Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΕΣ

Δάφνες και φίλτρα Θεστυλί! ηού είναι; Φέρε μου τα.
Πάρε το πρόβιο το μαλλί το ραφιναρισμένο
και το ποτήρι σκέπασε για να τον μαγιοδέσω
αυτόν που εγώ τον αγαπώ κι εκείνος με παιδεύει.
Που ο άθλιος τώρα δώδεκα έχει χαθεί ημέρες
Κι αν ζω ή αν επέθανα δε ρώτησε να μάθει.
Την πόρτα ο αχάριστος δε χτύπησε-και βέβαια
αλλού τον αλαφρόμυαλο τον έχουνε τραβήξει
η Αφροδίτη κι ο Ερωτας. Αύριο στην παλαίστρα
του Τιμαγήτου να τον δω θα πάω, να τον ψάλλω
για όσα μούκανε. Αλλά, τώρα θα τόνε δέσω
Με τούτα δω τ' αρώματα. Φώτα καλά Σελήνη
γιατί θα πω ένα σιγανό τραγούδι και σε σένα
και στην Εκάβη που στης γης τα μαύρα βάθη μένει
και που την τρέμουν τα σκυλιά όταν από τα μέρη
των πεθαμένων έρχεται περνώντας μαύρο αίμα.
Εκάτη! χαίρε τρομερή! και ώσπου να τελειώσω
στα μάγια μου βοήθα με και κάνε από της Μήδειας
ή απ' της Κίρκης ή απ' της ξανθής της Περιμήδης
να μη γινούν χειρότερα αλλά με κείνων ίδια.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Πρώτα τ' αλεύρι στη φωτιά να πέσει πρέπει. Ελα,
πασπάλιζέ το Θεστυλί. Αθλια-πού τρέχει ο νους σου;
Αραγε με τη λύπη μου μη χαίρεσαι βρωμιάρα;
Σκόρπα το και "τα κόκκαλα" να λες "σκορπώ του Δέλφι"

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Ο Δελφις μ' έκαψε κι εγώ δάφνη στο Δέλφι καίω.
Κι όπως φουντώνει ξαφνικά κι αυτή τριζοβολώντας
και καίγεται αναλάμποντας και στάχτη δεν αφήνει
και το κορμί του να χαθεί εκείνου μες στη φλόγα.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Κι ως με βοηθό μου τη Θεά του’ το κερί εγώ λιώνω,
έτσι να λιώσει από ερωτά ο Μύνδιος ο Δελφις.
Κι ως η Αφροδίτη τον χαλκό αυτόν γυρίζει δίσκο
έτσι κι αυτός στην πόρτα μου απόξω να γυρνάει.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Τώρα θα κάψω Αρτεμη τα πίτουρα σε σένα
που και τα σίδερα μπορείς του Αδη να κουνήσεις
και ό,τι άλλο, όσο κι αν αυτό είναι στεριωμένο.
Για μας στην πόλη Θεστυλί ουρλιάζουνε οι σκύλοι.
Θα ’ναι η θεά στα τρίστρατα. Χτύπα το δίσκο. Βιάσου!..

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Να! Ησυχάζει η θάλασσα, ’συχάζουν κι οι άνεμοι
μόνον ο μες στα στήθια μου πόνος δεν ησυχάζει
παρά για κείνον καίγομαι ολάκληρη-γιά κείνον
που αντίς να ’μαι γυναίκα του μ' έχει ξεπαρθενέψει
και πομπεμένη μ' άφησε τη δύστυχη εμένα.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Φορές τρεις στάζω Δέσποινα και τρεις φορές φωνάζω:
"Είτε γυναίκα δίπλα του κοιμάται είτε άντρας
Τόσο απ’ αυτόν να ξεχαστεί όσο ο Θησέας στη Δία
Λεν την ομορφοπλέξουδη πως ξέχασε Αριάδνη."

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Υπάρχει αλογοβότανο ένα στην Αρκαδία
που αν φαγωθεί από γρήγορες φοράδες ή πουλάρια
παίρνουνε,όλα, τα βουνά. Ετσι να δω τον Δέλφι
αρόμοια να πετάγεται απ' τη λαμπρή παλαίστρα
και σαν τρελός μέσα σ' αυτό να μου ’ρχεται το σπίτι.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Αυτή την άκρη που απ' του Δέλφι εκόπηκε τη χλαίνη
ξεφτώντας την στην άγρια φωτιά τη ρίχνω τώρα.
Αλίμονο! Γιατί Ερωτα σαν τη λιμνίσια βδέλλα
έχεις κολλήσει επάνω μου και πίνεις μου το αίμα;

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Ενα πιοτό της συφοράς αύριο θα σου φέρω
μια σαύρα κοπανίζοντας. Τώρα ετούτα πάρε
συ Θεστυλί τα βότανα, και πήγαινε με τρόπο
κι άλειψε το κατώφλι του όσο ειν' ακόμα νύχτα.
Και φτύνοντας "τα κόκκαλα", να λες, "του Δέλφι αλείφω".

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Τώρα που μόνη έμεινα πούθε να πρωταρχίσω
να κλαίω την αγάπη μου; πώς το κακό που μ' ήβρε
τούτο να πω; Η Αναξώ, του Εύβουλου η κόρη
κανιστροφόρα έφτασε στης Αρτεμης το δάσος.
Πίσω και πλάι της πολλά πηγαίνανε θηρία
κι ανάμεσα τους μάλιστα ήταν μια λιονταρίνα.

Πες από πουθε ο ερωτάς μούρθε κυρα Σελήνη.

Και τότε μια θρακιώτισσα, τροφός του Θεοχαρίδα,
γειτόνισσά μου-δε ζει πια- μ’ εθερμοπαρακάλει
μαζί να δούμε την πομπή. Κι η δύστυχη επήγα
τον βυσσινί ωραίο μου φορώντας τον χιτώνα
και τυλιγμένη στο μακρύ παλτό της Κλεαρίστας.

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Στου δρόμου μας θα ήμουνα τη μέση όταν είδα
εκεί, κοντά στου Λύκωνα, τον Δέλφι να βαδίζει
μαζί με τον Ευδάμιππο. Απ' της γαζίας τ' άνθη
είχανε γένια πιο ξανθά' και λάμπαν τους τα στήθια
πιότερο κι από σένανε, Σελήνη, έτσι όπως είχαν
μόλις αφήσει τους καλούς αγώνες της παλαίστρας.

Πες από πουθ' ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Τον είδα και τρελάθηκα. Κι αμέσως η καρδιά μου
της δόλιας,επληγώθηκε. Χάθηκε η ομορφιά μου
Και δε σκεφτόμουν πια πομπή. Πώς βρέθηκα στο σπίτι
ούτε που το κατάλαβα. Και μ’ έπιασε μια θέρμη
που ήρθε και με ρήμαξε. Επεσα στο κρεβάτι
και δέκα μέρες έμεινα εκεί και δέκα νύχτες.

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Εκιτρινοφυλλιάστηκα και πέσαν τα μαλλιά μου-
ήμουν πετσί και κόκκαλο. Και τι δεν είχα κάνει…
Και ποια γρηά δε ρώτησα που ξέρει να ξορκίζει…
Τίποτα δε μ' αλάφραινε. Μόνο περνούσε ο χρόνος.

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Ωσπου τη δούλα φώναξα και της τα είπα όλα.
"Βρες μου",της λέω, "βρε Θεστυλί κάποια γιατρειά σε τούτη
την τρομερή αρρώστια μου. Μ' έχει σκλαβώσει ο Μύνδιος.
Στου Τιμαγήτου πήγαινε και φύλα την παλαίστρα-
τ' αρέσει εκεί να κάθεται κι έτσι συχνοπηγαίνει".

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"Κι όταν τον δεις μονάχο του, τότε με τρόπο γνεψ' του
ιαι πες του ότι τον ζητά η Σιμαίθα-κι εδώ φέρτον".
Όταν της τόπα πήγε αυτή και τον λαμπρό το Δέλφι
τον έφερε στο σπίτι μου. Κι ως ένιωσα πως ήρθε,
κι ακόμη πριν το πόδι του την πόρτα να περάσει…

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

...από το χιόνι έγινα πιό κρύα κι ο ιδρώτας
μούσταζε από το μέτωπο σα νοτινή δροσούλα
και η μιλιά μου κόπηκε, και δε μπορούσα ούτε
Φωνή να βγαλω, όπως αυτή που βγάζουν τα μωράκια
σα μες στον ύπνο τους καλούν την π' αγαπούν μητέρα.
Και νέκρωσα, σα νάμουνα κερένια μια κούκλα.

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Κι όταν με είδε ο άπονος, χαμήλωσε τα μάτια
κι έκατσε στο κρεβάτι μου κι αυτά τα λόγια μούπε:
"Σιμαίθα, αλήθεια, όπως εγώ τον όμορφο Φιλίνο
Στο τρέξιμο ξεπέρασα τις άλλες, και συ εμένα
Το ίδιο με ξεπέρασες καλώντας με κοντά σου..."

Πες από πουθ' ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"...Γιατί θαρχόμουνα εγώ. Στ' ορκίζομαι-θαρχόμουν,
Μα το γλυκό τον Ερωτα! στο σπίτι σου απόψε,
κι ας είχες αγαπητικόν άλλονε. Και θα είχα
τα μήλα μες στον κόρφο μου του Διόνυσου κρυμμένα
Και θα ’χα στο κεφάλι μου στεφάνι  απ’ το κλωνάρι
Το ιερό του Ηρακλή, κομμένο από λεύκα
και στολισμενο ολόγυρα με κόκκινες κορδέλες".

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Κι αν με δεχόσουνα καλά όπως μ’ εδέχτης τώρα
(όλοι το λένε όμορφος και λυγερός πως είμαι
στα παλληκάρια ανάμεσα), θα ησύχαζα, ακόμα
κι αν μοναχά το στόμα σου τ’ όμορφο εφιλούσα.
Αλλά κι αν μ' έδιωχνες κι η πόρτα ήταν μανταλωμένη
Τότε τσεκούρια και δαυλοί θα μ' έφερναν σε σένα… "

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σεληνη.

"…και πρώτα-πρώτα χάρη εγώ στην Κύπριδα χρωστάω
κι ύστερα από την Κύπριδα σε σένανε καλή μου
που μ' έβγαλες απ’ τη φωτιά μισοκαμμένον έτσι
καλώντας με στο σπίτι σου. Πολλές φορές ο Ερως
έχει φωτιά πιο δυνατή και απ’ αυτήν ακόμα
του Λιπαραίου του Ηφαιστου-και πιο πολύ φλογίζει…"

Πς από που ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"…και την παρθένα σαν τρελή την κάνει από το σπίτι
να φεύγει, και τη νιόπαντρη να παρατάει το στρώμα
που απ’ το κορμί του άντρα της ζεστό είναι ακόμα".
Ετσι μου είπε αυτός. Κι εγώ τον πήρα από το χέρι
κι έπεσα, η ευκολόπιστη, μαζί του στο κρεβάτι.
Και γρήγορα τα σώματα τα δυο αγκαλιαστήκαν
και μια απαλή τα τύλιξε ζέστα.Τα πρόσωπα μας
απ’ όσο ήτανε πιο πριν είχανε τωρα ανάψει
περσότερο, και οι γλυκοί οι ψίθυροι άρχισαν.
Και για να μην πολυλογώ Σελήνη αγαπημένη
καήκαμε κι οι δύο μας στον πόθο το μεγάλο.
Κι ίσα με χτες δεν είχε αυτός παράπονο από μένα
ούτε κι εγώ είχα απ’ αυτόν. Μα σήμερα στο σπίτι,
ήρθε της αυλητρίδας μου η μάννα,της Μελίστας
-που έχει και τη Μελιξώ- την ώρα που κινώντας
από τη θάλασσα, ψηλά, στον ουρανό ανεβαίνουν
τ' άλογα, τη ροδόθρεφτη που υψώνανε αυγούλα,
και μέσα σ' άλλα μούπε πως ο Δέλφις ξελογιάστη
και πως δεν είναι σίγουρη-με άντρα ή γυναίκα,
μα ξέρει πως πολλές φορές γέμιζε το ποτήρι
κι έπινε στης αγάπης του τ' όνομα, κρασί σκέτο
και ότι τέλος έφευγε λέγοντας πως θα πάει
στην πόρτα της αγάπης του στεφάνι να κρεμάσει.
Αυτά μου τα ’πε η ίδια αυτή, και πρέπει να ’ναι  αλήθεια.
Γιατί και τρεις και τέσσερες φορές άλλοτε ερχόταν
κι ακούμπαγε πολλές φορές το δωρικό σταμνί του
στο σπίτι μου. Και τώρα τι; Δώδεκα μέρες πάνε
που δεν τον είδα. Σίγουρα κάποια καινούργια γλύκα
θα έχει βρει γι αυτό και με μ’ έχει αποξεχάσει.
Μα τώρα θα τον δέσουνε τα μάγια. Κι αν και πάλι
θα με πικράνει έτσι δα, ε, τότε, μα τις Μοίρες,
του Αδη την εξώπορτα θα πάει να χτύπησει.
Τέτοια μες στο σακούλι μου-το λέω-φαρμάκια κρύβω
που ένας ξένος, Δέσποινα, μου τα ’μαθε, Ασσύριος.

Οδήγα τ’ άτια σου εσυ χαρούμενη κυρά μου
απάνω απ' τον Ωκεανό και όπως μέχρι τώρα
την πίκρα εγώ τη βάσταγα, πάλι θα τη βαστάξω.

Χαίρε Σελήνη λαμπερή και τ’ άλλα σεις αστέρια-
χαίρετε σύντροφοι ήσυχοι του άρματος της Νύχτας.


                                  ---------

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019



    ΣΤΟ ΜΑΡΑΚΙ ΜΟΥ

Βρε για στάσου! Τι έχω πάθει;
Πώς την Τρίπολη αφήνω
δίχως κάτι τι να γράψω
για το κοριτσάκι εκείνο

που ομορφότερο δεν είναι
άλλο μες στην πόλη ετούτη,
λες κι ο θεός μόνο σε κείνο
χάρισε όλα του τα πλούτη-

ντροπαλότητα κι ευγένεια!
πρωτοφάνταχτη ομορφάδα!
και κομψότητα,και χάρη,
τρόπους, ήθος, εξυπνάδα!..

Και απ’ όλα τα πιο πάνω
τα καλά που είπα τα τόσα,
ένα μόνο αν είναι ψέμμα,
να μου κόψει ο θεός τη γλώσσα!

Κι ομορφότερο κουκλάκι
αν θα βρει κανείς στην Πλάση,
από τ’ άσπρα μου τα γένια
δέχομαι να με κρεμάσει.

Κι αν κανένας κοριτσάκι
δει στην πόλη πιο ωραίο
τότε εγώ τα ποιήματά μου
(τόσο που αγαπώ!) τα καίω.

Σοβαρότητα γεμάτο
μες στο δρόμο περπατάει,
Δεν αργεί και δε χαζεύει,
και σ’ αγνώστους δε μιλάει.

Απ’ το σπίτι στο σχολείο
κι από το σκολιό στο σπίτι
και το βήμα του ταχύνει
σα θα δει κάποιον αλήτη.

Και δεν κάνει όπως τ’ άλλα
τα κορίτσια κουταμάρες.
κι ούτε γνιάζεται για μόδες
και στολίδια και φανφάρες.


Παντελόνι φτάνει μόνο
και μπλουζί να βάλει άσπρα,
κι οι αγγέλοι τη ζηλεύουν
και της πιάνουν κάκια τ’ άστρα.

Σε κομμώτριες δεν πάει
να χτενίζει το μαλλί της
κι ούτε ανάγκη σκουλαρίκια
να κρεμάσει έχει στ’ αυτί της.

Κι όμως, όλα τα ωραία
της Τριπόλεως τ’ αγόρια
για χατήρι της πιανόνται
και μαλώνουν σαν κοκκόρια.

Αλλά όμως το Μαράκι
που μυαλό έχει στο κεφάλι
σημασία καμμιά δε δίνει
σ’ όποια τέτοια βλέπει πάλη.

Τα μαθήματά του έχει
για φροντίδα του μονάχη
και για να τα μάθει, η μόνη
είναι αυτό που δίνει μάχη.

Και γι αυτό στη γειτονιά μας
τη μικρή, όλοι όσοι ζούνε,
για τ’ ωραίο το Μαράκι
καλό λόγο έχουν να πούνε.

Και καλλίτερον απ’ όλους
λέω εγώ, που κάθε μέρα
ίδιες σκάλες ανεβαίνω
κι αναπνέω ίδιον αέρα,

μιας και μένουμε κι οι δύο
Σοφοκλέους νούμερο τρία
και μαζι κι οι δυο τραβάμε
της Τριπόλεως τα κρύα.

Μα, μικρούλι μου ομορφούλι,
Απ’ της πόλης σου τα μέρη
με φυσάει με μανία
της ζωής τώρα τ’ αγέρι.

Και προτού απ’ το φύσα φύσα
σα σημαία ράκη γίνω,
άλλο δεν μπορώ να κάνω:
τα μαζεύω και του δίνω!

Μα πριν φύγω μάθε τούτο:
πως το «γεια σου» που μου είπες
ένα μήνα πριν περίπου-
στο ισόγειο που με είδες-,

Που από την αγνή κι αθώα
την ψυχούλα σου εβγήκε,
σ’ όλαγνη κι αθώα κι εκείνη
μια ψυχή άλλην εμπήκε:

την ψυχή την εδική μου
παιδική κι αυτή που είναι,
οι ψυχές ως όλες είναι
των ποιητών, όπου δε γίνε-

ται χωρίς αγνή κι αθώα
μια ψυχή κι αυτοί να ζήσουν-
και που μόνο τους αφήνει,
σαν κεράκια όταν σβήσουν.

Και αυτή σου την εικόνα
(στα ολόλευκα ντυμένη
κι ένα «γεια σου» να μου στέλνεις
που στο νου για πάντα μένει)

θα τηνε κρατώ στη σκέψη
ως την ώρα τη στερνή μου.
Και για όσα έχω δώσει
θα ’ν’ αυτή η πληρωμή μου.

Και αυτό, καλό, γλυκό μου,
ντροπαλό μου κοριτσάκι,
πιόμα ολόγλυκο θα κάνει
του χαμού μου το φαρμάκι.

Αλλά φεύγοντας δε θέλω
με φαρμάκια να σ’ αφήσω,
παρά θέλω μ’ ένα δώρο
να σε αποχαιρετήσω,

Για να με θυμάσαι όταν
θα ’χω φύγει από την πόλη-
πόλη για την ομορφιά σου
που να λέει έχει όλη.

Κι άλλο δεν μπορώ να κάνω
παρά ένα ποιηματάκι
σαν αυτό να σου χαρίσω
αντί γι άλλο ένα δωράκι.

Γιατί αυτό εσύ το παίρνεις
Από του σπιτιού τη σκάλα
Ενώ θα ’χα  να στα φέρω
Δώρα αν θα σου ’κανα άλλα.

Μα στο σπίτι σου να έρθω
και την πόρτα να χτυπήσω
δεν τολμώ, κι όλο τον κόσμο
να ’θελα να σου χαρίσω.

Και θα είχε όλο το δίκιο
να μου πει όποιος μού ανοίξει:
«τι ζητάς εδώ κύριέ μου;»,
και μια φάπα να μου ρίξει.

Σου επήρα ένα κομπιούτερ,
Το αμπαλλάρισα για δώρο,
Και στου ισόγειου είχα φτάσει
Τον ιερό για μένα χώρο,

Και το χέρι μου είχα απλώσει
Το κουδούνι να χτυπήσω,
Μα όσα παραπάνω σου ’πα,
Μ’ έσπρωξαν και πάλι πίσω.

Σ’ ένα βουλγαράκι επήγα
Και το έδωσα, που ιδέα
Ούτε από κομπιούτερ έχει,
Και στους δρόμους όλο τρέχει.

Και αληθινά σου λέω
Δε λυπάμαι για το χρήμα
Μα για το κομπιούτερ-πες μου-
Τσάμπα πάει, δεν είναι κρίμα;

Τέλος πάντων, δεν πειράζει.
Από σε χρήμα δε λείπει
Και γι αυτό διόλου δε νιώθω
Για ό,τι έχει γίνει λύπη.

Και στο κάτου κάτου ποίημα
Δε θα πάρεις ποτέ άλλο
Κρατα αυτό λοιπόν Μαράκι
Και ας ειν’ λίγο μεγάλο.

Κι αφού φεύγω, άκου ακόμα
και παράπονο ένα που ’χω,
και που κουβαλώ μαζί μου
σα βαρύ να είναι ρούχο:

Είναι που σε με δεν ήρθες
είτε συ, ο Χρήστος είτε,
κάλαντα των Χριστουγέννων
ή Νέου Έτους να μου πείτε,

σαν μικρά ήσασταν ακόμα.
Κι άλλα έψαχνα, άγνωστά μου,
να μου τα ειπούν παιδάκια,
κι όχι εσείς, τ’ αγαπητά μου.

Χίλια παλιοευρώ κρατούσα
κάθε μια φορά που οι δυο σας
θα τα λέγατε σε μένα
με τον τρόπο τον δικό σας.

Τρεις χιλιάδες κάθε χρόνο
για σας τα ’χα φυλαγμένα-
για τα κάλαντα που θ’ άκουα
από το Χρήστο κι από σένα.

Όχι γιατί πλούσιος είμαι,
μα γιατί καμμιάν αξία
τα λεφτά για με δεν έχουν
και καμμία σημασία.

Κι επειδή θα τα ’χα δώσει
σε παιδάκια δυο, που η ζήση
με χαρίσματα απ’ τα σπάνια
τα ’χει απλόχερα προικίσει.

Ποιος σας κράτησε το βήμα
δώθε πάνω να μη ’ρθείτε
με τη θεία σας φωνούλα
και σε μένα «να τα πείτε»;

Όμως παύω-δε ρωτάω.
Μόνο πριν το Νέο Έτος
φεύγω, πριν να δω και πάλι
πως δε θα ’ρθετε ούτε φέτος.

Κάκια όμως δεν κρατάω
(πώς θα το ’κανα γι αγγέλους;)
μόνο πίκρα μια μεγάλη
που θα μ’ έχει μέχρι τέλους.

Μα εμπρός! Τραγούδι πιάστε
σεις μικρό, εγώ μεγάλο
κι ας ριχτούμε ο καθένας
στης ζωής τον όποιο σάλο!

Όσο οι άνθρωποι υπάρχουν
και η γη όσο γυρίζει,
τα παράπονα δε σώνουν
κι η ομορφιά θα ξεχειλίζει.

Μπρος! Καινούργιες  περιπέτειες!
Μπρος! Καινούργια καρδιοχτύπια!
Για καινούργιους μπρος γειτόνους-
γέρους, γρηές, και νιες, και νήπια!

Μπρος! Η ζήση καρτεράει-
οι ανοιχτές της οι αγκάλες
χίλια μυρια έχουν ισόγεια
και τριώροφα με σκάλες!

Ας αφήσω όμως τις κλάψες
και τ΄αποχαιρετιστήρια-
οι ταμίες του μέλλοντός μας
τσάμπα δίνουν εισιτήρια

Για χαρές, για διασκεδάσεις,
για ωραίες γνωριμίες-
κι οι θεοί του μέλλοντός μας
από μας ζητούν θυσίες.

Ας τρυγήσουμε τα κάλλη
κάθε Άνοιξης και Θέρους!
Κι άλλα θα ’βρω εγώ κουκλάκια
και ποιητές  συ συναιτέρους.

Ζήτω ο κόσμος ο μεγάλος!
Μια γωνίτσα η Σοφοκλέους!
Ζήτω η ζάλη της ελπίδας
που μας έχει πάντα νέους!

Ζήτω τα όμορφα ταξείδια!
Ο θεός ο Έρως ζήτω!
Ζήτω οι έξυπνοι ανθρώποι!
Ζήτω ακόμα κάθε βλήτο!

Όλοι έχουν εδώ πάνω
το δικαίωμα να ζήσουν,
να χαρούνε,να χορέψουν,
κι όλοι τους να ευτυχήσουν.

Κι όπου βρει την ευτυχία
ο καθένας, χαρισμά του
κι ας τη βρήκε ίσως μέσα
στα σκοτάδια του θανάτου,

κι ας τη βρήκε στο μεθύσι,
στα χαρτιά ή στην αγάπη,
στον Ιππόδρομο, στον τζόγο,
πα’  στης θάλασσας τα πλάτη.

Περί ορέξεως ου λόγος.
Κάθε άνθρωπος και λόξα.
Άλλα όνειρα, άλλες σκέψεις,
άλλα βέλη, άλλα τόξα.

Απ’ αυτές τις μπούρδες όμως
να κρατήσεις συ Μαράκι
ένα πράγμα: ότι κάθε
αγοράκι ή κοριτσάκι,

κάθε άνθρωπος μεγάλος,
ή μικρός, ή όποιος να ’ναι,
είναι κάποιος που όμοιός του,
κανείς άλλος δε θε’ να ’ναι.

Πλάσμα που για μια μονάχα
φάνηκε φορά στην Πλάση,
και μ’ αυτό ίδιο, κανένα,
και ποτέ δε θα περάσει.

Και αυτό σημαίνει ότι
μόνο συ μπορείς να κρίνεις
τι σε σένανε ταιριάζει,
τι απορρίπτεις, τι εγκρίνεις.

Όπως είναι το δικό σου
το μυαλό, δε θα ’ρθει άλλο,
κι αν το σύμπαν μας ακόμα
όσο ήθελε ειν’ μεγάλο,

κι όσοι κι αν θα γεννηθούνε
σ’ όποια αστέρια, κι όσοι ανθρώποι,
κι όσοι κι αν κατοικηθούνε
από ανθρώπους, κι όποιοι τόποι.

Κι αφού ξέρεις πια Μαράκι
τη μοναδικότητά σου,
είσαι υπεύθυνη για όλα
που είναι μοναχά δικά σου.

Το σχολείο, τα βιβλία,
τις παρέες, το φαί σου,
μ’ ένα λόγο για την ίδια
είσαι υπεύθυνη ζωή σου-

τη ζωή που είναι δικιά σου
κι άλλου κανενός.Τελεία.
Και ας λέει ό,τι θέλει
όποιος κύριος ή κυρία.

Είχαμε...-α!- στα «ζήτω» μείνει.
Ζήτω το λοιπόν τα πάντα.
Το χαρτί, η κιμωλία,
το μολύβι σου, η τσάντα!

Ζήτω! Πες και συ Μαράκι
σ΄όλα γύρω σου κι εντός σου!
Ζήτω! Και ιδές-ο κόσμος
ευθύς έγινε δικός σου.

Ζήτω η φύση η αιώνια,
η καλή ζήτω η φιλία,
ζήτω τα όμορφα τ’ αγόρια,
ζήτω-φευ-και τα σχολεία!..

Αλλά φόρα έχω πάρει
και δε λέω να τελειώσω.
Γεια σου το λοιπόν Μαρία
που πεντάμορφη είσαι τόσο.

Και σ΄ευχαριστώ και πάλι
για το «γεια σου» αυτό που μου ’πες
που αξίζει όσων βραβείων
ασημένιες χίλιες κούπες.

Γεια σου. Και να με θυμάσαι.
μια φορά το μήνα έστω
(το Κου Κου Ε όσο θυμάται
του Καρλ Μαρξ το μανιφέστο).

Οπου να μαι θα το νιώθω.
Γιατί τότε αναμφιβόλως,
ένα κύμα καλωσύνης
κι ομορφιάς θα είμαι όλος.

        ----

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Όλοι οι λαοί έχουν εναν εθνάρχη
Μια εθνική σταρ
Και διάφορα  ινδάλματα.
Κι εμείς για εθνάρχη έχουμε τον Καραμανλή
Και για σταρ μας εθνική τη Βουγιουκλάκη.
Και λατρεύουμε Σαββόπουλους και Σάκηδες
Κι οι τηλεοράσεις μας γεμάτες είναι από τσουλίτσες
κι από αλήτες μορφονιούς.
Κι οι κινηματογράφοι μας από ταινίες-κακή μίμηση
κακών ξένων προτύπων.
Τέτοιοι που είμαστε τέτοιοι μας πρέπουν.

Καλά που οι ευρωπαίοι
έχουν ανάγκη από σαλτιμπάγκους
και μας ανέχονται. 


*


Ένας τζίτζικας μου έκανε την τιμή
Να ’ρθει να κάτσει στα βασιλικά του μπαλκονιού μου.
Και τραγουδούσε.
Χρονια εφτά χωμένοι μες στη γη
Κάποια ωδεία θάχουν φαίνεται εκεί 
Που τους μαθαίνουν μουσική
που εκτός από τους τζίτζικες
Αρέσει και σε γάτες και σε ανθρώπους. 
Η διαφορά είναι πως οι γάτες
Και τον βιρτουόζο καταπίνουν με τη μουσικη μαζί
Ενώ οι άνθρωπι αρκούνται μόνο στο να τον ακούνε. 

Κι όμως
Έχω ένα φίλο από την Ουκρανία
Που δεν μπορεί να κοιμηθεί ή να ηρεμήσει
Όταν τραγούδι ακούσει τζιτζικα-
Δεν έχουν τζιτζικες στην Ουκρανία.       



*



Ο φίλος μου που βγαίνουμε τα βράδια έξω και περνούμε καμιά ώρα
Μακριά απ’ τους άλλους σαν ιδιάζονυες και σαν ανώτεροι
 Έφυγε χτες για δέκα μέρες.

Κι απάνου που τα είχα βάψει μαύρα
Ήρθαν οι διπλανοί 
Που στο νησί τους είχαν πάει για διακοπές.

Κει που θα μ’ έτρωγε η μοναξιά λοιπόν,
να η παρέα.
Κι όχι πως θα συνομιλούμε ή θα βλεπόμαστε
Μα θ’ ακούω τη νοικοκυρά να πλένει πιάτα στην κουζίνα
Κι όταν απέξω από την πόρτα τους περνώ
Θ’ ακούω την τηλεόρασή τους.
Τι άλλο θελει ένας μόνος;

Και μάλιστα
Καμιά φορά
Έρχεται κι ο τετράχρονος ο εγγονός τους
Που αν είμαι τυχερός 
Κι έχει όρεξη για τις παιδιάστικες μοναχικές του φλυαρίες 
Θα ’χω γιορτή.


*

Θυμάμαι κάτι πρωινά στη Νέα Βύσσα.
Είχαμε στήσει τη σκηνή μας σ’ ένα μποστάνι μέσα.
Ήταν το εβδομήντα τέσσερα με την επιστράτευση.
Ο ήλιος έλαμπε κάθε πρωί εκεί με μία λάμψη
Που δεν την έχω από τότε ξαναδεί.
Το βορινά του ρούχα θάναι λαμπρότερα.

Και το Γρηγόρη θυμάμαι το Λαυρεντιάδη
Να μου λέει ένα πρωί «Κυρ λοχαγέ
Ποτέ δεν έχω ξανδεί τόσα πολλά μικρά καρπούζια μαζεμένα».

Ήτανε τότε που στραμπούληξα το πόδι μου πηγαίνοντας στην όχθη του Έβρου
Για να δώ του τούρκους τους φαντάρους απέναντι.
Μπροστά πήγαινε ο Σαβιολάκης-νέος ανθυπολοχαγός
Και για να τον ακολουθώ έτρεχα.

Με την υγρασία ακόμα με πονάει.


*


Πολλές φορες
κοιτάζοντας τον ουρανό το βράδυ
Έχω την αίθσθηση πως κάποιο ματι από κει πάνω
Κοιτάει κατά τη γη.
Κι έχω την αίσθηση πως κάποιο μάτι από δω πανω
κοιτάει το μάτι εκείνο.

Και πια δε θέλω άλλο.
Μου αρκεί η αίσθηση αυτή
Μου αρκεί αυτή η παρέα για να υποθέτω
Πως μόνος μου δεν είμαι μες στο σύμπαν. 
Και η υπόθεση αυτή είναι ικανή
Να γεφυρώνει το άδειο ανάμεσά μας.

Κι όπως το λέω ας μη κανείς νομίσει    
Ότι το μέσα μας κενό μένει αγεφύρωτο.

Γιατί το νήμα όπου μας ενώνει
Αρχίζει από το στήθος καθενός μας
το δέρμα διαπερνώντας και τους πνεύμονές του,

Και καρδιά καλύπτει και ψυχή κι υπόστασή μας.


*


Έδωσα στη Μαντώ τον «Καραϊσκάκη» μου
Και στην Αντονέλα τον «Αγαμέμνονα».
Γκαρσόνες είναι στο καφέ που πάω καμιά φορά.

Θα τα πετάξουνε σε καμιάν άκρη
Αν όχι κατευθείαν στα σκουπίδια.

Εγώ όμως έκανα το χρέος μου.
Μοιράζω τα γραφτά μου.
Δεν τα κρατώ για μένανε.

Τη Δευτέρα
Θα δώσω στη μπακάλισσα τη «Γένεσή» μου. 


*


Από τη λαική αγόρασα δεκάξη αραποσίτια.
Θα προλάβω να τα φάω πριν χαλάσουνε; 
Όχι.
Γιατί τα πήρα;
Γιατί μπορούσα να τα πάρω.
Δεν είναι μια καλή αιτία; 

Θυμάμαι
Που είχαμε πάει στο χωριό με τον πατέρα μου καλοκαίρι.
Εγώ μικρός μικρός.
Φτάσαμε στο χωράφι του αδερφού του με το καλαμπόκι.


Ανάψαμε φωτιά και ψήσαμε μερικά αραποσίτια.
Πάνω που τα τρώγαμε
Ακούστηκε η φωνή του θείου μου
δήθεν επιπληκτική: Τι κάνετε σεις εδώ;
Γελάσαμε όλοι.

Αστεία συνηθισμένα
που όλοι τα λένε
Μα για καθέναν μοιάζουνε κοινούργια
Κι είναι ικανά να φέρουν λίγην ευωχία.
Μικροί άνθρωποι, μικρά  αστεία.


*


Κάθε Κυριακή
Στις δέκα, που τελειώνει η λειτουργία
Πάω στην εκκληίια της γειτονιάς.
Πάντοτε κάποιο μνημόσυνο υπάρχει.
Μπαίνω στη σειρά και παίρνω κόλυβα.
Ζητάω κι ένα για τη γυναίκα μου.

Τρωω το ένα
Και μοιραζω το άλλο στους κυριακάτικους διαβάτες.
Για ποιον είναι; με ρωτανε.
Τους λέω κάποιον συγγενή,
Μέσα μου όμως λέω δυνατά «Για μένα!».

Ποιος άλλος έχει
Ο ιδιος
Μοιράσει κόλυβά του;
Και δεν είναι από ιδιοτροπία που το κάνω
αλλά επειδή κανένας δε θα φτιάξει για μένα κόλυβα.
Έτσι
δεν τα χρειάζομαι ούτε αυτά.

Κίνηση retrograd, όπως λέγαμε
Όταν βγάζαμε ανάποδα τη σκωληλοειδή απόφυση. 


*


Βγήκα βράδυ.
Στο παγκάκι όπου έκατσα
Ήρθε κι ένας άλλος και κάθισε στην άλλη άκρη.

Στο γυρισμό
Ένα νήπιο στάθηκε μπροστά μου
και μου εξηγούσε κάτι με σοβαρότητα
Στην ακαταλαβίστική του γλώσσα.

Πιο κει μια μπάλα έσκασε στα πόδι μου.
Την κλωτσησα να πάει στο παιδί που τήνε κλώτσησε.

Και στο ζαχαροπλαστείο της γωνίας
Η καθαρίστρια με χαιρέτησε χαμογελώντας.

Πολλή κοινωνικότητα .
Πρέπει να βρω έναν άλλο δρόμο.


*


Με θέλει.
Με θαυμάζει και με προσέχει.
Δε θέλει να το καταλάβω.
Το δειχνει όμως άθελά της.

Κατεβασμένα μάτια όταν συναντιόμαστε.
Τρεχει ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας
Όταν διασταυρωνόμαστε στις σκάλες.
Και χτες,
Ενώ χαριεντιζόνταν με το μωρό της αποκάτω
που με τη μητέρα του περίμεναν το ασανσέρ,
Ενώ έκανε πως δεν με βλέπει, φεύγοντας
κι ενώ χαιρέτησε την άλλη «γεια σας» βλέποντάς την,
Κι ενώ έδειχνε πως φεύγει αγνοώντας με
Μα ενα βλέμμα βιαστικό
και τάχα αναγκαστικό-
απ’της φυγής της τη φορά-
μου έριξε.

Με αγαπάει.
Με θέλει.
Με ποθεί.
Μα ούτε αυτή θα μου το πει
Ούτε κι εγώ θα της ειπώ ότι μου αρέσει. 

Έτσι 
άγνωστοι θα πεθ;aνουμε.