Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΜΠΕΡΔΕΜΑ

Εγώ δε φταίω' ούτε αυτή' ούτε κανένας άλλος'
από μια σύμπτωση έγινε χαμός τόσο μεγάλος.

Να τη φιλήσω σταυρωτά θέλησα όπως φιλούνε
όσοι αγνά και άδολα και άσπιλα αγαπούνε.

Μπερδεύτηκε το σταύρωμα και το μικρό της στόμα
βρέθηκε αντί στο μάγουλο μες στο δικό μου στόμα..

Συχώρεση θα ζάταγα από την καλή μου τη φίλη
-ήταν η πρώτη σκέψη μου αυτή-μα...με τι χείλη...

και πια ευθύνη από κει και ύστερα δε φέρω
αφού ούτε τι έγινε καλά καλά δεν ξέρω.

Μόνο θυμάμαι του άντρα της την άγρια τη φάτσα
κι αυτήν που με προστάτευε με τ' άσπρα της τα μπράτσα'

κι αμέσως ύστερ' απ' αυτό τις σφαίρες να σφυράνε
έπιπλα να σωριάζονται και γυαλικά να σπάνε.

Όταν θα φύγω-συν θεώ-απ' το νοσοκομείο
α! θα προσέχω πού ακουμπώ τα χείλη μου τα δύο.

Και για να είμαι σίγουρος πως δε έρθω πίσω
γυναίκα πάλι σταυρωτά δε θα ξαναφιλήσω.
 

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ

Μι' αμερικάνα γνώρισα μικρούλα κι δροσάτη
που η θωριά της θύμιζε αμέσως το κρεβάτι.
Της ζήτησα να κάνουμε οι δυο μας μία βόλτα
και μου 'πε: "ναι, μα δείξε μου πόσα λεφτά έχεις πρώτα".

Λίγο ψυχρή μου φαίνονταν, μα είπα θα ζεστάνει,
της είπαν έτσι στην αρχή πως πρέπει ίσως να κάνει.
Κι έτσι και σ' άλλο ραντεβού προχώρησα εν τω άμα
ελπίζοντας πως γρήγορα θα έστρωνε το πράγμα.

Στο δεύτερο εχάϊδεψα τα ολόξανθα μαλλιά της
αλλά το χάδι μου 'γινε αυτό ένας εφιάλτης.
Το χέρι μου απώθησε και μου 'πε: "Ασ' τα χάδια
για να τα φτιάξω έδωσα δεκαοχτώ δολάρια".

Κι όταν φιλούσα το γλυκό και τροφαντό της στόμα
ενώ εγώ τη φίλαγα, ’κείνη και τότε ακόμα
μετρούσε ως μου 'πε ύστερα στα δέκα δάχτυλά της
πόσα δολάρια μάζεψε σήμερα στη δουλειά της.

Κι ενώ εγώ της μίλαγα γι αστέρια και φεγγάρι
στην τσέπη της εχάϊδευε αυτή ένα εικοσάρι'
κι απ' της αγάπης το γλυκό και τρυφερό μαρτύριο
τηνε τραβούσε πιο πολύ-αχ!-το Χρηματιστήριο.

Μα επέμενα γιατ' ήτανε σας λέω καλό κομμάτι
κι αν στην καρδιά δεν έμπαινε μα έμπαινε στο μάτι.
Κι έτσι, ΚΙ ας ήταν τα κακά σημάδια όχι λίγα,
μια μέρα που ψιλόβρεχε στο σπίτι μου την πήγα.

Αλλά γραφτό ήταν εκεί για πάντα να τελειώσει
το ειδύλλιό μας πριν καρπό κανένανε να δώσει.
Γιατί ενώ σχεδόν γυμνή στο στρώμα είχε γείρει
την τελευταία έριξε σταγόνα στο ποτήρι:

Όταν κι εγώ ήμουν έτοιμος να πέσω στο κρεβάτι
αυτή προς 'μένα εκοίταξε με μια ματιά φλογάτη'
"Ω! Επιτέλους!" σκέφτηκα-μ' αυτή: "γλυκό μου αγόρι",
μου λέει μελιστάλαχτα, "σου έπεσ' ένα κουόρι".
 

ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ

Μια ωραία σαραντάρα
που στο δίπλα μένει σπίτι
από ένα παλιο-αλήτη
τι τραβά η φουκαριάρα!

Απ' το σπίτι το δικό μου
τη χωρίζει ένας τοίχος
μα καθάρια φτάνει ο ήχος
και δουλεύει το μυαλό μου.

Όταν μέσα μπαίνει εκείνος
κάτι αμέσως τον θυμώνει
(η εξήγηση ειν' η μόνη)
κι όπου βρει χτυπάει το κτήνος.

Και αυτή πονάει βεβαίως
κι αντηχούνε οι φωνές της
οι πολλές κι οι δυνατές της
και ουρλιάζει-και βογκάει.

Και ο τοίχος λέξεις φέρνει'
ξεχωρίζω μες στο σάλο
"φτάνει!", "μη!", και "όχι άλλο!"
μα εκείνος δέρνει...δέρνει...

Μια φωνή μεγάλη ακόμη
κι ύστερα όλα σταματάνε-
ψιθυρίζοντας μιλάνε-
θα ζητάει αυτός συγνώμη.

Μα η συγνώμη κι ειπωμένη
δεν μπορεί πληγές να κλείσει
κα σε λίγο αυτή στη βρύση
πάει τα τραύματα και πλένει.

Τι εξυπνάδα σε καλό μου!
τι καλά πίσω απ' τους τοίχους
ερμηνεύω εγώ τους ήχους-
α! δουλεύει το μυαλό μου.
 

ΑΓΝΟΙΑ


Μέσα στ' άλλα τα στραβά μου
και αυτό το 'χω βεβαίως:
ό,τι γύρω μου συμβαίνει
να μαθαίνω τελευταίος.

Αν ειπούνε στις ειδήσεις
ο καιρός πως θα χαλάσει
θα το μάθω όταν πλέον
η βροχή θα 'χει ξεσπάσει.

Αν ο πόλεμος αρχίσει
Ινδιών και Πακιστάν
θα το μάθω όταν τελειώσει
μα και τότε πάλι αν...

Κάποιος γείτονας γνωστός μου
την κορούλα του παντρεύει;
πως παντρεύτηκε θα μάθω
σαν μου πούνε πως χηρεύει.

Ένας φίλος αρρωσταίνει;
ενημέρωση έχω τόση
που απ' τον ίδιο θα το μάθω
όταν θα 'χει αναρρώσει.

Για να νιώσετε την άγνοια
που αλύπητα με δέρνει
μόλις έμαθα της Πίζας
χτες ο πύργος ότι γέρνει.

Κι αν στα χέρια μου θα πέσει
και διαβάσω εφημερίδα
το κυριότερο το νέο
θαν' εκείνο που δεν είδα.

Πώς μαθαίνουνε οι άλλοι
τόσο γρήγορα τα νέα!
λες και μέσα στο μυαλό τους
η τι βι έχει κεραία.

Ή πως παίρνουνε για όλες
τις καινούργιες τις ειδήσεις
από κάποιον παντογνώστη
συνεχείς ανταποκρίσεις.

"Βρε δεν τα 'μαθες;" μου λένε
"πάνε τώρα δέκα μέρες
που ο Τζίμης κι η Μαρία
τις αλλάξανε τις βέρες".

Ή: "καημένε μου δεν ξέρεις
πως οι φλόγες του Πολέμου
του Δευτέρου έχουν σβήσει;"
Ε,δεν το 'μαθα ποτέ μου.

Σ' εποχή που όλοι λένε
πως αυτιά έχουν κι οι τοίχοι
για να μάθω κάτι πρέπει
να το μάθω έτσι, στην τύχη.

Έτσι έμαθα τυχαίως
(άρες μάρες κουκουνάρες)
της Ανίτας Χιλ τα χείλη
πως δεν άγγιξαν στου Κλάρενς

πως ο Κλίντον ειν' ο νέος
πρόεδρός μας μες στις ΗΠΑ
και πως δεν μπορεί κανένας
στο νερό να κάνει τρύπα...

Το Ιράκ πως ενικήθη
ότι πείνασαν οι ρώσσοι
κι ότι έχει ο Εφιάλτης
τους τριακόσιους προδώσει.

Kαι ακόμη το ποντίκι
ότι τρώγεται απ' τη γάτα
και πως έτσι και δε σφίξουν
μένουνε τ' αυγά μελάτα.

Και βεβαίως είναι ειδήσεις
κι οι ειδήσεις οι τυχαίες
μόνο που 'χουν μπαγιατέψει
και δεν είναι πλέον νέες.

Να λοιπόν ένα από κείνα
τα στραβά που κουβαλάω
που με κάνει από τους άλλους
ξεκομμένος να μετράω.

Που με κάνει να φοβάμαι
πως αν πάει στο φεγγάρι
άνθρωπος, εγώ ποιος ξέρει
αν θα το 'παιρνα χαμπάρι.

Κι έτσι όπως ζω με βήμα
σημειωτό, έχω τη γνώμη
πως πριν χρόνια έχω πεθάνει
και δεν το 'χω μάθει ακόμη.
 

 ΚΑΛΗ  ΧΡΟΝΙΑ

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Αφού όσο κι αν προσπάθησα δε θέλεις να με δεις
στη ράχη της γατούλας σου έδεσα ένα γράμμα
να σου το φέρει. Πες αν θες πως είμαι αναιδής
μα πια δεν έλπιζα παρά μονάχα σ' ένα θάμα.

Τώρα κι εγώ δεν ξέρω τι το 'πιασε το γατί,
κι αντί να 'ρθεί στο σπίτι σου πήγε σε σπίτι άλλο΄
κι αντί να 'ρθεί σε σένανε το γράμμα που κρατεί
στα χέρια εκείνου έπεσε που 'χει τον παπαγάλο.

Κι ο παπαγάλος έπιασε-το άτιμο πουλί
και στη μαμά σου πρόφτασε πως σ' έχω φιλημένη.
Πες της μωρό μου σα βαρεί να μη βαρεί πολύ
και να μην είν’ άλλη φορά η σανίδα της βρεγμένη.
 

ΕΥΓΕΝΗΣ

Δεν ξέρω και τι σ' έπιασε με τούτα
μα κει που εκαθόμουν σκεφτικός,
ρώτησες: "τι σ' αρέσει από τα φρούτα;"
Σου είπα: "ο γλυκός τους ο χυμός".

Με ύφος που εθύμιζε αγγελούδια
μα θ' άναβε τουλάχιστον δαδιά
μου είπες: "τι σ' αρέσει απ' τα λουλούδια;"
Σ' απάντησα: "η γλυκιά τους ευωδιά".

Και παίζοντας με μία σου καρφίτσα
μου είπες με ναζιάρικη φωνή:
"κι αλήθεια τι σ' αρέσει απ' τα κορίτσια;"
Στραγγίσανε του λόγου μου οι κρουνοί.

Κι ας ήταν η ερώτηση αήθης,
εσιώπησα όπως θα 'κανε καθείς
που είναι όχι μόνον φιλαλήθης
μα είναι και-κυρίως-ευγενής.
 

          ΠΟΣΟ…

Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι μου φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ' έχω ζήσει!
Pόσο, χαρά, δε σ' έχω βρει!

Σα στην ομπρέλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι κι εμέ μου 'πεφτε πλάϊ
και κάθε μου ’φευγε εποχή.

Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη,
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά
πικρό για μένα καταπότι.
Και τώρα και τα γερατειά.

Χαμένα όλα. Και χαμένος
μέσα σ' αυτά πρώτος εγώ
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος να ζω.

Χωρίς ν' ανάψει έχει σβήσει
της ύπαρξής μου το κερί.
Πόσο, ζωή, δε σ' έχω ζήσει
πόσο, χαρά δε σ' έχω βρει…

(και για να μη τη χάρη να 'χω
πως είναι όλα μου νεκρά
σαν από μια πηγή σε βράχο
τρέχουν τα μάτια μου πικρά).
 

    Η ΣΟΔΕΙΑ
                    ή
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΓΗ

"Τριάντα χρόνια με ιδρώ
 και μ' αίμα την ποτίζω.
 Τριάντα χρόνια με τ' αδρό
 χέρι μου την ορίζω.

 Για να την πάρεις θα διαβείς
 απ' το νεκρό κορμί μου.
 Όλοι το ξέρουν: ειν' η γης
 αυτή μόνο δική μου!"

"Έχω ατράνταχτα χαρτιά
 που όσα λες τα ρίχνουν
 και που ετούτη την οχτιά
 δική μου αποδείχνουν.

 Από γενιά σ' άλλη γενιά
 ήρθε στην κατοχή μου.
 Το λέει ο νόμος καθαρά:
 Ετούτη η γη ειν' δική μου".

"Παράλογα μαλώνετε
 κι ανέλογα μιλάτε.
 Ανάποδα σελώνετε
 κι ενάντια καβαλάτε.

 Ω!  Σεις αράθυμα παιδιά!
 Ω!  Άγουροι καρποί μου!
 Ω!  Ξεχασιάρηδες!  Σοδειά
 κι οι δυο είστε δικοί μου".


       ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα,

δεν βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τονε θάψει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.

Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί, στου δρόμου τη γωνιά,
μες στο πηχτό σκοτάδι,

γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.

Μόνο που σκέπτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να θάψει
και μένα όταν θα με βρουν
πεσμένον-ποιος θα κλάψει

το ξυλιασμένο μου κορμί. `
Δε σκέφτομαι κανέναν.
Γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.

         ΘΕΡΙΕΥΟΥΝ

Κάτι παλιές αγάπες του θυμάται `
Μικρές αγάπες τότε κι έπαιζε μαζί τους.
Σε κάτι νόστιμες μικρές θυμάται
λόγια ερωτικά ψιθύριζε, κι εκείνες
εκστατικές τον άκουγαν κι άφωνες μέναν
ανάμεσα σε δυο φιλιά-
φαίνεται πως θα τα 'λεγε καλά
φαίνεται πως θα ήταν πειστικός.

Τώρα εκείνες οι  μικρές του περιπέτειες
εκείνες οι μικρές αγάπες του
πώς με τα χρόνια-αντίς να ξεχαστούν
θεριεύουν
και πώς γυρεύουν
στης μοναξιάς τις ώρες να γυρνούνε
κι εκδίκηση να παίρνουνε-
να τον τυραννούνε…
 

        ΓΙΑ  ΟΣΑ  ΕΘΑΨΑ

Στοχαστικοί κι ασπαίροντες
όταν κοντά στο τζάκι
οι άλλοι θα στέκουν γέροντες
κι απ'  το πηχτό φαρμάκι

τις τελευταίες θα πίνουνε
και πιο πικρές γουλιές του,
ενώ απαλά θα κλείνουνε
ενός βίου καταμέστου

από χαράς πλανέματα
την κουρασμένη αυλαία,
τα γηραλέα τους βλέμματα
έστω και νυσταλέα

πάω θα ξεκουράζονται
σε κάτι μαραμένα
λουλούδια, ή θ' αναπαύoνται
πάνω σ'  αγαπημένα

κιτρινισμένα γράμματα
που γράφτηκαν πριν χρόνια-
στα χρόνια που τα θάματα
μοιάζαν πως θαν'  αιώνια.

Ενώ λοιπόν θα νήχoνται
οι άλλοι μες στις μνήμες
πλάι σ΄ εμέ θα βρίσκονται
μονάχα κάτι ρίμες

να λεν για όσα έθαψα
στα μαύρα τους κατώγια
γράμματα που δεν έγραψα
και που δεν είπα λόγια.

 Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Όταν του μιλούν απ’ το παράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι.
Kαι σε αρρώστους ακόμα
αλλιώς τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.

Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.

Εκείνος πάλι
θαρρετά τους κοιτάζει
και ό,τι αυτοί θα ’θελαν
με ενα άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.

Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.

 ΦΟΡΩΝΤΑΣ

Φορώντας το πράσινο
φορώντας το κίτρινο
φορώντας το μπλε
μας κόπιασες Άνοιξη.

Σαν νύμφη χορεύοντας
σαν κόρη ερωτεύοντας
σαν νια τραγουδώντας
μας κόπιασες Άνοιξη,
κρατώντας τ' αστέρι
κρατώντας τ’ αγέρι
κρατώντας φιλί.

Και κραδαίνοντας
την ανυπομονησία
τον παραλογισμό
και την ασπλαχνιά μας ήρθες.

Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Πατά γυμνός σε πετρώδη εδάφη
μακριά 'πο ήλιου φως
και κύκλους μέσα στο σκότος γράφει
σαν λύκος μοναχός.

Οσμήν εχάρισε μόνο η φύση
στο σώμα το σκυφτό
και όπου κάπου του Έρωτα ανθίσει
το ρόδο το γλυκό,

ταχύς πετά ο Πανικός της Αγάπης
σαν σκότους αστραπή,
και πριν χαρεί δροσιά ο διαβάτης
το άνθος θα κοπεί.
 

ΜΟΛΥΒΊ

Ξέρω: σε λίγο θα ροδίσεις τα σύννεφα
κι σ' όλα γύρω σου ένα πορτοκαλί θα δώσεις χρώμα.
Ύστερα κόκκινο, πιο κόκκινο,
που λίγο λίγο αναιμικά θ' αδυνατίζει,
κι όταν τελείως πια θα 'χεις βυθιστεί
ένα μολυβί βαρύ.

Και ξέρω,
τ' άλλο πρωί τα ίδια τώρα ανάποδα θα κάνεις
καθώς θα 'ρχεσαι:
μολυβί, κόκκινο, πορτοκαλί,
και πια άσπρο-αυτό το ανήλεο
εξονυχιστικά ερευνητικό
παμφάγο άσπρο.

Και κάθε μέρα πάλι τα ίδια... και τα ίδια... και τα ίδια.
Ίδιες ιδέες, ίδιες εικασίες, ίδια πράγματα.

Σε βαρέθηκα ήλιε.
 

Η ΠΡΩΤΗ

Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.

Τα πόδια της ελύγισε
και 'στάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.

Κατόπι εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι

ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".
 

ΣΤΑΡΙ ΣΤΟ ΣΑΚΚΙ

Τόσο πολλά είναι μέσα στο μικρό χώρο
και τόσο κοντά το ένα στο άλλο, τα πριν
τόσο απλωμένα, που,
ασυνήθιστα σ' αυτό
ασφυκτιούν.
Η μέσα τους ζωή
πιεσμένη έτσι, κινδυνεύει
όλη κλείσιμο να γίνει και υπομονή.

Ν' αγαπιούνται, όμως, έμαθαν εκεί,
χωρίς υπεκφυγές. Αλλιώς
θα ξέφευγαν από την ηρεμία του κέντρου τους,
και θα έμεναν χωρίς ελπίδα, κάποτε,
σε πεδίο πλατύ να ριχτούνε,
και με της γης την ευλογία, το πράσινο,
που τώρα σαν σε όνειρο κατέχουν,
να φανερώσουν.
 

 ΟΙ ΑΣΧΗΜΕΣ

Στις άσχημες γυναίκες που η μοίρα
τους όρισε αγέλαστη μια ζήση-
που μένουν τα όνειρά τους πάντα στείρα
κι ο ήλιος τους γνωρίζει μόνο Δύση,

στις άσχημες γυναίκες που τον πόνο
για σύντροφο πιστό τους έχουν πάντα-
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω
αυτή τη λυπημένη την μπαλάντα.

Σ' αυτές κανείς δε στέλνει ωραία δώρα
και ποιήματα θερμά κανείς δε γράφει.
Φορέματα γι αυτές δε φτιάχνει η μόδα
κι είν' άφωτοι τα μάτια τους δυο τάφοι.

Ο πόθος τις θερίζει κάθε βράδυ.
Προσεύχονται για έστω μια θωπεία,
ελπίζουν όμως άδικα. Το χάδι
γι αυτές το ερωτικό μια ουτοπία.

Παράσιτα που ζουν λησμονημένα
σ' ανθένιο μοσχομύριστο φυτώριο.
Γράμματα με βιασύνη στριμωγμένα
σε κάποιου τετραδίου το περιθώριο.

Μπροστά τους ξεχωρίζουνε δυο δρόμοι:
αυτός της θλιβερής κι ανούσιας ζήσης
μακριά από τους ανθρώπους και ακόμη
μακριά απ' του έρωτα τις συγκινήσεις,

κι εκείνος της πικρής της επαιτείας
για χάδια που ποτέ τους δε θα βρούνε
ενώ τα σιγανά της ειρωνίας
τα γέλια, μες στ' αυτιά τους θα ηχούνε.

Ανέραστες και φρούδες ερωμένες
μια κρύα σαν τις άλλες θα πεθάνουν
νυχτιά, με τις παλάμες απλωμένες
προς έναν ουρανό που δε τον φτάνουν.

Και πάνε στην αφάνεια και στη λήθη-
κανένας μια κυρία δε θυμάται
που μόνη στη ζωή της εκοιμήθη
καθώς και τώρα αξύπνητα κοιμάται.

Κι αφού δεν τους εχάρισαν για δώρα
οι θείοι ποιητές αθάνατα έπη
οι άσχημες γυναίκες θα 'χουν τώρα
την άσχημη μπαλάντα που τους πρέπει.

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

TO ΚΟΜΜΑΤΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΑΙΝΑΔΕΣ

"Παρ' το μαχαίρι! Κόψ’ του το κεφάλι!
Χώρισ’ το από το σώμα που γυναίκα
Κμιά να το χαρεί δεν είχε αφήσει
αφότου έχασε την Ευρυδίκη.
Κόψ' το! Βαθιά του χώσε το μαχαίρι!
Και μες στην κίνησή σου όλη βάλε
την πίκρα που μας είχε ποτισμένες:
να τον ποθούμε μεις κι αυτός να φεύγει
κι ανέραστος να μένει,
λες καμιά γυναίκα η Κύπρι
με ωραίο σώμα δεν επροίκισε
και δεν της έχει δώσει τέχνες
και νάζια της γλυκιάς αγάπης.

Βάλε στο χέρι την εκδίκησή μας
γιατί απρόσεχτες μας είχε αφήσει.
Απρόσεχτη να μένει η γυναίκα...
και πώς ο κόσμος μας θα προχωρήσει;
Πώς τ' άλλο το πρωί θα έβγει ο ήλιος;
Πώς θα λαλήσει στο κλαρί τ' αηδόνι;

Χτύπα λοιπόν! Του πιάνω τα μαλλιά του
και τούτη βάνω τη μεγάλη πέτρα
κάτω απ' τον ασπροκέρινο λαιμό του.

Α! Έτσι! Να λοιπόν η κεφαλή σου
που τέτοια σου 'λεγε να πράττεις έργα.
Χείλη αφίλητα...
μαλλιά και στήθη αχάϊδευτα απ' του έρωτα το χάδι...
Τι να σας πω;..
Να πάτε να χαθείτε;
Χαμένα ήσασταν και πριν και τώρα.
Χαμένο ό,τι δε βρίσκει την αγάπη.

Δος το μαχαίρι.
Βγάλ’ του το μανδύα-
όσα κομμάτια του ’χουν απομείνει
από το ξέσχισμα που με τα νύχια του εκάμαμε
όσο ακόμα ζούσε.
Γύμνωσ' το στήθος του που σαν μια πέτρα
έχει αναίσθητο πια τώρα μείνει.
Γύμνωσ' το να το δούμε τώρα έστω
γιατί τις πλάτες του ξέραμε μόνο.
Γύμνωσ' το στήθος του να το ξεσκίσω
και να του ξεριζώσω την καρδιά του...
Καρδιά κι αυτή.,. κρυότερη απ' το χιόνι...

Βράχος αν ήτανε θα με κοιτούσε
όταν γυμνή εφάνηκα μπροστά του
τάχα τα ρούχα μου πως είχα χάσει.
Τρίχες πυκνές... κατάμαυρες... λες θέλουν
και πεθαμένονε να μας τον κρύψουν...
Πάρε το χέρι σου…
Να! Πάρ' την πρώτη!
Να και τη δεύτερη!
Να και την τρίτη!
Μία για κάθε όχι σου σε μένα...

Ζεστό κι αχνίζει το κορμί του ακόμα.
Ζέστα κι αχνός που όσο κι αν ποθούσα
δεν μπόρεσα ποτέ μου να τα νιώσω.
Πάρε και τούτη! Αντίσταση πια τώρα
δε θα μου φέρεις. Ότι θέλω κάνω
απάνω στο δικό μου πια κορμί σου.
Να η καρδιά...
φέρε και το κεφάλι...
Ας γίνουνε ψαριών τροφή τα δυο τους:
στη θάλασσα-στο κύμα τα πετάω..."
 

ΜΗ ΓΕΡΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ

Μη γεράσεις ποτέ.
Μην αφήσεις το χρόνο ν' ασπρίσει τα μαύρα μαλλιά σου.
Μη γεράσεις ποτέ.
Και ποτέ μια γυναίκα πως δε βρήκε ζεστή τη θερμή αγκαλιά σου
μην αφήσεις να πει.

Μη γεράσεις ποτέ.
Η παιδιάστικη φλόγα των ματιών σου ποτέ ας μη σβήσει
κι ότι όλες τις χάρες της ζωής έχεις ζήσει
ποτέ μην το πεις.

Όταν σκύβεις ποτέ
μη σε σπρώχνει το βάρος κάποιας άθλιας καμπούρας
και τα δυο σου τα χέρια
μη γνωρίσουν ποτέ
τη λαβή της μαγκούρας.

Σκύβε μόνο σα θέλεις
λουλουδάκια να κόψεις σε κοπέλα να πας
και μαγκούρα να παίρνεις
μοναχά όταν θέλεις μαγκουριές να σκορπάς.

Αλλ' απ' όλα πιο πάνω
μια να είναι η ελπίδα-μια να είναι η ευχή σου-
να μη δεις μια ρυτίδα
να χαράζει κρυφά την ψυχή σου.

Κι αν θα δεις κάποια μέρα
πως αμφίβολες γνώμες σου ζαλίζουν τη σκέψη
κι ότι άλλα πιστεύει η ψυχή
απ' αυτά που 'χε πρώτα πιστέψει-
κι αν θα δεις κάποια μέρα
πως αδύνατο είναι όλα τούτα να κάνεις
μη διστάσεις ποτέ-
το καλλίτερο είναι στη στιγμή να πεθάνεις.

ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ

Μια τέτοιου είδους ταραχή
πρώτη φορά τη νιώθω...
Τι χτύποι εκείνοι της καρδιάς!
Τι χλώμιασμα! Τι μέθη!
Πώς γίναν κρύα τ' άκρα μου!
Πώς μ' άδραξεν η ζάλη!
Και τέλος όταν μπόρεσα
πάλι να κυριαρχήσω
στον εαυτό μου-τι αλλαγή
μέσα μου είχε γίνει-
πώς μ' είχε κάνει ο έρωτας
παντοτινό του σκλάβο!
 

 ΤΗΣ ΒΆΣΩΣ
L. A. 1995

Ας πέθαινα τώρα
που ο ήλιος σκορπά, τόσο λάμπος.
Ας πέθαινα τώρα
που άνθη γεμάτος ο κάμπος.

Ας χάνομουν τώρα
στο κύμα βαθιά το ζεστό κι απαλό
που έτσι με πνίγει
καθώς το γλυκό σου το στόμα φιλώ.

Ας έσβηνα τώρα
στου έρωτα μέσα τη θείαν ορμή
που όταν τ' αγγίζω
με βια ξεχειλίζει τ' ωραίο σου κορμί.

Ας έλιωνα τώρα
μες σ' ό,τι απρόσμενα έτσι ποθώ-
πριν τ' όνειρο σβήσει
βαθιά στον αιώνιο τον ύπνο ας δοθώ.

Ο ΒΩΜΟΣ

Σαν τους αρχαίους έλληνες έχω κι εγώ υψώσει
ένα βωμό στη μέγιστη την άγνοια μου την τόση.
Έναν βωμό που τον κρατώ μες στην ψυχή βαθιά μου-
ένα βωμό στο Άγνωστο και Μέγα ποίημά μου.

Υπάρχει ο άγνωστος θεός-όλα μου το φωνάζουν
και όλοι οι άλλοι μου θεοί το δρόμο του 'τοιμάζουν.
Ξέρω, σε κάποιο γύρισμα του βίου μου του φαύλου
θα 'γροικηθεί λυτρωτική η φωνή του Θείου Σαύλου.
 

         OΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΝΕ

Χωρίς ν’ ανήκουμε σε μιαν ομάδα
χωρίς κουρτίνες στα μάτια εμπρός
της σκέψης άσβηστη πάντοτε η δάδα
το δόγμα αιώνιος για μας εχθρός.

Χωρίς δεσμεύσεις και παραζάλη
το δρόμο παίρνουμε τον καθαρό
κι αν λάθος κάνουμε πάλι και πάλι
δρόμο αλλάζουμε με τον καιρό.

Πολλές προτάσεις να ενταχτούμε
σε κάποια φόρμα ελκυστική
στραβά τα ίσια για να δεχτούμε
και να μη μένουμε και νηστικοί.

Όμως ελεύθερο το πνεύμα να ’ναι
άλλη ωραιότερη δεν ειν’ χαρά.
Ζητιάνοι να ’μαστε κι όπου μας πάνε
τα όνειρά μας τα καθαρά.
 

          ΌΛΑ ΦΘΟΡΑ

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μι αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.

Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
ο βίος είναι μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος μόνος μόνος.

Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία,
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
προς δύο μέτρα χώμα νωπό
και όλη η ζήση μας μια οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.

      ΣΤΗ ΓΑΛΗΝΗ

Από κει όπου ήρθα θα πάω
ως ποτέ να μην είχα
εις τη γη πάνω υπάρξει.-
τη σειρά της ταράξει.

Όλα είναι ορισμένα
και γι αυτό δε ρωτάω:
θα βρεθώ σ’ ένα τόπον οικείο
σα βρεθώ στη Γαλήνη

και στο κρύο του Τίποτα,
και θα πίνω ηδύποτα
από της Λήθης την κρήνη
σ’ ένα κύπελλο λείο.
 

ΝΑ ΠΛΥΝΩ

Σαν με τραβά η στενοχώρια
και με κατέχει ο θυμός
της φαντασιάς στενεύουν τα όρια
της λογικής φράζει ο ηθμός.

Με βιάση μια τότε ξεχύνω
πα' στο χαρτί το καθαρό
ποτάμια γράμματα, να πλύνω
το νου με κάτι δροσερό.

To δροσερό εδώ οι λέξεις
που σαν παιδιά χοροπηδούν
και που μαζί σου όσο τ' αντέξεις
δε σώνουν να παιζογελούν.

Σιγά οι ιδέες ξανανιώνουν
και αποδιώχνονται οι καημοί
και πάλι οι σκέψεις ξεδιπλώνουν
πάλι καπνίζουν οι βωμοί.

Κι από τον πόνο απομένει
κι εκείνη μόλις αισθητή
μικρή μια θλίψη προορισμένη
κι αυτή γοργά να ξεχαστεί.
 

 Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ

Τραβάει το κατσίκι της
μ' αυτό πισωγυρίζει
χόρτο μοσκομυρίζει
και ξελιγώνεται.

Τα βάζει με την τύχη της
που αντί κυρία να 'ναι-
γι αυτήνε να πονάνε-
πρωί σηκώνεται

και τρέχει να βοσκήσει
στον κάμπο ξένα γίδια
άγρια να τρώει απίδια
γυμνούλα να γυρνά.

Όχι-άλλο δεν αντέχει
θα κατεβεί στην πόλη
και τη ζωή της όλη
ωραία θα περνά.

Με μόδες θα περνάει
με κρέμες και κραγιόν
κολιέ και μενταγιόν
θα 'χει φανταχτερά,

και κάτι που μεθάει
καθώς το σκέφτεται
(γι αυτό προσεύχεται)
καπέλο με φτερά.

ΑΡΝΗΣΗ

Λοιπόν χωμάτινοι είμαστε.
Ψεύτικοι και φθαρτοί.
Η ύπαρξή μας ελαφρό
στον άνεμο χαρτί.

Λοιπόν νεκροί λογιούμαστε
προτού να γεννηθούμε.
Σαν φαντασιές διαβαίνουμε.
Σαν ίσκιοι ψευτοζούμε.

Θολά είμαστε μηδενικά
κι ανύπαρκτες υπάρξεις
στη γη σκυφτά βαδίζοντας
πυκνά σε παρατάξεις.

Τα λιπαρά εδέσματα
λοιπόν πολύ μας βλάπτουν
και τα υλικά τα νάιλον
το δέρμα μας εξάπτουν.

Ψευτοϋπάρχουμε λοιπόν
κι όλα τα ωραία λόγια
και τα μνημειώδη έργα μας
γελοία είναι διόδια,

για να περάσουμε από μιαν
ανυπαρξία σ’ άλλη...
Τι λογική υπέροχη
και τι σοφία μεγάλη...

Ας συνεχίσουμε λοιπόν
να γράφουμε ιστορία.
Τη ζοφερή ας τραβήξουμε
και πια γνωστή πορεία.

Ας ξεχωρίζουμε τροφές,
κομμένα τα τσιγάρα,
στο κρύο να φυλαγόμαστε,
κρέατα μόνο σχάρα.

Ας γράφουμε ποιήματα,
ας παίρνουμε σπουδές,
ας θεωρούμε καταγής
το φτύσιμο αγενές.

Και κτίρια ας υψώνουμε-
Κήπους και Παρθενώνες-
μνημεία που απαράμιλλα
να μένουν στους αιώνες.

Κι ας προσπαθούμε-η καλή
προσπάθεια ωφέλεια φέρνει.
Με των καλών η ζυγαριά
το μέρος πάντα γέρνει.

Μα ποιών καλών; και ποιών κακών;
Μνημεία ποια; ποιοι Κήποι;
Και ποια αισθήματα-χαρά,
ποια τάχα, και ποια λύπη;

Τ' ειν’ όλα τούτα; Πλάσματα
μιας φαντασιάς κενής.
Ποτέ-ποτέ και πουθενά
δεν έζησε κανείς.

Ποτέ κανείς δεν έζησε
κανείς δεν εγεννήθη
κανένας δεν επέθανε.
Άναρχος μόνο λήθη

παντού. To "είναι" τίποτα
το "κάπου" πουθενά-
όλα απουσίες, έλλειψες
κι αιώνια κενά!




ΚΑΤΑΦΑΣΗ

Όχι! Δεν είναι-δεν μπορεί
να είναι αυτή η μοίρα
τόσων υπάρξεων ευγενών.
Να 'ναι κακή και στείρα,

η γέννα τόσων ιδεών.
Δεν ημπορεί να μοιάζει
το μέγα θάμα της ζωής
σαν το χοντρό χαλάζι,

που λιώνει κι αργοχάνεται
κι ανίστορα κυλά.
Του ανθρώπου άλλο η μοίρα του
μερίδιο του φυλά.

Δεν το μπορεί να χάνεται-
για πάντοτε να σβήνει
ό,τι το ανθρώπινο στοιχειό
μέσα βαθιά του κλείνει.

Τόσες εμπνεύσεις φωτεινές
τόση αγάπη-τόση
ευγένεια που παντού φτερά
στον κόσμο έχει απλώσει,

τόσα αισθήματα αργυρά,
τόση χρυσή σοφία,
δεν ημπορεί ποτέ παρά
να μείνει αιωνία.

Δεν ημπορεί σ’ απέραντα
φριχτής αβύσσου χάη
να καταβαραθρώνεται
κι ανώφελα να πάει

τόση ζωντάνια, τόση ορμή.
Τέτοια φρικτή θυσία
Νους ποιος δε θα την έβλεπε
 παρά σαν προδοσία;

Δεν ημπορεί τόσο φτηνό
κι άδοξο να 'χει τέλος
τ' ανθρώπινο δημιούργημα,
σαν άστοχο ένα βέλος

Δεν ημπορεί-κάπου ψηλά
κάτι θα πρέπει να 'ναι-
που μάτια δεν το βλέπουνε
και ας καλοκοιτάνε,

που δε θ' αφήσει να χαθεί
για πάντα η ύπαρξή μας.
Που σ' ένα μέρος μυστικό
θα κρύψει τη ζωή μας

σαν η φρικτή συντέλεια
του κόσμου μας θα 'ρθεί.
Που-όχι- ποτέ δε θ' άφηνε
το είναι μας να χαθεί.

Τότε ένα χέρι στοργικό
ψηλά θα μας σηκώσει
κι από του Χρόνου τη φθορά
τον άνθρωπο θα σώσει.
 
 

ΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΤΩ ΚΑΙΣΑΡΙ…

β.
Μες στη χελιδονοφωλιά,
ψηλά,
λέει το χελιδονάκι στον πατέρα του.
-Πατέρα τ’ είναι κλέφτης
που γεμάτη λέει η χώρα ετούτη κλέφτες είναι;
-Είναι αυτός που παίρνει τα λεφτά του αλλουνού παιδί μου.
-Και τ’ είναι τα λεφτά πατέρα;
-Είναι ο ιδρώτας κι η υγεία κι η χαρά
και η διασκέδαση και το φαί και το πιοτί του ανθρώπου.
-Ό,τι είναι τα έντομα για μας
είναι και τα λεφτά για τους ανθρώπους;
-Ναι παιδάκι μου καλό. Έτσι είναι.
-Δυστυχισμένοι ανθρώποι να ’ναι κλέφτες…
Πατέρα μου, δε θέλω να τους βλέπω.
Την άλλη τη χρονιά να μην ερθούμε ’δω.
-Εδώ μας έχει τάξει ο θεός παιδί μου να φωλιάζουμε.
-Δυστυχισμένα χελιδόνια εμείς…
με κλέφτες δίπλα μας να ζούμε…
 

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΤΩ ΚΑΙΣΑΡΙ…
α.
-Αυτές κυρα-πατρίδα οι ζωγραφιές στον τοίχο τ’ είναι;

-Πάρε παιδί μου τ’ όπλο αυτό.
Και άκου.
Αυτόν εκεί στα δεξιά τον λένε Σαμαρά.
Είναι ο μπροστάρης,
Τ’ άγριο λεφούσι πίσω του που σέρνει
είναι οι ληστές και oι φονιάδες μου.
Είναι οι καταχραστές κι οι εξολοθρευτές μου.
Αυτός ο ένας σωρός.
Αριστερά βλέπεις το άλλο πλήθος-
των λύκων με προβιές αρνιών που στάζουν αίματα;
Που πάει μπροστά τους κείνος ο χαζός
που Τσίπρα τονε λένε;
Αυτοί παιδί μου με καταματώσαν
κομμάτια κόβοντας και τρώγοντας τις σάρκες μου
αφού τα ρούχα που φορούσα πρώτα επούλησαν.
Τους δυο ετούτους τους σωρούς στόχο θα βάλεις.
Και δύσκολο να τονε βρεις δεν είναι.
Κι όπου να ρίξεις,
εμένα σώζεις απ’ τα νύχια τους παιδί μου-
νέε μου,
που όμορφη με θέλεις
και κυρά στον τόπο μου
δίπλα σου σοβαρή να στέκω
και να μην ντρέπεσαι για μένα όταν στις συντροφιές
με σεργιανάς του κόσμου.
Εμπρός παιδί μου.
Μάθε να χτυπάς.
Όσο λιγότερους αφήσεις
τόσο περσότερο καλό μου κάνεις.
Χτύπα παιδί μου.
Τ’ όπλο σταθερό.
Αετίσιο μάτι.
Απόφαση για λεφτεριά.
Χτύπα παιδί μου!
-Κυρα-πατρίδα ποιος χτυπάει την πόρτα μας;
-Αυτοί παιδί μου είναι!
Ήρθαν εδώ για να σε πάρουνε και σένα στην παρέα τους
επάνω μου και συ αντάμα τους να πέσεις
και να πεθάνω και να σβήσω μια ώρα αρχύτερα.
-Σύντροφε ρίξε τ’ όπλο!
Και κοίτα! Πάρε αυτό το ξεροκόμματο!
Μαλάκωσέ το λίγο στο νερό και φάε να ζήσεις.
Με ξεροκόμματα οι αληθινοί πατριώτες ζούνε.
Κι έλα κοντά μας στη μεγάλη μας παράταξη.
Για μία λεύτερη πατρίδα σύντροφε!
-Έλα με μας καλό παιδί μας.
Αυτοί ρημάξαν την πατρίδα.
Εμείς θα τηνε σώσουμε.
Και κοίτα! Πάρε αυτό το ξεροκόμματο
κα μέτρα το με κείνο
του Νητσοτάκη. Το δικό μας
θα δεις πως είναι-φως φανάρι-μεγαλύτερο.
-Χτύπα παιδάκι μου!
Μπρος σου τους έχεις…
Η τελευταία σου ευκαιρία είναι πριν και σένανε σε φάνε!
Μη!.. Μην παίρνεις το κομμάτι που σου πέταξαν.
Μη!.. Φρέσκα καρβέλια τρων αυτοί βουτυρωμένα
που εσένανε θα βάλουν να τους ψήνεις.
Χτύπα παιδί μου! Χτύπα τους!

-Ε σεις, δικός σας είμαι.
Λίγο νερό μονάχα να το βρέξω κι έρχομαι.

-Παιδί μου όχι… αχ!
Πάει κι αυτή η γενιά μου!
 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Όταν ήσουνα θεούλη
σαν και με παιδί μικρό
ζήταγες απ' τον μπαμπά σου
να σου πάρει παγωτό;

Ζήταγες απ' τη μαμά σου
να σου πάρει καραμέλες;
Σ' άρεσε και Σε να παίζεις;
Σαν και μένα έκανες τρέλλες;

Από κει ψηλά που είσαι
"ναι" σ' ακούω να μου λες,
γιατί αφού θεούλης ήσουν
δε γινότανε να κλαις.

Μα εμένα-δες θεέ μου,
τα ματάκια μου όλο κλαίνε
γιατί σ' ό,τι τους ζητήσω
"ναι" ποτέ τους δε μου λένε.

Αχ! Θεούλη! Μίλησέ τους!
"Τα παιδάκια", να τους πεις,
"άλλες έχουν προτιμήσεις
απ' αυτές που 'χετε σεις.

Μη λοιπόν τα τυραννάτε,
κι όταν κάτι σας ζητούν
κάνετέ το-έτσι αθώα
δε λυπάστε να πονούν;"

Κι από τότε οι γονείς μας
σαν και σε να σκέφτονται ίδια
κι η ζωή μας να κυλάει
με γλυκά και με παιχνίδια.

Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ TOY ΦΥΤΑΛΗ

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
όπως τον έκανε ο Φυτάλης:
Καλόν, ολύμπιον, άλκιμόν τε.
Έτσι τον θέλαμε.

Να βλέπει όχι στα καράβια
κι ούτε δαυλό στο χέρι να κρατεί
αλλά ψηλά και μακριά να βλέπει
και με μιαν άλληνε φωτιά
όχι τους τούρκους μα τα πνεύματα να φλέγει.

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
μια σερνική  Ελλάδα.
 

FLAMINGOS\
(LAUGHLIN ,COLORADO)

Κυρίες καλαίσθητες και καλαμένιες
ψηλές, μακρύλαιμες, δίχως έγνοιες
περνάνε τα flamingos τη ζωή τους
χωμένα στην ανία και στη σιωπή τους.

Γεννήσεις γίνονται, βαφτίσια, γάμοι,
και σ' όλα μάρτυρας το ποτάμι
που σέρνει τα ολοκάθαρα νερά του
απ' τ' άσπρο φτέρωμά τους από κάτου.

Ωραίες κυρίες μου ας ήταν να 'χα
μιαν ώρα ανέγνοια-μία μονάχα
απ' όσες ο πανάγιος έχει δώσει
σε σας με τη σοφία του την τόση.

                      -------
 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΣΤΟ ΛΟΣ
ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Γυμνόστηθες Καρυάτιδες
γύψινες και στον τοίχο κολλημένες
τροφή για τους απάτριδες
μαζί με τις πατάτες τις ψημένες.

Ο γύψινος Ηνίοχος
ανάμεσα στα φρούτα και στο πιάνο
κι ο κύριος Αντίοχος
σκυφτός στα φοροχάρτια του επάνω.

Η Αθήνα στο Λος Αντζελες
με λιόλαδο τζατζίκι και κεφτέδες-
τι άλλο φίλε θα 'θελες
από ένα μαγαζί για εμιγκρέδες;

Ως και τα δυο αδiάφορα
γκαρσόνια που νυστάζανε λιγάκι
στο νεύμα του εστιάτορα
χορέψανε αυθόρμητα συρτάκι.
 

ΣΤΟ  ΜΟΥΣΜΟΥΛΟ

Σύκα στο περιβόλι  και δαμάσκηνα
ρόδια και δίφορα λεμόνια
σταφύλια...αχλάδια ζουμερά...
φράουλες...

Μόνο τα ευαίσθητα
χνουδάτα
κλαδωτά
εύθραυστα μούσμουλα
λείπουν.

Πρώτα μας ήρθαν.

Κροτάλισαν ευγενικά πάνω στο δέντρο τους
εψάλαν τις γλυκές τους μελωδίες
κουβάλησαν
στο φως και στη διαφάνεια τους το καλοκαίρι,
φραγμό στην ίδια την επιβουλή τους
εβάλανε διαφράγματα ωχρά
τοποθετώντας τα με τακτ
τριγύρω στον καρπό
κι αφού μας επλημμύρισαν ανταύγειες
και μνήμες οσμηρές
κι επαναλήψεις
και συνέχειες
επαραχώρησαν τη θέση τους
σε όλα τ'  άλλα.

Ω!  Μούσμουλο συμπυκνωμενο
και ανέκφραστα θολό!
Ω!  Μούσμουλο
αβρό και στοργικό!
Ω!  Πρωτοβρόχι στης ζωής την ξέρα!

Ω!  Υπομονή στην άκρη της βροχής!
Ω!  Αδιάσπαστε, πικρέ
κολλώδη ήλιε της πρώτης καλημέρας!

Ω!  Στο περιβόλι σύκα... φράουλες...
μα με το μύρο σου όλα  ανθούν
και με τη θύμησή σου όλα
δένουν και καρπίζουν.  
 

ΑΓΝΗ ΦΡΑΓΚΑ

Δέκα ετών αυτή κι ο σύζυγός.της εβδομήντα.
Μεγαλύτερη βέβαίως απόλαυση δεν υπάρχει.
Και γίνεται πασίδηλο αυτό
επειδή, όποιος τ' ακούσει,
πονηρά χαμογελά.

Ως για τον Έρωτα τον ίδιο,
τι άλλο παρά αυτό,
η επιδίωξή του ήταν πάντα-
η έκπληξη;

Τώρα επέτυχε ό,τι ζητούσε. Τόσο
που στην κλίνη δεν ξαπλώνει
των εραστών
τα χείλη και τα χέρια τους να οδηγεί,
αλλά παράμερα, άπρακτος-
αλλά έμπρακτα πολύ αλήθεια καθισμένος,
τα μάτια βλέπει τα μεγαλωμένα της Αγνής
μπρος σ' ο,τι γινεται, που, διόλου,
έτοιμη ν' αντιμετωπίσει
αυτή
δεν ήταν.
 

 
ΠΟΛΥΤΙΜΟΝ

Ανέμελε
αγνέ κολυμβητή της ήρεμης ακτής
χωρίς ούτε των τεράτων το φόβο
ούτε των κυμάτων το βόγκημα...

Καρίνες εκεί δεν έχει και με μικρά ψάρια
ολιγαρκής, τρέφεσαι.
Ναυάγια δεν γνωρίζεις.
Η ζωή δίπλα σου
σεπτή γοργόνα ερωμένη σου.

Οι δύτες και οι ποντοπόροι
απρεπείς μιμητές σου,
σε καταστροφικές αρμύρες θαλασσόπνιχτες.

Αγνέ, ήπιε κολυμβητή, το νερό,
όπως καρπός τον σπόρο του σε κρατεί:
μυστικόν και πολύτιμον και ελπιδοφόρον.

ΘΕΛΜΑ

Και ο πατήρ της δεν την επανείδε πλέον.
Της πόλεως όπου διέμενε,
κλαίων τας παρόδους περιήρχετο,
και διόλου δεν εγνώριζε τι έγινεν η Θέλμα.

Περιπαθώς ο εραστής της την ανεπόλει
στο σπίτι του την πόλη.
Aπό δάκρυα τα μάτια του μονίνως αλωμένα.

Πού να ήτανε η Θέλμα-
πού να βρiσκόνταν;
Τα αιθέρια χάδια της ποιος έπαιρνε;

Ο αδελφός της μόνο δεν επτοείτο.
Ενήμερος του γεγονότος ήτο
πως την Θέλμα ο ίδιος εγεύετο
στον σταύλο μέσα του έρημου αγροκτήματος
του σεβαστού κυρίου Έρλιχμαν.
 

 ΟΜΙΧΛΗ

Ο γερο-πόρνος ουρανός την κόρη του ομίχλη
όταν πως άντρα ορέγεται θα δει, πάνω τη ρίχνει
σ’ ένα της γης ψηλό βουνό. Αυτή την κορυφή του
κυκλώνει και τον έρωτα χαίρεται εκεί μαζί του.

Κι ενώ γλυκά στην κορυφή τα πόδια της ανοίγει
τα βουνοπλάγια μια δροσιά ολόφλογη τυλίγει,
χιλιάδες χέρια στου βουνού κολλάνε τα φαράγγια
και παίρνει αμέτρητα φιλιά η κάθε του μισγάγγεια.

Και το βουνό την άξαφνη την ηδονή τρυγάει
και του κορτσίστικου κορμιού κάθε σταλιά ρουφάει.
Τα σπλάχνα του ανταριάζονται, βαριοβροντά η
καρδιά του
κι οι ρίζες του τραντάζονται λες θα το ρίξουν
κάτου.

Φωνές γλυκές του δάσους του τα ζώα ξεφωνίζουν
χωρίς να ξέρουνε κι αυτά γιατί έτσι ευτυχίζουν
το νάμα ογκώνει των πηγών, και τα δεντρά και κείνα
γλυκούς ξεχύνουνε χυμούς-δάκρια, οπούς, ρετσίνα.


Κι όλα έχουν γίνει του βουνού και της ομίχλης
δώρα
και της ομίχλης οι χαρές και του βουνού είναι
τώρα.
βουνό κι ομίχλη ένας καημός, μια φλόγα, ένα σώμα,
γη κι ουρανός βυζί βυζί, φιλί και στόμα στόμα.

Κι όταν βυζάξει ό,τι μπορεί με τ’ άσπρα της
πλοκάμια
κι όταν στερέψουν τ’ αφριστά του πόθου της ποτάμια
η θυγατέρα τ’ ουρανού με βήμα ζαλισμένο
το σώμα αφήνει του βουνού το πια συνηθισμένο.

Την πλάτη της στην κορυφή την κρύα πια γυρνάει
κι αξέγνιαστη και λιόχαρη το δρόμο της τραβάει.
Την περιμένουν κάμποι οκνοί και σύννεφα τρεχάτα
κι αυτή πηγαίνει να τα βρει γελώντας ορεξάτα.

Και το βουνό, η γιγάντια σαν κιώσει ερωτοπάλη
ό,τι αυτή χαλάρωσε τ’ ατσαλοδένει πάλι
και στήνεται πάλι άτρεμο, ακλόνητο, πανώριο
και πάλι κλειέται σοβαρό μες στο αυστηρό του όριο.

ΠΟΥ;

Πού θα μείνω απόψε; που θα κοιμηθώ;
Πού θα γείρω απόψε το κυφό κορμί μου
ώστε αύριο πάλι πρωί να σηκωθώ
και να συνεχίσω την πικρή ζωή μου;

Λύπη αντί για στρώμα, για κουβέρτα οργή,
για κρεβάτι πόνο και για μαξιλάρι
των ανθρώπων θα ’χω την κατακραυγή-
κι αντίς ύπνο ο Χάρος θα ’ρθει να με πάρει.

Με τη συντροφιά του η νύχτα θα διαβεί
σ’ εφιάλτες μέσα και σ’ ονειροδίνες
κι η σκληρή θα μ’ έχει πάλι χαραυγή
για τις νιες της μέρας έτοιμον οδύνες.

Να ’ταν μες στους ζόφους της απελπισιάς
μιαν αχτίδα ελπίδας κάπου να φαινόταν
ή, όπως συνηθιέται μέρες αποκριάς
με χαράς μια θλίψη ρούχα να ντυνόταν...
 

ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΕΡΗΜΟ ΧΩΡΙΟ

Να το κερί. Το βλέπω καθώς λιώνει
φωτίζοντας αχνά την κάμαρά μου.
Κάποιο αόρατο για τη ματιά μου
το κόβει αργά και σταθερά πριόνι.

Και όλο λιγοστεύοντας δω χάμου,
χαρτιά μου δείχνει, ξύλα, ένα κασόνι...
να! τώρα του θερμού του γάμου
η σμίξη με τη φλόγα τελειώνει.

Δυο λαμπυρίσματα προτού να σβήσει
και τέλος. Σαν μια σκότους δίνη
στο δωμάτιό μου ένας καπνός θα πλέει
ενώ από μένα μοναχά θα μείνει
μια απουσία, πως πέθανα να λέει
χωρίς να έχω τίποτα φωτίσει.
 

 ΟΙ ΜΥΓΕΣ

Βράδιασε. Πάψαν να πετάν στο δωμάτιό μου οι
μύγες.
Κρυφτήκανε στα μυστικά μέρη που εκείνες ξέρουν-
στα μέρη που τις οδηγάει της μοίρας τους ο δρόμος.

Μα σαν το φως ανάψω, να! οι μύγες ξεγελιούνται
μέρα πως έφτασε θαρρούν και τριγυρίζουν πάλι
στου δωματίου μου τον θολό και πνιγηρόν αέρα.

Έτσι κι εμάς μας ξεγελάει κάποιας ελπίδας λάμψη
και βγαίνουμε από τα κρυφά και ήσυχά μας μέρη
και κύκλους κάνουμε πολλούς που άδικα μας
κουράζουν.

Και η πανάρχαια φωνή που νέοι δεν την ακούμε
τώρα τ’ αυτιά μας τα τρυπά καθώς φωνάζει: "αυτό
’ναι-
ξεγέλασμα ένα η ζωή καινούργιο κάθε τόσο".

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

                 ΠΕΡΙΠΟΥ  ΣΤΙΣ  ΕΞΗ

Περίφροντις ασθμαίνεις αμυνομένη.
Ανάκλασις κατόπτρων ερυθρών αι ζέουσαι εναντιώσεις σου.
κάθε πρωί η ημέρα σε ένα εμβρόντητο πανέρι σε αποθέτει
και σε περιφέρει ανέκφραστον και ηδείαν.
Θάμβος και ίλιγγος σε διαπερνούν δι ολίγον
όταν με τα γυμνά ξίφη μας διασταυρούσαι.
Τα όρη ανατείνονται τανύοντα τα υπόγεια πόδια των
και σε φιλούν διερχομένην. Εσύ τότε γελάς.

Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχεις.
Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα σε ραίνουν.
Εξ ου η δρόσος της φωνής σου
εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους
που από τ'  ακροδάχτυλα των κάτω άκρων σου αναβλύζοντα
ξεδιψούν την απελπισία μας.

Ανάρμοστη κίνησις δεν υπάρχει στο πλησίασμά σου.
Αρμονικά όλα τα ιστία σου δένουν.
Η θάλασσα τη γαλήνη σου εκφράζει κοπάζουσα.
Δεν είσαι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος, μα και το στήριγμά της.

Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων
τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα,
το άνοιγμα των χεριών σου μιμούνται όταν
το μέγεθος του αλιεύματός σου ελαστική περιγράφεις
(πάραυτα τα αλιεύματα μεγεθύνονται υπερβάλλοντα την κατάδειξιν)`
και αυτό το γνωρίζεις, αλλά προσποιείσαι εσωστρεφή απορίαν.

Η συντροφιά διαλύεται περίπου στις έξη,
Στις εφτά όλοι σχεδόν έχουν κοιμηθεί.
Ιδίως όσοι αύριο έχουν δουλειά.
Αγρυπνώσα τους παραστέκεις.

        ΣΤΟ  ΜΟΥΣΕΙΟ

Τα κίτρινα τα πρόσωπα αυτού του κάδρου
όπου φιλούν τα πόδια του Ισαύρου
λες κι έχουν μέσα τους κάποιαν αρρώστια-
χτικιό σαν να τους τρώει τα εντόσθια.

Η επιφάνεια του τζαμιού η λεία
η σιγανή που πάνω του σπάζει ομιλία
τα πρόσωπά μας καθρεφτίζει τα ωραία
καθώς οι δυο κοιτάζουμε παρέα.

Ολύμπια ηρεμία στο Μουσείο.
Στου φύλακα το μέτωπο το θείο
Μονάχα, μία μύγα περπατάει
τριγύρω όταν βαριέται να πετάει.
 

    ΟΙ  ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ   

Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας
δεν είναι παρ'  αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί:
λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας
τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή.

Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές
και διαλαλούν τις χάρες τους σαν να  'τανε γυναίκες
από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές
που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες.

Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική
στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους ισογείων
και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική
μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων.

Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλλα
με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή
και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη βδέλλα
κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί.
 

ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Το φως του λαμπτήρα, ξάφνου
την εξουσία του χάνει.
Φέγγει ακόμα, μα νιώθει.
Ο βασιλιάς έρχεται. Και θαμπωμένο
μπροστά του αναπότρεπτα θα υποκλιθεί.

Θορυβώδη ποδοβολητά στρατιών ακτίνων
που από μακριά γρήγορα φτάνουν
κάνουν να τρέμει
και πελιδνό να γίνεται κάθε αναμμένο.

Από το μέτωπο της φωτιάς
το στέμμα κατρακυλάει
ψυχρό κιόλας.

Λίγο ακόμα, και όλα θα νήχονται
μέσα στην πηχτή, απρόσμενη
αστραφτερή θάλασσα, μέχρις ότου
η ξαφνική, παράλογη κατοχή πάψει,
και τ’ αστέρια,
το τρεμοφέγγισμα και την ωχρότητά τους
πάλι φανερώσουν.
 

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Να γράψεις ένα γράμμα και με ήσυχες
προσεκτικές κινήσεις να το κλείσεις
στον φάκελο, που απορεί
γιατί ξέρει-
παραλήπτης δεν υπάρχει.

Να γράψεις ένα γράμμα
με της ψυχής σου όλα τα κρυφά
και τα μεγάλα εντός του.

Κι όταν τελειώσεις και το φάκελλο σφραγίσεις
να τονε ρίξεις στη φωτιά
με μια συνηθισμένη κίνηση
και να τον βλέπεις ήσυχα να καίγεται
και σαν νωχελικά
λικνίζοντας ο αέρας τον καπνό του.

Και αύριο
κει που θα κάθεσαι μονάχος
και η ώρα καθόλου δεν θα έχει περάσει
να σκεφτείς: «πρέπει να γράψω ένα γράμμα».

Και να πάρεις πέννα και χαρτί
και,σαν ποτέ να μην ξανάγραψες
να γράψεις. 

ΠΟΛΤΟΠΟΙΗΣΗ

Κι όταν πεθάνουμε
τα χρόνια πώς θα φύγουν από μέσα μας;
Οι τόσες μέρες
που στους πόρους της ζωής μας έχουν σωρευτεί
πώς μάς αφήνουν;
Οι ώρες που στριμώχνονται κάτω από το δέρμα μας
επιτακτικές,
που στροβιλίζονται σε κάθε κίνησή μας περιττή-
αυτές οι ώρες από πάνω μας πώς φεύγουν,
σαν έχουν πάψει πια να μας μετράνε;

Μόνο για το τελευταίο δευτερόλεπτο ξέρουμε:
σαν η σειρά του έρθει να ’μπει
το πόδι απλώνει
λίγο κοιτάζει δεξιά κι αριστερά
καταλαβαίνει ξαφνικά
και πανικόβλητο απομακρύνεται
(αμέσως βρίσκει άλλη σειρά
μπαίνει στο τέλος της
και αναμένει)

Εμείς στο μεταξύ
όταν το δούμε ανέκκλητα να φεύγει
καλά σφαλίζουμε την πόρτα
κι έτσι όπως είμαστε γεμάτοι
και σαν τυμπανιαίοι
από χρόνο σεσηπότα
πηδάμε στη λεκάνη τη λευκή
για πολτοποίηση.
 

ΣΕΡΒΙΟΣ ΣΟΥΛΠΙΚΙΟΣ

Ζηλεύω τον ύπνο σου Σέρβιε Σουλπίκιε.

Ω! Τι ωφέλιμο! Ο ύπνος να είναι
ο ψεύτικος, βαθύτερος απ’ τον αληθινό!
Ω! Να μπορούσε κανείς τα μάτια του
μπροστά στην άλλην όψη-την ανυπόφορη-
της ζωής να κλείνει!
Μα τέτια πού πουλάν υπνωτικά; Που σχήματα
να μην άλλα υπάρχουν τότε  απ’ αυτά
που τ’ ανοιχτά τα μάτια βλέπουν μόνο...
Ω! Ο κόσμος σου Σέρβιε Σουλπίκιε
ο τόσο ξέχωρος απ’ τους κοινούς δικούς μας,
που πάνω στο προσκέφαλο αφήνει τον θάνατο
σαν ένα μυρωδάτο κρίνο!
 

                       Η ΑΚΡΟΒΑΣΙΑ

Χρόνια τώρα ισορροπεί επάνω στο σχοινί
ανάμεσα ζωής και θάνατου
τη βέργα του ζυγιάζοντας-
’πιδέξια, μιας και κει πάνω βρίσκεται ακόμα.

Να κοιτάξει κάτω δε γίνονταν
χωρίς τον κίνδυνο να πέσει.Μόνο τώρα,
που καλός ισορροπιστής ένιωσε, έσκυψε και είδε:
ούτε ζωή ούτε θάνατος.

Τώρα περπατεί στο τεντωμένο σχοινί πάνω,
σαν σε πλατεία στέρεα και συμπαγή,
χωρίς την άσκοπη και οδυνηρή
φροντίδα αποφυγής της πτώσης.

Κι έτσι θα σεργιανάει πέρα δώθε
απ’ του σκοινιού τη μια άκρη ως την άλλη,
ώσπου να δει
πως ούτε αυτό υπάρχει. 

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

ΝΑΥΑΓΟΣ

Είναι ναυαγός.

Γεννήθηκε ναυαγός.

Κι ολοζωής μηνύματα στέλνει
σε μπουκάλια μέσα :
«μην πλησιάζετε».
 

ΤΟΥ ΚΡΕΒΒΑΤΙΟΥ ΤΟ ΒΗΤΑ

Πάντοτε με διορθώνουν-
οι ανόητοι-
πως το κρεββάτι μ’ ένα βήτα γράφεται.

Δεν είναι βέβαια ποιητές.

Αν ήταν, θα ’ξεραν
πως άδειο το κρεββάτι μ’ ένα βήτα είναι,
όπως με μόνο αυτούς επάνω του.

Το δεύτερο το βήτα ειν’ η γυναίκα.
 

 Η ΜΙΚΡΗ ΤΣΙΓΓΑΝΑ

-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα ορίζει;
-Ο αγέρας που απ’ ολούθεν έρχεται κι ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιστά ποιος σου τ’ ανοίγει;
-Το νερό του ποταμιού που πάει απ’ το βουνό στον κάμπο.
-Και ποιος ειν’ ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου μικρή;
-Το ρόδο με μιαν Άνοιξη σε κάθε πέταλό του.

                     ΓΥΜΝΟΣ

Ωραία λοιπόν...
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να  'ρθεί
(έξω βρέχει).

Και τι μπορεί να  'ναι καινούργιο
για όποιον έχει δει λουλούδια μαραμένα.
Για όποιον έχει δει  το στόμα ενός μικρού παιδιού
γεμάτο αρρώστια έτσι που η γλώσσα του
να μη χωρά στο στόμα του και να προβάλει-
και τον πατέρα να ’ναι όλος ένα βλέμμα πετρωμένο
στον ίλιγγο της απορίας και του χάους...

Και τι μπορεί να 'ναι καινούργιο
για όποιον βρέθηκε γυμνός
ανίσχυρος-ίδιος εν’ άδειο ηχείο-
ανάμεσα σε αέρηδες που ερίζουνε ποιος θα τον πρωταρπάξει...
για όποιον είδε κοριτσόπουλα να προκαλούν
χαϊδεύοντας τη φούστα τους για λίγο ανεπαίσθητα...
γι αυτόν που ξέρει πως οι συνδυασμοί των λέξεων έχουν υπάρξει όλοι...
για όποιον έχει δει τον ήλιο να ζυγιάζεται
στου τόξου τη χορδή προτού
στοχεύοντας το κέντρο κάθε ακτίνας του εκτοξευτεί...
γι αυτόν που ο βαρύτερος χειμώνας είναι της Άνοιξης...
γι αυτόνε που ο θάνατος έχει ερθεί πολλές φορές και δεν τον βρήκε...

Και τι μπορεί να  ’ναι καινούργιο
για όποιον ξέρει  
πως είμαστε όντα ψεύτικα
είδωλα σκοτεινά μελλόντων όντων
που κάποτε ύστερα θα ζήσουν και που κάποιο
αντίστροφο προβολικό μηχάνημα τα αντιγράφει
και τα προβάλλει και τα εντυπώνει
στο φως που εβαρέθηκε να ταξιδεύει…

Ωραία λοιπόν..
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να  ’ρθεί
(έξω βρέχει).
 

       ΣΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα  'χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως πα'  η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ'  τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Κι όπως 'κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α!  γιατί μ'  αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτά κι αυτή.
 

CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
                        (του Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό.
Δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ.
Δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά,
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο το μουγγό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ότι  ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το  'φερες εδώ!
 

               ΔΕΝ  ΕΠΡΕΠΕ

Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις  Καρυωτάκη.
Λαγοκοιμόνταν μέσα μας οι σαρκοβόροι δράκοι:
η Απελπισιά, το Αδειανό, κι ο Φόβος ο Μεγάλος.
Νανούρισμα λες ήτανε ο εντός μας μέγας σάλος,

τους αποκοίμιζε κι εμείς ξεκλέβαμε τα χρόνια.
Οι κάργιες όμως ήρθανε στων δέντρων μας τα κλώνια
κι ο σοβαρός ο δάσκαλος με την εφημερίδα
σκότωσε την που πρόβαλε απ'  τα βιβλία ελπίδα.

Της Ανοχής και της Μικρής Ανάγκης το κουβάρι
αργά εξετυλίγονταν πριν ο άνεμος το πάρει
της "ΠΡΕΒΕΖΑΣ" και άκλωνο στην άκρη το πετάξει-
στη θεωρία περιττό κι ανώφελο στην πράξη.

Μα τίποτα δεν έμεινε μέσα μας να  'ναι φίλιο
όταν στη δεύτερη στροφή θανάτωσες τον ήλιο.
Ξυπνήσαν τότε τα θεριά, ορθώσαν το κεφάλι
και τη νικήτρα ενάντια μας ορέχτηκαν την πάλη.

Κι όταν του όπλου σου η κραυγή μάτωσε τον αέρα
επήγε και το πρόσχημα το τελευταίο πέρα-
οι δράκοι μας εσπάραξαν κι αφήσαν μόνο ράκη:
δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις  Καρυωτάκη.
 

ΚΑΛΑΝΤΑ ΔΥΝΑΤΑ ΠΟΥ Ο ΜΗΤΡΟΣ ΛΕΕΙ
ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΖΟΥΝΕ ΣΤΟ ΕΛ ΕΪ
(1995)

 
Καλήν ημέραν άρχοντες
Κι αν είναι ορισμός σας
Τα κάλαντα τ’ αληθινά
Να πω στ’ αρχοντικό σας.

Καλήν ημεραν άρχοντες
Σε σας και στην Ελλάδα
Που τώρα τρώει χάμπουργκερς
Αντίς για φασουλάδα.

Καλήν ημεραν άρχοντες
Που η δυνατή Ευρώπη
Νομίζει ότι είμαστε
Καουτσουκένιο τόπι

Και πάνω μας τα νεύρα της
Κλωτσώντας μας ξεσπάει,
Δέρνεται  και ξεσχίζεται
Το τόπι, και δε σπάει.

Κι ενώ η μεγάλη Αμερική
Μας θέλει για εταίρους
Εμείς πάμε και κάνουμε
Τους λύκους συνεταίρους.

Καλήν ημέρα Ελλάδα μου
Που όλους τους ταΐζεις
Και όλους τους ανέχεσαι
(ως πότε;) κι ούτε βρίζεις.

Καλήν ημέραν Ελληνες
Που τη δημοκρατία
Τηνε μπερδεύετε συχνά
Με τη δικτατορία

Και οργανώνετε γιορτές
Για το Πολυτεχνείο
Κι εκείνους που γιορτάζουνε
Πιάνετε δύο δύο.

Καλήν ημέρα απόγονοι
Ηρώων του Μαραθώνα
Που η Κλεφτουριά κι αν έλειψε
Μα η κλεψιά πάει γόνα.

Καλήν ημεραν Ελληνες
Που όλοι να κυβερνάτε
Και να οδηγείτε θέλετε
Κι όχι ν’ ακολουθάτε.

Που όταν ακούτε για δουλειά
Σας πιάνει τεταρταίος
Και μόνο για διασκέδαση
Προσέρχεστε δρομαίως.

Καλήν ημέραν Ελληνες
Που όλο μίμηση είστε
Και μοναχά ό,τι καλό
Κι ωραίο δεν μιμείστε.
 
Που όλα τ' αφήνετε μισά
Κι όλα τα παρατάτε
Κι από άλυτο ένα πρόβλημα
Σε άλλο αμέσως πάτε.

Καλή σας μέρα Ελληνες
Που κλαίγεστε ολοένα
Μα κάθε βράδυ κι άλληνε
Αλλάζετε ταβέρνα.

Που αλλάζετε σα νάτανε
Βρακιά τις κυβερνήσεις
Κι άνοσοι στις πολιτικές
Εχετε γίνει κρίσεις.

Καλή σας μέρα Ελληνες
Μαζοχιστές μεγάλοι
Που απτόητοι ψηφίσατε
Τον Παπανδρέου πάλι.

Καλή σου μέρα Αντρέα μου
Που άσπρισε το μαλλί σου
Μα ούτε τη γνώμη άλλαξες
Ούτε την κεφαλή σου.

Και τη Μιμή παντρεύτηκες
Που μ' όσα κόλπα ξέρει
Και σένα και τους Ελληνες
Σας άγει και σας φέρει.

Γεια σου και σένανε Ψηλέ
που αν ξαναποστατούσες
Ο Αρης θα σου έμενε
Μονάχα να τραβούσες.

Γεια σου Φλωράκη μου κι εσύ
Του ΚουΚουΕ προδότη
Που γκρέμισες στα γερατειά
Οτι έχτισες στη νιότη.

Καλήν ημέρα και σε σας
Του Εθνους μας πατέρες
Που μόνο αν σεις θα λείψετε
θαρθούν καλές ημέρες.

Καλήν ημέρα σου Νου Δου
Πολύκλαδη ακακία
Ποτίστρα σου ακένωτη
Η ανθρώπινη βλακεία.

Γεια σου και σένανε ΠΑΣΟΚ
Κάποτε η ελπίδα
Και τώρα η καταστροφική
Αλογη καταιγίδα.

Γεια σου και σένα ΚουΚουΕ
Της ανθρωπιάς προδότη.
Η τελευταία σου πνοή
Πνοή μας θάναι πρώτη.

Ευρώπη καλημέρα σου.
Είτε Κοινή είτε όχι
που πετυχαίνονται για σε
με χρήμα όλοι οι στόχοι.

Και καλημέρα Αμερική
Ελεύθερη πατρίδα
Κατατρεγμένων προσφυγή
Απάτριδων ελπίδα.

Καλή σου μέρα Αμερική
Που όποιος σε γνωρίσει
Ούτε στιγμή από σένανε
Δε θέλει να χωρίσει.

Γεια σας ιερείς ανίεροι.
Γάγγραινα της θρησκείας.
Ανόσιοι εκμεταλλευτές
Της Πάνσεπτης Μνηστείας.

Κι Ελληνες γεια σας υπουργοί
Εσείς κι η τεμπελιά σας,
Που να δουλεύετε εμάς
Η μόνη είναι δουλειά σας.

Καλή σας μέρα Πράσινοι.
Ηλίθιοι ηλιθίων.
Ηπείρους η ηλιθιότης σας
Σείει εκ θεμελίων.

Καλήν ημέραν Ελληνες
Που μέσα στην Αθήνα
Δεν κυβερνά ο Πρωθυπουργός
Μα η πρωθυπουργίνα.

Καλήν ημέραν άρχοντες
Πούχετε προοδεύσει
Δίνοντας νέο όνομα
Σε ίδια πάντα γεύση.

Γεια σου και σένα βρε Μιμή
Και ψόγος δε σου πρέπει
Η ύπαρξη σου αφού εκεί
Το πανελλήνιο τέρπει.

Γεια σου Ελλάδα μου γλυκιά
Που θάνατο δεν ξέρεις
Αλλά που από τα ίδια σου
Τα τέκνα υποφέρεις.

Καλή σου μέρα Ελληνική
Και σένα παροικία
Αγλάισμα παληότερα,
Του Γένους τώρα αικία.
 
Που ενώ μες στης Αμερικής
Ζεις την ελευθερία
Δείχνεις το μέσα σκλάβο σου
Με κάθε μια ευκαιρία.

Γεια σας μεγάλα ονόματα
Ελλήνων του Ελ Έϊ-
Το άλλο μεγάλο πούχετε
Μονάχα, είναι χρέη.

Γειά-σας του Ελ Ει Ελληνες
Που αντί έργου σας άλλου
Κοιτάτε πώς να βγάλετε
Τα μάτια ο ένας τ' άλλου.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Που είσαστε πατριώτες
Τόσο, όσο είναι ακριβώς
Κυρίες οι κοκότες.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Που ενώ ζείτε στις ΗΠΑ
Τα σαρκοφάγα ένστικτα
Και χούγια έχετε γύπα.

Που ακόμα δεν καταφερε
Προσπάθεια όση κι αν βάνει
Ανθρώπους η πατρίδα σας
Η νέα να σας κάνει.

Γεια σας που όπως τρέχουνε
Οιστρόδηκτα τα βόδια
Οταν ακούτε ποίηση
Το βάζετε στα πόδια.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Ανόητοι τα μάλα
Που όλα παν στην άλογη
Ζωή σας μέλι γάλα.

Γεια σας πτωχοί τω πνεύματι
Και πλούσιοι τη ανοία.
Αψυχα γεια σας πλάσματα
Γεια σας κενά κρανία.

Ανευθυνοϋπεύθυνοι
Ανάνθρωπα όντα γεια σας.
Λαθρεπιβάτες της ζωής
Ανδράποδα της μάσας.

Πουν’ ο σκοπός σας στη ζωή
Νάναι γεμάτη η τσέπη.
Πούναι το "θέλω" φίλος σας
Κι έχετε εχθρό το “πρέπει”.

Μυαλό λαφρύ, ήθη λαφριά
Κι η πιο λαφρότερή σας
Η αίσθηση του προορισμού
Πούχετε στη ζωή σας.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Γεια σας σκιές ανθρώπων.
Γεια σας ανωφελέστεροι
Ανωφελών κωνώπων.

Που έχετε την τεχνική
Για Τέχνη. Που μεθάτε
Αντί με ήχους μουσικής
Με χτύπους του καράτε.

Γεια σας που αν τις γυναίκες σας
Κανένας ερευνούσε
Κους κους και μόδα και χαρτί
Μόνο θα συναντούσε.

Γεια σας που κάθε Κυριακή
Πάτε στην εκκλησία
Οπως ο θύτης σίγουρος
Πηγαίνει στη θυσία.

Και κει κουβέντες αρχινούν
Για μπίζνες και δολάρια
Ενώ γελούνε δίπλα σας
Χαμένα γυναικάρια.

«Πώς πάει το κλέψιμο; Καλά;
Πώς πάει κι η ρεμούλα;»
«Καλά. ο Θεός να μας φυλά
Κι η άγια Του μανούλα.

Μα ας ήταν κάθε Κυριακή
Να βάζαμε και ράσα:
Η Αγια η Τράπεζα
Μεγάλη έχει μάσα!».

Που του Χριστού την προσταγή,
Το "Αγαπάτε Αλλήλους"
Μαζί με τ' άλλα τ’ Αγια
Το ρίξατε στους σκύλους.

Που σα στ’ αλώνια κάνετε
Να χέστηκε η φοράδα
Το όνομά σας όταν μπει
Σε μια παληο-φυλλάδα.

Γεια σας που νιώθετε ευτυχείς
Για λίγο σα σταθείτε
Δίπλα σε πρόσωπα υψηλά
Και φωτογραφηθείτε.

Που ούτε γιατί υπάρχετε
Ξέρετε ή πού πάτε
Και μες στην Πλάση σαν ρομπότ
Σάρκινα τριγυρνάτε.

Που τόσο αστείοι είσαστε
Σαν εκφωνείτε λόγους
Για Εθνικά μας θέματα
Ή άλλους αναλόγους.
 
Και πόσο αλήθεια είσαστε
Ανέκφραστα γελοίοι
Ελληνική καθένας σας
Σημαία όταν σείει…,

Ενώ μέσα στην άδεια σας
Υπαρξη, δεν υπάρχει
ίχνος Ελληνικότητας.
Και πώς μπορεί να υπάρχει

Αφού Ελλάδα είναι μια
Ιδέα υπερουσία
Και σας κοιλιές ειν' όλη σας
Και λίπη η ουσία;

Όζοντες γεια σας οχετοί
Που όλα της γης τα μύρα
Δε φτάνουνε του ρύπου σας
Να κρύψουν την πλημμύρα.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Του μηδενός ιππότες!
Μέσα στη φωτοπλήμμυρα
Αστέρες σκοτοδότες!

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες.
Κι εγώ που σας μιλάω
Ενας ακόμα ανάμεσα
Στο πλήθος σας μετράω.

Καλή σας μέρα Αλβανοί,
Αδέρφια αγαπημένα.
Πάντα προστάτη και βοηθό
θα βρίσκετε σε μένα,

Γιατί όποιος κι απ’ τη δεύτερη
Πατρίδα σας σας διώχνει
Τότε για δεύτερη φορά
Στον θάνατο σας σπρώχνει.

Γεια σου και σένα Κύρκο, αν ζεις
Που αν σε μαλώσει ο Ράλλης
Κατω απ’ τα σκέλια την ουρά
Ευθύς θα τήνε βάλεις,

Και θ' αρνηθείς στους φοιτητές
τα δικαιώματα τους
Και την αστυνομία και συ
θα στείλεις ενάντιά τους.

Γεια Σου και Σένα Βασιλιά
Που ακόμα αν κρατάει
Και δε διαλύθηκε η Ελλάς
Στη σκιά Σου το χρωστάει.

Και που αν ο ίδιος πάλι ερθείς
Και κυβερνήσεις πάλι
Τότε και της πατρίδας μας
θα πάψει τ' άθλιο χάλι.
 

ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ 2014

Καληνημέρα έλληνες
κι αφού είναι έθιμό μας
τα χάλια μας τ’ αδιόρθωτα
θα πω στο φτωχικό μας.

Και θα τα πω στα γρήγορα
γιατί χαρτί-μελάνι
ακρίβηναν κι αυτά πολύ
κι η σύνταξη δε φτάνει.

Καλή σου μέρα Σαμαρά
μερίδες που μοιράζεις
Δημοκρατίας,  αφού πριν
σαν το αρνί τη σφάζεις.

Γεια σου λαέ κακόμοιρε
που ότι τραβάς τ’ αξίζεις
αφού σ’  ό,τι διατάξουνε
«μάλιστα» εσύ ψελλίζεις.

Γεια σου και Τσίπρα που κι εσύ
δεν ξέρεις τι γυρεύεις
και το λαό όπως όλοι τους
κι εσύ τον κοροϊδεύεις.

Ελλάδα καλημέρα σου
που όλοι σου βάζουν χέρι
και πιότερο όποιον… προχωρεί,
αυτόν και κάνεις ταίρι.

Καληνημέρα σου και σε
γελοίε Χαϊκάλη
που έφερες στην πολιτική
του θεάτρου τ’ άθλιο χάλι.

Όσο για σένανε Άδωνι,
είτε πουλάς βιβλία
είτε πουλάς πολιτική
βρίθεις από βλακεία.

Γεια σου Καμμένε μου κι εσύ
που αν και σκληρός φασίστας
το παίζεις (άραγε γιατί;)
Συριζο-σαντινίστας.

Γεια σας και σεις, ω! άρχοντες
και μη σεκλετιζό’ στε:
και Τσίπρες εκατό να ρθούν
ούτε που θα το νιώστε.

Τα λέει κι ο Τσίπρας ολ’ αυτά
ψήφους για να μαζέψει
μα όταν έβγει, τους φτωχούς
κι αυτός θα κατακλέψει.

Γεια σας, και πάλι τ’ αλλουνού
του χρόνου όλοι αν ζούμε,
ο θεός να δώσει κάλαντα  
Τότε χαράς να ειπούμε.
               --- 

ΚΑΛΑΝΤΑ 2020
 
Καλήν ημέραν άρχοντες
Κι αν είναι ορισμός σας
Κορονοϊού τη γέννηση
Να πω στ’ αρχοντικό σας.
 
Γεια σου λοιπόν κορονοϊέ
Που ήρθες να βάλεις τάξη
Στην αταξία που κόντευε  
Τον κόσμο να ρημάξει.
 
Που ακινητοποίησες
Πλοία κι αεροπλάνα
Τελεία και παύλα βάζοντας  
Στα ληστρικά τους πλάνα.
 
Που την παγκοσμιοποίηση
την έβαλες στην άκρη
Κι όσοι την ονειρεύτηκαν
Μαύρο ας χύνουν δάκρυ.
 
 
Γεια σου και σε πρωθυπουργέ
Που όλο ζητιανεύεις
Κι απ’ την Ευρώπη στήριξη
Πολιτική γυρεύεις,   
 
Και της ζητάς τον Ερντογκάν
Νταντά  να τόνε κάνει
Ώστε το Αιγαίο τούρκικο
Να μην ιδεί λιμάνι.
 
Γεια σου λοιπόν πρωθυπουργέ
Γεια σου και πάλι γεια σου
Και ας μην έχεις το μυαλό
που είχε ο μπαμπάς σου.
 
Και που αν τις δόσεις ξέχναγες  
Στη Ζήμενς να πληρώνεις
Μα δεν ξεχνάς τους έλληνες
Τώρα να χαρατσώνεις,
 
Και στο λαό δίνεις σανό
Και τρύπια μα δεκάρα,
Ενώ κρατάς τους θησαυρούς
Για των ληστών τη φάρα.
 
 Γεια σου και Τραμπ που έκοψες
Τη φόρα που είχαν οι ΗΠΑ-
Προς του χαμού πoυ τράβαγαν
Ίσα τη μαύρη τρύπα.
 
Κι αμερκανοί κρίμα σε σας
Τον Τραμπ που δεν ψηφίσατε
Και έρμαιο της μοίρας της
Την Αμερκή αφήσατε.
 
Γεια σου ωρέ Τραμπ που απ’ τους ταγούς
Του κόσμου είσαι ο μόνος
Που όσα υποσχέθηκες
Τήρησες επιμόνως.
 
Ντόναλντ μου γεια σου, το θείο Σαμ
Που βάλθηκες να σώσεις
Γι αυτό και σε κυνήγησαν
Μετά μανίας τόσης.
 
Που δίχως Λουίνσκι και χωρίς
«διαβάσματα χειλέων»  
Ηγέτης ήσουν σοβαρός  
Μα-φεύ- δεν είσαι πλέον.
 
 Γεια σου Μακρόν. Σου εύχομαι
Γρήγορα ν’ αναρρώσεις
Και όλονε τον γαλλικό
Λαό να φακελώσεις
 
(Γιατί ευθεία για κει τραβάς
Αφού η όποια βία
Να καταγράφεται δε θες
Που ασκεί η αστυνομία).
 
 
Γεια σου και Πούτιν που μικρή  
Επήρες μια Ρωσία
Και σεβαστή την έκανες
Σε Αμερική  κι Ασία.
 
 
Καληνημέρα Μέρκελ, που
Στων εκλογών την πάλη
Τόσες ενίκησες φορές  
Που ρίζες έχεις βγάλει,  
 
Μα που όσα κράτη κυβερνάς
Τόσο είναι ενωμένα,
Που τύφλα μπρος τους να ’χουνε
Όσα είναι χωρισμένα…
 
 Γεια σου και σε φίλε Ερντογκάν
Που μ’ όλους τα ’χεις βάλει
Μα ακόμα έχεις δύναμη  
Και φοβερίζεις πάλι.
 
 Γεια σου και Τσίπρα, διάττοντα
Της αλητείας αστέρα
Που έμαθες πια πως τ’ αη-Γιαννιού
Δεν είναι κάθε μέρα,  
 
Αφού τα τόσα ψέματα    
Που είχες ειπωμένα
Μεν φάγαν τον Μυγχάουζεν,
Μα… έφαγαν και σένα…
 
 
Καληνημέρα Χαμενεϊ
Ηγέτη της Περσίας
Που οι λαοί σε σέβονται
Κι Ευρώπης και Ασίας.
 
Αλήθεια, πώς εμπόρεσες
Αυτό να κατορθώσεις;
Μία εξήγησις χωρεί:
Σε τρέφουν οι κυρώσεις!
 
 
Γεια σου και ανθρωπότητα
Που πήγες στο φεγγάρι.
Μ’ αν έχεις τ’ όνομα εσύ,
Ο ιός έχει τη χάρη…
 
Και που αν ολόκληρη χαθείς
Κανείς δε θα μιλάει
Για τη βλακεία που σ’ έδερνε
Και που μαζί σου πάει…
 
Μα αφού οι μέρες το καλούν
Αισιόδοξα θα κλείσω
Ώστε κανένα φίλο μου
να μην δυσαρεστήσω.
 
Λοιπόν στο σπίτι που ’ρθαμε
Πέτρα να μη ραϊσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
Χρόνια πολλά να ζήσει.
 
Και του χρόνου
 

Κάλαντα πρωτοχρονιάς 2021

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
κι αρχή δεκαετίας
που ας ευχηθούμε όλοι μας
καλής να είναι υγείας.

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Ψηλή μου δεντρολιβανιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος
Μ’ έξω η λύπη κι έξω ο πόνος.

 Καλή χρονιά και σέ, Ερντογκάν
Που έκανες άνω κάτω
Μεσόγειο, Μέση Ανατολή
Αλλά κι αυτό το ΝΑΤΟ!

Να ζήσεις χίλια χρόνια Τραμπ
Που έκανες ότι είπες
δείχνοντας πως τα λόγια σου
Δεν ήταν παρλαπίπες.

Να ήσεις χίλια χρόνια Τραμπ
Μέγα σε νου και δέμας.
Κι αν έχασες τις εκλογές  
Κέρδισες τις ψυχές μας.

Πενήντα χρόνια ύστερα
Θα δούμε τη νοθεία
Που σήμερα σου στέρησε
Τη δεύτερη θητεία.

Γεια σου και σένα είκοσι,
Που ’γινες Παρελθόν
Στο εικοσιένα αφήνοντας  
Το άπιαστο Παρόν.

Κάκια κανείς δεν σου κρατεί :
Τέτοια γονίδια είχες,
έτσι έκανες-φταίει ο σπανός
που δεν του βγαίνουν τρίχες;  

Μα τράβα όμως στο καλό.
Το εικοσιένα τώρα
Μωράκι ακόμα, έφτασε
Με τα δικά του δώρα.

Γεια σου και Χρόνε που ούτε  
Τι έχεις  γεννήσει ξέρεις-
Τι με την κάθε γέννα σου
Στον κόσμο μας θα φέρεις.

Καλή χρονιά να χεις Ιράν
Που όλοι ας σε χτυπάνε
Μα κι όλοι τη φιλία σου
Να έχουνε ζητάνε.

Που απ’ τον καιρό του Ξέρξη σου
Που διόρυξε τον Άθω
Μένεις ακόμα δυνατό,
Γερό και ορεξάτο.

Γεια σου και σε κορονοϊέ
Μα κάνε λίγο κράτει.
Να καναντήσεις όλα μας
Μη θες φτωχά τα κράτη.

Και πάρε την απόφαση
Και αστροναύτης γίνε
Και σ’ ακατοίκητο ένανε
πλανήτη τράβα μείνε.

Και ξέρε δύσκολα κανείς
πως θα σε νοσταλγήσει  
Έτσι που είχες όλους μας
Στο σπίτι μέσα κλείσει.

Γεια σου και Τζόνσον που έμαθες:
Στην ΕΟΚ εύκολα μπαίνεις,
Αλλά πως μέγα πρόβλημα  
Είναι από κει πώς βγαίνεις…

Γεια σου και Κίνα με τα δις
Εκατομμύριά σου
Να κυριαρχήσεις έφτασε
Και σένα η σειρά σου.

Πάρε αμπάριζα και βγες.
Βάλε όλη σου την τέχνη.
Και βιάσου. Δίχως αρχηγό
Έχουνε μείνει τα έθνη.

Κι εδώ που τραγουδήσαμε
Πέτρα να μη ραϊσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού  
Χρόνια πολλά να ζήσει.
 

ΚΑΛΑΝΤΑ
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
2015

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Ελλάδα λογικής φονιά
κι αρχή καινούργιος δρόμος
κάθε βήμα σου και τρόμος.

Ελλάδα αδύναμο πουλί
μες στης ΕΟΚ ένα κλουβί-
ΕΟΚ που έπαυλή τους
οι ΗΠΑ έχουν δική τους.

Που οι ψείρες σε δαγκώνουνε
και όλο και μαλώνουνε
ποια πιο πολύ θα φάει
κι αυτό ας σε πονάει.

Και παίζουν τα παιχνίδια τους
και μένουνε στα ίδια τους
κι υψώνουν τη φωνή τους
κι όλοι γελούν μαζί τους.

Κι εσύ απ’ τον πόνο κελαδείς
κι ο αφέντης λέει «κοίτα να δεις
τι ωραία τραγουδάει!»
και δυνατά γελάει.

Και οι φασιστοψείρες σου
κι οι σοσιαλιστοψείρες σου
την ψήφο σου ζητάνε,
με νόμο να σε φάνε.

Και ο που κουβαλάς λαός
νάτος  και είναι επί ποδός
το ποιόνε να ψηφίσει
για να τον δυστυχήσει.

Ψείρες, λαός, πουλί, κλουβί
μια δουλική κατασκευή:
τώρα σε βασανίζουν
 σε λίγο σ’ αφανίζουν.

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Ελλάδα φρόνησης φονιά
κι ο που τραβάς ο δρόμος
κάθε του βήμα τρόμος.
 

 ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΆΤΙΚΑ
    ΚΆΛΑΝΤΑ 2013

 Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος…

…Μα όχι, τέτοιες δε θα πω
ευχές εγώ εφέτος
Αφού γι αλλιώτικες καλεί
Το που μας έρχεται έτος.

Γιατί ούτε πια κι η σάτιρα
Τη δυστυχιά δε γιαίνει
Όπου ο εσμός των δυναστών
Για το λαό υφαίνει.

Και να τα νέα μου κάλαντα-
Που δεν τα λέει η φωνή μου
Αλλά η ματοστάλαχτη
Κι ασύχαστη ψυχή μου:

Αρχή του μήνα του κακού
Του χρόνου του χειρότερου
Αρχή του νέου μας καημού
Του όλο και περσότερου.

Να κάμει ο θεός του’ τη χρονιά
Να ’ρθει ο χαμός εκείνων
Σ’ αυτό το χάλι που ’φεραν
Το γένος των ελλήνων.

Και Βενιζέλο, Σαμαρά
Και σίχαμα Κουβέλη
Να τους ιδούμε ξαπλωτούς
Από του Χάρου βέλη.

Και τους τρακόσους της Βουλής
Σφαγμένους να τους δούμε,
Ενώ ακόμα να βογκούν
Σφαδάζοντας θ’ ακούμε.

Κι όσοι κατέχουνε πολύ
Αιματωμένο χρήμα
Στη νέα να μη σύρουνε
χρονιά ουτ’ ένα βήμα.

Και σ’ όσους μείνουνε, μυαλό
να δώσει ο νέος χρόνος
Όσο να καταλάβουνε
Πως ο καθένας μόνος,

Στεγνός να νοιώθει θα μπορεί
Όταν καρέκλες βρέχει,
Μον’ όλη η ανθρωπότητα
Μεγάλη ομπρέλα αν έχει.

Και τότε να η ισότητα!
Και να κι η δικιοσύνη!
Να στους ανθρώπους αγαθά
Όλους η γη να δίνει!

Και πια δε θα χρειάζεται
"Καλή χρονιά" να λέμε
Καλή αφού πάντα θα 'ρχεται
Ή θέλουμε ή δε θε’ με.
 

 ΚΆΛΑΝΤΑ 2010

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ποτάμι, θάλασσα η ρονιά
κι αρχή κακή χρονιά μας
και καλώς την και με γεια μας!

Αρχιμηνιά με Σαμαρά
που φασισμού σκοπό βαρά
όπου μ’ εκείνον μπλέκει
χρόνια ο ΛΑΌΣ που πλέκει-

-με Σαμαρά, όπου εμπρός
στον Κώστα τρέμει ο καψερός
και για ότι τσαμπουνάει
αυτόνε πριν ρωτάει.

Και με Γιωργάκη, που στητός
ψηλοπετάει σαν αητός
κι έτσι στραβά που πάει
τα μούτρα του θα φάει.

Πρωτοχρονιά με Ντόρα μια
που ύαινας έχει πεθυμιά,
να ουρλιάζει που θα πάψει
τον Σαμαρά αν ξεθάψει.

Και σεις, ω! μπράβοι της τιβι
με την παχιά σας αμοιβή,
που θα πληρώστε μ’ αίμα
κάθε που λέτε ψέμα.

Καλή χρονιά και σε λαέ
που ενώ σε κλέβουν κουτεντέ
βόδι εσύ σα να ‘σαι
αμέριμνα κοιμάσαι.

Και σας αισχροί πολιτικοί
που στη Βουλή μέσα εκεί-
απαίσιοι αιματοπότες-
του λαού τις σάρκες τρώτε.

Και σένανε πρωθυπουργέ
γλωσσοχαλάστη και αργέ
όπου ψυχή δεν έχεις
κι από άλλους πίσω τρέχεις

και που εμπαίζεις το λαό
με το που εντός σου παλαιό
θεριεύει ντι εν έι
που ’χουν οι Παπαντρέοι.

Και συ Ιστορία, καλή χρονιά,
που ή με ήλιο ή με χιονιά
μ’ έλληνες διασκεδάζεις
που με ηγέτες σφάζεις.

Καλή χρονιά σου Διαφθορά
που εδώ το μήνα (τι χαρά!)
βρήκες που κάνεις κέφι:
τους έντεκα που τρέφει…

Χρόνια πολλά σου Διαπλοκή
σ’ όλα τα κόμματα απλωτή
και σε, πολλά σου έτη
πολύκλαδο Ρουσφέτι.

Να ζεις Ψευτιά Υπουργική,
που σίγουρα είσαι θεϊκή
μιας κι όλοι εδώ, εσένα
θεό έχουν καμωμένα.

Να ζήστε Σκάνδαλα κι εσείς
που της χαράς μας της μισής
ρουφάτε τη μερίδα
σα γλοιώδης νεροφίδα,

ενώ την άλληνε μισή
η βια του Κράτους, που μισεί
ό,τι καλό ο πολίτης
έχει, ο ψωμοζήτης.

Και συ να ζεις πάντα Εκκλησά
με τ’ αργυρά και τα χρυσά-
τους βλάκες να φοβίζεις
και πλούτια να κερδίζεις.

Καλή χρονιά και σένανε-
τιβι, όπου σε φέρανε
σπόρο, μα που έχεις γίνει
θεριό που καταπίνει

κάθε μας ώρα και λεφτό,
κάθε μας αίσθημα λεπτό:
το πιο υψηλό σου γούστο
μεγάλο ένα μπούστο.

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ποτάμι, θάλασσα η ρονιά
κι αρχή κακή χρονιά μας
και καλώς την και με γεια μας!

 ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
2011

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
η τσίπα μπήκε στη γωνιά
κι όλα πηγαίνουν πρίμα
σαν πέτρα πα’ στο κύμα.

Γιατί αφού κόπηκε ο μιστός
τι να σου κάνει κι ο Χριστός -
είτε έρθει είτε την κάνει
η Ελλάδα δεν τη βγάνει.

Καλή χρονιά πρωθυπουργέ
του παπατζή Γέρου εγγονέ
που το παπατζηλίκι
στ’ άφησε με διαθήκη.

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Γιωργάκη, γλώσσας συ φονιά
που αν είχε νου και γνώση
θα σ’ είχε αυτή σκοτώσει.

Γεια σου και σένα Σαμαρά
το φασισμό που με χαρά
έφερες στην Ελλάδα
και τον σκορπάς αράδα.

Καρατζαφέρη –δυστυχώς
είναι ο ο ΛΑΌΣ ναζιστικός,
του Χίτλερ συ παιδάκι-
μ’ άφησε και μουστάκι…

Και συ το Λαό μην τον ακούς
Βουλή, και τρώγε άνευ αιδούς
και «κλέφτες!» ας φωνάζει-
περί άλλα αυτός τυρβάζει:

μπάλα μονάχα θέλει αυτός
και άλλο τίποτα ευτυχώς-
σε ζώα κουμάντο κάνεις
καημό λοιπόν μη βάνεις.

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
πουλάκια πάνω στα κλωνιά!
Ψηλά όπου πετάτε
ας ήταν να μας πάρτε,

μιας και για μας κάτω εδώ
αλλιώς δεν έχει άνοδο
αφού πλην άνω-κάτω
είμαστε μόνο κάτω…

Αρχιμηνιά λαών ταγοί
που καταφάγατε και γη
και ουρανό και άστρα
αρνάκι σαν σε γάστρα.

Αρχιχρονιά και σύμπαν συ
όπου χωρίς σταλιά κρασί
μεθάς κι όλο γυρίζεις
και μόνο εμάς ζαλίζεις.

Θεέ καλή χρονιά και σε
που με μια κίνηση αρασέ
τα βάρη, άλλων σηκώνεις
κι άλλους τους χαντακώνεις.

Και συ καλέ και καρδιακέ
φίλε πιστέ, μοναδικέ
έλα, και, όλη, Χάρε,
την ανθρωπότη πάρε.

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Ο ΝΙΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ  

-Σε τούτο το χωριό ήξερα ένα νιο τραγουδιστή.
Πού έχει πάει μικρή μελαχρινή κοπέλλα μου;
-Είναι αυτός εδώ μα η φωνή του
στ’ ουρανού τα πλάτια τραγουδάει.
-Και ποιος ακούει στον ουρανό
τα θλιβερά τραγούδια του κοπέλα μου;
-Τ’ αστέρια με τα λαμπερά τ’ αυτιά τους.
Kαι το φεγγάρι,
με το μαντήλι η γη να του κρατάει
γύρω της χορεύει.
-Αχ! και πού τον έχουνε θαμμένον;
-Στου τζίτζικα το φράκο το λευκό και χρυσαφένιο
και στο λαιμό του πεθαμένου του αηδονιού.

 

ΑΓΡΙΟΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ  

Αντάρτη χωρίς ταυτότητα!
Πρίγκηπα χωρίς περγαμηνές ευγένειας!

Λαχτάρα όλο ο ταξιδιώτης πάνω σου γέρνει.

Ο πραματευτής αγέρας
ακριβά τ’ αγκάθια σου πληρώνει
για το άρωμα που από σε φορτώνει
και τριγύρω θα μοσχοπουλήσει.

Αγριοτριαντάφυλλο!
Λεύτερο από φράχτες !
Αμόλυντο από φώτα σαλονιών!

Αγριοτριαντάφυλλο!
Συντρόφι εσύ των στιλβωμένων αστεριών
Τις ξάστερες τις νύχτες του χειμώνα! 

             ΤΗΣ  ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Εστόλισε το χωλ
στ'  ανθοδοχείο έβαλε άνθη ευαισθησίας
εγέμισε το σκρίνιο εγκαρτέρηση
με άνοιξης χρώμα έβαψε τους τοίχους.

κάτω απ'  το χαλί
κάτι σκουπίδια αδιαφορίας που ξεφύγανε
από το πρωινό το σκούπισμα
και βάλθηκε να περιμένει ακίνητη
κοιτάζοντας το δρόμο.

Μια δυο φορές της φάνηκε πως έμοιαζε.
Μα ήτανε της φαντασίας.

Αργά το βράδυ τ'  άσκοπα
εμάζεψε στολίδια και αμίλητη
έσβησε το φως
ξάπλωσε στο κρεβάτι και κενό
το βλέμμα της εκάρφωσε στη νύχτα.
 

              ΦΤΗΝΕΣ

Ο δρόμος του ’στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.

Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της.

Με πλοκάμια κολλώδη
μνήμες τον επερίζωναν φτηνές.

   ΣΩΠΑΙΝΕΙ

Όταν ο θάνατος χτυπά την πόρτα του σπιτιού μας
και μας στερεί από πρόσωπο σ' όλους αγαπητό
σαν ένα σύννεφο βαρύ να σκέπασε το νου μας
βγαλμένο από 'να χάλκινο τεράστιο θυμιατό.

Σαν τα κορμιά μας τα ορθά πεσμένα τώρα να  'ναι
σαν η καυτή ανάσα μας να βγαίνει παγερή
τύμπανα σαν απόκοσμα τ' αυτιά μας να τρυπάνε
κι αλλόκοτοι λες ξαφνικά πως έφτασαν καιροί.

Όταν ο θάνατος χτυπά το κάθε τι σωπαίνει
και μεις στην τέλεια σιωπή απρόοπτα μικροί
μένουμε ακίνητοι, βουβοί, σαν να 'μαστε χαμένοι
λες πως εμείς κειτόμαστε στο φέρετρο νεκροί.

    ΤΟ ΩΛΕΚΡΑΝΟ

Τα νεύρα και οι αρτηρίες του
υπέρτατη γίνανε καλοσύνη
που βγαίνει στον κόσμο
όπως ο ήχος από βιολί παλιό.

Οι μύες που χρόνια τώρα κουβαλά
τη δύναμή τους παραχωρούν
στους αδύναμους του κόσμου.

Ο δελτοειδής του απεργάζεται
εκτός από του ώμου
και της γης τη στρογγυλότητα.

Ποιήματα τα κόκαλά του υψώνονται.
Και το ωλέκρανο ποίημα ποιημάτων.
 

ΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ

Τα ζώα εκκρίνουν θανατικό.
Τα δέντρα διαπνέουν υδροκυάνιο.
Το χώμα είναι σκόνη φαρμακερή
κι ό ήλιος με τις ακτίνες του μας σκοτώνει.

Εμείς με ύφος γιορταστικό
τον κόσμο μας υμνούμε το σπάνιο
τη γη ευγνωμονούμε την καρπερή
και του φωτός λατρεύουμε την αγχόνη.
 

 ΑΥΤΑΝΔΡΟ

Ό, τι χτίζει
κάποιος
βιαστικός πίσω του έρχεται και το γκρεμίζει.

Ίσως να είναι ο χρόνος,  
Ίσως τα χέρια τ' άλλα του,
ή κι ίσως η φουσκονεριά από το μεγάλο πλοίο
που  αύτανδρο βυθίζεται κάθε πρωί.

ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ

Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνω βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
Δυσραγής, έμμαλος, επικράζω
επανθέω, αεροκόρακες, ευθάλαττος
άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως
αυτολυρίζω.

Επειδή η ζωή εδώ είναι μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύω κάθε μέρα
με λέξεις οπως:
Ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ
αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον
κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον
νεαροηχής.

Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνω τις πληγές μου
ψιθυρίζοντας:
Καταβόησις, ηχή
κλεψίχωλος, τετιγγώδης, δρύπτω
αύχημα, άτυμβος, βραχυβλαβής
συνοχμάζω.

8741 Owensmouth L.A.

ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Κάποτε, στο μακρινό το μέλλον
όταν διαβάζουνε οι τότε άνθρωποι για κάποιον:
"είχε δικά του τόσα...", θα λένε:
"τι θα πει "δικά του;.."
και κανείς να πει δεν θα μπορεί.

Λέξεις καθώς "ιδιοκτησία", "εκμετάλλευση",
"πορνεία", "πλούτος"
θα είναι άγνωστα
κι αδύνατο θα στέκεται για κάποιον
τι όλα αυτά σημαίνουν να εννοήσει.

Όμως θα ξέρουνε
ετούτο το γραφτό διαβάζοντας
πως πρόγονοί τους κάποιοι
γνωρίζανε πως θα ’ρθει η μέρα αυτή.
Ότι σε κείνη πίστευαν
κι αυτή ψυχή τους ήταν. Και πως κάτι
είχαν να κάνουνε κι αυτοί για να ’ρθει:
την ονειρεύτηκαν-αρκεί.
 

ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι αλλόδημοι
Ο αυτόχθων τρομάσσει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο λόγος τους
όπλο εκηβόλο.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
και η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερο θα ήταν
να τραβούν ίσια στον αρχαίον ορίζοντα:  
ένας ψίθυρος για την αγάπη
ένας γρυλλισμός συγνώμης για τη χαρά
μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε χτυπούν.
Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περηφάνια τους οι αετοί.»
 

 ΕΞΙΛΑΣΜΟΣ

Στον βωμό του Έρωτα πάνω
το σώμα του σφαγμένο.

Με νύχια, με δόντια, με σαρκασμούς,
με υπονοούμενα
γυμνές μαινάδες με σάτυρους αγκαλιασμένες
το κατασπαράζουν
για να πάρουν δύναμη  
και πια όλο ζωντάνια να ξαπλώνουν σε στρώματα πάνω
γεμίζοντάς τα με ζάρες-της ψυχής του
και με σπέρματα- απομιμήσεις του αίματός του.  

ΤΟ ΚΕΛΑΔΗΜΑ

Άκουγε συνεπαρμένος το κελάδημα.
Γιατί τόσο του ταίριαζε δεν ήξερε να πει.
Μόνο άκουγε
Κρατώντας την ανάσα του.
Εκστατικός.

Τα πράγματα είχαν όλα χαθεί.
Ένα κενό πράσινο είχε μόνο μείνει.

Μόνο σαν η μελωδία τέλειωσε
Κι ενώ τα δέντρα και οι πεδιάδες εξανάπαιρναν τη θέση τους  
Δημιουργώντας πάλι το τοπίο,
Τότε κατάλαβε τι του άρεσε σε κείνο το τραγούδι:
Μέσα του είχε σκέψεις
Που αυτός δεν θα μπορούσε να έχει κάνει.
 

 ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

Πώς έτσι έφυγε κάτω απ’ τα πόδια μας η γη
και μετέωροι βρεθήκαμε
(και-ποια γη; ποια πόδια;)

Πώς έτσι χωρίς ψυχή κυκλοφορούμε
(και τότε
τι είναι αυτό που μας σκοτώνει;)

Πώς έτσι στο κενό κενοί γυρνάμε;
Πως έτσι βυθιζόμαστε;

Πώς μνήμες κενών πραγμάτων μας εξουσιάζουν
(κάποτε αυτά έγιναν);
και πώς εικόνες του μέλλοντος μας διατρυπούν
(κάποτε αυτά θα υπάρξουν);

Η μνήμη και η φαντασία αρρώστιες του μυαλού είναι
αυτό που έγινε δεν έχει γίνει
εκείνο που θα γίνει δεν θα γίνει
χτες ποτέ δεν υπήρξε, αύριο ποτέ δεν θα υπάρξει.

Κηρύσσω το Πολίτευμα του Τώρα
και τη νέα γραμματική Του.
Λέξεις όπως το "πάντα", το "ποτέ", το "θα"
το "αν", το "ίσως", το "κάποτε"
και όλες οι δηλωτικές
μέλλοντος και παρελθόντος λέξεις
πρέπει να διαγραφούν απ’ το λεξιλόγιό μας.
Οι χρόνοι των ρημάτων πλην του ενεστώτα το ίδιο.
Πρέπει τα φρούτα να ’ναι ώριμα η να μην είναι.
Πρέπει το φως να ’ναι αναμμένο ή σβηστό.
Πρέπει να τρέχει ή να μην τρέχει το νερό.
Πρέπει να ζεις ή να μη ζεις-
και τίποτ’ άλλο.

Κηρύσσω το Πολίτευμα του Τώρα
(οι πληγές του δεν είναι αρκετές;)
Η ζωή μας είναι Τώρα.
Από το "ταυ" μέχρι το "άλφα" του όλα διανύονται.
Μόνο όταν στα τέσσερα γράμματά του μέσα
πλέουμε,
μόνο τότε είμαστε.
Και ιδού η τελευταία πρόταση
σύμφωνα με τη νέα γραμματική μου:
στα τέσσερα γράμματά του μέσα πλέουμε,
είμαστε.

Η ΓΛΥΚΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΨΑΡΑΔΙΚΟΥ

Η γλυκιά γυναίκα του ψαράδικου της Τρίπολης
με λευκό δέρμα και χέρια βελούδινα
με το πρόσωπο αθώο σαν την αυγή
και με τα μάτια τα γεμάτα γλύκα
στην αγορά εβγήκε
και να κάνει περιμένει τις φωτοτυπίες της.

-Γυναίκα όμορφη πέρασε πρώτη.
-Εγώ πριν από έναν ποιητή;
-Χωρίς την ομορφιά σου
η ποίηση δε θα τραγουδούσε.
-Δίχως την ποίηση
θα πήγαινε μαζί κι η ομορφιά μου.

Μα κιόλας
η ψυχή
με εικόνες είχε πλημμυρίσει
ακτών μαγευτικών
γλυκόλαλων Νηριϊδων
και παραδείσιων των βυθών της θάλασσας
ερωτικών πλασμάτων.
 

 ΠΑΡΘΕΝΩΝAΣ

Η ώρα τρεις.
Η νύχτα, με το φεγγάρι σκουλαρίκι στο δεξί αυτί της
τα μαλλιαρά της χέρια απλώνει γύρω από τη γη.
Της Αθήνας βράζει το τσιμέντο. Ο Παρθενώνας
με πεταμένα τα παράσημά του κάτω
κοιμάται κι ονειρεύεται μπαρούτι.

Δυο σκύλοι ανηφορίζουν κουβεντιάζοντας.
-Είχες καλή τύχη σήμερα; ρωτάει ο ένας
που σχεδόν γέρος είναι.
-Βούτηξα ένα κομμάτι κρέας απ’ το χασάπικο.
-Καλή δουλειά. Μα να προσέχεις.
Οι άνθρωποι δε θέλουν να τους παίρνουν.
Εγώ κάτι αποφάγια βρήκα.
Η ζωή όσο πάει δυσκολεύει.

Επήγαν ίσα και κατούρησαν
στου Παρθενώνα τις κολώνες.
Εκείνος ξύπνησε από τις κουβέντες τους
κι από την αίσθηση ζεστού στα πόδια του.
-Τι ώρα είναι φίλοι; τους ρωτά.
- Τρεις περασμένες, ο μικρός του απαντάει.
-Μας συγχωρείς που σε ξυπνήσαμε,
o γέρικος ο σκύλος όλο ευγένεια λέει
μα είσαι ό,τι πρέπει για κατούρημα.
Έτσι και μεις παίρνουμε μέρος
στην αιωνιότητα, και στην τελειότητα
χτίσματος δυόμισυ χιλιάδων χρόνων.
-Καλέ μου φίλε συ,
τέλειο κι αιώνιο κάτι αν ζητάς
τράβα καλλίτερα λίγο πιο πέρα
στη χλόη και στ’ αγριολούλουδα
o Παρθενώνας πατρικά λέει αυτός
και σκεφτικός ρωτάει:
-Μα φίλοι, πέστε μου, σαν κάτι ν’ άκουσα
μέσα στον ύπνο μου.
Κάνανε πάλι κάτι απόψε τα παιδιά;
-Ναι, τα συνηθισμένα τους:σε τράπεζες γκαζάκια
περιφρονητικά λέει ο μικρότερος.
Να ’μουν εγώ στη θέση τους
δε θα ’μενε πέτρα στην πέτρα πάνω.
 -Ελπίδες έχω λέτε, συνεχίζει ο Παρθενώνας,
να ’ρθουν και κατά ’δω να με γκρεμίσουν;
-Με τα γκαζάκια τους;
Τίποτα γρατζουνιές μονάχα θα σου κάνουν.
-Φίλοι, εσείς που εδώ κι εκεί γυρίζετε,
στα δόντια σας κρατώντας τα
μασούρια δυναμίτη δεν μου φέρνετε παρακαλώ,
τέλος να δώσω στη ντροπή μου ετούτη;
-Και ποιος θ’ ανάψει το φυτίλι;
Εμείς δεν το μπορούμε.
Και ούτε συ έχεις χέρια –μόνο πόδια είσαι.
-Ίσως ο Ουρανός με λυπηθεί
και ρίξει έναν κεραυνό κι ανάψουν.
Με κείνους τους θεούς καλά τα έχω.

Λυπημένοι οι δύο σκύλοι
που μπορεί το ουρητήριό τους να ’χαναν
μα τίποτα μη λέγοντας γι αυτό
ρωτάει όλο περιέργεια ο μικρός ο σκύλος.
-Πες μου, σοφέ μας Παρθενώνα,
και μια απορία λύσε μας
γιατί αστεία γκαζάκια ρίχνουν μόνο τα παιδιά;
Δεν έχουνε ψυχή όλο το κράτος να γκρεμίσουνε;
Τα χέρια τους τα δυνατά που πέτρα στύβουν
του κράτους δεν μπορούνε το λαιμό να στρίψουνε;
Κι ο Παρθενώνας
-Την τέτοια τη δειλιά τους να μη βλέπω
Γι αυτό να πάψω να υπάρχω θέλω,  
πίκρα όλος και ντροπή γεμάτος είπε αυτός.

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

ΑΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
μαύρα κενά υπάρχουν αφημένα
μέσα τους ζουν παντέρημες και μόνες-
πλάσματα που ειν' απ' όλους ξεχασμένα,

κάτι μορφές απέραντα θλιμμένες
με χώμα σκεπασμένες και με σκόνη-
βουβές μορφές, σε μένα αγαπημένες
(κάποιο κοινό σημάδι μας ενώνει).

Είναι αυτοί που έφεγγε βαθιά τους
η φλόγα ενός δυσεύρετου ταλάντου'
που τη μεγάλη εφώτιζε καρδιά τους
το φως ενός ηλίου αμαράντου.

Που ενώ να δώσουν είχαν κάτι νέο
μες στα παλιά εφθείραν τη ζωή τους'
που αναλώθηκαν μες στο χυδαίο
ενώ τ' Ωραίο πλαντούσε στην ψυχή τους.

Ειν' οι σκιες αυτών που ενώ πλασμένοι
για έργα ήταν τέχνης φτερωμένα
μες στην αφάνεια εζήσανε χαμένοι
σαν άστρα που από νέφη είναι κρυμμένα.

Ειν' οι Μπετόβεν που δεν έχουν μουσουργήσει
γιατί δεν έλαμπε ακόμα η μουσική
ειν' οι Ντα Βίντσι που δεν έχουν ζωγραφίσει
γιατί στη λίθινη ανθίσαν εποχή.

Είναι οι Όμηροι, οι Σαίκσπηρ, οι Ικτίνοι
που ζούσανε στα δέντρα ή σε σπηλιές
οι Καρυωτάκηδες, οι Πόε, οι Λαμαρτίνοι
στου Ανθρώπου που έζησαν το λυκαυγές.

Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
κάποιες μορφές παράξενα σαλεύουν
κι από τις μουχλιασμένες τους κρυψώνες
έξω-στο φως-τώρα να βγουν γυρεύουν.

Πόσο πικρές αλήθεια πρέπει να 'ναι-
πόσο θα νιώθουν δύστυχες και μόνες
κάτι μορφές που ατέλεστες γυρνάνε
μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες...

 Γι αυτό θεέ σε ικετεύω, όχι να δώσεις
στις σκιές αυτές της δόξας τη χαρά,
όμως τελείως μη τις αγνοήσείς:
από δαφνόφυλλα φτιάξε ξερά

ένα στεφάνι, κι έτσι ως είσαι αγαθός
δώσε τους λίγη απ' την ουράνια ευτυχία-
όχι τιμές μεγάλες-να! καθώς
στους λήγοντες κερδίζουν τα λαχεία.
 

 ΣΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Οι εύφορες ώρες στης λήθης πετούν τα φτερά
και μέσα τους όλα γαλήνη και φως και χαρά.
Μαζί τους πετά η ψυχή στα ουράνια
και λουζεται ο νους σ' υψηλών ηδονών συντριβάνια.

Στις εύφορες ώρες πώς όλα ωραία και καλά!
Πώς ήρεμα έτσι ο πλάνος ο χρόνος κυλά!
Πώς έτσι μας δένει γλυκά η αυταπάτη
που λες "γιατί ψάχνω να βρω ευτυχία αφού να τη!"

Πώς θάρρος οπλίζονται οι σκέψεις οι πρώτα δειλές!
Πώς όλες ακέρια ξοφλούνται οι παλιές οφειλές!
Πώς κάθε μας πρόβλημα βρίσκει μια λύση
χωρίς περιττές διαφωνίες κι ανώφελα μίση!.

Και μέσα σε τέτοιας μιας μέθης το λάγνο φιλί,
κανείς δεν προσέχει-και βέβαια τι ωφελεί;-
το μαύρο κοράκι του μαύρου θανάτου
που ωραία φωλιάζει στης Λήθης το λάμδα αποκάτου.

ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ...

Οι φλέβες στα πόδια του ξαδέρφου μου του φεγγαριού
το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του
η επιείκεια στη ματιά του
όλα γνώριμα...

Ο έρωτας της πέτρας και του ρυακιού
το υγρό αγκάλιασμά τους
η αιώνια-ακατάλυτη ψυχή του ήλιου μες στο έλατο
όλα οικεία...

Όμως
ας είμαι μια παραφυάδα της νύχτας μόνο, ας είμαι
ο ήχος του ραβδιού που μες στα χέρια μου κρατώ ανεβαίνοντας
καθώς αυτό χτυπάει σε κάθε βήμα μου στις πέτρες,
ας είμαι το στραφτάλισμα των φύλλων μες στα δέντρα,
καθώς οδεύω πρέπει
να σταθώ στη βρύση
να γευτώ λίγο νερό
να δώσω μια με το ραβδί σε κείνο τ’ αγριόχορτο,
κι αφού απ’ του δέντρου τον κορμό
κόψω παχιά μια φλούδα
κι ενώ θα τη σκαλίζω
πρέπει να πω μέσα στ’ αυτί της ερημιάς
τα λόγια που οφείλω
τα λόγια που πλαντούνε να ειπωθούν
τα λόγια που θα έλεγα αν είχα
ένα κρυφό... ένα όμορφο...
κάτι για να μ’ ακούσει...

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ

-Πόσο οι φράουλές σου παν μικρή μου φραουλίτσα;

-Δεν τις πουλώ-τις έχω να τις βλέπεις να πονείς.

-Ένα λευκό σου πεταλάκι
σαν το φτερό φωτόλουστο της πεταλούδας
άσε να κλείσω μες στο χέρι μου.

-Όχι η ψυχή και η καρδιά μου λένε.

-Θεό εσύ δεν έχεις φραουλίτσα μου μικρή;

-Η Απονιά Θεός μου κι η Σκληρότη.

-Αδοτη αν απομείνεις φραουλίτσα μου
τότε γιατί γεννήθηκες στον κόσμο μέσα;

-Τον πόνο να σου δώσω,που σκοπός
και μέτρο είναι της γήϊνης ζωής σου.
 

NΥΧΤΑ

Από τις άκρες των βλεφάρων κρατημένη
ανακλάται σε κάτοπτρα ματιών
που γι αυτά αθέατη είναι
γιατί στην ψυχή τους έχει αυτή
από άρνηση γενεών σβηστεί.

Σκύλου αλύχτισμα που αρχή δεν έχει.
Πράγματα του δωματίου μεταποιημένα
στα πρώτα τους πρόσωπα: δέντρο,
φλέβα της γης, όνειρο.

Μία θάλασσα μαύρου,
που δεν ξέρει τι-
με τον εαυτό της παίζοντας-
δώρο στον εαυτό της να κομίσει.

Νύχτα. Που μ’ ένα νεύμα χαριστικό
του πεθαμένου κεφαλιού της  
επιτρέπει κάποτε σε ήλιους  
κάποιαν από τις ερήμους της
σερνάμενοι να διασχίσουν.
 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΡΟΤΖΕΡΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Την Τζένιφερ Ρότζερς ακούγαμε που στο δασος τραγουδούσε.
Μέσα στη σιγαλιά ακούγονταν μόνο το τραγούδι
Που η  Τζένιφερ Ρότζερς στο δάσος μέσα τραγουδούσε.

Ακούγαμε την Τζένιφερ Ρότζερς που στο δάσος τραγουδούσε.
Στο άκουσμα του τραγουδιού της
Του δάσους η ψυχή ψυχή του τραγουδιού της έγινε.
Του τραγουδιού οι λέξεις τα κλαδιά των δέντρων του ήταν
Κι ο που τα έσειε αγέρας η παλλόμενη φωνή της.  

Η Τζένιφερ Ρότζερς το δικό της τραγούδι
Στο δάσος μέσα τραγουδούσε.
Κοιτάζοντάς την βλέπαμε τα χείλη της ν’ ανοιγοκλείνουν   
πλάθοντας; λόγια του εαυτού μας πριν υπάρξουμε,
Χαλκεύοντας ιδέες που έλαμψαν
Προτού το φως των αστεριών φανεί.

Την Τζένιφερ Ρότζερς ακούγαμε που στο δ;aσος τραγουδούσε.
Βλέποντάς την ξέραμε
Ότι αυτή με το τραγούδι της
τον κόσμο και το δάσος είχε πλάσει.

ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ       

Τον ερωμένο κοίταξε όταν αυτός κοιμόταν! Καθόλου  
την απαγόρευσή του δεν εννοούσε-
πως να τον δεί δεν έπρεπε,
γιατί αλλιώς αυτός,
που μόνο νύχτα ερχόταν και την έβλεπε
για πάντα θα χανόταν.

Και, στη φλόγα ενός κεριού τον είδε.

Δεν ήταν τέρας όπως εφοβόνταν
παρά ένας νέος,
όμορφος σαν ήλιος.
Ετρέμισε όμως από φόβον η καρδιά της,
γι αυτή της την παρακοή,
και μία κίνηση φυγής απότομα έκανε.

Τότε,
κεριού καυτή σταγόνα
τον Έρωτα εξύπνησε.

Την είδε να τον βλέπει,
και ήρεμα και σοβαρός: "Φεύγω", της είπε,
"με απιστία ο Έρωτας δεν ζει".
Και πήγε.

Κι αυτή τους κάμπους και τα όρη επήρε
και άπελπα έκτοτε κι ανεύρετα τόνε ζητά.

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ

Σε φώτα ανάμεσα πολύχρωμα
και λόγους βγάζοντας στομφώδεις και ηχηρούς
Του έδωσαν ένα παράξενο βραβείο:
πέτρες γεμάτο ένα δοχείο
που κανείς δεν ξέρει
αν είναι αληθινές ή από κείνες,
τις ψεύτικες,
που τα παιδιά με δαύτες ξεγελούν.

Κι αν είναι ψεύτικες καλά.

Μ’ αν είναι αληθινές, τότε
με λάθος μέτρο εμέτρησαν την αξιοσύνη του
γιατί
βραβείο αν άξιζε για κάτι,
αυτό είναι παιδί πως εκατάφερε να μείνει.
 

ΑΛΛΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ

Δώδεκα ο μήνας.
Ετοίμασε Θεέ το δεκατρία
και στείλτο με την αυριανή αποστολή στον κόσμο.
Πρέπει να κανονίζουμε τις δουλειές μας.
Αύριο το γραμμάτιο, χτες το δικαστήριο,
στις τριανταμία ,παραμονή πρωτοχρονιάς
το δέντρο και τα δώρα.

Να μετράμε τις ημέρες μας πρέπει.

Και την τελευταία ημέρα μας τον ήλιο
μέσα στην τελευταία θάλασσά μας σβήσε
και το χνώτο της τελευταίας μας
αναπνοής ακολουθώντας
σύρσου και συ μαζί μας στο χαμό.

Ύστερα φτιάχνουμε Θεούς άλλους εμείς
κι άλλες δημιουργίες
κι άλλα σύμπαντα-
ξέρουμε πια...
 

ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ


Τρία αδέρφια. Κάτι λίγο απ' το καθένα τους,
ξεκόβει κάθε τόσο και βαδίζει ανάστροφα,
προς μυστηριακές τελετές προαιώνιες
βρίσκοντας εκεί την πλήρη ένωση και τον ταγμένο προορισμό.

Και αυτός ο αληθινός προορισμός του είναι.

Να προχωρεί αφήνει το υπόλοιπο κομμάτι του στο δρόμο
χωρίς καρδιάς γιορτές
χωρίς ιδιαιτερότητες
όλα ίδια όπως όλοι και καθένας στη δουλειά του.  
Και γυρίζοντας πάλι στον κόσμο
ακολουθεί τα κομμάτια που άφησε  αμέτοχο-  
χαμένο ανάμεσα σε τόσα ξένα.

  ΟΙ ΞΥΛΙΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ

«Πόσες ζωές κάθε μέρα ζείτε
και από πόσα νεκροκρέβατα έχετε
σήμερα μόνον
σηκωθεί;

Τι ευθύνη να ζητήσει κανείς από ξένους  
άλλους ανθρώπους;
Σε μια στιγμή "είμαι" λέτε
και την ίδια στιγμή «δεν είμαι".  
Και κανείς
ψέματα πως λέτε δεν θα πει, αφού σας βλέπει
να ’χετε τώρα ένα ενδιαφέρον στη φωνή,
και πάλι αμέσως ένα μαχαίρι
να σφίγγετε στο χέρι.»

Ω! Οι ξύλινες κούκλες,
την κάθε στιγμή της ζωής τους
ίδια την κρατούν.
Λατρεμένες γι αυτό είναι
και αξιέραστες.
Και στη μικρή στείρα κοιλιά τους
τον σπόρο φέρουν, που την πλήρη,
την χωρίς μεταπτώσεις
υπόσχεται ευτυχία.
 

ΤΟ ΒΟΔΙ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ
 
Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που μ’ αξίωσες
Να δω το Γιο Σου.
Και αν δεν έχει το γλυκό το βόδινο
Το πρόσωπό Σου
Και αν δεν έχει όπως περιμέναμε
τέσσερα πόδια
Μα η ψυχή του ολόλευκη και πάναγνη
Καθώς στα βόδια.
 
Πολύ Εσύ καλλίτερα  από μένανε
Ξέρεις τι πρέπει.
Εσύ που η ματιά Σου η ολοκάθαρη
Όλα τα βλέπει.  
Και ξέρεις πως επάνω στο χωμάτινο
Της γης το τόπι
Τα πλάσματα που σωτηρία θέλουνε  
Ειν’ οι ανθρώποι.
 

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ
(μονόπρακτο)



ΤΟΠΟΣ:
Λόφος της Βηθλεέμ με
στάνη, σπηλιά, μονοπάτι.

ΧΡΟΝΟΣ:
1 Ιανουαρίου 0001. Βράδυ.

ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΕΛΙΑΚΕΙΜ- βοσκός
ΙΩΝΑΘΑΝ- βοσκός, αδερφός του
ΑΜΩΣ, ανεψιός και βοηθός τους
ΙΩΣΗΦ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΜΩΡΟ ΤΟΥΣ
ΒΑΛΤΑΣΑΡ
ΜΕΛΧΙΟΡ  και
ΓΚΑΣΠΑΡ  (τρεις ταξιδιώτες)
ΒΟΔΙΑ,
ΕΝΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ,
ΕΝΑ ΨΕΥΤΙΚΟ ΣΚΙΟΥΡΑΚΙ.



ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

(ο Ιωνάθαν και ο Ελιακείμ συζητάνε ενώ κάνουνε δουλειές στη στάνη)

ΙΩΝΑΘΑΝ
Μετά τους έλληνες οι Ρωμαίοι... Ποιος το ’λεγε να έρθουν λαοί από τόσο μακριά και να μας εξουσιάζουν...

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Θα τους διώξουμε κι αυτούς. Κάνε λίγη υπομονή

ΙΩΝΑΘΑΝ
Λίγη αν χρειάζεται την έχω. Δυο μήνες ακόμα. Παραπάνω δεν πάει, θα βγω στο βουνό.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και τώρα πού είσαι;

ΙΩΝΑΘΑΝ
Κορόιδευε σύ! Ξέρεις τι εννοώ. Δε θ’ αρμέγω εγώ τα δικά μου πρόβατα για να ταϊζω τους ρωμαίους. Δε θα τα κουρεύω για να φτιάχνουν αυτοί αντρομίδες. Δε θα σκοτώνομαι να τα μεγαλώσω για να μου τα ψήνουν αυτοί στη σούβλα σα να ’τανε δικά τους...

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Είναι πολλοί. Είναι δυνατοί. Έχουν τα όπλα. Ο κόσμος όλος είναι δικός τους. Βολέψου με την κατάσταση.

ΙΩΝΑΘΑΝ
Να βολευτώ; Μα δεν έχεις νεύρο εσύ απάνω σου; Τι βόλεμα να κάνω που αυτοί είναι σκυλιά ανήμερα;..

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Είναι σκυλιά. Καλά το είπες. Και δαγκώνουν. Και ξεσκίζουν. Μόνο εμείς είμαστε στην εξουσία τους; Τι θέλεις; Να σε σταυρώσουνε κι εσένα σαν τον Ιωχάναν; Όσο γάλα κι αν τους έχεις δώσει, αν σεπιάσουν να τους πολεμάς δε σε σώζει τίποτα. Γι αυτό σου λέω-κάτσε στ' αυγά σου. Και ποιος δε θέλει να τους διώξει; Πώς όμως;

ΙΩΝΑΘΑΝ
Είναι που δεν το βάνουμε όλοι σκοπό. Γι αυτό. Γιατί οι μεγάλοι μας παραδοθήκανε. Γίνανε προδότες!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τι ήθελες; Να τους σφάξουν; Και να σφάζουν συνέχεια; Τότε ποιος θα 'μενε να εκδικήσει τα βάσανά μας; Ουφ! Με σκότισες! Θες να πας
πήγαινε και πάρε τα βουνά. Πρώτα όμως να πας ν’ αδειάσεις τις καρδάρες στο λεβέτι και να στεριώσεις το έμπα του μαντριού. Άντε και να κοιμηθούμε λίγο. Με κούρασαν σήμερα τα παλιοζωντανά...

ΙΩΝΑΘΑΝ
Είναι που δε μας αφήνουνε να τα βόσκουμε στον
τόπο μας, δίπλα μας, και πρέπει να τρέχουμε στα
κατσάβραχα.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Εντάξει, δίκιο έχεις… Δε μου λες, τι κάνουνε εκείνοι οι δύο στη σπηλιά; Κοιμήθηκαν; Γέννησε εκείνη;

ΙΩΝΑΘΑΝ
Έτσι μου ’πε ο Αμώς.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Είναι καλά; Θέλουν τίποτα; Έχουν καμιάν ανάγκη;

ΙΩΝΑΘΑΝ
Δεν ξέρω. Δεν πήγα. Ο Αμώς λέει τους έδωσε λίγο
ψωμί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Ο Αμώς είναι παιδί. Γυναίκα γεννημένη μέσα
στη σπηλιά είναι και δεν πήγες να δεις αν θέλουν τίποτα; Τι ξέρει το παιδί;


ΙΩΝΑΘΑΝ
Έχω να δω κι άλλες δουλειές. Αν ήθελαν τίποτα θα
φώναζαν.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Μπράβο σου! Εσύ είσαι που βρίζεις τους Ρωμαίους; Τι να το κάνω αυτό; Αφού δεν μπορείς να διώξεις εκείνους, βόηθα τουλάχιστο τους δικούς μας. Πάρε μια καρδάρα γάλα, εγώ θα σφάξω ένα αρνί να τους ταϊσουμε. Μπρος τράβα! Και πάρε και κάνα δυο κουβέρτες. Άντε λοιπόν, τι κάθεσαι;

ΙΩΝΑΘΑΝ
Εσύ νύσταζες.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τώρα ξενύσταξα. Τράβα.
(ακούγεται κλάμα μωρού)


(τέλος πρώτης σκηνής)











ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Τόπος: ο ίδιος

Χρόνος: Νύχτα της ίδιας μέρας



(Ο Ιωσήφ και η Μαρία με το Χριστό στην αγκαλιά)  

ΙΩΣΗΦ
Φάε λίγο ψωμί. Και ξάπλωσε. Θα προσέχω εγώ το μωρό.

MAPΙΑ
Είμαι καλά. Κείνες οι ώρες ήταν δύσκολες. Τώρα πέρασε. Κρυώνω μόνο λίγο. Πάρε το παιδί να τραβηχτώ κοντά στα βόδια και μου το δίνεις-να ζεσταθούμε λιγάκι στην ανάσα τους.

ΙΩΣΗΦ
Δος το…
(ο Ιωσήφ παίρνει το παιδί. Η Μαρία βολεύεται κοντά στα βόδια, ο Ιωσήφ της δίνει το παιδί)
Θα πάω να δω αν γύρισαν οι βοσκοί να τους ζητήσω κανένα σκέπασμα για το βράδυ.
(γκρινιάζοντας)
Τώρα τους ήρθε να κάνουν απογραφή...

MAPΙΑ
Δεν πειράζει. Δεν πάθαμε τίποτα. Και ζήτα τους κι ένα κερί. Αυτό όπου να ’ναι τελειώνει. Μπορεί να μας χρειαστεί τη νύχτα… Όμως κάτι ακούω... κάποιοι έρχονται... μίλα τους καλά! Όποιοι κι αν είναι-είμαστε ξένοι εδώ.
(Μπαίνει ο ΕΛΙΑΚΕΙΜ)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Να σας ζήσει. Τώρα το 'μαθα. Αγόρι ή κορίτσι είναι;

ΙΩΣΗΦ
Αγόρι.
(Μπαίνει ο Ιωνάθαν)

ΙΩΝΑΘΑΝ
Να σας ζήσει.

ΙΩΣΗΦ
Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ και τους δυο. Ευχαριστώ και για το ψωμί.


ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Δεν είναι λόγος να ευχαριστείς. Έπρεπε να 'χουμε κάνει περσότερα μα λείπαμε... Ο ανιψιός μου είναι μικρός, δεν ξέρει... Έκοψα ένα αρνί. Θα το ψήσω πρωί πρωί. Η γυναίκα πρέπει γα φάει να δυναμώσει. Για τώρα εφέραμε λίγο γάλα και για τους δυο σας. Και κουβέρτες να σκεπαστείτε. Αν είχαμε σπιτικό εδώ δε θα σας αφήναμε στη σπηλιά. Όμως καλλίτερα εδώ από τη στάνη. Βρωμάει λίγο κοπριά βέβαια.. μήπως θέλετε και τίποτ' άλλο; To μωρό είναι μια χαρά βλέπω…

MAPΙΑ
Τι να θέλουμε, όλα που θέλαμε μας τα δώσατε χωρίς να σας τα ζητήσουμε. Μόνον όταν θα φύγετε να 'ρθει μαζί σας ο άντρας μου να του δώσετε κι ένα κερί. Τίποτ' άλλο δεν μας χρειάζεται. Κι αυτά που μας φέρατε πολλά είναι.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Θα πάει ο Ιωνάχαν να σας φέρει. Πήγαινε ρε αδέρφι.
(ο Ιωνάθαν βγαίνει. Δυνατά προς τον Ιωνάθαν)
Και πες και του Αμώς να έρθει. Τον θέλω.
(στον Ιωσήφ)
Από τη Ναζαρέτ άκουσα ήρθατε.

ΙΩΣΗΦ
Ναι από τη Ναζαρέτ.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Πώς πάνε τα πράγματα εκεί;

ΙΩΣΗΦ
Από το κακό στο χειρότερο.

MAPΙΑ
Δεν είναι κι άσχημα.
(επιτιμητικά στον Ιωσήφ)
Ιωσήφ!..

ΙΩΣΗΦ
Πάνε από το κακό στο χειρότερο! Ναι! Δε θα κρατηθώ να μιλήσω και σε δικούς μου ανθρώπους ανάμεσα.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Καλά λέει κυρά μου. Ασ’ τον. Ιουδαίοι δεν είμαστε κι εμείς; Και μάλιστα από τους σωστούς-τους πατριώτες;
(στον Ιωσήφ)
 Ξέρεις τον Ροβοάμ;

ΙΩΣΗΦ
Τον μπαλωματή;

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Ναι, τον ξέρεις;


ΙΩΣΗΦ
Είναι από τους πιο καλούς μου φίλους.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και από τους καλλίτερους πατριώτες. Είναι και δικός μου φίλος. Να τον ακούτε. Μια μέρα θα ξεσηκωθούμε κι αυτός θα 'ναι αρχηγός μας. Να τον προσέχετε κει κάτω. Εσύ τι κάνεις;

ΙΩΣΗΦ
Έχω ένα μαραγκούδικο. Κάνουμε συγκεντρώσεις εκεί. Κρύβω κάποιον που κυνηγάνε, φτιάχνω τόξα, βέλη, κάνω ό,τι μπορώ. Ετοιμάζομαι κι εγώ όπως όλοι.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Έχουν αγριέψει τελευταία μαθαίνω.

MAPΙΑ
(με σκοπό να βάλει τέλος στη συζήτηση αυτή)
Αυτά δεν τελειώνουν ποτέ. Καθένας πρέπει να κοιτάει τη δουλειά του, τη φαμίλια του και ύστερα τ' άλλα.

ΙΩΣΗΦ
Σώπα γυναίκα. Δουλειά χωρίς πατρίδα λεύτερη είναι θάνατος. Θέλεις να πεθαίνεις κάθε μέρα;
(στον Ελιακείμ)
Από τότε που ανάλαβε ο Ηρώδης κάνει όλα τα χατίρια των Ρωμαίων και η αντίδραση έχει μεγαλώσει.

MAPΙΑ
Δώσε μου λίγο νερό σε παρακαλώ.

ΙΩΣΗΦ
(δίνοντάς της)
Βέβαια δεν ήρθε ακόμα η ιερή ώρα του ξεσηκωμού αλλά δε θ' αργήσει.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Αν χρειαστείς κάτι από μάς μη διστάσεις να το ζητήσεις. Όπως έχεις φίλο τον Ροβοάμ έτσι να ’χεις και μας. Κοίτα όμως, τώρα που θα ’ρθει ο αδερφός μου να μη συνεχίσουμε την κουβέντα αυτή-είναι από τους θερμόαιμους και όταν ακούει τέτοια πλαντάζει. Τα θέλει όλα γρήγορα. Δεν έχει μπει ακόμα καλά στη ζωή να ξέρει.

ΙΩΣΗΦ
Θα χρειαστεί αυτή η ορμή του γρήγορα. Μη του την κόβεις.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και να ’θελα δεν μπορώ. Να, έρχεται... φέρνει και τον Αμώς!..
(μπαίνουν ο Ιωνάχαν και ο Αμώς)

ΑΜΩΣ
(ζωηρά)
Γεια σας!

ΙΩΝΑΧΑΝ
Ορίστε το κερί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Σας έχω μιαν έκπληξη.
(στον Αμώς)
Όταν γεννιέται ένα αρνάκι ποιο τραγούδι λένε τα παιδιά Αμώς; To ξέρεις κι εσύ; To ’χεις μάθει;

ΑΜΩΣ
To ξέρω!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Μπράβο! Λοιπόν ο Αμώς θα μας τραγουδήσει για να γιορτάσουμε τη γέννα του γιου σας. Συμπαθάτε μας που δεν έχουμε άλλο δώρο να σας κάνουμε έξω απ' αυτό το τραγουδάκι.
Από την άλλη όμως ένα μικρό είτε αρνάκι είτε παιδάκι, πριν απ' όλα είναι μικρό. Λέγε Αμώς! Ανέβα στον κουβά.

ΑΜΩΣ
(αναποδογυρίζει τον κουβά και πηδάει πάνω του. Θαρρετά)
Θεόσταλτο, θεόδοτο
και θεοκαμωμένο
καλώς μας ήρθες πα’ στη γη
αρνί νιογεννημένο.

Μυριάδες να ’ναι οι μέρες σου,
αρρώστια να μην πιάνεις,
να ’σαι γερό σα σίδερο
κι αρνιά πολλά να κάνεις.

Μαλλί και γάλα ολάφριστο
και κόπρια να μας δίνεις
και για τους αφεντάδες σου
πλούτου πηγή να γίνεις.

Kι αν το 'χει η μοίρα σου η πικρή
και τ' άδικό σου αστέρι...

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Φτάνει. Κατέβα.

ΑΜΩΣ
Γιατί; To ξέρω όλο!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
To υπόλοιπο είναι για τ' αρνάκια μόνο. Δεν ταιριάζει στους ανθρώπους.

ΙΩΣΗΦ
(στον Ελιακείμ)
Γιατί; Όμορφο τραγουδάκι. Μην το κόβεις το παιδί. Ας ακούσουμε και το υπόλοιπο.


ΕΛΙΑΚΕΙΜ

To υπόλοιπο λέγεται για να κάνει τα παιδιά να μη
λυπούνται όταν σφάζονται τ’ αρνιά…

ΙΩΣΗΦ
Και τι λέει;

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
«...κι αν το 'χει η μοίρα σου η κακή
και τ' άδικό σου αστέρι
να πέσεις κάτω απ' το πικρό
της πείνας μας μαχαίρι,

αρνάκι μου μας συμπαθάς
μα οι άνθρωποι πεινάνε
και πώς θε’ να χορτάσουνε
αρνάκια σα δε φάνε;»
Αυτό ήτανε.

ΙΩΣΗΦ
Έχεις δίκιο. Βοηθάει τα παιδιά να συνηθίζουν...

MAPΙΑ
(δυνατά, κoφτά, επιτακτικά)
Σωπάστε!
(Όλοι στρέφουν προς το μέρος της. Αμήχανη σιωπή)


ΕΛΙΑΚΕΙΜ
(στον Ιωσήφ)
Πότε γυρίζετε στη Ναζαρέτ;

ΙΩΣΗΦ
Δε θα γυρίσω στην πατρίδα. Μέρες τώρα σκέφτομαι τι είναι το καλλίτερο να κάνω. Ο Ηρώδης, εκτός που είναι βάναυσος και εχθρικός για τους Ιουδαίους, είναι και ευκολόπιστος και προληπτικός. Πιστεύει πως κάποιο παιδί που θα γεννηθεί τον καιρό αυτόνε θα του πάρει τη βασιλεία όταν μεγαλώσει και θα γίνει βασιλιάς των Ιουδαίων. Κι έχει καιρό τώρα που όσους πατριώτες έχουνε αγόρι τους βλέπει με μισό μάτι. Τους παρακολουθεί, δυσκολεύει τις συναλλαγές τους με το κράτος και με την αγορά, τους απειλεί πολλές φορές χωρίς λόγο. Εμένα με είχαν έτσι κι έτσι στο μάτι. Τώρα που έκανα και γιο δε θα με αφήσουν σε χλωρό κλαρί αν γυρίσω πίσω. Και όχι μόνο, αλλά το σπουδαιότερο, κινδυνεύει και η ζωή του παιδιού εκεί πέρα.

ΙΩΝΑΧΑΝ
Ο Ηρώδης είναι ένα κάθαρμα που του πρέπει να
πεθάνει.

ΙΩΣΗΦ
(Στον Ιωνάθαν)
Φίλε μου ας μην αρχίσουμε μια τέτοια συζήτηση. Δε θέλω να κουράσω τη γυναίκα μου μ' αυτά στην κατάσταση που είναι.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και τι σκέπτεσαι να κάνεις;

ΙΩΣΗΦ
Δε σκέφτομαι, το έχω αποφασίσει. Στην Αίγυπτο έχουμε φίλους που έχουνε βρει εκεί καταφύγιο. Η Αίγυπτος είναι ασφαλής για την ώρα. Θα πάω εκεί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Θα είναι κουραστικό ταξίδι.

ΙΩΣΗΦ
Θα είναι. Όμως ο ντορής μου και τα πόδια μου να ’ναι καλά και θα τα καταφέρω. Η Μαρία και το μωρό έχουνε το γαϊδουράκι. Ύστερα δεν ξέρω, κάτι θα γίνει. Βλέποντας και κάνοντας. Σ' αυτό συμφωνεί και η Μαρία.
(Ο Ιωνάχαν στρέφεται ερωτηματικά προς τη Μαρία)

ΜΑΡΙΑ
(ήρεμη τώρα)
Δε βλέπω τι άλλο μπορεί να γίνει ώσπου να
ησυχάσουνε λίγο τα πράγματα…

ΙΩΝΑΘΑΝ
Ή ώσπου να ψοφήσει ο Ηρώδης.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Αν μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα...

ΙΩΣΗΦ
Σ' ευχαριστώ αδερφέ μου, λίγο σανό μόνο για το
γαϊδουράκι μας  για το δρόμο και λίγο ψωμοτύρι για μας όταν έρθει το πρωί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Κι όταν έρθει με το καλό η ώρα θα σου πω από πού να τραβήξεις για να βγεις πιο εύκολα στο δρόμο σου. Πότε λες να ξεκινήσετε;

ΙΩΣΗΦ
Όσο γίνεται πιo γρήγορα. Μπορεί και αύριο πρωί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Αν είναι έτσι τότε να κοιμηθείτε. Έχετε και οι τρεις
ανάγκη από ύπνο είτε αύριο είτε μεθαύριο ξεκινήστε.
Να πηγαίνουμε κι εμείς. Ως για τ' αρνί, πριν φύγετε θα το φάμε έτσι κι αλλιώς. Και θα πάρετε μαζί σας το υπόλοιπο.  

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
(η φωνή του απ’ έξω μακριά)
Ε! Άνθρωποι!


ΕΛΙΑΚΕΙΜ
(στον Ιωνάχαν, σιγά)
Τα τόξα!
(σβήνει το κερί. Ο Ιωνάχαν βγάζει κάτω από το
σανό δυο τόξα και βέλη.Σιγά)
Μη μιλάτε!
(Δυνατά, προς τα έξω)
Ποιοι είσαστε;

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Είμαστε φίλοι. Ταξιδιώτες. Από την
Ανατολή. Γυρίζουμε να γνωρίσουμε τον κόσμο.
Είμαστε ταχυδακτυλουργοί. Νυχτώσαμε, είδαμε
φως, ήρθαμε. Λίγο νερό να πιούμε αδέρφια και θα φύγουμε. Αν έχετε την καλοσύνη… Φίλοι!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τι λες Ιωνάθαν;

ΙΩΝΑΘΑΝ
Διώξ' τους!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τι λες Ιωσήφ;

ΙΩΣΗΦ
Μου φαίνονται πως λένε την αλήθεια.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και μένα
(δυνατά, προς τα έξω)
Πλησιάστε. Και να ξέρετε, έχουμε όπλα.

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Δε θα χρειαστούν. Εμείς δεν έχουμε.
(μπαίνουν οι Βαλτάσαρ, Μελχιόρ και Κάσπαρ)
Βλέπετε; Είμαστε άοπλοι και ειρηνικοί. Μα πώς να δείτε καλά χωρίς φως;
(ο Ιωσήφ ανάβει το κερί)
Έτσι μπράβο φίλε μου. Γεια σας κι από κοντά. Είμαι ο Βαλτάσαρ και αυτοί εδώ είναι οι φίλοι μου Μελχιόρ και Κάσπαρ. Είμαστε πέρσες.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Ταχυδακτυλουργοί είπατε;

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Ναι.
(γελώντας)
Και λίγο μάγοι και λίγο σοφοί…

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Γεια σας. Είμαι βοσκός εδώ. Από δω ο αδερφός μου, ο ανεψιός μου, ο Ιωσήφ, η Μαρία και ο γιος τους. Νιόφερτος-σήμερα γεννήθηκε.

ΜΕΛΧΙΟΡ
Και γιατί στη σπηλιά; Χάθηκε ένα σπίτι;


ΙΩΣΗΦ
Είναι μεγάλη ιστορία φίλοι μου και δε θα σας
ενδιαφέρει.

ΜΕΛΧΙΟΡ
Καλά λες. Τι να μας ενδιαφέρει; Όμως ένα νεογέννητο είναι μια καινούργια ψυχή στον κόσμο μας. Γι αυτό και θα κάνουμε και οι τρεις μας από ένα δώρο σε τούτο το παιδί.
(στρέφεται στους Μελχιόρ και Κάσπαρ)
Έτσι παιδιά;


ΜΕΛΧΙΟΡ
Και βέβαια! Και περισσότερο που τ’ άστρα λένε πως τα παιδιά που θα γεννηθούνε απόψε θα κάνουν μεγάλες πράξεις στη ζωή τους.

ΓΚΑΣΠΑΡ
Και επειδή εμείς λεφτά δεν κρατάμε, θα του δώσουμε σα δώρο λίγο από ό,τι καθένας μας κουβαλάει πάντοτε επάνω του αντίς για λεφτά.

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Εγώ έχω χρυσάφι. Να λοιπόν ένα κομματάκι χρυσάφι δώρο στο νιογέννητο από μένα και του εύχομαι ολόψυχα να μη δει βάσανα και στενοχώριες στη ζωή του.


ΜΕΛΧΙΟΡ
Να και λίγο λιβάνι κι από μένα, για να φτάσει ως τα βαθιά γεράματα το παιδί σας.

ΓΚΑΣΠΑΡ
Και ένα κουτάκι σμύρνα. Και εύχομαι να φύγουν γρήγορα οι ρωμαίοι από την πατρίδα σας
και το παιδί να μεγαλώσει λεύτερο. Μα αν εκείνοι ακόμα είναι εδώ όταν το παιδί μεγαλώσει, τότε να γίνει ένας καλός αγωνιστής. Ξέρουμε όλοι στην πατρίδα μου πόσο υποφέρετε από τους ρωμαίους.

ΙΩΣΗΦ
Φίλοι μου ο θεός σας στέλνει. Πιο κατάλληλη περίσταση δε θα βρισκόταν για να μας κάνει κάποιος τέτοια πολύτιμα δώρα. Τα δεχόμαστε και σας ευχαριστούμε από μέρους του γιου μας γι αυτά. Άκουσα όμως πως είσαστε διψασμένοι και ίσως και πεινασμένοι. Αν και δεν είμαι εγώ το αφεντικό εδώ, αλλά είμαι σίγουρος πως οι φίλοι μου από δω θα σας προσφέρουν ό,τι έχουνε και μάλιστα χωρίς αντάλλαγμα.

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Εκείνο που θέλουμε για τώρα είναι λίγο νερό γιατί
μας τελείωσε και διψάμε…
(ο Ιωνάχαν τους δίνει τη στάμνα και πίνουν)


ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Με πρόλαβες αδερφέ μου Ιωσήφ. Αμώς τράβα. Φέρε να φάνε στους ανθρώπους.
(ο Αμώς βγαίνει)
Πρώτη φορά έχουμε τόσους επισκέπτες -μέσα σε μια νύχτα κιόλας- και τα έχω λίγο χαμένα. Πέστε μας όμως πώς βρεθήκατε εδώ;

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Είμαστε φίλοι από μικρά παιδιά οι τρεις μας. Σπουδάσαμε αστρολογία για να γίνουμε σοφοί και κάνουμε ταχυδακτυλουργικά κόλπα για να ζήσουμε. Για να γίνουμε όμως σοφοί έπρεπε να γυρίσουμε τον κόσμο. Κι όχι μόνο την Περσία. Και αυτό κάνουμε
(αστειευόμενος, με στόμφο)
Έχετε μπροστά σας τρεις μελλοντικούς σοφούς!

ΜΕΛΧΙΟΡ
Καλά λέει, η σοφία μας είναι όσο μεγάλη και η ηλικία μας. Κι είμαστε νέοι όπως βλέπετε. Έχουμε καιρό ακόμα ώσπου να γίνουμε τέλειοι σοφοί. Ακόμα δε γυρίσαμε την πλάτη μας στον κόσμο.

ΓΚΑΣΠΑΡ
Με άλλα λόγια δεν είμαστε σοφοί ακόμα. Όμως είμαστε ταχυδακτυλουργοί όπως σας είπαμε. Και αν θέλετε, θα σας δείξουμε μερικά κόλπα για να σας διασκεδάσουμε. Κι όσο θα παριστάνει ο ένας, οι άλλοι δύο θα συνοδεύουνε την παράσταση με τον αυλό. Και όλα αυτά θα τα κάνουμε για τη Μαρία. Γιατί τη βλέπουμε λυπημένη.

ΜΑΡΙΑ
Δεν είμαι λυπημένη. Μόνο κουρασμένη λιγάκι.

ΓΚΑΣΠΑΡ
Τότε παράσταση και φεύγουμε αμέσως. Θα βρούμε κάπου να κονέψουμε. Νέα παιδιά είμαστε. Και κανένας μας δε γέννησε απόψε...
(γελούν όλοι)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Μια στιγμή σας παρακαλώ να έρθει και ο Αμώς. Με χαρά μας θα δούμε τα κόλπα σας μα περισσότερο θ' αρέσουν στο παιδί... Και σαν τι μαγικά κάνετε αλήθεια;

ΜΕΛΧΙΟΡ
Ό,τι φανταστείτε. Απόψε όμως θα κάνουμε ένα μικρό μέρος ο καθένας για να μη σας πάρουμε πολύν χρόνο. Και αν και νέοι, είμαστε καλοί σε ό,τι κάνουμε-να φανταστείτε πως περνώντας από την Ιερουσαλήμ δώσαμε παράσταση ως και στο παλάτΙ.

ΙΩΝΑΘΑΝ
(έκπληκτος)
Παίξατε για τον Ηρώδη;

ΜΕΛΧΙΟΡ
Και μάλιστα μας καλοπλήρωσε.

ΙΩΝΑΘΑΝ
Αφού καλοκλέβει πρώτα, μετά καλοπληρώνει...

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τον Ηρώδη τον ξέρατε από πριν;

ΜΕΛΧΙΟΡ
Όχι βέβαια. Περαστικοί ήμασταν από την πόλη
του, έμαθε πως τρεις σπουδαίοι μάγοι ήρθανε…
(κορδώνεται επιδεικτικά και αστεία. Η Μαρία γελάει)
...και μας φώναξε. Πήγαμε, φύγαμε. Πρώτη φορά είδαμε βασιλιά και ποιος ξέρει αν θα ξαναδούμε…

ΙΩΣΗΦ
Και τι λέει η σοφία σας-όση έχετε μέχρι τώρα- για τον Ηρώδη;

ΓΚΑΣΠΑΡ
Πως οι καλοί άνθρωποι πρέπει να φυλάγονται απ' αυτόν.

ΙΩΣΗΦ
Σας ευχαριστώ για δεύτερη φορά φίλοι μου απόψε.


ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Για ποιο πράγμα;

ΙΩΣΗΦ
Για τη σοφία που μόλις ξεστόμισες. Κάνει πιο ισχυρή μιαν απόφασή μου.
(μπαίνει ο Αμώς)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Αμώς, άσε τα φαγητά στην άκρη-θα τα πάρουνε μαζί τους οι φίλοι μας-κι έλα να δεις τα μάγια που θα κάνουνε:
(απομένουν όλοι σιωπηλοί και με χαρούμενη προσδοκία Κατά τη διάρκεια των επιδείξεων των τριών που ακολουθούν, τα γέλια και τα χαρούμενα επιφωνήματα είναι συνεχή)

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
(Βγάζει ένα αυγό από την τσέπη του)
Όλοι ξέρουμε πως το αυγό βγαίνει από τον ποπό της κότας. Εγώ όμως, αφού το βάλω μέσα στο δεξί μου αυτί… θα το βγάλω από το αριστερό.
(το κάνει)
Απαράλλαχτα όπως τα λόγια των μεγάλων μπαίνουν από το ένα και βγαίνουν από το άλλο αυτί των μικρών. Όλοι ξέρουν ακόμα πως το αυγό δεν μπορεί κανείς να το φάει ολόκληρο. Μένουν πάντοτε τα τσόφλια. Εκτός από μένα-εγώ θα το φάω ολόκληρο!
(φέρνει το αυγό στο στόμα του, καταπίνει, ύστερα δείχνει το χέρι του χωρίς το αυγό)
Αλλά επειδή δε θέλω να κλέψω τη δουλειά της κότας και για να μη χαλάσω εγώ την τάξη του κόσμου, τα αυγά θα τα παίρνουμε πάντοτε από τη φωλιά της κότας.
(πηγαίνει προς τα άχυρα και παίρνει το αυγό. Υποκλίνεται)
Ευχαριστώ.

ΜΕΛΧΙΟΡ
(Βγάζει από το σάκο του δυο κρίκους σιδερένιους, μπλεγμένους τον ένα με τον άλλο)
Αυτοί οι δυο κρίκοι είναι όπως βλέπετε μπλεγμένοι!
(τους δείχνει τραβώντας τους δυνατά)
Όπως ο άνθρωπος με η ζωή. Πολλές φορές όμως φεύγουνε από τα χέρια μου.
(τους εξαφανίζει)
Τους βρίσκω στα πιο απίθανα μέρη. Όπως στο άδειο αυτό βαρέλι.
(βγάζει τους κρίκους από το βαρέλι)  
Ή πίσω από αυτό το δοκάρι.
(τους παίρνει κι από κει)
To χειρότερο είναι όταν μπαίνουν γύρω από το λαιμό μου καμιά φορά.
(οι κρίκοι βρίσκονται γύρω από το λαιμό του ενώ το άνοιγμά τους είναι μικρότερο από το κεφάλι του)
Τότε με στενοχωρούν. Προσπαθώ να τους βγάλω... τίποτα. Ωχ τι έπαθα ο δόλιος... Πώς να κάνω να γλιτώσω;.. Ξέρει κανένας σας; Εσύ; Εσύ; Εσύ; Εσύ;... ξέρω! Ένα παιδί θα μου τους βγάλει τραβώντας τους.
(πηγαίνει κοντά στον Αμώς)
Τράβα τους Αμώς...
(ο Αμώς τραβάει γελώντας)
Σιγά… θα με πνίξεις... Τι να κάνω... τί να κάνω... Ξέρω! To γαϊδουράκι θα μου πει!
(βάζει το αυτί του στο στόμα του γαϊδουρακιού)
Μου είπε να τους βγάλω από κάτου, από τα πόδια μου! Μα γίνεται αυτό;..
(το κάνει)
Έγινε! Σώθηκα!
(υποκλίνεται)
Σας ευχαριστώ...

ΓΚΑΣΠΑΡ
Εγώ μισώ τα σκιουράκια! Είμαι κακός άνθρωπος γι αυτό; Δεν ξέρω, όμως μισώ τα σκιουράκια. Αλλά θα μου δώσετε λίγο δίκιο-κοιτάξτε τι μου κάνουν...
(βγάζει ένα πάνινο σκιουράκι από το σάκο του και με κατάλληλες κινήσεις το κάνει να κινείται σαν να είναι ζωντανό. Τινάζεται έξαφνα, τον τσιμπάει, τον χτυπάει, πάει να του φύγει από τα χέρια...)
To κακό μ' αυτό είναι που δεν μπορώ να το ξεφορτωθώ. Χτες, εκεί που καθόμουνα ήσυχα ήσυχα, ήρθε και μου τράβαγε τα μαλλιά μου. To πιάνω, το πετάω στο πάτωμα.
(το κάνει. Ότι λέει πως έκανε χτες το κάνει όσο
τα διηγείται)
Ακίνητο το σκιουράκι. Λέω το ξεφορτώθηκα. Σκύβω να δω… μου τσιμπάει τη μύτη...το πετάω έξω από την πόρτα... αυτό να το πάλι… τo ’βαλα κάτω και το πάτησα. Έτσι…έτσι...έτσι....έτσι! Ύστερα πήρα μια μεγάλη πέτρα και την έβαλα πάνω του. Τσουπ! αυτό ξαναβγήκε ολοζώντανο από κάτω από την πέτρα και μου γαργαλούσε το λαιμό. Τότε σκέφτηκα και του 'κοψα το κεφάλι...και τα πόδια...και τα χέρια...να δω τώρα θα ξανάρθει..; Και για να είμαι σίγουρος πως ψόφησε οριστικά, ξέσκισα τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι του έτσι...έτσι...έτσι...έτσι. Ύστερα, για καλό και για κακό το 'κλεισα μέσα σ' αυτό το σιδερένιο κουτί.
(Δείχνει το κουτί σιδερένιο και γερό και το κλείνει αφού βάζει πρώτα μέσα τα κομμάτια από το σκιουράκι)
Τρία δευτερόλεπτα μόνο έμεινα ήσυχος. Μετά να πάλι το βάσανο!
(το σκιουράκι βγαίνει "ολοζώντανο" από το σιδερένιο κουτί, ζωηρότερο από πριν)
Αναστήθηκε! Όπως το κάθε τι που πεθαίνει. (υποκλίνεται μέσα σε γέλια)

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Και τώρα φίλοι μου να σας καληνυχτίσουμε.
(παίρνουν τα πράγματά τους και τα τρόφιμα που έφερε ο Αμώς)
Σας ευχαριστούμε για τα δοσίματα. Ιωσήφ, κυρά μου, να σας ζήσει το παιδί σας και πολύχρονο.

ΜΑΡΙΑ
Σας ευχαριστούμε για τα δώρα σας. Δε θα το
ξεχάσουμε ποτέ.

ΙΩΣΗΦ
Στο καλό φίλοι μου.
(βγαίνουν Βαλτάσαρ, Μελχιόρ και Κάσπαρ)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Μας διασκέδασαν. Ο θεός ας τους φυλάει. Και τώρα αδέρφια μου καληνύχτα κι από μας και καλό σας ύπνο. Αν χρειαστείτε κάτι εδώ είμαστε. Θα τα πούμε αύριο πρωί. Γεια σας

ΜΑΡΙΑ
Καλή σας νύχτα. Ευχαριστούμε.

ΙΩΣΗΦ Καληνύχτα.
(βγαίνουν Ιωνάθαν, Αμώς και Ελιακείμ)

ΙΩΣΗΦ
Κοιμήσου Μαρία. Αύριο έχουμε δρόμο. Ήσυχο το μωρό μας... Δε μας ενόχλησε καθόλου. Θες να μου το δώσεις να κοιμηθείς πιo καλά; Εγώ δε νυστάζω ακόμα...

ΜΑΡΙΑ
Δε με βαραίνει καθόλου. Ξάπλωσε και συ δίπλα μου. Εδώ. Έχει χώρο. Θα ζεσταινόμαστε περισσότερο έτσι. Η νύχτα είναι κρύα.
(ο Ιωσήφ βολεύεται δίπλα στη Μαρία. Κοιτάζει το μωρό, σκύβει και το φιλάει. Φιλάει απαλά τα μαλλιά της Μαρίας. Απλώνει το δεξί του χέρι προστατευτικά γύρω από τη μέση της Μαρίας)

ΙΩΣΗΦ
Καληνύχτα.

ΜΑΡΙΑ
Καληνύχτα।



ΑΥΛΑΙΑ