ΘΕΑΤΡΟ. ΑΝΟΙΓΕΙ
(από τα μαθητικά)
Θέατρο. Ανοίγει η αυλαία. Ησυχία.
To πλήθος μένει άφωνο. Βουβό.
Σωπαίνει.
Κι η πρώτη πράξη στη σκηνή
ανεβαίνει.
"Και τ' ήτανε παππού;" "Τι άλλο-
η γνωριμία,"
Η πρώτη πράξη τέλειωσε. Στο
πλήθος ηρεμία.
Μα να η αυλαία πάλι ανεβαίνει
κι η δεύτερη η πράξη τώρα
βγαίνει.
"Και τ' ήτανε παππού;" "Τι άλλο-
η ευτυχία"
Κλείνει τα μάτια ο παππούς κι
αποξεχνιέται
κι ας βλέπει ο εγγονός το δάκρυ
που από του γέρικου ματιού
κυλάει την άκρη-
είναι σκληρή η νιότη-δεν
κρατιέται.
Γιατί σταμάτησε ο παππούς να
διηγιέται;
Η σκέψη του σε ποια πλανιέται
μάκρη;
Με του ξυλένιου του σπαθιού
την άκρη
τονε τσιμπά κι ο γέροντας
πετιέται.
To 'να με τ' άλλο του 'χει δέσει
τα σκαρπίνια'
να περπατήσει ο γέρος δεν
μπορεί'
πέφτει' σκυφτός στην πόρτα
προχωρεί
να φύγει απ' του μικρού τη
γκρίνια.
Τι 'ταν κι αυτή που τονε βρήκε
γκίνια-
τώρα ένα ψέμα θα 'πρεπε να
βρει
γιατ' η αλήθεια για το νιο θα 'ταν
πικρή:
η τρίτη πράξη γράφτηκε κρυφά-
στα παρασκήνια.