το πια συνηθισμένο.

Την κορυφή του την τραχιά τώρα ξεκαβαλάει
κι ολόσωμη και λιόχαρη το δρόμο της τραβάει.
Την περιμένουν κάμποι οκνοί και σύννεφα τρεχάτα
κι αυτή πηγαίνει να τα βρει γελώντας ορεξάτα.

Και το βουνό, η γιγάντια σαν κιώσει ερωτοπάλη
ό,τι αυτή χαλάρωσε τ’ ατσαλοδένει πάλι
και στήνεται πάλι άτρεμο, ακλόνητο, πανώριο
και πάλι κλειέται σοβαρό μες στο αυστηρό του όριο.






Στο θεό Έρωτα

Αν ήσουν δίκαιος θεέ
δεν έπρεπε να δώσεις
την εδική σου πεθυμιά
σε με, ούτε ν’ απλώσεις

μπρος μου του πόθου το στρατί
λεύτερο από ’μπόδια
και, σαδιστή πορνοθεέ
να μη μου δώσεις πόδια.

Σκύλε θεέ αφού ήθελες
να με κορέσεις πόθο
για της γυναίκας το κορμί,
ας μ’ έκανες να νιώθω

την πλήρωσή του-άτιμε,
ας μ’ έκανες ωραίον
το νέκταρ όλο να τρυγώ
των ποθητών θηλέων

και τη λαχτάρα της καυτής
της σάρκας να κορέσω-
υποκριτή, πουτάνας γιε
ας μ’ έκανες ν’ αρέσω.

Ή πάλι αφού άσχημον
μ’ έκανες, κράτησέ με
μακριά απ’ του πόθου το χορό
και κει παράτησέ με.

Τώρα τη φλόγα που με καίει
πώς, άλθιε, να τη σβήσω
και πώς εγώ γλυκές χαρές
αγάπης να τρυγήσω;

Γι αυτό κι εγώ κολοθεέ
φωνάζοντας στο λέω
πως είσαι η λέρα τ’ ουρανού
με λάμδα κεφαλαίο.






Προσπάθεια

Αφού όσο κι αν προσπάθησα δε θέλεις να με δεις
στη ράχη της γατούλας σου έδεσα ένα γράμμα
να σου το φέρει. Πες αν θες πως είμαι αναιδής
μα πια δεν έλπιζα παρά μονάχα σ’ ένα θάμα.

Τώρα κι εγώ δεν ξέρω τι το 'πιασε το γατί
κι αντί να ’ρθεί στο σπίτι σου πήγε σε σπίτι άλλο
κι αντί να ’ρθεί σε σένανε το γράμμα που κρατεί
στα χέρια εκείνου έπεσε που ’χει τον παπαγάλο.

Κι ο παπαγάλος έπιασε-το άτιμο πουλί
και στη μαμά σου πρόφτασε πως σ’ έχω φιλημένη.
Πες της μωρό μου σα βαρεί να μη βαρεί πολύ
και να μην είν’ άλλη φορά η σανίδα της βρεμένη.








Κομματιαστή Scherry

Κομματιαστά αν ήτανε Scherry να σ’ αγαπήσω
θα έπρεπε να πήγαινα χιλιάδες χρόνια πίσω
και άλλα τόσα θα ’πρεπε να πήγαινα μπροστά,
να σ’ αγαπήσω αν έπρεπε, λέω, κομματιαστά.

Για ν’ αγαπήσω τη δροσιά που δίνει το κορμί σου
εννιά χιλιάδες θα ’θελα χρόνια΄ για το φιλί σου
χιλιετηρίδες δώδεκα θ’ αφιέρωνα τερπνές
και τρεις για τις βελούδινες πλατίτσες τις ισχνές.

Κάθε μηρός σου θα ’παιρνε χρόνια εφτά μυριάδες
το θείο σου χαμόγελο πεντέμισι χιλιάδες
και για του κάθε ιριδισμού των δύο σου ματιών
τη γνώρα και τον έρωτα, θα χρειάζονταν αιών.

Δέκα χιλιάδες θα ’δινα για τα ερυθρά σου χείλια
για κάθε τρίχα των χρυσών μαλλιών σου από
χίλια
και χίλιους θα χρειαζόμουνα μελένιους ενιαυτούς
για ν’ αγαπήσω τους λευκούς γλουτούς σου τους καυτούς.

Για το μικρό το στήθος σου δε θα μετρούσα
χρόνια.
Και τότε θα το λάτρευα όπως και τώρα, αιώνια.
Τόσα θα μου εχάριζες χρόνια χαράς μεστά
αν, Scherry, σε αγάπαγα, λέει, κομματιαστά.







Των γερατειών

Περιβάλλον θλιμμένο και παρελθόν.
Παλιές καρέκλες με χειροκέντητο
φθαρμένο κάλυμμα.
Μπρούτζινα, θολά κηροπήγια.
Η μούχλα των γερατειών που έρχονται
και όλα είναι έτοιμα
για την υποδοχή τους.




Του θανάτου

Κάποια βραδιά πεθύμησα το χέρι
της μάνας στοργικά να με σκεπάσει
κι ολονυχτίς σαν ήσυχο να κοιμηθώ πουλάκι.
Μα πίσω δεν μπορεί κανείς να φέρει
τα χρόνια που γοργά έχουνε περάσει.
και γελαστό κι αμέριμνο να ’ναι ξανά παιδάκι.
Τέτοιο θα ζήσω όμορφο πάλι ένα εγώ βραδάκι
του θάνατου καθώς θα μ’ αγκαλιάσει
το κρύο κροταλίζον άσπρο χέρι.

Τότε το χώμα θα ’χω εγώ για κρεβατάκι
και κει δε θα μπορεί πια να με φτάσει
της ζήσης η φωτιά και το μαχαίρι.







Γιατί;..

Γιατί μέσα στους κυκλους σου να υπάρχουμε
Ανάγκη-
γιατί μέσα στου σύμπαντος την άσκεφτη γιορτή
του λόγου του ανθρώπινου να σέρνονται τα ράκη-
γιατί ζωή μας έδωσες Ανάγκη εσύ-γιατί;

Γιατί κάθε μεγάλη σου έκρηξη ν’ ακλουθήσει
πρέπει τ’ ανθρώπου η έλευση πάνω σ’ αυτή τη γη;
γιατί αφού η που άναψες φωτιά θα ξανασβήσει
κάθε που η ύπαρξη γυρνά στην πρώτη της πηγή;

Ποιου θέλημα πληρώνοντας γοργά να προχωράμε
πρέπει, αιτία χωρίς καμιά να ξέρουμε ή σκοπό;
σε ποιον τυφλά υπακούοντας ολοζωής πονάμε
για ποιόνε πάντοτε έχουμε το μάτι μας νωπό;

Γιατί Ανάγκη στους πλατιούς ατέλειωτούς σου
κύκλους
πρέπει κι εμάς ατέλειωτα δέσμιους να μας κρατάς;
και γιατί σ’ ό,τι σε ρωτώ σ’ αυτούς εδώ τους
στίχους
να μην μπορώ ν’ αφουγκραστώ αυτό που μ’
απαντάς;..






To παλιό τραγούδι

Σε χρόνια παλιά το τραγούδι αυτό
είχε από κάποιον αγωγιάτη ακούσει. Επήγαινε αυτός πάνω στο κάρο του τραγουδώντας.
Οι ρόδες ταιριασμένες με το σκοπό του
τραγουδιού
σαν κιθάρα να ήταν ή ακορντεόν κάποιο.
Έτσι και απόψε ακούει
το παλιό αυτό τραγούδι
στην αίθουσαν αυτή
της ίδιας πόλης
που έχει τόσο
εκτός απ’ το τραγούδι αυτό
αλλάξει.




Να σε κοιμίσει

Να ’ναι η ζωή ένας βουνίσιος άνεμος
και μια πνοή του συ να είσαι.
Να ’ναι οι δρόμοι σου μέσα στο χρόνο
μία καλά προσχεδιασμένη οδοιπορία
με τραγούδια εδώ, συντροφιά εκεί,
νοσταλγία πιο πέρα.
Και όλ’ αυτά να μην είναι παρά η ετοιμασία
για τη μοναχική στιγμή
που χρισμένη
με της υπομονής και του αιώνιου την αχάλαστη σκόνη
θα έρθει και
μητέρα γνοιαστική σα να ’ταν,
γλυκά θα σε κοιμίσει.







Ωχρόν

Με μια λέξη να πεις όσα χίλια
της άνοιξης ανθίσματα λενε-
να το χάρισμα του ποιητή.

Μα πώς
τον ρυθμό της αυτός θα συγκρατούσε
αν
όταν στη μακριάν αναμονή του
βυθισμένος βρισκόταν
δε εφύλασσε το νόημά της
μέσα στην πίστη του για το ξύπνημα
που στην ύπαρξη
ωχρόν
θα τον εκόμιζε;








Με λάθος μέτρο

Μου έδωσαν ένα παράξενο βραβείο.
Πέτρες γεμάτο ένα βραβείο
που κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινές
ή από κείνες
τις ψεύτικες
που τα παιδιά με κείνες ξεγελούν.

Κι αν είναι αληθινές, τότε
με λάθος μέτρο μέτρησαν την αξιοσύνη μου γιατί
βραβείο αν άξιζα για κάτι
είναι αυτό
παιδί πως είμαι ακόμα.






To πανηγύρι τ’ αη-Νικόλα- 1992

Και γυρνάει η γη σαν τρελό γαϊτανάκι
στον αιώνιο ρυθμό του απείρου
και δεμένους μας σέρνουν γοργόνες και δράκοι
στον μονάχο υπάρχοντα κόσμο-του ονείρου.

Στο πανηγύρι τ’ αη-Νικόλα πολύχρωμα μπαλόνια
άντρες που σεργιανίζουνε
μεταξύ πόσθης και βαλάνου τις ελπίδες τους
ανεξαργύρωτες εις τον αιώνα
παιδιά που παίζουν κι όλο παίζουν
λες αύριο πρωί θα μεγαλώσουνε
και πια θα ειν’ αργά
γυναίκες που κατάφορτες μ’ ό,τι μπορούν
εκλιπαρούν μια κολακεία.

Κι η γη
αηδιασμένη κι ένοχη να σκύβει το κεφάλι
μπρος στ’ άλλα αστέρια που κοιτώντας την
γελούν.

Και γυρνάει η γη σαν τρελό γαϊτανάκι
στον αιώνιο ρυθμό του απείρου
και δεμένους μας σέρνουν γοργόνες και δράκοι
στο μονάχο υπάρχοντα κόσμο-του ονείρου.
(Μες στο γραφείο του ναού οι παπάδες
μοιράζονται τα κέρδη από την πώληση
των ούζων και των σουβλακίων
ότι αυτών εστίν η Βασιλεία των Ουρανών
καθώς ανήκει κι η Δανία στο έθνος των Δανών).









To μπαλκόνι

Ένα ξυλόχτιστο μικρούλι μπαλκονάκι
το σπίτι μας στην πίσω αυλή του είχε. Όμως
τότε που ήμουνα κι εγώ μικρό παιδάκι
για μένα εκείνο ήτανε ο κόσμος όλος.

Ο βασιλιάς του ήμουν εγώ κι αυτό παλάτι
τ’ άστρα διαμάντια στο χρυσό του στέμματός μου
η λεύκα δίπλα μου βασίλισσα σπαθάτη
θάμνοι και δέντρα και ζωάκια ο λαός μου.

Καθώς το σπίτι στην κορφή ήτανε του λόφου
όταν στεκόμουν στο μπαλκόνι του εθαρρούσα
ότι εξέφευγα απ’ τα δόκανα του ζόφου
κι ότι σ’ απρόσιτες κορφές ιερουργούσα.

Οι φτέρες που άπλωναν στη "Ράχη" τα κλωνιά τους
έμοιαζαν δάσος ατελείωτο και θηρία
φαντάζαν άγρια τα κουνέλια που κοντά τους
ξέγνιαστα γράφαν τη μικρή τους ιστορία.

Από τον ήλιο που επρόβαλε πιο πέρα
εγώ ψηλότερα εστεκόμουν λίγα μέτρα
και τη σελήνη-ένα μπαλόνι στον αέρα
θα τη χτυπούσα αν είχα τύχη με μια πέτρα.

Και όλα είχαν ομορφιά και γλύκα τόση
απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού μου το πελώριο
που απορώ τόσο πικρούς πώς έχει δώσει
καρπούς εκείνο τ’ όμορφό μου το φυτώριο.

To βασίλειό μου τώρα ξύλα σαπισμένα.
Μ’ αυτά θα φτιάξω μία κλίνη νεκρική
και με υπηκόους μου ακριβούς τα περασμένα
θα βασιλέψω αβασίλευτα εκεί.







Γραμματική

Πώς έτσι έφυγε κάτω απ’ τα πόδια μας η γη
και μετέωροι βρεθήκαμε (και-ποια γη; ποια πόδια;)
Πώς έτσι χωρίς ψυχή κυκλοφορούμε (και τότε
τι ’ναι αυτό που μας σκοτώνει;)
Πώς έτσι στο κενό κενοί γυρνάμε;
Πως έτσι βυθιζόμαστε;
Πώς μνήμες κενών πραγμάτων μας εξουσιάζουν
(κάποτε αυτά έγιναν;)
και εικόνες του μέλλοντος μας διατρυπούν
(κάποτε αυτά θα γίνουν;)
Η μνήμη και η φαντασία αρρώστιες του μυαλού
είναι
αυτό που έγινε δεν έχει γίνει
εκείνο που θα γίνει δε θα γίνει
χτες ποτέ δεν υπήρξε
αύριο ποτέ δε θα υπάρξει.

Κηρύσσω το Πολίτευμα του Τώρα
και τη νέα γραμματική Του.
Λέξεις όπως το "πάντα", το "ποτέ", το "θα"
το "αν", το "ίσως", το "κάποτε"
και όλες οι δηλωτικές
μέλλοντος και παρελθόντος λέξεις
πρέπει να διαγραφούν απ’ το λεξιλόγιό μας.
Οι χρόνοι των ρημάτων πλην του ενεστώτα το ίδιο.

Πρέπει τα φρούτα να ’ναι ώριμα η να μην είναι.
Πρέπει το φως να ’ναι αναμμένο ή σβηστό.
Πρέπει να τρέχει ή να μην τρέχει το νερό.
Πρέπει να ζεις ή να μη ζεις-και τίποτ’ άλλο.

Κηρύσσω το Πολίτευμα του Τώρα (οι πληγές του δεν είναι αρκετές;)
Η ζωή μας είναι Τώρα.
Από το "ταυ" μέχρι το "άλφα" του όλα διανύονται.
Μόνο όταν στα τέσσερα γράμματά του μέσα
πλέουμε
μόνο τότε είμαστε.
Και ιδού η τελευταία πρόταση
σύμφωνα με τη νέα γραμματική μου:
στα τέσσερα γράμματά του μέσα πλέουμε,
είμαστε.






Θα ’ξερα κιόλας

Αν ήσουν κοντά μου
σε κάποιας μικρής σου φροντίδας τον κύκλο
θα έμπαινα να ξαποστάσω.
Τότε το χιόνι δε θα ήταν παγωμένο σάβανο
αλλά ζεστός μανδύας και χαρά στο μάτι
του αέρα τα σφυρίγματα δε θα ’κρυβαν
φαντάσματα
οι σκιές της νύχτας θα ’ταν σκιές και τίποτ’ άλλο.

Αν ήσουν κοντά μου
θα πότιζες με υγρή καλοσύνη τις ρίζες μου
κι εγώ θα ξανάνθιζα σαν νιόφυτος κρίνος.
Θα έλυνες τις πιο βαθιές μου απορίες-
πού βρίσκει το χρυσάνθεμο το άρωμά του
γιατί ο ήλιος χάνεται τη νύχτα
ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο της πέτρας.

Και θα με κύκλωνες από παντού
σαν χάδι ερωτικό
πολυδύναμο
και θα με μάθαινες-θα ’ξερα κιόλας
πόσο απέχουν οι πηγές του Τώρα από το Τώρα
και πόσο οι ρίζες του Εδώ απ’ το Εδώ.

Ανέγνοιος κι ευεπίφορος θα ’στεκα στην ποδιά σου
σαν σπουργιτάκι αδύναμο σε σίγουρη φωλιά
και θα ’τανε ο θάνατος
κοντά μου αν ήσουν
μια τρυφεροπολύγνοιαστη σταγόνα ευτυχίας
που ήρεμα θα ξεχείλιζε τ’ ολόγιομο ποτήρι.







Ηλιε...

Ήλιε γιατί να δύσεις
στάσου ψηλά εκεί
τη θέα μη μας στερήσεις
αυτή τη μαγική.

Ποια διάτα ακολουθώντας
την πρωινή χαρά
σκοτώνεις, πίσω σβηώντας
από ψηλά βουνά;

κι αφήνεις τ’ ουρανού σου
τα πλάτη, κι η ερμιά
πλακώνει τους πιστούς σου
κι η νύχτια παγωνιά;

Και πες μου εγώ που θα ’βρω
τον ήλιο που δε δύ’
το μάτι χρώμα μαύρο
ποτέ του να μη δει;

Γιατί μας κοροϊδεύεις
γιατί μας ξεγελάς
γιατί να μας παιδεύεις
να σβήνεις... να περνάς...

Ήλιε ακινητήσου
ποτέ μη δύσεις πια
δίνε τη δυνατή σου
για πάντα τη φωτιά.

Στης δύσης μη-μη γέρνεις
την όμορφη αγκαλιά
της μέρας μη μας παίρνεις
τα ολόλαμπρα φιλιά.

Μαρμάρωσε. Πετρώσου.
οι αχτίδες σου καρφιά
να γίνουν να στεριώσουν
της γης την ομορφιά.

Κι αχάλαστη εκείνη
να υπάρχει μες στο φως
που ο κύκλος σου θα δίνει
για πάντα φανερός.

Αιώνια να ’ναι ταίρια
η μέρα κι η ζωή
σαν άσπρα περιστέρια
φιλιά κι όλο πρωί.

Και λάμπε στα ουράνια
και φώτιζε ως εδώ
με φεγγοβόλια σπάνια
με λάμπος κραταιό.

Α! Ήλιε! αν να βγαίνεις
ήτανε το πρωί
και βράδυ να πεθαίνεις
κάλλιο μην είχες βγει.

Α! Ήλιε! χάρισέ μας
το φωτεινό αεί.
Κι αν όχι, σκότωσέ μας
ετούτο το πρωί.






Απόψε πλήττω

Απόψε πλήττω-πρέπει να βγω
να πάω στο πάρκο ν’ αναπνεύσω
στ’ αγνό της φύσης κρυφό σκολειό
πρέπει απόψε να μαθητέψω.

Πρέπει το κάθε μου λυπηρό
το πάρκο απόψε να μου το πάρει
πρέπει στο ξύλο μου το ξερό
χλωρό ν’ ανθίσει κάποιο κλωνάρι.

Και πρέπει ακόμα να δυνηθεί
το βλασταράκι μου να καρπίσει
πρέπει η ελπίδα να μη χαθεί-
κάτι ατέλειωτο έχω αφήσει.







Ποιήματα

Οι ιδέες που μπορούν να γίνουν ποιήματα
σαν ψάρια πηγαινόρχονται στη θάλασσα
του νου του ποιητή. Και κείνος
ένα καλάμι όλο κι όλο έχοντας
στη θάλασσα το ρίχνει
και πιάνει κάθε τόσο κι ένα ψάρι-πάει να πει
ποίημα κάνει μιαν από τις τόσες του ιδέες.



Η νίκη

Ο βασιλιάς καθόταν στον χρυσό του θρόνο.
Λίγο θλιμμένος.
Λίγο σκεφτικός.
Δίπλα του
πάνω στον άδειο θρόνο της βασίλισσας
ήρεμα ακουμπισμένο
το γράμμα του αρχιστράτηγου
και το μαχαίρι με το φρέσκο του αίμα-
μόλις φτασμένα και τα δυο:
"Μεγαλειότατε
αλλάξαν όλα.
Ο εχθρός εμπήκε.
Ατίμασα τα όπλα μου και την πατρίδα.
Αυτοκτονώ"
Κι απέξω από την πόρτα περιμένοντας
για να τον συγχαρούν για μία νίκη
που σε ήττα είχε αλλάξει,
οι ευγενείς οι άρχοντεςο κλήρος.

Έντεκα χρόνια βασιλιάς-έντεκα χρόνια πόλεμος.
Πόλεμος αδυσώπητος.
Σκληρός.
Έχασε στρατηγούς και στρατηγούς
κι αμέτρητους στρατιώτες.
Τέλος κουράστηκε
(πόσες φορές δεν είπε να τα παρατήσει...)

Αλλά κι ο εχθρός...
επίμονος.

Tι εχθρός-απλά τονε ζηλεύαν
και βαλθήκαν να τον καταστρέψουνε
ως για προφάσεις, άλλο τίποτα.
Και χτες όλα τελειώσανε με νίκη.
Επιτέλους δικαιώθηκε.
Δικαίωση πληρωμένη ακριβά, όμως δικαίωση.

Ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους και αλάλαζε.
Φωτιές χαράς στις γειτονιές.
Τραγούδια επινίκια σε σπίτια και πλατείες.
Βέβαια
έντεκα χρόνια-μια ζωή-αγώνας
λίγο δεν ήταν δα.
Αυτό πολύ καλά κανείς το νιώθει.

Χτες ολ’ αυτά.
Και τη νύχτα...
Πότε προλάβανε κι ανασυντάχτηκαν; Ποιες ενισχύσεις-κι από πού-τους ήρθαν;
Κι ορμή καινούργια τόση πού τη βρήκανε;-
χυμήξαν ξαφνικά
κι ό,τ’ είχε κερδηθεί το ξαναπήρανε
κι ό,τι κρατιόταν από πριν και από πάντα το αρπάξανε.
Γκρεμίζουνε, σκοτώνουνε, καίνε ακόμα... (τις λεπτομέρειες του τις έφερε αυτός
που ’φερε και το γράμμα
ο ίδιος που είδε το μαχαίρι
χωμένο στην καρδιά του αρχιστράτηγου).

Ε! Πάει πια!
Τελείωσε κι ο πόλεμος.
Τέλειωσε κι η ζωή-ε!
Κάτι έπρεπε κι αυτή κανείς να τήνε κάνει...

Πάει κι αυτό λοιπόν.
Εμπήκανε.
Μέχρι το βράδυ θα ’ναι εδώ.
Μα όλοι εδώ γιορτάζουνε τη νίκη.
Κι οι έμπιστοί του περιμένουν να τον συγχαρούν.
Ας έρθουνε λοιπόν!
Δε θα τους έλεγε τα τελευταία νέα.
Ας έρθουνε. Και να το μάθαιναν αμέσως τώρα
καλλίτερα τα πράγματα να γίνουν δεν μπορούνε.
Ύστερα αυτήνε τη χαρά οι άνθρωποί του την αξίζουν.
Χρόνια την επερίμεναν.
Άνθρωποι αγαθοί.
Και αγαπούν το βασιλιά τους.
Μετά-πού ξέρεις
μπορεί η ήττα αυτή να είναι νίκη
(που ’ναι κι εκείνος ο ψευτοφιλόσοφός του-τέτοια

πόσα δε θα ’χε να του πει μια τέτοιαν ώρα...)

Λοιπόν εμπρός. Ας μπούνε.
Να κρύψει το μαχαίρι μόνο και το γράμμα
(κι αυτός ο αρχιστράτηγος πολύ ευαίσθητος)
κι ένα χαμόγελο ευφροσύνης να φορέσει
συγκαταβατικό και κουρασμένο
σαν ανεξέταστης παραδοχής.

"Θαλαμηπόλε! Άνοιξε τις πόρτες!"…
Πού χάθηκε κι αυτός...
Καλά. Θ’ ανοίξει μόνος του τις πόρτες.
Δικαιολογείται κάποτε ένας βασιλιάς
πράξεις να κάνει άλλοτε ασυνήθιστες.

Σηκώθηκε.
Τραβώντας προς την πόρτα
σκεφτόνταν πως οι ευχές των επισήμων
σαν μύρο ζωής θα έπεφταν στο σώμα τού θανάτου (αρέσκονταν ο βασιλιάς σε τέτιες σκέψεις).
Ετράβηξε τον σύρτη.







Στους απογόνους μου

Στους απογόνους μου από το μνήμα
διαθήκη τους αφήνω αυτό το ποίημα:

Αγγόνια μου εσείς , δισέγγονά μου-
απόγονοί μου εσείς που ίδιο αίμα
της πόρνης ζωής μάς φόρτωσε το ψέμα
παιδιά μου αν απ’ το δέντρο το πλατύ σας
κάποιο θα βγει κλαδί διάφορο απ’ τ’ άλλα
σαν κεντρωμένο να 'ναι μ’ άλλο φύτρο-
σαν μυρωμένο να ’ναι μ’ άλλες χάρες,
κι αφήσει του δεντρού σας την αγκάλη
και τ’ ουρανού τα κάλλη αποζητάει...

...αν μες στο χαλικένιο σας το πλήθος
της θάλασσας το κύμα τ’ αγριεμένο
ένα κοχύλι ανέμελο ξεβράσει
που στον αέρα δύσκολα αναπνέει
και των νερών το χάδι λαχταράει
και όλο πιάνει και αναθυμιέται
τα κάλλη του βυθού που ’χει γνωρίσει
κι αν ο αγέρας όπως θα φυσάει
ένα τραγούδι αλλιώτικο θ’ αφήνει
απ’ το δικό σας, όταν θα περνάει
απ’ τις κρυφές της ύπαρξής του κώχες...

...αν σπίθα μια, παιδιά μου, απ’ τη φωτιά σας
σαν πεταχτεί, δε σβήσει στον αέρα
παρά μια πυρκαγιά θ’ ανάψει άλλη
μες σε ξερόχορτα καυτή βυθώντας...

τότε παιδιά μου εσείς αγαπημένα
να μη το κόψτε εκείνο το κλαδάκι.
Σεις το γεννήσατε με τη χαρά σας.
Δικό σας είναι. Αφήστε το να πάει
στα ύψη που η καρδιά του τ’ οδηγάει.
To δρόμο προς τα ουράνια μην του κλείστε.
Εκεί ψηλά που αδιάκοπα ανεβαίνει
εσάς και τη γενιά σας ανεβάζει.
Εκεί ψηλά που αδιάκοπα ανεβαίνει
τον κόσμο και το δάκρυ του ανεβάζει.
Κι αν δείτε ο αέρας πως του λείπει
κι αν η βαριά σας σκια το μαραζώνει,
μεριάστε λίγο τα σκληρά σας φύλλα
και δρόσο κι ήλιο αφήστε το να πάρει.
Μη να σας το ζητήσει καρτεράτε
γιατί δεν έχει γλώσσα να ζητάει
κι ο λόγος του ακριβός και δεν περσεύει.
Γιατί όλα του, ψυχή, καρδιά και σώμα
όλα δοσμένα στο ανέβασμα είναι.

Ναι-μη το κόψτε κείνο το κλαδάκι.
Αφήστε το ψηλά να προχωρήσει
και τ’ ουρανού τα πλάτια να γνωρίσει.
αφήστε το ν’ απλώσει τα χεράκια
τ’ αστέρια στην αγκάλη του να κλείσει.
Κι όταν γνωρίσει πλέρια όλα τούτα
τότε η κορφούλα του, δυναμωμένη
με ομορφιά με σιγουριά και γνώση
του επουράνιου θόλου θα τρυπήσει
την ψεύτικη σκεπή που όλα κρύβει
και στην Αλήθεια και στο Φως θα έβγει
και-ναι-θα έβγει στην ελευθερία.

Και τότε σεις, εν’ άθυρμα ως θα ’στε
μες στου χαμού σας τη νικήτρα δίνη
μέσα στο Χάος, για παρηγοριά σας,
θα ’χετε τ’ όφελος, την προσευχή σας
να μη την κάνετε σε θεό κανέναν
άγνωστον κι άλυπον, πικρόν και ξένο,
αλλά σε κάποιον κλάδο του δεντρού σας
που η στοργή σας έχει ανυψώσει
στα ύψη που άφταστα για σας μετράνε.

Και το κοχύλι το ακριβό παιδιά μου
απ’ του Χαμού γλιτώστε το το μάτι
που στις ακτές της θάλασσας γυρνάει
κι όπου κοχύλι όμορφο τ’ αρπάζει.
Φρουροί του δίπλα του πιστοί σταθείτε
τείχος την πέτρινη καρδιά σας κάντε
την άνθινη δική του να φυλάει.
Κι όταν στης θάλασσας τα κρύα πλάτια
θα σέρνεστε σπρωγμένοι από τους πλήθιους
υπόκωφους, θολούς νεροκυκλώνες
μονάχη απαντοχή σας θα ’ναι κείνο
το κάποτε αταίριαστο κοχύλι
που τώρα μ’ όλα θα ’ναι ταιριασμένο
καθώς μες στη φωλίτσα του θα στέκει
εσάς εκείνο τώρα προφυλώντας
απ’ τα νερά που γύρω θα υψώνουν
και με μανία ναυαγούς θα δέρνουν
κι απαντοχές κι ελπίδες θα σαρώνουν.

Και την που πυρκαγιά θ’ ανάψει η σπίθα
που απ’ τη μεγάλη σας φωτιά επετάχτη
μη η παγερή σας η ορμή χαλάσει.
Και όταν θα ’χετε σεις όλοι σβήσει-
για όλες σας εκείνη θα φωτάει
και θα ’ναι σαν να λάμπετε σεις πάλι.

Κι ό,τι εσείς δεν είχατε προφτάσει
να δείτε στο μικρό σας το ταξίδι,
για σας εκείνη σπίθες θα πετάξει
που το ταξίδι σας θα συνεχίσουν
κι ό,τι δεν είδατε αυτές θα δούνε
κι ότι δεν κάνατε αυτές θα κάνουν
για σας εκείνη-να τη!-ταξιδεύει,
για σας φωτάει, καίει και τραγουδάει-
και τραγουδάει τα δικά σας πάθια
και τους δικούς σας πόνους κι ομορφάδες.
Κι απ’ τα σκοτάδια τα φριχτά σας μέσα
θα βλέπετε τις φλόγες τις μεγάλες
και πίσω τους να λάμπει θα θωρείτε
κάποιο άλλο φως, λαμπρότερο από κείνων
που δε θα κατακαίει αλλά θα θάλπει
που δε θα θανατώνει-θα γεννάει.
Και η παρηγοριά σας τότε θα ’ναι
τη σπίθα που από σας βγήκε να δείτε
προς το ανέσπερο να προχωράει
το φως το αληθινό που όλα δείχνει
και μέσα του να μένει αδερφωμένη.

Παιδιά μου αν κάποιον ποιητή θα πλάσει
του κόσμου αυτού η μονάκριβη γενιά σας-
μη μόνο τον αφήστε μες στα μίση
και στη βρωμιά και στην κακία του κόσμου
μη ανάλγητα μονάχο τον πετάξτε
βορά στην απονιά του ξένου πλήθους
μη εξιλαστήριο θύμα τονε σφάξτε
σε όποιοας άγνοιας σας το πανηγύρι
σ’ όποιας σας πάνω τον βωμό ανάγκης-
μη τον πατήστε, πάνω προσπαθώντας
στα γήινα τα βάθρα ν’ ανεβείτε.
Kι αν στα παλιά σας ψάχνοντας βιβλία
δείτε πως έτσι καποιοι άλλοι εκάναν
δικοί σας πρόγονοι, μην ακλουθήστε
το φοβερό παράδειγμα εκείνων.
Από εκεινών ανώτεροι φανείτε
τον φθόνο, την κακία και τη χαμέρπεια.
Ζωή και φύση κι ήλιος προχωρούνε-
τη στράτα την καλή τους ακλουθήστε
όλο ψηλότερα κι όλο πιο πέρα
και όλο φωτεινότερα παιδιά μου.
Μη σαν και κείνους τον ποιητή μισήστε
κι ολόϊσα μη στον γκρεμό τον σπρώξτε:
μη μόνο τον αφήσετε-αγαπήστε-
προσέξετέ τον-προστατέψετέ τον.

Αυτός απ’ τ’ ουρανού φέρνει τα πλάτια
χαιρετισμούς από άλλους αδερφούς σας
που υπάρχουνε η πλάση πριν υπάρξει
που ζουν ζωής ανάγκη δίχως να ’χουν.
Αυτός την ύπαρξη σας δικαιώνει
αυτός σκοπό χαρίζει στη ζωή σας.
Προσέξετέ τον-προστατέψετέ τον.
Γιατί εκείνος δύναμη δεν έχει
και τα θεριά τα γήινα θα τον φάνε
και τ’ άλογα τα κτήνη θα τον λιώσουν.
Γιατί καιροί αυτόν τον πάνε άλλοι.
Γιατί στον κόσμο μέσα τον δικό σας
είναι καθώς αμνός σε λύκους μέσα.

Γιατί τροφή γι αυτόνε ειν’ η αγάπη
και πιόμα η στοργή γι αυτόν μετράει.
Δίχως αυτά δε ζει΄ κι άλλος κανένας
δεν το μπορεί από σας να του τα δώσει.






Ο Αχιλλέας πάνω από το νεκρό κορμί της Πενθεσίλειας

Δεν πολεμώ για δόξα εγώ. Για κέρδος πολεμάω.
Τα πλούτη πάντα του εχθρού στόχο μονάχο έχω.
(κι όταν με κοροϊδεύουνε και μου τα παίρνουν
άλλοι
τότε κι εγώ τον πόλεμο τον σταματώ αμέσως).
Κι όταν εμάχομουν με σε, μ’ έσπρωχνε ο ίδιος
πόθος-
για δώρο μου το πιο καλό που έχεις να σου πάρω.
Και το κορμί σου θα ’τανε το δώρο το δικό μου.
Αλήθεια πρώτη πολεμώ φορά όχι μονάχα
για κάποιο δώρο αλλά μ’ αυτό το ίδιο μου το
δώρο…

Και να ’σαι τώρα εδώ-νεκρή από μένανε πεσμένη.
To δόρυ μου το σώμα σου διάλεξες να τρυπήσει
και να ξαπλώσεις θέλησες όχι σ’ ερωτοκλίνη
αλλά στη γη-στου θάνατου το ίδιο το κρεβάτι.
Όμως και τι μ’ αυτό; Εμέ τα τέτoια δε μ’ αγγίζουν
κι ο θάνατος δεν πρόλαβε ακόμα γα χαλάσει
το αγγείο σου, που, ζωντανή, μ’ αρνήθης να
πληρώσω.

Όμως εντός του τώρα εγώ το σπόρο μου θα
κλείσω.
Θεού είμαι γιος κι ως οι θεοί, ζωή μπορώ να δώσω.
Ζωή κι εγώ μες στ’ άψυχο κουφάρι σου θα σπείρω.
Ακίνητη αποκάτω μου θα ’σαι την ώρα εκείνη
σαν τρόμος να ’χει φοβερός τα μέλη σου παγώσει
στη θεϊκή μου τη θωριά-στη θεΐκή μου βία.
Κι αμίλητη- με ψεύτικες φωνές δε θα ταράξεις
την ένωση του Μηδενός μe του Παντός τον Κύρη.
Ποια η διαφορά κι αν ζωντανή επήγαινες μαζί μου;
Πράγμα είτε τώρα είτε πριν. Αναίστητη μια μάζα
που τη σχημάτισε ο θεός να ’ναι αρεστή στον
άντρα
για να μπορεί όταν το σπαθί του αντρόφονου
πολέμου
το σκοτεινό το θάνατο τριγύρω του σκορπίσει
εκείνος μ’ άλλο να τρυπά σπαθί ένα τη γυναίκα
κι έτσι σε νιους πολεμιστές φως και ζωή να δίνει.

Να ’μαι λοιπόν! Με τ’ «όχι» σου κομμένο απ’ το
σπαθί μου,
τα όμορφα ακόμα και ζεστά τα πόδια σου ανοίγω
κι αφέντης και θεός εγώ και ήρωας και άντρας,
ό,τι μ’ αρνήθηκες εσύ με βια εγώ στο παίρνω.
Και φλογερά τα χείλια μου κολλώ στα δυο σου
χείλια
τα ποθητά όσο ποτέ, σα ζούσες, Πενθεσίλεια.






Ο όρκος

Αγάπης όρκο αιώνιο σου δίνω
όσο οι πέτρες ακούν ανθρώπων θρήνο
και όσο τον αέρα θα σκίζουνε βέλη
η έρημή μου ψυχή να σε θέλει.

Και όσο θα προδίνουνε οι φίλοι
με πάθος να ζητώ τα δυο σου χείλη
κι όσο η κακία τη γη θα διαφεντεύει
η έρημή μου η ψυχή να σε γυρεύει.

Αιώνιο αγάπης όρκο σου κάνω
στο μόνο σταθερό στον κόσμο επάνω:
όσο στη γη δε θα υπάρχει αγάπη
να σ’ αγαπώ απ’ της ψυχής τα βάθη.





Στο κιόσκι

Όταν είναι ήσυχη η νύχτα βγαίνω στου κήπου μου
το κιόσκι
κι όλα τ’ ακίνητα που ορίζω και τα κοπάδια μου ξετάζω.
Αρνάκι μοιάζει το φεγγάρι που σε ουράνια χλόη βόσκει
και τ’ αστεράκια μαργαρίτες μέσα στης γης το
μέγα βάζο.

Μέσα στη γύρω ερημία τις οιμωγές ακούω εκείνων
που ’χω σκοτώσει, που ’χω κλέψει, που ’χω ρημάξει κι αφανίσει-
όλων αυτών που με τα δάκρυα των ασταμάτητών τους θρήνων
χτίσανε ό,τι εγώ κατέχω και λέω δικό μου μες στη ζήση.

Και νεκροκέρι το φεγγάρι γίνεται, κόλλυβα τ’
αστέρια
κι ερημικό νεκροταφείο η που ορίζω είναι γη μου.
Τάχα στα χάη των Συμπάντων σαν τα δικά μου
κρύα ποια χέρια
θα βασανίσουν, θα ρημάξουν και θα σκυλέψουν την ψυχή μου;



Τουλάχιστο

Θεέ γιατί να μη με κάνεις ψεύτη
στις πράξεις, στις ιδέες, στη θεωρία
ανήλεα η φωνή μου η στεντορεία
σε ανθρώπους και σε πράγματα να πέφτει;

Γιατί σ’ απύθμενα να πέφτω βάθη
κάθε φορά το στόμα που θ ανοίξω
ζητώντας την αλήθεια να μη θίξω
ούτε με αθέλητα του λόγου λάθη;

Γιατί τις πράξεις μου να θέλω δίκιο
και δράση αψεγάδιαστη να διέπει
γιατί το νου μου εμένα να μην τέρπει
λόγος κακός κι ύφος ανοίκειο;

Κι αφού των άλλων κουβαλώ τις τύψεις
αμνός εγώ εν μέσω των λεόντων
κι αφού με στέρησες άλλων προσόντων
και δεν εδέησες να μου χαρίσεις

πάθη κι ορμή αδίστακτου ατόμου,
τουλάχιστο ας γινόνταν να μπορούσα
το ψέμα το γλυκό να ιστορούσα
όχι σε άλλους μα στον εαυτό μου.








Δεν τα έχει

Υπάρχει ένας θεός
που πάντοτε ξοπίσω του ο άνθρωπος θα τρέχει
χωρίς ποτέ και να μπορεί να τονε φτάσει όμως-
χρειάζεται στα πόδια του φτερά που δεν τα έχει
και για να φτάσει στο θεό είναι μακρύς ο δρόμος.






Στους φίλους

Κάθε που αλάργα θα βρεθεί
είναι χαμένο
κάθε που πέρα θ’ απλωθεί
είναι πια ξενο.

Πρόβατο φεύγει απ’ το μαντρί
άβρετο μένει
άνθος μακριά από το δεντρί
σβήνει-πεθαίνει.

Μια κατοικία ερημική
σ’ άγνωστο δάσο
μοιάζω-μακριά η Αμερική
και θα σας χάσω.






Πίεση

Η κουβέντα που δεν μπορούμε να πούμε
η πατρίδα που δεν μπορούμε να πάμε
η γυναίκα που δεν μπορούμε ν’ αγγίξουμε
όλα τούτα στριμώχνονται μέσα στο αίμα μας
γεμίζουνε τις φλέβες του
κι αυτές ασφυκτιούνε.

Τι άλλο είναι η πίεση παρ’ ό,τι
δε βγήκε από μέσα μας
θεριεύει
και μας πνίγει;

Κι ο άφωνος της πίεσης ο βόμβος
πλαντάει στα φουσκωμένα μας μελίγγια.
Κι ακούγεται βαρύς στ’ αυτιά μας σαν περπάτημα
πάνω στο χώμα το αποξεραμένο
του πατέρα όταν ήμασταν μικροί.
Ή σαν κάποιου κάρου ο ξερός, κομμένος
ήχος κυκλικός.
Κι ακούγεται στ’ αυτιά μας σαν ήχος από γέλια
γυναικών
όπως αυτών που ξέφευγαν τ’ αγκάλιασμά μας
ή που μας ειρωνεύονταν,
να παρελαύνει νικητής
γιορτάζοντας
μες στις κροταφικές μας αρτηρίες
και στις καρωτίδες μας.

Και τα απαλά τα χέρια που δε ’γγίσαμε
απ’ την ασχήμια κι από την ντροπή μας
τώρα τανάλιες-μέγγενες ορμάν
και μέσα στα κρινένια δάχτυλά τους
σφίγγουν θανατερά τις φουσκωμένες αρτηρίες μας
κι όποτε θέλουνε
τις σπάζουν.

Κι εμείς
όπως ανήμποροι κάποτε βλέπαμε
τα χέρια εκείνα, ανέγγιχτα
ό,τι θέλουν να μας κάνουν
ρυθμίζοντάς μας την πικρή ζωή μας,
έτσι και τώρα,
μακρινά,
τα βλέπουμε
να διαφεντεύουνε το θάνατό μας.








Πρωτοβρόχι της 7-11-99 στο L.A.

Σαν όχι οι ουρανοί ν’ ανοίξανε αλλά ο Άδης
και κρύο γέμισε και μαυρίλα ο αέρας.
Τα σύννεφα καπνοί της Κόλασης
και με δάκρυα πεθαμένων βρέχουν.
Και το νερό τη νύχτα σε ξυπνάει
σαν κάποιος να ποτίζει τον κήπο του
ξαγρυπνώντας.
Και μεριάζεις την κουρτίνα στο παράθυρο.
Και άνθρωπος δεν είναι. Ούτε θεός.

Βροχή μόνο. Κι ένα σταχτί χρώμα γύρω
που τα πράγματα όλα νεκρά κάνει.
Και πια δεν ακούς την τετράχορδη συμφωνία
της καρέκλας,
ή τον μονόλογο του τραπεζιού
και η τόση σιωπή νεκροταφείο θυμίζει
και φοβάσαι και, μηχανικά,
τον σταυρό σου κάνεις.





Βάλτα Αχαϊας

Βάλτα. Περνούσα. Έπαιζε τόπι.
Μικρό κορίτσι γελαστό.
To χαιρετάω με λαχτάρα
και προσδοκία όση βαστώ.

To γέλιο μάρανε λιγάκι.
To τόπι λίγο σταματά.
To βλέμμα πάνω μου εστυλώθη
μ’ όσην αθωότητα βαστά.

Ο γέροντας που όλα τα θέλει
και δεν το στέργουν οι καιροί
και η παιδούλα που τι θέλει
δεν ξέρει, όλα ενώ μπορεί.


Τα ευώδη

Απ’ αυτές φτιαγμένοι για παιχνίδι τους.
Και μας παίζουν. Και γελούν μαζί μας.
Και το μεγάλο βουβό κύμα ιππεύοντας, μας φτάνουν όσο μακρά κι αν, από τη θέα τους πάμε.

Αν ήμασταν ανέμελοι παιχνιδιστές και αν
η παλαιά ελπίδα δεν ξανάνιωνε
με κάθε νέο κοίταγμά τους, σαν όπως η σαπίλα
με κάθε καινούργιον θάνατό μας ξανανιώνει,
ω! ευφρόσυνα τότε θα δεχόμασταν τα μικρά
σαν χάδι, χτυπήματα στις παρειές
και τη βελόνα που κάθε τόσο μας τρυπά
να δει αν αιστανόμαστε.
Και θα φορούσαμε μάλιστα μανδύες βαθυέρυθρους,
να μας ξεχώριζαν μες στ’ άλλα
τα ευώδη αθύρματά τους.





To πριόνι

Σα δέντρου να πεθάνει θα ’ρθει η ώρα
ξερόκλαδα απομένουν τα κλωνιά του
σαράκι του μασάει την καρδιά του
και το ρυάκι τού είναι νεκροφόρα.

Έτσι είναι κι η φιλία-ένα δέντρο
που από ’ναν τόσο δα γεννιέται σπόρο
άνθη δροσάτα πλημμυράει το χώρο
κι είναι και κόσμου αυτή και γης το κέντρο.

Και όταν κι αυτουνού η ώρα θα ’ρθει,
ζωύφια πλήθη μέσα του χιμάνε
και το κουφώνουνε-και το πονάνε

και μύρια τ’ άμοιρο υποφέρει πάθη-
κι έτσι ο πόνος που αργά το λιώνει,
λύτρωση θα του είναι το πριόνι.






Ο βολβός

Περιμένοντας να βλαστήσω επερπάτησα
την κάτω από το χώμα γη.
Με τα σκουλήκια εμίλησα και με τους
τυφλοπόντικες
και την υπομονή τους ντύθηκα.

Να μελετώ έμαθα όπως παλιό βιβλίο τα οστά όλα
τις άφωτες εσπούδασα ζωές
των φυτικών παράσιτων και των flamingos
και του σκοταδιού επήρα όλην
τη δίψα του για ήλιο και για φως.
Κι ό,τι επήρα κι έμαθα, το γύρισα και το άλεσα
κι ό,τι επήρα κι έμαθα, το γύρισα και το ’πλασα
για να ’ρθω εγώ την Άνοιξη
να φέρω στον απάνω κόσμο σας
τα χρώματα όλα και τις μυρωδιές.




Ανέτοιμους

Ανέτοιμους μας βρήκε ο χειμώνας
με δίχως ξύλα για τη ζεστασιά
κι η νύχτα να μετράει για αιώνας
με μόνη μας παρέα τη μαναξιά.

Έρμους των γερατειών μας ήβρε η δίνη
χωρίς το ψέμα ενός παραμυθιού.
Μόνη μας προσδοκία η γαλήνη
ύπνου ενός αιώνιου και βαθιού.







Ήξερε

Αυτό το ποίημα θα ’πρεπε να διαβαστεί
με δυνατή φωνή
γιατί χαμηλότονο πολύ είναι
και δε θ’ ακούγεται αλλιώς.

Γιατί τα βήματα που την οδήγησαν
ως το παράθυρο
θανάτου ήσαν βήματα οριστικά.
Γιατί το άτι το αγαπημένο δεν εκάλπαζε
αλλά περίλυπα
στον έρήμο σερνόνταν δρόμο
στην βροντερη του άλλοτε ράχη
το σώμα κουβαλώντας το νεκρό.
Γιατί ο ήλιος δεν έχει φτερά ελπιδοφόρα.
Γιατί η γη μία μόνο φορά φυτρώνει το λουλούδι
και γιατί εκείνη
τον τελευταίο της τον δρόμο ξεκινώντας
απ’ το τραπέζι ως το παράθυρο
ήξερε
πως κιόλας το λουλούδι είχε κοπεί.










Εξαδέλφη Γεζεντιά

Εξαδέλφη Γεζεντιά
απ’ την κοινή καταγωγή μας κάτι άλλο
μας δένει πιο πολύ εμάς τους δυο
απ’ τη συγγένεια κάτι πιο βαθύ
μας τυραννάει
κάτι πιο πέρα
από τις παιδικές μας τις συνήθειες
μας κατακαίει.

Και μόνο εγώ και συ το ξέρουμε και το φεγγάρι
και μόνο εμείς το ξέρουμε κι η νύχτα
η νύχτα η μαυροφόρα
η νύχτα που για πάντα θα θυμάται
την αστραπή που την εξέσκισε
τη φωτεινότερη απ’ όλες
η νύχτα η μαυροφόρα
η νύχτα που για πάντα θα θυμάται
το φως που εξεσήκωσε
το φως που σκόρπισε
το φως που άναψεν εντός της
το φιλί μας.









Ο χορός του αμονιού

Ο χορός του αμονιού στον καλό μου ταιριάζει.
Ο χορός του αμονιού στην αγάπη ταιριάζει.

Μια η βαριά πα’ στο αμόνι κι ο καλός μου γελάει
μια η βαριά πα’ στ’ αμόνι κι ο καλός μου χορεύει
μια η βαριά πα’ στ’ αμόνι κι ο καλός μου μεθά.
Κι ο καλός μου το βράδυ θα να ’ρθει
με μουντζούρες γεμάτος.

Μια η βαριά πα’ στ’ αμόνι
τον καλό μου τον πλένω
μια η βαριά πα’ στ’ αμόνι
τον καλό μου χαϊδεύω
μια η βαριά πα’ στ’ αμόνι
τον καλό μου παιδεύω.



Αμάξι στη βροχή

Αμάξι μέσα στη βροχή περνά-
τι να κομίζει εντός του.
Μαύρο φαντάζει από μακριά
κι ως πλησιάζει μαύρο πάλι.
Σάπιο το ξύλο του κι άγρια τρίζει.

Δέρνονται τ’ άτια.
Στητός κι αμίλητος ο αμαξάς τα ορίζει.
Στο πρόσωπό του αγωνία και φόβος και βροχή.
Η ερημιά μονάχη συντροφιά του.
Αμάξι μέσα στη βροχή περνά-
τι να κομίζει εντός του.







Μαγιοπούλα

Με μάγια την εγέννησε μάγισσα μάνα
μια μαγεμένη νύχτα΄ στη ματιά της
λάμψη εχάρισε φως μαγικό
και μαγεμένη έχει την καρδιά της.

Γι αυτό τη Μαγιοπούλα όποιος γνωρίσει
μάγια τον δένουνε βαριά και λησμονά
όποια ζωή κι αν είχε πρώτα ζήσει
κι άλλης γυναίκας χάδια δε ζητά.



Στο λεωφορείο

Βαμμένη ώριμη κυρία μου τι να ’θελες
τι να ζητούσες
όταν το χέρι μου άδραχνες και τα νύχια σου το γδέρναν;
Τάχα τυχαία το ’κανες-στο σίδερο ήθελες να κρατηθείς-
μα τη ματιά σου ένιωθα καυτή από τα νύχια ως την κορφή μου.

Βαμμένη ώριμη κυρία μου, πάνω σου τόσα χρόνια κουβαλείς-
δε σ’ έμαθαν αυτά να μη ζητάς απ’ άλλους
γιατί ποτέ δε θα ’βρεις;
To χέρι σου δεν το ’μαθαν αυτά
όχι σε μάταιη ν’ απλώνεται επαιτεία
αλλά την ύπαρξη την ίδια σου να σκάβει
και κει να βρίσκει ό,τι ζητά;

Βαμμένη ώριμη κυρία μου
λυπάμαι που το χέρι μου το τράβηξα.
Τα χέρια τα δικά μου σκάβουν
και να σου πω, βρίσκουνε όλο κάτι.








Φύση

Στων νήσων Φώκλαντ τα νερά τα πάντα παγωμένα
οι πιγκουίνοι οι Τσεντού λιάζονται όλη μέρα.
Κοντά της τα μικράκια της κρατεί κάθε μητέρα
που μες στα βράχια μέρες πριν με τόσον πόνο
εγέννα.

Η ησυχία η πολική πέφτει βαριά στο χώμα
τριγύρω η θάλασσα νεκρή λες κι είναι ησυχάζει
μια φώκια σέρνεται αργά πιο κει γεμάτη νάζι
κι οι ουρανοί ένα της φωτιάς κόκκινο παίρνουν
χρώμα.

Κι όλα καλά θα ήτανε αν έλειπε το κιούϊ
τό αγριοπούλι το μικρό και μαύρο σαν το βράδυ
που κυκλοφέρνει ακούραστο απάνω απ’ το κοπάδι
και που σε λίγο ένα Τσεντού μωρό γερά θ’ αρπάξει
και μπρος στους άλλους τους Τσεντού θα το
κατασπαράξει
χωρίς τους θρήνους γύρω του τους άσκοπους ν’ ακούει.











Να μυρηκάζει

Ετοιμαστήκαμε πολύ γι αυτό το πάρτυ.
Διδάγματα επήραμε απ’ τη Σπάρτη
απ’ τη σοφή επεράσαμεν Αθήνα
(με όλους τους θεούς γνωστούς ακόμα)
με αμεθύστων λάμψεις εμεθύσαμε Αλεξανδρινών
χώρες διασχίσαμε έρημες...

Μ’ ευγένειαν τρόπων οπλιστήκαμε
και με λεπτές διαθέσεις.
Ακόμα εμάθαμε
τη βαρετή τυπολατρεία
την απαραίτητη ωστόσο για ν’ αρχίσεις.

Ετοιμαστήκαμε πολύ γι αυτό το πάρτυ
γιατί εκεί θα ’χανε συναχτεί άξιοι επιβάτες του
αιώνα
άντρες με πνεύμα υψηλό κι ευαισθησία
γιατί εκεί θα 'χανε συναχτεί
οι Μούσες και οι Χάριτες
σεμνοπρεπείς κι ωραίες.

Κι αντίς γι αυτό βρεθήκαμε σ’ ένα χαμαιτυπείο
(κι οι πόρνες ούτε καταδέχονται να πλησιάσουν-
σαν κάτι αλλόκοτο κι αταίριαστο τους μοιάζουμε).





Που ’ναι λοιπόν οι εκλεκτές οι συντροφιές;
Οι υψηλές αναζητήσεις που ’ναι;
Οι ιέρειες με τα κρινολίνα πού
με μέσα τους τ’ ανέγγιχτα κορμιά;

Και την Αμάλθεια τηνε βρήκαμε γριά
με δύο άδεια κέρατα να κάθεται στη σκιά
να μηρυκάζει-άλλη Πυθία-
δυσερμήνευτους χρησμούς.



Αγγιέν Λουδοβίκος

Από κάποια μοιραία συνωνυμία
ο αθώος δούκας εκτελέστηκε απ’ το Ναπολέοντα.
Νατος! πριν λίγο απ’ την εκτέλεσή του
όρθιος
στης φυλακής μπροστά τον τοίχο
να του διαβάζουν τη θανατική του καταδίκη.

Την κυνηγετική του τη στολή φοράει
και δίπλα ο σκύλος του
σαν έτοιμοι κι οι δυο να φύγουν για κυνήγι.

Ο φρούραρχος
διαβάζει και διαβάζει και διαβάζει.
Ο σκύλος, μόνο αυτός ακούει.
Ο δούκας, ωχρός, αδυνατισμένος, κουρασμένος, αδιάφορος.
Τ’ αυτιά του οι ήχοι δεν τ’ αγγίζουν της φωνής.
 Ένα πουλί αυτός βλέπει
και τις κραυγές του ακούει, καθώς
αθώο
μπροστά του πληγωμένο πέφτει.







Στον Κώστα Κοντογιάννη
(συμμαθητή στη Σχολή, που μας άφησε νωρίς)

Κώστα εβιάστηκες να φύγεις απ’ ανάμεσά μας-να μας αφήσεις.
Ήταν κι αυτή μία από κείνες
τις αποφάσεις σου τις ξαφνικές
που όπως βότσαλα αναπάντεχα
ταράζαν κάποτε
την ήσυχη της συντροφιάς μας λίμνη.

Τη βάρκα έλυσες της ευθυμίας
και μόνος κι άξιος κυβεργήτης της ταξίδεψες μες στους αιθέρες
γελώντας κι αστεϊζόμενος.

Οι τελευταίες σου λέξεις-κι ας μην τις άκουσα-
ήταν βεβαίως: "Λοιπόν, εγώ φεύγω!"
κι ειπωθήκαν με τόνο τάχα θυμωμένο
πως είχες εξαιτίας μας αργήσει
μα βγαίνοντας από τα χείλη
παράδωσαν το στόμα αμέσως
στην έκφραση του αθώου γέλιου
για να μη κάποιος γελαστεί
και φανταστεί ότι για μια φορά μονάχα
εθύμωσες πραγματικά.

Έφυγες Κώστα βιαστικά. Τώρα
όταν μας πνίγει το άπρεπο
εσένα θα θυμόμαστε καθώς αδύναμοι θα υπομένουμε.
Όταν πιάνου θ’ ακούμε μελωδία
να χορεύουνε θα φανταζόμαστε
πάνω στα πλήκτρα του τα δάχτυλά σου
μακριά λεπτά και διάφανα
σαν πάντα αυτά να ζούσαν
όπου, τώρα, όλος πήγες.

Τώρα
όταν οι σβησμένες νύχτες μάς αλώνουν
στη μνήμη θα ’ρχονται κάτι αξέγνοιαστες βραδιές
πριν απ’ το μάθημα χορού
ή πριν από το βραδινό το εργαστήριο-
βραδιές γεμάτες από σένα
κι απ’ ό, τι μας εχάριζε
η απέραντη επιείκειά σου.

Τα σώματα των κοριτσιών που αγκάλιαζες ολοένα
στέκουν ακίνητα δίπλα στο σχήμα του αέρα που άφησες φεύγοντας.
Ένα ένα κάθονται στα γόνατά σου.
Βλέπουμε καθαρά το κενό
ανάμεσα στους γλουτούς τους και στην καρέκλα σου. Ύστερα
καθώς το κορμί σου δεν τις πλησιάζει
και το στόμα σου δε σκύβει στ’ αυτί τους
αυτές γίνονται ξερά φύλλα δάφνης
ευωδιάζοντα.

Αν, Κώστα, δε σ’ είχαμε γνωρίσει
τα λίγα τούτα λόγια θ’ απευθύνονταν
σ’ αυτό που βάλσαμο στις πληγές μας-
τις κάθε είδους πληγές-
η γλυκιά κι ανόθευτη παρουσία του ήταν.
Η μνήμη σου δεν είναι άλλο
από μαργαρίτες ολάσπρες
φυτρωμένες όπου το πόδι σου ακούμπησε
αποθεμένες όπου η καλοσύνη σου έλαμψε
καλύπτοντας αδέξια ό, τι σε θυμίζει.
Κώστα
εκεί που ξέγνοιαστος κι αθώος
και σαν μεθυσμένος από μύρα πας
να μας θυμάσαι.
Γιατί σ’ αγαπούσαμε.
Του ονείρου

Επειδή θα 'ρθουν σκληρές ημέρες
που στα στήθη τους θα κρύβουν όχεντρες
και στο χέρι θα κρατούν μαχαίρι
μέρες μες στο αίμα βουτηγμένες
σαν ημέρες άλλης γης-άλλων ανθρώπων
μέρες που γεμάτες θα 'ναι
με κρωξίματα κοράκων και με φόβο
κι αν σηκώσεις το μανδύα του πρώτου φόβου
άλλον φόβο θ’ αντικρίζεις από κάτω πιο φρικτόν
επειδή θα 'ρθουν ημέρες
που ούτε μια στιγμή τους δε θ’ ανοίγει
σ’ άλλο κάτι έξω απ’ ό,τι είναι κλειστό
μέρες που θα κρέμονται σαν μαύρες νυχτερίδες
μες σε σπήλαιο υγρό και σκοτεινό-
σπήλαιο με δίχως έξοδο κι αχνό φέγγος
μέρες που θα μ’ έβρουν μόνον-
στρογγυλές, κενές ημέρες
που στο κέντρο τους θα κείμαι εγώ
ναυαγός μ’ όλες τις γέφυρες κομμένες
επειδή θα 'ρθουν ημέρες θρονιασμένες
πάνω σε ασύνειδα ρευστά
μέρες πρωταρχικής ασυδοσίας
μέρες πρωταρχικού φόβου
με μένα μέσα τους το μόνο αισθανόμενο
μέρες όπου τίποτα δε θα μπορεί να σταματήσει τη βροχή να πέφτει
μέρες που θα κυλάνε σα βαριές ρόδες αργές σιδερένιες

επειδή θα 'ρθουν σκληρές ημέρες
τέτοιες που μονάχα εγώ γνωρίζω πως υπάρχουν-
γι αυτό και γράφω ετούτα τα γραφτά
να τα 'χω τότε
σα μιαν ανάμνηση της άλλης μου ζωής-
αυτής του ονείρου.





ΣΜΥΡΝΗ
-Γλυκέ, μαυρόντυτε, πικρέ πατέρα-
δεντρί με κούρβουλο κάθε κλωνί σου
ακόμα ποιο ακριβό θρηνείς παιδί σου;
-τη Σμύρνη-την τρανή μου θυγατέρα!
-Πατέρα φτάνει. Σκούπισε το δάκρυ.
Θεός τα παίρνει όλα και τα δίνει.
Κι αν ίσως έχασες της γης μιαν άκρη
μα της ζωής δε στέρεψεν η κρήνη.
-Δεν ήταν γης μα ολάργυρο φεγγάρι.
Χρυσάμαξα που αγγέλοι τηνε σύραν.
Κι ήταν διαμάντι και μαργαριτάρι.
Και δεν την πηρ’ ο Θεός: Τουρκοί την πήραν!


ΑΛΙ

Ξέρω κάτι τι-ξέρω κάτι
για την ακριβή την αγάπη.
Ξερω κάτι τι κάτι μέγα
που ούτε οι σοφοί δε θα λέγαν.

Θλίβει και πονά και τρομάζει
και τα ιδανικά όλα σκιάζει.
Όμως θα το πει τούτη η πέννα
δίχως να ντραπεί ουτ’ εμένα.

Κλείσετε το νου να μη νιώσει
το φριχτό παντού μην προδώσει.
Κι αν το μάτι δει τα γραμμένα
κάποιος ας του πει πως ειν’ ψέμα.
Γιατί η καλή-ζωή να ’χει-
η αγάπη-αλλί!-δεν υπάρχει.






Μύρα και λούλουδα στις πόρνες

Μύρα και λούλουδα στις πόρνες
που απ’ τους αρχαίους τους αιώνες
χωρίς προσποίηση και ψέμα
μ’ αθώο μας βλέπουν ένα βλέμμα.

Αίνοι και έπαινοι σε κείνους
που όλα τους δίνουνε τα δώρα
σαν το νερό οι δημόσιες κρήνες
και σαν τον ίλιγγο η αιώρα.

Που δε ζητούν για ένα φιλί τους
τον ουρανό μ’ όλα του τ’ άστρα
και δε γυμνώνουν το κορμί τους
σε πλούσια μόνο μέσα κάστρα'

που φτωχικά φορούν στολίδια
κι έχουν ανάμεσα στα πόδια
όχι αγριόχορτα και φίδια
μ’ αγριοπερίστερα και ρόδα.

Που αχνογελούν όταν ακούνε
λόγια γι αγάπη και για πίστη
και κάτι έχουνε να πούνε
για το μυαλό που τα εσοφίστη.

Που μ’ ένα νεύμα είναι δικά σου
τ’ άνθη του δώρου τους του θείου
χωρίς να πρέπει-για φαντάσου-
να γίνεις σκλάβος τους δια βίου.

Μύρα και λούλουδα στις πόρνες
που απ’ τις γυναίκες ειν’ οι μόνες
που αν κάποια ξάπλωσε μαζί σου,
έστω για λίγο ήταν δική σου.









Τι καλός θα 'ταν ο κόσμος

Τι καλός θα 'ταν ο κόσμος η γυναίκα αν κάθε γένους
φέρονταν στο σύζυγό της όπως φέρεται στους ξένους!
Και στους ξένους αν φερόνταν (τέτοιο αν ήταν το μυαλό της)
όπως τώρα για αιώνες φέρεται στο σύζυγό της…

Όταν κείνος της μιλούσε να τον κοίταζε στα μάτια
και το βλέμμα της σε σπάνια να τον έμπαζε παλάτια.
Σαν μπροστά του εμφανιζόνταν να ’τανε σεμνά ντυμένη
σαν η μόνη-σαν η πρώτη σαν η πάντα ερωτευμένη.

Να του μίλαγε με γλύκα κι όταν κάτι της ζητούσε
δίχως να σκεφτεί καθόλου "ναι" μονάχα ν’ απαντούσε.
Γελαστή πάντοτε να ’ταν και ποτέ αδιαφορία
ή οργή το πρόσωπό της να μη σκίαζε καμία.

Η ευγένεια και η γλύκα να ’δεναν στο φέρσιμό της-
δηλαδή με λόγια δύο θηλυκός να ’ταν ιππότης.
Και -αν κι αδύνατα ζητάω-όπως μ’ όλα τα καλά της
έτσι και σε κείνον μόνο να ’δινε τον έρωτά της.

Τι καλός θα ’ταν ο κόσμος η γυναίκα αν κάθε γένους
έδινε στο σύζυγό της ό,τι σπαταλάει στους ξένους!






Η σοδειά

"Τριάντα χρόνια με ιδρώ και μ’ αίμα την ποτίζω.
Τριάντα χρόνια με τ’ αδρό χέρι μου την ορίζω.
Για να την πάρεις θα διαβείς απ’ το νεκρό κορμί μου.
Όλοι το ξέρουν: ειν’ η γης αυτή μόνο δική μου."

"Έχω ατράνταχτα χαρτιά που δείχνουν πως ορίζω
εγώ ετούτη την οχτιά-και δε σου τη χαρίζω.
Από γενιά σ’ άλλη γενιά ήρθε στην κατοχή μου-
το λέει ο νόμος καθαρά: η γη αυτή ειν’ η γη μου."

"Παράλογα μαλώνετε κι ανέλογα μιλάτε.
Ανάποδα σελώνετε κι ενάντια καβαλάτε.
Ω! Σεις αράθυμα παιδιά! Ω! Άγουροι καρποί μου!
Ω! Ξεχασιάρηδες! Σοδειά κι οι δυο είσαστε δική μου".






Φτηνό

"Θα φύγω",του ’λεγε
"με άλλους θα γυρίζω
και σαν σκυλί θα σέρνεσαι
να με ζητάς.
Θα μ’ έχουνε ντυμένην στα μεταξωτά
και στα χρυσάφια
και τα μαλλιά μου ο πρώτος
θα τα κτενίζει κομμωτής.
Θα τρώω στο Πικαντίλλυ
κι οι εκδρομές μου θα ’ναι στο Παρίσι.
Σ’ άλλους θα πάω να με προσέχουν
και μονάχα εμένα ν’ αγαπούν.
Θα φύγω και σ’ εσέ
ποτέ δε θα ξανάλθω".

Είπε πολλά ακόμα
τα έμορφα χέρια της λικνίζουσα
και το θεσπέσιον σείουσα κορμί της.
Αυτός στο μεταξύ
το δεύτερο τσιγάρο είχε ανάψει
κι ένα βιβλίο εδιάβαζε φτηνό.

Όταν αυτή τελείωσε τα λόγια
την τσάντα της επήρε,
μισάνοιξε την πόρτα
για λίγο εστάθη εκεί
μετά την έκλεισεν, εγδύθη βιαστικά
και το κορμί της άφησε άψυχο να πέσει
στου εραστού την αγκαλιά.

Και κει
κάτω απ’ των σεντονιών των άπλυτων
τη μυρωδιά ξινίλας
και μέσα στους καπνούς απ’ τα τσιγάρα
για μια φοράν ακόμα υψώθηκε ως τον ουρανό.
Και κει ψηλά βεβαίως
όλα συγχωρούνται.





IRISES
(Van Gogh)

Και βέβαια οι ίριδες ανθίζουνε το Μάη
στου αγίου Παύλου της Μωσόλ το μοναστήρι
κι όταν κανείς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο κοιτάει
ένα πολύχρωμο θα δει μπροστά του πανηγύρι.

Μα του ζωγράφου η ματιά τις ίριδες τις θέλει
μες σ’ ένα γκρίζο ξύλινο χωριάτικο κανάτι
και από κει τα φύλλα τους να υψώνονται σα βέλη
και λυπηρά μηνύματα να στέλνουνε στο μάτι.

Κι ανθάκι ένα πιο ψηλά-ψηλά ψηλά το στήνει
και με ποτάμια αιμάτινα ποτίζει τη θωριά του
κι είναι σαν η ύστατη ζωή στ’ άνθος αυτό να σβήνει
ή σαν το φάντασμα εκεί να θάλλει του θανάτου.





Θα ταξιδέψω

Θα ταξιδέψω ήρθε η ώρα
τις τελευταίες μου θα μαζέψω
δυνάμεις που ’κρυβα ως τώρα
και πια κινώ-θα ταξιδέψω.

Θα ταξιδέψω όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες των Νότων
θα ταξιδέψω όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες ερώτων.

Θα ταξιδέψω σαν ελέφας
οκνός ανέραστος και μόνος
θα ταξιδέψω σαν ελέφας
προς την καρδιά ενός χειμώνος.

Σαν πριν την ώρα ωριμασμένη
στο δέντρο πάνω μιαν οπώρα
τώρα θα πέσω-η βλογημένη
να ταξιδέψω έφτασε ώρα.
11-4-04

Επειδή το σώμα μας έχει δυο μικρούς αδένες,
τραγουδάμε τον έρωτα.
Επειδή έχουμε στομάχι τραγουδάμε την πατρίδα.
Επειδή είμαστε φορτωμένοι με φόβο
τραγουδάμε το θεό.

*
Κάθε νύχτα έχει την πυγολαμπίδα της.
Η Τρίπολη δεν αντέχει ουτ’ έναν ποιητή.

*
Οι κακόμοιροι οι φτωχοί!
Βαφτίζουν αγώνα τη δυστυχία τους
και δίκιο το άδικο που θέλουνε να κάνουνε στους πλούσιους.

*
Ο αρειανός αστροναύτης που επισκέφτηκε τη γη  ενημερώνει τους αρειανούς με την επιστροφή του στον Άρη: "Η γη είναι όπως την περιμέναμε-γεμάτη δέντρα, ζώα, νερά, ανθρώπους. Και όλα σε διαρκή κίνηση. Από ζωή ούτε ίχνος".

*
Πνευματικό κέντρο Τρίπολης
Σαλιαρίσματα του Ελύτη.
Μούχλα. Λήθαργος. Σαπίλα.





MOCKINGBIRD

Είμαι το πουλί που κοροϊδεύει
είμαι το πουλί που προσποιείται
είμαι πρωτομάστορας στη χλεύη
είμαι… μα ακούστε και θα δείτε.

Μόνο την ημέρα εγώ κοιμούμαι
τις νυχτιές στα δέντρα πάνω τρέχω
κι άλλων τις φωνές πουλιών μιμούμαι
σαν φωνή δική μου να μην έχω.

Απ’ το πώς λαλούνε τα γαρδέλια
μέχρι το αηδονίσιο τ’ ορατόριο
τα ’χω μάθει όλα στην εντέλεια.
Κι έχω ένα πλούσιο ρεπερτόριο.

Να, με το κελάδημα που κάνω
σάμπως τα πουλιά που θέλουν ταίρια
χώρισα στο χρόνο μόλις πάνω
δυο ερωτευμένα περιστέρια.

Κι έχω μες στις άλλες τόση βάλει
δύναμη και τέχνη απ’ τη φωνή μου
που-καλοί μου εσείς, ακούστε χάλι-
ξέχασα στο τέλος τη δική μου.








PACK RAT

Είμαι ο Pack Rat εγώ, ο μαζευτής.
Ό,τι κι αν βρω που μ αρέσει, ευθύς
το παίρνω και το πάω στη φωλιά μου-
αρκεί να το χωράει η αγκαλιά μου.

Μικρά γυαλιστερούλια υλικά
κομμάτια από σπασμένα γυαλικά
κουμπιά, πεντάρες χάλκινες, προκούλες
μα πιο συχνά πολύχρωμες πετρούλες.

Είμαι ο Pack Rat εγώ-κι είμαι σοφός
κατέχω ένα μυαλό γεμάτο φως.
Ειμ’ ένα ζώο εγώ γεμάτο τρόπους
που έχω πάρει απ’ τους ανθρώπους.

Και κείνοι έτσι μαζί τους κουβαλούν
από τα γύρω τους ό,τι μπορούν
μέσα στα σπίτια τους όλα τα βάζουν
και τη ζωή τους έτσι, λεν, αλλάζουν.

Αλλ’ από κείνους υπερτερώ-
με το φορτίο μου όπως προχωρώ
αν πιο πολύ δω κάτι να γυαλίζει
το νου μου η λάμψη τόνε ζαλίζει

πετώ τη λεία μου την παλιά
και την καινούργια παίρνω ζαλιά
και πάω και τη βάζω στη φωλιά μου-
αρκεί να τη χωράει η αγκαλιά μου.



Οι άλλοι μας ήθελαν

Οι άλλοι μας ήθελαν δικούς τους
αλλιώς δε θα μας δίναν τόπο να σταθούμε
γη να πατήσουμε.
Έτσι και μεις εκάναμε πως είμαστε δικοί τους
σηκώναμε ψηλά τα χέρια και φωνάζαμε "ωσαννά"
και "αλληλούια" και "δόξα Σοι ο θεός"
ενώ μέσα στα χέρια μας
κρατούσαμε τη σάρκα ο ένας του άλλου.

Πηγαίναμε στα μέρη όπου συχνάζανε
και λέγαμε μαζί τους "τι καιρός!"
"λέτε να πέσει η κυβέρνηση;"
ή το πολύ "απόψε δεν αισθάνομαι καλά".
Μα τα κρυφά μας λόγια απλώνανε τα χέρια κι
αγκαλιάζονταν
και πάθιαζαν μες στο ζεστόν αέρα τους
σα γλώσσες στο φιλί μέσα στο στόμα.

Ύστερα
βράδυ
φεύγαμε λέγοντας "πάμε για ύπνο"
και είναι σίγουρο πως ούτε τότε
κανένας δεν μπορούσε να υποψιαστεί
πως ίσως δεν πηγαίναμε να κοιμηθούμε
αλλά για κάτι που ας τ’ αφήσουμε ανείπωτο
γιατί δεν ξέρουμε κι εμείς ακόμα
πώς τέτοιαν άφεση
με λόγια έστω εαρινά
να περιγράψουμε.



Τ’ άσκεφτα

Βγαίνοντας για τον βραδινό περίπατο ξαφνιάστηκα.
Τι ’ναι αυτό το υγρό
που πέφτει σε σταγόνες γρήγορες
συμμετρικές
τόσο κοντά τη μία με την άλλη
και δεν αφήνει άβρεχο τίποτα;
Που ο θόρυβος που κάνει
χτυπώντας στα γερτά τα κεραμίδια,
στις ψυχές,
στα κόκκαλα, στο χώμα,
μοιάζει με μούρμουρο λυπητερό-
μοιάζει σα θρήνος τ’ ουρανού
σαν αστρομοιρολόγι;..

Βέβαια δε θα βγει ο ήλιος πια ποτέ-
αυτό το ατέλειωτο υγρό τον έχει σβήσει.
Κι όπως νυχτώνει και δε βλέπω ούτε φεγγάρι
λέω θα το ’σβησε κι αυτό.
Τι να ’ναι το υγρό αυτό που εσκαρφάλωσε κει πάνω
και ποιος υπομονή τόσο μεγάλη έχει
σε τόσες να το ξεχωρίζει στάλες;

Ο εγγονός μου όταν τον ρώτησα
μου ’πε αμέσως: "Βροχή παππού-βρέχει."
Α! Τ’ ασυλλόγιστα-
τ’ άσκεφτα νιάτα!...






Δε θέλουμε ποιητές

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ’ όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Και επαγγέλλεται;
-Ποιητής

-Κύριε Ιησού λυπάμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες ιδέες από μας…
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια…
με τα όπλα…
με τις μηχανές μας…
Κύριε Ιησού λυπάμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Εχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν’ αγαπάει ένας τον άλλο-
πώς θ’ αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας
ψυχολόγο;)

Ακόμα λέτε… για να δω…
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ
συνήθως ξέρετε είμαστ’ ευγενέστατοι εδώ…
Κύριε Ιησού λυπάμαι-
θα σας διώξουμε…
Δε θέλουμε ποιητές.

Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας.
Σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν κύριε δικαιώματα.
Πηγαίνετε.
Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετε ένα τηλεφώνημα.
Δε θέλουμε ποιητές.





Η γρίπη

Α! Τι καλά να ’σαι άρρωστος
από τη θεία γρίπη
να ’ναι ο καφές σου άνοστος
και άοσμοι οι κήποι!

Να σε πονούν τα κόκκαλα
και να σου τρέχει η μύτη
ν’ ακούς πουλιά γλυκόλαλα
μες στο ίδιο σου το σπίτι.

Να βλέπεις τον αντίχειρα
τεράστιον του χεριού σου
και ν’ απορούν ανίσχυρα
η λογική κι ο νους σου.

Στον πυρετό να ψήνεσαι
αλλά να μη το νιώθεις'
απ' τα υγρά να πίνεσαι
κι ας είσαι συ ο πότης.

Α! Πώς η γρίπη θα ’θελα
αιώνια να κρατούσε-
να πλέει η ζωή σε διάσελα
που πριν δεν το μπορούσε.

Ναναι όλα ένα όνειρο
αλλά να είσαι ξύπνιος
στο μέτωπο ξυδόνερο
να ’χεις όσο είσαι ύπτιος

κι αν ξεχαστείς κι ως στέκεσαι
γυρίσεις το κεφάλι
ολόστεγνος να αιστάνεσαι
σαν άνυδρο ακρογιάλι.

Να έχεις πονοκέφαλο
να ’χεις καρηβαρία
να ιδρώνει το προσκέφαλο
απ’ την πολλή αγγαρεία

κι η ζάλη η καλοπρόφταστη
κι η ζάλη η ’βλογημένη
η ζάλη η ζαχαρόπλαστη-
η ζάλη!- να σε δένει

μέ τέτοια χάδια ανάλαφρα
που πια το χώμα αφήνεις
κι αργοπλανιέσαι άπαυτα
στα πούπουλα μιας δίνης

που κάνει τα μηνίγγια σου
πουλιά που φτερακίζουν
σαν τα φτερά του Πήγασου
που-να ’τα! σε αγγίζουν.

Και κει ψηλά να έρχονται
μαζί σου οι ασπιρίνες
στο πλάι σου α στέκονται
και ν’ αρχινούν εκείνες

διόλου χωρίς να ντρέπονται
σαν φίνες ερωμένες
τα λόγια που δεν λέγονται
να λένε σαστισμένες.

Να λιώνεις από αγνότητα
να πνίγεσαι στο κάλλος
και να παινιέσαι αδόκητα
λες είσαι κάποιος άλλος.

Ή να ’χεις λες την άβυσσο
για πάντοτε αφήσει
και να ’σαι στον παράδεισο
Αδάμ πριν αμαρτήσει.

Ω! Τι καλά έτσι η άβολη
να φεύγει σου η λύπη
και τη χαρά την άδολη
να φέρνει μία γρίπη!

Ω! Τι καλά να βρίσκεσαι
στης γρίπης το κρεβάτι
και σε ζεστά να νήχεσαι
υγρά με λάμπον μάτι!

Τι ωραία να λυτρώνεσαι
απ’ όλες σου τις έγνοιες
και σε στρωσιές να στρώνεσαι
ζεστές και μεταξένιες!

Ω! Τι καλά που αιστάνεσαι
σ’ άλλη να ζεις μια πλάση
και μέσα της να χάνεσαι
σαν μέσα σε γιορτάσι!

Ω! Τι καλά να 'σαι άρρωστος
από τη θεία γρίπη
να ’ναι ο καφές σου άνοστος
και άοσμοι οι κήποι...





Ντελακρουά-το μυστήριον της μεταλήψεως του Μάρκου Μπότσαρη

Δεν ειν’ αυτή μετάληψη.
Αυτή ’ναι ίδια η μάχη.
Μια τέτοια κίνηση… ο πίνακας
σύγκορμος τραντάζεται.
To λάβαρο λες ματωμένο κιόλας.
Πρόσωπα, βλέμματα, αεικίνητα, αδημονούντα...
Αριστερά του Μπότσαρη η Ελλάδα.
To πρόσωπό της μόνο φαίνεται
γεμάτο αγωνία κι αίσθηση και ταραχή
λες ότι γνοιάζεται κι αυτή το τι θα κάνει ο Μάρκος
(για την οικονομία του πίνακα μονάχα
γιατί την ώρα εκείνη
ο Μάρκος ήταν η Ελλάδα).


SUNFLOWERS, MUNICH,
NOUE PINAKOTEK
(Van Gogh)

Ποιος μας ζωγράφισε σκληρός ζωγράφος
κι είναι τα φύλλα μας κιτρινισμένα
κι έτσι κειτόμαστε σαν πεθαμένα
κι είναι το βάζο μας πικρό σαν τάφος;

Εμάς που στρέφαμε τα πρόσωπά μας
στο μέγα του ηλιού πυρρό στεφάνι
τώρα ένα μαύρο πικρό μελάνι
κλέβει το γέλιο μας και τη χαρά μας.

Μα ο μεγάλος μας καημός και θλίψη
για σένανε είναι ζωγράφε πλάστη-
σ’ αυτόν που έτσι μας εφαντάστη
θα ’χουνε κι έρωτας κι αγάπη λείψει.








ΜΑΘΗΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


1
Εις σε που θλίβεσαι εις την θέαν των ανθρώπων
και βαθέως αισθάνεσαι την οδύνην των οπάρθενων πια κοριτσιών
εις σε και μόνον δικαιολογείται
η απόκρυψις της χαράς όταν έλθει.
Συ μόνο που κάθε βήμα σου είναι πόνος
έχεις το δικαίωμα
την χαράν δια τον εαυτόν σου να κρατείς όταν με εν τυχαίον άλμα της  σε φθάνει.
Επειδή γνωρίζεις καλώς ότι ταχέως
θα διαλυθεί
και ακόμα
ότι ουδείς την πρέπουσαν αξίαν θα της έδιδε
αν του την προσέφερες.


2
To μεγάλο μυστικό καλά το κρύβουν οι ανθρώποι.
Τα βραδυνά χαρούμενες κάνουν βεγγέρες
τη μέρα εργάζονται, είναι πατέρες,
και μικροί σαν είναι παίζουν τόπι.
Κι ας τους το θυμίζουν όλοι γύρω τους οι τόποι'
εκείνοι απαιτούν,
επιβάλλονται με φοβέρες
παραφροσύνης περνάνε βέρες-
έτσι κρύβουν το μεγάλο μυστικό oι ανθρώποι.


3
Ό,τι κι αν θα μου φέρεις
τώρα που 'ρθες κοντά μoυ
καλώς ηρθες καλή μου
-καλώς ήρθες γλυκιά μου.

Κι αν κοντά σου περάσω
χίλιες όμορφες ώρες
κι αν με πας σε ωραίες
κάποιες άγνωστες χώρες

κι αν ακόμα με πάρεις
και με πας ως τον Άδη
κι αν για πάντα με ρίξεις
μες στο μαύρο σκοτάδι

πάντα θα ’ναι για σένα
ανοιχτή η αγκαλιά μου
καλώς ήρθες καλή μου
καλώς ήρθες γλυκιά μου.


4
Περιστέρι μου καλό
άνοιξε τ' αυτάκια σου
κι άκου τι θα πω
Μίαν αγάπη έχασα
δος μου τα φτεράκια σου
για να τήνε βρω.

Τη θωριά σου δώσε μου
άσπρο περιστέρι-
ίσως η ομορφάδα σου
πίσω τήνε φέρει.


5
Αλύπητα κι ασίγαστα η στιγμή
πα' στη στιγμή χτυπά
και ζώνει τη ζωή μας μυστικά.
To θάρρος κι η τιμή
εμπόδιο να σταθούν αδυνατούν
κι ας ήταν κάποτε τα δυο
στολίδι μες στο βιο
τώρα στον άνεμο πετούν
και μόνο να κοιτάνε ταπεινά
την τελευταία ηδονή μπορούν
και μια φωνή-σπαραχτικά-
να βγάλουν σαν τη δουν.



6
Λοιπόν οι υποσχόμενοι πολλά το πάλαι νέοι
να 'μαστε ολομόναχοι, μικροί και προδομένοι
ν' αναπολούμε μια ζωή που διάβηκε χαμένη
συντρίμματα ξοπίσω της αφήνοντας και χρέη.

Να ’μαι κι εγώ λοιπόν εδώ το πάλαι ποτε νέος
που τόσα περιμένανε οι άλλοι από μένα
κι εγώ ποτέ μη κάνοντας ποτέ απ’ αυτά ουτ' ένα
σ' άλλους το δρόμο άνοιξα για δόξα και για κλέος.

Να 'μαι κι εγώ λοιπόν εδώ μες στης ζωής το θάμα
την ευτυχία να ζητώ με πόvo και με κλάμα
τους αντιπάλους να μετρώ μ' ένα μονάχα βλέμμα
και σα σκουλήκια ενώ μπορώ άκοπα να τους λιώσω
να τους θωρώ που μ' ηδονή μου πίνουνε το αίμα
τα παχουλά τα χείλη τους γλύφοντας κάθε τόσο.


7
Επηγαίναμε αντάμα στο σχολείο
χέρι-χέρι με την όμορφη Βιβή.

Μας μαθαίναν στο σχολείο
χίλια πράγματα οι δασκάλοι
και γεμίζαν με σοφία
το μικρό μας το κεφάλι.

Μα ποτέ δε θα ξεχάσω
την ημέρα που η Βιβή
μου ’μαθε πως η θερμότης
βγαίνει από την τριβή.


8
To ποίημα πρέπει να ’ναι πέτρα
και ακυβέρνητο καράβι
σε τρισμέγιστον ωκεανό.
To ποίημα πρέπει να ’ναι πάνω από τον κόσμο
και πάνω από το πιo ψηλό βουνό.
Πρέπει ολόκληρο να στάζει αίμα.
Πρέπει να σφάζει.



9
Όταν μιλούσαν οι κουρείς λουλούδια εγέμιζε η γης.
Η ζεστασιά του λόγου τους πλανιόταν στον αέρα
τον φώτιζε και γίνονταν
η μαύρη νύχτα μέρα.

Παραμυθάκι αγαπητό στ' αυτιά μας η φωνή τους
ομόρφαινε και χρύσωνε μεμιάς το μαγαζί τους.
To 'κανε χρυσοπάλατο όπου κοιμόνταν μέσα
ολόμορφη κι ανέγγιχτη κι αβρή μια πριγκιπέσσα.

Και πες πες πες και πες πες πες
το κούρεμα τελειώνει
και πάνω στο κεφάλι μας δροσιά κολώνια απλώνει-
κολώνια  λεμονάνθινη μες σε κομψό δοχείο
αγορασμένη-πού αλλού-από το φαρμακείο.

Μας χαιρετούσε πρόσχαρα σα φεύγαμε ο κουρέας
χαρούμενη κατάληξη μιας όμορφης παρέας.
Έτσι εγινόταν κι η ζωή γεμάτη ήτανε δώρα
κι ευώδα όλη η γειτονιά κι έλαμπε-ενώ τώρα
εβουβαθήκαν οι κουρείς και τ’ άνθη εμάραναν θαρρείς.



10
Δε θέλω να γνωρίζομαι μ’ ανθρώπους. Ο Θεός τους
τους έχει επιλήσμονες φτιάξει και αγενείς
και φυσικό τους φαίνεται φίλους και συγγενείς
ν’ αποξεχνούν σα να κλωτσάν πέτρα που ’βρέθη εμπρος τους.

Μα στη δική μου ανθρωπιά μόνο χαρές χωράνε
κι είναι τελείως φυσικό τους πάντες ν' αγαπά
που την πληγώνει ο χωρισμός όσο μικρός και να ’ναι
και φρίκη νιώθω όταν αυτός την πόρτα μου χτυπά.

Γι αυτό κι εγώ δεν αγαπώ παρά χα δέντρα μόνο
τα ζώα και τα λούλουδα και τα ψηλά βουνά.
Αυτά δε θα μου δώσουνε του χωρισμού τον πόνο
κι ούτε θα γίνουνε ποτέ ξένα και μακρινά.

Και στου θανάτου σα βρεθώ ακόμα το βασίλειο
δε θα 'χω φίλους κι ακριβούς φιγούρες σκοτεινές
μα με βουλή και φαντασιά θα φτιάξω έναν ήλιο
και θα περνούν οι μέρες μου τερπνές και φωτεινές.




11
Ψυχρά ο καιρός με αγγίζει
και δύσκολα οι νύχτες κυλούν
ο πόνος φριχτά ταλανίζει
κλαμένα τα μάτια σφαλούν.

Θολή παραζάλη τριγύρω
στη μέση εγώ μοναχός
φαντάσματα βάζουν στον κλήρο
των δύο ματιών μου το φως.

Μια σκέψη με σώζει μονάχα
κι αυτή με κρατεί ζωντανόν-
απόψε να ’ρχόσουνα τάχα...
μα όνειρο αυτό μακρινό…

Γι αυτό και απόψε το τέλος
θαρθεί δίχως άλλο-θαρθεί.
Και συ θα ’χεις ρίξει το βέλος
και θα ’χει η ελπίδα χαθεί.



12
Τον που βαδίζει μη τόνε λυπάσαι
κι ας έχουνε τα πόδια του πληγές
το δρόμο του ας τον χάνει πότε πότε
ποτέ ακόμα τον σωστό ας μην έβρει.

Και πεινασμένο αν τον δεις ή διψασμένο
κι αν δύναμη του μένει μόνο για να περπατεί
τον που βαδίζει μη τόνε λυπάσαι
όταν μπροστά σου ο δρόμος του τον φέρει.

Μόνο αν τον δεις πολύ να υποφέρει
δοστου, χωρίς αυτός να σου το πει
λίγο νερό να πιεί να ξεδιψάσει
λίγο φαϊ να φάει να στυλωθεί.

Αυτός στην κρύα στάχτη μέσα
η σπίθα είναι του θεού
που κάποτε, ξανά, θα λάμψει.


13
Λογαριασμός

Χτες δυο χέρια γκρεμίσανε
της ψυχής μου τα όνειρα
κι οι ελπίδες που ζήσανε
στων ονείρων τα δώματα
πλακωθήκαν με πέτρες
και μ' ακάθαρτα χώματα.

Τώρα πια δεν αντέχουνε
οι ψυχές γι άλλο χτίσιμο
κι οι ιδέες που τρέχουνε
μου ζητάν να πουλήσω
τις ελπίδες και όνειρα
πια ποτέ να μη χτίσω.




14
Απρόβλεπτα κι απρόσμενα κύλησε τούτη η μέρα
σα μαγεμένος σίφουνας σα φοβερή κατάρα
βροχές κι ευθύνες φέρνοντας και κρύο έναν αγέρα
και μες στ' αυτιά μου στέλνοντας πρωτόγνωρη μια αντάρα.

Πουθ' ήρθε; Και πότε έφυγε; Πώς οι ώρες της μετρήσαν;
Ποιοι τάχα θεοί ξεψύχησαν και ποιοι εγεννηθήκαν;
Ποίοι τολμηροί κατακτητές φλάμπουρα νίκης στήσαν;
Και πρέπει πλοία κάμποσα στα πέλαο να χαθήκαν.



15
Και φεύγεις-και φεύγεις και πας
θολό μεσημέρι.
Και φεύγεις-και φεύγεις και πας
λαμπρό μου αστέρι.
Μονάχον μ' αφήνεις και πας-
και ζω δίχως ταίρι.
Καί φεύγεις-καί φεύγεις και πας-
πού; ποιος ξέρει...



16
Ηπειλήθη σύρραξις εις το
εργοστάσιον.
Θα έθετον πυρ εις το
μηχανοστάσιον
αν κάποιος δεν ευρίσκετο να
τους ειπεί "θα γίνει!"
Αυτό το τέλος ήτο της βοής.
Δι εν έτος θα διαρκέσει η υπόσχεσις.
Και τότε κάποιος άλλος θα
βρεθεί
που νέαν υπόσχεσιν θα δώσει
ηχηροτέραν ίσως
της παλαιάς.


17
Η αιωνία θύρα αιωνίως κλειστή
θα μένει
δια τον υιόν του μπακάλη μας
του Κλεομένη
που για να παίξει στα χαρτιά
αφήρεσεν από το ταμείον ένα
ποσόν-
όχι ένα χιλιόδραχμον πάντως
πάνω από μισόν.

Όμως όσον και αν το
χαρτοπαίζειν του ήρεσεν
δεν συγχωρείται ευκόλως
μίατοιαύτη κλοπή
και μάλιστα εις βάρος του
πατρός του.

Αν χρήματα ήθελε-
αν και αυτό είναι ντροπή-
και πουθενά αλλού δεν ηδύνατο
να έβρει
ας έβρισκε μίαν τράπουλαν να
μάθει
μονάχος του εις τα χαρτιά να
κλέβει




18
Αληθώς η ημέρα ήτο ωραιοτάτη.
Ο ήλιος
όπως σπανίως εμφανίζεται
ενεφανίσθη
και αν επρόσεχε κανείς
σαν κάτι νέον να υπισχνείτο.

Και εις εμέ τουλάχιστον τίποτε δεν συνέβη.
Όμως τα μάτια μου κάτι σα μία διανόησιν αποκρύψεως συνέλαβον και τα αυτιά μου σαν κάποια χαμόγελα γύρωθεν συνέλεξαν.

Ίσως αυτό να ήτο το υπεσχεμένο
νέον
ή πάλιν να ήτο
μόνη η υποψία του.


19
Κρυμμένος όπισθεν θάμνου
κρυφίως τας περιπτύξεις των παρηκολούθει.
Πολλοί αυτό θα το εκάλουν
ηδονήν.
Όμως δεν ήτο.
Κάθε μεταξύ των άγγιγμα
μέθη δι αυτούς αν ήτο-στιγμιαία
έστω-
δι αυτόν ήτο πόνος και οδύνη
επειδή καλώς εγνώριζε
ότι ματαιοπονούν.
Τοιουτοτρόπως δεν έρχεται η λήθη.
Μάλλον απωθείται.


20
To χώμα ρίξαν
ψάλαν τις ευχές
και αποσύρθηκαν.
Αυτό ανέμενε κι εκείνος-την
τελευταίαν
με τους ανθρώπους επαφήν.
Βέβαια θα 'ρχονταν κάποτε δυο χέρια
στο χώμα πάνω ν' αποθέσουν
τριντάφυλλα
μ' αυτό δεν είναι
-δεν μπορείς να το καλέσεις
επαφήν.
Τώρα μόνος ήτο
τριγύρω, πάνω, κάτω, χώμα.
Μα το χώμα δεν μιλά.
Κι αυτό ήταν όλο ό,τι επόθησε
σαν έλεγε πως ζούσε.
Γιατί, όσον παράξενο το πεις
τώρα γι αυτόνε άρχιζε η ζωή.



21
Δεν είχαμε πόδια, όμως
εβαδίζαμεν.
Δεν είχαμε πυξίδα όμως δεν
εχάθημεν.
Δεν είχαμεν ελπίδα όμως
επιβιώσαμε.
Δεν είχαμε μάτια, όμως βλεπαμε.

Μα πώς ολ' αυτά; οι πολλοί θα ρωτήσουν.
Μόνο συ δεν απορείς
διότι γνωρίζεις ότι όλα αυτά
δεν ήσαν παρά μια διανόησις μιμήσεώς σου:
δεν είχες φτερά όμως πετούσες.



22

Και σήμερα
το ημερολόγιόν μου παραίτησα
ανάνοικτον να κείτεται εις το
συρτάρι
και στίχους πολλούς έγραφα
τα κακά όνειρα αψηφώντας.
Και σήμερα
την ποίησιν επροτίμησα
από την ζωήν.





23
Δυο ποτήρια. Τέσσερα Μια εληά. Όλα καλά.
Η κλήρωση. To δώρο. Παρέες. Τραγούδι.
Όλα καλά.
Η ώρα που περνά.
Τα σκιστά μάτια σου.
Ένα βλέμμα τους.
Όλα καλά..
"Να φύγουμε"
Ο λογαριασμός.
To παλτό σου.
Τα πουλόβερ των παιδιών.
Η ζακέτα σου.
Πράσινη.
Ηδονική.
Και τελευταίο οι κνήμες σου.
Πρώτο.
Τελευταίο.
Οι κνήμες σου.
To όνειρο.
To θαύμα.
Πρώτο.
Τελευταίο.
Οι κνήμες σου.
Ο πόθος μου.
Η ηδονή του.
Όλα καλά. Αντίο.




Θέατρο. Ανοίγει η αυλαία. Ησυχία.
To πλήθος μένει άφωνο. Βουβό. Σωπαίνει.
Κι η πρώτη πράξη στη σκηνή ανεβαίνει.
"Και τ' ήτανε παππού;" "Τι άλλο-η γνωριμία."

Η πρώτη πράξη τέλειωσε. Στο πλήθος ηρεμία.
Μα να η αυλαία πάλι ανεβαίνει
κι η δεύτερη η πράξη τώρα βγαίνει.
"Και τ' ήτανε παππού;" "Τι άλλο-η ευτυχία."
 
Κλείνει τα μάτια ο παππούς κι αποξεχνιέται
κι ας βλέπει ο εγγονός το δάκρυ
που από του γέρικου ματιού κυλάει την άκρη-
είναι σκληρή η νιότη-δεν κρατιέται.

Γιατί σταμάτησε ο παππούς να διηγιέται;
Η σκέψη του σε ποια πλανιέται μάκρη;
Με του ξυλένιου του σπαθιού την άκρη
τονε τσιμπά κι ο γέροντας πετιέται.

To 'να με τ' άλλο του 'χει δέσει τα σκαρπίνια
να περπατήσει ο γέρος δεν μπορεί
πέφτει, σκυφτός στην πόρτα προχωρεί
να φύγει απ' του μικρού τη γκρίνια.

Τι 'ταν κι αυτή που τονε βρήκε γκίνια-
τώρα ένα ψέμα θα 'πρεπε να βρει
γιατ' η αλήθεια για χο νιο θα 'ταν πικρή:
η τρίτη πράξη γράφτηκε κρυφά-στα παρασκήνια.



25
Χτες μια χτένα μες στα χέρια μου κρατούσα
τηνε χάϊδευα απαλά, τηνε φιλούσα
και θαρρούσα ότι μες στην αγκαλιά μου
όχι εκείνην μα εσέ είχα γλυκιά μου.

Με εκοίταζε ένας φίλος κι απορούσε'
Κι ας του το 'πα, να πιστέψει δεν μπορούσε
ότι μ' έφερνε η χτένα σου κοντά σου
γιατί χτένισε μια νύχτα τα μαλλιά σου.



26
Όταν στο θόλο τ' ουρανού
φανούν τα πρώτα νέφη
και της αγάπης μας χαθεί
τ’ ολόδροσο το κέφι
τότε καλλίτερα θαρρώ
πως θα 'ναι να χωρίσουμε
και ο καθένας χωριστά
νέα ζωή ν' αρχίσουμε.



27
Στη στράτα την απόμερη-στην άκρη του χωριού
το μνήμα δεκοχτάχρονου εστήθη αγοριού.
Δεν το ευλόγησε παπάς, δεν το 'κλαψε μητέρα
η νύχτα δεν το πόνεσε δε δάκρυσεν η μέρα.

To δεντρο πάνω στο βουνό δεν έχυσε ένα δάκρυ
και δε θολώσαν τα νερά στου πέλαγου τα μάκρη.
Δεν εκλαψε το σύννεφο-δεν έκλαψε το κύμα
δάκρυ δεν έχυσε άνθρωπος επάνω από το μνήμα.

Βοσκόπουλο που έβοσκε τ' αρνιά-ποιος το θυμάται
τι κι αν επέθανε-κι αν ζει τι τάχα κι αν κοιμάται.
To αφεντικό του πλήρωσε άλλον βοσκό' τ' αρνάκια
άλλον αφέντη έκαναν κι άλλον τα κατσικάκια.

Όμως επάνω στο ξερό της μαύρης γης το χώμα
στην τρύπα που δεν έκλεισε καλά καλά ακόμα
όποια κι αν τύχει να διαβείς μέρας ή νύχτας ώρα
θα δεις στον τάφο να θρηνεί μια κόρη μαυροφόρα.

Ω! Προσπεράστε! Τι θα πει... τ' ήταν για σας τ' αγόρι;
Τι κι αν επέθανε; Κι αν ζει; Τι τάχα κι αν κοιμάται;
Μια μαυροφόρα κοπελιά που κλαίει τον καλό της-
δικός της ήταν κι ο καλός κι ο θάνατος δικός της.





28
Με λύγισε το βάρος που
ετόλμησα
στ' αδύναμά μου χέρια να
σηκώσω.
Με λύγισε' κατάλαβα το λάθος
μου
μα είναι πια αργά να μετανιώσω.

Με λύγισε...μα σκέπτομαι πως
πρόσθεσα
στις τόσες μου τις γνώσεις άλλη
μία:
μην πιάνεσαι μ’ αυτά που θελουν
δύναμη
αν νιώθεις τόση δα αδυναμία.



29

Φωνές κουρασμένες μιλούν στο σκοτάδι
που έρχονται λες απ' τα βάθη του Άδη.
Φαντάσματα μαύρα με έχουν κυκλώσει
πουλιά έχουν μαύρες φτερούγες απλώσει
κι η νύχτα τραβάει σε μάκρος αιώνιο
τρελής φαντασίας φρικτό πανδαιμόνιο.

Και όλο πυκνώνουν
τα μαύρα τα σκότη
της νύχτας η σκέψη
και σκέψη μου πρώτη.

To χέρι μου αγγίζει κορμιά σαπισμένα
που ξέρω πως ήρθαν μονάχα για μένα.
Ελπίδα να φύγω
καμιά δε μου μένει
Μαζί τους θα μείνω
στον κρύον αγέρα
η νύχτα ως να φύγει
και να 'ρθει η μέρα.

Μα μέρα δε βλέπω
τι τρόμος-τι φρίκη
τι σκότος βαθύ
και να 'χει η ελπίδα
για πάντα χαθεί...



30
Ματαιοπονία

Φωτιά και ήλιος και βροχή
και σκόρπια μεγαλεία
όλα μαζεύτηκαν θαμπά
στην άδεια παραλία

και χαιρετούν τα όνειρα
που φεύγουνε στα ξένα
και κλαιν απαρηγόρητα
και κλαίνε λυπημένα.

Μα και να κλαιν δεν ωφελεί
εκείνα δεν ακούνε
σ' άλλες στεριες, σ' άλλα νησιά
σ' άλλες βροχές θα βγούνε.



31
Γεμάτος με θλίψη
και άλλα πολλά
σου γράφω τραγούδια
και άλλα πολλά.

Μου έχεις σηκώσει
εσύ τα μυαλά
μου έχεις σηκώσει
και άλλα πολλά.

Σε έχασα κι όλα
τα βλέπω θολά-
τα τούβλα, τα βόδια
και άλλα πολλά.

Αν ησουν κοντά μου
θα ήταν καλά'
θα κάναμε τρέλες
και άλλα πολλά.

Θα σου 'γραφα ακόμα
και άλλα πολλά
μα έχω μελέτη
και άλλα πολλά.

Και τώρα σ' αφήνω
με μάτια θολά,
γκαβά, δακρυσμένα
και άλλα πολλά.





32
Ανάμνηση

Χτες στη νύχτα την όμορφη
τη γαλήνη γεμάτη
εν' αστέρι ολόλαμπρο
μου τραβούσε το μάτι.

Κάτι μέσα στη λάμψη του
μου εθύμιζε εσένα
και τις μέρες που ζούσαμε
πριν να φύγεις στα ξένα.

Και τις νύχτες μου θύμιζε
που μαζί καθισμένοι
τ' αστεράκια μετρούσαμε
με χαρά μεθυσμένοι.



33
Θεέ γιατί να φτιάξεις τους κακούς;
Γιατί στον κόσμο να τους δώσεις;
Κι αφού τους έφτιαξες γιατί-
με δύναμη γιατί να τους φορτώσεις;

Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω
κι απάντηση ως σήμερα δε μου 'δωσες καμία-
ή μήπως θέλεις την ερώτηση αλλιώς-
γιατί να δώσεις στους καλούς αδυναμία;


34
Μία μικρά παρέκκλισις
από το σύνηθες δρομολογιον
αξίζει ό,τι και να ειπείς.
Όσοι δεν επεχείρησαν
αυτοί να καταλάβουν δεν μπορούν.
Κι αν κάποιος το καινούργιο που
θα δει
χαράν καλέσει,
θλίψιν αν άλλος
όμως αμφότεροι
τον ίδιον άθλον θα έχουν
επιτελέσει-
θα έχουν αμφότεροι
το άγνωστον υποψιασθεί.



35
Αι παρελθούσαι θλίψεις
ενίοτε ασφυκτικώς διογκούνται
και των πάντων υπερχειλίζουσιν.

Και είτε εις σκέψεις ευχαρίστους αφημένος
είτε εις κάποιον σύγγραμα εντρυφώ
είτε υπ' οργής κατέχομαι
είτε χαράν κατέχω
πρέπει τα πάντα να εγκαταλείψω
και να επιβλέψω την εκτόνωσιν.

Είτε παθήματα άλλων θα διαβάσω από σχετικά βιβλία
είτε στο ημερολόγιόν μου σκυμμένον
θα μ' έβρει τo πρωί.

Κατόπιν
δια πολλάς ημέρας ζω.



36
Καλά,
τα φώτα όμως;
Πώς κρύψατε τα χέρια σας μέσα σε τόσα φώτα;
Η ώρα δε σας μέτρησε και σας;
Δεν ήρθε κάποια φήμη οργισμένη
που να μιλάει για χαμό;
Για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας;
Και πως περάσατε μέσα στους ανθρώπους;
Καμιά φωνη
κανένα ουρλιαχτό δε σας σταμάτησε;
Τα σύννεφα δεν έβρεξαν σκοτάδι
στο αντίκρυσμά σας;
Ο ουρανός-η κατάρα του-δε σας βαραίνει;
Και τα σκαλιά, κακοί, δεν έλιωσαν
στην επαφή των χυδαίων πελμάτων σας;


37
Της αγάπης μου έσβησε πια η φωτιά.
Της ελπίδας μου στέρεψε το δάκρυ.
Η θύμησή σου σαν πρώτα δεν με κυνηγά.
Δε σ' αγαπώ πια.
Λουλούδι ήταν η αγάπη μου που το 'τρεφε η ελπίδα.
Τώρα που η ελπίδα πέθανε μαράθηκε και το λουλούδι.
Όλα χαθήκαν. Όλα.
Μα πάλι σκέπτομαι
ένα λουλούδι χάθηκε-τι μ' αυτό;
Ποιος ξέρει αν το πτώμα του
δε γίνει λίπασμα
 ν' ανθίσει άλλο ανθάκι στον κήπο της αγάπης μου;

Ένα λουλούδι φύτρωσε
δεν είχε φως
πέθανε.
Σ' αγάπησα
δε μ! αγάπησες
σε ξέχασα.
Μια αγάπη
μια ζωή
ένα λουλούδι.

Μια αγάπη.
Τι μ' αυτό;
Τώρα σε ξέχασα.
Αντίο.
Μια στιγμή απ' την αιωνιότητα. Ο έρωτάς μου.
Η αιωνιότητα. Εσύ.
Δε μ' αγαπησες.
Ο τάφος μου.
Ο χρόνος.
Η λήθη.
Τι μ' αυτό;
Όλα: εσύ.
Και πάλι τι μ’ αυτό;
Είσαι γυναίκα.
Δε φταις.
Φταίει ο θεός.
Αντίο.
Σ' αγάπησα, σε ξέχασα.
Μια ζωή,
μια αιωνιότητα
ένα τραγούδι,
Τι μ' αυτο;
Αντίο.
Δε μ' αγάπησες. Δικαίωμά σου.

Μια γυναίκα
μια αιωνιότητα
ένα φιλί.
Αντίο.
Κι αν ακόμα σ' αγαπώ
αντίο-τι μ' αυτό;



38
Γράψαμε ένα γράμμα στο θεό.
Δεν είμαστε τρελοί;
Μα είχαμε τόση χαρά σαν ήρθε η απάντηση...


39.
Γράφω τη μοίρα μου.
Ακουμπισμένος πάνω στο τραπέζι
με το κεφάλι γερτό
και μάτια θολά από δάκρυα
γράφω τη μοίρα μου.

Τα πόδια μου αποσταμένα
από την αναζήτηση της ευτυχίας.
Τα χέρια μου να γυρεύουν ελεημοσύνη απ' το
θεό.
Η σκέψη μου να πλανιέται σε κόσμους
που ποτέ δεν μπόρεσε να γνωρίσει.

Τα όνειρά μου σκοτωμένα από το
χέρι της αγάπης.
Τα δακρυσμένα τα μάτια μου να βλέπουν μακριά
πράγματα που δεν υπάρχουν.
Τα χείλη μου στεγνά σα χείλη πεθαμένου.
Πεθαμένος
και γράφω τη μοίρα μου.


40
Δεν διαφωνώ.
To σώμα αυτό πρώτη φορά το βλέπω.
Μα το 'χα φαντασθεί πολλές φορές.

Πόσες φορές τα στήθη αυτά-ίδια
το μέγεθος, το σχήμα, το ρόδινον χρώμα-
δεν εσυντρόφευσαν τις νύχτες μου
πόσες φορές το πρόσωπον αυτό
το αισθησιακό προς έκφυλο
δεν ήρθεν εμπροστά μου
τα χείλη αυτά τα λάμποντα σαν
μάτια
τα μάτια ως τα χείλη υγρά
πόσες φορές δεν τα ονειρεύτηκα.

Μόνον η θέσις των δοντιών μου διέφευγε
το σχήμα του έρκους των δεν ήξερα να καθορίσω.
Τώρα το ξέρω.
Έτσι έπρεπε να είναι-όπως αυτό
που έχω τώρα εδώ μπροστά μου.


41
Παρίστατο το ζεύγος μόνον
η παράνυμφος,
δυο άνδρες-πλην του ψάλτου
και, βεβαίως, ο ιερεύς.

Ήτο τόσον αβεβαία η ένωσις
ώστε το "ναι"
μετά δυσκολίαςελέχθη υπ' αμφοτέρων.
Και η αβεβαιότης αύτη
όλον τον μετέπειτα βίον του
ζεύγους επηρέασεν.
Επειδή προ πάσης συνευρέσεώς των
το "θέλω" ως το τότε "ναι" ελέγετο-
τόσον αβεβαίως.

Και έφθασε μια νύκτα που "πρέπει"
εψέλλισαν τα χειλη.



42
Καθόμασταν στης θάλασσας
την αμμουδένιαν άκρη
εκεί που σμίγουν τα θεριά
τα κύματα κι οι βράχοι.

To κύμα έγλυφε απαλά
του ακρόβραχου τις ρίζες
κι εχαδολόγα πονηρά
τις πέτρες του τις γκρίζες.

Κοιτούσες μια τα κύματα
και μια το βράχο πάλι.
Δε μ' έβλεπες, μα ήξερα
τ' είχες στο νου σου βάλει.

Κι όταν ο πόθος φούντωσε
και ζύγωσα σιμά σου
ο βράχος έγινες κι εγώ
το κύμα στα ριζά σου.   



43
Τι σκοτάδι είχε η νύχτα χτες αγάπη μου!
Τι βροχή ήταν αυτή! Τι παγωνιά!
Και πώς σφύριζε ο αέρας όταν έσπαζε
τα ξερά της λεμονιάς μας τα κλαδιά!

Δε φαντάστηκα ποτέ πως τόσα πράγματα
θα μπορούσα να τα δω σε μια νυχτιά-
τ' αστεράκια μας να βλέπω τα χαρούμενα
να σκεπάζονται με σύννεφα σταχτιά.

Είχα χάσει κάθε ελπίδα πως θα σ' έβλεπα
και σκεφτόμουν πως κι απόψε-τι κουτός-
της αγάπης σου το χάδι δε θα το 'παιρνα
πως και πάλι θα κοιμόμουν νηστικός.

Kι όταν άκουσα χτυπήματα στην πόρτα μου
τόση μ' έκαναν να νιώσω ταραχή
που εσκέφτηκα πως έπαιζε ο άνεμος
με παιχνίδι τη δικιά μου την ψυχή.

Μα πλησίασα στην πόρτα και την άνοιξα.
Κι ω! χαρά! Μι αχτίδα έλαμψε χρυσή
που εσκόρπισε της νύχτας τα σκοτάδια μου
και με γέμισε με φως-ήσουν εσύ.

Κι όταν κλείσαμε την πόρτα και σταθήκαμε
για ν' ακούσουμε της νύχτας τη βοή
δεν ακούγονταν πια τίποτα-παράξενο:
είχε πάψει κί ο αγέρας κι η βροχή.



44
Όσο κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή
κι είναι θολό to βράδυ
κι όσο κι αν μαύρες καταιγίδες τη χτυπούν
και μαύρες μπόρες
κάποιες απρόσμενες στιγμές
μιαν αστραπή θα σχίσει το σκοτάδι:
όσο κι αν είμαστε μικροί
υπάρχουν και για μας μεγάλες ώρες.



45
Χρυσές οι μέρες μας χρυσές οι νύχτες μας χρυσή κι η δύση
χρυσοί οι δρόμοι μας χρυσά τ' απόμερα μικρά στενά
χρυσός κι ο ήλιος μας που εκουράστηκε και πάει να δύσει
χρυσά τα όνειρα και τα πρωτύτερα και τα στερνά.

Χρυσός ο δρόμος μας, χρυσές οι πέτρες του χρυσό το χώμα
χρυσά τα κύματα στης χρυσοθαλασσας τον στεναγμό
χρυσά τα χείλη σου που μου χαρίσανε φιλί στο στομα
χρυσάφι έντυσες και της ψυχής μου το σπαραγμό.

Χρυσά τα χέρια σου που μ' αγκαλιάσανε-χρυσή η φωνή σου
χρυσά τα στήθια σου που μου χαρίσανε πόθο χρυσό
χρυσά τα μάτια σου χρυσά τα χέρια σου χρυσή η φωνή σου
χρυσή κι η μέρα που μόνον μ' άφησες και που μισώ.


Αγαπημένη μου χρυσός ο δρόμος που θα τραβήξεις
χρυσό τ' αστέρι σου στο χρυσαφένιο τον ουρανό
χρυσή η ευχή μου να γίνει εκείνο που θα ζητήσεις
γιατί τ' αξίζεις-χρυσος ο πόνος μου-τι κι αν πονώ...  





46
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Ο Βαλτάσαρ διηγείται στον εγγονό του

Πηγαίναμε οι τρεις μας. Για ημέρες
επάνω στης καμήλας μας τη ράχη
με την υπομονή δώσαμε μάχη
και της ερήμου τις φρυγμένες ξέρες.

Και κάποια νύχτα εφάνηκε το αστέρι.
Ήταν καθώς σκυμμένοι από χρόνια
το 'δαμε, στα ιερά και προαιώνια
μέσα βιβλία, στης Περσίας τα μέρη.

Τώρα στ' αλήθεια μας εφανερώθη.
Κι ενώ ήτανε λαμπρό σαν ήλιοι χίλιοι
για μας σα γλυκερό ήτανε καντήλι-
κανένα μας το μάτι δεν 'τυφλώθη.

Και με απαλή μι' αγνότη και μια χάρη
λαμπρόφεγγε. Κι η νύχτα ήταν δικιά του.
Κι έλουζεν όλα πάνου κι όλα κάτου.
Και η ψυχή μας 'λάφρωσε' κι εχάρη.

Και λες χορεύοντας και τραγουδώντας
σαν κοριτσόπουλο ερωτεμένο
τραβούσε μπρος το τρισευλογημένο
πίσω του άλαλους κι εμάς τραβώντας.

Και πια δε νιώθαμε καθόλου κόπο.
Και τ' άστρι τ' ωραιότερο κι απ' τ' άνθη
πάνω από μια σπηλιά πήγε κι εστάθη
τον άγιο έτσι δείχνοντας τον τόπο.

Στον θεοσύναχτο μπήκαμε χώρο.
Μα σα μηχανικά μπροστά στα πόδια
που μωρουδίστικη χύναν ευώδια
καθένας μας απόθεσε το δώρο.

Γιατί και νους και σώμα και ψυχή μας
αμέσως δέσμια εγίνανε στο βρέφος-
δέσμια καθώς είναι η βροχή στο νέφος
και η ζωή κι η βλάστηση στη γη μας.

Και μεις οι τρεις, που σ' όλη μας τη ζήση
με μυστικά μεθάμε τ' ουρανού μας,
εμείς όπου αλάθητα το νου μας
με γνώση και σοφία έχουμε ασκήσει,

εμείς, σ' αυτό το βρέφος μι' άλλη γιε μου
είδαμε, θεια Φύση θρονιασμένη
που είθε όλην της τη μεστωμένη
την ευλογιά να νιώσω μέσαθέ μου:

έτσι καθώς τα ροδαλά χεράκια-
τ' αγνά, κινούσε, εκείνα εμεγαλώναν
θεριεύανε, γιγάντωναν, απλώναν
(τα’ άγια Του, τα μικρούλικα χεράκια!)

και μία φτιάχναν αγκαλιά μεγάλη
τρανότερην απ' την ουράνια εκείνη
που 'βλεπες μέσα στοργικά να κλείνει
τον κόσμο μας κι αυτός ζεστά να πάλλει.


Κι ως τα ποδάκια πλέκανε τα δυο Του,
λες ότι κιόλας είχε βγει στη στράτα
κι όπου πατούσε τα κακά φευγάτα
και αντρειωμένο τώρα το καλό Του.

Και όταν η βουλη Του-α! η βουλή Του!_
το γιορτινό Της άπλωνε το χέρι,
το "ναι" του αδύνατου γινόταν ταίρι
και ο παλμός συντρόφι του ακινήτου.

Και στις βραγιές του απείρου του ζοφώδους
κόσμοι επλάθονταν, ήλιοι εγεννιόνταν,
το φως δοξαστικά εμφανιζόνταν
κι έρρεαν ποταμοί λάβας φλογώδους.

Και μες στου βρέφους τα ματάκια όπου
μιαν εσοβάρευαν, μια παιχνιδίζαν,
έβλεπες αγριόκρινα κι ανθίζαν
η ευτυχία κι η χαρά του ανθρώπου.

Κι έβλεπες πειρασμών άγριες ερήμους
να γίνονται ολοπράσινες οάσεις'
κι έβλεπες πεθαμένων αναστάσεις
και ύμνους άκουες εορτασίμους.

Κι άκουες τη φωνή την εξαισία
να συμβουλεύει και να παροτρύνει
και την εθαύμαζες που φλόγα εγίνει
εκεί-στην επί Όρους Ομιλία.

Και μες απ' τα χειλάκια Του να βγαίνει
άκουσα μια φωνή, που αναγάλλια
όμως και φρίκη μου 'φερε ως αγάλια
στη νύχτα απλώνονταν την αγνισμένη:

«Έίμαι το Φως. Και Είμαι η Αλήθεια.
Όποιος θελήσει και Μ' ακολουθήσει
αυτός στο σκότος δε θα περπατήσει
αλλά στα φώτα της ζωής τα πλήθια.

Για σας η γήινη ζωή Μού εδόθη.
Τη Θεία διδασκαλία Μου δεχτείτε
και γίνετε έτσι άξιοι να μπείτε
στη Βασιλεία για σας που ’θεμελίώθη.

Κι αν θα διαλέξετε να Με σκοτώστε
σκοτώστε Με' μα εγώ κι απ' το σταυρό Μου
απ' τον Πατέρα θα ζητώ Θεό μου
σταυρό γι αυτό εσείς να μη σηκώστε».

…Σκέφτομαι γιε μου και γελώ με μένα-
πήγα κρατώντας δώρα μες στα χέρια
σ' Αυτόν που δώρα, γη, ουρανούς κι αστέρια
μ' ένα Του Λόγο μόνο έχει πλασμένα".






TO ΒΟΔΙ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ

Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που μ' αξίωσες
να δω το γιο Σου.
Και αν δεν έχει το γλυκό το βόδινο
το πρόσωπό Σου
και αν δεν έχει όπως περιμέναμε
τέσσερα πόδια
μα η ψυχή του ολόλευκη και πάναγνη
καθώς στα βόδια.

Πολύ Εσύ καλλίτερα από μένανε
ξέρεις τι πρέπει.
Εσύ που η ματιά Σου η ολοκάθαρη
όλα τα βλέπει.
Και ξέρεις πως απάνω στο χωμάτινο
της γης το τόπι
τα πλάσματα που σωτηρία θέλουνε
ειν' οι ανθρώποι.







To όνειρο του Ιωσήφ

Ο Ιωσήφ κοιμήθηκε, Σκέψεις θανατερές
το απλοικό παιδεύουνε μυαλό του.
Κι όταν αποκοιμήθηκε-πέθανε κάλλιο πες-
ηρθ' ένας άγγελος μες στ' όνειρό του.

Κι ήταν you αγγέλου τα φτερά λευκότερα απ' το φως'
κι ο Ιωσήφ στον ύπνο του εταράχτη'
κι ήτανε σαν τρισμέγιστος ν' ανάτειλε λαμπρός
ήλιος κανείς από μια κρύα στάχτη.

Και σοβαρή μία φωνή εβγήκε απ' τα λεπτά
κι ευγενικά του άγγελου τα χεΐλη
όπως το Μέγα Έλεος βγαίνει από τα σεπτά
τα χείλη Εκείνου που τον είχε στείλει:

"Μην τρέμεις-έναν άγγελο βλέπεις Ιωσήφ εδώ.
Απ' το θεό στη γη στάλθηκα κάτου'
κι ειν' έργο μου μοναδικό να λειάνω την οδό
για να διαβεί το Άγιο Θέλημά Του.

Και είναι Θείο Θέλημα, Ιωσήφ, να γεννηθεί
ο Λόγος του Θεού από τη Μαρία'
είναι σε μήτρα μέσα μια θνητή να σαρκωθεί
του γένους των θνητών η σωτηρία.

Κι ειν1 η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί
μέσα της το Άγιο Πνεύμα να καρπίσει.
Κι ειν' η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί
τον μόνο του θεού Γιο να γεννήσει.

Αυτός, το σπόρο που κρατεί για κάθε Αληθινό,
για κάθε ΩραΙο και για κάθε Μέγα,
Αυτός που όλα κυβερνάει από τον ουρανό-
Αυτός, το Άλφα όλων και τ' Ωμέγα,

Αυτός που εφύτεψε το Φως σrou Σκότους την καρδιά
και άνθίσανε οι Ήλιοι και οι Μέρες,
Αυτός που εσκόρπισε στης γης τη ράχη την πλατιά
ζώα κι ανθρώπους και φυτά κι αγέρες,

Αυτός το σπόρο εδιάλεξε να στείλει της Ζωής
μες στης Μαρίας τη μήτρα την αγία'
κι αυτή 'ναι η ενανθρώπιση της Θείας της Πνοής
κι αυτή 'ναι η Ένσαρκος Οικονομία.

Σήκω και στη γυναίκα σου στάσου Ιωσήφ κοντά
και όπως πριν σκεπτόσουν μη τη διώξεις-
στα σπλάχνα της των Προφητών μέσα η φωνή βοά
κι οι σάλπιγγες ηχούν της Θείας Δόξης.

Λοιπόν μη βασανίζεσαι, Μη σκέψεις αλγεινές
παιδεύουν το καθάριο το μυαλό σου'
ειν' η Μαρία Υψηλή μέσα στις ταπεινές-
ειν' αειπάρθενος η σύντροφός σου!•

Εξύπνησε ο Ιωσήφ. Και με φωνή απαλή
"Σ' ευχαριστώ Θεέ μου" φιθυρίζει΄
και στη Μαρία πάει κοντά κι αγγελικό
στα βλογημένα Της μαλλιά φιλί χαρίζει.







Προσευνή μικρού παιδιού

Όταν ήσουνα Χριστούλη
σαν και με παιδί μικρό
ζήταγες απ' τον μπαμπά σου
να σου πάρει παγωτό;

Ζήταγες απ' τη μαμά σου
να σου πάρει καραμέλες;
Σ' άρεσε και Σε να παίζεις;
Σαν και μένα έκανες τρέλλες;

Από κει ψηλά που είσαι
"ναι" Σ' ακούω να μου λες,
γιατί αφού Θεούλης ήσουν
δε γινότανε να κλαις.

Μα εμένα-δες Χριστέ μου,
τα ματάκια μου όλο κλαίνε
γιατί σ' ό,τι τους ζητήσω
"ναι" ποτέ τους δε μου λένε.

Αχ! Χριστούλη! Μίλησέ τους!
"Τα παιδάκια", να τους πεις,
"άλλες έχουν προτιμήσεις
απ' αυτές που 'χετε σεις.

Μη λοιπόν τα τυραννάτε,
κι όταν κάτι σας ζητούν
κάνετέ το-έτσι αθώα
δε λυπάστε να πονούν;"

Κι από τότε οι γονείς μας
σαν και Σε να σκέφτονται ίδια
κι η ζωή μας να κυλάει
με γλυκά και με παιχνίδια.






Σαν περιβόλι

Καθώς Θεέ τους βόλους του
μικρό παιδί κρατάει
και Συ μες στην παλάμη Σου
ίδια κρατείς την Πλάση.

Κι όταν γυρίζεις να τη δεις
από χαρά μεθάει΄
κι όταν μια λέξη θα της πεις
ανθεί σαν περιβόλι.




Χιλίων

Τι κι αν τις εντολές όλες τηρήσω
τι κι αν πιστέψω και μετανοήσω-
αφού έχω σκέψη και βουλή δική μου
σίγουρη έχω εγώ την Κόλασή μου.

Αφού βαδίζω κόντρα στον αέρα,
τη νύχτα αφού εγώ την κάνω μέρα,
την πέτρα αφού απ' τον τόπο της την παίρνω
και όπου ο νους μου ορίζει τηνε φέρνω-

αφού αντίθετα ενεργώ στη Φύση
αντιστρατεύομαι το Θείο Μεθύσι'
αφού χαλώ την Τάξη των Πραγμάτων
Χιλίων είμαι άξιος θανάτων.





Διαπιστώσεις

Όχι πως κάνω κριτική Θεέ μου στη βουλή Σου,
μα έχω μια διαπίστωση τα χρόνια τούτα κάνει:
κάθε χρονιά και πιο αργεί να έρθει η γέννησή Σου
ενώ όλο και πιο γρήγορα η σταύρωσή Σου φτάνει.








Λογική προσευχή

Παράλογος δεν είμαι Θε μου
(θυμάσαι; εικόνα Σου κι ομοίωσή Σου!)
γι αυτό κι η προσευχή μου λογική θα είναι.

Δε Σου ζητώ καλούς να κάνεις τους ανθρώπους
να μη φοράνε μόνο μάσκες καλωσύνης.
Δε Σου ζητώ να μη πατούν τα πόδια τ' άνθη
τ' άνθη όμως Θε μου να μη νιώθουν πόνο.
Κι ούτε οι πόλεμοι να σταματήσουν
μόνο τα όπλα ας έχουν πάνω τους ζωγραφισμένο
εν' άστρο.
μια λαμπρίτσα, ή, Θεέ μου,
(που ’ναι ίδιο)
τη μορφή Σου.






Θα δεις

Όλα γύρω μου μου λένε
να γελάσω-γα χαρώ.
Όταν όμως άλλοι κλαίνε
τότε Θε μου δεν μπορώ.

Κάνε Θε μου πρώτα εκείνους
χαρωπούς και πια θα δεις-
ευτυχίας θ' ανθίζω κρίνους
απ’ τα βάθη της ψυχής.


To άγγιγμα του θεού

Όσα χτυπήματα η ζωή
Θεέ μου κι αν μας δίνει
καθένα του με τον καιρό
περνάει-ξεχνιέται-σβήνει.

Εν' άγγιγμα όμως από Σε
πάντα δικό μας μένει-
με φως το νου μας πλημμυρά
και στην ψυχή μας δένει.






Θεός και Χρόνος

Τάχα οι άνθρωποι το Χρόνο εβρήκαν,
τον πήρανε, τον κόψανε κομμάτια
και λένε στην ουσία του πως μπήκαν
και πως γνωρίσαν μήκη του και πλάτια.

Κι αν όμως οι πολλοί έτσι νομίζουν
με τη μεγάλη που τους δέρνει άγνοια,
ο Χρόνος, για όσους πράγματι γνωρίζουν
στη Θείαν αναπαύεται τη Διάνοια.







Δεν είναι

Απ' τη ζωή αν γατζώνομαι
σα γάτα πα' σε δέντρο
που να γλιτώσει απ' του σκυλιού
πασκίζει τα σαγόνια,

δεν είναι γιατί μέσα της
φτηνές χαρές γυρεύω'
δεν είναι τόπους για να δω
ή πλούτη να μαζέψω.

Απ' τη ζωή αν γατζώνομαι
δεν είναι για να ζήσω-
είναι για να 'χω τον καιρό,
Θε μου, να Σε γνωρίσω.







Κατάκτηση

Άραγε πώς θ' ακούγεται η φωνή μας
στα Θεία Σου τ 'αυτιά;
Αστείοι και μεις κι αυτή μαζί μας
και θα γελάς πλατιά.

Μόνο τα Πνεύματα με Σε μιλάνε
κι αυτά μονάχα ακούς'
τα λόγια μας εμάς χαμένα πάνε
κι ας τα γεννάει ο νους.

Μα 'γω έψαξα και βρήκα τη μονιά Σου
και κει Σε καρτερώ.
Έλα! Και κάψε με με τη Φωτιά Σου!
Ζώσε με με Καιρό!

To ξέρω πως με νιώθεις-δε Σ’ αγγίζω
με ανάρμοστη φωνή
δεντρί πανώριο είσαι και θροίζω
του κλώνου σου κλωνί.







Η λύση

Με κράζει το πουλί
κοντά του με καλεί'
το δρόμο αναμετράω:
μακριά μου-δε θα πάω.

Στον ουρανό εν' αστέρι
μου άπλωσε το χέρι
μα ό,τι και να κάνω
μακριά μου-δεν το φτάνω.

Μα να ο Θεός που πλάι,
μαζί μου περπατάει
κι όλα, πουλιά κι αστέρια
κρατεί στα δυο Του χέρια



Με σιωπή

Και όλα όταν διαβάσω τα βιβλία
και όλους αν ακούσω τους σοφούς
στην ίδια μένω πάλι απορία,
στο ίδιο πάλι σκότος του ο νους.

Ούτε την πιο μικρή δεν έχω ιδέα
για την ουσία Σου ή τη Μορφή-
κάθε υπόθεση που κάνω νέα
στην αίσθηση άφταστη είναι κορυφή.

Και πώς να Σου μιλήσω; Σε ποια γλώσσα;
Σε λέξης ποιας το νόημα να χαθώ;
Ποια να Σε κλείσει Εσένα εικόνα ζώσα
και πώς, Θεέ, να Σου προσευχηθώ;

Αλλ' αγαπώ αυτή μου την τυράγνια
κι αγάλλομαι γι αυτή μου την ντροηή:
το Θείο το γνωρίζεις με την Άγνοια
και του μιλάς μονάχα με Σιωπή.







Προσευχή ευσεβούς μελλονύμφου κόρης

Ας γίνει ο γάμος μου Θεέ
δεντρί που θα καρπίσει
κι όλες τις χάρες της ψυχής
στα κλώνια του ν' ανθίσει:

την άγια του έρωτα χαρά,
την άκοιμη φροντίδα,
και του παιδιού την ευλογιά-
του κόσμου την ελπίδα.

Και να 'ναι η ένωση αυτή
πάνω Σου στηριγμένη-
να φέγγει απ' την ανάσα Σου,
το Φως Σου ν' ανασαίνει.

Και μες στο Χάος του Σήμερα
που όλα έχει ρημάξει
να πλέκει αυτή αθόρυβα
του Αύριο την Τάξη.




Παναγία

Παντάνασσα. Οδηγήτρα. Ελεούσα.
Επίσκεψις των καταπονουμένων.
Πανάχραντος. Πανύμνητος. Θεομήτωρ.
Μεσίτρια των χριστιανών. Η ελπίδα
Απελπισμένων. Η Αλουργίς η Θεία.
Άσπιλος. Ουρανών Υψηλοτέρα.
Πηγή Ζωής. Περίβλεπτος. Θεοφόρος.
Αχειροποίητος. Χαρά των ζώντων.
Πάνσεπτος. Προστασία αδικουμένων.
Άφλεκτος Βάτος και Λαβίς Πυρφόρος.
Πάναγνος. Χερουβίμ Ενδοξοτέρα.
Αμαρτωλών Εγγυήτρια. Πλατυτέρα....
Κι απλά για όλους μας: η Παναγία.

Σαν όνειρο

Τρανός καβαλάρης σε άλογο ολάσπρο
βοήθα να γίνω μια μέρα Χριοτέ μου.
Και μέσα να ζω σε πεντάμορφο κάστρο
που δε θα φοβάται ορμή όποιου ανέμου.

Και να 'ναι η ζωή μου το στέριο το κάστρο
και να 'ναι τα γκέμια ο άσφαλτος νους μου
και να 'ναι η ψυχή μου το άτι το αιθέριο
που δίνει φτερά στους θνητούς λογισμούς μου.

Και όταν η ώρα η άγια θε’ να 'ρθει
το άτι για πάντα το κάστρο ν' αφήσει,
σαν όνειρο να 'ναι παιδάκι που πλάθει
αφού χορτασμένο στον ύπνο βυθίσει.







Ενοχές

Κάθε το χέρι μου ή ο νους
που σ' αμαρτία απλώνει
θαρρείς καρφί κρατεί Χριστέ
και Σε ξαναοταυρώνει.

Και τότε τρέμω σύγκορμος
και σιωπηλά σπαράζω
και νοερά κάθε φορά
τη Θεία Σου Χάρη κράζω


και, ή την ψυχή μου, της ζητώ
απ' το σώμα να χωρίσει,
ή να την κάνει τους φρικτούς
φονείς Σου ν' αγαπήσει.





Προσευχή σώφρονος νέου

Κι αν μηχανές η γη έχει γεμίσει
που ολημερίς μιλούν αντί για μας,
εγώ ανθρώπινη ποθώ μια ζήση-
Συ θέλω στην ψυχή μου να μιλάς.

KΙ αν φτάσανε, Θεέ μου, στο φεγγάρι
ψηλότερα να φτάσω εγώ ζητώ-
εκεί που η χάρη Σου γλυκά μεθάει
το θείο Της δωρίζοντας ποτό.

Κι αν έχουνε βολάν κατευθυντήρια
κι οδήγησης συστήματα λογής,
στα γήινα θέλω εγώ τα ολετήρια
Εσύ το βήμα μου να οδηγείς.








Αιωνιότης

Κι αυτά που πέρασαν κι όσα θα 'ρθούνε
δεν εχαθήκανε.
To Πριν και το Ύστερα οτο Πνεύμα νήχονται
μέσα το Θείο Σου.
Κι ειν' αναρίθμητα κι όσα θα γίνουν
κι όσα γινήκανε-
η "ιστορία" μας σταγόνα αίματος
μες στο Σφαγείο Σου.







Έλεος

Κύριε απόψε τα θεριά
ουρλιάζουν αγριεμένα.
Η γη δείχνει τα νύχια της.
Αίμα σταλάζουν τ' άστρα.

Κύριε απόψε τα βουνά
πλακώνουν την ψυχή μας'
μάς σαβανώνει ο ουρανός..
η θάλασσα μας πνίγει...

Έλεος Κύριε! Έλεος!
Είμαστε πλάσματά Σου!
Έλεος Κύριε! Δείξε μας
το άλλο πρόσωπό Σου.



Η επιστροφή του ασώτου

"Πατέρα γύρισα από κει που Συ με είχες στείλει-
κάλλιο από όπου μ' άφησες μονάχον μου να πάω.
Πρωί εκίνησα και να! ψυχομαχάει το δείλι
που νύχτωμα ένα προμηνά πολύδωρο και πράο.

Ολοζωής επήγαινα, Για λίγο αν σταματούσα
το χώμα επερπάταγε στα πόδι μου από κάτου'
σε μια ζωή αγιόρταστη και πολυτυραννούσα
μελετημένα κι άφευγα φέρναν τα βήματά του.

Κι ως προχωρούσα, δίπλα μου, όντα καθώς εμένα
βαδίζανε, μη ξέροντας κι αυτά για πού τραβάνε,
μόνο πηγαίνανε κι αυτά σαν έρμα και σαν ξένα
ή από πιόμα δυνατό σαν μεθυσμένα να 'ναι.

Καθένα μίλαγε άλληνε-δική του μία γλώσσα.
Κι άστοχη κάθε του βουλή και κάθε του ήταν πράξη.
Και «ποιος», αναρωτιόμουνα, «δύστυχα όντα τόσα,
ή θέλοντας ή άθελα τα 'χεν εκεί πετάξει;..»

Και όταν μέσα εκοίταζα στα μάτια τους ζητώντας
μια συνεννόησης σταλιά, μια σπίθα αδερφοσύνης,
εκείνα αντιθωρούσανε τα μάτια μου φρικιώντας
σαν αποτρόπαιο να 'τανε να παίρνεις και να δίνεις.

Κι όταν το χέρι μου άπλωνα ν' αγγίξω εν' άλλο χέρι
(για τι άλλο θα μου το 'δινες το χέρι μου πατέρα;)
αντίς για τ' άγγιγμα χεριού με χάραζε μαχαίρι
και ματωμένη κι αλγεινή κυλούσε η κάθε μέρα.

Τους μίλησα κι ανήκουστα τα λόγια μου ήρθαν πίσω.
Τους έδωσα κι ότι έδωσα πίσω άδοτο ερχόνταν.
Η ειρωνεία με δάγκωσε σαν ήρθε ν' αγαπήσω,
και όταν άναβα ένα φως από εκείνους σβηόνταν.

Τόπος δεν ήτανε αυτός σε μένα να ταιριάζει.
Έτσι ταιριάζει σε νερά πελάγου ίσκιος δάσου.
Τόπος δεν ήτανε αυτός σε μένα να ταιριάζει-
δεν είμαι-όχι-στον τόπο μου σα βρίσκομαι μακριά Σου".

Την άσπρη και την κρύα Του ντυμένος ερημία
δίχως μιλιά σ Μαρμάρινος στεκόνταν ο Πατέρας,
φωνή σαν να μην ήχησε τριγύρω Του καμία
ή μάρμαρο λες να 'τανε κι ο γύρω Του αγέρας.

Και η αμέτοχη ήτανε και σοβαρή θωριά Του
ασάλευτα παράξενη κι άγρια γαληνεμένη
Και πέρα, πέρα, στο Άπειρο έβλεπε η ματιά Του.
Κι αμίλητα τα χείλια Του. Κι η γνώμη Του κρυμμένη.

Και το μαρμαροκάμωτο υφαίνοντάς Του δέρμα
πάνω Του συνωστίζονταν άπειρα πλήθη όντων-
όντων που θα τριγύριζαν αλλιώς μονάχα κι έρμα
στα ξερολίθια της στεριάς...στα κύματα των πόντων...



"Δέξου με στην αιώνια Σου Πατέρα αταραξία.
Κλέισε την ταραγμένη μου ψυχή μες στην ψυχή Σου.
Όλη όση εμοιράθηκε στην ύπαρξή μου αξία
είναι μικρό ένα μόριο να 'μαι της ύπαρξής Σου".

Ως απαντάει ο Βοριάς στ' αδύναμο πουλάκι
κι ως γνιάζονται για του γιαλού την πέτρα τ' άγρια
βύθη
έτσι κι ο Γίγας γνιάστηκε για κείνο τ' ανθρωπάκι
κι έτσι σε ότι εμίλησε Αυτός του αποκρίθη.

Και κείνο, με τα μάτια του να του θαμπώνουν όλο
το δρόμο προς του Γίγαντα πήρε το ποδονύχι
τον Μέγα όπως τ' Ουρανού τον Ατελείωτο Θόλο
κι Άσπρον καθώς το συνηθούν του Κοιμητήριου οι Τοίχοι.





Δε θέλουμε ποίητές!

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ' όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Και επαγγέλεται;
-Ποιητής.

-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια...
με τα όπλα...
με τις μηχανές μας...

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε. Δε θέλουμε ποιητές.
Έχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν' αγαπάει ένας τον άλλο.
Πώς θ' αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο);
Ακόμα λέτε...για να δω...
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ-
συνήθως ξέρετε είμαστ' ευγενέστατοι εδώ…

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε..
Δε θέλουμε ποιητές.
Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας-
σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.
Πηγαίνετε.
Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετ' ένα τηλεφώνημα.
Δε θέλουμε ποιητές.






Τσακίζει

Πώς συντρίβει το βράχο
του φουρνέλου η φωτιά
πώς δρεπάνι θερίζει
και σωρεύει σοδειά

πώς φουρτούνα ξεσπάει
και χαλάει το καράβι
και στης θάλασσας τ’  άγρια
κρύα βύθη τα θάβει

πύργο πώς χαρτονένιο
φύσημα αέρα ξεσχίζει-
έτσι χτύπημα μοίρας
τη ζωή μας τσακίζει.







ΜΕΡΕΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΕΣ
(ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ)   

15 Μάρτη, παγκόσμια ημέρα καταναλωτή
(για παιδιά)

Καταναλώνουμε. Και αγοράζουμε.
Παίρνουμε το μικρό και το μεγάλο
κι ότι ακόμα θέλουμε φωνάζουμε
αυτό, ετούτο, το άλλο, το παράλλο.

Παίρνουμε πράγματα και όλο παίρνουμε
από τον έμπορο που τα πουλάει,
κι όταν στο σπίτι όλα αυτά τα φέρνουμε
από χαρά η καρδιά χοροπηδάει.

Μα σαν τα δούμε λίγο, όταν τα παίξουμε
όταν τα φάμε ή μ’ αυτά χαρούμε
τ’ αφήνουμε και θέλουμε να τρέξουμε
και νέα ν’ αγοράσουμε ζητούμε.

Και βέβαια πρέπει να καταναλώνουμε
μα όχι αλόγιστα: με μέτρο κάποιο.
Αλλιώς παιδιά μου το παραξηλώνουμε
η κατανάλωση είναι κάτι σάπιο.





21 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
(στίχοι για παιδιά)

Μέρα της Ποίησης είναι η κάθε μέρα
γιατί όλοι είμαστε λίγο ποιητές-
δε νιώθετε την Ποίηση στον αέρα
και σήμερα να πλέει καθώς εχτές;

Κι αλλιώτικα να γίνει δεν μπορούσε
αφού και ο μεγάλος ο Κριτής
όταν τον κόσμο έφτιαχνε, «εποιούσε»:
είναι κι Εκείνος δηλαδή Ποιητής.

Λοιπόν αυτή τη μέρα τ’ αγοράκια
«σε αγαπάω!» ας πουν στα κοριτσάκια-
το ποίημα τ’ ομορφότερο θαρρώ
είναι απ’ όλα τους το «αγαπώ»!





21 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΥΠΝΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Για σκέψου να υπάρχει ημέρα ύπνου!
Και όμως, του αξίζει τέτια μέρα-
γιατί όλοι, απ’ τα στρωσίδια μας του λίκνου,
κανείς τον ύπνο δεν τον διώχνει πέρα.

Γι αυτό και σήμερα όλοι τιμούμε
το δώρο αυτό της φύσης της σοφής μας.
Κι ας το τιμήσουμε πριν... κοιμηθούμε
κάτω απ’ το βάρος όποιας κούρασής μας.

Γιατί αν ο ύπνος δεν μάς αναπάψει
θα είμαστε συνέχεια κουρασμένοι
κι η νύστα που δε θα ’λεγε να πάψει
όλη μας τη χαρά θα ’χε παρμένη.










21 ΜΑΡΤΗ  
ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ
(για παιδιά)

Κι αν είναι εβραίος κάποιος είτε γάλλος
τι με νιάζει;
Κι αν είναι αλβανός ή πορτογάλος
τι πειράζει;

Και κείνος άνθρωπος τάχα δεν είναι
σαν και μένα;
Ή μήπως άλλο κάτι εκείνος γίνε-
ται στα ξένα;

Και κείνος ίδια, κάτω αν θα πέσει,
δεν πονάει;
Και ίδια, κλαίει κι αυτός όταν πονέσει-
δε γελάει...

Γι αυτό έθνη και φυλές εγώ δεν ξέρω-
και σας λέω,
πως όταν κάποιος ξένος υποφέρει,
κι εγώ κλαίω.












21 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΔΑΣΟΠΟΝΙΑΣ
(στίχοι για παιδιά)

Πρέπει να τα προσέχουμε τα δάση.
Αυτά μας δίνουν οξυγόνο, ξύλο
και το νερό κρατούν μη μας χαλάσει.
Στα δάση μας καθείς βλέπει ένα φίλο.

Ας τα περποιούμαστε λοιπόν με ζήλο.
Ό,τι μας έπλασε κι αυτά έχει πλάσει.
Κι αν δε μας δίνουνε σύκο ή μήλο
μα της ζωής μας δίνουν το γιορτάσι.

Μετά, σκεφτείτε λίγο και ρωτήστε:
δεν είναι τάχα υποχρέωσή σας
στη γη ότι υπάρχει να το αγαπήστε
αφού η μοίρα του είναι και δική σας;

Κι ακόμα λέω πως δάση αν δεν υπήρχαν,
το άχρωμο κι η θλίψη θα μας είχαν.















22 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Ρυάκια γλυκομούρμουρα
θάλασσα εσύ γαλάζια-
ρυάκια με τη χάρη σας,
θάλασσα με τα νάζια,

ποιος δε σας αγαπάει αφού
στο αίμα μας κυλάτε;
ποιος τάχα σας εχθρεύεται
χαρά αφού μας μεθάτε;

Κι ή σαν βροχούλα σιγανή
κι ή σαν μεγάλη μπόρα
να ξέρατε πώς θα ’θελα
να πέφτατε και τώρα...

Κυλήστε, τρέξτε, βρέξετε.
Τη γη βαθιά ποτίστε.
Κι εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ,
ποτέ να μη μας λείψτε.












23 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑΣ
(στίχοι για παιδιά)

Βαριέμαι ομπρέλα πάντοτε να κουβαλώ μαζί μου.
Μα θέλω πάντα και στεγνό να έχω το κορμί μου.
Γι αυτό μετεωρολόγοι μου κάνετε τη δουλειά σας
και τα παιδιά όλα εμείς θα είμαστε κοντά σας.

Δουλειά τους νόμους έχετε της φύσης σεις να βρείτε.
Παρατηρήσετε λοιπόν, μετρήστε, κι ό,τι δείτε
ζυμώστε το, δουλέψτε το, ταξινομήσετέ το,
και ό,τι βρείτε σ’ όλους μας ανακοινώνετέ το.

Και γίνετε βοηθοί εσείς σε γεωργό, βαρκάρη,
ως και σ’ αυτούς που ορέγονται ταξίδια στο φεγγάρι.
Κι αν κάτι θέ ’τε κι από μας... μα σας το δώσαμε ήδη:
σήμερα εχάσαμε για σας λίγη ώρα απ’ το παιχνίδι!..







27 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΘΕΑΤΡΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Τόσο κρυφοί είναι όλοι τους
και τόσο θλιβεροί
που λες κι ανακαλύψανε
τη γλώσσα, επειδή

να κρύψουνε γυρεύουνε
μ’ αυτήν κάθε δικό τους
από γειτόνους, φίλους τους
...μα κι απ’ τον εαυτό τους.

Και σιχασιά όταν νιώσουνε
απ’ αυτό τους το κρυφτό
στο θέατρο πηγαίνουνε
για να ιδούν σ’ αυτό

τον εαυτό τους μ’ όλα του
τ’ άσχημα και κρυφά του
κι έτσι να καταφέρουνε
να ’ρθούνε πιο κοντά του.

Κι όταν μας παίρνουνε μαζί
κι εμάς εκεί οι μεγάλοι
εμείς-και ας μην ξέρουμε
το έργο τι θα βγάλει-

μα κερδισμένοι βγαίνουμε
από τα έργα όλα
γιατί σε κάθε διάλειμμα
πίνουμε κόκα-κόλα!..





2 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Αυτό, ναι! Mάλιστα! Σωστά οι μεγάλοι το εβρήκανε
και βιβλιαράκια και για μας να γράψουνε σκεφτήκανε-
βιβλία για μάγισσες καλές, για κοντορεβυθούληδες,
για φασολιές, για βάτραχους, για πρίγκηπες μικρούληδες.

Βιβλία ακόμα που εξηγούν όσα οι μεγάλοι ξέρουνε
ώστε αυτά σιγά σιγά κι εμείς να τα μαθαίνουμε-
βιβλία που γράψαν συγγραφείς σπουδαίοι και μεγάλοι
μα κι άλλοι που, κι ας ειν’ μικροί, ευχάριστοι είναι πάλι.

Ευχαριστούμε όλους σας λοιπόν που εργαστήκατε
βιβλία να φτιάξετε για μας-για μας που κουραστήκατε.
Και τόσο τα βιβλία αυτά αγαπάμε τα δικά μας
που άλλα θα φτιάξουμε κι εμείς, παρόμοια, στα παιδιά μας.




3 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΔΕΣΠΟΤΩΝ ΖΩΩΝ

Εκατομμύρια δέκα λαός και όλοι μας βοδάκια
δεσπότη τρόικα που ’χουμε ντόπια ελληνική.
Το βενιζελογούρουνο κι η σαμαραλεπού
μαζί με την ασπρόμαλλη την κουβελονυφίτσα
η ντόπια είναι η τρόικα, που και αυτή δεσπότη
τη Μέρκελ έχει και τον Ρεν κι οι δυο που τη διατάζουν
και την πηγαινοφέρνουνε και την εξουσιάζουν.
Κι αν οι δεσπότες λείψουνε κι οι ντόπιοι και οι ξένοι,
ο έλλην στη δουλεία του και τότε θα επιμένει
και μέρα αδέσποτων εμείς πάλι δε θα γιορτάζουμε
γιατί ένας μας τον άλλονε τότε θα εξουσιάζουμε.







4 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΝ

Ημέρα κατά των ναρκών! Μα η πέρφανη Ελλάδα
η πάντοτε ανυπάκουη σε όποιες διαταγές  
μόνη αυτή εκ των χωρών ολόκληρης της γης μας-
άρνησης στείρας πάντοτε κι αντιλογίας πνεύμα-
υψώνει το ανάστημα και μέγα «όχι» λέει,
πλήθος ναρκών σκορπίζοντας μες στην επικράτειά της
που χρόνια με αυταπάρνηση εμάζευε πολλά.
Και αρχηγός πανάξιος λάτρης του «αντι-ΤΕΝΞ»
 («danke» στη Μέρκελ λέγοντας και στον Ομπάμα « thanks»)
ο Σαμαράς! με τους δυο «φον»: Κουβέλη-Βενιζέλο!,  
νάρκες φυτεύει δεξιά, δεξιά… δεξιά… δεξιά…
Και όλη τώρα η χώρα μας ειν’ ένα ναρκοπέδιο:
Νάρκες κατά προσωπικού-και πάνε οι πολίτες!..
Νάρκες θαλάσσης-κι άφαντες αλιεία και ναυτιλία!..
Νάρκες μεγάλες και μικρές, ξηράς είτε θαλάσσης
νάρκες είτε για επίθεση ή γι άμυνα φτιαγμένες
νάρκες ενάντια σ’ άρματα ή σε προσωπικό
κατά επιχειρήσεων, κατά περιουσιών,
κατά αξιοπρέπειας, κατά της ανθρωπιάς,
κατά υγείας, χορτασμού, συντάξεων, μισθών…
Και σκάνε οι νάρκες και ζωές και περιουσίες παίρνουν.
Και άντε να ’βρεις κάποτε –και πού;-ναρκαλιευτές…


7 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΥΓΕΙΑΣ
(στίχοι για παιδιά)

«Γεια σου» λέμε χαιρετώντας.
Κι όταν πίνουμε, «εις υγείαν».
Λέτε σχέση ετούτα να ’χουν
με τη μέρα αυτή καμία;

Βέβαια κι έχουν. Η υγεία
ειν’ αυτή που τη ζωή μας
να την αγαπάμε κάνει
σαν την πιο τρανή γιορτή μας.

Ναι! Αλήθεια! Ένα παιδάκι
που το πόδι του έχει σπάσει,
τρέχει; χαίρεται μαζί σας;
και μπορεί να διασκεδάσει;

Και παιδί που άρρωστο είναι
και που ο πυρετός το ψήνει
δε θα πρέπει ώσπου να γιάνει
στο κρεβάτι του να μείνει;

Προσοχή λοιπόν παιδάκια
στην υγεία την ακριβή σας.
Άβλαβη να την κρατάτε.
Η ευθύνη είναι δική σας:

ό,τι οι δάσκαλοι σας λένε
για το θέμα ν’ ακλουθείστε
έτσι που ίσως και ποτέ σας
να μην έρθει ν’ αρρωστήστε.

Όμως κι ούτε ο φόβος πρέπει
της αρρώστιας να σας πιάσει
γιατί, ό,τι κι αν σας έβρει...
πού θα πάει-θα περάσει!





8 ΑΠΡΊΛΗ, ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΤΩΝ ΡΟΜΑ

           Τσιγγάνες-οι ελεύθερες

Για σπίτι σκηνή που γοργά τη μαζεύουν
σε κάποιο άλλο τόπο να παν σα γυρεύουν
χωρίς αίμα να ’χουν σαν άλλους να φτύσουν
η ώρα σα θα  ’ρθει να μετακομίσουν.

Εδώ το τσουκάλι, εδώ τα φουστάνια,
εκεί τα πολύχρωμα, ωραία γιορντάνια,
τα ξόρκια, τα ντέφια, οι χάντρες, η φούστα
κι αντίς γι αυτοκίνητο, να! και η σούστα.

Κι ιδού τες στο δρόμο! Λυγώντας τη μέση
λυγώντας το σώμα που λες και θα πέσει,
τραβάνε στου ήλιου τους όλα τα μέρη
κανείς απ’ τους σκλάβους εμάς που δεν ξέρει.

Και λεύτερες πάντα κι απ’ όλα κομμένες
κι η μία την άλλη μονάχα δεμένες
τραβούν μ’ αξιοπρέπεια το δρόμο του Ανθρώπου
που εμείς καταλούμε στα νύχια όποιου τόπου.  




                 
12 Απρίλη
 ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΠΤΗΣΗΣ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ


Τι να πεις γι αυτή τη μέρα-
για μεγάλα είναι κράτη
που διασχίζουν τον αέρα
και στα ουράνια παν τα πλάτη.

Μα κι εμείς, αν και πεινάμε,
κι αν και ζούμε και δε ζούμε,
χαμηλά έστω, μα πετάμε-
δηλαδή… αεροβατούμε…






12-ΑΠΡΙΛΗ
 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ  
(στίχοι για παιδιά)

Αν των σπιτιώνε τα παιδιά
τα ’χαμε μάθει να ’χουν τσίπα,
τότε των δρόμων τα παιδιά
θα ’χαν να μείνουνε μια τρύπα.

(μα «ημέρες» φτιάχνουμε και ακκιζόμαστε
ο ένας στον άλλονε για να φαινόμαστε)




16 ΑΠΡΙΛΗ-ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΦΩΝΗΣ

Ημέρα της Φωνής.
Γιορτάζει ο Άδωνις.

Ημέρα της Φωνής.
Κι άλλος μιλιά κανείς.



18ΑΠΡΙΛΗ: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Πολιτισμό εμείς; Γεμάτοι!
Μας ξεχειλάει απ’ τα μπατζάκια.
΄Οπου σταθείς κι όπου γυρίσεις
«δρώμενα» και πανηγυράκια!

Φουστανέλα και χορός-
τσάμικος είτε συρτός-
να! ο πολιτισμός μας όλος
ο παγκόσμια φεγγοβόλος!





20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΗΜΕΡΑ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

的形容词。那么,希腊朋友们,
如果你想要学习或者正在学习
中文普通话,或者你对中
中国文化很感兴趣,这里是资料



21 ΑΠΡΙΛΗ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ

Υπείκοντας στο κέλευσμα της σημερνής ημέρας
και μιας υποδηλώνοντας κατάστασης το πέρας,
το αριστερό το πόδι του ο έλλην κατεβάζει
και στην καρέκλα το δεξί δημιουργικά ανεβάζει..





22 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΓΗΣ
(στίχοι για παιδιά)

Της μάνας Γης ημέρα.
Της Γης που όλους μάς κρατεί
καθώς στα χάη κρεμαστή
όλο πηγαίνει πέρα.

Να πούμε τι γι αυτήνε
παρά ότι πρέπει της φιλί
φιλί γλυκό γλυκό πολύ
κι αυτό λίγο θα είναι;

Κι ανάγκη λέτε να ΄ναι
όπως τα μάτια μας τα δυο
να πούμε πως-κι ακόμα πιο-
πρέπει να την φυλάμε;

Όχι-καθείς γνωρίζει
πως αν κακό σ΄ αυτήν συμβεί,
ή κάποια γίνει αλλαγή
καθώς στριφογυρίζει,

τότε και κείνη πάει,
αλλά μαζί μ’ αυτήνε πια
και μάς-κακότροπα  παιδιά-
ο Άδης θα μας φάει.







23 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Βιβλία μικρά, βιβλία μεγάλα,
βιβλία έξυπνα, βιβλία κουτά,
βιβλία χαρούμενα ή λυπημένα,
βιβλία για μεγάλους και παιδιά.

Διαλέξτε φίλοι μου-πλήθος βιβλίων.
Πάρτε στα χέρια σας να τα κoιτάξτε.
Άλλα απ’ αυτά ωφελούν και άλλα βλάπτουν.
Πάρτε και όποιο θέλετε διαβάστε.

Κι ό,τι διαβάστε κρίνετε μονάχοι:
καλό είναι; ταιριάζει στο μυαλό σας;
Αν όχι, κάποιο άλλο βιβλίο βρέστε
ή γράψτε σεις ένα βιβλίο δικό σας.

Κι αν κάποιος κάποτε για ένα βιβλίο
σας έλεγε καλό ή άσχημο κάτι,
μη βγάλτε σεις απόφαση αν πρώτα,
δεν το  ’ξετάσει το δικό σας μάτι.









24 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΩΝ ΣΤΑ ΖΩΑ
(στίχοι για παιδιά)

Εδώ δεν ξέρω φίλοι τι να πω.
Κι εγώ πολύ τα ζώα τ’αγαπώ.
Μα όμως αγαπώ και τους ανθρώπους.
Ν’ αποφασίσω-όχι-δεν έχω τρόπους.

Καθείς ας απαντήσει μοναχός του
στο μέγα θέμα αυτό που στέκει εμπρός του.
Μη με ρωτήσετε-δεν έχω γνώμη.
Ίσως Θεός αν γίνω... μα όχι ακόμη...







26 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

«Πνευματική ιδιοκτησία»!..
Μία μεγάλη ανοησία
αν όχι ένας βδελυγμός
κι ένας του ανθρώπου ξεπεσμός.

Δώστε μου ορισμό για πνεύμα
που να μη σβήνει σ’ ένα γνέμα
και με ήττας τότε εγώ σπασμό
ευθύς θα βγάλω το σκασμό.






29 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΧΟΡΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Χορός! Το σώμα γίνεται αγέρας
και νότα χαρωπή στο φως της μέρας.
Και στρέφει και λυγίζει και πετάει
κι η Λευτεριά του νου μαζί του πάει.

Χορός! Ο χορευτής τα σκότη σχίζει
και άυλος-σαν πνεύμα φτερακίζει!
Χορός! Της Φύσης δώρο στους ανθρώπους
που πέρα κάνει βάσανα και κόπους!

Και το χορό αν χορεύει νιος λεβέντης
της γης και τ’ ουρανού ειν’ αυτός αφέντης.
Κι αν λυγερή κοπέλα τον χορεύει
τους άντρες όλους γύρω της παιδεύει.







6 ΜΑΗ
ΗΜΕΡΑ ΓΕΛΙΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Ξέρετε τι τον άνθρωπο τον κάνει
από τα ζώα αυτός να ξεχωρίζει;
Το γέλιο! Τ’ άλλα και τα ζώα τα ’χουν,
κανένα όμως το γέλιο δεν γνωρίζει.

Όλοι αυτό οι σοφοί της γης το λένε.
Κι ακόμα λένε ότι με το γέλιο
μακραίνει η ζήση μας-για μακροζωϊα
φάρμακο πως το γέλιο είναι τέλειο.

Αντίρρηση ποιος γίνεται να έχει;
Όλα το γέλιο δεν τα καταφέρνει;
Κι αν κάποιος να γελάσουμε μάς κάνει
και λύπη αυτός και πόνο δεν μάς παίρνει;

Γελάτε το λοιπόν και σεις παιδιά μου.
Με ανέκδοτα και μ’ έξυπνες ταινίες
με γκάφες που σκαρώνετε, με αστεία,
με κόμικς κι έξυπνες γελοιογραφίες.

Γελάτε. Η ζωή ζητάει το γέλιο
αλλά και κείνο τη ζωή ζητάει.
Παντρέψτε τα τα δυο. Και για κουμπάρα
Η αθώα σας χαρά να στέκει πλάϊ.



31 ΜΑΗ-ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ
Ο ΚΑΠΝΙΣΤΉΣ
Για βρογχίτιδα ψοφώ!
Λαχταρώ καρκίνο!
Το τσιγάρο φίλοι μου
όχι-δεν το σβήνω!
Καθαρός αέρας στοπ!
Στοπ στην ευεξία!
Σύνθημά μου σταθερό:
Κάτω η υγεία!
Άγιο μου τσιγάρο εσύ!
Λατρευτέ μου Χάρε!
Έλα και καπνίζοντας
τη ζωή μου πάρε!







4 ΙΟΥΝΗ
ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ
(στίχοι για τα παιδιά)

Σωστά. Να μη χτυπάμε τα παιδιά.
Πρέπει και κείνα όμως μυαλό να έχουν
και να μαθαίνουν γρήγορα, χωρίς
κάποιοι να χρειάζεται να τους τις βρέχουν.

Σωστά. Να μη χτυπάμε τα παιδιά
τ’ άδολα και τ’ αθώα καθώς τα κρίνα.
Μα κάποιος ας τα μάθει πως καλά
θα ’ταν να μη μας δέρνουνε και κείνα.

Όπου βρεθώ εγώ το λέω αυτό.
Τους λέω «μη τα παιδάκια τα χτυπάτε!»
Μα μια φορά ένα φίλο είχα δει
πολύ απ’ όσα είπα να λυπάται.

Τον ρώτησα γιατί, και, -«αλήθεια», μου ’πε,
«τέτοια δεν πρέπει-αλί-να κάνουμε έργα-
γιατί έδειρα μια μέρα ένα παιδί
και-τι κακό!-μού έσπασε η βέργα...







    




5 ΙΟΥΝΗ
ΗΜΕΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
(στίχοι για παιδιά)

Περιβάλλον είναι αυτή η γειτονιά μου,
και ο χώρος είναι ακόμα ο κοσμικός.
Είναι η πόλη μου, η χώρα μου, ο κόσμος,
είναι ο κήπος του σπιτιού μου ο μικρός.

Και μεγάλη προσοχή πρέπει να δείχνω
για να μη λερώνω δρόμους, και να μη
στου πικ νικ την απλωσιά μέσα ν’ αφήνω
τα σκουπίδια που ’χω κάνει εγώ εκεί.

Όμως όσο κι αν εγώ πολυπροσέχω,
να το κάνουν πρέπει αυτό και οι μεγάλοι
γιατί εγώ αν λερώσω ένα δρόμο
τη γη ολη αυτοί θα κάνουν ένα χάλι.






21 Ιούνη, ημέρα μουσικής
(στίχοι για παιδιά)

Από το χτύπημα ενός ταμπούρλου
μέχρι την πολυόργανη ορχήστρα,
ίδια η μουσική μαγεία έχει
κι όμοια για όλους είναι ξεμυαλίστρα.

Ας ειν΄καλά οι συνθέτες οι καλοί μας
που τις εμπνεύσεις τους ήχους τους κάνουν
τέτιουςπ ου κι όταν όλα θα χαθούνε
οι μελωδίες-αυτές!-δε θα πεθάνουν.






25 Ιούνη
πέθανε ο Μάικλ Τζάκσον

Με φιγούρες κομψές, γεωμέτρισσες
το τραγούδι-τις νότες σου έντυσες.
Και ψόγος από κάποιον πριν σε βρει
σε πήρε ο που αεί γεωμετρεί.







8 Σεπτέβρη
ημέρα κατά του αναλφαβητισμού

Βου και α βα… που και ι πι. Γελάτε...
αυτό ήθελα κι εγώ.  Λοιπόν αστείο
δεν είναι,άνθρωποι ούτε αυτό να ξέρουν
που έναν πολύχρονο έχουν κιόλας βίο;

Μα όμως δυστυχώς για κλάμματα είναι
κι όχι για γέλια τέτια μια κατάντια-
άνθρωπος δίχως γράμματα ζει σάμπως
να παίζει μποξ κανένας δίχως γάντια.

Η ανθρωπότητα δε θα προοδέψει
αν γράμματα όλοι οι άνθρωποι δε μάθουν.
Αλλιώς,όπως και τώρα το παθαίνουν,
θα τους αξίζει κι ό,τι άλλο αν πάθουν.

Οι δυνατοί τους κάνουν ό,τι θέλουν
και οι γραμματισμένοι τους αγνοούνε.
Στο περιθώριο ζουν της κοινωνίας
και δε μιλάνε-ούτε λαλούν: βοούνε.

Μα αν οι γραμματισμένοι θα πληθύνουν,
τότε θα λιγοστέψει η δυστυχία,
που τώρα, πάνω της, για να ψηλώσει,
των λιγοστών πατάει η ευτυχία.







26 Σεπτέμβρη
ημέρα ναυτιλίας
(στίχοι για παιδιά)

Αφόντας στο νερό ένα ξύλο ρίξαν,
πάνω του ανέβηκαν και είχαν πλεύσει,
το θάμα κατορθώθηκε-την πρώτη
οι άνθρωποι ναυτιλίας πήραν γεύση.

Κι όταν ανοίχτηκαν μες στα πελάγη
ο νους ανοίχτη τότε των ανθρώπων
κι εμπορευτήκαν,κι ήθη εγνωρίσαν
καινούργια, σ΄όποιον νέο επλέαν τόπον.

Η ναυτιλία! Της οικονομίας
χωρών παραθαλάσσιων στυλοβάτις!
Η ανθρωπότητα άλλαξε με κείνη
κι ο κόσμος του νερού έγινε πελάτης...

Ας τη γιορτάσουμε λοιπόν κι αυτήνε.
Αλλά και αν την είχαμε ξεχάσει,
θα μας τη θύμιζαν τα τόσα πλοία
που τρέχουνε στις θάλασσες με βιάση.






 Οχτώβρη,ημέρα των ζώων
(στίχοι για παιδιά)

Πουλάκια που λαλούν πάνω στα κλώνια,
ελάφια που τον ίσκιο τους φοβούνται
μύγες, ελέφαντες, λιόντες,γατούλες,
αρκούδες που ολοχείμωνα κοιμούνται...

Τι πλήθος ποικιλόμορφο τα ζώα!
Τόσα δε θα ΄πλαθε όποια φαντασία:
κραυγές και τιτιβίσματα… φωνούλες…
ενστίκτων και χρωμάτων πανδαισία!

Ένα τεράστιο τσίρκο η γη μας μοιάζει
και μια μεγάλη κιβωτός του Νώε
την τίγρη μέσα του που κλει΄ του Ρίλκε,
και το κοράκι το φριχτό του Πόε.

Κι είναι τα ζώα το μέτρο των ανθρώπων,
γιατί αν στη γη μας ζώα δεν υπήρχαν
θα ΄λεγαν πως τα μόνα είναι όντα
κι οίηση πιότερη γι αυτό θα δείχναν.





17 Οχτώβρη,ημέρα κατά της φτώχειας
(στίχοι για παιδιά)

Στον κόσμο εκατομμύρια οι φτωχοί
που ή σπίτι, ή φαϊ ή δουλειά δεν έχουν,
και που αμόρφωτοι και άρρωστοι είναι
και που να ζούνε μόλις που αντέχουν.

Κι όλοι τούς συμπαθούμε τους καϋμένους
καθώς του βλέπουμε μέρες ή βράδια
να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρούνε
πράγμα ένα χρήσιμο, ή αποφάγια.

Μα φίλοι μου νομίζω συμφωνείτε
πως δε θα υπήρχε ο θόρυβος ετούτος
της φτώχειας η ντροπή που ξεσηκώνει
αν δεν υπηρχε κάπου αλλού ο πλούτος.






24 Οχτώβρη,ημέρα του ΟΗΕ
(στίχοι για παιδιά)

Έχει πολύ τον κόσμο μας βοηθήσει
με όση δύναμη του ’χουμε δώσει.
Σε διαφορές κρατών μια λύση δίνει
κι οι πόλεμοι δεν είναι τώρα τόσοι.

Με ειδικότητες που ’χει μοιράσει
σ’ άξια και μυαλωμένα όργανά του
στης ζωής τις δυσκολίες επεμβαίνει
και κάνει τα προβλήματα δικά του.

Δύναμη λίγη αν είχε παραπάνου
δε θα υπήρχε φτώχεια κι αδικία.
Βοήθα τον σ΄αυτό. Και πριν απ΄όλα
και τη δική σου δώσε του φιλία.

 (Για παιδιά πρόκειται, ας δώσουμε μια καλή εικόνα του ΟΗΕ)







31 Οχτώβρη,ημέρα αποτεμίευσης
(στίχοι για παιδιά)

Πριν είχαν οι παλιοί τον κουμπαρά τους.
Τον εγεμίζανε σωρό δεκάρες
και όταν τον ανοίγανε, με κείνες
κάνανε λίγες του εαυτού τους χάρες.

Τώρα στην τράπεζα το χρήμα πάει-
σ΄αυτές το δίνουμε να το φυλάνε.
Κι όταν το χρειαστούμε,τοτε εκείνες
μας δίνουν το ποσό που τους ζητάμε.

Σήμερα όλο και πιο δύσκολο είναι
στην πάντα χρήματα να μπαίνουν όμως.
Οι μέρες δύσκολες όπου περνάμε
και της ζωής τραχύς έγινε ο δρόμος.

Σήμερα όλοι μόνο δανειζόνται.
Κανείς γι ανάγκη δε φυλάει στην πάντα.
Και πώς αλλιώς αφού λεφτά δεν έχει
ούτε το πορτοφόλι ούτε η τσάντα...

                           







3 Δεκέμβρη
ημέρα για άτομα με αναπηρίες
(στίχοι για παιδιά)

Όλη η αγάπη μας στους αναπήρους.
Κι όλη η βοήθεια μας για να μπορέσουν
να ξεπεράσουν την αναπηρία
και με την κοινωνία μας να δέσουν.

Μα μέλημά μας πρέπει να ’ναι κύριο
μες στης ζωής τους άπονους τους γύρους-
όσο από ανθρώπους εξαρτάται-
να μη δημιουργούμε αναπήρους




ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ






 ΕΦΙΆΛΤΗΣ

«Και να ’μαι στην Αντίκυρα επικηρυγμένος.
Για προδοσία!
Μα κανείς, προδότης για να ’ναι, ν’ ανήκει πρέπει κάπου.
Κι εγώ δεν ανήκω πουθενά.
Ποιος ξέρει από πού έρχομαι… όμως σίγουρα
έλληνας δεν είμαι.
Και τους μισώ τους έλληνες.

Γύρισα όλη την Απία.
Και Αθήνα, Θήβες, Θεσσαλία…
Παντού βάρβαρα φύλα-ελληνικά-
αφέντες πλούσιοι αυτοί και δούλοι όλοι οι άλλοι!

Προδότης!
Αλλ’ αν επικρατούσανε οι Πέρσες
και σατράπης ήμουνα του Πανελλήνιου τώρα,
ο Λεωνίδας τότε θα ’τανε ο προδότης.
Και χαρά στην προδοσία-αυτός
θα εχάνονταν από τους Πέρσες δίχως άλλο…
Ύστερα χίλιοι εφύλαγαν Φωκείς το μονοπάτι:
θα πει πως τον εχθρό και από κει τον περιμένανε.
Αν τους ενίκησε δικό τους θέμα.
Και πάντοτε όταν χάνουν όποιοι έλληνες
ένας προδότης σίγουρα δε φταίει;..
 
Κι αν επιμένουν να με θέλουνε προδότη
να μου χρωστάνε χάρη πρέπει
γιατί την αγωνία τους εκόντεψα.
Ή μη το θάρρος-αν το θέλουν κι έτσι- να προδώσεις
δεν περσεύει
απ’ το να σκοτωθείς για την πατρίδα;

Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς έγραψα ιστορία.
Θα με θυμούνται όλοι.
Όπως εμείς τον Ηρόστρατο θυμόμαστε.»






ΖΑΛΟΓΓΟ

Αφού ερήμαξε πρώτα τους Τούρκους
ήρθε η ώρα να χαθεί το Σούλι.
Αλλά τους όρους του και τότε βάζει
Ώστε οι κάτοικοί του να σωθούνε.
Κι ενώ βαδίζουν όλα με το σχέδιο
Το λόγο τους οι Τούρκοι τον πατάνε
Κι αρχίζουν τους Σουλιώτες να χτυπάνε.
Και κλείνουνται Σουλιώτισσες εξήντα
στην κορυφή Στεφάνι του Ζαλόγγου
και απ’ ολούθε τούρκοι τις κυκλώνουν.
Κι όλο ανεβαίνουν. Κι όλο τις ζυγώνουν.
Αυτές πρέπει απόφαση να πάρουν.
«Γυναίκες, τι θα κάμουμε;» ρωτιούνται.
«Μπροστά μας ο Γκρεμός. Πίσω οι τούρκοι.
Θ’ αφήσουμε το τούρκικο το χέρι
κορμί σουλιώτισσας να μαγαρίσει;»
Και με μια γνώμη όλες, απ’ το βράχο
στο βάραθρο πετούνε τα παιδιά τους
και το χορό κατόπι οι ίδιες πιάνουν.
Σε κάθε χορογύρο κι από μία
βουτάει στον γκρεμό. Κι αχολογάνε
του Ζάλογγου οι κορφούλες το τραγούδι.
Κι εν’ άστρο αποχτάει ακόμα η νύχτα
κι αιτία ύπαρξης η λευτεριά μας.







ΟΙ ΜΩΡΑΪΤΙΚΕΣ ΟΙ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ

Αν το εικοσιδυό ο Κολοκοτρώνης
συνέχιζε το κλείσιμο της Πάτρας
θα τον εχάνανε οι κοτζαμπασαίοι.
Γι αυτό και λύνει την πολιορκία
και για Τροπολιτσά στο δρόμο μπαίνει.

Στο δρόμο ανταμώνει ένα δεσπότη-
τον πρώην Λαρίσης- που τόνε μαλώνει
γιατί άφησε την Πάτρα κι είχε φύγει.
«’Πο πούθεν είσαι δέσποτα;» ο Γέρος.
«Από τη Δημητσάνα είμαι. Όμως
σ’ Ανατολής μεγάλωσα τα μέρη.»
«Γνωρίζεις δέσποτα κάτι πουλάκια-
τις πέρδικες τις γλυκοκελαδούσες;»
«Ναι. Κι έχουν μάλιστα φαί ωραίο.»
«Η Ανατολή έχει πουλάκια τέτοια;»
«Έχει. Μα σαν τις πέρδικες ετούτες-  
τις μωραϊτικες- δεν τραγουδάνε.»
«Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτές δεν πίνουν
νερό μωραΐτικο σαν τις δικές μας.
Λοιπόν ας κάτσει και η αφεντιά σου
μωραΐτικο να πιεί νερό-και τότες
αλλιώτικα να κελαδείς θα μάθεις.
Και τώρα δέσποτά μου την ευκή σου.
Σαν ανταμώσουμε τα ξαναλέμε.»







ΠΑΤΕΡΑΣ –ΠΑΤΡΙΔΑ

Βρισκόμαστε στον αγιασμένο χρόνο
και στην πολιορκία των Σαλώνων.
Εκεί έπεσε γενναία πολεμώντας
ο γιος του αρματολού Θόδωρου Τράκα.
Και βλέποντας το γιο του ο πατέρας
νεκρό μπροστά του, την καρδιά του σφίγγει
κι αυτά τα λόγια μόνος σιγολέει:
«Γάμος δε γίνεται χωρίς σφαχτάρια…»

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ


Χρόνος: Μάης 1828.
Τόπος: Βρωμόσελα (η σημερινή Θωκνία) Μεγαλόπολης.
Τούρκικες σκηνές με πρώτη την πολυτελή σκηνή του Αχμέτ Βέη Βαβυλώνιου. Μπροστά από τις σκηνές η Επιτροπή που έκρινε ποιοι από τους έλληνες και τους τούρκους θα έμεναν στην Ελλάδα και ποιοι θα πήγαιναν στην Αίγυπτο, μετά από την απόφαση για αμοιβαία απελευθέρωση των αιχμαλώτων.
Ξάφνου, από τη σκηνή του Αχμέτ Βέη πετιέται η Χριστίνα και πέφτει μπροστά στα πόδια του πατέρα της που είναι πρόεδρος της Επιτροπής κρίσης, ενώ στην πόρτα της σκηνής στέκει ο Αχμέτ Βέης.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ

Πατέρα! Πατερούλη μου! Πάρε με μαζί σου!
Πατέρα! Πατερούλη μου! Πάρε με από δω!
Πατέρα άπλωσε το χέρι σου και βγάλε με απ' αυτό τον τάφο!
Βγάλε με πατερούλη μου! Άπλωσε το χεράκι σου-το στιβαρό σου χέρι-
όπως μικρή το άπλωνες να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά
ή για να πάρεις το ντουφέκι απ' τη γωνία.
Άπλωσε πατερούλη μου το χέρι σου-μπορείς.
Άπλωσε πατερούλη μου το χέρι σου-είναι δυνατό- και βγάλε με από δω.

Τρία χρόνια τώρα είμαι πεθαμένη. Όχι πεθαμένη...όχι, δε νιώθουνε οι πεθαμένοι.
Μα εγώ νιώθω, δεν είμαι ξύλινη, το ξέρεις πατερούλη.
Πόσο δεν έκλαιγα όταν έβλεπα τη γάτα μας μ' ένα πουλί στο στόμα…

Μ' έβλεπες και με ξέρεις πατερούλη.
Και όταν έβρεχε υπόφερα γιατί θα βρέχονταν τ' αρνιά μας.
Δεν είμαι ξύλινη. Με ξέρεις πατερούλη.

Κλαίω και τώρα. Όχι, δεν κλαίω-στέρεψαν τα μάτια μου πατέρα.
Μέσα σε τόσους κι είμαι μόνη μου πατέρα!
Μέσα σε τόσους που με ξέρουν κι είμαι άγνωστη πατέρα!
Μέσα στον ίδιο μου τον τόπο κι είμαι ξένη.
Ξένη όχι για τους άλλους μόνο
αλλά και για τον ίδιο μου τον εαυτό.

Μου μιλάνε πατέρα και δεν καταλαβαίνω τι μου λένε.
Θέλω να μιλήσω πατέρα, μιλάω και κανένας δε με νιώθει.
Ως και τ' όνομά μου πατέρα κανείς δε νιώθει να το πει.
Δεν έχω πια όνομα πατέρα.
Δεν έχω ούτε τη χάρη που μια πέτρα έχει μες στο λόγγο.
Τήνε λένε "πέτρα".
Εγώ πατέρα όνομα δεν έχω.
Και δίχως όνομα πατέρα δεν υπάρχω.

Θέλω να πω κάτι και δεν ξέρω πώς.
Αν το πω στη γλώσσα μας πατέρα θα με κοροϊδέψουν.
Θα με λοξοκοιτάξουν.
Και δίχως γλώσσα η ζωή είναι θάνατος πατέρα.

Ας μην ήτανε ανάγκη να μιλάμε.
Ας συνεννοούμασταν με χειρονομίες.
Η σκλαβιά τότε θα ήτανε υποφερτή.

Πατέρα πάρε με από δω!
Γυρνάω δεξιά-τούρκος.
Γυρνάω αριστερά-τούρκος.
Κι εγώ δεν είμαι τουρκάλα πατέρα.
Τι δουλειά έχω ανάμεσά τους;

Γυρνάω να δω τον άντρα μου και τούρκο βλέπω ένανε πατέρα
που κάθε μέρα προσκυνάει ένα θεό που δεν τον ξέρω.
Ντυμένο τόνε βλέπω μ' άλλα ρούχα
στολισμένονε μ' άλλα στολίδια
που εγώ πατέρα μου δεν τα γνωρίζω.
Αλλιώς μιλάει, αλλιώς γελάει, αλλιώς καλημερίζει τους περαστικούς.

Ποιος θεός το θέλει αυτό πατέρα;
Αν το 'θελε δε θα μας έκανε άλλους γραικούς και άλλους τούρκους.
Θα μας ανακάτευε.
Θα μας έδινε από τη γέννα μας ίδια, κοινή ψυχή,
που να μην έχει διαφορά η μια απ' την άλλη.

Τα βράδια όταν πέφτουμε στο στρώμα
δεν είναι χέρια αυτά που μ' αγκαλιάζουν αλλά φίδια.
Φίδια που κάνουν έναν κύκλο γύρω μου θανατερό.
Κι ανάμεσα στα σκέλια μου πατέρα
δε νιώθω τη ζωή να σπαρταράει γυρεύοντας
χώμα να βρει να δέσει, να καρπίσει,
αλλά το θάνατο να θέλει μέσα μου άφευγα να μπει
όπως κι εγώ σ' εκείνον είμαι τρία χρόνια τώρα μέσα.

Γυρνώ το σπίτι μου να δω και βλέπω ξένο σπίτι
που όλα του με διώχνουνε αντίς να με γυρεύουν.
Και όλα μέσα του κλεμμένα από τους έλληνες.
Όπως κι αυτό το ίδιο.
Όπως κι εγώ πατέρα.

Μ' έχει αυτός ο άντρας κλέψει από το σπίτι μας-το ξέρεις δα-
μη ακούγοντας τα κλάματα και τις φωνές μου.
Πικρό είναι το ψωμί που τρώω μαζί του μέσα δω.

Αν ήταν να κλεφτώ πατέρα
ήξερα εγώ να διάλεγα τον κλέφτη μου.
Πανώρια παλληκάρια με γυρεύανε
όπως τον κάμπο η βροχή γυρεύει.

Τώρα πού είναι τάχα αυτά τα παλληκάρια;
Για μένα μια θαμπή ανάμνηση μονάχα είναι
ίσα για να γυρίζουνε στο κλάμα την ψυχή μου.
Κ ι ίσως ανάμνηση να είναι και για σας-
ίσως κι αυτά να πέσανε απ' το τούρκικο σπαθί.
Και το σπαθί αυτό το βλέπω-να το!
Το βλέπω κάθε μέρα κρεμασμένο
στον τοίχο του σπιτιού του άντρα μου.
Σπαθί που θέρισε σα στάχυα αμέστωτα τους νέους του χωριού μας.
σπαθί που έχυσε των αδερφιών μου το αίμα'
το αίμα το δικό μου-το ελληνικό.
Το βλέπω κάθε μέρα εκεί, στον τοίχο κρεμασμένο και το νιώθω
σαν το λαιμό μιας λάμιας που το αίμα πίνει από τη λίμνη της φυλής μας.

Και πώς εγώ να μείνω μέσα εδώ;
Πώς που αν στερέψει εκείνη η λίμνη σβήνει η ράτσα μας;
Και πώς εγώ να μείνω μέσα εδώ
που ακούω τη φωνή της λίμνης μας να με ζητάει σταγόνα της να γίνω;

Πατέρα πάρε με από δω.
Κάθε που βρέχει βρέχει στην ψυχή μου.
Ο ουρανός με το φεγγάρι και τ' αστέρια του
μία μεγάλη τούρκικη σημαία. Και τον μισώ.
Πάρε με από δω πατέρα.
Εδώ ερμιά. Εκεί, ανάμεσα στους έλληνες
όλα καλά πατέρα.
Τα πουλιά κελαδούν. Εδώ στριγγλίζουνε.
Τα δέντρα ανθούν. Εδώ νεκροφορούνε.
Εδώ το φως δεν έρχεται πατέρα. Όλο
στον κήπο μας και στου χωριού μας τα δρομάκια τριγυρίζει.
Πατέρα πάρε με από δω.


ΑΧΜΕΤ

Χριστίνα μου παράπονο δεν πρέπει να 'χεις.
Η πρώτη ανάμεσα είσαι στις γυναίκες μου.
Διαμάντια και χρυσαφικά σου σκέπουνε κορμί και ρούχα.
Δουλειά καμιά να κάνεις δε σ' αφήνω-
δούλες μονάχα σου 'χω να διατάζεις.
Χριστίνα μου παράπονο δεν πρέπει να 'χεις από μένα.
Μήπως σε μάλωσα καμιά φορά; Μήπως σε χτύπησα;
Μήπως καμιά φορά δεν έκανα ό,τι μου 'πες;
Το σπίτι μας παλάτι. Ο Αλλάχ
όλα μου έχει δώσει τα καλά. Κι εγώ με τη σειρά μου
στα ποδαράκια σου μπροστά τα 'χω απλωμένα.
Πως σ' αγαπώ το ξέρεις. Καθημερνά
με τα έργα και τα λόγια μου στο δείχνω.
Γιατί να θέλεις να μου φύγεις περιστέρα μου;
Δε σκέφτεσαι την πίκρα που θα με ποτίσεις;
Σ' έκλεψα, ναι.
Μα έτσι κάνουν όλοι οι μπέηδες.
Όμως δε σ' έκλεψα για να σε κάνω σκλάβα.
Βασίλισσά μου σ' έχω κάνει. Και γιατί;
Γιατί ο έρμος σ' αγαπώ.
Χριστίνα μου μη φύγεις.
Δε μ' αγαπάς λοιπόν καθόλου;
Και αν εδώ, σε τόπο ξένονε για μένα
τόσα καλά τριγύρω σου έχω απλωμένα
όταν θα πάμε στην πατρίδα μου διπλάσια,
τριπλάσια και καλλίτερα θα σου χαρίσω-
γιατί τ' αξίζεις περιστέρα μου.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ

Πατέρα διώξ' τον σε παρακαλώ.
Μη τον αφήνεις να με πλησιάσει.
Το χνώτο του σαν ρούχο αρρώστιας με τυλίγει.
Τώρα πατέρα μου που σ' είδα πάλι
φούντωσε μέσα μου η φωτιά και πάλι της γενιάς μας.
Νεκρή 'μουν και μ' ανάστησε.
Και δεύτερο ένα θάνατο πατέρα δε θα τον αντέξω.

Κοίτα πατέρα! Κοίτα! Ποιος ειν' αυτός;
Μην είναι αδερφός μου;
Μη ξαδερφός μου είναι;
Μη πατέρας;
Μη γειτονόπουλο ή χωριανός μου;
Τ’ είναι πατέρα;
Άντρας μου!
Και τ' ειν' ο άντρας παρά μιαν ανάγκη
κι αυτή με υποχωρήσεις άμετρες δεμένη
ίσα για να κρατιέται από 'να πέσιμο;
Μα έστω κι έτσι ειν' άντρας μου αυτός;
Κοίτα πατέρα ανάμεσά μας! Κοίτα!
Δεν ξεχωρίζεις ένα τοίχο θεόρατο
που μας χωρίζει ανένωτα τους δυο μας;

Άντρας μου αυτός;
Έξω απ' το κορμί μου τίποτ' άλλο μου δεν άγγιξε.
Κοίτα πατέρα την ερμιά τριγύρω του την άγρια.
Και τη δικιά μου δες την έρημο τη διψασμένη.
Πατέρας μου είσαι και μπορείς να βλέπεις ό,τι βλέπω.
Γάμος θα πει να βάζουμε στη ζυγαριά χρυσάφι
και να μετράμε υπηρέτες και δουλειές;
Κι ακόμα έτσι να 'τανε πατέρα,
με τα δικά μας πλούτη με στολίζει αυτός.
Με κείνα που 'κλεψε από σε και μείναμε στους δρόμους-
όπως εμέ κι εκείνα τα 'χει αρπάξει. Όμως πατέρα
με τ' αρπαγμένο αγάπη δε στεριώνει. Τέτοια χαρά
το χαρισμένο μόνο την κρατεί.
Και τι έχει ένας αλλόφυλος πατέρα να χαρίσει;
Κ ι όλος φτιαγμένος από μέλι να 'ναι
ξύδι μετράν αυτά για κάθε ντόπιο'
και ξένος ειν' αυτός για με πατέρα.
Κι αν δεν το νιώθει έτσι αυτός, είναι ίσως
γιατί το γένος του δεν έχει ρίξει ρίζες μες στο χώμα.
Μα η δική μου ρίζα είναι πατέρα
χρόνια χιλιάδες πριν γερά δεμένη
με του' τα χώματα που τα πατούμε
και που μονάχα αυτά να μας σκεπάσουνε ποθούμε-
τάφος αλλού δε μας χωράει πατέρα.

Δεν πρέπει λέει να 'χω παράπονο από κείνον!..
Άκουσα που με φώναξε Χριστίνα.
Αυτό φαίνεται θα 'ναι τ' όνομά μου.
Μα τ' άκουσες πατέρα πώς το είπε.
Άκουσες πώς στα χείλια του κακόπαθε
πριν βγει από μέσα του σακατεμένο'
Και μόνο αυτό πατέρα μου δε φτάνει
πίσω-εδώ, κοντά σας να με πάρεις;

Η γλώσσα ειν' η πατρίδα μας πατέρα.

Και αν Χριστίνα δε με λέγανε πατέρα
τότε Παράπονο θα ήταν τ' όνομά μου.

(Ο Αχμέτ βγαίνει στη σκηνή του και γυρίζει σε λίγο με το παιδί τους στην αγκαλιά)

Παράπονο από τη ζωή. Παράπονο απ' τον κόσμο.
Παράπονο απ' τη μοίρα μου. Παράπονο απ' τις πέτρες
που δεν σηκώθηκαν βαριές επάνω μου να πέσουν
όταν το δρόμο μ' έβλεπαν της δυστυχιάς να παίρνω.


ΑΧΜΕΤ

Χρηστίνα μου, ανάμεσα σε μας πού τοίχο βλέπεις;
Αν κάτι στέκει ανάμεσα σε σένα και σε μένα
ετούτο είναι το παιδί. Να! Δες το το καημένο-
απ' το γλυκό το στήθος σου γάλα ζητάει ακόμα.
Κι αν πας μακριά από μένανε αυτό πού θα τ' αφήσεις;
Σπλάχνο ειν' από το σπλάχνο σου κι αίμα του αίματός σου.
Αν είσαι άπονη για με, πόνεσε το παιδί σου
αφού αν έφευγες εσύ, αυτό με με θα μείνει.
Μείνε Χριστίνα μου γλυκιά, σε θέλουμε κι οι δυο μας.


ΧΡΗΣΤΙΝΑ

Κι αν αίμα μέσα ελληνικό στις φλέβες του κυλάει
αφού είναι με το τούρκικο το αίμα φιλιωμένο
παιδί μου αυτό δεν ειν' εμέ. Δικό μου αίμα δεν έχει.
Αίμα δικό μου αν έσμιγε με των τουρκώνε το αίμα
μες σε φωτιά και χαλασμό θα χάνονταν τα δυο.
Δικό σου είναι το παιδί. Παρ’ το. Σου το χαρίζω.
Μπορεί και να στο γέννησα, παιδί μου όμως δεν είναι.
Τούρκικο αίμα το παιδί δε θα 'χει το δικό μου.
Κάθε σταγόνα αίματος στις φλέβες του παιδιού μου
σταγόνα θα ’ναι ελληνική. Και πόλεμο μονάχα
με τις σταγόνες του αίματος του τούρκικου θ' ανοίγει.
Δικό σου είναι το παιδί.
Πατέρα, λύτρωσέ με!
Αν με μεγάλωσες εσύ και αν αρχοντοπούλα
ήμουνα μες στο σπίτι μας το τρισευλογημένο
κι αν κάποια σου' δωσα χαρά προτού η μπόρα έρθει
και μας χωρίσει ανάλγητη, τότε γλυκέ πατέρα
πατέρας δείξου αληθινός στο δύστυχο παιδί σου
και πάλι ξαναγέννησ' το-πατέρα κράτησέ με!


ΠΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η Επιιτροπή απόφαση Βέη Αχμέτ επήρε:
εδώ θα μείνει-δε θα' ρθεί μαζί σου η Χριστίνα.

.....................................................................






ΤΡΙΠΟΛΗ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1821
(Αμερική-LA)

Τούτοι οι στίχοι γράφτηκαν το Σεπτέμβρη του 1997 ύστερα από φιλική παράκληση των ελληνοαμερικανών τριπολιτσιωτών, για να διαβαστούν στη συνεστίασή τους της εικοσιτρείς Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, που έγινε για να γιορταστεί η επέτειος της άλωσης της Τροπολιτσάς.
Τα ονόματα και όλα τα άλλα στοιχεία του ποιήματος, όλα πραγματικά, μπήκαν για να ακουστούν από τους εορτάζοντες και να χαρούν λίγο με τη θύμηση των προγόνων ή συχωριανών τους.



Εικοσιένα. Της Σκλαβιάς το μάτι φοβισμένο.
Οι έλληνες σηκώθηκαν.  Ανταρεμένο το αίμα
κοχλάζει μες στις φλέβες τους. Το πολυπικραμένο
από χαρά της Λευτεριάς λαμποκοπάει το βλέμμα.

Τ' άγριο κοπάδι έτοιμο. Μον' ο μπροστάρης μένει
που με σοφία περισσή, με γνώση και με κρίση
τάξη θα βάλει στην ορμή που γύρω του πληθαίνει
και τιμονιέρης θα γενεί το σκάφος να οδηγήσει.

Και να! Βροντή ακούγεται από την Καλαμάτα:
"Καπεταναίοι την Τρίπολη! Την Τρίπολη!» φωνάζει.
Η Ιστορία διπλόσφιξε την πέννα όπου εκράτα
και το χρυσό μελάνι της με βιάση ετοιμάζει-

του Γέρου άστραψε η φωνή-κοντά ειν’ ο αγώνας
κι η νίκη ακόμα πιο κοντά. Ό,τι αυτός αρχίσει
αίσιον έχει τελειωμό. Ετούτος ο αιώνας
σαν το μαργαριτάρι του τ’ όστρακο θα τον κλείσει.

Και όπως τ’ αγριόσκυλα κυκλώνουν τη δαμάλα
κι όλο στενεύουνε τον κλοιό προτού να της ορμήσουν
έτσι κι ο Γέρος του Μωρηά τα παλληκάρια τ’ άλλα
τα οδηγάει τ’ αδύνατα μαζί του να τολμήσουν.

Και Πιάνα κι Αλωνίσταινα, Στεμνίτσα, Χρυσοβίτσι,
Λουκά, Λεβίδι, Τσιπιανά, Βαλτέτσι και Πικέρμι
τα βήματα είναι του θεριού πριν στην τουρκιά χιμήσει
και πάθει ό,τι της έγραφε η μοίρα της η έρμη.
 
Στρατολογεί η Καρύταινα πολεμιστές γενναίους  
φωτιά οι μπαρουτόμυλοι παίρνουν της Δημητσάνας
η άσβεστη η ενθύμηση του πρωτινού τους κλέους
ο νικηφόρος γίνεται κάθε ψυχής παιάνας.

Και να! Οι νέοι του Μωριά σπαθί στη μέση ζώνουν.
Μοσκοβολά η αγνότη τους κάμπους, βουνά, ρουμάνια.
Κι οι αρχηγοί τους, διαλεχτοί των διαλεχτών, υψώνουν
παλληκαριάς ανάστημα που φτάνει ως τα ουράνια.

Από την Αλωνίσταινα Δημητρακοπουλαίοι.
Από το Αρκουδάρεμα Καρέλης, Κλης, Αδάμας.
Της Πιάνας οι Πετρόπουλοι κι οι Κωσταντοπουλαίοι.
Οι τρεις οι Ζυγοβιτσινοί: Ρίζος, Μπεγλής, Καρδάρας.

Ροϊνό: Αναγνωστόπουλος. Βυτίνα: Κακλαμάνος.
Νεμνίτσα: Αναγνωστόπουλος. Περθώρι: Πουρναραίοι.
Καρύταινα: Σπήλιος Λουκάς. Στον Καρδαρά ο Πάνος.
Κι απ' τον Άγιο-Βασίλειο οι δυο Δεληγιανναίοι.

Δάρα: ο Κολιός Μπακόπουλος, ο Γιάννης Παπακώστας
κι ο Γιώργης ο Λαμπρόπουλος. Πικέρμι: ο Κοκκώνης.
Απ’ το Στενό: Μπακόπουλος. Κάψα: Σκουντριάνος Κώστας.
Κι απ’ το Περθώρι ο ήρωας κληρικός: ο παπα-Γιώργης.

Απ’ τα ωραία Τσιπιανά: οι αντρείοι Ρεβελιώτες.
Πέρα, από τα Μαγούλιανα: οι Παπαγιαννοπουλαίοι.
Κι ο Σέκερης: ο αρχηγός μες στους τροπολιτσιώτες
με τη λεβέντικη ψυχή δόξας δροσιά να πνέει.

Αλλά και τ’ Αγιωργίτικα δε λείψανε και κείνα-
εβγήκαν από μέσα τους οι τρομεροί Σβωλαίοι.
Τον Ταμπακόπουλο έδωσε ακόμα η Βυτίνα.
Όλοι αυτοί, άντρες μεστοί άλλοι, και άλλοι νέοι,
     
στο κάλεσμα ετρέξανε του Γέρου Μωραϊτη
και ορκιστήκανε σ' αυτόν όλοι να υπακούνε
ώστε όχι μέσα στων τούρκων μόνο να μπουν τη μύτη
αλλά και στην Τροπολιτσά μαζί του για να μπούνε.

Και πάρθηκε η Τρίπολη. Και η αρχή αυτή ’ταν
του Αγώνα που οδήγησε στη λευτεριά του Γένους.
Γιατί όσα εδώ γινήκανε προς την Ευρώπη εβγήκαν
και να γνοιαστούν εκάμανε για μας, όλους τους ξένους.

Το πιο γερό τους στο Μωριά οι τούρκοι κάστρο εχάσαν,
το που ο Γέρος είχε φάει σκαμπίλι επληρώθη,
την πρώτη τους οι έλληνες βαθιά πήραν ανάσα
κι οστά και σάρκα επήρανε του ελληνισμού οι πόθοι.

Την Τάπια και την Κάρτσοβα και το Μαηθανασάκο
ορμητήριά του τα ’κανε ο Γέρος μες στη μάχη
που εκοψοκεφάλιασε τον τούρκικο το δράκο
ώστε η Ελλάδα σήμερα τη λευτεριά της να ’χει.

Για βόλτα σήμερα εμείς σ' αυτά τα μέρη πάμε.
Και καλά κάνουμε. Αλλά, πρέπει αυτή τη μέρα
τη σκέψη μας να στρέψουμε σ' αυτούς που τους χρωστάμε
πως απ' τους τούρκους λεύτερο ανασαίνουμε αγέρα.

Και περηφάνια νιώθουνε δίκια οι τροπολιτσώτες
γιατί η τρανότερη ήτανε της Τρίπολης η φλόγα
στην πυρκαγιά που ο Παλαιών Πατρών άναψε τότες
που στα ιερά Καλάβρυτα το Σηκωμόν ευλόγα.

Λοιπόν καλή διασκέδαση φίλοι κι ο θεός να δώσει
ό,τι καλό σε όλους σας εδώ στα μαύρα ξένα.
Και τώρα το ποτήρι του καθείς σας ας σηκώσει
και το κρασί του ας το πιει στη γεια του Εικοσιένα.






ΚΑΛΑΜΟΣ.ΤΖΑΒΕΛΑΙΝΑ.1823

Κάλαμος. Η Τζαβέλαινα η Δέσπω
Του Φώτου η γυναίκα, μαζί μ’ άλλες
κυνηγημένες, κρύβονται απ’ τους Τούρκους.
Φτάνει ένα χαμπέρι κάποια μέρα
πως τα παιδιά της, Κίτσος και Ζυγούρης
εσκοτωθήκανε σε κάποια μάχη.
Αρχίζουνε το κλάμα οι γυναίκες.
Μαζί κι η Δέσπω. Ξάφνου όμως εκείνη
Πετιέται ορθή κι ισιάζει το κορμί της:
"Πάφτε ωρές τα κλάηματα" προστάζει.
"Εκείνοι πάνε στου Χριστού το δρόμο.
Πάσκα έρχεται. Λοιπόν σκωθείτε όλες
να βάψουμε τ' αυγά΄ τ’ ειν’ αμαρτία
και ο θεός μπορεί να μας θυμώσει».
Με το στανιό σηκώθηκαν οι άλλες
κι αρχίσαν να κοιτάνε τις δουλειές τους.
Και ξαφνικά, κι ενώ τα΄ αυγά εβάφαν,
Νέο χαμπέρι:όχι λάθος ήταν,
κανένας δε σκοτώθηκε. Και ζούνε
Τα λιονταρόπουλα τα δυο της Δέσπως.
Δάκρυα χαράς μετά ’πο τόση λύπη.
Και η Τζαβέλαινα σταυροκοπιέται:
"Χριστέ μου δοξασμένη Σου η Χάρη
Που μου τους φύλαξες. Εγώ όμως πάντα
τους έχω και τους δυο ξεγραμμένους».




ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ

Οι Κολοκοτρωναίοι. Μια οικογένεια
Που τόσα έχει προσφέρει στην Ελλάδα.
Και να ένα περιστατικό που δείχνει
πόσο ελεύθερο είχαν το πνεύμα
Και ασυμβίβαστη τη λευτεριά του.
Ο Γέρος με τον αδερφό του Γιάννη
Κι ογδόντα διαλεγμένα παλληκάρια
Με αρβανίτικα ντυμένοι ρούχα-
για ν’ αποφύγουνε όποιαν υπόνοια-
πηγαίνανε στη Μάνη από τη Σπάρτη.
Και να! τρακόσοι τούρκοι απέναντί τους.
"Μόνο ένα «γεια σου» τούρκικα θα πούμε
ώστε να μας περάσουν για δικούς τους.
Προσέχτε! Τίποτ’ άλλο!" κάνει ο Γέρος.
Κι όλα τα παλληκάρια έτσι εκάναν.
Μα ο Γιάννης που ερχόταν τελευταίος
καλό δε μπορειε λόγο για τους τούρκους
ούτε στα ψέματα να πει. Τους κάνει:
«Μουρτάτες! Την κακή σας την ημέρα!»
και μάλιστα ελληνικά μιλώντας.
Και ρίχνει κιόλας και σκοτώνει έναν.

Μέχρι το βράδυ κράτησε η μάχη.
Και αλαφρά επληγώθηκε κι ο Γιάννης.





ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΣ

Λίγο πριν μπούνε στης Γραβιάς το Χάνι
ο Αντρούτσος με τους λίγους του συντρόφους,
καθώς βαδίζανε, ξάφνου επετάχτη
ένας λαγός απ’ τα σπαρτά τριγύρω.
Τα παλληκάρια θέλησαν να ρίξουν.
Ο Αντρούτσος όμως "Μη ωρέ!" τους λέει,
"Κρατάτε τα φουσέκια για τους Τούρκους".
Κι αρχίζει πίσω απ’ το λαγό να τρέχει
και τόνε φέρνει πίσω ζωντανόνε.

Δε θέλει ο πόλεμος ψυχή μονάχα.
Θέλει και μάτι και αυτί και πόδι.
Θέλει και νου ξυπνό και μεστωμένο.
Γι αυτό αρχηγοί γινόνταν μόνο εκείνοι
που σ’ ολ’ αυτά ήσαν επάξια πρώτοι.
Τότε… Στο Άγιο το Εικοσιένα…





ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ

Όταν δοξάζονταν τα Δερβενάκια
ένα βοσκόπουλο  μακριά στεκόταν
και κοίταζε περίεργο τη μάχη.
Το  βλέπει  ο Γέρος του Μωρηά: «Τι στέκεις
Και δεν τραβάς, ωρέ, να πολεμήσεις;»
"Να! άρματα δεν έχω Καπετάνιε…"
"Και η μαγκούρα σου όπλο δεν είναι;
Τράβα και σκότωσε μ’ αυτή έναν Τούρκο
Και πάρτου τ’ άρματα του και τα ρούχα".
Και τη μαγκούρα έχοντας για όπλο
Χώθηκε το βοσκόπουλο στη μάχη.
Προς το βραδάκι ήρθε μπρος στο Γέρο
και περήφανεια στάθηκε γεμάτος
ένοπλος ένας καλοφορεμένος.
"Ποιος είσαι βρ’ Ελληνα;" του κάνει ο Γέρος.
"Εγώ! Δε με γνωρίζεις Καπετάνιο;
Εγώ είμαι που μ’ έστειλες το γιόμα
Με τη μαγκούρα μου να πολεμήσω.
Με την ευκή σου έκαμα όπως μου ’πες".
Ο Γέρος τον εγέμισε μ’ επαίνους.
Και όπου έβρισκε την ευκαιρία
τον έφερνε παράδειγμα σε άλλους.
 






ΣΠΑΡΤΗ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ

Ήρθ' ο καιρός ο Αρίστιππος στον πόλεμο να πάει
κι η μάννα του η Σπαρτιάτισσα τόνε ξεπροβοδαει.
Και μη θαρρείς πως έκλαιγε και πως παραπονιόνταν
και μπρος στη μητρική καρδιά η πατρίδα εχανόνταν…
Μάλιστα το αντίθετο. Η μάννα, του Σπαρτιάτη
Του ’λεγε με ατσάλινο κοιτάζοντάς τον μάτι:
"Παιδί μου να η ασπίδα σου. Στην παραδίνω. Παρ ’τη.
Η μάννα σε χρειάζεται τώρα όλων μας-η Σπάρτη.
Πάρτη λοιπόν. Κι η νικητής να τη γυρίσεις πάλι
ή να σε φέρουνε νεκρό πάνω σ' αυτήνε άλλοι."







             ΖΑΧΑΡΙΑΣ
    ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΝΤΑΡΜΙΡΙ
 
Μπουλούμπασης του Ζαχαριά μιλάει:
«Σύρε στο βιλαέτι το δικό σου-
πήγαινε στο Μυστρά ορέ Γκιαούρη.
Δικό μου βιλαέτι ο Άγιος Πέτρος!»
Και η απάντηση του Καπετάνιου:
«Μωρέ μπουλούμπαση, όπου κι αν πάω
ετούτη ειν’ η δικιά μου η πατρίδα.
Εσένα η πατρίδα σου ειν’ η Μέκκα.
Σήκω λοιπόν και τράβα εκεί πέρα.
Εγώ εδώ το αίμα μου θα χύσω
για την πατρίδα μου τη σκλαβωμένη.»

(Πρώτη φορά μες στην τουρκοκρατία
έλληνας Καπετάνιος απευθύνει
σε αντιπρόσωπο έναν του Σουλτάνου
την πρόκληση ότι των τούρκων είναι
η φυσική η θέση τους η… Μέκκα
και πως οι Ελληνικές οι επαρχίες
σαν έλληνας που είναι, όλες δικές του.)






ΜΑΡΟYΛΑ-1474

Είναι φορές που μια στιγμή του καταλύτη Χρόνου
κάποιου ανθρώπου την ψυχή με πάθος αγαπάει.
Τότε πηδάει απ' των Καιρών το βουερό ποτάμι
και την ψυχή που αγαπάει πηγαίνει κι αγκαλιάζει.
Κι ο Χρόνος ενώ φεύγοντας όλα μαζί του παίρνει
των δυο μένει αχάλαστο το σύμπλεγμα κι αιώνιο
και σαν αστέρι ολόλαμπρο τον σκοτεινό φωτίζει
τον δρόμο των απέλπιδων και σκότιων των ανθρώπων.

Λήμνος. Και είναι Ανοιξη. Και ο Σουλεϊμάνης
πολιορκεί το Κόκκινο-ένα χωριό της Λήμνου.
Μες στους πολιορκούμενους είναι και η Μαρούλα
Μία μικρή, ατσαλόκαρδη, γλυκιά ελληνοπούλα.
Σα βλέπει να σκοτώνεται ο πατέρας της στη μάχη
αρπάζει την ασπίδα του, παίρνει και το σπαθί
Κι ορμάει στους πολιορκητές ενάντια μοναχή
Φωνάζοντας: «Έι! Ελληνες! Εμπρός! Ακολουθάτε!
Πατέρες κι άλλους και παιδιά η πατρίδα θα γεννήσει.
Μ' αν την πατρίδα χάσουμε, κι εμείς χαμένοι όλοι!»
Και θάρρος πήραν οι γραικοί, κατόπι της όρμησαν
Και τον Σουλεΐμάν-πασα τον πήραν του κυνήγου.

ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ

Οι Τοΰρκοι πιάσανε με προδοσία
σαράντα Κλέφτες με τον αρχηγό τους,
τον λεβεντόκορμο τον Καραχαλιο  
και παν στην Τρίπολη να τους χαλάσουν.
"Ωρέ πασά μου" κάνει ο Καραχάλιος
Μια χάρη θέλω μόνο να μου κάνεις:
Εμένα να με σφάξεις τελευταίον."
"Στην κάνω ωρέ, γιατ' είσαι παλληκάρι."
Και τελευταίο τον έσφαξε αλήθεια.

Γιατί θαρρείς ότι ζητούσε εκείνος
να τόνε σφάξουν υστερ’ απ’ τους άλλους;
Μη για να ζήσει λίγο παραπάνω;
Όχι. Την ώρα μοναχά που εκείνους
τους έσφαζε ο πασάς σαν τα κριάρια,
δίπλα στο δήμιο αυτός καθόντας
ετραγουδούσε Κλέφτικα Tραγούδια
τους μελλοθάνατους για να θαρρύνει.
Και το κατάφερε. Γιατ’ είναι θεία
στον κόσμο προσφορά η ψυχή τ’ ανθρώπου.
Και στα δημοτικά μέσα τραγούδια
Ενού Λαού πάντα η ψυχή μιλάει.







ΚΑΨAΛΗΣ

Αν άνθρωποι εγεννιόντανε οι πόλεις
το Μεσολόγγι θα ’ταν ο Χριστός τους.

Όταν εκείνο έπεσε, ο Καψάλης
στα Καψαλέϊκα τα σπίτια μέσα
συνάζει γυναικόπαιδα, γριές, γέρους
κι όλους εκείνους που καλλίτερα είχαν
στου θάνατου να πάνε τα σκοτάδια
πάρα να πέσουν στων τουρκών τα χέρια.
Οι τούρκοι πλησιάζουν ολοένα.
«Βγάτε στα παραθύρια ωρές γυναίκες
να σας ιδούν οι τούρκοι, να προστρέξουν
να στείλουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε
εκεί που άβλαβοι είναι για τον τόπο».

Κι όταν πολλοί εμαζευτήκαν τούρκοι
βάζει φωτιά ο Καψάλης στο μπαρούτι.
Κι οι τούρκοι πέσανε νεκροί στο χώμα
κι οι έλληνες στον ουρανό ανεβήκαν.






ΜΥΘΩΔΙΚΑ


ΟΜΦΑΛΗ

Τον εβαρέθηκε-
τον εσιχάθηκε στα πόδια της να τρίβεται
άντρας αυτός,που τόσα
είχε κάνει κατορθώματα.
Κι αναρωτιέται,γιατί ο έρωτας
άλλο παρά,μία σκλαβιά
να μην είναι.

Το σανδάλι της ελαφρά κινεί
Κι εκείνος τρέμει
μη κι έπαθε η κυρά του κάτι,
και στα μάτια υποτακτικά τη βλέπει΄
από βαθιά πολύ έρχεται
η λαχταρισμένη του ματιά
και την υψηλή δική της
ανήσυχη αποζητά.

Τη ρόκα του ωθεί εκείνη,ενοχλημένη
και «γνέθε σκλάβε!»,του πετά.
Ελαφρά ύστερα κοιμάται
στου μεσημεριού μέσα
το γλυκοκάρωμα
νανουρισμένη απ’ τον μονότονο
και αλαφρόν του γνέσιμου ρυθμό.

Κι όταν ξυπνάει,
βαριά ηδονή γεμάτη,
σαν ζαλισμένη τα χέρια της χτυπά
και τις δούλες βραχνά προστάζει:
«φέρτε τον μέσα!»
ενώ για το κρεββάτι της τραβά.


















Ο ΑΙΝΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

Μπαίνοντας στο σπήλαιο, που στον Άδη
ο τυλιγμένος με σκοτάδι δρόμος του
μέσα από φρίκη και νεκρούς τούς οδηγούσε
ο Αινείας και η Σίβυλλα ερίγησαν.

Μα έπρεπε η Ρώμη να χτιστεί
και μόνον ο Αγχίσης εδυνόταν
που από καιρό είχε στον Άδη πάει
συμβουλές για το χτίσιμο να δώσει.

Και πιο πολύ το βάρος ένιωσε ο Αινείας
της άγνωστης σ’ αυτόν ακόμα αποστολής του
όταν στα πλάτια τα χρυσά των Ηλυσίων
τα πλήθη τα μελλοντικά είδε των Ρωμαίων
καθώς τ’ αυγά μες στην κοιλιά γόνιμης κότας
τη γέννησή τους αναμένοντας,να συνωθούνται.










Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΙ

Στη σκιά του δέντρου του ψηλού και του πολύφυλλου
μια κρίση γίνεται.
Ο άντρας διαλογίζεται σε ποιαν από τις τρεις γυναίκες
το μήλο που κρατεί-ομορφιάς σημάδι-
θα χαρίσει.

Τη μια την έχει κιόλας απορρίψει.
Κάθεται εκείνη μινυρίζοντας
στις ρίζες πάνω του μεγάλου δέντρου.

Βλέπει την άλλη.
Τις κνήμες, το πρόσωπο κοιτάζει,
το βλέμμα ύστερα στο στήθος,
στη μέση, στους μηρούς, στα χέρια ταξιδεύει.
Όπως η πρώτη έτσι κι αυτή
τη δόξα χάνει βέβαιη που θαρρούσε.

Της ομορφιάς το μήλο η τρίτη έλαβε.
Και τόσο έντονα τη νίκη ένιωσε,
που η σκιά κι ας έπεφτε του δέντρου επάνω της
εκείνην ένα κύμα ζέστης την ετύλιξε
από του κόλπου της τις σκοτεινές χαράδρες
κι από του στήθους της τις κορυφές κινώντας.

Και τόσο ξάφνω η ζέστα εκείνη εδυνάμωσε
ώστε άλλο, η Αφροδίτη, μην αντέχοντας,
στο σώμα γύρω του κριτή-  
ως ο κισσός στον έλατο-
σφιχτά ετυλίχτη.





ΑΡΠΥΙΕΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΑΔΕΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ

Τα ξίφη τους ακόνισαν οι Βορεάδες Αργοναύτες
και όρμησαν στις Άρπυιες ενάντια-
του Δία πτηνά,
σταλμένα στη Φοινίκη απ’ αυτόν
με αποστολή να βασανίζουν τον Φινέα
γιατί
μάντις αυτός, έλεγε στους ανθρώπους καθαρά
κι όχι μισή
την αλήθεια.

Οι Άρπυιες,
παρά τα νύχια τ' αετίσια τους,
την ουρά φιδιού,
τ’ ακούραστα φτερά
κι όλη τη φρίκη που σκορπούσαν,
θ' αφανιζόνταν απ' τους Βορεάδες,
αν η σταλμένη από τον Δία Ίρις δεν εφρόντιζε,
γλιστρώντας απαλά απ' τον Όλυμπο,
με τους Βορεάδες συμφωνία να κλείσει:
οι Άρπυιες να ζήσουν,
μα τον Φινέα να μην ξαναπειράξουν.

Σοφία θεού που ξέρει πώς
αιώνια να ’ξουσιάζει.




ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ ΚΑΙ ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Αιχμάλωτος της τέχνης της μεγάλης του έγινε.
Το άγαλμα της κόρης που έτσι έφτιαξε ωραίο
το είχε παθιασμένα ερωτευτεί.

Κι αλήθεια τούτο άγαλμα δεν έμοιαζε.
Κρύο δεν ήταν κι ούτε άσπρο μαρμαρένιο
μα ρόδινο με σάρκα θελκτικά ζεστή.

Ωραία που ήταν! Ως και τις πτυχές ελάτρευε
του απαλοφόρετου χιτώνα της.

Και τόλμησε: στα χείλη έσκυψε
και τα δικά του πάνω τους εταίριασε
σ' ένα φιλί ατελείωτο αγάπης.

Και να! Σιγά τα χείλη τα σκληρά μαλάκωσαν...
Και του ανταποδόθηκε το χάδι...

Κι Αφροδίτη από ψηλά
περήφανη αποθαύμαζε το έργο της.








ΘΙΣΒΗ ΚΑΙ ΠΥΡΑΜΙΣ

Να του ’δινε ας μπορούσε τη μισή ζωή της
και πια να ζήσουνε μαζί όπως το είχανε σχεδιάσει…
Τραβώντας το σπαθί από το στήθος του
ας εζωντάνευεν εκείνος…

Μα τόσο κρύο το στόμα του ήταν
σαν τον εφιλησε
που το ’νοιωσε καλά
πως τελευταία φορά τόνε φιλούσε.

Τράβηξε το σπαθί από το στήθος του
ψηλά το σήκωσε στα δυο κρατώντας το τα χέρια
το βλέμμα έστρεψε στον ουρανό
και στο δικό της στήθος το εβύθισε.

Το αίμα
παραξενεμένο
που τόσο απλά και γρήγορα διέξοδο βρήκε
χύμηξεν έξω, μαύρα,
τα μέχρι τότε ολάσπρα βάφοντας βατόμουρα.










ΚΕΡΒΕΡΟΣ

Πώς έγινε και τούτο του συνέβη; Πώς αφέθηκε
να τόνε πιάσει ο ζωντανός αυτός
έτσι
που ούτε τα στόματα τα τρία του
να τον δαγκώσουνε να μην μπορούν
ούτε κι η ουρά του να τόνε τυλίξει;  
 
Πώς αυτός
ο Κέρβερος
ο τρομερός ο φύλακας του Άδη  
τώρα στον πάνω κόσμο τον απαίσιο βρέθηκε
τον φωτεινό… α! όλα εδυνόταν να τ’ αντέξει
όμως αυτό το φως τι τρομερό!  
και πόσες μέσα του απειλές θα κρύβει …  

 Και τώρα υψωμένονε στα χέρια του
αυτός ο βρωμερός ο ζωντανός τον πάει…

«Α! Σκότος τρυφερό
απόλυτο
αγαπημένο  
τάχα και πάλι θα σε δω;» αδύναμος να κινηθεί
ο τρομερός ο Κέρβερος σκεφτόνταν.





ΙΩ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Όσο μπορεί δυστυχισμένη να 'ναι μια δαμάλα,
έτσι πλησίασε η Ιώ τον Προμηθέα,
στο βράχο σκαρφαλώνοντας
όπου
για την παρακοή του τη μεγάλη
δεμένον η οργή του Δία τον κρατούσε.  

Με ανθρώπινη φωνή μιλώντας: "δύστυχε", τον ρώτησε,
"τι έκανες κι έτσι φριχτά
καθώς εγώ πληρώνεις;"  
"Έδωσα στους ανθρώπους τη φωτιά", της αποκρίθηκε –
"και συ;"
"Έδωσα στους θεούς τον Έρωτα", του είπε.







ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ   

Άναψε ένα κερί. Καθόλου
στα λόγια του Έρωτα δεν πίστεψε:
ότι δεν έπρεπε να τον ιδεί
γιατί αλλιώς θα χάνονταν εκείνος.

Κι αυτή, στη φλόγα ενός κεριού τον είδε.

Δεν ήταν τέρας όπως εφοβόνταν-ένας νέος,
όμορφος σαν ήλιος νέος.

Όμως ετρέμισε από φόβον η καρδιά της
γι αυτή της την παρακοή
και σε μια κίνησιν φυγής της
κεριού καυτή σταγόνα τον εξύπνησε.

Την είδε να τον βλέπει
κι ήρεμα, σοβαρός: «Φεύγω», της είπε
«με απιστία ο Έρωτας δε ζει».
Και πήγε.

Κι αυτή τους κάμπους και τα όρη επήρε
και άπελπα έκτοτε κι ανεύρετα τόνε ζητά.







ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Σαν ρόδι άνοιξεν η γη κι εν’ άρμα εβγήκε
με τέχνην έξοχη φτιαγμένο απ’ τους τεχνίτες
που χρόνια διάθεσαν δουλειάς
αφού άλλο τίποτα εκεί δεν κάνουν.

Στη γη ακούμπησαν οι ρόδες οι χρυσές
και τ’ αργυροπεταλωμένα τ’ άλογά του, τόσο μόνον
όσο χρειάστηκε ο ηνίοχος, απ’ τον καρπό
του δεξιού της του χεριού να την αδράξει

και δίπλα του στο άρμα πάνω να τη βάλει..
Αυτή, σαν είδε πάνω τους να κλείνει η γη
και στο απόλυτο σκοτάδι μέσα όταν βρέθηκε,

φόβο ένιωσε μεγαλον τόσο, που την έσπρωξε
στου μόνου δυνατού που ήξερε εκεί κάτω
τη θέληση και την ανάσα καταφύφιο να ’βρει.









ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ

Επειδή όχι τα πόδια του,
μα το χέρι τον έσπρωχνε απαλά της Αριάδνης
γι αυτό θαρρετά τόσο το τέρας ο Θησέας πλησίαζε-
όπως  αυτός που ξέρει
πως κάποιος ενδιαφέρεται για κείνον
και τον βοηθά.
Γιατί όπλα δεν είχε άλλα
πάρεξ από τον μίτο και τα χέρια του.

Και γρήγορα έτσι στο θηρίο έφτασε.
Πάνω του όλος ερίχτη
και τα χέρια του το αδράχνουν...

Αλλού κοιτώντας το κεφάλι του, το σώμα αλλού
κείτεται τέλος νικημένο το θηρίο.
Τα μάτια του για λίγο ανοίγει
για πάντοτε προτού ευθύς του κλείσουν.

Με νίκη μεθυσμένος ο Θησέας τραβάει προς την έξοδο.
Εκεί κάποια γυναίκα τον περίμενε.
Ουφ! Γυρίζοντας
μπορεί σε κάποιο να την άφηνε νησί...









ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Μέσα στο δώμα το με εξωτικά φυτά
και μ’ έπιπλα ολόχρυσα γεμάτο  
που η βασίλισσα μόνο επιτρέπονταν να μπαίνει
πλατιά ο Ορέστης άνοιξε και μπήκε.

Το βλέμμα του το σίγουρο κι αποφασιστικό,  
της Κλυταιμνήστρας το αγέρωχο αντάμωσε.
Κι αμέσως συνεννοήθηκαν.
Γιατί για χρόνια και οι δυο
για τη στιγμή ετούτη ετοιμάζονταν.

Ξέραν κι οι δυο-εκείνη
ότι έφτασε η ώρα
που σε ίσκιους άγνωστους ανάμεσα
και στην αιώνια τη σιωπή θα την εβύθιζε,
κι αυτός πως ό,τι καθώς εύβοτος καρπός  
για χρόνια ως τώρα εντός του ωρίμαζε
ωραίον τώρα πια θα τον τρυγούσε.








ΑΤΑΛΑΝΤΗ

Στο δάσος μέσα σ’ όλη τη ζωή της.
Τόξο και βέλη συντροφιά της.
Τα γυναικεία διόλου δεν την έθελγαν.
Κι αν συγκατάνευσε να παντρευτεί,
το ’κανε κι άντρες θύματα για να ’χει
πλην από τ’ άγρια του δάσους.

Και πολλοί το θάνατο αλήθεια εβρήκαν
καθώς στο τρέξιμο όλους ενικούσε.

Μα όταν με τον Μελανίωνα αγωνίζονταν
κάτι βαρύ ενώ έτρεχε άκουσε
στο χώμα δίπλα της να πέφτει.

Έστρεψε, το χρυσό το μήλο είδε
και αμέσως
μπροστά στου φύλου τη λατρεία για το χρυσάφι
τόξα και τρέξιμο και παρθενία
σαν όνειρο έσβησαν.

Και
η ενυπνιαζόμενη
γυναίκα εξύπνησε.








ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΟ

Του κάκου την καταστροφή η Κασσάνδρα
είδε μες στ’ άλογο να κρύβεται.
Του κάκου ο Λαοκόοντας και οι γιοί του συμβουλέψαν.

Οι τρώες δεν τους δώσαν σημασία.

Ήταν γιατί ο Σίνων πειστικός εδείχτη;
Ήταν γιατί άδειο το στρατόπεδο από αχαιούς να δούνε
σκέψη στην τόση τους μέσα χαρά δεν εχωρούσε;
Ή τάχα μία βούληση τους έσπρωξε
ασύνειδη
εκβιαστικής προαγωγής της Μοίρας
για να χτιστεί απ’ τον Αινεία η Ρώμη;

Ότι κι αν ήταν, με τιμές μεγάλες
μπάσανε τ’ άλογο στην πόλη μέσα.




ΚΙΡΚΗ ΚΑΙ ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Όταν τον είδε μπρος της ένιωσε
ότι αυτόν ως τώρα επερίμενε-εκείνον
που ως εκεί για να τον φέρει
τόσους συντρόφους του είχε μαγέψει.

Κι όταν
ως το περίμενε
το φίλτρο της αυτόνε δεν τον άγγιξε
και απειλώντας την ξεσπάθωσε,
απόδειξη ήτανε πλήρης αυτό της αντοχής
και της αντίστασής του
στη γοητεία της.

Κι αυτό η αιτία ήτανε το δίχως άλλο
σκλάβα του αυτή να γίνει
και σ’ ό,τι της ζητούσε να υπακούει.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΑΙ ΑΡΙΑΔΝΗ

Ενώ αυτή ακίνητη
και σαν μαρμαρωμένη έβλεπε,
η ανέραστη θεά
με κινήσεις αργές
θεϊκές
το τόξο της ετάνυσε
και στο στήθος πληγή της άνοιξε.

Το βέλος
στα νωπά
που ακόμα Μινώταυρο εμύριζαν
χάδια πρώτα βούλιαξε
τον θώρακα ύστερα σαν φύλλο δάφνης διαπέρασε
και στο σιωπηλό έριξε χάος την ερωτευμένη.

Και η θεά στην ορθοφροσύνη της επήγε.

Ως για τη νεκρή
σε μάρμαρα διαχύθηκε λευκά
που σε λίγο κιόλας τη μορφή της θα απεικόνιζαν
θαμπή και παραδομένη σε ο,τι
γνώριμο είναι σε όλους
αλλά πιότερο σε νεκρούς-
που τόσο τους αρμόζει-
χαρίζεται.





ΠΗΓΑΣΟΣ

Ωραίο ήτανε τ’ άλογο
και τέλεια υποταγμένο στα ηνία
που η Αθηνά δοσμένα είχε στον Βελλερεφόντη.

Μια αίσθηση άλλη, πρωτογνώριστη
το πέταγμα ήτανε απάνω από τη γη.

Και ρίχτηκε σε περιπέτειες ο ιππέας πολλές.

Μα όταν
καθώς το ’χουν ποιητές  
επάσκισε κι αυτός στον ουρανό ν’ ανέβει,
το άλογο τη βλασφημίαν ένοιωσε
και μ’ ένα τίναγμα
με φρίκη  
τον αναβάτη κάτω επέταξε.





ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΑΧΕΛΩΟΣ

Μοιάζει να τέλειωσαν οι άθλοι
Και μακρινοί πόσο φαντάζαν
στο θάμα που σαν όνειρο
στον Ηρακλή εμπρός ολόγυμνο εφάνη-
τη Δηιάνειρα!
Του Αχελώου την εράστρια.

Ο άθλος λοιπόν του Ηρακλή ο τελευταίος
όφελος και στον ίδιο θα ’φερνε.  

Και με τον ταύρο-ποταμό επάλεψε.

Κι όταν ενίκησε
ως εικός
η Δηιάνειρα
δίχως πολλά
στον Ηρακλή για όλα έτοιμη εδόθη.  

Κι ενώ μ’ αυτήν ο Ηρακλής μεθούσε
ο Εύηνος ευπρεπίζονταν
τη Δηιάνειρα μες στα νερά του να δεχθεί
κι ο Νέσσος
για ένα ετοιμάζονταν στην Αιτωλία ταξίδι.






ΠΑΝΔΩΡΑ

Κάτι μέσα της-περιέργεια
δεν ήξερεν ακόμα να το πει-
την έσπρωχνε να νιώθει ότι έπρεπε
τι κλείνει μέσα το κουτί να ξέρει.

Και άνοιξε το κάλυμμα.
Οι ωραίοι μηροί της
δεν  μπόρεσαν το θείο το σώμα να βαστάσουν
κι από το απότομο το τίναγμά της πίσω
στο χώμα έπεσε η Πανδώρα   
όταν μορφές
που γύρω της και πάνω της ορμητικά χιμούσαν
τα πρόσωπά τους δείχναν τ’ αποτρόπαια
φρίκη σκορπώντας.  

Σηκώθηκε
ανάμεσά τους όρμησε
κι έκλεισε το κουτί με βιάση
ελπίζοντας
όλα από μέσα του να μην προλάβανε να βγούνε.






Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Κάτω η θάλασσα.
Ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του καθαρά φαινόνταν.
Έρωτες Μικροί σε δελφίνια πάνω
γαμήλιες  έψαλλαν ωδές. Νύμφες
εκστατικά στα ουράνια έβλεπαν τα πλάτη.

Πάνω στα δίχτυα τ’ αλαφρά του αέρα
ο ταύρος.
Δυνατός και όμορφος κι ελκυστικός.  
Στη ράχη του η Ευρώπη
ωραία έκλπηκτη
κι ανήξερη από ποιον-
τη Γη ή τον Ουρανό βοήθεια να ζητήσει.  

Στην Κρήτη φτάνοντας επέζεψεν ο ταύρος.  
Κι έτσι αψύς
κι ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας
κάτω την έριξε
και την ακμή και την ορμή του όλη
ο κόλπος δέχθηκε ο παρθενικός.

Και μέσα στη γλυκιά τη ζάλη της
μιαν ήπειρο είδε η Ευρώπη να ’ρχεται
τ’ όνομά της να παίρνει
και βουτηγμένο στο αίμα της να το φορά.







ΠΕΡΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΕΔΟΥΣΑ

Στο νησί πάνω που η Μέδουσα
σαν ερωμένη του να ήταν,  
ανέμελα τόσο αναπαύονταν,
σάμπως ο αέρας να ετρέμισε από κάτι άγνωστο
που ακόμα μακριά ’ταν,  
μα που εκείνη βαθιά της ένοιωσε ότι αυτό
σε κάτι
το τέλος αναπότρεπτα έφερνε.
 
Κοίταξε
και μια κουκίδα πέρα  
στο ήρεμο είδε πέλαγο
να πλησιάζει όλο ώσπου τέλος
πάνοπλος νέος μπροστά της φανερώθη.

Ευθύς σηκώθηκε
το ξένο βλέμμα του άδικα γυρεύοντας.    

Πετώντας από πάνω της αυτός
με τα σαντάλια του τα  φτερωτά και την ασπίδα
που φοβισμένη μια γοργόνα εκαθρέφτιζε  
γρήγορα το κεφάλι της επήρε.  
Κι ένιωθε μια χαρά κρυφή που το κεφάλι αυτό
της Αθηνάς την κραταιά θα στόλιζε
την τρομερή  
τη θεία ασπίδα.




ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ ΣΦΙΓΓΑ

Το αίνιγμα θα το ’λυνε οποιοσδήποτε
που Οιδίποδας θα ονομάζονταν
θα είχε τον πατέρα του σκοτώσει
και τη μητέρα του γυναίκα θα ’παιρνε.

Η Σφίγγα όταν άκουσε τη λύση
ήξερε πια-ο ρόλος της τελείωσε:
ο Οιδίποδας θα χρίονταν βασιλιάς.

Και  
το θηρίο  
ευθύς τόσο το στόμα του άνοιξε
που ένα στόμα έγινε όλο
και το στόμα αυτό
τον εαυτό του εκατάπιε.

Και τίποτα δεν έμεινε από τη Σφίγγα
παρά η ανάμνηση της
ικανή μονάχα να γεννάει τραγωδίες  
που οι συγγραφείς
για την αξία τους θα διαγωνίζονταν.