Η ΜΕΡΑ
(από τα μαθητικά)
Η μέρα αργοκύλησε κι η νύχτα αρχινά
γεμάτη πόνο, μοναξιά, σαν πίσσα αναλιωμένη
με ουρανό που προμηνά ναυάγια και φουρτούνες.
Τα ζώα ετρομάξανε και τρέμουν τα κλαδιά
και μόνη μέσα στη νυχτιά καμμια ψυχή δε μένει'
κι ακούς πιο κει αριά αριά να κρώζουν οι κουρούνες.
Νύχτα που κάνει σαν τρελή να πάλλεται η καρδιά σου΄
νύχτα που κάνει στεναγμό τον πιο πικρό σου πόνο
και την ψυχή κάνει βαριά και το μυαλό θολώνει.
Όμως εμένα θα με δεις-
τι τρέλα αληθινά-
να περπατώ στην ερημιά
παντέρημο και μόνο
και να ζητώ στη σκοτεινιά
εν' ανθισμένον κλώνο…