Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

 ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ

Εκείνο το πρωί ξύπνησα στις πέντε. Και ήξερα πως δε θα ξανακοιμόμουν, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχα πέσει για ύπνο νωρίς. Αλλά και για έναν ακόμα λόγο. Γιατί η σκέψη μου πήγε αμέσως στο θέμα που απασχολούσε τη μικρή μας πόλη για εδώ κι ένα μήνα τώρα. Και τέτοια θέματα τραβάνε σαν μαγνήτης τη σκέψη.
To θέμα ήτανε η δολοφονία του γερο-Πέτρου.
Ο γερο-Πέτρος, ένας εβδομηνταπεντάχρονος
ανήμπορος γέρος, έμενε με μια μακρινή ανεψιά του που
τόνε φρόντιζε.
Ο γέρος βρέθηκε μια μέρα νεκρός από την ανεψιά του, μ' ένα μαχαίρι στο στήθος του, όταν αυτή είχε γυρίσει από μιαν επίσκεψη που είχε κάνει στο σπίτι του αδερφού της.
To σπίτι του γερο-Πέτρου ήτανε μόλις εκατό μέτρα από το δικό μου, στον ίδιο απόκεντρο δρόμο, ένα δρόμο από κείνους τους δρόμους των επαρχιακών πόλεων που θα θεωρούνταν περιττή πολυτέλεια αν φωτίζονταν τις νύχτες.
Οι φήμες έλεγαν πως ο γέρος είχε πολλά λεφτά και πως αυτή ήταν η αιτία της δολοφονίας του, μιας και τα λεφτά δεν βρέθηκαν στο σπίτι του όπου ήταν γνωστό σε όλους ότι τα φύλαγε.
Στην κηδεία του πήγαν όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του, πολλοί δηλαδή άνθρωποι, που εκτός από τη λύπη τους για το θάνατό του, είχαν την ευκαιρία να κουτσομπολέψουν και λίγο σχετικά με τα πιθανά αίτια της δολοφονίας και τις λεπτομέρειες του φόνου. Ο παπάς, αν και ο μακαρίτης δεν πατούσε στην εκκλησία παρά μόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, έκανε μια ολοκληρωμένη κηδεία, χωρίς να περάσει καμία ευχή αδιάβαστη και χωρίς να παραλείψει κανένα μακαρισμό. Ίσως επειδή ήξερε ότι θα καλοπληρωνόταν από τα ανήψια του μακαρίτη.
Γιατί ο αδερφός της Κάτιας ήταν ο δάσκαλος του μοναδικού μας σχολείου, και μάλιστα έχαιρε της άκρας εκτιμήσεως γονέων και μαθητών, αλλά και όλης της κοινωνίας της πόλης μας.
Ούτε όμως η καλή κηδεία δεν μπόρεσε να σιγάσει τις συζητήσεις που είχαν ανάψει σχετικά με τον φόνο και η σιωπή, έμεινε στην περίπτωση αυτή βαθιά κλεισμένη στον τάφο μαζί με τον νεκρό, αφήνοντας όλον τo θόρυβο να συνεχίσει την τρελή κούρσα του έξω από αυτόν, ανάμεσα και μέσα στα σπίτια, στους δρόμους και στο καταστήματα της πόλης μας.
Γιατί η πόλη είχε αναστατωθεί και όλοι μόνο γι αυτό μιλούσαν.
Όχι τόσο γιατί χάθηκε ένας γέρος έστω άνθρωπος, αλλά επειδή είχε δολοφονηθεί. Και περισσότερο επειδή ακόμα απόλυτο σκοτάδι κάλυπτε τις έρευνες για το φόνο, κάτι που πυροδοτούσε πιθανότητες από τις πιο λογικοφανείς μέχρι τις πιο παράδοξες και ανυπόστατες.
Η αστυνομία, αν και η Κάτια ήταν υπεράνω κάθε υποψίας και αν και, όπως όλοι ήξεραν υπεραγαπούσε τον μακαρίτη, δεν παρέλειψε να ανακρίνει και αυτήν. Για λόγους τυπικούς, όπως έγραψε και η μοναδική εφημερίδα της πόλης, γιατί κανενός η σκέψη δεν πήγε ούτε για μια στιγμή ότι η Κάτια θα μπορούσε να έχει την παραμικρή σχέση με το φόνο.
Και το ίδιο ίσχυε και για τον αδερφό της και ανεψιό του γερο-Πέτρου.
Τα ίδια θα έλεγα κι εγώ και για τους δυο τους αν με ρωτούσε κανείς. Σαν ο μόνος γιατρός της πόλης, είχα γνωρίσει και τους δυο και τίποτε το κακό ή το εγκληματικό δεν είχα διαπιστώσει στους χαρακτήρες τους, που να μπορούσε να οδηγήσει τη σκέψη μου στην υποψία όχι μόνο διάπραξης φόνου, αλλά και οποιασδήποτε συμμετοχής τους σε κάτι τέτοιο. To μόνο που ήξερα καλά, ήτανε ότι η Κάτια, εκτός από σεμνή και υπεράνω πάσης υποψίας, ήτανε και πολύ όμορφη. Αυτά θα έλεγα, αν και το τελευταίο ίσως δεν ενδιέφερε την αστυνομία.
Μα εκτός αυτών που θα έλεγα αν με ρωτούσαν για την ανεψιά και τον ανεψιό, η συμβολή μου στην προσπάθεια εξιχνίασης του εγκλήματος από την αστυνομία επεκτάθηκε και στην ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξα για το άψυχο σώμα του αγαθού γέρου.
Και όχι για να παινευτώ γι αυτό, όμως τολμώ να πω πως ποτέ δεν είχε γίνει ακριβέστερη και πληρέστερη ιατροδικαστική έκθεση από εκείνην που πήρε οπό μένα η αστυνομία για την περίπτωση της εγκληματικής αυτής ενέργειας.
Η τοπική εφημερίδα πάλι δεν πρόσφερε καμιά καινούργια εκδοχή ή πιθανότητα, πέραν από εκείνες που κυκλοφορούσαν σαν φήμες από στόμα σε στόμα, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις στις μικρές κοινωνίες. Μα και να είχαν πεί κάτι του κυρ-Μαθιού, του εκδότη της εφημερίδας, πάλι δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να το γράψει γιατί δεν θα το είχε ακούσει-ήτανε θεόκουφος ο κακομοίρης.
Λέγονταν δηλαδή πως ίσως κάποιος περαστικός από την πόλη να έμαθε για τα λεφτά και να έκανε το κακό, Άλλοι μιλούσαν για κάποιους γύφτους που τελευταία είχαν εμφανιστεί στην περιοχή. To κουτσομπολιό δεν άφησε απείραχτους ούτε τους γειτονικούς με το σπίτι του μακαρίτη εμπόρους. Ίσως κάποιος απ' αυτούς να έφυγε για λίγο από το μαγαζί, να πήγε μέχρι το σπίτι του γέρου, να έκανε to έγκλημα και σαν κύριος να ξαναγύρισε στη δουλειά του. Επίσημα όμως η αστυνομία δεν είχε ανακοινώσει τίποτε και οι αστυνομικοί που είχαν έρθει από την πρωτεύουσα έφυγαν κι αυτοί χωρίς να ρίξουν φως στην υπόθεση, η οποία τελικά κατάληξε στο αρχείο.
Κοίταξα έξω.
Απόλυτο σκοτάδι ακόμα.
Ξαφνικά μια μεγάλη επιθυμία που ένιωσα, έκανε να αστράψει στο μυαλό μου μια τρελή όσο και παράτολμη ιδέα.
Έβαλα γρήγορα τα ρούχα μου και βγήκα. Έξω δεν ήταν κανένας, όπως άλλωστε ήτανε φυσικό μια τέτοιαν ώρα σ' ένα τέτοιο μέρος μιας μικρής πόλης. Σκυλιά γαύγιζαν μακριά. Σιγά περπατώντας, έτσι που αν παρ' ελπίδα τύχαινε να με έβλεπε κανείς, να σκέφτονταν πως βγήκα
για μια μικρή πρωινή βόλτα, έφτασα ως το σπίτι του μακαρίτη γερο-Πέτρου.
Η Κάτια έμενε πάλι τώρα στο σπίτι αυτό. Τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία είχε πάει να μείνει στου αδερφού της, από γυναικείο φόβο να μείνει στο σπίτι εκείνο μόνη της, με την ανάσα του νεκρού ζεστή ακόμα μέσα εκεί. Μετά από λίγες μέρες όμως, ξαναπήγε και έκατσε στο σπίτι εκείνο, γιατί έπρεπε να γίνει μνημόσυνο κάποια μέρα κοντά και αυτό έπρεπε να γίνει μόνο στο σπίτι του νεκρού και κάποιος έπρεπε να κάνει τις ετοιμασίες. Γυναίκες από τη γειτονιά ή γνωστές του πεθαμένου έκαναν συντροφιά τα βράδια στην Κάτια ώστε να έχει παρέα μέχρι να έρθει η ώρα του ύπνου.
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Κοίταξα δεξιά
αριστερά. Κανείς. Έσκυψα, πήρα ένα χαλικάκι και το
πέταξα στο τζάμι του μικρού παραθύρου του δωματίου
όπου ξάπλωνε η Κάτια. Δεν περίμενα πολύ. Η πόρτα
μισάνοιξε και το πρόσωπό της φάνηκε στο άνοιγμα, σαν
ένα γλυκό φως που εγώ μόνον έβλεπα.
Πλησίασα και την αγκάλιασα.
"Τρελός είσαι; έκανε.
"Δεν μπορούσα! Ήθελα να σε δω. Σ’ αγαπώ τόσο…»
"Μη!..Φύγε!..Θα μας πάρει κανένα μάτι.."
Με έσπρωξε ήρεμα μα αποφασιστικά. Τότε μόνο, ακούγοντας τα λόγια της και νιώθοντας το σπρώξιμό της συνήλθα. To χέρι μου πήγε ασυναίσθητα και έστρωσε τα αχτένιστα μαλλιά μου.
"Έλα στο ιατρείο να με δεις..."
"Ούτε αυτό γίνεται-φύγε..."
"Σαν άρρωστή μου να έρθεις..."
Με κοίταξε απελπισμένα.
«Κι αν το τολμούσα, ο πόθος μες στα μάτια μου όταν θα 'ρχομαι ή το αδειανό τους όταν φεύγω από κει, θα με προδώσουν σε όποιον με δει... Θες λοιπόν να χαλάσουνε όλα; Πήγαινε αγάπη μου. Σε λίγες μέρες
θα μ’ έχεις για πάντα.»
«Έχεις δίκιο, δεν έπρεπε να 'ρθω. Πες μου, όλα καλά;»
«Ναι. Κανείς δεν υποψιάζεται τίποτα. Ούτε που πάει το μυαλό κανενός σε μας. Έκανες την αίτηση;"
"Ναι, χτες έφυγε για το υπουργείο. Τους λέω πως πολύ
κάθισα εδώ και αν δε με μεταθέσουν θα παραιτηθώ.
Καταλαβαίνεις, είτε έτσι είτε αλλιώς σε λίγες μέρες
φεύγω".
"Κι εγώ σε άλλες λίγες σε ακολουθώ. Φύγε όμως τώρα!
Πήγαινε!.."
Τη φίλησα όπως μπορούσα και της είπα:
"Θα 'χω στρωμένο το καινούργιο σπίτι μας με τα λεφτά περιμένοντάς σε. Σ’ αγαπώ. Γεια σου..."
«Γεια σου!".
Έκλεισε την πόρτα στέλνοντάς μου πρώτα ένα άηχο
φιλί.
Γύρισα με το ίδιο αργό και αδιάφορο βήμα στο σπίτι
μου.
Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε μια καινούργια μέρα που θα
με έφερνε πιo κοντά στην ευτυχία.