ΕΣΤΟΛΙΖΟΝ ΤΟΝ
(από τα μαθητικά)
Εστόλιζον τον τάφον του ρόδων
σκιαί
που εις πλησίον μνήμα
εφύτρωνον.
Αυτό πολύ του εκακοφαίνετο
διότι ήλπιζεν ο θάνατος πως εξισώνει
και πως αφότου σφραγισθούν τα
χείλη
ουκ ένι πλέον δούλος ουδ'
ελεύθερος,
άρσεν και θήλυ.
Κι αν άρσεν δε τον πείραζε να
παραμείνει
Όμως τον επηρέαζεν η διαφορά
εκείνη:
δε θα μπορούσε άραγε εις αυτού
τον τάφον να ανθούν τα ρόδα;
Μα δεν βαριέσαι
δεν άλλαξε εις ολόκληρον ζωήν-
στον θάνατον θα άλλαζεν η
μόδα;