ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ
Βγαίνοντας για τον βραδινό περίπατο ξαφνιάστηκα.
Τι 'ναι αυτό το υγρό
που πέφτει σε σταγόνες γρήγορες
συμμετρικές
τόσο κοντά τη μία με την άλλη
και δεν αφήνει τίποτα άβρεχο;
Που ο θόρυβος που κάνει
χτυπώντας πάνω στα γερτά τα κεραμίδια,
στις ψυχές,
στα κόκκαλα,
στο χώμα,
μοιάζει σαν μούρμουρο λυπητερό-
μοιάζει σα θρήνος τ' ουρανού
σαν αστρομοιρολόγι;
Βέβαια δε θα βγει πάλι ποτέ ο ήλιος.
Και να 'βγαινε
αυτό το ατέλειωτο υγρό πάλι θα τόνε σβήσει.
Κι όπως νυχτώνει και δε βλέπω ούτε φεγγάρι
λέω θα το 'σβησε κι αυτό.
Τι να 'ναι αυτό το υγρό
πώς εσκαρφάλωσε εκεί πάνω και ποιος
τόσο μεγάλη έχει υπομονή να το χωρίζει
σε τόσες στάλες;
Δεν ονειρεύομαι. Ούτε είμαι μεθυσμένος,
Ούτε σε άλλον βρέθηκα πλανήτη
ώστε να είμαι άμαθος σε όσα εκεί συμβαίνουν.
Ούτε και σ' άλλο επήγα σπίτι. Να! Εδώ το δωμάτιό μου
με το σκαμνάκι στη γωνιά,
εκεί ο χώρος των παιδιών με τα παιχνίδια,
η κόρη μου πιο κει με το σεμνό φουστάνι της
να πλάθει τ’ αυριανό ψωμί...
Οι σπασμένοι σωλήνες...
το πατητήρι...
Ο εγγονός μου όταν τον ρώτησα, μου 'πε αμέσως:
"Βροχή παππού, βρέχει!.."
Α! Τ' ασυλλόγιστα-
τ' άσκεφτα νιάτα...