Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

         ΜΕ ΜΑΧΑΙΡΙ

Mια δυσοίωνη οργή εκπηγάζει
από το σακατεμένο μου κορμί
Πού είναι η γλυκιά η νοσοκόμα;
Μήπως σε λάθος πόλη αποπειράθηκα;
Μη το νοσοκομείο της δεν είναι που
εφημερεύει;
Ή τ' ωράριό της άλλαξε με άλλην
και άλλη κάποια θα μου βγάλει
τα κολλημένα στις λιωτές μου σάρκες ρούχα,
και άλλη κάποια θα με ακούσει
τη μόνη λέξη που 'μαθα μες στη ζωή να λέω,
και ας την είχα μαθημένα μόνο
για να την ψιθυρίσω στο δικό της μέσα αυτί;

"Πονάτε;"
Ερώτηση γιατρού σε πολυτραυματία
ετοιμοθάνατο...
Σ’ άλλη περίπτωση  θα του ’λεγα πολλά. Μα
τώρα
μόνο να πω μπορώ: "Πού είναι ΑΥΤΗ;"
Ο γιατρός στους νοσοκόμους:
"Πιο γρήγορα! Πεθαίνει!”
Σ' ακούω γιατρέ της κακιάς ώρας.
Το λένε αυτό μπροστά σε κείνον
που αληθινά πεθαίνει;
Ξανά εγώ τη δύναμή μου όλη βάζοντας:
"ΠΟΥ EINAΙ AYTH;"
"Σώπα. Έρχεται"
Ο νοσοκόμος, ανοίγοντας την πόρτα του
χειρουργείου:
“Για ποια λέει;”
O γιατρός: “Ποιος ξέρει...”

Τότε είναι που δεν άντεξα
και τους άφησα τους αλιτήριους.
Και πήγα εκεί όπου οι λέξεις παύουν να
'χουνε φωνή.

Σιωπή και χιόνι γύρω.
Όχι χιόνι.
Πέπλα πάλλευκα.
Και το σώμα μου ακέριο.
Ώστε ζωή μετά το θάνατο λοιπόν;

Μα τι… μα πώς… μα… να! ΕΚΕΙΝΗ!
Ξεπροβάλλει μέσα από κάτι
σα μιαν αδιόρατη χαραματιά των πέπλων.
Στέκω βουβός σε τέτοια μέσα μια σιωπή
υπερισχύοντας οι καλοί μου τρόποι.

Μα όλη σκούζει η ύπαρξή μου.

Σπάει εκείνη τη σιγή
και με φωνή σα μελωδία: "Μίλα",
μου λέει,
"εδώ,
μόνο όσοι αγαπούν-
μονάχα αυτοί μιλούνε."

"Σ’ αγαπώ."
"Λες να μην το ξέρω;"
"Κι εσύ;.."
«Τρελαίνομαι για σένα.»
"Τότε γιατί εκεί με απόφευγες… όμως… κι εσύ μην είσαι πεθαμένη;"
"Όχι. Ολοζώντανη, Όπως και συ."
"Εκεί… εκείνος ήτανε ο θάνατος;"
"Ναι"
"Καλά το έλεγα λοιπόν εγώ …
 Αλλ' ας τ' αφήσουμε αυτά.
Γλυκιά μου Ρωρερκάρ
θέλω μαζί σου έρωτα να κάνω-
κάτι που δεν το ήθελες στη γη…"
"Mη λες δεν ήθελα.
Δεν έπρεπε.
Μα εδώ καταργημένα όλα τα πρέπει.
Και πια μη χρησιμοποιείς ψευδώνυμο"
«Αθανασία λοιπόν.»
"Ναι. Για σένα. Και για πάντα."

Το χέρι της εσήκωσε
κι ένα βελούδινο ροζ παραπέτασμα
μας απομόνωσε-τάχα από ποιον;
Μια κίνησή της άλλη βιαστική
κι ένα κρεβάτι στήθηκε μπροστά μας.
Για μια στιγμή τον πόθο η έκπληξη έδιωξε απ' τα μάτια μου.
To είδε.
Και για να μου δείξει
πως όλα γίνονταν καθώς κι οι δυο τα θέλαμε,
το χέρι μου έπιασε,
απαλά στο κρεβάτι με οδήγησε
και πλάι μου έπεσε αλαφρά, αφού πρώτα
με μίαν άλλη κίνησή της
από τα ρούχα όλα τα λευκά της απαλλάχτηκε.

Και κει
στο κρεβάτι πάνω,
οι δυο μας γίναμε ένα τόσο,
που για τους δυο μας ένας μόνο ανάπνεε.

Και σ' έναν ύπνο έπειτα βυθίσαμε
που απ’ αυτόν εκείνη μ’ έβγαλε
για να με πάρει γελαστή απ’ το χέρι
και να με πάει σ’ ένα χώρο
απ’ όπου βγήκα ολόλευκος κι εγώ
και φτερά έχοντας κι εγώ,
λευκά και κείνα κι απαλά κι αιθέρια.

"Έτσι θα είμαστε οι δυο από δω και πέρα.
Κι έρωτα όλο.
Σαν έμαθα πως έπεσες απ’ τον γκρεμό
αφήνοντας κείνο το γράμμα,
δεν άντεξα και νιώθοντάς σε πεθαμένον
ήρθα εδώ αμέσως.
Μα όπως είδα, πρώτη.
Χωρίς εσένα η ζωή θα ήτανε μαρτύριο.
Σε λάτρευα καθώς και συ.
Μα οι συνθήκες εκεί πέρα...
η κοινωνία, τα παιδιά, ο φόβος της αγάπης...
δε γίνονταν
ούτε να ξέρεις ότι σ' αγαπώ.
Μα τώρα έλα,
πάμε στα χρυσά του έρωτα ακρογιάλια
και στις γλυκές του τις πηγές
και στης αγάπης τις κρυφές φωλιές
φτιαγμένες για όσους ένιωσαν πως έρωτας
είναι ο θάνατος ο ίδιος."
"Δεν θα χωρίσουμε ποτέ!;"
"Εδώ κουτούλη μου δεν έχει χωρισμό.
Εδώ ειν’ η αιωνιότητα
και όπως μέσα της θα μπεις
έτσι και μένεις."

...Με σώσανε οι αχρείοι. Τώρα κείτομαι
σ' ένα κρεβάτι πάνω,
ζαλισμένος,
γεμάτος γάζες και ήμερες πληγές.

Δοκιμάζω το χέρι μου-δεν έχει δύναμη να σηκωθεί.
Λίγο πιο ύστερα
που κάπως η αδυναμία κι η ζάλη θα 'χουν φύγει
έρχομαι οριστικά Γλυκιά,
με μαχαίρι
τον άχρωμο σωλήνα κόβοντας του ορού,
έτσι που ολότελα να ξαιματώσω.