ΡΟΔΟ
Του θανάτου τη χλωμάδα
και τον τρόμο είχα σπείρει
σ' ένα ρόδο που ως εμάδα
κι εμαράθη κι έχει γείρει,
τα ωχρά του φύλλα εγίναν
τετραδίου άσπρα φύλλα
που αχόρταγα επίναν
το φαρμάκι που 'ξεχείλα
από της ζήσης μου τα βάθη.
Και ρουφήξαν τα φαρμάκια
και τους πόνους και τα πάθη
τα ποθάνοιχτα χειλάκια
και ποιήματα τα φτιάξαν-
τι άλλο θα 'φτιαχναν τα ρόδα…
κι έτσι όλα ως τα ταιριάσαν
τα καθένα τους ευώδα.
Κι η λεπτή αυτή ευωδία
μες στο κάθε τους θα μένει
ποίημα, σαν μια αιωνία
και πιστή αγαπημένη'
και αυτό θα ευωδάει'
και θα είναι τ' άρωμά του
όχι λούλουδου του Μάη
μα του ρόδου του θανάτου.
Σε ποιημάτων ένα τόμο
τη ζωή μου έχω απλώσει
κι απ' τη φρίκη και τον τρόμο
σαν ο χάρος με λυτρώσει
μες στον τόμο αυτόν θα κείμαι
ολοζώντανα κλεισμένος
κι ας θαρρούν όλοι πως είμαι
μες στη γη κι εγώ βαλμένος.