NΥΧΤΑ
Από τις άκρες των βλεφάρων κρατημένη
ανακλάται σε κάτοπτρα ματιών
που γι αυτά αθέατη είναι
γιατί στην ψυχή τους έχει αυτή
από άρνηση γενεών σβηστεί.
Σκύλου αλύχτισμα που αρχή δεν έχει.
Πράγματα του δωματίου μεταποιημένα
στα πρώτα τους πρόσωπα: δέντρο,
φλέβα της γης, όνειρο.
Μία θάλασσα μαύρου,
που δεν ξέρει τι-
με τον εαυτό της παίζοντας-
δώρο στον εαυτό της να κομίσει.
Νύχτα. Που μ’ ένα νεύμα χαριστικό
του πεθαμένου κεφαλιού της
επιτρέπει κάποτε σε ήλιους
κάποιαν από τις ερήμους της
σερνάμενοι να διασχίσουν.