ΠΟΥ;
Πού θα μείνω απόψε; που θα κοιμηθώ;
Πού θα γείρω απόψε το κυφό κορμί μου
ώστε αύριο πάλι πρωί να σηκωθώ
και να συνεχίσω την πικρή ζωή μου;
Λύπη αντί για στρώμα, για κουβέρτα οργή,
για κρεβάτι πόνο και για μαξιλάρι
των ανθρώπων θα ’χω την κατακραυγή-
κι αντίς ύπνο ο Χάρος θα ’ρθει να με πάρει.
Με τη συντροφιά του η νύχτα θα διαβεί
σ’ εφιάλτες μέσα και σ’ ονειροδίνες
κι η σκληρή θα μ’ έχει πάλι χαραυγή
για τις νιες της μέρας έτοιμον οδύνες.
Να ’ταν μες στους ζόφους της απελπισιάς
μιαν αχτίδα ελπίδας κάπου να φαινόταν
ή, όπως συνηθιέται μέρες αποκριάς
με χαράς μια θλίψη ρούχα να ντυνόταν...