Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

1.
Ο Πρωθυπουργός κλέβει.
Μικρή καμπανούλα του αγρού
ο Πρυθυπουργός κλέβει.
-Ο αγέρας με φυσά και δεν ακούω.
Πιο δυνατά καλέ μου.
-Ο Πρυθυπουργός κλέβει
μικρή καμπανούλα του αγρού!.
O Πρωθυπουργοοοοοοοοός, κλέβειειειειειειει..
-Αχ! ο αγέρας παίρνει τη φωνή σου-
τίποτα δεν ακώ κι ας βάζεις
τις απαλάμες σου γύρω απ' το στόμα.
Μα συ μ' ακούς παλληκαράκι του Βουνού.
Άκου λοιπόν τί ο αγέρας που φυσάει μου λέει:
"Ο Πρυθυπουργός κλέβει" μου φωνάζει.
Άκου και κάνε κάτι
συ του λαού παλληκαράκι.
Ο Πρυθυπουργός κλέβει.

2.
Στην ακρογιαλιά η αχάιδευτη μικρούλα.
Τα ποδάκια της στο νερό πλέκουν.
-Άνοιξε το 6ήμα σου παιδόπουλο της άνοιξης.
Κάποιονε σαν εσένα καρτερεί και λαχταράει.
-Βαριά η καρδιά μου κι άβουλο το χέρι
Εχτές ο φίλος μου αρρώστησε και πέθανε.
Θέση δεν είχε στο νοσοκομείο.

Αχ! Τα ποδάκια αχάιδευτα θα μείvουνε του κοριτσιού με το νερό που παίζει;
Μα όχι-να, εκείνος,
που το σπίτι του
με τα κρεβάτια των νοσοκομείων έφτιαξε
πλησιάζει προς την ακροθαλασσιά.
-Φύγε μικρούλα απ' το νερό. Τρέξε στο σπίτι σου μικρούλα.
-Εγώ θέλω στ’ αυτιά μου σκουλαρίκια
και φόρεμα η μάνα μου καινούργιο.
Και ο πατέρας
από ταβέρνα οε ταβέρνα τριγυρνάει χωρίς δουλειά.
-Φύγε μικρούλα. Κάτι θα βρεθεί.
-Βρέθηκε κιόλας. Βιαστικός
έρχεται κατά μένα ο πλούσιος. Κι εγώ
τον κόρφο τον μικρό μου
τον αμεγάλωτον ακόμα ετοιμάζω.





3.
-Μικρό δεντράκι
μικρό. δεντράκι
πότε καρπό θα δώσεις;
-Σ' αυτό τον κήπο εγώ δε θα καρπίσω.
Γιατί ψηλά στου λόφου την κορφή ο κήπος μου είναι
και από δω βλέπω απλήρωτη δουλειά.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
οι μίσχοι των φύλλων σου τρυφεροί
τ’ άνθη σου ολόκληρο σε σκέπασαν.
-Θα ρίξω τ’ άνθη μου άκαρπα
και φύλλα και κλαριά μου θα ξεράνω.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
άσε στην μοίρα του τον άνθρωπο.
Πιες το ρυάκι
ανάσανε τον άνεμο
δώσε καρπούς σε κείνον που σε φύτεψε.

-Εκείνος που με φύτεψε
είναι που τη δουλειά σου κλέβει.
Και τα δεντράκια όπως εγώ
η ψυχούλα τους σπαράζει
να βλέπει ανθρώπους δύστυχους.







4.
-Από του φεγγαριού τους κύκλους
ο πρώτος είναι της αγάπης μου.
Ο δεύτερος της αγριοτριανταφυλλιάς
κι ο τρίτος του πελάγου.
-To πέλαγο ανέμελε τραγουδιστή
δε θέλει ούτε να σε βλέπει
που αφήνεις να σε λοιδορούν οι βουλευτές σου.
-Σκοτούρα μου το πέλαγο.
Μα ο κύκλος της αγριοτριανταφυλλίτσας μου
για μένα τη στροφή του γράφει.
-Εγώ νιε μου ανέμυαλε και χιλιοπροδομένε
ούτε τ’ αγκάθια μου δε χαραμίζω
για όποιον αφήνεται όμορφα άμορφα
στους υπουργούς του το αίμα να του πίνουν.
-Σκοτίστηκα για τ' άνθη σου.
Τ' άνθη δικά μου όμως όλα της καλής μου-
το γέλιο, το κελάδημα, ο κόρφος
και τ' άνθος το κρυφό της το ανοιγμένο.
-Καλλίτερα στον εγκρεμό να ρίξω τ' άνθια μου όλα
παρά σε σκλάβο ένανε το μύρο τους να δώσω.

-Φεύγω και όπλο ζώνομαι και βλήματα τυλιέμαι
και υπουργούς και βουλευτές στον Άδη κατεβάζω.
Κι αν το ’χει η μοίρα μου η καλή πάω κι εγώ μαζί τους.
Κάλλιο, παρά να ντρέπεται για μένανε η καλή μου.




5,
Οι νεκροί των δρόμων-
οι νεκροί των κλεμμένων χρημάτων-
οι νεκροί των σκανδάλων
τις νύχτες γίνονται ένα
με του φεγγαριού το κλάμα
και στα γύρω γυμνά χωράφια
θρηνούν.

Ο κρύος άνεμος της νύχτας
τις φωνές τους παίρνει
και τις αναπνιές μ' αυτές γεμίζει εκείνων
που θυμούνται ακόμα τους χαμένους.
Εκατομμύρια στρογγυλά χρυσά νομίσματα
κυλούνε μ' ένα θόρυβο δαιμονικό
από των αδικοχαμένων τις παλάμες
και παν και γίνονται γιοτ υπουργών,
και βίλλες εργολάβων,
και καταθέσεις βουλευτών σε τράπεζες.
Αρχαίοι κάτοικοι των τόπων αυτών ξυπνούνε,
χώμα στα μαλλιά τους,
σκοτάδι στις τρύπες των ματιών
και βλέπουν την κατάντια των σημερινών κατοίκων
κι ακούν τον άγγελο της προδοσίας να σαλπίζει:
"Υπομονή! Υπομονή!
Όλα Αύριο θα διορθωθούν…"
Και φριχτά ηχούνε προδομένα
τα κόκαλά τους.
Ο δολοφόνοι κοιμούνται στ' απαλά τους μαξιλάρια.



6.
Κάπου κάπου
μέσα στη νύχτα
να σκάζουνε ακούς γκαζάκια.
Οι εμπρηστές μετά
‘συχάζουν ότι κάναν το καθήκον τους
και πάνε και κοιμούνται ήσυχοι.

Τα μαχαίρια, οι δυναμίτες,, οι μπόμπες,
κοιμούνται μέσα στϊς αποθήκες.

Και τα μαχαίρια ονειρεύονται λαιμούς πολιτικών.
Κι οι μπόμπες ονειρεύονται Βουλή,
υπουργεία, βίλλες, πλοία, εργοστάσια.
Κι οι δυναμίτες υπουργεία γκρεμισμένα.
Και οι γκαζάκηδες κοιμούνται ήσυχοι
πως το καθήκον τους το κάνανε.




7,
Τα ζώα ακούσαν φασαρία από την πόλη.
"Τράβα καλή αλεπού να μας ειπείς τι τρέχει."
Επήγε, γύρισ' η αλεπού.
"Και τ! είδες αλεπού αλεπουδίτσα;" της κάνει το λιοντάρι.
"Είδα μιλιούνια ανθρώπους να φωνάζουνε
σε είκοσι άλλους:
"Μας κλέβετε το φαί μας και πεινάμε!"
"Μετά-πέσαν στους κλέφτες πάνου να τους φάνε;"
"Oxι. Διαλύθηκαν ησύχως".
"Λοιπόν αξίζουνε την πείνα".




8.
Η Δείλια των Συμπάντων
και ο Ανεύθυνος των Ουρανών
βρεθήκανε πάνω στη γης μια μέρα.
Εκείνη τρέμοντας σε κάθε αγεροφύσημα
κι Εκείνος έχοντας ξεχάσει και γιατί ήρθε.
"Έτσι ως τρέμουνε μ' αρέσουνε τα στήθια σου" της είπε κείνος.
«Φοβάμαι», είπε αυτή,
"ως και τις μύγες που πετάνε.
Πάρε με στην αγκάλη σου και 'σύχασέ με"
"Έτσι όπως σ' έχω εδώ κλεισμένη
κι έτσι που τίποτα να κάνουμε δεν έχουμε άλλο
τι θα 'λεγες ν' αφήσουμε παιδί ένα 'δώ;"
"Αν έτσι θέλεις ναι. Μα φύλαγέ με
από τις σκιες κι από της χλόης το πράσινο"
Και τήνε σφιχταγκάλιασε αυτός
πόθο γεμάτος τέτοιον,
που οι φοβισμένες οι γυναίκες
στον άντρα τον εγωιστή γεννούνε.
Και μήνες ύστερα εννιά
γεννήθηκε το έθνος των ελλήνων.





9.
Τα κρύσταλλα της τηλεόρασης-
μικρές πυγολαμπίδες-
μαζεύτηκαν στη χλόη του δάσους
έξω απ’ του Ύπνου την καλύβα.
"Εγώ
τώρα που μας ανακαλΰψανε»
είπε η έξυπνη μικρή πυγολαμπίδα.
«θα φύγω στο Βορρά"
(αστέρια δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης)
«Έγώ στο Νότο θα τραβήξω»
είπε η σοφή πυγολαμπίδα.
(αστέρια, δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης)
Και κάθε μια εδιάλεξε το δρόμο που ήθελε να πάρει.
(αστέρια δείξετε το δρόμο στις μικρές
τις αδερφούλες σας της γης).

Ο γυμναστής πυγολαμπίδων
το βράδυ εκείνο είχε βγει
χωρίς ελπίδα
πως θα 'βρισκε ούτε μια.
Kαι να μπροστά του όλες μαζεμένες!
Τις μάζεψε όλες, τις εγύμνασε,
κι όλες μαζί τις πούλησε στο μέγαρο Μαξίμου.
Kαι το γύμνασμά τους
να κάνουν είναι ό,τι
το αφεντικό του μέγαρου κάθε φορά τους λέει.



10
Χρηματιστήριο.
Κυβέρνηση κι αντιπολίτευση κλέβουν.
To βατραχάκι πηδάει μέσα στα νερά.
Η αράχνη ετοιμάζει το δλητήριο της.

Οι νέοι βάζουνε γκαζάκια
και φαντάζονται τους εαυτούς τους ήρωες.
Και ονειρεύονται στεφάνια
στο λαιμό ανδριάντων τους μαρμάρινων
να κρεμιούνται.

Οι άλλοι κλέβουνε και κλέβουνε και κλέβουνε.
Και νεαροί
διαλέγοντας ονόματα ηχηρά,
οργανώσεων,
βάζουν γκαζάκια…



11.
-Οι πρωθυπουργοί μόνο,
κλέψανε είκοσι δισεκατομμύρια.
Πού βρήκαν τα λεφτά αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Στη δυστυχία του ανάπηρου
στο θάνατο του τραυματία
στην πορνεία της γυναίκας.

-Οι υπουργοί του πασόκ μόνο
κλέψανε πέντε δισεκατομμύρια.
Πού τα λεφτά βρήκαν αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ' τους μιστούς και τις συντάξεις,
από την τύφλα της Παιδείας
κι απ' των βιομήχανων τις μίζες.

-Ο «Άκης» πού εβρήκε τα λεφτά
και βίλλες χτίζει κι αγοράζει νυφικό
για τη γυναίκα του εκατό χιλιάδες
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
Απ’ την κλοπή στην αγορά των όπλων
κι από των θεσσαλονικιών την πεθυμιά
να 'χουν πολιτικό έναν δικό τους.

-Κι οι έλληνες τι κάνανε γι αυτό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Τους ξαναψήφισαν
ή τους εστείλανε στο σπίτι τους
ήσυχα για να φάνε τα κλεμμένα

-Και τι για όλ' αυτά
κάναν οι νέοι της χώρας μου
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Βάλαν γκαζάκια.

-Μέτρησες των ελλήνων το μυαλό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Έψαξα-
τίποτα δε βρήκα τέτοιο να μετρήσω,
-Κaι η αντρεία
και το φιλελεύθερο
κι η εξυπνάδα των ελλήνων
τι έγϊνε-
πού πήγε,
που γι αυτήν καυχιώνται,
αφού αφήνουν να τους κλέβουνε
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-To καύχημα έχουν μόνο κι όχι τ' άλλα.

-Κι ένας λαός χωρίς μυαλό
το τέλος του πoιo θα 'ναι
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Ο γρήγορος αφανισμός.







12.
-Ογδόντα δυο νεκροί σ' ένα ναυάγιο
τ! κάνουνε στον υπουργό της ναυτιλίας αδέρφι μου;
-Προαγωγή από κράτος κι από κόμμα,
-Η εκκόλαψη κλεφτών κϊ η κάλυψή τους
τϊ δίνουνε σ' έναν πρωθυπουργό αδέρφι μου;
-Σίγουρη κι άλλη μια τετραετία.
-Με τα δικά σου αν τα λεφτά
ζούνε καλά όσοι σε κλέψανε
και συ απ' την ανέχεια σου πεθαίνεις,
τι κάνεις τότε αδέρφι εσύ;
-Την ψήφο μου τους δίνω πάλι.





13.
Πήγαινε μόνος του στο δάσος ο γεωργός.
Στα δέντρα έριχνε το κρύο φεγγάρι αχτίδες παγωμένες.
Δυο ‘λάφια τον κοιτάζανε τρεμάμενα απ' το κρύο
να κουβαλάει τ' άθλιο κορμί του στην καλύβα του.
-Κοίτα σε χώρα ποιαν έχουμε γεννηθεί.
Χειρότεροι από μας οι ανθρώποι.

-Χειρότεροι...χειρότεροι…

-Κι εμάς μας τρώει το λιοντάρι
μα είναι που εμείς όπλα δεν έχουμε.

-Δεν έχουμε...δεν έχουμε…

-Ενώ αυτοί μυαλά ίδια κι ίδια χέρια ας έχουνε,
και ίδια όπλα και oι δυο ας κρατάνε.
μα δε σηκώνουνε τα όπλα τους
ενάντια στα λιοντάρια τους-γιατί;

-Γιατί.;..Γιατί;..

-Κοίτα τον πώς δουλεύει γι άλλους...
Κοίτα τον πώς σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί...
Κι αύριο με το δρεπάνι του
θα πάει να θερίσει στάρι
αντί με κείνο τα κεφάλια τους να πάρει...
-Τα κεφάλια τους…Τα κεφάλια τους...







14.
To σχολείο σκόλασε. Βγαίνουν τα παιδιά.

-Εγώ σα μεγαλώσω θα γινώ μηχανικός
να χτίζω σπίτια.

-Πού θα πας το απόγεμα; Έλα σπίτι
να παίξουμε κρυφτό και αμάδες.

-Θέλω να διαβάσω να γίνω μηχανικός.
Αν όλο παίζω δε θα γίνω μηχανικός.

-Ο πατέρας μου λέει πως ό,τι και κανείς να γίνει
χαμένα όλα παν στη χώρα αυτή.
Καλά θα ζήσεις μόνο αν κλέψεις.
Εγώ θα μάθω να κλέβω.

-Kαι γιατί όλα πάνε χαμένα στη χώρα αυτή;

-Δεν ξέρει λέει κι αυτός, μα έτσι είναι.
Ίσως, λέει, το ’χει η μοίρα μας.

-Ο πατέρας σου είναι σοβαρός άνθρωπος.
Για να το λέει έτσι θα !ναι.

-Και βέβαια έτσι είναι.

-Θα 'ρθω να παίξουμε τότε.
Θα μάθεις και σε μένανε να κλέβω;








15.
Μες στη χελιδονοφωλιά,
ψηλά,
λέει το χελιδονάκι στον πατέρα του.
-Πατέρα τί είναι κλέφτης;
που όλοι λέει στη χώρα ετούτη κλέφτες είναι;
-Είναι αυτός που παίρνει τα λεφτά του αλλουνού.
-Και τ' είναι τα λεφτά πατέρα;
-Είναι ο ιδρώτας κι η υγεία κι η χαρά
και η διασκέδαση και το φαί και το πιοτί του ανθρώπου.
-Ό,τι είναι τα έντομα για μας
είναι και τα λεφτά για τους ανθρώπους;
-Ναι παιδάκι μου καλό. Έτσι είναι.
-Δυστυχισμένοι ανθρώποι να 'ναι κλέφτες...
Πατέρα μου, δε θέλω να τους βλέπω.
Την άλλη τη χρονιά να μην ερθούμε ’δω.
-Εδώ μας έχει τάξει ο θεός παιδί μου για να ζούμε.
-Δυστυχισμένα χελιδόνια εμείς…
με κλέφτες δίπλα μας να ζούμε...






16,
-Αυτές κυρα-πατρίδα οι ζωγραφιές στον τοίχο τ' είναι;
-Πάρε παιδί μου τ' όπλο αυτό.
Και άκου.
Αυτόν εκεί στα δεξιά Καραμανλή τον λένε.
Είναι ο μπροστάρης,
Τ’ άγριο λεφούσι πίσω του που σέρνει
είναι οι ληστές και oι φονιάδες μου.
Είναι οι καταχραστές και οι ληστές μου.
Αυτός ο ένας σωρός.
Αριστερά βλέπεις το άλλο πλήθος
με τις προβιές αρνιών που στάζουν αίματα;
Που πάει μπροστά τους κείνος ο ψηλός
που Παπαντρέου τόνε λένε;
Αυτοί παιδί μου με καταματώσαν
κομμάτια κόβοντας και τρώγοντας τις σάρκες μου
αφού τα ρούχα που φορούσα πρώτα πούλησαν.
Τους δυο ετούτους τους σωρούς στόχο θα βάλεις.
Και δύσκολο να τόνε βρεις δεν είναι.
Κι όπου να ρίξεις,
εμένα σώζεις απ' τα νύχια τους παιδί μου,
νέε μου,
που όμορφη με θέλεις ,
και κυρά στον τόπο μου,
δίπλα σου σοβαρή να στέκω
και να μην ντρέπεσαι για μένα όταν στις συντροφιές
με σεργιανάς του κόσμου.
Εμπρός παιδί μου.
Μάθε να χτυπάς.
Όσο λιγότερους αφήσεις
τόσο περσότερο καλό μου κάνεις.
Χτύπα παιδί μου.
Τ' όπλο σταθερό.
Αετίσιο μάτι.
Απόφαση για λεφτεριά.
Χτύπα παιδί μου!
-Κυρα-πατρίδα ποιος χτυπάει την πόρτα μας;
-Αυτοί παιδί μου είναι!
Ήρθαν εδώ για να σε πάρουνε και σένα στην παρέα τους
επάνω μου και συ αντάμα τους να πέσεις
και να πεθάνω και να σβήσω μια ώρα αρχύτερα,
-Σύντροφε ρίξε τ' όπλο!
Και κοίτα!
Να ένα ξεροκόμματο!
Πάρε να φας!
Μαλάκωσέ το λίγο στο νερό και φάε να ζήσεις,
Με ξεροκόμματα οι αληθινοί πατριώτες ζούνε.
Κι έλα κοντά μας στη μεγάλη μας παράταξη.
Για μία λεύτερη πατρίδα σύντροφε!
-Έλα με μας καλό παιδί μας.
Αυτοί ρημάξαν την πατρίδα.
Εμείς θα τήνε σώσουμε.
Και κοίτα! Πάρε αυτό το ξεροκόμματο
κα μέτρα το με κείνο
του Παπαντρέου-το δικό μας
θα δεις πως είναι-φως φανάρι-μεγαλύτερο.

-Χτύπα παιδάκι μου!
Μπρος σου τους έχεις…
Η τελευταία σου ευκαιρία είναι πριν και σένα φάνε!
Μη!..Μην το κομμάτι παίρνεις που σου πέταξαν.
Φρέσκα καρβέλια τρων αυτοί βουτυρωμένα
που εσένανε θα βάλουν να τους ψήσεις.
Χτύπα παιδί μου! Χτύπα τους!
-Ε σεις, δικός σας είμαι.
Λίγο νερό μονάχα να ‘βρω
το ξεροκόμματο να βρέξω.
-Παιδί μου αχ!
Πάει κι αυτή η γενιά μου!






17.
Τα κουρασμένα σέρνοντας τα βήματά τους
δυο άλογα
στην πόρτα φτάνουνε του Χρόνου.
-Άνοιξε κυρ-Χρόνε την πορτίτσα σου.
Βγες από τα βάθια σου
και κάνε μας τη χάρη να μας πεις
ποιος την πατρίδα των αλόγων ρήμαξε.
-Μεγαλομάτικα άλογα
ξέρετε ότι δεν υπάρχω πια
κι όμως ζητάτε από μένα πράγματα να σας ειπώ.
Εγώ είμαι του Χρόνου το χοντρό νεκρό το σώμα.
Τα χέρια ετούτα έχουνε ρημάξει όχι μια,
παρά πατρίδες μετρημένες σε χιλιάδες.
Διασχίστε το τεράστιο το κορμί μου,
απάνου σε πατρίδων πτώματα πατώντας,
και στην ουρά μου τη μακριά όταν θα φτάστε
εκεί δε θα ρωτείστε μα θα δείτε
ποιος την πατρίδα σας ετούτη τη στιγμή ρημάζει.
Ένα νεκρόν ξυπνήσατε.
Στο ζωντανό κομμάτι μου τραβάτε.
Τ’ άλογα χλιμιντρίσανε,
προχώρησαν,
κι όταν στο ζωντανό κομμάτι εβρέθηκαν του Χρόνου
εκάναν ένα βήμα προς τα πίσω
που στο ανύπαρκτο και στο άχρονο ευθύς τα πήγε.
Ο Χρόνος κλείνοντας την πόρτα του
εχασμουρήθηκε τεραστιο ένα στόμα ανοίγοντας
και με τα χείλια του πρησμένα εμουρμούρισε:
Άλογα…τι περιμένεις...
έλληνες νομίζω ήσαν...







18.
Στα βορινά τα κρύα της Ευρώπης μέρη
δυο λύκοι έχοντας φάει ένα αρνί
στον κρύο ήλιο συζητάνε των πατρίδων τους.
-Τα νότια αρνιά πιο τρυφερά από τα δικά μας είναι.
Μες στις σάρκες τους
ο ήλιος της πατρίδας τους κυλάει.
Kαι στις φλέβες τους
το αίμα τρέχει γρηγορότερα.
Μας χρειάζεται η ζωντάνια και η θέρμη τους.
-Τα ελληνικά τ’ αρνιά είναι τα καλλίτερα
κι αρώτητα υπακούνε.
-Τελειώνουν όμως όπου να 'ναι.
Τώρα βουλγάρικα, ρουμάνικα,
και γιουγκοσλάβικα καϊ ουγγρικά έχουν σειρά.
-Αυτά σκληρό έχουνε κόκκαλο
και αντιστέκονται, λένε οι φήμες,
στων λύκων τα καλέσματα.

-To 'χω ακούσει, Α! Ελληνικά,
πρόβατα που ακόμα και ακάλεστα
την πείνα μας για να προλάβετε
σερνόσασταν κοντά μας...
-…Που κοπαδιαστά οι τσοπαναραίοι σας σάς έφερναν…
ίσα στο στόμα το δικό μας μέσα...
-Και με αντάλλαγμα λίγο χορτάρι μόνο...
που και κείνο, άκουσα,
δεν το 'διναν στα πρόβατά τους,
παρά σε άλλα πρόβατα το επουλούσαν.
-Θα μας λείψουν τα ελληνικά τ' αρνιά.
-Ας ελπίσουμε
με τόσο φαί
να είναι νόστιμοι και τρυφεροί
και οι τσοπάνηδές τους...
Τι λες, πάμε για ύπνο;






19.
-Εγώ, η γριά χελώνα
χιλιάδες χρόνια σέρνομαι στη γη ετούτη
την ελληνική.
Στο καύκαλό μου σπάζουν οι αιώνες
απείραχτην αφήνοντάς με.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς ο κόσμος άρχισε;
-Με χαρές και τραγούδια
και με γιορτές των τζιτζικιών στις γέρικες ελιές.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς η πατρίδα μου γεννήθηκε;
-Όπως oι πατρίδες όλες-
απ’ το νερό, το στάρι και το πρόβατο.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα
πώς η πατρίδα μου θα τελειώσει;
-Η πατρίδα σου νεκρή.
Kαι συ ένας ίσκιος
που στο γέρμα του ήλιου θα χαθείς.


20.
-Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ
θα μας δώσεις ψωμί να ζήσουμε και μεις;
-Αν περισσέψει από τις αποθήκες μου…
-Κλέφτες υπουργοί
ένα κομματάκι απ' το χρυσάφι σας
θα δώστε στο φτωχό λαό;
-Αν μας το πει η Ευρώπη…
-Κλέφτες βουλευτές
θα μας δώστε πίσω
το ένα στα εκατό που μας εκλέψατε;
-Αν μας αφήσουν οι ερωμένες μας…
-Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ
θα μας θάψεις όταν πεθάνουμε;
Ναι, γιατί δεν αντέχει η ντελικάτη μύτη μου τη βρώμα.








21
Στης λίμνης τα δέντρα
πουλιά κελαδούνε.
-Πού πας νέε μου εσύ;
ρωτούνε σα με δούν.

-Στο πάρκο πηγαίνω
το κόμμα μου να 'δω
που πέντε αφεντεύει
χρονιές του’ τη χώρα.

-Αυτός αρχηγεύει-
ο Καραμανλής;
-Αυτός-ναι ο ίδιος
του λαού εκλεκτός.

-Επήρε απ' τους πλούσιους
στη φτώχια να δώσει;
Επήρε απ' τους κλέφτες
τα που 'χαν κλεμμένα;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχει το σχέδιο
μα θέλει δουλειά.

-Επήρε απ' το θειο του
τα δυο που 'χει φάει
τρισεκατομμύρια
δραχμές του λαού;

-Παλιές ιστορίες
καλά μου πουλάκια.
Τα νέα γυρεύουν
προβλήματα λύση.

-Μην έκλεισε μέσα
στα σίδερα εκείνους
το χρήμα που εφάγαν
με τους γερμανούς;

-Τα ξέρετε όλα
καλά μου πουλάκια!
Μα όλα να γίνουν
γυρεύουν καιρό…

-Τις βίλλες που υψώσαν
κλεμμένα λεφτά
τις πήρε απ' όσους
παράνομα εχτίσαν;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχουνε νόμοι
-του κράτους ψυχή.

-Εκρέμασε κλέφτες;
Ντουφέκισε κείνους
που πίναν το αίμα
του δόλιου λαού;

-Μα όχι καλά μου...
Αυτοί αν δολοφόνοι
και άνομοι, όμως
δεν είμαστ' εμείς…

Η δημοκρατία
που λάμπει στη χώρα
τα τέτοια δε στέργει-
ελεύτερη αυτή…

-Η ψεύτρα διαβάτη,
η δημοκρατία
σε ζάλισε κι ούτε
δεν ξέρεις τι λες.

Μα φεύγουμε τώρα.
Με ανόητους ανθρώπους
πουλιά που όλα βλέπουν
δεν έχουν δουλειά.

Κακόμοιροι ανθρώποι
φριχτά γελασμένοι!
Φριχτά υποταγμένοι
σ’ ανόμων βουλές!

-Μην πάτε πουλάκια-
χωρίς σας ο τόπος
νεκρός θ! απομείνει
και άχαρος πια,

μιας κι η δικιοσύνη
μαζί σας θα έρθει
πετώντας με τ' άγια
δικά σας φτερά.

-Την είχαμε φέρει
τη λιώσατε κάτου
τη ζήσαμε πάλι,
μαζί μας θα ’ρθεί.

Και πήγαν. Και φύγαν.
Και όπως τραβούσα
στο μέρος το κόμμα
πou είχε γιορτή

φτερά στις χοντρές μου
τις πλάτες φυτρώσαν
και δύναμη μία
με σήκωσε πάνω

και μου 'πε: «συ φύγε
δεν πρέπει σου εδώ»΄
και τ! άγια πουλάκια
επήγα να βρω.








22.
Ο σιδεράς χτυπάει πάνω στ' αμόνι
κι ομορφοτραγουδάει το σφυρί.
-Γερές μην κάνεις σιδερά
τις άλυσες του δούλου.

Γ ια να μπορέσει μια και δυο
να τις κατασυντρίψει
και λευτεριά έτσι να βρει
μες στην πικρή ζωή του…

Κι ο σχοινοπλέχτης γέρνοντας
στον πάγκο του επάνω
χοντρά χοντρά κάνει σχοινιά
και διπλοκαμαρώνει.

-Χοντρά μην κάνεις τα σχοινιά
γιατί τους σκλάβους δένουν
κι εύκολα πια δε λύνονται
-τα χέρια δε χωρίζουν.

Και με την πέννα του ο γραφιάς
γράμματα ωραία γράφει
που νόμους λεν και που μ! αυτούς
τους δούλους φυλακίζουν.

-Σπάσε γραφιά την πέννα σου
παρά να δίνεις νόμους
που δυστυχούνε το λαό
και το θεό σκοτώνουν.

Μα δεν ακούει κανένας τους.
Και όλοι τους δουλεύουν
με τις δουλειές τους φέρνοντας
τον ίδιο το χαμό τους.