ΠΟΣΟ…
Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι μου φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ' έχω ζήσει!
Pόσο, χαρά, δε σ' έχω βρει!
Σα στην ομπρέλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι κι εμέ μου 'πεφτε πλάϊ
και κάθε μου ’φευγε εποχή.
Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη,
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά
πικρό για μένα καταπότι.
Και τώρα και τα γερατειά.
Χαμένα όλα. Και χαμένος
μέσα σ' αυτά πρώτος εγώ
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος να ζω.
Χωρίς ν' ανάψει έχει σβήσει
της ύπαρξής μου το κερί.
Πόσο, ζωή, δε σ' έχω ζήσει
πόσο, χαρά δε σ' έχω βρει…
(και για να μη τη χάρη να 'χω
πως είναι όλα μου νεκρά
σαν από μια πηγή σε βράχο
τρέχουν τα μάτια μου πικρά).