ΤΟ ΡΥΑΚΙ
Μικρός θυμάμαι μου άρεσε μες στο μικρό ρυάκι
που πότιζε τον κήπο μας να ρίχνω ένα χαρτάκι
κι ύστερα στους υδάτινους τ' ακολουθούσα δρόμους
μέχρι που έπεφτε μ' ορμή μέσα στους υπονόμους.
Κλεισμένο μες στο χάρτινο, εφήμερό του ψέμα
να παραδέρνει το 'βλεπα στου ρυακιού το ρέμα
στις λάσπες και στα χώματα της όχθης να χτυπιέται
κύκλους να κάνει, να βουτά, να χάνεται, να σβηέται.
Θα είχα κόψει από νωρίς του βίου μου το νήμα
όμως αυτή η παιδική συνήθεια με κρατάει:
πριν πέσω ανυπεράσπιστος μέσα στ' ογρό μου μνήμα
με λυπημένη κι ήρεμη θέλω μια ειρωνεία
να βλέπω κάθε κύματος καινούργιου τη μανία
καθώς, αναίτια, πριν σβΗστεί ,στους βράχους με πετάει.