Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

ΟΙ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΣ

Οι μαυροφόρες οι κοντές
οι λίγο γιοματούλες
όσο βαρύ το πένθος τους
τόσο θερμή 'καρδιά τους
τόσο βαθύ το φίλημα
τόσο γλυκό το χάδι,

Και τόσο-όταν γδύνoνται
να πέσουν στο κρεβάτι-
τόσο αιστάνοντ' αλαφρές
που βγάλαν τόσο βάρος
που όλο ναζάκια κάνουνε
κι ανάλαφρα παιχνίδια.








ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ


"Θέλω Βασίλειον παρακοιμώμενον"
είπε ο Μιχαήλ
"ως πιστόν όντα...
υπό πάντων ευφημείσθαι ως βασιλέα".

"Βασιλεύς δε",λέει το Χρονικό
"επληρούτο δακρύων..."

"Και των σκήπτρων πεσόντων ως έθος"
τον έστεψε συμβασιλέα.

Λίγο αργότερα ο Βασίλειος
εδολοφόνησε τον Μιχαήλ.
Κι αφού πια ήταν μόνος βασιλιάς
το ελαφρυντικό βρέθηκε αμέσως:
μεγάλο κάθαρμα ο Μιχαήλ...

Μα κι ο Βασίλειος δεν εστάθηκε σ' αυτό'
έχτισε μοναστήρια κι εκκλησίες
που φτάναν γι άλλα δέκα εγκλήματα-
"Εξιλασκόμενος τω Θεώ"
λέει ο Ζωναράς.





ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ:ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ
ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
ΜΠΟΤΣΑΡΗ


Δεν είν' αυτή μετάληψη. Αυτή 'ναι ίδια η μάχη.
Μια τέτοια κίνηση…ο πίνακας
σύγκορμος τραντάζεται.
Το λάβαρο λες ματωμένο κιόλας.
Πρόσωπα, βλέμματα
αεικίνητα,αδημονούντα…

Αριστερά του Μπότσαρη η Ελλάδα.
Το πρόσωπό της μόνο φαίνεται
γεμάτο αγωνία κι αίσθηση και ταραχή'
λες ότι γνοιάζεται κι αυτή το τι θα κάνει ο Μάρκος
(για την οικονομία του πίνακα μονάχα
γιατί την ώρα εκείνη
ο Μάρκος ήταν η Ελλάδα.






Η ΣΚΑΛΑ

Ακουμπισμένη σ' ενός τοίχου
ή σε μιας υπολήψεως την επιφάνεια
γερτή, φέγγουσα και διάτρητος
στην ίδια πάντοτε θέση
αναμένει και υπομένει.

Αειθαλής και φυλλοβόλος
το άνω και το κάτω συνδέουσα
την πτώσιν και την άνοδον γεφυρούσα
σοφή και επαίουσα
εκεί πάντοτε στέκει.

'Οταν δεν εργάζεται
τα χέρια της
με επιδεξιότητα ξεχωρίζουν
ισοπαχείς δέσμες ξανθών τριχών
και με χρυσές καρφίτσες τις στερεώνουν
στου μεταλλικού κρανίου της την επιφάνεια.

Και όταν ένα μικρό παιδί πάει ν' ανέβει
σκύβει, το πιάνει από το χέρι και αυτή
τα βήματά του τρυφερά οδηγεί.







Η ΜΑΓΙΟΠΟΥΛΑ

Με μάγια τήνε γέννησε μάγισσα μάννα
μια μαγεμένη νύχτα' στη ματιά της
λάμψιν εχάρισε φως μαγικό
και μάγια φτιάχνουν τη γλυκιά θωριά της.

Γι αυτό τη μαγιοπούλα όποιος γνωρίσει
μάγια τον δένουνε βαριά και λησμονά
όποια ζωή κι αν είχε πρώτα ζήσει
κι άλλης γυναίκας χάδια δεν ζητά.





ΝΑ ΠΙΝΩ


Ξέρω οπωσδήποτε πως με γελάνε-
ότι χολή αντίς νερό
θα μου προσφέρουν κι όξος
και θα πεθάνω αδόξως
δεμένος πάνω στο σταυρό
που πυρωμένοι κεραυνοί χτυπάνε.

Ξέρω οπωσδήποτε. Αλλά για μένα
είναι η μόνη εκλογή-
όξος, χολή να δίνω
δεν ξέρω' να τα πίνω
μόνο μπορώ σ΄ αυτή τη γη
που όλα της μου είναι μακρινά και ξένα.





ΡΟΔΟ


Του θανάτου τη χλωμάδα
και τον τρόμο είχα σπείρει
σ' ένα ρόδο που ως εμάδα
κι εμαράθη κι έχει γείρει

τα ωχρά του φύλλα εγίναν
τετραδίου άσπρα φύλλα
που αχόρταγα επίναν
το φαρμάκι που 'ξεχείλα

από της ζήσης μου τα βάθη.
Και ρουφήξαν τα φαρμάκια
και τους πόνους και τα πάθη
τα ποθάνοιχτα χειλάκια

και ποιήματα τα φτιάξαν-
τι άλλο θα 'φτιαχναν τα ρόδα…
κι έτσι όλα ως τα ταιριάσαν
τα καθένα τους ευώδα.

Κι η λεπτή αυτή ευωδία
μες στο κάθε τους θα μείνει
ποίημα, σαν μια αιωνία
και πιστή αγαπημένη'

και αυτό θα ευωδάει'
και θα είναι τ' άρωμά του
όχι λούλουδου του Μάη
μα του ρόδου του θανάτου.

Σε ποιημάτων ένα τόμο
τη ζωή μου έχω απλώσει
κι απ' τη φρίκη και τον τρόμο
σαν ο χάρος με λυτρώσει

μες στον τόμο αυτόν θα κείμαι
ολοζώντανα κλεισμένος
κι ας θαρρούν όλοι πως είμαι
μες στη γη κι εγώ χωμένος.








ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

Όταν τις πρώτες της δειλές
ανακαλύψεις κάνει
καθώς τις νύχτες τις θολές
σε θάλασσες απατηλές
η φαντασία λάμνει

καθόλου δεν την παραιτώ
και δίχως ν' αποσταίνω
τα χαλινάρια παραιτώ
κι όπου πετά κι εγώ πετώ
κι όπου με πάει πηγαίνω.

Δε με ωθεί η αναμονή
το τέλος της ποιο θα 'ναι-
πάντοτε βγάζει μια φωνή
σαν το θηρίο που πονεί
κι όλα τελειώνουν-πάνε-

μα με κρατάει η θαυμαστή
ρώμη που πρέπει να 'χει
που την βοηθάει να μην πιαστεί
αιχμάλωτη, ή να κουραστεί
μες στη μεγάλη μάχη

που δίνει μέσα στις φρικτές
αβύσσους των αβύσσων
με αντιπάλους τις ειρκτές
που αποστερούν τους ποιητές
ωραίων παραδείσων.







ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Ζηλεύω αυτούς που όταν χτυπήσει το τηλέφωνο
είτε στην τσέπη το έχουν ή στο σπίτι
με μία κίνηση αμέριμνη το σ'κώνουνε
κι "εμπρός" ακόμα και γελώντας λένε.

Άραγε δεν φοβούνται πως η μοίρα τους
μπορεί κι από μακριά να τους χτυπήσει;
Άραγε υπάρχουν κάποιοι που προσμένουνε
κάτι καλό από άλλονε ν' ακούσουν;

Υπάρχουνε γι αυτούς ώρες ευφρόσυνες
όπως ξωθιές υπάρχουν μες στα παραμύθια;
Ο τρόμος με το χτύπο του τηλέφωνου
δεν έχουνε γι αυτούς ακόμα σμίξει;

Μία φορά ας γινότανε να σήκωνα
έτσι κι εγώ το τραγικό τηλέφωνό μου
να 'χω να λέω πως έχω μες στη ζήση μου
για μια μόνο στιγμή τον τρόμο διώξει.







ΕΣΤΩ

Το όραμα του Παρελθόντος
ας έλθει
αφού τόσον το επιθυμεί.

Και ας φέρει μαζί του τας Ελπίδας όλας
και τας Ηδονάς.

Εις τίποτε δεν θα με βλάψει.
Εμένα μου αρκεί
να σφογγισθεί καλώς προτού εισέλθει
διότι το Παρόν το διατηρώ-
έστω με μεγάλους κόπους
καθαρόν.







ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Στη χώρα των λουλουδιών
μια μέρα καλεσμένος βρέθηκα των κρίνων.

Πολλά λουλούδια έβλεπα
να περπατούν στους δρόμους'
βιολέτες αγκαλιά με γιασεμιά
γλαδιόλες να κρατούν κυκλάμινα απ' το χέρι
ορτανσίες, υάκινθους…

Το φόβο μου έδιωχνε η προστασία των κρίνων.

Αλλιώς αμέσως θα είχα φύγει.

Γιατί παράξενα πολύ εφέρονταν
τ' αγαπημένα μας λουλούδια:
ανθρώπους κόβαν
τους εμύριζαν
και μ' ένα μορφασμό αηδίας τους πετούσαν.

Μερικά ακόμα τους πατούσαν.








ΑΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
μαύρα κενά υπάρχουν αφημένα.
Μέσα τους ζουν παντέρημες και μόνες-
πλάσματα που είν' απ' όλους ξεχασμένα-

κάτι μορφές απέραντα θλιμμένες
με χώμα σκεπασμένες και με σκόνη-
βουβές μορφές σε μένα αγαπημένες
(κάποιο κοινό σημάδι μας ενώνει).

Είναι αυτοί που έφεγγε βαθειά τους
η φλόγα ενός δυσεύρετου ταλάντου'
που τη μεγάλη εφώτιζε καρδιά τους
το φως ενός ηλίου αμαράντου'

κι ενώ να δώσουν είχαν κάτι νέο
μες στα παλιά εφθείραν τη ζωή τους'
κι αναλωθήκαν μέσα στο χυδαίο
ενώ τ' Ωραίο πλαντούσε στην ψυχή τους.

Ειν' οι σκιες αυτών που ενώ πλασμένοι
για έργα ήταν τέχνης φτερωμένα
μες στην αφάνεια εζήσανε χαμένοι
σαν άστρα από τα σύννεφα κρυμμένα

Είν' οι Μπετόβεν που δεν έχουν μουσουργήσει
γιατί δεν έλαμπε ακόμα η μουσική
είν' οι Ντα Βίντσι που δεν έχουν ζωγραφίσει
γιατί στη λίθινη εζήσαν εποχή.

Είναι οι Όμηροι κι οι Σαίκσπηρ κι οι Ικτίνοι
που ζούσαν πα' στα δέντρα ή σε σπηλιές
οι Καρυωτάκηδες, οι Πόε, οι Λαμαρτίνοι
στου Ανθρώπου που έζησαν το λυκαυγές.

Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
κάποιες μορφές παράξενα σαλεύουν
κι από τις μουχλιασμένες τους κρυψώνες
έξω-στο φως-τώρα να βγουν γυρεύουν.

Πόσο πικρές αλήθεια πρέπει να 'ναι-
πόσο θα νιώθουν δύστυχες και μόνες
κάτι μορφές που ατέλεστες γυρνάνε
μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες..










Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ


Χωρίσαμε αθόρυβα
χωρίς σκηνές και κλάματα
χτες που επέρασ' η νυχτιά
και ήρθαν τα χαράματα.

Λυπήθηκες-λυπήθηκα
μ' αρέσει να το λέω
πως είμαι άνθρωπος κι εγώ=
κι ότι μπορώ να κλαίω.

Εδώσαμε τα χέρια μας
σαν να 'μαστε δυο φίλοι
που σ' άλλο μέρος η ζωή
βουλήθηκε να στείλει.

Εσκύψαμε στη μοίρα μας
κι οι δύο το κεφάλι'
ποιος θα μπορούσε άραγε
στο νου του να το βάλει..

όποιος μας έβλεπε πιο πριν
να! χτες το βράδυ ακόμα
θα προτιμούσε να κλειστεί'
για πάντα του το στόμα

παρά να έλεγε για μας
ότι μας λείπει κάτι-
τα 'χαμε όλα: τη χαρά
να λάμπει μες στο μάτι.

Γιατί χωρίσαμε λοιπόν;
ποια ήταν η αιτία;
Ίσως να ήτανε πολλές'
μα ίσως και καμία'

μα κι αν πονέσαμε πολύ
ή μόνο αν δακρύσαμε,
αν μας αφήκεν η χαρά
κι αν τέλος εχωρίσαμε

να 'σαι γι αυτό περήφανη
ωραία μου κυρία-
αν κι άνθρωποι εγράψαμε
μι' ανθρώπινη ιστορία.







ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Οι ιδέες που μπορούν να γίνουν ποιήματα
σαν ψάρια πηγαινόρχωνται στη θάλασσα
του νου του ποιητή. Και κείνος
ένα καλάμι όλο κι όλο έχοντας
στη θάλασσα το ρίχνει,
και πιάνει που και που κανένα ψάρι-πάει να πει
ποίημα κάνει μιαν από τις τόσες του ιδέες.








ΓΚΡΙΖΟ

Στου παλιού σταθμού την άκρη περιμένοντας το τρένο
δύο άθλιους κοιτάζω νυσταγμένους επιβάτες
στις βρεγμένες τις καρέκλες να κουρνιάζουνε σα γάτες
και τις ράγες να κοιτάνε μ' ένα ύφος λυπημένο.

Έχουν ρούχα λερωμένα με βρωμιές κάθε λογής
και τ' αδύνατά τους πόδια στο μπετόν γυμνά πατάνε-
εν' αγίνωτο καρπούζι τώρα βγάζουνε να φάνε
(δυνατά για να τ' ανοίξουν το χτυπάνε καταγής).

Σαν τελειώσουν το φαί τους, με ζουμιά περιχυμένες
μόνο φλούδες μένουν χάμου μέχρι έξω φαγωμένες
ενώ γρήγορα στον ύπνο χορτασμένοι αυτοί το ρίχνουν.

Κι έτσι ως βαριά κοιμούνται οι δεξές γροθιές τους δείχνουν
του ενός προς άδικο έναν ουρανό με χρώμα γκρίζο
και του άλλου προς εμένα πούρο Αβάνας που καπνίζω.








ΔΕΥΤΕΡΑ

Κάθε Δευτέρα στη δουλειά πηγαίνοντας φοβάμαι
για το ρεπό της Κυριακής πως πρέπει να πληρώσω-
πως λόγο σ' έναν άτεγκτο κριτή πρέπει να δώσω
για δύο ώρες πιο πολύ που, Κυριακή, κοιμάμαι.

Αφήνοντας απείραχτα τα δυο βρασμέν' αυγά μου
νωρίτερ' από άλλοτε εις τη δουλειά πηγαίνω
και τη φωνή του διευθυντή ν' ακούσω περιμένω
ενώ σωροί από χαρτιά στοιβάζονται μπροστά μου.

Μα ως πάντοτε και σήμερα τίποτα δε συμβαίνει
Η μέρα όσο προχωρεί σαν πάντοτε βαραίνει
σαν πάντοτε λαλίστατο έρχεται το γκαρσόν

κι απ' το γραφείο το διπλανό θ' ακούσω όπου και να 'ναι
τον ήχο που στο πάτωμα κάνει το τιρμπουσόν
όταν, αφού ανοίγουνε τις σόδες, το πετάνε.









ΚΟΜΟΤΗΝΗ

Όταν του στείρου πέλαγου των πόθων η πλημμύρα
μα τα μικρά της κι ύπουλα με ζώνει κυματάκια
μονάχος βγαίνω στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια
της πόλης όπου άγνωστον με πέταξεν η μοίρα.

Καθώς τα μάτια στα μικρά σπιτάκια τους γυρίζω
σ’ ένα μαντήλι τυλιχτές που χρώμα έχει μαύρο
κάτι μορφές σε καθενός βλέπω τζαμιού το κάδρο
τον δρόμο που κοιτάζουνε τον στενωπό και γκρίζο.

Σαν ζωγραφιές νοσταλγικές μοιάζουν και λυπημένες
που ο χρόνος τους επέρασε κι είναι μισοσβησμένες`
και τόσο είναι θλιβερές που λες πως όταν βρέχει

δεν είν' οι στάλες της βροχής στα τζάμια που κυλάνε
αλλά το δάκρυ απ' τα σβηστά τα μάτια τους που τρέχει
καθώς αυτές ανέκφραστες τους δρόμους τους κοιτάνε.







ΕΑΣΟΝ

«Έαρ: άνοιξις.
Έασον: προστακτική του ρήματος εάω-εώ.
Τηλικούτος…»
έκλεισε το βιβλίον.
Αυτό το «έασον»
πολύ του ήρεσεν.
Αληθώς
ήτο ό, τι επί τόσον χρόνον ανεζήτει.
«Αφήνω» δεν του ήτο αρεστόν`
μα «έασον» θαυμασίως ήρμοζεν εις πάντα.

Κατά πρώτον έασε τον θεόν
(τούτο αρκούντως τον εδυσχέρανε)`
τα υπόλοιπα ήσαν εύκολα:
έασεν τα μαθήματά του (πολύ τον εβασάνιζαν)
έασεν τον θάνατον,
τας συνηθισμένας ηδονάς,
την συνείδησίν του.

Τίποτε πλέον δύσκολον δεν ήτο
με την θαυματουργόν αυτήν λέξιν ως όπλον
διότι την ησθάνετο ιδικήν του
και ως εκ τούτου την εχειρίζετο
όσον ουδείς θα ηδύνατο
αποτελεσματικώς.







ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ

"Στον ίδιο παρονομαστή".
ποτέ δεν είχε νοιώσει τι εσήμαινε
η έκφραση αυτή. Σήμερα μόνο
και μόλις σήμερα ένιωσε τον πόνο
που στη φωνή εξεχώριζεν εκείνων
όταν τη φράσιν εξεστόμιζαν αυτήν.

«στον ίδιο παρονομαστή!»
κατάλαβε τουλάχιστον
μια φράση παραπάνω τι σημαίνει.
Είναι και τούτο κάτι
για όσους βρίσκονται ανελέητα
στον ίδιο πάντα παρονομαστή.







ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ

"ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ"
ήτο η αφιέρωσις.
Και πάντοτε δι εμέ αναπάντητον το ερώτημα θα παραμένει :
το "ΝΕΟΝ" ή το "ΓΕΡΟΝΤΑ"
είναι το ουσιαστικόν;
Τινές υποστηρίζουν ότι ανάξιον λόγου το θέμα είναι.
Θαυμάζω την αξιολύπητον πεποίθησίν των
(τουλάχιστον δεν αγωνιούν).
Όμως εγώ να διερωτώμαι δεν θα παύσω
διότι όσον και να ειπείς
και αι δύο εκδοχαί είναι πιθαναί:
και νεαρούς, την ψυχήν γέροντας,
ευρίσκεις,
και νεαρούς την ψυχήν, γέροντας,
ομοίως.








Η ΧΛΟΗ

Η χλόη είναι πράσινη.

Τη μύρισα όταν ξάπλωσα επάνω της`
μια πράσινη λαμπρή οσμή
αναμφισβήτητη.

Η χλόη είναι πράσινη.
Την άκουσα να ψιθυρίζει μες στ' αυτί μου μικρά,
πράσινα ευτυχισμένα μυστικά.

Έτσι καθώς στο χώμα είχα σκύψει
έκοψα με τα δόντια μου και μάσησα
και γεύτηκα το άγιο χρώμα της.

Τα χέρια μου έτριψα επάνω της
τούφες έκοψα
και σαν μικρό ένα θησαυρό κρατώντας τες
το πράσινό της βάραινε στο χέρι
σαν κούπα με πολύχρονο κρασί.

Η χλόη είναι πράσινη`
ένα πράσινο σκοτεινό, βαρύ, βαθύ σα μαύρο`
σαν κήπος, Άνοιξη, χωρίς ανθούς ακόμα.

Και τώρα που ένιωσα ότ' η χλόη είναι πράσινη
κι ότι το πράσινό της
δεν είναι χρώμα αλλά το γέρας της ζωής`
δεν είναι χρώμα αλλά ποτάμι υπομονής`
δεν είναι χρώμα παρά χάλκινο προανάκρουσμα χρυσού παιάνα`

τώρα που εκατάλαβα ότι το πράσινο
δεν είναι χρώμα μα πηγή αείρροη
και νύχι σουβλερό δράκινης θλίψης`
δεν είναι χρώμα αλλά ευθύβολο όπλο πυροβόλο

τώρα που εκατάλαβα ότι το πράσινο της χλόης
είναι κλειδί στο δώμα το κλειστό,
αντίδοτο στην άδικην επίκριση
και πλήκτρο άσπρο στης χαράς το κλειδοκύμβαλο
το πάντοτε ασυντόνιστο`
πως είναι γλάρος σε νεκρή ακρογιαλιά
και μ' όλον τούτο ήσυχη ανάμνηση νερού`
πως είναι πέτρα αστραφτερή την ώρα που αυτή πέφτει
μες σε βαθύ κενό πηγάδι`
πως είναι προϋπάρχουσα μήτρα ερώτων`
πως είναι φως που κυβερνά τον ήλιο`

τώρα που εκατάλαβα ότι το πράσινο
είναι ανθών ανίερων παθών`
κάκτος αποθηκεύων διάχυση και ικεσία`
σπέρμα ξερό πάνω σε γυναικείο εσώρουχο φρεσκοπλυμένο`
οχτάγωνο παχύπλευρο με κάθε του πλευρά να καθρεφτίζει
τη χλόη των αντιπόδων`
ανυπέρβλητα μεθυστικό άρωμα και άκουσμα
και άγγιγμα και γέψη`
βιβλίο φλογερό με κέρινες λεξούλες`
αναντίρρητο βέλος καρφωμένο στο κέντρο της ακοής μας`
η δυνατότητα των πλανητών να γράφουν κύκλους στο στερέωμα
και βλέμμα λάγνας τίγρεος ανήμερης`

τώρα που εκατάλαβα ότι το πράσινο της χλόης
δεν είναι παρ' ανοιγοκλείσιμο τυφλών ματιών`
παράθυρο στον τοίχο του συμπαγούς σκότους`
γέφυρα απ' το "ναι" ως τ' "όχι" του χαμαιλέοντος`
στεναγμός υπόκωφος ανακουφίζων`
φαύλος εκπρόσωπος ανίκανου αστερία`
διάτρητος πίθος και απύθμενο λαγήνι`

τώρα που εκατάλαβα ότ' η χλόη είναι πράσινη
δε θα 'χα αντίρρηση να ζήσω λίγο ακόμα.








ΣΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Οι εύφορες ώρες στης λήθης πετούν τα φτερά
και μέσα τους όλα γαλήνη και φως και χαρά.
Μαζί τους πετά η ψυχή στα ουράνια
και λουζετ' ο νους σ' υψηλών ηδονών συντριβάνια.

Στις εύφορες ώρες πώς όλα ωραία και καλά!
Πώς ήρεμα έτσι ο πλάνος ο χρόνος κυλά!
Πώς έτσι μας δένει γλυκά η αυταπάτη
που λες "γιατί ψάχνω να βρω ευτυχία αφού να τη!"

Πώς θάρρος οπλίζονται οι σκέψεις οι πρώτα δειλές!
Πώς όλες ακέρια ξοφλούνται οι παλιές οφειλές!
πώς κάθε μας πρόβλημα βρίσκει μια λύση
χωρίς περιττές διαφωνίες κι ανώφελα μίση!.

Και μέσα σε τέτιοας μιας μέθης το λάγνο φιλί
κανείς δεν προσέχει-και βέβαια τι ωφελεί-
το μαύρο κοράκι του μαύρου θανάτου
που ωραία φωλιάζει στης Λήθης το λαμδ' αποκάτου.







ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Στο θέατρο πηγαίνουμε να βρούμε
τον κόσμο που θα έπρεπε να ζούμε-
τον κόσμο το σωστό, δίχως ψέματα,
γυμνόν και βουτηγμένον στα αίματα.

Η εικόνα η ζωντανή μας συναρπάζει
κι εντός μας λεωφόρους νέες χαράζει-
για μια ζωή με δίχως προσχήματα
το θέατρο μας δίνει μαθήματα.

Μα τίποτα με τούτο δεν αλλάζει.
Ανέκκλητα η μοίρα μας αρπάζει
τα όποια του θεάτρου ωφελήματα
καθώς ναυαγισμένους τα κύματα.

Και πριν από την αίθουσα να βγούμε
το όποιο μάθημά μας ξεχνούμε-
στα ένοχά μας λάμπουν τα βλέμματα
τα ίδια θλιβερά προμαντέματα.







Η ΧΑΡΑ

-Πώς θα πάμε στης χαράς
το λιμάνι γέρο;
-Μια ζωή το ψάχνω, αλλά,
φίλοι μου δεν ξέρω.

-Πώς θα πάμε στης χαράς
το λιμάνι νιε μου;
-Τι τή θέτε; Να η χαρά!
Γύρω-μέσαθέ μου!








ΕΚΕΙΝΗ

Στον κρύο βοριά που παγώνει τα χνώτα
το τραίνο ακώ που αργά πλησιάζει`
θεριό αγριεμένο στη νύχτα φαντάζει
-αστράφτοντα μάτια τα δυο του τα φώτα.

Σταμάτησε' πάνω του μία κοκότα
με μάτια μεγάλα σκληρά με κοιτάζει
με κάποιαν που γνώρισα κάποτε μοιάζει
που πήρε από μένα τα χάδια τα πρώτα.

Το τραίνο ξεκίνησε' μα ξύπνια μ' αφήνει
μια μνήμη που έμοιαζε για πάντα νεκρή`
και νιώθω στο στόμα μια γεύση πικρή

καθώς σαν σε όνειρο βλέπω εκείνη
μ' αδιάντροπο ύφος να μου μιλά
το μάτι να κλείνει-να μου γελά.









ΤΟ ΘΑΜΑ

Το σκιάχτρο δέντρο εστέκονταν
γκριζόμαυρο για μήνες
τ' απάνθρωπά του απλώνοντας
ανάνθιστα κλαδιά.

Θωρώντας το αντίκριζες
λειψανοφόρες κλίνες
και Δεσποτείες του Άφωτου
κι Ανάλγητου καρδιά.

Σκελετωμένων μαγισσών
χέρια φριχτά γεμάτο'
Τα μάτια του, Άργου τρομερού'
τα στόματά του, οχιάς.

Κάθε κορφή του δάχτυλο
θεριού πικρονυχάτο'
κάθε του κύκλος χάραγμα
θανατερής τροχιάς.

Και θερμοπαρακάλεσα:
«Χάρισ’ του Θε μου άνθη!
Γιατί αν λερό πάλι το δω
στου Άδη πάω τα βάθη.»

Κι αμέσως: θάμα! Τ' άχαρα
γίνανε φως και χάρη.
κι είχα μεγάλο άδικο
δαιμόνους να θαρρώ

τους κλάδους που ένα ευφρόσυνο
κρύβανε δώρων σμάρι
και που μιας τέτοιας ομορφιάς
θα σέρναν το χορό.

Κι ενώ στο φως ολόχρυσα
ξανοίγουν μάγια πλήθια
και μύρια μύρα στα χλωρά
κλαδάκια ευωδάν,

τα πλανταμέν' από χαρά
πουλιών και δέντρου στήθια
μελωδικά κι ολόγλυκα
κι άσκεφτα τραγουδάν.







ΩΡΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ

Σαν ένα σύννεφο που μόνιμα θα μείνει
σα δέντρο που απ' τη ρίζα έχει κοπεί-
έτσι μας πλησιάζ' η ώρα εκείνη
και μας τυλίγει η κρύα της σιωπή.

Σαν ορφανή να 'χει απομείνει η Πλάση
κι ο ήλιος δίχως λάμψη και φωτιά
και μαραζώνεται κι έχει δειλιάσει
κι η πιο άβουλή μας αποκοτιά.

Και να την! Φτάν' η ώρα: όπου να 'ναι
θα σωριαστεί το δέντρο' κι ο ουρανός
απ' όσα τώρα μας χαρίζει δώρα
θα μείνει ανεπίστροφα κενός.







ΠΕΡΙΤΤΕΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ

Την οργή θα μοιράσω σ' αδιάβατα μέρη
κανείς που δεν ξέρει
και σκότος θα βάλω στο φως του ηλίου
μηνός Ιουλίου.
Ακτίνα μιλίου
θα ναρκοθετήσω εδάφους φιλίου.
Σ' αθώου το χέρι
ματωμένο θα βάλω από φόνο μαχαίρι.

Με μύρα της λύπης χαρές θα μυρώσω
και δόξα θα δώσω
σ΄υπάρξεις μωράς, ταπεινάς κι αδεξίας-
σ' υπάρξεις γελοίας.
Σ' αδόλου φιλίας
το φάσμα θα πέμψω υστεροβουλίας
και θα καμαρώσω
κόσμο ένα που μοιάζει του κόσμου μας τόσο.






Ο ΚΡΙΤΗΣ

Κριτή εσύ που κρίνεις τα γραφτά μου
να ξέρεις ότι δε θα σκοτιστώ
αν άξιο συ μου κρίνεις το μιστό
ή με μανία τα πατήσεις χάμου.

Δε γράφτηκαν για σένα όλα τούτα.
Ανάγκη είχε για δόσιμο η ψυχή
και τα 'δωσε ως πιστός την προσευχή
κι όπως το δέντρο ξεχειλίζει φρούτα.

Γι αυτό κριτή σου λέω πως δεν αξίζει
με τέτοιες ιστορίες ν' ασχοληθείς`
και κάνε όπως κάνει ο καθείς
που βλέπει, προσπερνά και δε σκαλίζει.

Προσπέρνα. Μα σκοπό τέτοιο αν δεν έχεις
πρόσεξε-στ' άγγιγμά τους θα καείς
(κι αν όχι τότε είσαι αδαής
και πάλι πρέπει απ' αυτά ν' απέχεις).







ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ

Υπάρχουνε πανέμορφοι κάτι ανθολειμώνες
που ριζωμένοι σε ψηλά κι απέραντα οροπέδια
ανθούνε ασταμάτητα κι άνοιξες και χειμώνες
χωρίς, καθώς τα δράματα, να 'χουνε ιντερμέδια.

Σε τέτοον ένα θα 'θελα λειμώνα εγώ να ζήσω
τόσο όσο κάνει μια πνοή αγέρα να φυσήσει
και τις χαρές του θα 'θελα για τόσο να τρυγήσω
όσο ένα γέρικο κορμί κάνει να ξεψυχήσει.








ΤΗ ΜΑΤΩΝΟΥΝ

Μια γυναίκα μεθυσμένη
πα' στο δρόμο ξαπλωμένη`
ξερατά στο φόρεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.

Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα της να φέρνω`
τέτοιες μνήμες με πληγώνουν-
με δονούν, μ' αναστατώνουν.

Απ' το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που, πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: σήκω μάννα!"

Τέτοιες μνήμες-α-δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω`
είμαι γέρος-με πληγώνουν`
την καρδιά μου τη ματώνουν.







Η ΑΝΥΨΩΣΗ

Αν μεθούσαμε όλοι
ώστε κανένας να μην μπορεί να σκεφτεί
για μιαν ώρα έστω
την ώρα εκείνη η γη θ' αλάφρωνε
γιατί όλοι τότε θα αιωρούμασταν
μερικές δεκάδες μέτρα
πάνω από το χώμα
το σκεπασμένο με όπλα
με χρήματα
και με δικογραφίες.







ΤΣΑΚΙΖΕΙ

Πώς διαλύει το βράχο
φουρνέλου φωτιά'
πώς δρεπάνι θερίζει
και σωρεύει σοδειά'

πώς φουρτούνα χιμάει
και χαλά το καράβι
και στης θάλασσας τ' άγρια
κρύα βύθη το θάβει'

κάστρο πώς αντρειωμένο
καταιγίδα γκρεμίζει-
έτσι χτύπημα μοίρας
τη ζωή μας τσακίζει.









Η ΒΑΡΚΟΥΛΑ

Μια βαρκούλα και τριγύρω της τα κύματα.
Πώς ν' αντέξει τέτοια η άμοιρη χτυπήματα..
Όσ' οι άνθρωποι και τόσ' ανοίξαν μνήματα:
μια βαρκούλα-κι από πάνω της τα κύματα.








ΜΙΣΕΜΟΣ

Αλαφροίσκιωτες κυρές
και νέοι μαρμαρωμένοι
για παραμύθια είναι καλοί
μα για την ποίηση ξένοι.

Η ποίησ' είναι άστραμμα
σε φονικό λεπίδι-
άξενος είναι μισεμός
γι αγύριστο ταξείδι.








ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

Στο μικρό το λιμάνι
ένα κότερο φτάνει
στο λιμάνι αράζει
την πόλη κοιταζει.


Με χαρωπά λικνίσματα
της στέλνει χαιρετίσματα
και στοργικά εκείνη
φιλιά γλυκά του δίνει.







ΠΑΙΔΕΥΩ

Είμ' ένα ον διστακτικό κι απίστευτα δειλό
μιαν έκφραση στο πρόσωπο θλιμμένη πάντα έχω
σπάνια, βαριά και βαρετά σα μου μιλούν μιλώ
κι από παρέες ζωηρές κι ευτράπελες απέχω.

Οι φίλοι μου μ' αφήσανε μονάχο από καιρό
και για να διασκεδάσουνε μόνο με πλησιάζουν
γιατί στις απαιτήσεις τους πάντοτε υποχωρώ
καθώς μ΄ ενέργειες πρόστυχες φριχτά μ' επηρεάζουν.

Αρπαχτικά κοιτώντας με με βλέμμα κορακίσο
φανταστικά μου βάζουνε προβλήματα να λύσω.
Κι εγώ πολύ προσέχοντας μη κι ίσως τους προσβάλω
κι ιδέα μη θέλοντας καμιά στο νου τους να τους βάλω
τα ψέματά τους τα πολλά πως διόλου δεν πιστεύω
με ανύπαρκτα προβλήματα τη ζήση μου παιδεύω.





ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ

Ιδιοκτήτης επιτέλους
έγινα κι εγώ ακινήτου.
Είναι βέβαια μονάχα
ένα τόσο δα κομμάτι
κι ασφαλώς σπουδαίο δεν είναι
αλλά όμως είναι κάτι'
επιτέλους ιδιοκτήτης
έγινα κι εγώ ακινήτου.

Επιτέλους! Είν' αλήθεια!
Έχω γίνει γαιοκτήμων'
ένα οικόπεδο επήρα
γύρω στα τρακόσα μέτρα
χώμα αφράτο-όσο κι αν ψάξεις
δε θα βρεις ούτε μια πέτρα.
Επιτέλους! Ειν' αλήθεια-
έχω γίνει γαιοκτήμων.

Ματαιοδοξία τόση
έκρυβα λοιπόν εντός μου'
πόσο χαίρομαι μονάχα
οι δικοί μου το 'χουν δει
(ντρέπομαι να δουν οι ξένοι
ότι κάνω σαν παιδί)-
ματαιοδοξία τόση
έκρυβα λοιπόν εντός μου...

Μ' αφού όλοι αγοράζουν
δε θ' αγόραζα κι εγώ;
Τώρα ξέρω πως κατέχω
τόσο χώμα όλο δικό μου
τόσα μέτρα γης ορίζω
κι όλο λέω στον εαυτό μου:
αφού όλοι αγοράζουν
δε θ' αγόραζα κι εγώ;

Λύπη μόνο με κατέχει
που επλήγωσα τη γη.
Με δοκάρια σιδερένια
που της έμπηξα βαθιά
την εξέσκισα κομμάτια
όπως σώμα τα σπαθιά.
Λύπη μόνο με κατέχει
που επλήγωσα τη γη.

…Και στο βάθος μι' απορία:
τι τη θέλω τόση γη;
όλο κι όλο αυτό που θέλω
δύο μέτρα είναι χώμα-
τι τ' αγόρασα διακόσα
και ογδόντα τόσα ακόμα;
Και στο βάθος μι' απορία:
τι τη θέλω τόση γη;.











Ο ΚΑΙΡΟΣ

Γέρνουν πια οι χρόνοι πάνω μου βαρείς.
Άγνωρος εστήθη γύρω μου χορός.
Μια φωνή ακούω-μέσα μου θαρρείς-
πέρασ' ο καιρός-πέρασ΄ο καιρός".

Στάθηκαν οι μέρες πια δε συναλλάζουν
κι ένας φόβος γύρω είναι φανερός
και τα πράγματα όλα σαν να μου φωνάζουν-
"Πέρασ' ο καιρός-πέρασ' ο καιρός".

Πλέον δεν αρχίζει τίποτε-το τέλος
έχει σ' όλα δώσει, κρύος, φθονερός,
ένας πικροχάρος όπου σαν Οθέλλος
κράζει τρομερός: "ΠΕΡΑΣ' Ο ΚΑΙΡΟΣ!"







ΤΟ ΡΥΑΚΙ

Μικρός θυμάμαι μου άρεσε μες στο μικρό ρυάκι
που πότιζε τον κήπο μας να ρίχνω ένα χαρτάκι
κι ύστερα στους υδάτινους τ' ακολουθούσα δρόμους
μέχρι που έπεφτε μ' ορμή μέσα στους υπονόμους.

Κλεισμένο μες στο χάρτινο, εφήμερό του ψέμα
να παραδέρνει το 'βλεπα στου ρυακιού το ρέμα
στις λάσπες και στα χώματα της όχθης να χτυπιέται
κύκλους να κάνει, να βουτά, να χάνεται, να σβηέται.

Θα είχα κόψει από νωρίς του βίου μου το νήμα
όμως αυτή η παιδική συνήθεια με κρατάει:
πριν πέσω ανυπεράσπιστος μέσα στ' ογρό μου μνήμα
με λυπημένη κι ήρεμη θέλω μια ειρωνεία
να βλέπω κάθε κύματος καινούργιου τη μανία
καθώς, αναίτια, πριν σβυστεί ,στους βράχους με πετάει.







ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

Πάτωμα λίμνη. Βρώμικοι τοίχοι.
Γύρω σκουπίδια .Ο δίπλα βήχει.
Πληγές γιομάτες αίμα και πύο.
Κραυγές οδύνης..νοσοκομείο..

Τάφος η αίθουσα. Σαβανωμένη
φαντάζει στ' άσπρα η προϊσταμένη.
Οι νοσοκόμες θάνατο φέρνουν
σα στους αρρώστους επάνω γέρνουν.

Από μπροστά μου περνούν κοπάδια
την κεφαλή τους ξώντας την άδεια
γιατρών μπουλούκια-κηφήνων σμήνη-
κι η λιτανεία του τρόμου σβήνει.







Η ΔΙΑΦΟΡΑ

Εστόλιζον τον τάφον του ρόδων σκιαι
που εις πλησίον μνήμα εφύτρωνον.

Αυτό πολύ του εκακοφαίνετο διότι ήλπιζεν
ο θάνατος πως εξισώνει
και πως αφότου σφραγισθούν τα χείλη
ουκ ένι πλέον δούλος ουδ' ελεύθερος,
άρσεν και θήλυ.

Κι αν άρσεν δεν τον πείραζε να παραμείνει
όμως τον επηρέαζεν η διαφορά εκείνη-
δε θα μπορούσε άραγε
ν' ανθούν και εις αυτού τον τάφον ρόδα;

Μα δε βαρυέσαι..
δεν άλλαξε μίαν ολόκληρον ζωήν
θα άλλαζε στο θάνατον η μόδα;








ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΝ ΤΩΝ

Ενδεδυμέναι ένδυμα αγνότητος
και περιχυμέναι αγιότητος σιρόπιον
αι νέαι μας εμφανίζονται εις τας οδούς.

Και βεβαίως τον πίνοντα όπιον
δύνανται ευκόλως να εξαπατούν.

Εις ένα όμως καλόν παρατηρητήν
αρκεί εν βλέμμα των
δια να εννοήσει αλανθάστως
και εις όλην την έκτασίν της
την υποκρισίαν των.



ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα

δε βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τόνε ψάλλει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.

Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί στου δρόμου τη γωνιά
μες στο πηχτό σκοτάδι

γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.

Μόνο που σκέφτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να κλάψει
όταν και μένανε θα βρουν
πεσμένον-ποιος θα κλάψει

το ξυλιασμένο μου κορμί-
δε σκέφτομαι κανένα'
γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.







ΛΕΜΕ

Λέμε: «το κερί καίει»
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει "καίει."
Λέμε "ο πατέρας πέθανε"
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει "πέθανε".

Μόνο τριγυρίζουμε
καρφώνοντας τα μάτια
σε πλούσια ντεκολτέ
και σε κνήμες μισόγυμνες και ιλαρές
και κάτι μαύρα μάτια προσκυνούμε
χωρίς ανταπόδοση.








ΤΟ ΘΕΡΙΟ

Μέσα μας ζει ένα θηρίο
ανήμερο, αιμοβόρο ένα θεριό
που αντέχει και στη ζέστη και στο κρύο
κι ακράτητα αγριεύει και στα δυο.

Σ' άλλους ονόματα έχει άλλα
μα όπως θέλουν κι αν το πουν
ίδια τα νύχια του μεγάλα
κι ίδια τις σάρκες μας τρυπούν.

Ίδια τα δόντια του ξεσκίζουν
και οι ματιές του παραλούν
και ίδια όλα τους μουγκρίζουν
και τις χαρές μας καταλούν.

Να το μερέψεις δε μερεύει
μη σου περάσει απ' το μυαλό'
μες στων ματιών του τα ερέβη
θέση δεν έχει το Καλό.

Και ούτε φίλο να το κάνεις
έχεις ελπίδα-τον καιρό
με την προσπάθεια αυτήνε χάνεις.
Το μουγκρητό του το βουερό

θα χεις απάντηση μονάχη.
Κι έτσι σου μένει να ριχτείς
σ' άνιση κι άπελπη μια μάχη
που θα κρατήσει ολοζωής

σ' έναν αγώνα που σου κλέβει
και νου και νιάτα και χαρά
και που ολόζωα σε παιδεύει
και σε πονεί κάθε φορά.



ΞΕΝΥΧΤΙ

Πρωί ώρα πέντε
κοιμάται η γάτα
κι εγώ συλλογιέμαι
τα χρόνια φευγάτα.

Η μέρα να τρέχει
δεν έχει αρχίσει
και ξύπνιονε μ' έχει
ο φόβος κρατήσει.

Σχεδόν έχουν φύγει
οι σκιες' απομένει
μια μόνο-κυνήγι
την έχω παρμένη

μ' αυτή με γελάει
μου κρύβεται, παίζει,
στον τοίχο ακουμπάει
πηδά στο τραπέζι..

Φωνή βγάζω: "Μαύρο
πουλί φύγε τώρα
ξεκούραση να 'βρω
στου ύπνου τα δώρα".

Μα όσο αν πασκίσω
ξυπνό θα μ' αφήσει
και μάτι θα κλείσω
μονάχα ως φωτίσει.








ΤΟ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ

Κάποιες φορές αιστάνομαι
σα μελανοδοχείο
που κάποια πέννα μέσα του
βουτώντας ταχτικά
μαύρα αραδιάζει γράμματα
πάνω σε άσπρη κόλλα-
μαύρα αραδιάζει γράμματα
σε φύλλα ολολευκά.

Και κάποια μέρα μέσα μου
η πέννα σα χωθεί
μελάνι άλλο δε θα βρει-
θε' να 'χουνε σωθεί
οι στάλες της ολόμαυρης
κι ολόστιφης ζωής μου'
και κάποιο χέρι νευρικό
θα σπάσει το γυαλί μου.







ΣΑΝ ΤΟ ΧΑΔΙ

Δίπλα σ' υπόγειου σκοτεινού
διαδρόμου τους δυο τοίχους
φέρετρα μαυροκίτρινα
κείτονται σε δυο στοίχους.

Μέσα τους βρίσκονται κορμιά
νεκρά, μισολυωμένα
που λούλουδα τα σκέπουνε
και φύλλα ξεραμένα.

Στα σαπισμένα έχουνε
τα ξύλα αράχνες στήσει
ιστό γερόν και άσπαστο
που έχει όλος γείσει

ζωύφια μύρια βρωμερά
που απ' των νεκρών το σώμα
τρέφονται-που πεθαίνουνε
και ζούνε μες στο χώμα.

Κυρτή εκείθε μια γριά
διαβαίνει κάθε βράδυ
κρατώντας μες στο χέρι της
λυχνάρι' σαν σε χάδι

ο αγέρας απ' το μαύρο της
το ρούχο ακραγγίζει
των πεθαμένων τα κορμιά
και σαν να τα 'ρεθίζει

αυτά ανασκώνοντας αργά
το άσαρκο κρανίο
γελούνε σαν το θέαμα
να ήτανε αστείο.







ΑΠΟΣΤΕΡΟΥΝ

Όταν τις πρώτες της δειλές
ανακαλύψεις κάνει
καθώς τις νύχτες τις θολές
σε θάλασσες απατηλές
η φαντασία λάμνει

καθόλου δεν την παραιτώ
και δίχως ν' αποσταίνω
τα χαλινάρια παραιτώ
όπου πετάει κι εγώ πετώ
κι όπου με πάει πηγαίνω.

Δε με ωθεί η αναμονή
το τέλος της ποιο θα 'ναι-
πάντοτε βγάζει μια φωνή
σαν το θηρίο που πονεί
κι όλα τελειώνουν-πάνε'

μα με κρατάει η θαυμαστή
ρώμη που πρέπει να 'χει
που τη βοηθάει να μην πιαστεί
αιχμάλωτη ή να κουραστεί
μες στη γιγάντια μάχη

που δίνει μέσα στις φρικτές
αβύσσους των αβύσσων
με αντιπάλους τις ειρκτές
που αποστερούν τους ποιητές
ωραίων παραδείσων.








Θ' ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ

Τα ρολόγια θα πάνε μπροστά
μία ώρα
λες και χρόνο πολύν μας χρωστά
τουτ' η χώρα.

Μία ώρα πιο αργά θα ξυπνά
ο λαός μας
κι ο καιρός πιο γοργά θα περνά
ο κακός μας.

Μα η ώρα ή πάει μπροστά
ή πάει πίσω
τα γυμνά μου εγώ πάλι οστά
θα μετρήσω.

Πάλι ο ήλιος θα εκπέμπει καυτά
φωτοβέλη
και τις ώρες χωρίς να μετρά
θ' ανατέλλει.







ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ

Πάντα μου θεέ μου
σ' όλες τις εικόνες
γελαστόν σε νιώθω
μέσα στους αιώνες.

Λάθος θα 'χουν κάνει
τ' άγιο πρόσωπό σου
σοβαρό όσοι φτιάξαν-
δεν είν' το δικό σου.

Μες στη δυστυχία
ο θεός μας γέλιο
πρέπει να σκορπάει
και το ευαγγέλιο

πρέπει τόμος να 'ναι
φίνων ανεκδότων-
πρέπει θε μου να ‘σαι
κλόουν εκ των πρώτων.







ΗΓΗΣΩ

Στου τάφου της το χείλος καθισμένη
με συντροφιά τη δούλη σύνοδό της
η Ηγησώ θρηνεί τον εαυτό της
κι ας είν' αιώνες τώρα πεθαμένη.

Στο χέρι δε θα βάλει το απαλό της
το κόσμημα που βλέπει έτσι θλιμμένη'
και θα 'θελε και κείνο να πεθαίνει
να το 'χει και στο θάνατο δικό της.

Θρηνεί το μαρμαρένιο της το στήθος
για χάδι που ποτέ δε θα γνωρίσει…
το στόμα για φιλιά που δε θα πάρει...
Κι αυτή δοσμένη στο δικό της βύθος
πικρά θρηνεί για το μαργαριτάρι
το χέρι της που πια δε θα στολίσει.











ΘΑ ΤΗ ΜΑΘΕΙ

Σαν άνθος το πρωί πρωτανοιγμένο
θωρεί το κοριτσάκι σαστισμένο.
Μυστήριο ειν' ο κόσμος και μαζί του
μυστήριο και η ύπαρξη η δική του.

Με μάτι γερακιού και λύκου στόμα
οι γύρω θεωρούν τ' άγουρο σώμα
και με χαμόγελο ευθύς οπλίζουν
τη δράκινη μορφή που μόνο ορίζουν.

..Με άγνοια φορτωμένη και με ήθος
η ρόδινη μορφή μες στ' άγριο πλήθος
δεν ξέρει τι να κάνει τόσο κάλλος
και, βέβαια, θα τη μάθει κάποιος άλλος.








ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αγγελική και Ιφιγένεια
μία δυάδα χαοτική
μες στο μυαλό καμία ένια
α! -Ιφιγένεια-Αγγελική..

Η μια την άλλη συμπληρώνει-
η μια την άλλη αναπληροί
κι η δόλια η φρόνηση πληρώνει
την αμυαλιά την ανθηρή.

Ω! Ιφιγένεια! Ω! Αγγέλω!
Ω! Της ανοίας της χρυσής!
Να δω τη ζήση λίγο θέλω
καθώς τη βλέπετε κι εσείς..

Αγγελική με τόσο βάθος
όσο μια τρύπα στο νερό
Έφη που έχεις τόσο μάθος
όσο το ξύλο το ξερό..

Ω! Ξαδερφούλες μου χαμένες
μέσα στη δίνη των Καιρών1
Ω! Ξαδερφούλες βυθισμένες
σε τέλμα πράσινων νερών!

Ω! Αγγελικούλα μου! Ω! Έφη!
Ω! Ξαδερφούλες μου κενές!
τάχα ποια νύχτα να σας τρέφει
μες στ' άφωτό της το αχανές..

Αγγελική και Ιφιγένεια
κι οι δυο στην ίδια την τροχιά..
Αγγελική και Ιφιγένεια
ανεκδιήγητα στοιχειά…







ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Ποτέ μου δεν απόκτησα
σπίτι στη γη επάνω.
Μα έχω σχέδια πολλά
για όταν θα πεθάνω.

Θα 'χω ένα σπίτι τότε εγώ
που όλα θα χωράει.
Η γη σαν μια πετρούλα του
μικρούλα θα μετράει.

Ήλιους θα έχω λαμπερούς
για φώτα' και τα βράδια
όχι φτηνούς πολυέλεους
μα ολόγιομα φεγγάρια.

Αντίς χαλιά, στο πάτωμα
θα στρώνω Γαλαξίες.
Κομήτες μες στα βάζα μου
θα έχω για γαζίες.

Κι αν χρειαστώ και της βροχής
τις δροσερές σταγόνες
ωραία νεφελώματα
θα βρέχουν για αιώνες.

(Και θα 'χω για ενθύμιο
φυλάξει σε μιαν άκρη
απ' τη ζωή που 'ζησα 'δώ
μιαν αδικιά-ένα δάκρυ).

Πάρκα του και δωμάτια
αλλέες, σοφίτες, κήποι,
θα 'χουνε όλα τα καλά-
τίποτα δε θα λείπει.

Και στην κρεββατοκάμαρα-
θυμάμαι, ας μην το είπα-
θα 'χω σε μια γωνία της
κομψή μια μαύρη τρύπα.







ΧΑΜΕΝΟ

Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.

Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος-
καλίτερα ότι πάντα ήσουν μόνος και δεν το 'ξερες.

Και πίσω από την αίσθηση αυτήν ακολουθούσε
η οριστική γνώση της πληρότητας
και της αυθυπαρξίας.

Κατάλαβα πια πως ό,τι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου'
κι ό,τι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.




ΘΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ

Θα ταξιδέψω'ηρθε η ώρα
τις τελευταίες μου θα μαζέψω
δυνάμεις που 'κρυβα ως τώρα
και πια κινώ-θα ταξιδέψω.

Θα ταξιδέψω όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες των Νότων
θα ταξιδέψω όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες ερώτων.

Θα ταξιδέψω σαν ελέφας
οκνός ανέραστος και μόνος
θα ταξιδέψω σαν ελέφας
προς την καρδιά ενός χειμώνος.

Σαν πριν την ώρα ωριμασμένη
στο δέντρο πάνω μια οπώρα
τώρα θα πέσω-η βλογημένη
να ταξιδέψω έφτασε ώρα.