Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

 Την αιωνιότητα όταν ορίζει, νοιώθει
πως μέσα από το κάδρο του ορισμού της
αυτή πάντοτε ξεφεύγει.
Κυλάει προς τα πίσω ή πετά εμπρός,
όπως δα η ουσία της ορίζει.

Έτσι η ουσία της ακριβώς αυτή, χάνεται
πριν από τη συνείδηση του να νοηθεί:
Παρελθόν και Μέλλον πάντοτε γίνεται,
και το Παρόν αγνοεί.

Τότε αυτός καταλαβαίνει
ότι δεν είναι το διαρκές κυνήγι
στιγμών του παρελθόντος ή του μέλλοντος
που την αιωνιότητα συγκροτούν,
αλλά η αδράνεια στον εαυτό του
που την αχρονικότητα προϋποθέτει.

 ΑΠΟΜΟΝΩΣΙΣ

Να πάει στο χορό, αυτό σημαίνει
με την κοινωνία να φιλιώσει.
Μα αυτό το φίλιωμα με κάθε πρέπει θυσία,
ν' αποφύγει.

Γιατί αν κάτι θέλει να δημιουργήσει,
από την κοινωνία να στέκει πρέπει μακριά
και στην ερημία
που τα υψηλά όλα κρατεί
τη μακροθυμία του να τρέφει.
.
Στην ερημία.
Που σαν στοργικό πουλί
με τα φτερά της τη γλώσσα σκέπει,
και κείνη, αυγό ελπιδοφόρο,
αξιοπρέπεια και συνείδηση μέσα της βαστά,
ουσίες απαραίτητες για να τραφούν οι νεοσσοί
που λέξεις κάποτε αδιάψευστες θα γίνουν.

 ΘΥΜΩΝΤΑΣ

Όπως κάτι λέξεις που με τον καιρό ξεχάστηκαν
και σαν θα τις ακούσουμε μένουμε για λίγο αμίλητοι
θυμώντας έξαφνα όσα πήρανε μαζί τους,
έτσι και Σύ, Ώρα Γεμάτη, τη συνείδηση
με τον αστραπιαίο,τον μοναδικό,
τον απόκοσμο ήχο Σου δονείς.

Και η ακοή μας συνταράζεται,
και φέρνει μες στα δέντρα της ψυχής πουλιά
και σκιόφως, και ανεμοψιθυρίσματα άλλα,
του καιρού που χαμένοι ήμασταν-
τότε που η άγρυπνη ελπίδα και η λίγη μας ευχαρίστηση
χτυπούσαν αδύναμα φτερά
στο δόκανο πιασμένες της ρυτιδιασμένης Σου επιφάνειας-
ανάμεσα σε δυο πτυχές της
που νερό δεν έβρισκαν ν’ αναταχτούν.

 ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΡΗ
(μετά από μιαν εμφάνισή της στην τηλεόραση)

Σ’ είδα στο γυάλινο πανί να κλαις
κι ενα παράπονο πικρό ναναι η μορφή σου ολη.
Πάψε το θρήνο-δεν ανθούν πολλές
σαν του παιδιού σου τις ψυχές στης γης το περιβόλι.

Λεύτερος σαν πουλί και σαν το φως
μέσα στη χώρα της σκλαβιάς ο γιος σου τριγυρίζει
κι ανθίζει κάθε πόθος του κρυφός
και του θεού τη λευτεριά η λευτεριά του αγγίζει.

Αηδιασμένος απ’ του κόσμου τη βρωμιά
έδωσε μια και γκρέμισε της αδικιάς τη βία
και τώρα τη ζωή του πια καμιά
δεν την μολύνει κρατική ληστεία ή ατιμία.

Λεύτερος όπως έχει γεννηθεί
έτσι και μές στη ζήση του λεύτερος πάντα μένει
κι όταν πεθάνει, αυτός δεν θα χαθεί
αφού άνθρωπος ελεύτερος ποτέ του δεν πεθαίνει.

Κι αν, μάνα, λες, σου λείπουν τα παλιά-
ο άντρας σου, και το παιδί, κι ένα μικρό σπιτάκι-
γιατί ζητάς μια πρόσκαιρη σταλιά
αφού, πηγή συ, γέννησες αθάνατο ένα ρυάκι;..

 
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ

 PINK PEACH   TREES
                (Van Gogh)


Α!  Ροζ μικρές ροδακινιές!  Η Άνοιξη κυλάει
μες στων κλαδιών σας τους χυμούς,  χορεύει και πηδάει
και αγκαλιάζει ερωτικά το τρυφερό κορμί σας
και παίζει και ακκίζεται και χαίρεται μαζί σας.

Κοντά σας να  ’μαστε και μεις. Με χέρια, μάτια, στόμα,
μ’  αυτιά, με μύτη, με κορμί, και με τη γλώσσα  ακόμα
πασκίζουμε να νιώσουμε λίγη απ’  την Άνοιξή σας
από το γλυκοκάρωμα και την απόλαψή σας.

Κοιτάμε, αφουγκραζόμαστε, μυρίζουμε, δαγκάμε,
μα τη γλυκιά τη μέθη σας εμείς δεν τη μεθάμε.
Ζηλότυπα την Άνοιξη εντός σας την κρατείτε
και "όχι!" μας φωνάζετε, "όχι!-ποτέ όσο ζείτε!".






CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό.
Δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ.
Δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο τον βουβό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό,τι ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το ’φερες εδώ…





SUNFLOWERS, MUNICH,
NOUE PINAKOTEK
(Van Gogh)


Ποιος μας ζωγράφισε σκληρός ζωγράφος
κι είναι τα φύλλα μας κιτρινισμένα
κι έτσι κειτόμαστε σαν πεθαμένα
κι είναι το βάζο μας πικρό σαν τάφος;

Εμάς που στρέφαμε τα πρόσωπά μας
στο μέγα του ήλιου πυρρό στεφάνι
τώρα ένα μαύρο πικρό μελάνι
κλέβει το γέλιο μας και τη χαρά μας.

Μα ο μεγάλος μας καημός και θλίψη
για σένανε είναι ζωγράφε πλάστη:
σ' αυτόν που έτσι μας εφαντάστη
θα 'χουν κι ο έρωτας κι η αγάπη λείψει.




HOUSES IN ANTWERP
(Van Gogh-1885)

Σπίτια στο Αντβέρπ. Σπίτια ενωμένα
με κοινές αυλές, σκεπές και τοίχους
σπίτια μες στο φως παραδομένα
και τους δρόμους ενατρόγυρα ησύχους.
                                                       
Ξύλινα σπιτάκια που παλιώσαν
που η σκόνη τα ’χει μισοασπρίσει
σπίτια ευλογημένα που δε νοιώσαν
στη μακριά τους τη ζωή πάθη και μίση.

Σπίτια ανθρωπινά που ενώ τελείως
έχουνε χαθεί απ’ τη ζωή μας
ένας φεγγερός χρωστήρας θείος
τώρα τα προσφέρει στην ψυχή μας.





SIEN WITH CIGAR IN WHITE DRESS
SITS NEXT TO STOVE ON THE FLOOR
(Van Gogh)

Λοιπόν Σιέν αυτό ήτανε το τέλος της ζωής σου.
Δίπλα στη σόμπα καθιστή, επάνω στις σανίδες
μιας πάλης τα γυρίσματα να σκέφτεσαι ανίσου
κι ενός βιβλίου τις μελανές και άγραφες σελίδες.  

Κι αν τα μαλλιά σου έχουνε μαύρο ακόμα χρώμα
μα η ματιά δεν ξεγελά κι η όψη του προσώπου.
Κι όσα κραυγάζει τραγικά το σφραγισμένο στόμα
για μια ηλικία μοναχά μιλούν-γι αυτήν του
ανθρώπου.

Σιέν-Σιέν αυτό λοιπόν-αυτό είναι το τέλος;
ένα τσιγάρο μοναχά η μόνη σου συντρόφια
κι αυτό χωμένο άτονα στα χέρια σου σαν βέλος
μέσα σε σάρκες άζωες-σε περιστέρια ψόφια...

Σιέν, σε λίγο η νυχτιά θα μπει στην κάμαρά σου
και ό,τι η μέρα βιαστική δεν σ’ άρπαξε περνώντας
αυτή θ’ αρπάξει.  Μα εμάς για πάντα η ζωγραφιά σου
θα μας ζεσταίνει την καρδιά θλιμμένα τραγουδώντας.





RISES
(VAN GOGH)

Και βέβαια οι ίριδες ανθίζουνε το Μάη
στου Αγίου Παύλου της Μωσόλ το μοναστήρι.
Κι όταν κανείς απ' τ' ανοιχτό παράθυρο κοιτάει
ένα πολύχρωμο θωρεί μπροστά του πανηγύρι.

Μα του ζωγράφου η ματιά τις ίριδες τις θέλει
μες σ' ένα γκρίζο πήλινο χωριάτικο κανάτι
και από κει τα φύλλα τους να υψώνονται σαν βέλη
και λυπηρά μηνύματα να στέλνουνε στο μάτι.

Τις θέλει να στριμώχνουνε τ' αβρά στηρίγματά τους
μες στου δοχείου το στενό καμπυλωμένο στόμιο.
Θέλει κρυμμένη να κρατεί εκεί μέσα τη χαρά τους
σε σχήματα που ουτ' ένα τους με τα’ άλλο δεν είν’
όμοιο.

Και θέλει τ' άνθη τα μαβιά να γέρνουν κουρασμένα
και να γεμίζουν την ψυχή με πένθιμες εικόνες'
και θέλει τα να μοιάζουνε πουλάκια πεθαμένα
κι ελπίδες που τις σκέπασαν της λησμονιάς οι
σκόνες.

Και κάποιο ανθάκι εκεί δεξά, ψηλά ψηλά το στήνει
και με ποτάμια αιμάτινα στολίζει τη θωριά του.
Κι είναι σαν η ύστατη ζωή στο άνθος αυτό να σβήνει
ή σαν το φάντασμα εκεί να στέκει του θανάτου.






L' ARLESIENNE: (MADAME JOSEPH-MICHEL GINOUX)
(VAN GOGH)

Αναπόληση; Απορία; Θαυμασμός
Πάνω απ' τ' ανοιγμένο το βιβλίο;  
Ένας σύντομος, τυχαίος χαιρετισμός
Η το ύστερο στη ζωή πικρό αντίο;

Το ’να χέρι στου βιβλίου τις σειρές
Και στον κρόταφο το άλλο έχει διπλώσει
Λες και θέλει στου μυαλού τις αυλακιές
Ο,τι γράφει το βιβλίο ν΄ αποτυπώσει.

Μαύρο χρώμα το τραπέζι, τα μαλλιά
Το παλτό, τα ωραία μάτια και τα φρύδια
Φόντο πλούσιο μία κίτρινη αντηλιά
Και στον άσπρο το γιακά κόκκινα φίδια.

Μα η καρέκλα αν είναι κόκκινο βαθύ
Κατακόκκινα κι αν ειν' και τα βιβλία
Μας δονεί το ερυθρό που ’χει απλωθεί
Στων χειλιών την αναρχίνιστη ομιλία.

Σε ποια βάθη βυθισμένη είσαι κυρά;
Ποιες το διάβασμα κλειστές σ' άνοιξε θύρες
Και ορμήσανε της σκέψης τα νερά
Και σε πνίγουν στις μεγάλες τους πλημμύρες;
 




SIESTA
(Vincent Van Gogh)

Βουνά υψώνονται τα στάχια
κομμένα πια και στοιβαγμένα.
σα φωτερά φαντάζουν βράχια
σε χρυσοπέλαγο ριγμένα.

Στη σκιά που ρίχνουν τα δεμάτια
δυο δουλευτές έχουν ξαπλώσει
και στα κλεισμένα τους τα μάτια
βαρύς ο ύπνος έχει απλώσει.

Ο άντρας, ύπτιος, με βαλμένα
τα δυο του χέρια προσκεφάλι.
Δίπλα τα δρέπανα αφημένα.
Tου θέρου μέσα τους η ζάλη.

Στο άλλο πλάι του εκείνη.
Σχεδόν πρηνής, σκυφτή λιγάκι,
και προς το μέρος του να κλίνει
 τ’ ωραίο της το κεφαλάκι.

Αυτή σεμνή κι υποταγμένη-
αυτός αφέντης και δεσπότης
άραγε τέτοια ταιριασμένη
ζωή να ζει και στ’ όνειρό της;..

     ΛΙΛΙΑΝ

Σπανίας τέχνης ήσαν οι Ερινύες του.
Την φοβεράν μορφήν των
την εκδικητικήν των μανίαν
το διατιτραίνον βλέμμα των-
όλα θαυμάσια τα είχεν αποδώσει.
Τόσον που ο αστυνόμος
πρόσθεσε στο καρνέ του όταν τις είδε:
"Δεύτερον: Ερινύες".
Στο  "πρώτον"  έγραφε: "Λίλιαν"
και πιο πάνω: "Στοιχεία ενοχής ζωγράφου
δολοφονία γυναίκας του".
(Η Λίλιαν ήταν μια μικρή απ' τις συνηθισμένες-
ένα πορνίδιο).

 ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Σήμερα θα ’ρθω όχι όπως πρώτα
με ρόδα και με μύρα στολισμένος.
Σήμερα θα ’ρθω με τα χνώτα
του μίσους και του σκότους τυλιγμένος.

Δεν θα ’χω σήμερα γιρλάντες
πλεγμένες από φως κι από λουλούδια.
Και του θανάτου τις μπαλάντες
θα λέω αντίς χαρούμενα τραγούδια.

Σήμερα θα ’χω της ελπίδας
το σάπιο το κορμί στην αγκαλιά μου,
κι ούτε το φως μιας ηλιαχτίδας
δεν θα φωτίζει τα μαλλιά μου.

Το στόμα θα ’χω σφραγισμένο
με κρύα νεκροφιλήματα, και θα ’χω
επάνω στ’ όνειρό μου το θαμμένο
κυλήσει του χαμού τον μέγα βράχο.

Και τότε εγώ να δω ποια θλίψη-
ποια λύπη θα μπορεί να με πληγώσει’
ποια θύελλα θα μ’ έφτανε στα ύψη
που η Παραίτηση μ’ έχει ανυψώσει.

Και τότε εγώ να δω ποιο κάλλος
μπορεί να συγκριθεί με το δικό μου.
Και τότε εγώ να δω ποιος άλλος
μισεί όσο εγώ το εαυτό μου.

 ΤΙ ΞΙΠΑΣΙΑ!

Τι ξιπασιά! τι περηφάνια! τι αμυαλιά! τι εγωισμός!
τι προσβολή για τα ουράνια! τι καυχησιάρικος θεσμός!-
τι εγωισμός κι αλαζονεία οι προσευχές για τους νεκρούς!
λες και ανάγκη έχουν καμίαν αυτοί από μας τους ζωντανούς!.

"Νεκροί" λέω 'γω, "όπου κι αν είστε κι όποια κι αν έχετε
θωριά
εσείς τους ζώντες ελεήστε-σώστε-γλιτώστε απ' τα θεριά.
Νεκροί αδερφοί που δε σας φτάνει καμιά φωνή-καμιά
φωτιά
κιώστε το δρόμο που μας βγάνει στην ακριβή σας τη
μονιά".

 ΔΥΟ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΤΗΣ 15-9-23

Προχτές καθόμουν βράδυ σε ένα παγκάκι.
Δρόμος γεμάτος γεμάτα εστιατόρια, νυφοπάζαρο ο δρόμος.
Από τη μεριά της θάλασσας φάνηκε ένας άνθρωπος με μια ρομβία. Μια ρομβία που ήταν ντυμένη στα χρυσοκίτρινα πλουμίδια. Και όχι παλιά και ξέφτια. Πεντακάθαρη και γιορτινή.
Μα δεν ήταν κάποιος από τους συνηθισμένους γεράκους ο τύπος αυτός. Ήταν νέο παιδί, καμιά εικοσαριά χρονών, ντυμένος σεμνά και με πεντακάθαρα γιορταστικά ρούχα. Γελαστό πρόσωπο, ευγενική και φέγγουσα  φυσιογνωμία-μια αποκάλυψη.
Μια κοπέλα δίπλα του ντυμένη με παντελόνι και μπλούζα τέτοια, σαν να βγήκε από την πασαρέλα του Ντιόρ.  Πρόσωπο γελαστό κι αυτή, γέλιο όχι προσποιητό, κρατούσε το ντέφι ανάποδα, άδειο ακόμα. Τότε μόλις άρχιζαν τη γύρα. Μερικά μέτρα μακριά μου όντας, άρχισε το παιδί να γυρίζει το χερούλι της λατέρνας κι  αυτή άρχισε να παίζει έναν μελωδικό σκοπό. Στα πρώτα βήματά τους, κανένας δεν έριξε κάτι στο ντέφι της νέας.
Οι νέοι αυτοί ήταν κάτι πρωτοφανέρωτο  για μένα, συνηθισμένου να βλέπω αντί γι αυτούς γέρους άπλυτους και μια ρομβία άθλια.
Πλησίαζε η κοπέλα με ένα ωραίο χαμόγελο τους έλληνες, και έφευγε χωρίς ούτε ένα κέρμα στο ντέφι της, μα και χωρίς να χάσει από το πρόσωπό της το γέλιο και την ευφρόσυνη διάθεση.
Έφτασε σε μένα. Στην αρχή, συνεπαρμένος από την ωραία εικόνα,  δεν σκέφτηκα ότι έπρεπε να ρίξω κάτι στο ντέφι. Τόσο φιλικοί και απροσποίητα ευφρόσυνοι ήσαν και οι δύο. Όταν η κοπέλα στάθηκε μπροστά μου, τότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να ρίξω κάτι μέσα εκεί.  Θυμήθηκα ότι είχα ένα πεντάευρο στην τσέπη μου. Το έριξα μέσα στο  ντέφι.  Το πρώτο αντικείμενο μέσα εκεί. Η κοπέλα χωρίς καμιά έκφραση διαφορετική από εκείνην που είχε όλη αυτή την ώρα απομακρύνθηκε πηγαίνοντας απέναντι τώρα. Καθώς διασταυρώθηκε με τον νεαρό, εκείνος είδε το χαρτονόμισμα, και αμέσως γύρισε προς εμένα και με ένα ευγενικό, απροσποίητο και  ζωηρό χαμόγελο, αλλά και με μια έκπληξη και μια, θα έλεγα ευγνωμοσύνη,  μου είπε, λάμποντας ολόκληρος,  «ευχαριστώ».
Του απάντησα με μια χειρονομία που έδειχνε πόσο ωραίο ήταν αυτό που μας παρουσίαζε.
Συνεννοήθηκα με τα μάτια και χωρίς καμία λέξη άλλη με κείνον τον άνθρωπο.
Τον άλλο άνθρωπο.
Πόσο σπάνια τυχαίνει αλήθεια να συμπέσει  ώστε δυο άνθρωποι να νιώσουν τόσο συνεννοημένοι, δηλαδή τόσο ανθρώπινοι…
Έφυγαν.
Στη χώρα τους δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ζητιανιά, ούτε επίδειξη  της φτώχειας για να αποκομιστεί κέρδος.
Είχαν την ιδέα αυτοί οι δυο ότι θα μπορούσαν να βγάλουν λίγα χρήματα με αυτό τον τρόπο, και απλά το έκαναν.
Μα όχι κακομοίρικα . Αντρίκια και λεβέντικα. Και με σεβασμό για εκείνους από τους οποίους, σιωπηλά, περίμεναν να τους δώσουν κάτι.
Θα είναι από κείνες τις χώρες που εμείς, οι έλληνες, τους κοροϊδεύουμε και τους «οικτίρουμε». Χώρες όπου οι κάτοικοι έχουν την περηφάνια απαραίτητο συστατικό της γονιδιακής αρματωσιάς τους, αλλά και την ευγένεια και την βοήθεια του ενός για κάθε ανάγκη του άλλου.
Χώρες ας πούμε όπως Πακιστάν, Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές.
Την ίδια μέρα λίγο πριν, μου έπεσε ένα χαρτί με σημειώσεις καθώς περπατούσα. Μην μπορώντας να σκύψω, κλωτσούσα λίγο λίγο το χαρτί ώστε να πάει δίπλα στο παγκάκι, και να στηριχτώ επάνω του για να σκύψω να το πιάσω.
Δυο πακιστανοί νέοι κάθονταν στο παγκάκι και με κοίταζαν με απορία, μη πηγαίνοντας το μυαλό τους γιατί κλωτσούσα το χαρτί.
Και με κοίταζαν.
Όταν  κατάλαβαν γιατί το κάνω-σχεδόν  είχα φτάσει δίπλα τους, τότε αυτόματα, και οι δυο, πεταγόμενοι σαν ελατήρια επάνω, σκοτώθηκαν ποιος να το φτάσει πρώτος και να μου το δώσει.  Ίσα που τους πρόλαβα και το πήρα μόνος μου. Και πρόλαβα να δω στα πρόσωπά τους την απορία ζωγραφισμένη μαζί με την συγνώμη που με το ύφος τους ζητούσαν, γιατί δεν είχαν καταλάβει και δεν είχαν  προλάβει να το φτάσουν αυτοί για μένα.
Και , μην αμφιβάλλετε-είμαι αρκετά γέρος για να καταλαβαίνω από τα πρόσωπα τις σκέψεις και τις προθέσεις των άλλων.
Την ευγένεια και την ανθρωπιά την έβλεπα και στην Αμερική όντας, από τους λαούς αυτούς.
Την είδα κι εδώ ξεκάθαρα.

Αλλά να τελειώνω.
Ο τίτλος μιλάει για δύο καλές πράξεις.
Η δεύτερη:
Καθισμένος στο παγκάκι, παρακολουθώ ένα κοριτσάκι που κάθεται με δύο κυρίες μαζί σε ένα τραπέζι του απέναντι εστιατορίου. Σοβαρές οι κυρίες, παιχνιδιάρικο και ζωηρό το κοριτσάκι. Αλλά τετραπέρατο, και χωρίς να υπερβαίνει τα παιδικά-προς το άτακτο ή προς το κακότροπο.
Πέρασε η ώρα, παράγγειλαν, έτρωγαν όταν εγώ σηκώθηκα και  τράβηξα για το πάρκο.
Γυρίζοντας, ήταν ακόμα εκεί.
Πλησίασα.
Είχα στην τσάντα μου τα υπέροχα παιδικά ποιήματα μεγάλων αγγλοσαξόνων ποιητών, τα από μένα μεταφρασμένα.
Πήγα προς αυτές.
«Χαίρετε. Ένα δώρο  για το κοριτσάκι.!» είπα, αφήνοντας πάνω στο τραπέζι το  βιβλιαράκι. Φυσικά με κοίταξαν παραξενεμένα, αλλά όχι αδιάφορα. Και βέβαια με μια περιέργεια. Δεν τους άφησα περιθώριο να μου μιλήσουν-τι να έλεγαν δυο καθώς πρέπει κυρίες σε έναν άγνωστο καμπούρη γέρο που ξαφνικά τις χαιρετάει;
«Σας έβλεπα από πριν. Έχετε ένα κοριτσάκι πανέξυπνο και με καλούς τρόπους. Να το χαίρεστε!»
Και απομακρύνθηκα-τι άλλο να λέγαμε ή να έλεγα;
Ένα «ευχαριστούμε» είπαν οι δυο κυρίες όταν κατάλαβαν ότι εκείνος που τους μιλούσε έλεγε σοβαρά ό,τι έλεγε, ενώ την ίδια στιγμή τα μάτια και των δυο έλαμπαν από ευχαρίστηση και λαμπράδα.
Με κείνα τα βλέμματα και με κείνα τα «ευχαριστώ» κοιμήθηκα έναν βαθύ και ξεκουραστικό ύπνο το βράδυ εκείνο.

 Μέσα στο κενό, σε ένα σύμπαν από τα άπειρα υπάρχοντα, πάνω σε ένα αστέρι του, κινούνται κάποιες σκιές καμωμένες από συμπυκνωμένο κενό.  
Οι σκιές αυτές εναντιώνονται στους νόμους του σύμπαντος θέλοντας να κάνουν το κρύο ζέστα και τη ζέστα κρύο, να πετάξουν αντί να περπατάνε, να ζήσουν αντί να πεθάνουν.
Χαράζουν το χώμα του αστεριού σε κομμάτια που τα λένε πατρίδες, μισούνται αναμεταξύ τους μουρμουρίζοντας αγάπη, σκοτώνονται αναμεταξύ τους ψιθυρίζοντας ειρήνη, κάνουν ρυθμιστές στις μεταξύ τους σχέσεις κάτι χρωματιστά χαρτάκια.
Όλα αυτά τα πετυχαίνουν με κινήσεις του σώματος και των μελών του, με την ομιλία τους, τη γραφή, τη σκέψη.
Οδηγό για όλα αυτά έχουν ένα διπλά αραιωμένο κενό, σφηνωμένο μέσα στο κεφάλι τους και που το λένε μυαλό.
Και μια μάχη χωρίς τέλος ενάντια σε αυτό που συμπυκνωνόμενο τις δημιούργησε είναι όλη η δραστηριότητά τους, ώσπου να έρθει η ώρα να αποσυμπυκνωθούν, επανερχόμενες στην πρωτινή αδιατάρακτη συνεχή, συνετή και συνεπή τους πορεία.
Και όλα αυτά τα κάνουν οι σκιές τρέχοντας, όχι γιατί έχουν να εκτελέσουν κάποιον προορισμό, αλλά μόνο και μόνο επειδή το μέσα τους διπλά αραιωμένο κενό τις σπρώχνει έτσι να κάνουν.  
Ενεργούν χωρίς να ξέρουν γιατί κάνουν  το κάθε τι, χωρίς να ξέρουν αν έχει σκοπό η συμπύκνωσή τους, χωρίς  να έχει νόημα ό,τι κάνουν. Δεν ξέρουν καν γιατί, πότε, τί, και πώς τις συμπύκνωσε.
Μία τέτοια α-νόητη σκιά όπως οι παραπάνω είναι και η σκιά που γράφει αυτές τις γραμμές-που φτιάχνει τις δικές της α-νοησίες.
Α-νοησίες ίδιες και ίσες σε σημασία με όλες τις α-νοησίες που έγραψαν, είπαν, έπραξαν, έχτισαν, γέννησαν, ανακάλυψαν, όλες μαζί και μία μία χωριστά, όλες οι άλλες σκιές: α-νοησίες σκιές σκιών.
Μέσα σ’ αυτό το κενό, πάνω σ’ αυτό το αστέρι, η σκιά αυτή ήταν μια σκιά όσο μικρότερη μπορούσε. Απόρριψε έννοιες όπως πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, εναντιώθηκε στη βλακεία, στην περηφάνια, στην ιδέα για την ανωτερότητα ενός κενού από άλλο κενό, μιας σκιάς από άλλη σκιά.  
Περιφρόνησε ακόμα σκιώδη κατορθώματα με βαρύγδουπο όνομα, όπως δίκαιο, υψηλοφροσύνη, καθήκον, φιλία, ηρωισμός, αλτρουισμός και παρεμφερή.
Από το αστέρι γύρω της αυτή η σκιά πήρε μόνον ό,τι της ήταν απαραίτητο για να επιζήσει. Και του έδωσε ό,τι της ζητούσε.  Και εχλεύασε κάθε προσπάθεια των σκιών για επίδειξη, επιβολή, κυριαρχία.
Με ένα λόγο αρνήθηκε να υποταχτεί σε κενά, ανυπόστατα, αλλοπρόσαλλα και άστοχα κελεύσματα α-νόητων σκιών. Αρνήθηκε να παριστάνει πως είναι ενώ δεν είναι.
Της χαρίστηκε να βλέπει πίσω από κλειστές πόρτες, να ακούει λόγια που δε λέγονταν, να αντιλαμβάνεται προθέσεις.
 Δεν της χαρίστηκε να μπορεί να ανοίγει τις κλειστές πόρτες, να απαντάει σε λόγια, να αλλάζει προθέσεις. Tης έμεινε μόνο ένα αχ αδυναμίας και μια ήττα-ήττα όχι από έλλειψη πολεμικών γνώσεων, αλλά πολεμοφοδίων.
Και ζάρωσε σε μια γωνιά με συντροφιά το αχ της και τις ανοησίες που έγραφε με  την πένα της.  

 ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι αλλόγνωτοι
Ο αυτοφυής τρομάσσει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο ήχος τους
όπλο εκηβόλο.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
και η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήσαν
να τραβούν ίσια στον αρχαίον ορίζοντα:  
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε χτυπούν.

Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περηφάνια τους οι αετοί.»

 ΉΛΙΟΣ ΜΕ ΧΙΟΝΙ

(Καφενείο φτηνό και μισοσκότεινo. Μπαίνει μέσα ο Πελάτης. Κάθεται. Πλησιάζει η Γκαρσόνα)
Πελάτης
Ήρθα μέσα στη βροχή.
Γκαρσόνα
Νι αυτό έχουμε αναμμένη τη σόμπα-για να στεγνώσεις.
Πελάτης
Γυρίζω νια βρω το καφενείο που μου ταιριάζει.
Είναι το τελευταίο καφενείο της πόλης που έρχομαι.
Γκαρσόνα
Αυτό είναι το καφενείο για σένα.
Πελάτης
Με βρίζουν ποιητή.
Γκαρσόνα
Ναι.
Πελάτης
Αιστάνεσαι προφυλαγμένη πίσω από τα τζάμια του καφενείου σου τη νύχτα;
Γκαρσόνα
Φοβάμαι μόνο όταν βρέχει.
Πελάτης
Μπορεί φεύγοντας να σου αφήνω δέκα νομίσματα
ρεγάλο. Πώς θα σου φανεί;
Γκαρσόνα
Παράξενο. Ένα νόμισμα κάνει το ποτό.
Πελάτης
Τα εννιά είναι για να μη με διώξεις από δω μέσα.
Γκαρσόνα
Ποια γκαρσόνα διώχνει πελάτες;
Πελάτης
Είμαι παράξενος πελάτης. Δε μιλάω μα θέλω να μου μιλάνε. Θα έρχομαι εδώ με το πρόσωπο της νύχτας και θα σε κοιτάζω με μάτια εχθρικά.
Γκαρσόνα
Αυτό θα πει ότι σου αρέσω σα γυναίκα.
Πελάτης
Όλες oi γυναίκες μου αρέσουν.
Γκαρσόνα
Και μένα όλοι οι άντρες.
Πελάτης
Η πόλη με διώχνει. Μα θέλω να κρατηθώ εδώ. Είναι
η τελευταία πόλη που μου μένει.
Γκαρσόνα
Γιατί από παντού σε διώχνουν;
Πελάτης
Με βρίζουν ποιητή. Δε θέλουν ποιητές.
Γκαρσόνα
Δεν έπρεπε να τους δείχνεις τα ποιήματά σου.
Πελάτης
Δε γράφω ποιήματα.
Γκαρσόνα
Τότε τι λογής ποιητής είσαι;
Πελάτης
Δεν είμαι ποιητής. Μισώ τους ποιητές. Μα εκείνοι μου λένε πως είμαι ποιητής. Πώς μπορεί να είμαι κάτι που μισώ;
Γκαρσόνα
Καθένας μισεί τον εαυτό του. Κι εγώ μισώ τον εαυτό μου. Τόνε στολίζω με κανένα λουλουδάκι αν βρω ή με αρώματα νια να τον ανέχομαι. Πρέπει να ζήσω μαζί του.
Πελάτης
Μου αρέσει που μιλάς μαζί μου. Θα σου μάθω να μην μπορείς να υποφέρεις τον εαυτό σου ούτε με λουλούδια και με αρώματα.
Γκαρσόνα
Θα είναι σκληρό από μέρους σου.
Πελάτης
Είναι υποχρεωσή μου.
Γκαρσόνα
Τώρα καταλαβαίνω γιατί σε βρίζουν ποιητή. Τα θέλεις όλα όπως πρέπει να είναι.
Πελάτης
Μου αρέσει που μιλάς μαζί μου.
Γκαρσόνα
Είναι που δεν έχω δουλειά ακόμα.
Πελάτης
Ποιες ώρες έχεις δουλειά;
Γκαρσόνα
To μεσημέρι και το βράδυ.
Πελάτης
Περνώντας νια να σερβίρεις τους πελάτες θα μπορείς να μου ρίχνεις ένα βλέμμα συμπάθειας κάθε φορά;
Γκαρσόνα
Με δέκα νομίσματα ρεγάλο ναι.
Πελάτης
Δε σε νοιάζει που με λένε ποιητή;
Γκαρσόνα
Και να ήσουνα δε θα μ' ένοιαζε. Με δέκα νομίσματα κι έναν μουσικό θα καλοδεχόμουνα.
Πελάτης
Έχω πολλούς εχθρούς στην πόλη. Ζω μόνος μου. Εδώ και είκοσι χρόνια δεν άγγιξα γυναίκα. Μπορείς κάποτε κάποτε να μου αγγίζεις το χέρι μου όταν περνάς από κοντά μου;
Γκαρσόνα
To τελευταίο που μπορώ να κάνω με δέκα
νομίσματα ρεγάλο.

Πελάτης
Μπορώ να σε μάθω τις φωνές των πουλιών. Μπορώ να σε μάθω τι λένε μουρμουρίζοντας τα ρυάκια. Και ξέρω να διαβάζω τ' άστρα.
Γκαρσόνα
Ναι.
Πελάτης
Ξέρω τι λέει τις νύχτες ο αέρας στις κορφές των
βουνών και στα φύλλα των δεντρώνε. Μπορώ να σου πω τι λέει το λουλούδι που κόβεις νια να στολίσεις τα μαλλιά σου. Κι ακούω τις φωνές των σιωπηλών πραγμάτων μέσα σε ένα δωμάτιο όταν όλα ησυχάζουν.
Γκαρσόνα
Είσαι αλήθεια παράξενος.
Πελάτης
Δε θα με διώξεις...
Γκαρσόνα
Είπαμε-με δέκα νομίσματα ρεγάλο όχι.
Πελάτης
Μερικές φορές θέλω να μιλήσω σε κάποιαν. Αν σου δώσω πενήντα νομίσματα την ώρα θα δεχόσουν;
Γκαρσόνα
Με πενήντα νομίσματα ναι. Αλήθεια μου λες;
Πελάτης
Αλήθεια σου λέω. Δεν έχω κανέναν να μιλήσω.
Γκαρσόνα
Λέω για τα πενήντα νομίσματα. Αλήθεια πενήντα
νομίσματα την ώρα;

Πελάτης
Έχω λεφτά. θα μπορούσα να σου δώσω και περισσότερα.
Γκαρσόνα
Για τι θα μιλάμε;

Πελάτης
Για το θάνατο. Είσαι παντρεμένη;
Γκαρσόνα
Όχι. Θα πείραζε;
Πελάτης
Ναι, όλα αυτά προϋποθέτουν ελεύθερη θέληση.
Γκαρσόνα
Είμαι ελεύθερη.
Πελάτης
Μικρός έμενα σ' αυτή την πόλη. Όλα ήταν ίδια όπως τώρα. Η πόλη αυτή δεν άλλαξε καθόλου.
Γκαρσόνα
Μπορεί να μην άλλαξες εσύ,
Πελάτης
Μερικά σπίτια παραπάνω. Μερικοί αυτό το λένε αλλαγή. Οι άνθρωποι δεν άλλαξαν. Αυτή θα ήτανε αλλαγή.
Γκαρσόνα
Ποτέ δεν άλλαξαν οι άνθρωποι και ούτε θ' αλλάξουν ποτέ. Τίποτα δεν αλλάζει στον κόσμο μας.
Πελάτης
Άλλαξε κάτι απόψε. Βρήκα μια γυναίκα να μιλάω μαζί της.
Γκαρσόνα
Είχες δώσει και σε άλλες πενήντα νομίσματα την ώρα για να μιλάνε και δεν το δεχτηκαν;
Πελάτης
Mε άλλες δεν είχα το θάρρος να το κάνω.
Γκαρσόνα
Γιατί με μένα το βρήκες;

Πελάτης
Σου είπα-είσαι το τελευταίο μαγαζί της τελευταίας μου πόλης.
Γκαρσόνα
Έχασες τόσα χρόνια επειδή δεν αποφάσιζες να μιλήσεις σε μια γυναίκα λοιπόν. Δεν ήξερες ότι θα δέχονταν;
Πελάτης
Περίμενα να έρθουν να μου μιλήσουν αυτές χωρίς λεφτά.
Γκαρσόνα
Καλά σε λένε ποιητή.
Και ποιο το κέρδος σου από ό,τι θα κάνουμε μαζί;
Ποιητής
Θα ελπίσω. Που θα πει θα ζήσω.
Γκαρσόνα
Είσαι πεθαμένος;
Ποιητής
Ναι.
Γκαρσόνα
Ένας πεθαμένος πώς μπορεί να νιώθει;
Πελάτης
Όπως όλοι μας. Όλοι πεθαμένοι είμαστε. Η ζωή είναι ο θάνατος. Μόνο πολλοί δεν το ξέρουν και φέρονται σαν να ζουν.
Γκαρσόνα
Και τα σπίτια μας είναι τάφοι;
Πελάτης
Δεν έχουμε τόσο ευρύχωρους τάφους. Τάφος είναι το δέρμα μας.
Γκαρσόνα
Είναι φοβερό να είναι έτσι.

Πελάτης
Έτσι είναι.
(Σιωπή)
Γκαρσόνα
Θα πάρεις κάτι;
Πελάτης
Όταν θα μου φέρνεις κάτι δε θα το πίνω κι ας το φέρνεις. Μα θα σου αφήνω τα δέκα νομίσματα. Τα σημερινά είναι η πληρωμή για τη σημερινή μας κουβέντα.
Γκαρσόνα
Το δέχομαι. Και συμφωνώ και για την κουβέντα.
Όποτε θέλεις να έρχεσαι.
Πελάτης
(σηκώνεται}
Σ' ευχαριστώ για την κατανόηση. Φαίνεται ότι θα
μείνω επιτέλους σε μια πόλη.
Γκαρσόνα
Θέλεις να κάνεις έρωτα μαζί μου;
Πελάτης
Για τι άλλο θα ερχόμουν να σε βρω;
Γκαρσόνα
Στις οχτώ τελειώνω. Έλα να με πάρεις. Και ο έρωτας κερασμένος για πάντοτε από μένα.
Πελάτης
Γεια σου.
Γκαρσόνα
Στις οχτώ
(ο Πελάτης βγαίνει)

                                      -----


    ΜΕ  ΤΗΝ  ΠΟΙΗΣΗ

Δεν είναι για να δρέψω δάφνης φύλλα
που ατέλειωτα μαυρίζω άσπρα φύλλα-
για να  ’χω λίγο φως μέσα στον Άδη
τρυπίτσες μόνο ανοίγω στο σκοτάδι.

Αν λίγο με την ποίηση ασχολούμαι
δεν είναι ποιητή για να με πούνε-
μ'  αυτά τα ποιηματάκια όπου γράφω
αλλάζω μόνο θέση μες στον τάφο.

 Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΙΑΤΟΠΟΥΛΑ ΑΠ’ ΤΟ ΜΑΪΑΜΙ

-Μικρή χωριατοπούλα απ’ το Μαϊάμι
γιατί σε τρίχινο ξαπλώνεις χράμι;
-Το τρυφερό τρυπάει το κορμί μου
και κόβει τη φωτιά και την ορμή μου.

Κι αν λύσεις της ποδιάς μου το φιογκάκι
καυτό θα σου χαρίσω ένα φιλάκι
και μόνο να μου άγγιζες το χέρι
λαμπρό θα σου εχάριζα εν' αστέρι.

-Μικρή χωριατοπούλα γιατί τρέχεις;
γιατί ολόημερα στασό δεν έχεις;
-'Ποσταίνοντας τις μέρες στα λαγκάδια
πιο ήρεμα διαβαίνουνε τα βράδια.

Κι αν έρθεις στη στιγμή θα σου χαρίσω
τ’ ωραίο το πουλί το παραδείσιο.
Και όλα θαν’ της Άνοιξης τα μύρα
δικά σου σα θα κρούσεις μου τη θύρα.

-Μικρούλα μου, άφησέ με να βοηθήσω
εγώ τα ξύλα σου να κουβαλήσω.
-Αψήφιστο αυτό μπροστά στο άλλο
τ' αβάσταγο το βάρος το μεγάλο.

Λι αν λύτρωση από κείνο θα μου φέρεις
θα μάθεις μυστικά που δεν τα ξέρεις.
Κι αν λύσεις των μαλλιών μου τις πλεξίδες
τα χάδια θα σου δώσω που δεν είδες.

 Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Σήμερα θα ’ρθω όχι όπως πρώτα
με ρόδα και με μύρα στολισμένος-
σήμερα θα ’ρθω με τα χνώτα
του μίσους και του σκότους τυλιγμένος.

Δε θα ’χω σήμερα γιρλάντες
πλεγμένες από φως κι από λουλούδια
και του θανάτου τις μπαλάντες
θα λέω αντίς χαρούμενα τραγούδια.

Σήμερα θα ’χω της ελπίδας
το σάπιο το κορμί στην αγκαλιά μου
κι ούτε το φως μιας ηλιαχτίδας
δε θα φωτίζει τα μαλλιά μου.

Το στόμα θα ’χω σφραγισμένο
με κρύα νεκροφιλήματα και θα ’χω
επάνω στ’ όνειρό μου το θαμμένο
κυλήσει του χαμού το μέγα βράχο.

Και τότε εγώ να δω ποια θλίψη-
ποια λύπη θα μπορεί να με πληγώσει-
ποια θύελλα θα μ’ έφτανε στα ύψη
που μ’ έχει η Παραίτηση ανυψώσει.

Και τότε εγώ να δω ποιο κάλλος
μπορεί να συγκριθεί με το δικό μου.
Και τότε εγώ να δω ποιος άλλος
μισεί όσο εγώ το εαυτό μου.

 Η ΑΓΙΑ ΘΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΑΥΛΙΟΥ  μπήκε
ΤΟΥ CARITY HOSPITAL ΤΟΥ LA

Σαν ύπερος σε στήμονες ανάμεσα
η κεφαλή προβάλλει της Αγίας.
Τα χέρια παράλυτα κρέμανται κάτω.

Η Αγία σε Έκσταση. Ο Έρωτας
και άλλην αν ήθελε έκφραση να δώσει
σε πρόσωπο,
δεν θα μπορούσε,
άλλη απ’ αυτήν
που της Αγίας το πρόσωπο
ολοκληρωτικά κατέχει.

Και που είναι η Αγία μαρμαρίνη
καλλίτερα έτσι η Μεγάλη Άφεσηδείχνει:
Κρύο και Αιώνιότητα
από παντού κυκλώνοντάς την
την διαπερνούνε
και την ύλη της καταργούν.

Άυλη.
Έτσι να μένει.

 ΕΡΥΘΡΟ

Θα χτίσω ένα ποίημα όχι με στίχο.
Θα χτίσω ένα ποίημα όχι με λέξη.
Θα χτίσω ένα ποίημα με πέτρινο τοίχο.
Θα φτιάξω ένα ποίημα γερό-για ν’ αντέξει.

Τσιμέντο θα βάλω στην κάθε γωνιά του
θα ντύσω με σίδερο την κάθε του κώχη
θα φτιάξω ένα ποίημα που μόνο η θωριά του
του Χρόνου να κάνει να τρέμει η απόχη.

Κι έτσι όπως γερά εγώ θα ’χω χτίσει
θεμέλια, πατώματα, στέγη και τοίχους,
αλήθεια πολύ-πιο πολύ θα κρατήσει
από τους σαθρούς-τους φτηνούς μου τους στίχους.

Σε κείνους που θα ’ρθουνε ας με θυμίζει
λοιπόν όχι οι στίχοι μου μα λίγο τσιμέντο.
…μόνο ένα λουλούδι γλυκά που μυρίζει-
λουλούδι ερυθρό να του βάλω στο πέτο...

 ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ

Σα σβήσει ο λύχνος τότε τον θυμούνται
αυτοί που τώρα είναι στο σκοτάδι.
Με νόστο τη ζωή τη συλλογιούνται
αγύριστα όσοι βρίσκονται στον Άδη.

Το δέντρο σαν κοπεί κι ο ίσκιος πάψει
του ήλιου να μετριάζει το λιοπύρι
τότε κι η νοσταλγία θε'  ν'  ανάψει
για το άμοιρο το δέντρο που  έχει γείρει.

Και λέω κι εγώ αφού όταν πεθάνουν
τα βρίσκει όλα ο έπαινος κι ο αίνος
οι στίχοι μου εντύπωση θα κάνουν
καλλίτερη σαν θα  'μαι πεθαμένος.

 ΑΝΙΔΕΟΣ

Ας ειν' καλά-οι φίλοι όλοι με προδώσανε.
Και οι γυναίκες-
χώμα να πιάνουνε και μάλαμα να γίνεται-
με βλέπανε και φεύγαν.
Ο κόσμος ένα αξήγητο μυστήριο
βασανιστικό.
Οι εποχές-καλή τους στράτα-
πέρναγαν η μια μετά την άλλη
χαρές ανέγγιχτες.
Το φως ένας απόλυτος καθρέφτης και τα πράγματα-
τα πράγματα! ...-
χαρτιά μιας τράπουλας σημαδεμένης.

Την ευλογία μου ας έχουν όλα` εγνώρισα μαζί τους
τον κόσμο τον Αταίριαστο-
τον κόσμο της Οδύνης.

Μα τώρα
ήρθ' ο καιρός να φύγω από δω κι εγώ-
ήρθε η ώρα και για με να ζήσω.

 ΣΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ

Ακούω το ξεφτισμένο
πράσινο θρόισμα του φουστανιού της
στις στριμωγμένες τις καρέκλες.
Ακούω το ήσυχο ανάδεμα του κουταλιού
στην κούπα του καφέ.
Ακούω την κουρασμένη της φωνή
που παραγγέλνει country gravy.

Είναι η φωνή ανθρώπου που απόκαμε
Απ’ τις πολλές προσπάθειες και πια
τα όπλα του απωθεί και παραδίνεται
και στέκει τώρα σαν ξερό φύλλο του φθινοπώρου-
γέρας του πρώτου που θαρθεί αέρα.

Ακούω τις μονόλογες
ευγενικές της απαντήσεις
στήν προσποιητή πολυλογία της waitress.
Ακούω τους ήχους του σπασίματος της φρυγανιάς
 σαν πέταμα πουλιού από κλαδάκι σε κλαδάκι.
Ακούω ένα "yes"
ένα "of course... thank you..."
Ακούω το άψυχο, βιασμένο της χαμόγελο
καθιερωμένο εδώ
που κλείνει την ανώφελη κουβέντα-
γέλιο ανεπαίσθητο… σαν ψίθυρος... σαν άχνα...

Θα φύγω
δίχως να στρέψω προς τα κει
το βλέμμα ή το κεφάλι.
Φοβάμαι
όταν γυρίσω να τη δω
πως κιόλας δεν θα υπάρχει.

 Ένα λεπταίσθητο είμαστε και φρούδο εργαλείο  
που η ανυπόμονη άγνοια επάνω του ξεσπά
παιδιού, που παίζοντας, κολλά τα μέρη μας τα δύο
για λίγο έτσι μας κρατεί-κι απέ μας ξανασπά.

 ΟΙ ΑΤΣΑΛΙΝΟΙ

Κερένια είμαστε λοιπόν αθύρματα ατσαλένιων
υπάρξεων-ανδρείκελα σε λίγων μεταξένιων
κλωστών τις άκρες άκοπα κι αχώριστα δεμένοι,
με κάθε ελπίδα για φυγή εντός μας σκοτωμένη.

Ένα παιχνίδι θεατρικό οι ατσάλινοι έχουν στήσει
κοπαδιαστά μέσα σ' αυτό μας έχουν οδηγήσει
και κει αυτοί τα ευαίσθητα κινώντας νήματά μας
ρυθμίζουνε τα λόγια μας και παν τα βήματά μας.

Και το παιχνίδι της φθοράς αρχίζει. Μεθυσμένους
από χαρά μας θέλουνε; μας θέλουν λυπημένους;
Μας θέλουν να υποφέρουμε; ν' ασπαίρουμε; να κλαίμε;
κινούνε τις κλωστίτσες μας και θέλουμε ό,τι θε’ νε.

Μας δίνουν αξιώματα, επαγγέλματα μοιράζουν,
μας ρίχνουν, μας σηκώνουνε, διαθέσεις μας αλλάζουν
και στέλνουν κατεπάνω μας τα κύματα του τρόμου
σε κάθε βήμα του σαθρού κερένιου μας του δρόμου.

Και όταν πια χορτάσουνε το αστείο τους παιχνίδι,
μας αποσπούν απ' του φρικτού θεάτρου το σανίδι
και με του ενός δαχτύλου τους ωθώντας μας τη ράγα
οριστικά μας ρίχνουνε στη φλόγα την παμφάγα.
                                      ----   

 ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
(στη μνήμη του Γουσταύου Φλωμπέρ)

Μια γυναίκα μεθυσμένη
μες στο δρόμο ξαπλωμένη
εμετοί στο φορεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.

Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα αυτή να φέρνω
τέτοιες μνήμες με ταράζουν
την ψυχή μου τη σπαράζουν.

Απ' το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: "σήκω μάνα!.."

Τέτοιες μνήμες α! δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω
είμαι γέρος-με πληγώνουν
με δονούν-με αναστατώνουν.
                          -----

 ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΟΡΕΣΙΒΙΟΙ

Αν κάποιοι ορεσίβιοι ένα κοχύλι βρούνε
χαρούμενοι το παίρνουνε, στα χέρια το κρατούν
και φέρνοντάς το στο αυτί νομίζουν πως ακούνε
τα μακρινά της θάλασσας τα βύθη να βοούν.

Σαν τη ζωή μου μοιάζει εμένα ετούτο το κοχύλι
απατηλά μηνύματα που πλάθει απ' τη σιγή-
που μήνυμα ένα αληθινό ποτέ του δε θα στείλει
και προς το ψέμα πάντοτε το νου θα οδηγεί.

Όμως εκείνοι τ’ όστρακο κραδαίνοντας σαν ξίφος
ολόχαροι το φέρνουνε από αυτί σ’ αυτί
και τη ζωή ερμηνεύουνε με σοβαρό ένα ύφος
ενώ ουτ’ εκείνοι υπάρχουνε ούτε υπάρχει αυτή.

 ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ

Στο κελί όπου κλεισμένος είσαι
υπάρχει μία πόρτα μυστική
που ανοίγοντας
σε δίνει έξω
στων πραγμάτων τον κόσμο.

Υπάρχει μία πόρτα.

Μπορεί,
σκέφτεσαι,
κάποιο κρυφό κουμπί να την ανοίγει.
Ή πάλι να προσμένει μία λέξη σου ν’ ακούσει
και συντρίμμια
στη δόνηση που εκείνη θα της φέρει
να σωριαστεί.

Και σηκώνεσαι
και ψηλαφάς τον τοίχο
και λέξεις μαγικές ζητάς.

Όμως ακινησία μόνο
και σιωπή αν γίνεις
η πόρτα όχι μόνο μα και οι τοίχοι
θα πέσουν
και όλα τότε
φως και χαρά θα είναι.

 Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ (

Αδυναμία δεν νιώθαν.
Μια πλήξη μόνο φορές φορές
αγέρωχοι για ό,τι εφτιάχναν.

Το μυαλό τους καθόλου στροφές δεν είχε.
Όλα ίσια, σαν τη γραμμή που έφτιαχνε
στον ουρανό ανεβαίνοντας, ο Πύργος.
Κι αγαπημένοι αναμεταξύ τους
με κοινά τα όριά τους όλα
χωρίς προκατάληψη.

Ώσπου μια μέρα κάτι εφύσησε γύρω τους.
Μικρό, σιγανό κι απότομο
σαν τίναγμα φιδιού προτού, πικρά, δαγκώσει.
Τους άγγιξε παντού.
Το νοιώσαν μ’ όλες τις αισθήσεις τους.
Το αυτί ετρόμαξε στον ξένο ήχο.
Το μάτι έκλεισε για μια στιγμή
σαν μια θεάτρου αυλαία που είχε ανοίξει
και δε φανέρωσε θεατές,
ή καθώς φέρετρο για να μη δείξει κάτι αποτρόπαιο
κλείνει.

Ριγήσαν τα κορμιά. Και μες στο στόμα
παράξενα συσπάστηκεν η γλώσσα.

Όταν,
αφού τους διαπέρασε,
η πνοή εχάθη
συνήλθαν ξένοι,
άγνωστοι,
εχθροί αναμεταξύ τους:
με λέξεις ανυπότακτες.

Η ύπαρξή τους όλη ακατανόητη.
Και πλάϊ εκεί ο Πύργος
μισοτελειωμένος
αδημονία γεμάτος.

Και σκορπίστηκαν σ' όλη τη γη.

   ΤΑ  ΦΙΝΑ

Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
μία παρέα χαρτοπαίζει.
Μικρά πολύχρωμα πουλάκια
τ'  αθώα της τράπουλας χαρτάκια.

Παίζουν οι παίχτες ζαλισμένοι
κι ούτε στο νου τους που πηγαίνει
πως τα χαρτιά παίζουν και κείνα
τα παιχνιδάκια τους τα φίνα.

Με χέρια τρέμοντα οι καημένοι
παίρνουν το επόμενο χαρτί
την ντάμα ψάχνουν,  αλλ’  αυτή
πίσω απ’  το δύο είναι κρυμμένη.

 ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ ΑΓΑΠΗ  

Στον τάφο τον χρονίτικο στέκει γλυκιά κοπέλα. Μοσκοβολάει γαρύφαλλο-μοσκοβολάει κανέλλα.
To χείλι σταφιδόμοιαστο. Το μάτι στερεμένο.
Και λες το στόμα που μιλεί κι αυτό στη γη θαμμένο.

"Καλέ μου αν αδάκρυτο εκράταγα το μάτι
στο ίδιο τώρα θα ’μουνα μαύρο της γης κρεβάτι.
 Όμως καλέ μου έκλαψα ένα χρόνο νύχτα μέρα.
Του μισεμού σου μ' έφαγε-με λιάνισεν η ξέρα.

Απ' το βαρύ το χτύπημα δεν το μπορώ να γιάνω.
Άδειασε ό,τ’ είχα μέσα μου κι ακόμα πόνο βγάνω.
Πα’ στης αγάπης την πληγή ο Πόνος άνοιξε άλλη-
μετρώ τες και ζαλίζομαι ποια είναι η πιο μεγάλη.

Αλλ’ απ’ αυτό που ήξερες ό,τι έχει μείνει σώμα,
κείνη η φωτιά που το 'καιγε, αυτή το καίει ακόμα:
καλέ μου απόψε το κορμί αυτό θα παραδώσω
σε άλλου χάδια και φιλιά. Μα δε θα σε προδώσω!

Φωλιά μια είμαι αδειανή. Είμαι κερί σβησμένο.
Φλογίτσα είμαι άθερμη και άφρι μαυρισμένο.
Είμαι το δέρμα του φιδιού, του τζίτζικα το ντύμα.
Δικά σου φίδι, τζίτζικας-όχι-δεν έχω κρίμα.

Χαμένο ένα κι άψυχο κουφάρι θα κρατήσει
εκείνος που τα χείλια μου απόψε θα φιλήσει.
Σ’χώρα καλέ το σάρκινο κορμί που ζει ακόμα
και το που λόγια ετόλμησε τέτοια να πει το στόμα…"

"Πίστη γλυκιά πασκίζοντας να κάνει την ελπίδα
όταν τον ρώταες όνομα και κύρη και πατρίδα
ο ξένος που σε πόθησε ο καινουργιοφερμένος
να μην τρομάξεις, ψέματα, σου ’λεγε ο καημένος.

Με αρώματα εμπέρδευε της σάρκας τη σαπίλα
και μακριά σου εστέκονταν κάθε που σου εμίλα’
να μην ιδείς τα χέρια του άσπρα κοκαλωμένα
να μην ιδείς τα μάγουλα με χώμα λερωμένα.

Αν μια φορά πόναγες συ, διπλοί οι δικοί μου πόνοι.
Το ξύλο βάρκα έκανα, πανάκι το σεντόνι
και πότε αψύς πότε γλυκύς φυσώντας με ο πόθος
να ’μαι! αντίς μέσα ξαπλωτός πάνω στη γη ολόρθος.

Κι ανέχαρη αγαπούλα μου κι απέλπιδη σε βρήκα.
Μα να! ελπίδα και χαρά σου φέρνω εγώ για προίκα.
Αχ! αηδονάκι μου χλιβό! αχ! μαραμένο δάσο!
εγώ απόψε… εγώ... εγώ... εγώ θα σ’ αγκαλιάσω!

 ΟΤΑΝ


Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή,
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι.
Για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά,
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ' αφήνουνε να μένεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές
τι εύκολα θυμώνουν.
 

 ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ

Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού
θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.

Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού,
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού.

Πρέπει να ’ναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.

 ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ

Βγαίνοντας για τον βραδινό περίπατο ξαφνιάστηκα.
Τι 'ναι αυτό το υγρό
που πέφτει σε σταγόνες γρήγορες
συμμετρικές
τόσο κοντά τη μία με την άλλη
και δεν αφήνει τίποτα άβρεχο;

Που ο θόρυβος που κάνει
χτυπώντας πάνω στα γερτά τα κεραμίδια,
στις ψυχές,
στα κόκκαλα,
στο χώμα,
μοιάζει σαν μούρμουρο λυπητερό-
μοιάζει σα θρήνος τ' ουρανού
σαν αστρομοιρολόγι;

Βέβαια δε θα βγει πάλι ποτέ ο ήλιος.
Και να 'βγαινε
αυτό το ατέλειωτο υγρό πάλι θα τόνε σβήσει.
Κι όπως νυχτώνει και δε βλέπω ούτε φεγγάρι
λέω θα το 'σβησε κι αυτό.

Τι να 'ναι αυτό το υγρό
πώς εσκαρφάλωσε εκεί πάνω και ποιος
τόσο μεγάλη έχει υπομονή να το χωρίζει
σε τόσες στάλες;

Δεν ονειρεύομαι. Ούτε είμαι μεθυσμένος,
Ούτε σε άλλον βρέθηκα πλανήτη
ώστε να είμαι άμαθος σε όσα εκεί συμβαίνουν.
Ούτε και σ' άλλο επήγα σπίτι. Να! Εδώ το δωμάτιό μου
με το σκαμνάκι στη γωνιά,
εκεί ο χώρος των παιδιών με τα παιχνίδια,
η κόρη μου πιο κει με το σεμνό φουστάνι της
να πλάθει τ’ αυριανό ψωμί...
Οι σπασμένοι σωλήνες...
το πατητήρι...

Ο εγγονός μου όταν τον ρώτησα, μου 'πε αμέσως:
"Βροχή παππού, βρέχει!.."
Α! Τ' ασυλλόγιστα-
τ' άσκεφτα νιάτα...

 ΣΩΖΟΥΣΑ

Όταν περνώντας το στενό στόμιο
στην ευρυχωρία βρέθηκαν
απλώθηκαν γύρω. Μερικοί
κάρφωσαν ένα ξύλο, του ’βαλαν χορδές.
Άλλοι εζύμωναν, ψαρεύαν.
Κλωστές άλλοι ταιριάζαν
βότανα βρίσκαν, σπίτια χτίζανε.

Τέλος καθένας κάτι όριζε
και ψηλά το σήκωνε σα λάβαρο
ή σαν θυρεό
ή σαν θεωρία
ή σαν σώζουσα πίστη.

Κι έτσι προχωρώντας πλατυνόμενοι,
ξάφνω
μπροστά σ' ένα στενό στόμιο
πάλι βρέθηκαν.
Και καθώς πίσω
έρχονταν κι άλλοι ανεμίζοντας πανιά
και άτρομα βαδίζοντας,
και καθώς άλλο να διαλέξουν δεν μπορούσαν
χώθηκαν πάλι μες στο στόμιο το στενό
συμπυκνωνόμενοι.

 Α! ΟΜΟΡΦΙΕΣ!..

Α! Ομορφιές και θάματα που 'χει ο απάνου κόσμος!
Του σπίνου το κελάδημα, το κύμα τ' αφρισμένο,
τη ματωμένη ανατολή, το μάτι το κλαμένο,
τ' άρωμα που στο πότισμα σκορπάει το γιόμα ο
δυόσμος...

Τα μούσμουλα, τις φράουλες, τα πρωινά τα σύκα,
το κρύο νερό, του έρωτα τα πείσματα τα πρώτα,
στην κρύα νύχτα τα ζεστά της ερωμένης χνώτα,
της γάτας το γουργούρισμα, των κοριτσιών τη
γλύκα...

Το χελιδόνι του Μαρτιού, τ’ Αυγούστου το
φεγγάρι,
του ρυακιού το μούρμουρο, του λιόντα την
περφάνια,
το θαλασσοφουρτούνιασμα, τα ήσυχα λιμάνια,
της μυγδαλίτσας τ’ άνθισμα, των κοριτσιών τη
χάρη…

Των σταφυλιών των ώριμων την τραγανή τη ρόγα
τα ρόδια, τα φραγκόσυκα, τα μυρωδάτα μήλα,
του πόθου την ανείπωτη φρίκη κι ανατριχίλα,
των κοριτσιών το ξάναμμα, των κοριτσιών τη
φλόγα...

Των ευωδάτων των δεντρών και των ανθών τα
πλήθη,
τα όρη τα ψηλόκορφα, τον καθαρό αέρα,
το πρωινό, τ’ απόβραδο, τη νύχτα, την ημέρα,
το μυστικό του έρωτα στων κοριτσιών τα στήθη...

Κι έχει και μια μικρή μικρή δεκαπενταχρονούλα
που όλα κάνει και γελούν με το χαμόγελό της.
Κι έχει και μια μικρή μικρή που με το δάχτυλό της
βάζει σε ό,τι ακουμπά της Ομορφιάς τη βούλα.

Α! Ο απάνω κόσμος μας τι ομορφάδες που έχει!
Γι αυτό οι ψυχές γαντζώνονται-δε θέλουνε να βγούνε.
Γι αυτό οι πεθαμένοι μας ζητούν να ξαναρθούνε.
Γι αυτό πεθαίνουμε-η ζωή το κάλλος δεν τ’ αντέχει.

 ΕΙΔΑ ΚΙ ΕΓΩ

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Και τ’ όνομά της είναι Ρωάλ.
Και δεν την κρύβω.
Αν βρει το κάλλος της αυτό και κάποιος άλλος
ας πάρει όσο θέλει απ' αυτό-
Είναι η Ρωάλ μου αχάλαστη και ατελείωτη.

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Εγώ ο πολυμίσητος!
Ο πολυαγάπητος εγώ!
Ο απροσμέτρητος εγώ.
Ο απειροελάχιστος εγώ.
Εγώ ο τεράστιος-ο συμπαντικός
Εγώ ο ημίκοπος εξ αδαμάντων.
Εγώ ο πρωιβλαστής και ο πρωτοκτόνος.
Εγώ ο πολυτάρακτος και ο πολύπυλος.
Εγώ ο πυρίφατος και ο πυριστεφής.
Ο ευπλανής εγώ.

Και αι γυναίκες ήνοιξαν το στόμα των ωσεί αιδοίον του φαγείν.

Και αι μικραί παρθένοι ερυθρίασαν.
Και περίβλεπτος εγώ εν τάφω εκηδεύθην.
Εγω ο ημιπέπανος και ο ημίπνους.
Εγω ο ημιμεθής και ο ημίπτωτος.
Εγώ ο εξαϊστών το σκότος.

Εγώ ο εγχείβρομος.
Εγω ο πολύμουσος και ο πολυηδύς.
Εγώ ο περιάμφοδος και ο περιαυγάζων.
Ο ευπλανής εγώ.

Και έπιπτεν βαρύς ο πέλεκυς και διόπτευεν τα πάντα δια της ακμής του.
Και εγώ κατέγραφον τας πτώσεις και τας ανόδους του.

Εγώ ο άπτιλος.
Εγώ ο απλοπαθής.
Εγώ ο ημίβροτος.
Ο πολύφορτος εγώ.
Εγώ ο πολύαθλος και ο χρυσολαμπής.
Εγώ ο ολοφυδνός, ο ολοφυής και ο ολόπυρος.
Ο διφυής και νυμφόπληκτος.
Ο νυκτοπόρος και ο νυκτομάντις.
Ο ευπλανής εγώ.

Και ήρχοντο προς με κυνών υλακαί και περιδινίσεις άλω.
Και τα περιέβαλον μετά στοργής ο ουρανοφάντωρ εγώ.

Εγώ ο έγχαλκος.
Εγώ η διηλών.
Εγώ ο ημισπάρακτος και ο ημισφαγής.
Εγώ ο ημίχλωρος και ο ημιψυγείς.
Εγώ ο πυρσοτόκος, ο πυρίστακτος, ο φιλόμβριος και ο πολυδαίδαλος.
Εγώ ο ευστήρικτος.
Εγώ ο απλετομεγέθης και ο άπλαστος.
Ο ευπλανής εγώ.

Και φλόγαι περιέβαλον το ιερόν και κατέφαγον αυτό.
Και οίμοι! εβόουν ο πολύφατος εγώ.
Και ουαί! φευδώς εβόουν ο πολυχανδής εγώ.
Και εδάκρυζον ο πολύφιλτρος εγώ.

Εγώ ο πολύστριβος.
Εγώ ο πολυσκόπελος και ο πολύποινος.
Εγώ ο ημικραίπαλος και ο ημίλεπτος.
Εγώ ο περίπικρος, ο περίσεμνος και ο περιδρομεύς.
Εγώ ο ουρανοφόρος και ο νεότρωτος.
Ο προδέκτωρ και ο προδιαμαρτάνων εγώ.
Εγώ ο περιαλγής.
Ο ευπλανής εγώ.

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Εγώ ο ημιρραγής,
Εγώ ο ημίρυπος,
ο ημιδάϊκτος εγώ και ο ημιδαής.

Εγώ ο περιμάχητος.
Εγώ ο περιμανής, ο πρόσπαιος και ο ημίθαλπτος.
Εγώ ο ημίθηρ.
Εγώ ο σκύμνειος, εγώ ο στυπτηριώδης, εγώ ο ταναιμήκης.
Ο υπερθέων, ο υπερόριος, ο χορδοποιός.
Ο ευπλανής εγώ.

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Ο ουρανομίμητος εγώ.
Εγώ ο χοροβατέων.
Εγώ ο χρυσοκλαύστης.
Εγώ ο τετραδιστής, ο συηνός και ο πτερυγοφόρος.
Εγώ ο περίπεπτος και ο ηδύφρων.

Ο εύπομπος, ο ειδωλόθυτος, ο αριζήλωτος και ο απεχθητικός.
Ο περιανθής και ο περίγλισχρος.
Εγώ που δεν ζυγιάζομαι με λίγη αγάπη.
Εγώ που δεν ζυγιάζομαι με λίγο μίσος.
Ο ευπλανής εγώ.

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.

-----

         ΜΕ ΜΑΧΑΙΡΙ

Mια δυσοίωνη οργή εκπηγάζει
από το σακατεμένο μου κορμί
Πού είναι η γλυκιά η νοσοκόμα;
Μήπως σε λάθος πόλη αποπειράθηκα;
Μη το νοσοκομείο της δεν είναι που
εφημερεύει;
Ή τ' ωράριό της άλλαξε με άλλην
και άλλη κάποια θα μου βγάλει
τα κολλημένα στις λιωτές μου σάρκες ρούχα,
και άλλη κάποια θα με ακούσει
τη μόνη λέξη που 'μαθα μες στη ζωή να λέω,
και ας την είχα μαθημένα μόνο
για να την ψιθυρίσω στο δικό της μέσα αυτί;

"Πονάτε;"
Ερώτηση γιατρού σε πολυτραυματία
ετοιμοθάνατο...
Σ’ άλλη περίπτωση  θα του ’λεγα πολλά. Μα
τώρα
μόνο να πω μπορώ: "Πού είναι ΑΥΤΗ;"
Ο γιατρός στους νοσοκόμους:
"Πιο γρήγορα! Πεθαίνει!”
Σ' ακούω γιατρέ της κακιάς ώρας.
Το λένε αυτό μπροστά σε κείνον
που αληθινά πεθαίνει;
Ξανά εγώ τη δύναμή μου όλη βάζοντας:
"ΠΟΥ EINAΙ AYTH;"
"Σώπα. Έρχεται"
Ο νοσοκόμος, ανοίγοντας την πόρτα του
χειρουργείου:
“Για ποια λέει;”
O γιατρός: “Ποιος ξέρει...”

Τότε είναι που δεν άντεξα
και τους άφησα τους αλιτήριους.
Και πήγα εκεί όπου οι λέξεις παύουν να
'χουνε φωνή.

Σιωπή και χιόνι γύρω.
Όχι χιόνι.
Πέπλα πάλλευκα.
Και το σώμα μου ακέριο.
Ώστε ζωή μετά το θάνατο λοιπόν;

Μα τι… μα πώς… μα… να! ΕΚΕΙΝΗ!
Ξεπροβάλλει μέσα από κάτι
σα μιαν αδιόρατη χαραματιά των πέπλων.
Στέκω βουβός σε τέτοια μέσα μια σιωπή
υπερισχύοντας οι καλοί μου τρόποι.

Μα όλη σκούζει η ύπαρξή μου.

Σπάει εκείνη τη σιγή
και με φωνή σα μελωδία: "Μίλα",
μου λέει,
"εδώ,
μόνο όσοι αγαπούν-
μονάχα αυτοί μιλούνε."

"Σ’ αγαπώ."
"Λες να μην το ξέρω;"
"Κι εσύ;.."
«Τρελαίνομαι για σένα.»
"Τότε γιατί εκεί με απόφευγες… όμως… κι εσύ μην είσαι πεθαμένη;"
"Όχι. Ολοζώντανη, Όπως και συ."
"Εκεί… εκείνος ήτανε ο θάνατος;"
"Ναι"
"Καλά το έλεγα λοιπόν εγώ …
 Αλλ' ας τ' αφήσουμε αυτά.
Γλυκιά μου Ρωρερκάρ
θέλω μαζί σου έρωτα να κάνω-
κάτι που δεν το ήθελες στη γη…"
"Mη λες δεν ήθελα.
Δεν έπρεπε.
Μα εδώ καταργημένα όλα τα πρέπει.
Και πια μη χρησιμοποιείς ψευδώνυμο"
«Αθανασία λοιπόν.»
"Ναι. Για σένα. Και για πάντα."

Το χέρι της εσήκωσε
κι ένα βελούδινο ροζ παραπέτασμα
μας απομόνωσε-τάχα από ποιον;
Μια κίνησή της άλλη βιαστική
κι ένα κρεβάτι στήθηκε μπροστά μας.
Για μια στιγμή τον πόθο η έκπληξη έδιωξε απ' τα μάτια μου.
To είδε.
Και για να μου δείξει
πως όλα γίνονταν καθώς κι οι δυο τα θέλαμε,
το χέρι μου έπιασε,
απαλά στο κρεβάτι με οδήγησε
και πλάι μου έπεσε αλαφρά, αφού πρώτα
με μίαν άλλη κίνησή της
από τα ρούχα όλα τα λευκά της απαλλάχτηκε.

Και κει
στο κρεβάτι πάνω,
οι δυο μας γίναμε ένα τόσο,
που για τους δυο μας ένας μόνο ανάπνεε.

Και σ' έναν ύπνο έπειτα βυθίσαμε
που απ’ αυτόν εκείνη μ’ έβγαλε
για να με πάρει γελαστή απ’ το χέρι
και να με πάει σ’ ένα χώρο
απ’ όπου βγήκα ολόλευκος κι εγώ
και φτερά έχοντας κι εγώ,
λευκά και κείνα κι απαλά κι αιθέρια.

"Έτσι θα είμαστε οι δυο από δω και πέρα.
Κι έρωτα όλο.
Σαν έμαθα πως έπεσες απ’ τον γκρεμό
αφήνοντας κείνο το γράμμα,
δεν άντεξα και νιώθοντάς σε πεθαμένον
ήρθα εδώ αμέσως.
Μα όπως είδα, πρώτη.
Χωρίς εσένα η ζωή θα ήτανε μαρτύριο.
Σε λάτρευα καθώς και συ.
Μα οι συνθήκες εκεί πέρα...
η κοινωνία, τα παιδιά, ο φόβος της αγάπης...
δε γίνονταν
ούτε να ξέρεις ότι σ' αγαπώ.
Μα τώρα έλα,
πάμε στα χρυσά του έρωτα ακρογιάλια
και στις γλυκές του τις πηγές
και στης αγάπης τις κρυφές φωλιές
φτιαγμένες για όσους ένιωσαν πως έρωτας
είναι ο θάνατος ο ίδιος."
"Δεν θα χωρίσουμε ποτέ!;"
"Εδώ κουτούλη μου δεν έχει χωρισμό.
Εδώ ειν’ η αιωνιότητα
και όπως μέσα της θα μπεις
έτσι και μένεις."

...Με σώσανε οι αχρείοι. Τώρα κείτομαι
σ' ένα κρεβάτι πάνω,
ζαλισμένος,
γεμάτος γάζες και ήμερες πληγές.

Δοκιμάζω το χέρι μου-δεν έχει δύναμη να σηκωθεί.
Λίγο πιο ύστερα
που κάπως η αδυναμία κι η ζάλη θα 'χουν φύγει
έρχομαι οριστικά Γλυκιά,
με μαχαίρι
τον άχρωμο σωλήνα κόβοντας του ορού,
έτσι που ολότελα να ξαιματώσω.

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

 ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΜΟΎ ΧΡΩΣΤΑΣ

Καθρέφτη μου χρωστάς ένα καθάριο βλέμμα.
Μου χρωστάς πλούσια ξανθά μαλλιά.
Ένα κορμί λαμπάδα μου χρωστάς
κι αντίς για χέρια δυο φτερά πετάμενα.

Θυμάσαι πώς χαρά όλος ήσουνα
κι ανεμελιά σα με κοιτούσες;
Πώς έλαμπες ολάκερος σα στέκοσουν εμπρός μου
κι όταν δε μ’ έβλεπες σκοτάδι εγέμιζες λες δεν υπήρχε;;

Καθρέφτη για φορά μια μόνο
Φέρε μπροστά μου πάλι την εικόνα την παλιά.
Παιδάκι γίνε πάλι χαρωπό κι ευτυχισμένο.
Στο μάκρος των ατέρμονων αιώνων.

Και σου υπόσχομαι καλέ μου
Τη νιότη κάνε τη χρυσή την εδική σου
Με αθανασίας πέπλα να μπολιάσω:
Υπόσχομαι καθρέφτη να σε σπάσω.

 ΘΥΜΩΝΤΑΣ

Όπως κάτι λέξεις που με τον καιρό ξεχάστηκαν
και σαν θα τις ακούσουμε μένουμε για λίγο αμίλητοι
θυμώντας έξαφνα όσα πήρανε μαζί τους,
έτσι και Σύ, Ώρα Γεμάτη, τη συνείδηση
με τον αστραπιαίο,τον μοναδικό,
τον απόκοσμο ήχο Σου δονείς.

Και η ακοή μας συνταράζεται,
και φέρνει μες στα δέντρα της ψυχής πουλιά
και σκιόφως, και ανεμοψιθυρίσματα άλλα,
του καιρού που χαμένοι ήμασταν-
τότε που η άγρυπνη ελπίδα και η λίγη μας ευχαρίστηση
χτυπούσαν αδύναμα φτερά
στο δόκανο πιασμένες της ρυτιδιασμένης Σου επιφάνειας-
ανάμεσα σε δυο πτυχές της
που νερό δεν έβρισκαν ν’ αναταχτούν.

 ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

Την αγωνία μου για ν' αποφύγω,
θα πρέπει να τη σκέπτομαι διαρκώς,
για να φυλάγομαι να μη τη σκέφτομαι.

Αυτό σημαίνει πως μαζί μου
να παίρνω πρέπει αυτό που θέλω ν' αποφύγω.
Μέσα στην ίδια τη συνείδηση λοιπόν-μες στη συνείδηση μου-
θα βρίσκονται μαζί και η αγωνία  
για τη φυγή απ' αυτήνε  
προς τους μύθους που καθησυχάζουν.

Δεν πρόκειται λοιπόν να διώξουμε την αγωνία
Από την αγωνία θα ξεφεύγαμε,
αν είχαμε τη χάρη να μπορούμε
να δούμε τον εαυτό μας όχι από μέσα-
όπως τον βλέπουμε-,
αλλ' αν τον συλλαμβάναμε από τα έξω.
Όπως τους άλλους.
Ή
πιο καλά
σαν ένα πράγμα.

 ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
(Λος Άντζελες 1990)

Σκύβοντας πάνω στου Ατλαντικού τα κύματα
Καθώς το πλοίο αρμένιζε σα φέρετρο
Με μας επάνω ζωντανούς-νεκρούς-
Καθώς το πλοίο αρμένιζε σα φέρετρο
Με μας επάνω ζωντανούς-νεκρούς
Σκύβοντας πάνω απ’ του Ατλαντικού τα κύματα
Πέσαμε μέσα.

Όταν μας βγάλανε
Τα νερά
Είχανε τ’ όνομά μας καταπιεί.
Τα νερά
Είχανε τ’ όνομά μας καταφάει
Όταν μας βγάλανε.

Έτσι εδώ φτάσαμε ξένοι.
Δεν ξέραμε ούτε τι είμαστε
Ούτε αν κάποτε
Υπήρξαμε μια υπόσταση παραδεκτή από κάτι άλλο
Έξω από μας.

Απλώσαμε λοιπόν τα δίχτυα στο νερό-ό,που νερό
Και τις παγίδες μας στο χώμα-ό,που χώμα προσιτό
Κι υψώσαμε πολυευαίσθητες ευήκοες αντέννες
Μήπως κι ένα, νεκρό έστω
Σκουλήκι αγκιστρώσουμε ή κάποια μέδουσα,
Ή μήπως πιάσουμε ένα μήνυμα οδύνης-
Κάτι που να μας λέει πως ο καινούργιος μας πλανήτης
Έχει πάνω του ζωή.

Και οι μέρες του καινούργιου κόσμου μας
Και του καινούργιου ήλιου έρχονταν
Έλαμπαν, δοξάζονταν, μεσουρανούσαν
Έφευγαν
Και οι ώρες μέσα τους ατέλειωτες πομπές
Νεκρών αλλοτινών εικόνων.

Στο μεταξύ λατρεύαμε το θεό
Που στην αρχή ήταν μια μεγάλη πέτρα ωοειδής
Ύστερα η φωτιά και τελευταία
Μια μορφή ξανθομαλλούσα ολύμπια και καρτερική.
Έτσι λατρέψαμε πολλούς χειροπιαστούς Θεούς
Και όλοι τους ειν' αλήθεια-ας ειν’ καλά
Μας ανταμείψανε και μας προστάτεψαν.

Μα ούτε οι Θεοί
Ούτε οι αντένες και τα παραγάδια
Μας φέραν κάποιο μήνυμα-κάποιαν αρχή.
Αυτά κενά κι εμείς χαμένοι έξω τους κι εντός τους.
Χαμένοι.
Ατέλεστοι.
Αδίκιωτοι.
Ανύπαρκτοι.

Εκείνα που είχαμε αφήσει πίσω για να φύγουμε
(Να φύγουμε!Από πού;
Να φύγουμε! Για πού;
Να φύγουμε…)
ένα ταίριασμα της φαντασίας ήτανε.
Εκείνα που είχαμε αφήσει πίσω για να φύγουμε
Ένα παιχνίδισμα ήτανε του νου-
ένας χαμός μες στο χαμό.
Ένας μικρός παρήγορος θεός ήταν εκείνα
Που ’χαμε αφήσει πίσω για να φύγουμε.

Έτσι, μετά από χρόνια μη-ύπαρξης
Μετά από χρόνια άγνοιας
μετά από χρόνια δίχως όνομα, συνείδηση και φως,
είμαστε όπως όταν φτάσαμε εδώ.
Και πια καιρός ν' αρχίσουμε το χτίσιμο μονάχοι.
Να βαφτιστούμε εκ νέου-
Ανάδοχοι κι αναδεκτοί εμείς
Δίνοντας ένα όνομα στη νέα μας έκπτυξη-
κι ας είναι ψεύτικο όπως το παλιό-
να κάνουμε  τις  ίδιες πράξεις κάθε  μέρα
έτσι που να φιλιώσουμε με τη συνήθεια
ν’ αρχίσουμε να υφαίνουμε το χρόνο
να μαρμαρώνουμε το "τώρα" των τοπίων…
των αστεριών… της αγωνίας μας…
δένοντας μνήμες για το χάος του αύριο.
Και να φυτέψουμε καρπούς αισχύνης, τιμής,
Αγάπης για την πατρίδα,
Καρπούς ευγένειας,
λύπης για το θάνατο,
Ευγνωμοσύνης,
τρόπων καλής συμπεριφοράς…
Και να φυτέψουμε καρπούς μίσους ζωογόνου
Και καρπούς ανάγκης.
 
Να σπείρουμε ακόμα προϋποθέσεις ταξιδιών ανθρωποκτόνων.
Να φτιάξουμε με λίγα λόγια ό,τ ι
θα μας βοηθήσει να μπορέσουμε να κρατηθούμε…
Να ριζώσουμε…

    ΤΟ ΑΝΘΟΣ

Από τον ουρανό έρχεται τους ευόσμους
δρόμους του αέρα ακολουθώντας
και μιαν ημέρα
της Άνοιξης τον καιρό στολίζει
και ονομάζει
και σ’ αυτόν μέσα υποτάσσεται.

Μέλισσες δρέπουν  
Του συνταιριάσματος αυτού τη γλυκιάν ευτυχία
Σκάβοντας με τις κεραίες τους
Καθώς τύψη σε συνείδηση μέσα.

 
ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΟΠΕΓΧΑΟΥΕΡ

Από τα μικροπράγματα καταλαβαίνουμε καλύτερα τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Γιατί στα μεγάλα είναι πιο προσεκτικός και κρύβεται.
*
Εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν μοίρα, στην ουσία είναι ένα σύνολο ανοησιών που έκαναν.
*
Ο γιατρός βλέπει τον άνθρωπο σε όλη του την αδυναμία. Ο δικηγόρος σε όλη του την κακία. Και ο θεολόγος σε όλη του τη βλακεία.
*
Οι παλιάνθρωποι είναι πάντοτε κοινωνικοί και μάλιστα όταν ένας άνθρωπος έχει μέσα του μια στάλα ευγένεια, δεν βρίσκει μεγάλη ευχαρίστηση στη συντροφιά των άλλων.
*
Κάθε αλήθεια περνάει από τρία στάδια. Πρώτα γελοιοποιείται. Μετά βρίσκει σφοδρή αντίθεση. Και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη.
*
Οι θρησκείες είναι σαν τις πυγολαμπίδες. Για να λάμψουν πρέπει να υπάρχει σκοτάδι.
*
Το ταλέντο πετυχαίνει έναν στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να πετύχει. Η ιδιοφυΐα πετυχαίνει έναν στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να δει.
*
Η όμορφη γυναίκα είναι στολίδι και η καλή θησαυρός.
*
Τιμή είναι η εξωτερική συνείδηση. Συνείδηση είναι η εσωτερική τιμή.
*
Η έγνοια της μετριότητας είναι πώς θα σκοτώσει τον χρόνο. Ο σοφός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτο.
*
Κάθε άνθρωπος θεωρεί τα όρια του δικού του οπτικού πεδίου σαν τα όρια του κόσμου.

*
Η υψηλή νοημοσύνη τείνει να κάνει έναν άνθρωπο αντικοινωνικό.
*
Οι άνθρωποι χρειάζονται κάποια εξωτερική απασχόληση, επειδή είναι αδρανείς εσωτερικά.
*
Η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ πόνου και απελπισίας.
*
Δύο είναι οι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας: πόνος και ανία.
*
Η μη-ύπαρξη μετά τον θάνατο δεν μπορεί να είναι διαφορετική από αυτήν πριν τη γέννηση.
*
Το πρωινό είναι η νεότητα της ημέρας. Είναι χαρούμενο, φρέσκο και εύκολο. Μην το χαραμίζετε ξυπνώντας αργά.
*
Η μεγαλοφυΐα στην καθημερινή ζωή είναι τόσο χρήσιμη όσο ένα αστρονομικό τηλεσκόπιο στο θέατρο.
*
Το μίσος πηγάζει από την καρδιά, η περιφρόνηση, από το κεφάλι.
*
Η ζωή μοιάζει με παιδικό ρούχο – είναι μικρή και χεσμένη.
*
Η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο, όπου παίζεται η ίδια τραγωδία με διαφορετικούς τίτλους.
*
Ο κόσμος είναι μια δική μου ιδέα.
*
Η ζωή είναι άθλιο πράγμα. Αποφάσισα να περάσω τη ζωή μου σκεπτόμενος αυτό ακριβώς.
*
Δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, υπάρχουν όμως αγκάθια χωρίς τριαντάφυλλα.
*
Στη σημερινή μονογαμική μας κοινωνία, γάμος σημαίνει να μειώνεις στο μισό τα δικαιώματά σου και να διπλασιάζεις τις υποχρεώσεις σου.
*
ο βασικό ελάττωμα του γυναικείου χαρακτήρα είναι ότι δεν έχει αίσθημα δικαιοσύνης.
*
Είτε πρόκειται για μουσική είτε για φιλοσοφία είτε για ζωγραφική ή ποίηση, το έργο μιας μεγαλοφυΐας δεν είναι κάτι προς χρήση. Ο χαρακτηρισμός του ανώφελου σημαδεύει τα έργα της μεγαλοφυΐας.
*
Οι πονηροί και ποταποί άνθρωποι είναι πάντα κοινωνικοί. Απεναντίας, το βασικό γνώρισμα ενός ανθρώπου με ευγένεια χαρακτήρα είναι η μηδαμινή ευχαρίστηση που αντλεί από κάθε είδους συναναστροφή.
*
Θέληση μείον νοημοσύνη ισούται με χυδαιότητα.
*
Η ευφυΐα είναι αόρατη για εκείνον που δεν έχει καθόλου.
*
Οι ανώτεροι άνθρωποι είναι όπως οι αετοί που χτίζουν τις φωλιές τους ψηλά, σε απρόσιτα σημεία.
*
Η ισχυρογνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας της θέλησης να υποκαταστήσει δια της βίας τη νοημοσύνη.
*
Η ζωή είναι μια επιχείρηση που δεν καλύπτει τα έξοδά της.
*
Ο κόσμος είναι μια κόλαση όπου οι άνθρωποι είναι, από τη μία, οι βασανισμένες ψυχές και, από την άλλη, οι διάβολοι.
*
Όταν διαβάζεις είναι σαν να σκέφτεσαι με το κεφάλι κάποιου άλλου αντί με το δικό σου.
*
Με τα γνωμικά επιδεικνύει κανείς την παιδεία του θυσιάζοντας την πρωτοτυπία του.
*
Οι αλχημιστές ψάχνοντας για χρυσάφι ανακάλυψαν πολλά άλλα πράγματα μεγαλύτερης αξίας.
*
Η θρησκεία είναι λαϊκή μεταφυσική.
*
Η Κλειώ, η μούσα της ιστορίας, είναι βαριά μολυσμένη από ψέματα, όπως μια πόρνη του πεζοδρομίου από σύφιλη.
*
Μόνο η αλλαγή είναι αιώνια, διαρκής, αθάνατη.
*
Τα ζώα δεν έχουν ούτε άγχος ούτε ελπίδα, επειδή η συνείδησή τους περιορίζεται στο προκείμενο και, άρα, στην παρούσα μόνο στιγμή. Τα ζώα είναι η ενσάρκωση του παρόντος.
*
Ο γάμος είναι σαν να βάζεις με δεμένα τα μάτια το χέρι σου σε ένα σακί με φίδια με την ελπίδα ότι θα πιάσεις ένα χέλι.
*
Είναι δύσκολο να βρούμε την ευτυχία μέσα μας, αλλά είναι αδύνατο να τη βρούμε οπουδήποτε αλλού.
*
Η αίσθηση του χιούμορ είναι η μοναδική θεϊκή ιδιότητα του ανθρώπου.
*
Να αντιμετωπίζεις ένα έργο τέχνης όπως έναν πρίγκιπα: περίμενε να σου μιλήσει πρώτο.
*
Ελπίδα είναι η σύγχυση ανάμεσα στην επιθυμία για κάτι και την πιθανότητα να συμβεί.

 ΣΤΟΝ ΤΑΣΟ ΑΠΟ ΤΗ ΒΛΑΧΕΡΝΑ
ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ
(Λος Άντζελες 1987, Σίμι Βάλεϊ)

Αφού γυρίζοντας η γη
Τριγύρω από τον ήλιο
Απ' τ' άσπρο γάλα στο ξανθό
Μας οδηγεί το τίλιο,

Εφτασε Τάσο και για σε
Η ώρα η μεγάλη
Μες στων εβδομηντάρηδων
Το ράφι να σε βάλει.

Αλλά θαρρώ τα μπέρδεψε
Μς σε λιγάκι ο Χρόνος
Και όσο κι αν επίμονα
Το διαλαλεί κι εντόνως,

Εβδομηντάρης Τάσο μου
Σημερα δε θα γίνεις:
Μόνο για δεύτερη φορά
Τα τριανταπέντε κλείνεις.

Μα είτε ειν’ έτσι είτε ειν’ αλλιώς
Τίποτα δεν αλλάζει-
Το γεγονός για γιορτασμό
Και για ευχές φωνάζει.  

Γι αυτό κι αντίς γι άλλο εγώ
Σου κάνω παραχρήμα-
Δώρο φιλίας ακριβό
Ετούτο εδώ το ποίημα.

Αλλά κι οι φίλοι όλοι εδώ
Που τόσο σ' αγαπούνε
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ από της καρδιάς
Τα βάθη θα σου πούνε.

Και όλοι τους-κι εγώ μαζί
Ζωηρά και με καμάρι
Τα θούρια θα ψάλλουμε
Τ’ αντάρτικα του Αρη-

Με σιγανή όμως φωνή
Μν μας ακούσει ο Κλίντον-
Που γνώμη άλλη έχει γι αυτά
Κατά το μάλλον και ήττον,

Γιατί για μας τότε αυτός
Τόσο θα είχε άχτι
Που αμέσως θα μας έκανε
Με μια του βόμβα στάχτη.
 
Και για να μη σε θόρυβους
Βομβών και στάχτες μείνεις
Μετά θα μπούμε στη γραμμή
Για μια Πορεία Ειρήνης.

Κι απέ γεμάτο λεβεντιά
θα πιάσουμε τραγούδι
Αγνό σαν άστρι τ’ ουρανού
Και σαν του αγρού λουλούδι,

Για να σε πάμε στον καιρό
Που άφησες τη Βλαχέρνα
Για να βρεθείς στην Αμερκή
Την πλούσια και μοντέρνα.

Κι όλα θα σου θυμίσουμε
Τα ωραία της ζωής σου:
Την Αθηνά, τις κόρες σου,
Και τη χρυσή ψυχή σου.

(Ομως εδώ κι αν ήρθαμε
Μαζί σου να χαρούμε
Και μία λύπη απρόσμενη
Μας κάνει και πονούμε.

Μια λύπη που βαρύθυμη
Του' τη χαρά μας κάνει:
Η λύπη που δεν έχουμε
Απόψε εδώ το Γιάννη.

Ευχόμαστε ολόψυχα
Του χρόνου τέτοια μέρα
Με τη βοήθεια του θεού
Νάναι κι αυτός 'δω πέρα).

Λοιπόν και γι άλλη μια φορά
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ Αναστάση
Κι η χάρη σου τις εκατό
Χρονιές να τις περάσει.

Και νάσαι 'δω καθημερνά
Για να τα συζητάμε,
Να λύνουμε προβλήματα,
Αλλά και να γεννάμε,

Για νάχουμε να κάνουμε
Κάτι σ’αυτή τη χώρα
Που χρόνος κάθε είναι λεφτό
Κι αιώνας κάθε ώρα.

 Ο ΕΡΩΣ
(από τα μαθητικά)

Ο έρως ο αγνός-τι ουτοπία!
Να πάρεις μιαν ιδέα του αν θες
στα παλιωμένα ψάξε τα βιβλία-
μην ψάξεις μες στο σήμερα-ψάξε στο χτες.

Ρωμαίοι πια δε ζούνε κι οι
Ιουλιέττες
μι ανάμνηση εγίνανε θολή
της φούστας τους κοιτάζουνε
τις πιέτες
απ' τη δική σου αγάπη πιο πολύ.


Περάσαν οι καιροί που κάποια
λέξη
επλήθαινε τους χτύπους της
καρδιάς
και δάκρυ έχει στα μάτια μας να
τρέξει
αφότου μας μαλώνανε-παιδιά.

Περάσαν οι αγάπες, Τώρα πόθοι.
Στους δρόμους, στα σοκάκια, στις
αυλές
αγνή αγάπη πια κανείς δε νιώθει
κι ο έρως έχει γίνει να τον κλαις.

Μοντέρνα εποχή. Έτσι τη λένε.
Κι αλήθεια, αφού το λεν τόσοι
πολλοί
κι αφού τη ζουν, τη βλέπουν και
δεν κλαίνε
να κλάψω μόνο εγώ δεν ωφελεί.

Μοντέρνα εποχή-ναι-η εποχή
τους
μοντέρνα κι η δικιά μου εποχή
μα αν έγινε μοντέρνα η ψυχή
τους
δεν έγινε η δική μου η ψυχή.

Απόδειξη πως έχω αγαπήσει
μ' αγάπη σαν και κείνη την παλιά
αγάπη που την έχουν
τραγουδήσει
τα πρώτα του παράδεισου
πουλιά.

Μια μέρα απ' την αγάπη θα
πεθάνω.
Εκείνη δε θα δώσει σημασία.
Μα γράψτε εις τον τάφο μου
επάνω:
"Ο έρως ο αγνός-τι ουτοπία!"

 ΧΤΕΣ ΣΤΗ
(από τα μαθητικά)

Χτες στη νύχτα την όμορφη τη γαλήνη γεμάτη
εν' αστέρι ολόλαμπρο μου τραβούσε το μάτι.
Κάτι μέσα στη λάμψη του μου εθύμιζε εσένα
και τις μέρες που ζούσαμε πριν να φύγεις στα ξένα.
Και τις νύχτες μου θύμιζε που μαζί καθισμένοι
τ' αστεράκια μετρούσαμε με χαρά μεθυσμένοι.

 ΓΕΜΑΤΟΣ ΜΕ
(από τα μαθητικά)

Γεμάτος με θλίψη
και άλλα πολλά
σου γράφω τραγούδια
και άλλα πολλά.
Μου έχεις σηκώσει
εσύ τα μυαλά
μου έχεις σηκώσει
και άλλα πολλά.
Σε έχασα κι όλα
τα βλέπω θολά-
τα τούβλα, τα βώδια
και άλλα πολλά.
Αν ήσουν κοντά μου
θα ήταν καλά'
θα κάναμε τρέλες
και άλλα πολλά.
Θα σου 'γραφα ακόμα
και άλλα πολλά
μα έχω μελέτη
και άλλα πολλά.
Και τώρα σ' αφήνω
με μάτια θολά,
γκαβά, δακρυσμένα
και άλλα πολλά.

 ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ
(από τα μαθητικά)

Φωτιά και ήλιος και βροχή
και σκόρπια μεγαλεία
όλα μαζεύτηκαν θαμπά
στην άδεια παραλία
και χαιρετούν τα όνειρα
που φεύγουνε στα ξένα
και κλαιν απαρηγόρητα
και κλαίνε λυπημένα.

Μα και να κλαιν δεν ωφελεί
εκείνα δεν ακούνε
σ' άλλες στεριές, σ' άλλα νησιά
σ' άλλες βροχές θα βγούνε.

 ΦΩΝΕΣ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΕΣ
(από τα μαθητικά)

Φωνές κουρασμένες
μιλούν στο σκοτάδι
που έρχονται λες
απ' τα βάθη του Άδη.
Φαντάσματα μαύρα
με έχουν κυκλώσει
πουλιά έχουν μαύρες
φτερούγες απλώσει
κι η νύχτα τραβάει
σε μάκρος αιώνιο
τρελής φαντασίας
φρικτό πανδαιμόνιο.
Και όλο πυκνώνουν
τα μαύρα τα σκότη
της νύχτας η σκέψη
και σκέψη μου πρώτη.

To χέρι μου αγγίζει
κορμιά σαπισμένα
που ξέρω πως ήρθαν
μονάχα για μένα.
Ελπίδα να φύγω
καμιά δε μου μένει
Μαζί τους θα μείνω
στον κρύον αγέρα
η νύχτα ως να φύγει
και να 'ρθει η μέρα.

Μα μέρα δε βλέπω
τι τρόμος-τι φρίκη
τι σκότος βαθύ
και να 'χει η ελπίδα
για πάντα χαθεί...

 ΜΕ ΛΥΓΙΣΕ
(από τα μαθητικά)

Με λύγισε το βάρος που
ετόλμησα
στ' αδύναμά μου χέρια να
σηκώσω.
Με λύγισε' κατάλαβα το λάθος
μου
μα είναι πια αργά να μετανιώσω.
Με λύγισε...μα σκέπτομαι πως
πρόσθεσα
στις τόσες μου τις γνώσεις άλλη
μία:
μην πιάνεσαι μ’ αυτά που θΈλουν
δύναμη
αν νιώθεις τόση δα αδυναμία.

 ΟΤΑΝ ΣΤΟ
(από τα μαθητικά)

Όταν στο θόλο τ' ουρανού
φανούν τα πρώτα νέφη
και της αγάπης μας χαθεί
τ’ ολόδροσο το κέφι
τότε καλλίτερα θαρρώ
πως θα 'ναι να χωρίσουμε
και ο καθένας χωριστά
νέα ζωή ν' αρχίσουμε.

 ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΑ
(από τα μαθητικά)

Στη στράτα την απόμερη-στην άκρη του χωριού
το μνήμα δεκοχτάχρονου εστήθη αγοριού.
Δεν το ευλόγησε παπάς, δεν το 'κλαψε μητέρα
η νύχτα δεν το πόνεσε δε δάκρυσεν η μέρα.
To δεντρο πάνω στο βουνό δεν έχυσε ένα δάκρυ
και δε θολώσαν τα νερά στου πέλαγου τα μάκρη.
Δεν εκλαψε το σύννεφο-δεν έκλαψε το κύμα
δάκρυ δεν έχυσε άνθρωπος επάνω από το μνήμα.
Βοσκόπουλο που έβοσκε τ' αρνιά-ποιος το θυμάται
τι κι αν επέθανε-κι αν ζει τι τάχα κι αν κοιμάται.
To αφεντικό του πλήρωσε άλλον βοσκό' τ' αρνάκια
άλλον αφέντη έκαναν κι άλλον τα κατσικάκια.

Όμως επάνω στο ξερό της μαύρης γης το χώμα
στην τρύπα που δεν έκλεισε καλά καλά ακόμα
όποια κι αν τύχει να διαβείς μέρας ή νύχτας ώρα
θα δεις στον τάφο να θρηνεί μια κόρη μαυροφόρα.
Ω! Προσπεράστε! Τι θα πει... τ' ήταν για σας τ' αγόρι;
Τι κι αν επέθανε; Κι αν ζει; Τι τάχα κι αν κοιμάται;
Μια μαυροφόρα κοπελιά που κλαίει τον καλό της-
δικός της ήταν κι ο καλός κι ο θάνατος δικός της.

 Η ΜΕΡΑ
(από τα μαθητικά)

Η μέρα αργοκύλησε κι η νύχτα αρχινά
γεμάτη πόνο, μοναξιά, σαν πίσσα αναλιωμένη
με ουρανό που προμηνά ναυάγια και φουρτούνες.
Τα ζώα ετρομάξανε και τρέμουν τα κλαδιά
και μόνη μέσα στη νυχτιά καμμια ψυχή δε μένει'
κι ακούς πιο κει αριά αριά να κρώζουν οι κουρούνες.

Νύχτα που κάνει σαν τρελή να πάλλεται η καρδιά σου΄
νύχτα που κάνει στεναγμό τον πιο πικρό σου πόνο
και την ψυχή κάνει βαριά και το μυαλό θολώνει.

Όμως εμένα θα με δεις-
τι τρέλα αληθινά-
να περπατώ στην ερημιά
παντέρημο και μόνο
και να ζητώ στη σκοτεινιά
εν' ανθισμένον κλώνο…

 ΕΣΤΟΛΙΖΟΝ ΤΟΝ
(από τα μαθητικά)

Εστόλιζον τον τάφον του ρόδων
σκιαί
που εις πλησίον μνήμα
εφύτρωνον.

Αυτό πολύ του εκακοφαίνετο
διότι ήλπιζεν ο θάνατος πως εξισώνει
και πως αφότου σφραγισθούν τα
χείλη
ουκ ένι πλέον δούλος ουδ'
ελεύθερος,
άρσεν και θήλυ.

Κι αν άρσεν δε τον πείραζε να
παραμείνει
Όμως τον επηρέαζεν η διαφορά
εκείνη:
δε θα μπορούσε άραγε εις αυτού
τον τάφον να ανθούν τα ρόδα;

Μα δεν βαριέσαι
δεν άλλαξε εις ολόκληρον ζωήν-
στον θάνατον θα άλλαζεν η
μόδα;

 ΘΕΑΤΡΟ. ΑΝΟΙΓΕΙ
(από τα μαθητικά)

Θέατρο. Ανοίγει η αυλαία. Ησυχία.
To πλήθος μένει άφωνο. Βουβό.
Σωπαίνει.
Κι η πρώτη πράξη στη σκηνή
ανεβαίνει.
"Και τ' ήτανε παππού;" "Τι άλλο-
η γνωριμία,"

Η πρώτη πράξη τέλειωσε. Στο
πλήθος ηρεμία.
Μα να η αυλαία πάλι ανεβαίνει
κι η δεύτερη η πράξη τώρα
βγαίνει.
"Και τ' ήτανε παππού;" "Τι άλλο-
η ευτυχία"

Κλείνει τα μάτια ο παππούς κι
αποξεχνιέται
κι ας βλέπει ο εγγονός το δάκρυ
που από του γέρικου ματιού
κυλάει την άκρη-
είναι σκληρή η νιότη-δεν
κρατιέται.

Γιατί σταμάτησε ο παππούς να
διηγιέται;
Η σκέψη του σε ποια πλανιέται
μάκρη;
Με του ξυλένιου του σπαθιού
την άκρη
τονε τσιμπά κι ο γέροντας
πετιέται.

To 'να με τ' άλλο του 'χει δέσει
τα σκαρπίνια'
να περπατήσει ο γέρος δεν
μπορεί'
πέφτει' σκυφτός στην πόρτα
προχωρεί
να φύγει απ' του μικρού τη
γκρίνια.

Τι 'ταν κι αυτή που τονε βρήκε
γκίνια-
τώρα ένα ψέμα θα 'πρεπε να
βρει
γιατ' η αλήθεια για το νιο θα 'ταν
πικρή:
η τρίτη πράξη γράφτηκε κρυφά-
στα παρασκήνια.

 ΔΥΟ ΠΟΤΗΡΙΑ.
(από τα μαθητικά)

Δυο ποτήρια.
Τέσσερα.
Μια ελιά.
Όλα καλά.
Η κλήρωση.
To δώρο.
Παρέες.
Τραγούδι.
 Όλα καλά.
Η ώρα που περνά.
Τα σκιστά μάτια σου.
Ένα βλέμμα τους.
Όλα καλά..
"Να φύγουμε"
Ο λογαριασμός.
To παλτό σου,
Τα πουλόβερ των παιδιών.
Η ζακέτα σου.
Πράσινη.
Ηδονική.
Και τελευταίο οι κνήμες σου.
Πρώτο.
Τελευταίο.
Οι κνήμες σου.
To όνειρο.
To θαύμα.


Ο πόθος μου.
Η ηδονή του.

Όλα καλά.
Αντίο.

 ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ
(από τα μαθητικά)

Κάποτε θα 'ρθει κι ας αργεί
του λυτρωμού η ώρα.
Ίσως και αύριο να 'ρθει'
ίσως να 'ρθεί και τώρα.

Μην ψάξεις ίσως να τη βρεις-
είναι καλά κρυμμένη'
και θα 'ρθει μόνη της-αρκεί
κανείς να περιμένει.

ίσως να 'ρθεί σα μιαν αυγή'
ίσως σαν άγρια μπόρα.
Ίσως σαν ήλιος' σα βροχή' σαν
αύρα μυροφόρα.

Μα όπως να 'ρθει-θα το δεις-θα
'ναι στο φως λουσμένη,
Θα 'ρθεί-θα 'ρθεί του λυτρωμού
η ώρα η βλογημένη.

 ΤΟ ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΝ
(από τα μαθητικά)

To φιλάργυρον κοινόν ας
ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσε η κωμωδία
αυτή.

Στο κάτω κάτω αν δεν εγέλασαν
ο συγγραφεύς ουδόλως εις
τούτο πταίει'
όλας τα δυνάμεις του έβαλεν
αυτός
δια να δημιουργηθούν διάλογοι
νέοι.

To φιλάργυρον κοινόν ας
ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσε η κωμωδία
αυτή.

 ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΟΣ ΕΚ
(από τα μαθητικά)

Απομονωμένος εκ των πάντων
και πάντοτε μετ' αισιοδοξίας
προσβλέπων
εις την μόνωσίν του
ως πιστός εις τον θεόν του,
αναμένει την λύτρωσιν
μακράν των ανθρώπων,
και ψέγει τους κοσμικούς
που διάγουν την ζωήν των
διασκεδάζοντες.

Ως πότε όμως;
Θα έρθει ημέρα
που την ζωήν θ' αποζητήσει
των κοσμικών.
Και πως εκείνοι θα τον δεχθούν
που τώρα ασυλλόγιστα
τους λοιδωρεί;

 ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
(από τα μαθητικά)

Και σήμερα
το ημερολόγιόν μου παραίτησα
ανάνοικτον να κείτεται εις το
συρτάρι
και στίχους πολλούς έγραφα
τα κακά όνειρα αψηφώντας.
Και σήμερα
την ποίησιν επροτίμησα
από την ζωήν

 ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ
(από τα μαθητικά)

Δεν είχαμε πόδια, όμως
εβαδίζαμεν.
Δεν είχαμε πυξίδα όμως δεν
εχάθημεν.
Δεν είχαμεν ελπίδα όμως
επιβιώσαμε.
Δεν είχαμε μάτια, όμως βλέπαμε.

Μα πώς ολ' αυτά; οι πολλοί θα ρωτήσουν.

Μόνο Συ δεν απορείς
διότι γνωρίζεις ότι όλα αυτά
δεν ήσαν παρά μια διανόησις μιμήσεώς σου:
δεν είχες φτερά όμως πετούσες.

 ΤΟ ΧΩΜΑ
(από τα μαθητικά)

To χώμα ρίξαν
ψάλαν τις ευχές
και αποσύρθηκαν.

Αυτό ανέμενε κι εκείνος-την
τελευταίαν
με τους ανθρώπους επαφήν.

Βέβαια θα 'ρχονταν κάποτε δυο χέρια
στο χώμα πάνω ν' αποθέσουν
τριαντάφυλλα'
μ' αυτό δεν είναι
-δεν μπορείς να το καλέσεις
επαφήν.

Τώρα μόνος ήτο'
τριγύρω, πάνω, κάτω, χώμα.
Μα το χώμα δε μιλά.
Κι αυτό ήταν όλο ό,τι επόθησε
σαν έλεγε πως ζούσε.
Γιατί, όσον παράξενον το πεις
γι αυτόνε τώρα άρχιζε η ζωή.

 ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΟΠΙΣΘΕΝ
(από τα μαθητικά)

Κρυμμένος όπισθεν θάμνου
κρυφίως τας περιπτύξεις των παρηκολούθει.
Πολλοί αυτό θα το εκάλουν
ασέλγειαν.
Όμως δεν ήτο.
Κάθε μεταξύ των άγγιγμα
μέθη δι αυτούς αν ήτο-στιγμιαία
έστω-
δι εκείνον ήτο πόνος και οδύνη
επειδή καλώς εγνώριζε
ότι ματαιοπονούν.
Τοιουτοτρόπως δεν έρχεται η λήθη.
Μάλλον απωθείται.

 ΑΛΗΘΩΣ Η ΗΜΕΡΑ
(από τα μαθητικά)

Αληθώς η ημέρα ήτο ωραιοτάτη.
Ο ήλιος
όπως σπανίως εμφανίζεται
ενεφανίσθη
και αν επρόσεχε κανείς
σαν κάτι νέον να υπισχνείτο.

Και εις εμέ τουλάχιστον τίποτε δεν συνέβη.
Όμως τα μάτια μου
κάτι σα μία διανόησιν αποκρύψεως συνέλαβον
και τα αυτιά μου σαν κάποια χαμόγελα γύρωθεν συνέλεξαν.

Ίσως αυτό να ήτο το υπεσχεμένο
νέον
ή πάλιν να ήτο
μόνη η υποψία του.

 Η ΑΙΩΝΙΑ
(από τα μαθητικά)

Η αιωνία θύρα αιωνίως κλειστή
θα μένει
δια τον υιόν του μπακάλη μας
του Κλεομένη
που για να παίξει στα χαρτιά
αφήρεσεν από το ταμείον ένα
ποσόν-
όχι ένα χιλιόδραχμον πάντως
πάνω από μισόν.

Όμως όσον και αν το
χαρτοπαίζειν του ήρεσεν
δεν συγχωρείται ευκόλως
μία τοιαύτη κλοπή
και μάλιστα εις βάρος του
πατρός του.

Αν χρήματα ήθελε-
αν και αυτό είναι ντροπή-
και πουθενά αλλού δεν ηδύνατο
να έβρει
ας έβρισκε μίαν τράπουλαν να
μάθει
μονάχος του εις τα χαρτιά να
κλέβει.

 ΗΠΕΙΛΗΘΗ ΣΥΡΡΑΞΙΣ
(από τα μαθητικά)

Ηπειλήθη σύρραξις εις το
εργοστάσιον.
Θα έθετον πυρ εις το
μηχανοστάσιον
αν κάποιος δεν ευρίσκετο να
τους ειπεί "θα γίνει!"
Αυτό το τέλος ήτο της βοής.
Δι εν έτος θα διαρκέσει η υπόσχεσις.
Και τότε κάποιος άλλος θα βρεθεί
που νέαν υπόσχεσιν θα δώσει
ηχηροτέραν ίσως
της παλαιάς.

 Ο  ΗΝΙΟΧΟΣ  ΤΩΝ  ΔΕΛΦΩΝ

Πάει ο Πολύζαλος και τ'  άλογο.
Πάει και τ'  άρμα.
Οι Φαιδριάδες τ'  αφανίσανε.

Μας έμεινε ο ονειρικός Ηνίοχος
με τα σκεπτόμενα μάτια
μεσόκληρος δυο εποχών
γαλήνια ακίνητος μετά από τον αγώνα
θριαμβευτής
να οδηγεί αόρατο ένα άρμα.

Ίσως την Τέχνη παραπέρα.

                               ΑΓΑΠΗ

«Τ ειν’ η ζωή;» ερώτησα το βιαστικό αγέρι.
«Εγώ όλο τρέχω-εγώ φυσώ, εγώ περνάω μόνο,
 ρημάζω, καίω, καίγομαι, γκρεμίζω, ξεριζώνω,
και τα πετούμενα κρατώ μες στ’ απαλό μου χέρι.»

Ερώτησα τη θάλασσα τ’ είν' η ζωή να μάθω.
«Εγώ τα γοργοτάξιδα καράβια σου βυθίζω,
εγώ ανταριάζω και χτυπώ, θυμώνω και αφρίζω
και το νερό ζυμώνοντας ψάρια και φύκια πλάθω.»

Στο χώμα που στη ράχη του όλα γερά κρατάει
στράφηκα και απόκριση ζητώ στο ρώτημά μου.
"Η απόκριση δε βρίσκεται στα χείλη τα δικά μου
μα ρώτησε τον πλάστη μας που όλα τ’ απαντάει."

Και στράφηκα τριγύρω μου: «Όπου κι αν είσαι πες μου
Πλάστη, τι είναι η ζωή που όρισες να ζήσω;
Δώσε μου τηγ απάντηση που μόνος μου δε βρίσκω
και που κρατάει μέσα της τις χάρες τις κρυφές μου".

Αμέσως κάθε θόρυβος, κάθε φωνή εστάθη.
Και στη σιωπή που άφησε το τέλος της μιλιάς μου
μού αποκριθήκαν απαλά οι χτύποι της καρδιάς μου:
«Αγάπη είναι η ζωή… Αγάπη... Αγάπη... Αγάπη...»

 ΟΥΤΕ ΑΥΤΟ

Ισορροπεί σαν ακροβάτης χρόνια τώρα
πάνω στο σχοινί,ανάμεσα ζωής και θανάτου,
τη βέργα του ζυγιάζοντας-
’πιδέξια,μιας και’κει πάνω ακόμα βρίσκεται.

Να κυττάξει κάτω δε γίνονταν χωρίς
τον κίνδυνο να πέσει.Μόνο τώρα,που
καλός ισορροπιστής ένιωσε,έσκυψε κι είδε:
ούτε ζωή ούτε θάνατος.

Τώρα περπατεί στο τεντωμένο σχοινί πάνω,
σαν σε πλατεία στέρια και συμπαγή,
χωρίς την άσκοπη,οδυνηρή
φροντίδα αποφυγής της πτώσης.

Κι έτσι θα σεργιανίζει πέρα δώθε
απ’ του σκοινιού τη μια άκρη ως την άλλη,
ώσπου να δει
πως ούτε αυτό υπάρχει.

   ΠΕΡΙΠΟΥ  ΣΤΙΣ  ΕΞΗ

Περίφροντις ασθμαίνεις αμυνομένη.
Ανάκλασις κατόπτρων ερυθρών αι ζέουσαι εναντιώσεις σου.
κάθε πρωί η ημέρα σε ένα εμβρόντητο πανέρι σε αποθέτει
και σε περιφέρει ανέκφραστον και ηδείαν.
Θάμβος και ίλιγγος σε διαπερνούν δι ολίγον
όταν με τα γυμνά ξίφη μας διασταυρούσαι.
τα όρη ανατείνονται τανύοντα τα υπόγεια πόδια των
και σε φιλούν διερχομένην. Εσύ τότε γελάς.

Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχεις.
Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα σε ραίνουν
εξ ου η δρόσος της φωνής σου
εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους
που από τ'  ακροδάχτυλα των κάτω άκρων σου αναβλύζοντα
ξεδιψούν την απελπισία μας.

Ανάρμοστη κίνησις δεν υπάρχει στο πλησίασμά σου.
Αρμονικά όλα τα ιστία σου δένουν.
Η θάλασσα τη γαλήνη σου εκφράζει κοπάζουσα.
Δεν είσαι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος, μα και το στήριγμά της.

Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων
τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα,
το άνοιγμα των χεριών σου μιμούνται όταν
το μέγεθος του αλιεύματός σου ελαστική περιγράφεις
(πάραυτα τα αλιεύματα μεγεθύνονται υπερβάλλοντα την κατάδειξιν)`
και αυτό το γνωρίζεις, αλλά προσποιείσαι εσωστρεφή απορίαν.

Η συντροφιά διαλύεται περίπου στις έξη,
Στις εφτά όλοι σχεδόν έχουν κοιμηθεί.
Ιδίως όσοι αύριο έχουν δουλειά.
Αγρυπνώσα τους παραστέκεις.

 Ο ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ

Οι κινήσεις του ζωηρές
λίγο υπερβολικά κοφτές
λίγο υπερβολικά γοργές.
Τα μάτια του εκφράζουν μια
λίγο υπερβολική φροντίδα
για την παραγγελία του πελάτη.

Φέρει τον δίσκο με τόλμη σχοινοβάτη
κρατώντας τον σε μια ισορροπία αδιάκοπα ασταθή.

Αμφιβολία δε χωρεί: ο σερβιτόρος μας παίζει.

Τι παίζει όμως;
Δεν χρειάζεται πολύ να τον προσέξουμε
για να το δούμε.
Ο σερβιτόρος μας παίζει
κάνοντας πως είναι σερβιτόρος.

 ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Αν η συνείδηση μπορούσε στον κόσμο ν' αναβλύζει,
πριν αποκτήσει ένα παρελθόν,
τότε το παρελθόν μας θα μας παρουσιάζονταν
περιγραμμένο από ένα ξεκάθαρο
και χωρίς ανωμαλίες όριο,
σαν χωράφι
που αυλακιές το ορίζουν επιτακτικές.

Μα η συνείδηση πάει κάτω και βαθιά,
 και μέσα σε μια προοδευτική χάνεται συσκότιση,
που ως τα σκοτάδια φτάνει   
που κι αυτά ο εαυτός μας είναι.

Και συλλογιόμαστε πράγματα άσκοπα,
και το αδύνατο γυρεύουμε, γιατί η συνείδηση
θα μπορούσε να εμφανιστεί στον εαυτό της
μόνο σαν να 'ταν ήδη γεννημένη.

 ΓΥΝΑΙΚΑ


Απ’ τη στιγμή που βάθυνε η ανάρηχη ματιά σου
απ’ τη στιγμή το παιδικό που έπαψε τραγούδι
απ’ τη στιγμή που πλάτυνε-που θέριεψε η άγνοιά σου
απ’ τη στιγμή που ξάνθινε το βελουδένιο χνούδι,

απ' τη στιγμή που αρώτητα δηλώνεις: "έχω φίλο!"
ενώ ουτ’ ανάσασμα αντρικό δε σ’ έχει ακόμα αγγίξει
απ’ τη στιγμή που τον Αδάμ ταυτίζεις με το μήλο,
το φόβο με το σκίρτημα, τον πόθο με την πλήξη,

απ’ τη στιγμή που όταν κανείς τ’ ωραίο σου κορμάκι
κοιτάξει μ’ ένα νόημα ως τότε άγνωστό σου
εσύ μετέωρη στέκεσαι κι αμήχανη λιγάκι
πριν όλο ανίσχυρο θυμό κλειστείς στο δωμάτιό σου,

απ’ τη στιγμή που έξαφνα το σπίτι μεγαλώνει
κι η μάνα είναι βαρετή και ξένος ο πατέρας
απ’ τη στιγμή που θα σκεφτείς το στήθος που αβγαταίνει
ότι δεν είναι κτήμα σου μα της αγάπης γέρας,

απ’ τη στιγμή που προσμετράς γυμνή τα θέλγητρά σου
κι ενώ είναι είκοσι εσύ τα βρίσκεις μόνο δέκα,
αντίο τότε πες μικρή σ’ όλα τα παιδικά σου
και σ’ όλη την αξία σου: πια έγινες γυναίκα.

 ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ

Εκείνο το πρωί ξύπνησα στις πέντε. Και ήξερα πως δε θα ξανακοιμόμουν, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχα πέσει για ύπνο νωρίς. Αλλά και για έναν ακόμα λόγο. Γιατί η σκέψη μου πήγε αμέσως στο θέμα που απασχολούσε τη μικρή μας πόλη για εδώ κι ένα μήνα τώρα. Και τέτοια θέματα τραβάνε σαν μαγνήτης τη σκέψη.
To θέμα ήτανε η δολοφονία του γερο-Πέτρου.
Ο γερο-Πέτρος, ένας εβδομηνταπεντάχρονος
ανήμπορος γέρος, έμενε με μια μακρινή ανεψιά του που
τόνε φρόντιζε.
Ο γέρος βρέθηκε μια μέρα νεκρός από την ανεψιά του, μ' ένα μαχαίρι στο στήθος του, όταν αυτή είχε γυρίσει από μιαν επίσκεψη που είχε κάνει στο σπίτι του αδερφού της.
To σπίτι του γερο-Πέτρου ήτανε μόλις εκατό μέτρα από το δικό μου, στον ίδιο απόκεντρο δρόμο, ένα δρόμο από κείνους τους δρόμους των επαρχιακών πόλεων που θα θεωρούνταν περιττή πολυτέλεια αν φωτίζονταν τις νύχτες.
Οι φήμες έλεγαν πως ο γέρος είχε πολλά λεφτά και πως αυτή ήταν η αιτία της δολοφονίας του, μιας και τα λεφτά δεν βρέθηκαν στο σπίτι του όπου ήταν γνωστό σε όλους ότι τα φύλαγε.
Στην κηδεία του πήγαν όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του, πολλοί δηλαδή άνθρωποι, που εκτός από τη λύπη τους για το θάνατό του, είχαν την ευκαιρία να κουτσομπολέψουν και λίγο σχετικά με τα πιθανά αίτια της δολοφονίας και τις λεπτομέρειες του φόνου. Ο παπάς, αν και ο μακαρίτης δεν πατούσε στην εκκλησία παρά μόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, έκανε μια ολοκληρωμένη κηδεία, χωρίς να περάσει καμία ευχή αδιάβαστη και χωρίς να παραλείψει κανένα μακαρισμό. Ίσως επειδή ήξερε ότι θα καλοπληρωνόταν από τα ανήψια του μακαρίτη.
Γιατί ο αδερφός της Κάτιας ήταν ο δάσκαλος του μοναδικού μας σχολείου, και μάλιστα έχαιρε της άκρας εκτιμήσεως γονέων και μαθητών, αλλά και όλης της κοινωνίας της πόλης μας.
Ούτε όμως η καλή κηδεία δεν μπόρεσε να σιγάσει τις συζητήσεις που είχαν ανάψει σχετικά με τον φόνο και η σιωπή, έμεινε στην περίπτωση αυτή βαθιά κλεισμένη στον τάφο μαζί με τον νεκρό, αφήνοντας όλον τo θόρυβο να συνεχίσει την τρελή κούρσα του έξω από αυτόν, ανάμεσα και μέσα στα σπίτια, στους δρόμους και στο καταστήματα της πόλης μας.
Γιατί η πόλη είχε αναστατωθεί και όλοι μόνο γι αυτό μιλούσαν.
Όχι τόσο γιατί χάθηκε ένας γέρος έστω άνθρωπος, αλλά επειδή είχε δολοφονηθεί. Και περισσότερο επειδή ακόμα απόλυτο σκοτάδι κάλυπτε τις έρευνες για το φόνο, κάτι που πυροδοτούσε πιθανότητες από τις πιο λογικοφανείς μέχρι τις πιο παράδοξες και ανυπόστατες.
Η αστυνομία, αν και η Κάτια ήταν υπεράνω κάθε υποψίας και αν και, όπως όλοι ήξεραν υπεραγαπούσε τον μακαρίτη, δεν παρέλειψε να ανακρίνει και αυτήν. Για λόγους τυπικούς, όπως έγραψε και η μοναδική εφημερίδα της πόλης, γιατί κανενός η σκέψη δεν πήγε ούτε για μια στιγμή ότι η Κάτια θα μπορούσε να έχει την παραμικρή σχέση με το φόνο.
Και το ίδιο ίσχυε και για τον αδερφό της και ανεψιό του γερο-Πέτρου.
Τα ίδια θα έλεγα κι εγώ και για τους δυο τους αν με ρωτούσε κανείς. Σαν ο μόνος γιατρός της πόλης, είχα γνωρίσει και τους δυο και τίποτε το κακό ή το εγκληματικό δεν είχα διαπιστώσει στους χαρακτήρες τους, που να μπορούσε να οδηγήσει τη σκέψη μου στην υποψία όχι μόνο διάπραξης φόνου, αλλά και οποιασδήποτε συμμετοχής τους σε κάτι τέτοιο. To μόνο που ήξερα καλά, ήτανε ότι η Κάτια, εκτός από σεμνή και υπεράνω πάσης υποψίας, ήτανε και πολύ όμορφη. Αυτά θα έλεγα, αν και το τελευταίο ίσως δεν ενδιέφερε την αστυνομία.
Μα εκτός αυτών που θα έλεγα αν με ρωτούσαν για την ανεψιά και τον ανεψιό, η συμβολή μου στην προσπάθεια εξιχνίασης του εγκλήματος από την αστυνομία επεκτάθηκε και στην ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξα για το άψυχο σώμα του αγαθού γέρου.
Και όχι για να παινευτώ γι αυτό, όμως τολμώ να πω πως ποτέ δεν είχε γίνει ακριβέστερη και πληρέστερη ιατροδικαστική έκθεση από εκείνην που πήρε οπό μένα η αστυνομία για την περίπτωση της εγκληματικής αυτής ενέργειας.
Η τοπική εφημερίδα πάλι δεν πρόσφερε καμιά καινούργια εκδοχή ή πιθανότητα, πέραν από εκείνες που κυκλοφορούσαν σαν φήμες από στόμα σε στόμα, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις στις μικρές κοινωνίες. Μα και να είχαν πεί κάτι του κυρ-Μαθιού, του εκδότη της εφημερίδας, πάλι δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να το γράψει γιατί δεν θα το είχε ακούσει-ήτανε θεόκουφος ο κακομοίρης.
Λέγονταν δηλαδή πως ίσως κάποιος περαστικός από την πόλη να έμαθε για τα λεφτά και να έκανε το κακό, Άλλοι μιλούσαν για κάποιους γύφτους που τελευταία είχαν εμφανιστεί στην περιοχή. To κουτσομπολιό δεν άφησε απείραχτους ούτε τους γειτονικούς με το σπίτι του μακαρίτη εμπόρους. Ίσως κάποιος απ' αυτούς να έφυγε για λίγο από το μαγαζί, να πήγε μέχρι το σπίτι του γέρου, να έκανε to έγκλημα και σαν κύριος να ξαναγύρισε στη δουλειά του. Επίσημα όμως η αστυνομία δεν είχε ανακοινώσει τίποτε και οι αστυνομικοί που είχαν έρθει από την πρωτεύουσα έφυγαν κι αυτοί χωρίς να ρίξουν φως στην υπόθεση, η οποία τελικά κατάληξε στο αρχείο.
Κοίταξα έξω.
Απόλυτο σκοτάδι ακόμα.
Ξαφνικά μια μεγάλη επιθυμία που ένιωσα, έκανε να αστράψει στο μυαλό μου μια τρελή όσο και παράτολμη ιδέα.
Έβαλα γρήγορα τα ρούχα μου και βγήκα. Έξω δεν ήταν κανένας, όπως άλλωστε ήτανε φυσικό μια τέτοιαν ώρα σ' ένα τέτοιο μέρος μιας μικρής πόλης. Σκυλιά γαύγιζαν μακριά. Σιγά περπατώντας, έτσι που αν παρ' ελπίδα τύχαινε να με έβλεπε κανείς, να σκέφτονταν πως βγήκα
για μια μικρή πρωινή βόλτα, έφτασα ως το σπίτι του μακαρίτη γερο-Πέτρου.
Η Κάτια έμενε πάλι τώρα στο σπίτι αυτό. Τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία είχε πάει να μείνει στου αδερφού της, από γυναικείο φόβο να μείνει στο σπίτι εκείνο μόνη της, με την ανάσα του νεκρού ζεστή ακόμα μέσα εκεί. Μετά από λίγες μέρες όμως, ξαναπήγε και έκατσε στο σπίτι εκείνο, γιατί έπρεπε να γίνει μνημόσυνο κάποια μέρα κοντά και αυτό έπρεπε να γίνει μόνο στο σπίτι του νεκρού και κάποιος έπρεπε να κάνει τις ετοιμασίες. Γυναίκες από τη γειτονιά ή γνωστές του πεθαμένου έκαναν συντροφιά τα βράδια στην Κάτια ώστε να έχει παρέα μέχρι να έρθει η ώρα του ύπνου.
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Κοίταξα δεξιά
αριστερά. Κανείς. Έσκυψα, πήρα ένα χαλικάκι και το
πέταξα στο τζάμι του μικρού παραθύρου του δωματίου
όπου ξάπλωνε η Κάτια. Δεν περίμενα πολύ. Η πόρτα
μισάνοιξε και το πρόσωπό της φάνηκε στο άνοιγμα, σαν
ένα γλυκό φως που εγώ μόνον έβλεπα.
Πλησίασα και την αγκάλιασα.
"Τρελός είσαι; έκανε.
"Δεν μπορούσα! Ήθελα να σε δω. Σ’ αγαπώ τόσο…»
"Μη!..Φύγε!..Θα μας πάρει κανένα μάτι.."
Με έσπρωξε ήρεμα μα αποφασιστικά. Τότε μόνο, ακούγοντας τα λόγια της και νιώθοντας το σπρώξιμό της συνήλθα. To χέρι μου πήγε ασυναίσθητα και έστρωσε τα αχτένιστα μαλλιά μου.
"Έλα στο ιατρείο να με δεις..."
"Ούτε αυτό γίνεται-φύγε..."
"Σαν άρρωστή μου να έρθεις..."
Με κοίταξε απελπισμένα.
«Κι αν το τολμούσα, ο πόθος μες στα μάτια μου όταν θα 'ρχομαι ή το αδειανό τους όταν φεύγω από κει, θα με προδώσουν σε όποιον με δει... Θες λοιπόν να χαλάσουνε όλα; Πήγαινε αγάπη μου. Σε λίγες μέρες
θα μ’ έχεις για πάντα.»
«Έχεις δίκιο, δεν έπρεπε να 'ρθω. Πες μου, όλα καλά;»
«Ναι. Κανείς δεν υποψιάζεται τίποτα. Ούτε που πάει το μυαλό κανενός σε μας. Έκανες την αίτηση;"
"Ναι, χτες έφυγε για το υπουργείο. Τους λέω πως πολύ
κάθισα εδώ και αν δε με μεταθέσουν θα παραιτηθώ.
Καταλαβαίνεις, είτε έτσι είτε αλλιώς σε λίγες μέρες
φεύγω".
"Κι εγώ σε άλλες λίγες σε ακολουθώ. Φύγε όμως τώρα!
Πήγαινε!.."
Τη φίλησα όπως μπορούσα και της είπα:
"Θα 'χω στρωμένο το καινούργιο σπίτι μας με τα λεφτά περιμένοντάς σε. Σ’ αγαπώ. Γεια σου..."
«Γεια σου!".
Έκλεισε την πόρτα στέλνοντάς μου πρώτα ένα άηχο
φιλί.
Γύρισα με το ίδιο αργό και αδιάφορο βήμα στο σπίτι
μου.
Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε μια καινούργια μέρα που θα
με έφερνε πιo κοντά στην ευτυχία.

 Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ

-Έφτασε το τέλος λοιπόν.
-Το οριστικό τέλος αυτή τη φορά.
 -Όλα κάποτε τελειώνουν.
-Κοινότυπο, όμως αληθινό. Αυτός ο κάπρος...ωραίος... ζωντανός... τον θέλεις; Παρ’ τονε, σου πρέπει.
-Όχι. Πράγματα εκεί… μπορείς όλα να τα πάρεις...
-Αυτόν τον αρκούδο;... στον έδωσα την ημέρα που πήγαμε στο σπήλαιο...
-...Θυμάμαι...
-Τότε που έχασα την πιάστρα των μαλλιών μου,
-Τη χτενίτσα σου είχες χάσει.
-Όχι τη χτενίτσα μου Σάκη, τη χτένα μου!..  Κι αυτός ο Νίκος…σήμερα βρήκε να κάψει τα χόρτα του... δάκρυσαν τα μάτια μου...
-Απ’ αυτό είναι; Για μια στιγμή νόμισα πως ίσως... η συγκίνηση... έχω ένα χαρτομάντηλο-να στα σκουπίσω... γύρισε...  έτσι... έχεις δει τα χείλη σου στον καθρέφτη από κοντά; Έχουν τόσες πολλές μικρές χαραγματίτσες...
-Αγάπ... Σάκη! Σε παρακαλώ καλέ μου! Βρεθήκαμε εδώ για ν’ αποχαιρετιστούμε. Αγαπάς μιαν άλλη, αγαπώ έναν άλλον. Χωρίζουμε! Και συ τα υποκοριστικά σου... αφού το ξέρεις ότι... σε παρακαλώ αγάπ... σε παρακαλώ καλέ μου...
-Καλή μου, εσυ ξέρεις το πάθος μου με τις λέξεις: Πρέπει να λένε ό,τι νοούν!
-Κι όταν αυτές λένε ό,τι νοούν, εγώ τότε δεν νοώ τι λέω... Μόνο για σήμερα δεν θα μπορούσες να παρατούσες το συνήθειο σου αυτό; Όχι υποκοριστικά, σε παρακαλώ... χωρίζουμε Σάκη!
-Όμως σωστό είναι όπως το είπα. Δεν είναι ούτε χαράδρες ούτε χαραγματιές. Είναι ακριβώς αυτό: χαραγματίτσες!
-Σάκη!... Λέω να πάρω κι αυτή σου τη φωτογραφία...
-Κι εγώ ετούτη...
-Να και το ρουζ! Αυτό πια είναι δικαιωματικά δικό μου!
-... Θυμάσαι που έβαφες μ' αυτό και τις ελίτσες σου;
-Αγάπη μου αγάπη μου αγάπη μου... τι σε παρακάλεσα μόλις;
-Συγνώμη. Ήδη τρέμεις... συγνώμη... μα γιατί στέκεις έτσι-κάτι σκέπτεσαι;
-Ξέρεις... ξαφνικά νιώθω πως δεν τον αγαπώ και πάρα πολύ αυτόν τον άντρα...
-Χμ! Κι εγώ... θα έλεγα... δηλαδή νομίζω... πως ναι, θα μπορούσε να ένιωθα κάτι παραπάνω γι αυτή τη γυναίκα...
-… Ας συνεχίσουμε. Πάρε συ το κασετόφωνο. Κι αυτές τις κασέτες.
-Θα 'θελα και τούτο το κορδελάκι...
-Πάλι;!;!..
-Κοίτα γλυκιά μου, κάνω ήδη πολλές προσπάθειες. Δε σου μίλησα καθόλου τόσην ώρα για τα ποδαράκια σου, για κείνο το δαχτυλάκι σου, για τη μεσούλα ή για τ’ αυτάκια σου. Ούτε για το περιστεράκι… τι κάνεις;..
-Σβήνω το φως. Αναβάλλουμε το χωρισμό μας μέχρι να πάθεις λαρυγγίτιδα. Αγαπημένε μου!...
-Γλυκιά μμμμμ...

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

 ΟΛΟΛΥΖΕΙΝ

"Άχου! Οι χαμένες μας πατρίδες!
Άχου! Οι χαμένες μας ζωές!"

Λες και τις πατρίδες τις είχαμε αποθέσει
σαν κύπελλα
πάνω σε γυμνές κοιλιές γυναικών
που γελώντας τα χύνουν.
ή πως τις παίρναμε στο κρεβάτι μας όταν ξαπλώναμε-
μα μήπως και τότε θα ’ταν δικές μας;

  «ΜΕΙΝΕ!»

Της γης το κουφάρι πατώ
και μέσα του χώνω
σαν ξίφος το πόδι μου
σημαία ξεδιπλώνω
στητός χαιρετώ
καλό ξεπροβόδι μου.

Καλό μου ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που μόνος τραβώ
λευκό έχω φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό μου
στο φως για να βγω.

Και μεσοστρατίς
-ποια χείλια την είπανε;-
στριγκιά ακούω: "Μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."

 ΔΙΑ  ΤΗΝ  ΑΘΩΟΤΗΤΑ  ΤΗΣ

Εβαδίζαμε σιωπηλοί.

Ξάφνω ήρχισε να ομιλεί.
Ηρέμως εις την αρχήν
θερμώς κατόπιν.
Προς το τέλος
είχεν ερεθισθεί τόσον
ώστε εκραύγαζε και εχειρονόμει
διστάζουσα πολλάκις
τας καταλλήλους λέξεις αναζητούσα.

Τέλος εκόπασε-
σχεδόν και ο δρόμος μας είχεν τελειώσει.

Πολύ πειστικά είχεν ομιλήσει
και δίχως άλλο θα με είχε πείσει
δια την αθωότητά της
αν
εις τα μάτια όταν την είδα
δεν διέκρινα μίαν μικράν σκιάν
συμπεπυκνωμένην
και πολλαπλώς πιεσμένην
υπό το βάρος τόσων επιχειρημάτων.

 ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ

"Θέλω Βασίλειον παρακοιμώμενον"
είπε ο Μιχαήλ
"ως πιστόν όντα...
υπό πάντων ευφημείσθαι ως βασιλέα".

"Βασιλεύς δε",λέει το «Χρονικό»,
"επληρούτο δακρύων..."

"Και των σκήπτρων πεσόντων ως έθος"
τον έστεψε συμβασιλέα.

Λίγο αργότερα ο Βασίλειος
εδολοφόνησε τον Μιχαήλ.
Κι αφού πια ήταν μόνος βασιλιάς
το ελαφρυντικό βρέθηκε αμέσως:
μεγάλο κάθαρμα ο Μιχαήλ...

Μα κι ο Βασίλειος δεν εστάθηκε σ' αυτό.
Έχτισε μοναστήρια κι εκκλησίες
που φτάναν γι άλλα δέκα εγκλήματα-
"Εξιλασκόμενος τω Θεώ"
μας λέει ο Ζωναράς

 Η ΣΚΑΛΑ

Ακουμπισμένη σ' ενός τοίχου
ή σε μιας υπολήψεως την επιφάνεια
γερτή, φέγγουσα και διάτρητος
στην ίδια πάντοτε θέση
αναμένει και υπομένει.

Αειθαλής και φυλλοβόλος
το άνω και το κάτω συνδέουσα
την πτώσιν και την άνοδον γεφυρούσα
σοφή και επαϊουσα
εκεί πάντοτε στέκει.

'Οταν δεν εργάζεται
τα χέρια της
με επιδεξιότητα ξεχωρίζουν
ισοπαχείς δέσμες ξανθών τριχών
και με χρυσές καρφίτσες τις στερεώνουν
στου μεταλλικού κρανίου της την επιφάνεια.

Και όταν ένα μικρό παιδί πάει ν' ανέβει
σκύβει, το πιάνει από το χέρι και αυτή
τα βήματά του τρυφερά οδηγεί.

 ΡΟΔΟ

Του θανάτου τη χλωμάδα
και τον τρόμο είχα σπείρει
σ' ένα ρόδο που ως εμάδα
κι εμαράθη κι έχει γείρει,

τα ωχρά του φύλλα εγίναν
τετραδίου άσπρα φύλλα
που αχόρταγα επίναν
το φαρμάκι που 'ξεχείλα

από της ζήσης μου τα βάθη.
Και ρουφήξαν τα φαρμάκια
και τους πόνους και τα πάθη
τα ποθάνοιχτα χειλάκια

και ποιήματα τα φτιάξαν-
τι άλλο θα 'φτιαχναν τα ρόδα…
κι έτσι όλα ως τα ταιριάσαν
τα καθένα τους ευώδα.

Κι η λεπτή αυτή ευωδία
μες στο κάθε τους θα μένει
ποίημα, σαν μια αιωνία
και πιστή αγαπημένη'

και αυτό θα ευωδάει'
και θα είναι τ' άρωμά του
όχι λούλουδου του Μάη
μα του ρόδου του θανάτου.

Σε ποιημάτων ένα τόμο
τη ζωή μου έχω απλώσει
κι απ' τη φρίκη και τον τρόμο
σαν ο χάρος με λυτρώσει

μες στον τόμο αυτόν θα κείμαι
ολοζώντανα κλεισμένος
κι ας θαρρούν όλοι πως είμαι
μες στη γη κι εγώ  βαλμένος.