Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Όλοι οι λαοί έχουν εναν εθνάρχη
Μια εθνική σταρ
Και διάφορα  ινδάλματα.
Κι εμείς για εθνάρχη έχουμε τον Καραμανλή
Και για σταρ μας εθνική τη Βουγιουκλάκη.
Και λατρεύουμε Σαββόπουλους και Σάκηδες
Κι οι τηλεοράσεις μας γεμάτες είναι από τσουλίτσες
κι από αλήτες μορφονιούς.
Κι οι κινηματογράφοι μας από ταινίες-κακή μίμηση
κακών ξένων προτύπων.
Τέτοιοι που είμαστε τέτοιοι μας πρέπουν.

Καλά που οι ευρωπαίοι
έχουν ανάγκη από σαλτιμπάγκους
και μας ανέχονται. 


*


Ένας τζίτζικας μου έκανε την τιμή
Να ’ρθει να κάτσει στα βασιλικά του μπαλκονιού μου.
Και τραγουδούσε.
Χρονια εφτά χωμένοι μες στη γη
Κάποια ωδεία θάχουν φαίνεται εκεί 
Που τους μαθαίνουν μουσική
που εκτός από τους τζίτζικες
Αρέσει και σε γάτες και σε ανθρώπους. 
Η διαφορά είναι πως οι γάτες
Και τον βιρτουόζο καταπίνουν με τη μουσικη μαζί
Ενώ οι άνθρωπι αρκούνται μόνο στο να τον ακούνε. 

Κι όμως
Έχω ένα φίλο από την Ουκρανία
Που δεν μπορεί να κοιμηθεί ή να ηρεμήσει
Όταν τραγούδι ακούσει τζιτζικα-
Δεν έχουν τζιτζικες στην Ουκρανία.       



*



Ο φίλος μου που βγαίνουμε τα βράδια έξω και περνούμε καμιά ώρα
Μακριά απ’ τους άλλους σαν ιδιάζονυες και σαν ανώτεροι
 Έφυγε χτες για δέκα μέρες.

Κι απάνου που τα είχα βάψει μαύρα
Ήρθαν οι διπλανοί 
Που στο νησί τους είχαν πάει για διακοπές.

Κει που θα μ’ έτρωγε η μοναξιά λοιπόν,
να η παρέα.
Κι όχι πως θα συνομιλούμε ή θα βλεπόμαστε
Μα θ’ ακούω τη νοικοκυρά να πλένει πιάτα στην κουζίνα
Κι όταν απέξω από την πόρτα τους περνώ
Θ’ ακούω την τηλεόρασή τους.
Τι άλλο θελει ένας μόνος;

Και μάλιστα
Καμιά φορά
Έρχεται κι ο τετράχρονος ο εγγονός τους
Που αν είμαι τυχερός 
Κι έχει όρεξη για τις παιδιάστικες μοναχικές του φλυαρίες 
Θα ’χω γιορτή.


*

Θυμάμαι κάτι πρωινά στη Νέα Βύσσα.
Είχαμε στήσει τη σκηνή μας σ’ ένα μποστάνι μέσα.
Ήταν το εβδομήντα τέσσερα με την επιστράτευση.
Ο ήλιος έλαμπε κάθε πρωί εκεί με μία λάμψη
Που δεν την έχω από τότε ξαναδεί.
Το βορινά του ρούχα θάναι λαμπρότερα.

Και το Γρηγόρη θυμάμαι το Λαυρεντιάδη
Να μου λέει ένα πρωί «Κυρ λοχαγέ
Ποτέ δεν έχω ξανδεί τόσα πολλά μικρά καρπούζια μαζεμένα».

Ήτανε τότε που στραμπούληξα το πόδι μου πηγαίνοντας στην όχθη του Έβρου
Για να δώ του τούρκους τους φαντάρους απέναντι.
Μπροστά πήγαινε ο Σαβιολάκης-νέος ανθυπολοχαγός
Και για να τον ακολουθώ έτρεχα.

Με την υγρασία ακόμα με πονάει.


*


Πολλές φορες
κοιτάζοντας τον ουρανό το βράδυ
Έχω την αίθσθηση πως κάποιο ματι από κει πάνω
Κοιτάει κατά τη γη.
Κι έχω την αίσθηση πως κάποιο μάτι από δω πανω
κοιτάει το μάτι εκείνο.

Και πια δε θέλω άλλο.
Μου αρκεί η αίσθηση αυτή
Μου αρκεί αυτή η παρέα για να υποθέτω
Πως μόνος μου δεν είμαι μες στο σύμπαν. 
Και η υπόθεση αυτή είναι ικανή
Να γεφυρώνει το άδειο ανάμεσά μας.

Κι όπως το λέω ας μη κανείς νομίσει    
Ότι το μέσα μας κενό μένει αγεφύρωτο.

Γιατί το νήμα όπου μας ενώνει
Αρχίζει από το στήθος καθενός μας
το δέρμα διαπερνώντας και τους πνεύμονές του,

Και καρδιά καλύπτει και ψυχή κι υπόστασή μας.


*


Έδωσα στη Μαντώ τον «Καραϊσκάκη» μου
Και στην Αντονέλα τον «Αγαμέμνονα».
Γκαρσόνες είναι στο καφέ που πάω καμιά φορά.

Θα τα πετάξουνε σε καμιάν άκρη
Αν όχι κατευθείαν στα σκουπίδια.

Εγώ όμως έκανα το χρέος μου.
Μοιράζω τα γραφτά μου.
Δεν τα κρατώ για μένανε.

Τη Δευτέρα
Θα δώσω στη μπακάλισσα τη «Γένεσή» μου. 


*


Από τη λαική αγόρασα δεκάξη αραποσίτια.
Θα προλάβω να τα φάω πριν χαλάσουνε; 
Όχι.
Γιατί τα πήρα;
Γιατί μπορούσα να τα πάρω.
Δεν είναι μια καλή αιτία; 

Θυμάμαι
Που είχαμε πάει στο χωριό με τον πατέρα μου καλοκαίρι.
Εγώ μικρός μικρός.
Φτάσαμε στο χωράφι του αδερφού του με το καλαμπόκι.


Ανάψαμε φωτιά και ψήσαμε μερικά αραποσίτια.
Πάνω που τα τρώγαμε
Ακούστηκε η φωνή του θείου μου
δήθεν επιπληκτική: Τι κάνετε σεις εδώ;
Γελάσαμε όλοι.

Αστεία συνηθισμένα
που όλοι τα λένε
Μα για καθέναν μοιάζουνε κοινούργια
Κι είναι ικανά να φέρουν λίγην ευωχία.
Μικροί άνθρωποι, μικρά  αστεία.


*


Κάθε Κυριακή
Στις δέκα, που τελειώνει η λειτουργία
Πάω στην εκκληίια της γειτονιάς.
Πάντοτε κάποιο μνημόσυνο υπάρχει.
Μπαίνω στη σειρά και παίρνω κόλυβα.
Ζητάω κι ένα για τη γυναίκα μου.

Τρωω το ένα
Και μοιραζω το άλλο στους κυριακάτικους διαβάτες.
Για ποιον είναι; με ρωτανε.
Τους λέω κάποιον συγγενή,
Μέσα μου όμως λέω δυνατά «Για μένα!».

Ποιος άλλος έχει
Ο ιδιος
Μοιράσει κόλυβά του;
Και δεν είναι από ιδιοτροπία που το κάνω
αλλά επειδή κανένας δε θα φτιάξει για μένα κόλυβα.
Έτσι
δεν τα χρειάζομαι ούτε αυτά.

Κίνηση retrograd, όπως λέγαμε
Όταν βγάζαμε ανάποδα τη σκωληλοειδή απόφυση. 


*


Βγήκα βράδυ.
Στο παγκάκι όπου έκατσα
Ήρθε κι ένας άλλος και κάθισε στην άλλη άκρη.

Στο γυρισμό
Ένα νήπιο στάθηκε μπροστά μου
και μου εξηγούσε κάτι με σοβαρότητα
Στην ακαταλαβίστική του γλώσσα.

Πιο κει μια μπάλα έσκασε στα πόδι μου.
Την κλωτσησα να πάει στο παιδί που τήνε κλώτσησε.

Και στο ζαχαροπλαστείο της γωνίας
Η καθαρίστρια με χαιρέτησε χαμογελώντας.

Πολλή κοινωνικότητα .
Πρέπει να βρω έναν άλλο δρόμο.


*


Με θέλει.
Με θαυμάζει και με προσέχει.
Δε θέλει να το καταλάβω.
Το δειχνει όμως άθελά της.

Κατεβασμένα μάτια όταν συναντιόμαστε.
Τρεχει ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας
Όταν διασταυρωνόμαστε στις σκάλες.
Και χτες,
Ενώ χαριεντιζόνταν με το μωρό της αποκάτω
που με τη μητέρα του περίμεναν το ασανσέρ,
Ενώ έκανε πως δεν με βλέπει, φεύγοντας
κι ενώ χαιρέτησε την άλλη «γεια σας» βλέποντάς την,
Κι ενώ έδειχνε πως φεύγει αγνοώντας με
Μα ενα βλέμμα βιαστικό
και τάχα αναγκαστικό-
απ’της φυγής της τη φορά-
μου έριξε.

Με αγαπάει.
Με θέλει.
Με ποθεί.
Μα ούτε αυτή θα μου το πει
Ούτε κι εγώ θα της ειπώ ότι μου αρέσει. 

Έτσι 
άγνωστοι θα πεθ;aνουμε.