ΑΡΝΗΣΗ
Λοιπόν χωμάτινοι είμαστε.
Ψεύτικοι και φθαρτοί.
Η ύπαρξή μας ελαφρό
στον άνεμο χαρτί.
Λοιπόν νεκροί λογιούμαστε
προτού να γεννηθούμε.
Σαν φαντασιές διαβαίνουμε.
Σαν ίσκιοι ψευτοζούμε.
Θολά είμαστε μηδενικά
κι ανύπαρκτες υπάρξεις
στη γη σκυφτά βαδίζοντας
πυκνά σε παρατάξεις.
Τα λιπαρά εδέσματα
λοιπόν πολύ μας βλάπτουν
και τα υλικά τα νάιλον
το δέρμα μας εξάπτουν.
Ψευτοϋπάρχουμε λοιπόν
κι όλα τα ωραία λόγια
και τα μνημειώδη έργα μας
γελοία είναι διόδια,
για να περάσουμε από μιαν
ανυπαρξία σ’ άλλη...
Τι λογική υπέροχη
και τι σοφία μεγάλη...
Ας συνεχίσουμε λοιπόν
να γράφουμε ιστορία.
Τη ζοφερή ας τραβήξουμε
και πια γνωστή πορεία.
Ας ξεχωρίζουμε τροφές,
κομμένα τα τσιγάρα,
στο κρύο να φυλαγόμαστε,
κρέατα μόνο σχάρα.
Ας γράφουμε ποιήματα,
ας παίρνουμε σπουδές,
ας θεωρούμε καταγής
το φτύσιμο αγενές.
Και κτίρια ας υψώνουμε-
Κήπους και Παρθενώνες-
μνημεία που απαράμιλλα
να μένουν στους αιώνες.
Κι ας προσπαθούμε-η καλή
προσπάθεια ωφέλεια φέρνει.
Με των καλών η ζυγαριά
το μέρος πάντα γέρνει.
Μα ποιών καλών; και ποιών κακών;
Μνημεία ποια; ποιοι Κήποι;
Και ποια αισθήματα-χαρά,
ποια τάχα, και ποια λύπη;
Τ' ειν’ όλα τούτα; Πλάσματα
μιας φαντασιάς κενής.
Ποτέ-ποτέ και πουθενά
δεν έζησε κανείς.
Ποτέ κανείς δεν έζησε
κανείς δεν εγεννήθη
κανένας δεν επέθανε.
Άναρχος μόνο λήθη
παντού. To "είναι" τίποτα
το "κάπου" πουθενά-
όλα απουσίες, έλλειψες
κι αιώνια κενά!
ΚΑΤΑΦΑΣΗ
Όχι! Δεν είναι-δεν μπορεί
να είναι αυτή η μοίρα
τόσων υπάρξεων ευγενών.
Να 'ναι κακή και στείρα,
η γέννα τόσων ιδεών.
Δεν ημπορεί να μοιάζει
το μέγα θάμα της ζωής
σαν το χοντρό χαλάζι,
που λιώνει κι αργοχάνεται
κι ανίστορα κυλά.
Του ανθρώπου άλλο η μοίρα του
μερίδιο του φυλά.
Δεν το μπορεί να χάνεται-
για πάντοτε να σβήνει
ό,τι το ανθρώπινο στοιχειό
μέσα βαθιά του κλείνει.
Τόσες εμπνεύσεις φωτεινές
τόση αγάπη-τόση
ευγένεια που παντού φτερά
στον κόσμο έχει απλώσει,
τόσα αισθήματα αργυρά,
τόση χρυσή σοφία,
δεν ημπορεί ποτέ παρά
να μείνει αιωνία.
Δεν ημπορεί σ’ απέραντα
φριχτής αβύσσου χάη
να καταβαραθρώνεται
κι ανώφελα να πάει
τόση ζωντάνια, τόση ορμή.
Τέτοια φρικτή θυσία
Νους ποιος δε θα την έβλεπε
παρά σαν προδοσία;
Δεν ημπορεί τόσο φτηνό
κι άδοξο να 'χει τέλος
τ' ανθρώπινο δημιούργημα,
σαν άστοχο ένα βέλος
Δεν ημπορεί-κάπου ψηλά
κάτι θα πρέπει να 'ναι-
που μάτια δεν το βλέπουνε
και ας καλοκοιτάνε,
που δε θ' αφήσει να χαθεί
για πάντα η ύπαρξή μας.
Που σ' ένα μέρος μυστικό
θα κρύψει τη ζωή μας
σαν η φρικτή συντέλεια
του κόσμου μας θα 'ρθεί.
Που-όχι- ποτέ δε θ' άφηνε
το είναι μας να χαθεί.
Τότε ένα χέρι στοργικό
ψηλά θα μας σηκώσει
κι από του Χρόνου τη φθορά
τον άνθρωπο θα σώσει.